10
Ο Φραντσέσκο Μοροζίνι, η εισβολή στην Αττική και η καταστροφή τού Παρθενώνα
![]() |
![]() |
Αφού κύκλωσε θριαμβευτικά τον Μοριά μετά τη νίκη στην Πάτρα, ο ενετικός στόλος υπό τον γενικό διοικητή Μοροζίνι έφτασε στην περιοχή τής Κορίνθου στις 13 Σεπτεμβρίου 1687. Στο μεταξύ οι στρατιώτες είχαν περάσει δια ξηράς από τον Κορινθιακό στον Σαρωνικό κόλπο για να τον περιμένουν. Δύο μέρες μετά την άφιξή του η Άννα Άκερχελμ σημείωνε στο ημερολόγιό της ότι ο γενικός διοικητής είχε προχωρήσει έφιππος προς την Κόρινθο «για να δει τον τόπο» και τον είχε υποδεχθεί ωραία ο φον Κένιγκσμαρκ. «Πήρα άδεια να πάω στην Κόρινθο με την ευκαιρία αυτή», έγραφε τώρα η Άννα. «Θα ήμουν πολύ στενοχωρημένη, αν έγραφα ότι δεν είχα μπορέσει να πάω». Ο φον Κένιγκσμαρκ ψυχαγωγούσε τότε ορισμένους αξιωματικούς ως επισκέπτες του. Βρίσκονταν όλοι σε εύθυμη διάθεση σύμφωνα με την Άννα και «η Εξοχότητά του, τούς μίλησε για τον Αριστοτέλη στα λατινικά και στα ελληνικά. Έχουν όλοι συμφωνήσει ότι θα στείλουν να φωνάξουν τον γενικό διοικητή στην Αθήνα, για να τού μάθουν να μιλά λατινικά!».1 Αναμφίβολα το κρασί έρρεε άφθονα.
Πρώτιστο μέλημα τού Μοροζίνι ήταν τώρα η προστασία τού Ισθμού τής Κορίνθου, όπως τόνιζε κατά τη διάρκεια συνεδρίασης τού πολεμικού συμβουλίου (consulta di guerra), που πραγματοποιήθηκε στον Ισθμό στις 17 Σεπτεμβρίου. Έπρεπε να παρεμποδίζουν την είσοδο τουρκικών στρατευμάτων στον Μοριά. Οι ενετικές δυνάμεις έπρεπε επίσης να παρέχουν ασφάλεια στην αγροτιά στα χωράφια, γιατί οι κόποι τους θα κατέληγαν σε «κοινό καλό». Έχοντας καταλάβει ολόκληρο τον Μοριά εκτός από τη Μονεμβασία, το ερώτημα που απασχολούσε το πολεμικό συμβούλιο ήταν ποιος θα ήταν ο καλύτερος τρόπος χρησιμοποίησης των εβδομάδων τού Σεπτεμβρίου και τού Οκτωβρίου που απέμεναν. Υπήρχαν εκείνοι που υποστήριζαν προσπάθεια κατάληψης τής Αθήνας και άλλοι που θεωρούσαν ότι επόμενος στόχος τους έπρεπε να είναι το νησί τού Νεγκροπόντε (Εύβοια), το οποίο η Βενετία είχε χάσει από τούς Τούρκους το 1470.2
Έχοντας εγκρίνει, στις συνεδριάσεις τού πολεμικού συμβουλίου στις 12 Αυγούστου και στις 14 Σεπτεμβρίου, την ιδέα να προσπαθήσουν να καταλάβουν την Αθήνα, ο Μοροζίνι τώρα είχε αλλάξει γνώμη. Στο πολεμικό συμβούλιο στις 17 Σεπτεμβρίου δήλωνε ότι αν στην πραγματικότητα έπαιρναν την Αθήνα και οι στρατιώτες εγκαθίσταντο στην πόλη για τον ερχόμενο χειμώνα, θα ήταν δύσκολο να τούς εφοδιάζουν με προμήθειες, γιατί οι Τούρκοι θα διαφέντευαν στη γύρω ύπαιθρο. Μάλιστα ο σερασκέρης, ο Τούρκος στρατιωτικός διοικητής, στάθμευε στη Θήβα, λίγο περισσότερο από μιας ημέρας απόσταση από την Αθήνα. Κάπως έπρεπε να αντιμετωπιστεί η εξαντλητική προσπάθεια υπεράσπισης τού τριών μιλίων δρόμου από την Αθήνα προς το Πόρτο Λεόνε (Porto Lion), όπως ονόμαζε πάντοτε ο Μοροζίνι τον Πειραιά, προκειμένου να μεταφέρουν προμήθειες και πυρομαχικά από τον στόλο στην πόλη. Πηγές τής εποχής εκτιμούν την απόσταση από τον Πειραιά στην Αθήνα σε 3-6 μίλια. Οι ζωοτροφές θα ήσαν τόσο σπάνιες, έλεγε ο Μοροζίνι, που οι έφιπποι άνδρες θα έχαναν τα άλογά τους. Επιπλέον δεν έβλεπε με ποιον τρόπο η κατάληψη τής Αθήνας θα μπορούσε να αποτρέψει τούς Τούρκους από την επιστροφή στον Μοριά, γιατί εξακολουθούσαν να κατέχουν τα Μέγαρα, πράγμα που τούς έδινε τον έλεγχο τού δρόμου από την Αθήνα προς την Κόρινθο.
Ο γενικός διοικητής Μοροζίνι θεωρούσε λοιπόν «την επιχείρηση τής Αθήνας» (l’impresa d’Atene) ως πιθανά ασύμφορη, επειδή οι ενετικές δυνάμεις ίσως υποχρεώνονταν πολύ γρήγορα να εγκαταλείψουν την πόλη και να την καταστρέψουν, πράγμα που θα σήμαινε το ξερίζωμα και τον όλεθρο των φτωχών Ελλήνων, καθώς και την απώλεια τής ετήσιας επιχορήγησης 9.000 ρεαλιών, την οποία αυτοί είχαν υποσχεθεί να πληρώνουν στους Ενετούς, αν γλίτωνε η Αθήνα. Ο Μοροζίνι ήταν πεισμένος ότι θα ήταν καλύτερο για τις δυνάμεις τής Δημοκρατίας να παραμείνουν στην Κόρινθο, όπου θα είχαν εύκολη πρόσβαση σε τρόφιμα και ζωοτροφές. Το ιππικό και τα άλογα θα μπορούσαν να εγκατασταθούν με ασφάλεια στην Τριπολιτσά (Τρίπολη), «η οποία είναι μεγάλη περιοχή στο κέντρο τού βασιλείου (του Μορέως), διαθέτει όμορφες και ευρύχωρες κατοικίες, με πολύ εύφορα χωράφια, που παράγουν ποσότητα χόρτου, τού οποίου έχει ήδη γίνει συγκομιδή (για λογαριασμό μας) από τούς Τούρκους». Αν το ιππικό δεν διαχείμαζε στην Τρίπολη, θα ήταν αδύνατο να διαθέτουν σε κάθε άλογο 4 λίμπρες ζωοτροφής (biada) κάθε μέρα.
Ο Μοροζίνι πίστευε ότι οι απόψεις του στηρίζονταν σε γερά θεμέλια, γιατί, όπως τόνιζε, ήταν ζωτικής σημασίας να κατέχουν και να διατηρούν το «βασίλειο». Οι επιστολές που είχε μόλις λάβει από τη Γερουσία τον Αύγουστο, σταλμένες (όπως πάντοτε) στο όνομα τού δόγη, καθιστούσαν αυτό το γεγονός περισσότερο από σαφές. Το πολεμικό συμβούλιο συμφώνησε λοιπόν τελικά ότι τα στρατεύματα θα παρέμεναν σε χειμερινά καταλύματα στην Κόρινθο, στον βαθμό που το φρούριο τής Ακροκορίνθου μπορούσε να τούς κρατήσει (che dentro la fortezza capir vi potesse). Το ιππικό και οι υπόλοιποι Γερμανοί στρατιώτες, σε συμφωνία με τις επιθυμίες τού Μοροζίνι, θα έκαναν την Τρίπολη χειμερινό τους καταφύγιο, ενώ ο ενετικός στόλος με τούς ναυτικούς και ορισμένους μισθοφόρους (oltratmarini) θα αναλάμβανε να καλυφθεί στο λιμάνι τής Νάπολι ντι Ρομάνια (Ναύπλιο), όπου προβαλλόταν ο ισχυρισμός ότι χάρη στον Παντοδύναμο όλα τα σημάδια τού λοιμού είχαν «εντελώς εξαφανιστεί» τις τελευταίες πενήντα μέρες.
Παρά το γεγονός ότι, σύμφωνα με την επιθυμία τού Μοροζίνι, οι στρατιώτες και ναύτες θα περνούσαν τον χειμώνα που ερχόταν στην Κόρινθο, την Τρίπολη και το Ναύπλιο, το πολεμικό συμβούλιο αποφάσισε ότι πριν πάνε σε αυτά τα καταλύματα έπρεπε να προσπαθήσουν να καταλάβουν την Αθήνα. Ο Μοροζίνι, όσο διστακτικός κι αν ήταν, συμφώνησε με την ιδέα. Η κατάκτηση τού σημαντικού νησιού τού Νεγκροπόντε (Εύβοια) έπρεπε να αναβληθεί μέχρι την άνοιξη τού 1688. Ως προοίμιο όμως για την αθηναϊκή επιχείρηση, προτεινόταν τώρα ότι τα ενετικά ιστιοφόρα πλοία μεταφοράς (navi) έπρεπε πρώτα να πλεύσουν προς Νεγκροπόντε, για να φοβίσουν τούς Τούρκους και να τούς τραβήξουν στο νησί. Στη συνέχεια οι γαλεάσες και οι γαλέρες θα μετέφεραν όλους τούς στρατιώτες σε καλή υγεία στις «ακτές τής Αθήνας», δηλαδή στον Πειραιά, για να δουν αν, πριν από την ανάληψη δράσης, μπορούσαν να αποσπάσουν από τούς Έλληνες «συμβολή 50-60.000 ρεάλια ως επιδότηση για τα κρατικά ταμεία».
Αν δεν προέκυπτε τίποτε από αυτό το εγχείρημα, τότε οι ενετικές δυνάμεις όφειλαν να ξεκινήσουν επίθεση εναντίον «εκείνου τού περιτειχισμένου μέρους» (quel recinto), δηλαδή τής Ακρόπολης, χρησιμοποιώντας κάθε δύναμη για να καταλάβουν το μέρος εξ εφόδου, προκειμένου να αποσπάσουν από τούς Τούρκους τέτοιο κατάλληλο καταφύγιο. Μάλιστα θα άξιζε επίσης πολύ τον κόπο να καταστρέψουν όλα τα γειτονικά τουρκικά χωριά στη Ρούμελη, δηλαδή στην ηπειρωτική χώρα και να διώξουν τούς Τούρκους από την περιοχή τού Ισθμού τής Κορίνθου, γιατί αυτό θα οδηγούσε σε ειρήνη και γαλήνη στον Μοριά.3
Άλλωστε περισσότερες από μία φορά μέσα στους επόμενους έξι μήνες, ο Μοροζίνι και η ενετική ανώτατη διοίκηση θα εξέταζαν επίσης την πλήρη καταστροφή τής Αθήνας.
Όπως ανέφερε ο Μοροζίνι στην Eνετική Σινιορία από τον «κόλπο τής Αίγινας, στο στενό τής Κορίνθου», σε επιστολή τής 20ής Σεπτεμβρίου (1687), είχε διερευνήσει με τον Όττο Βίλελμ φον Κένιγκσμαρκ και το πολεμικό συμβούλιο το πρόβλημα που αντιμετώπιζαν για τον προσδιορισμό τής επόμενης κίνησής τους. Υπήρχε γενική συμφωνία ότι η εποχή ήταν πολύ προχωρημένη για απόπειρα κατά τού Νεγκροπόντε. Πλησίαζε κρύο και βροχερός καιρός. Οι στρατιώτες, ιδιαίτερα εκείνοι που είχαν στρατολογηθεί πριν από κάποιο χρονικό διάστημα, φορούσαν μόνο τη συνήθη ενδυμασία και δεν διέθεταν ζεστούς μανδύες. Το φρούριο τού Νεγκροπόντε προστατευόταν από φρουρά 5.000 περίπου μαχητών. Ήταν καλά εφοδιασμένο με πάρα πολύ στρατιωτικό εξοπλισμό, τρόφιμα και κάθε άλλο απαραίτητο. Οι Τούρκοι είχαν χτίσει νέο φρούριο (Καράμπαμπα) κοντά στη γέφυρα που συνέδεε την Εύβοια με την ηπειρωτική χώρα, βάζοντας σαράντα περίπου κανόνια στο φρούριο, για να καλύπτουν την περιοχή τής γέφυρας και την κοντινή ακτή. Προφανώς το Νεγκροπόντε ήταν πολύ δύσκολο για τούς κουρασμένους στρατιώτες τής Σινιορίας.
Η Αθήνα όμως ήταν άλλο θέμα. Μια προσποιητή προσέγγιση προς το Νεγκροπόντε, όπως προτεινόταν, ίσως οδηγούσε τον σερασκέρη να αποσύρει στρατεύματα από την Αττική, τη Βοιωτία και τη Μεγαρίδα. Παρ’ όλα αυτά, ύστερα από εκείνες τις συνεδριάσεις τού πολεμικού συμβουλίου, ο Μοροζίνι συνέχιζε να συλλογίζεται με ανησυχητικό τρόπο την απόφαση να προσπαθήσουν να καταλάβουν την Ακρόπολη, όπως ο ίδιος ενημέρωνε τον δόγη και τη Γερουσία στην αναφορά του με ημερομηνία 20 Σεπτεμβρίου, γιατί ποιον άραγε σκοπό θα εξυπηρετούσε η κατοχή τής Αθήνας; Στη γύρω περιοχή κατοικούσαν Τούρκοι, οι οποίοι δεν θα επέτρεπαν να έρθουν από την ύπαιθρο ούτε τροφή ούτε ζωοτροφές.
Κατά τη γνώμη τού Μοροζίνι ήταν λάθος να πιστεύουν ότι η Αθήνα θα μπορούσε να χρησιμεύσει ως ορμητήριο για την προστασία τού Μοριά, γιατί η πόλη απείχε απόσταση πορείας δύο ημερών από το Στενό τής Κορίνθου και πάνω από τριάντα μίλια από τα Μέγαρα, «η οποία είναι η άμεση διαδρομή, μέσω τής οποίας πηγαίνει κανείς από τη Ρούμελη στην Κόρινθο». Όμως, προς ικανοποίηση τού Μοροζίνι, όπως είδαμε, το συμβούλιο είχε συμφωνήσει με την πρότασή του ότι το μεγαλύτερο μέρος των στρατιωτών και των ναυτικών έπρεπε να καταλύσουν στα οχυρά τής Ακροκορίνθου, τής Τρίπολης και τού Ναυπλίου. Σκεφτόταν ότι αυτό θα διαβεβαίωνε τούς αγρότες για την ασφάλεια των σπιτιών τους και θα τούς επέτρεπε να επιστρέψουν στη γη, «η οποία έχει παραμείνει σε μεγάλο βαθμό ακαλλιέργητη για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα».
Όσο για την Αθήνα, αν οι Έλληνες κάτοικοι, οι περισσότεροι από τούς οποίους ή όλοι κατοικούσαν στην κάτω πόλη, δεν πρόσφεραν τα 50-60.000 ρεάλια, τα οποία ο Μοροζίνι επρόκειτο να ζητήσει, οι ενετικές δυνάμεις (παρά τις αμφιβολίες του) θα προσπαθούσαν να καταλάβουν από τον εχθρό το αθηναϊκό φρούριο, την Ακρόπολη. Ο Μοροζίνι ταλανιζόταν πάντοτε, λέει σε αυτή την αναφορά (της 20ής Σεπτεμβρίου), από δύο προβλήματα, «χρήματα και γαλέτα» (danaro e biscotto). Χωρίς χρήματα δεν υπήρχε τρόπος να ταΐσει τούς στρατιώτες και τούς ναύτες, δεν υπήρχε τρόπος να υποστηρίξει τις στρατιωτικές επιχειρήσεις τής Δημοκρατίας στην ηπειρωτική Ελλάδα και τον Μοριά. Η λαμπρή νίκη που είχε μέχρι τότε επιτευχθεί, μπορούσε να μετατραπεί σε στάχτη. Μακροσκελής ως συνήθως, ο Μοροζίνι βρισκόταν επίσης (όπως συχνά) σε βαθιά μελαγχολία. Διαμαρτυρόμενος για την «καταπιεσμένη και κακοποιημένη υγεία» του, φοβόταν ότι οι ευθύνες τού γενικού διοικητή τον βάραιναν πολύ. Ίσως, λόγω ανωτέρας βίας, έπρεπε να αποχωρήσει από τη σκηνή, προτείνοντας να αναλάβει την ευθύνη τού πολέμου με τούς Τούρκους ο Τζιρολάμο Γκαρτσόνι, «επιστάτης τού στόλου» (proveditor dell’armata). Στο μεταξύ έστελνε την παρούσα αναφορά με γρήγορη φελούκα στη Βενετία και παρακαλούσε τον Θεό να θεραπεύσει τα δεινά που έπεφταν πάνω του.4
Σε άλλη αναφορά με ημερομηνία 20 Σεπτεμβρίου (1687) ο Μοροζίνι έγραφε στον δόγη Μαρκ’ Αντόνιο Τζουστινιάν ότι αμέσως μετά την άφιξή του στον κόλπο τής Αίγινας, σε συμφωνία με τις εντολές που είχε από τη Σινιορία, είχε προσφέρει δώρα και εκφράσεις ευγνωμοσύνης στον κόμη φον Κένιγκσμαρκ, στον ηγεμόνα τού Μπράουνσβαϊκ και στον Λουί ντε λα Τουρ ντ’ Ωβέρνιε, τον άρχοντα τής Τουρέν, καθώς και στους άλλους αξιωματικούς, σύμφωνα με τον βαθμό τους, σε ευγνώμονα αναγνώριση των εξαιρετικών υπηρεσιών τους «στη μεγάλη νίκη τής Πάτρας» (nell’insigne vittoria di Patrasso). Ο μισθός τού φον Κένιγκσμαρκ αυξανόταν από 18.000 σε 24.000 δουκάτα. Στον Μαξ Βίλελμ τού Μπράουνσβαϊκ δινόταν κόσμημα αξίας 4.000 δουκάτων. Και στον Λουί ντε Τουρέν τιμητικό ξίφος αξίας 2.400 δουκάτων. Οι αξιωματικοί έπαιρναν προαγωγές και διάφορες άλλες κατάλληλες αμοιβές, συμπεριλαμβανομένων κοσμημάτων και χρυσών αλυσίδων, ενώ οι στρατιώτες έπαιρναν ως αμοιβή ένα επιπλέον μηνιάτικο.5
Όλοι πίστευαν ότι δεν υπήρχε μεγάλη πιθανότητα να βρουν οι Αθηναίοι ένα τόσο μεγάλο ποσό, όπως τα 50-60.000 ρεάλια. Σε κάθε περίπτωση ο Μοροζίνι, ο φον Κένιγκσμαρκ και οι αξιωματικοί τους ξεπρόβαλαν από τον κόλπο τής Αίγινας το βράδυ τής 20ής Σεπτεμβρίου (1687), έπλευσαν αθόρυβα μέσα στη νύχτα με ούριο άνεμο, έδεσαν στο Πόρτο Λεόνε το πρωί τής επομένης και αποβίβασαν περίπου 8.000 πεζούς και 600 ιππείς, χωρίς παρέμβαση από τούς Τούρκους. Με τον κίνδυνο τής επανάληψης —και οι αναφορές τού Μοροζίνι είναι πολύ επαναλαμβανόμενες— θα επιστρέψουμε σύντομα στην ιστορική τους είσοδο στο Πόρτο Λεόνε. Ο Πειραιάς ονομαζόταν Πόρτο Λεόνε, όπως γνώριζαν όλοι εκείνη την εποχή, λόγω τού μεγάλου μαρμάρινου λιονταριού, που βρισκόταν τότε στην εσωτερική ακτή τού Πειραιά, στη σημερινή είσοδο τού λιμανιού. Ο Μοροζίνι, όπως είναι γνωστό, έστειλε το λιοντάρι στη Βενετία, όπου βρίσκεται τώρα μπροστά στον Ναύσταθμο (Αρσενάλε).6
Με την εμφάνιση τού ενετικού στόλου στο περίφρακτο τμήμα τού Πειραιά, οι επικεφαλής Έλληνες τής Αθήνας κατέβηκαν στο λιμάνι για να υποβάλουν υπακοή στον Μοροζίνι. Πρόσφεραν τις περιουσίες τους και τις ζωές τους, λέει ο Κριστόφορο Ιβάνοβιτς, «για τη μεγαλύτερη δόξα τής Δημοκρατίας» (per le maggiori glorie della Republica). Τούς υποδέχθηκαν ευνοϊκά και τούς διαβεβαίωσαν για άμυνα εναντίον των Τούρκων. Είπαν στον Μοροζίνι και στον φον Κένιγκσμαρκ ότι στο φρούριο υπήρχαν εξακόσιοι Τούρκοι ικανοί να φέρουν όπλα, αποφασισμένοι να το κρατήσουν μακριά από τις ενετικές δυνάμεις, επειδή πίστευαν ότι θα ερχόταν σε βοήθειά τους ο σερασκέρης από τη Θήβα. Ο Μοροζίνι διέταξε αμέσως να πορευτεί ο στρατός εναντίον τής Αθήνας, την οποία ο Ιβάνοβιτς τοποθετεί σε απόσταση πέντε μιλίων από το λιμάνι.7 Οι Τούρκοι κάτοικοι τής πόλης είχαν βρει καταφύγιο στο φρούριο, το οποίο στο εξής θα λέω με το όνομά του, δηλαδή Ακρόπολη.
Έχοντας έτσι αποβιβαστεί στον Πειραιά το πρωί τής Κυριακής 21 Σεπτεμβρίου, οι ενετικές χερσαίες δυνάμεις υπό τις διαταγές τού φον Κένιγκσμαρκ μπήκαν στον δρόμο προς την Αθήνα το απόγευμα τής ίδιας ημέρας. Ο Μοροζίνι μάς έχει δώσει λεπτομερή περιγραφή όσων ακολούθησαν, στη μακροσκελή, σημαντική αναφορά του προς τον δόγη και τη Γερουσία, στις 10 Οκτωβρίου (1687), στην οποία θα έρθουμε σε λίγο, γιατί μόνο τότε ο Μοροζίνι έστειλε πλήρη αναφορά στη Βενετία. Θα ασχοληθούμε με τα γεγονότα με τη χρονολογική σειρά με την οποία αυτά παρέχονται στα κείμενα.
Η πρώτη δήλωση που έχουμε για την τουρκική παράδοση τής Αθήνας στις ενετικές δυνάμεις προκύπτει από τα πρακτικά τής συνεδρίασης τού πολεμικού συμβουλίου στη ναυαρχίδα τού γενικού διοικητή Μοροζίνι στο Πόρτο Λεόνε, στις 29 Σεπτεμβρίου (1687). Σε αυτό το συμβούλιο ακούμε για πρώτη φορά από τον Μοροζίνι ότι
στο σύντομο διάστημα των οκτώ ημερών που χρησιμοποιήθηκαν για την κατάκτηση τής Αθήνας έχουμε πετύχει, χάρη στη Θεία Πρόνοια, την παράδοση τού ίδιου τού φρουρίου με ακόμη μεγαλύτερη δόξα να συνοδεύει τα όπλα μας. Φαίνεται ότι η ηρεμία αυτού τού καθαρού καιρού, σε αντίθεση με τις άλλες άθλιες και βροχερές περιόδους αυτών των τελευταίων εβδομάδων, μάς προσφέρει το κίνητρο να εξετάσουμε κατά πόσον πρέπει να επιδιώξουμε κάποια άλλη σημαντική και κερδοφόρα επιχείρηση. Στην παρούσα περίοδο τής επιτυχίας ίσως δεν πρέπει να χάνουμε εντελώς από τα μάτια μας πιθανή απόπειρα κατά τού Νεγκροπόντε, ιδιαίτερα υπό το πρίσμα τής παρούσας κατάπληξης τού σερασκέρη, που επέτρεψε σε αυτό το ήδη λυπηρά συντριμμένο οχύρωμα να χαθεί παταγωδώς, χωρίς να έχει την καρδιά να προσπαθήσει να το βοηθήσει.
Συγκαλώντας όμως την παρούσα συνεδρίαση, μοναδικό μου κίνητρο ήταν ο ζήλος για το κοινό καλό, καθώς δεν έχω καταλήξει σε καμία εκ των προτέρων απόφαση για το είδος τής συγκεκριμένης επιχείρησης που θα σάς πρότεινα. Θέλω λοιπόν να μελετηθεί και να αξιολογηθεί η πιο χρήσιμη και σκόπιμη απόφαση με σοφία και ενδελεχείς συζητήσεις, ως προς το τι μάς επιτρέπει να κάνουμε η εποχή (πλησίαζε ο χειμώνας), προκειμένου να τερματίσουμε αυτή την τόσο τυχερή και δοξασμένη εκστρατεία με την προσθήκη νέων και ευτυχών γεγονότων.
Ύστερα από αρκετό προβληματισμό και επιχειρηματολογία, όπως πληροφορούμαστε, «με καλή εξέταση κάθε σημείου τού σημαντικού ζητήματος» (ben essaminato ogni punto sopra la materia importante), αν και υπήρχαν εκείνοι που δεν ήθελαν να εγκαταλείψουν την ιδέα επίθεσης κατά τού Νεγκροπόντε, αφού τα πράγματα πήγαιναν τόσο καλά «στην παρούσα ευνοϊκή συγκυρία» (nella presente favorevol congiontura), υπήρχαν άλλοι που ήσαν σθεναρά αντίθετοι με την επιχείρηση. Η κατάληψη τού Νεγκροπόντε θα ήταν επίπονη και δύσκολη υπόθεση. Πλησίαζε ο χειμώνας. Ο καιρός θα ήταν άστατος. Φρουρά 5.000 μαχητών υπερασπιζόταν (όπως ξέρουμε) το Νεγκροπόντε, για να μην μιλήσουμε για τη βοήθεια που θα μπορούσε κάλλιστα να προσφέρει στο Νεγκροπόντε ο σερασκέρης, ακόμη κι αν δεν είχε βοηθήσει τούς Τούρκους στην Αθήνα. Οι ενετικές δυνάμεις αριθμούσαν 9.000 τουλάχιστον άνδρες, συμπεριλαμβανομένων των στρατιωτών στα πλοία. Επομένως συμφωνήθηκε τελικά ότι πριν προσπαθήσουν να καταλήξουν σε απόφαση τού συμβουλίου, ο γενικός διοικητής Μοροζίνι έπρεπε να συζητήσει το πρόβλημα κατ’ ιδίαν με τον άρχοντα στρατηγό φον Κένιγκσμαρκ, να βολιδοσκοπήσει τις απόψεις του για λίγο, γιατί αν και θεωρητικά ο στρατηγός ίσως δεν διαφωνούσε με την προτεινόμενη επίθεση κατά τού Νεγκροπόντε, το πολεμικό συμβούλιο μπορούσε να καταλήξει σε «ώριμη και σταθερή» απόφαση μόνο αν μάθαινε στην επόμενη συνεδρίαση πώς εκτιμούσαν την κατάσταση ο φον Κένιγκσμαρκ και οι άλλοι στρατηγοί. Ο φον Κένιγκσμαρκ δεν ήταν παρών στη συνεδρίαση τού συμβουλίου στις 29 Σεπτεμβρίου.
Μεταξύ των παρευρισκομένων σε αυτή τη συνεδρίαση ήταν φυσικά ο Μοροζίνι ο οποίος, όπως είδαμε, είχε ξεκινήσει τη συζήτηση για το κρίσιμο ζήτημα τού Νεγκροπόντε, καθώς και ο φίλος του Τζιρολάμο Γκαρτσόνι, ο επιστάτης τού στόλου (proveditor d’armata), ο οποίος θα έχανε τη ζωή του τον επόμενο χρόνο, όταν οι χριστιανικές δυνάμεις θα επιδίωκαν πραγματικά να καταλάβουν το Νεγκροπόντε. Το ταφικό μνημείο τού Γκαρτσόνι βρίσκεται ακόμη στη Βενετία στην εκκλησία τού Φράρι, πάνω από την κύρια είσοδο. Παρών επίσης στη συνεδρίαση ήταν ο Πιέτρο Κουρίνι, ο έκτακτος διοικητής στις γαλεάσες (capitan estraordinario delle galeazze), ο Αγκοστίνο Σαγκρέντο, διοικητής στις γαλεάσες (capitan delle galeazze), ο Μπενέττο Σανούντο, διοικητής τού Κόλπου (capitan di Golfo), δηλαδή τής Αδριατικής, ο Κάρλο Πιζάνι, κυβερνήτης των κατάδικων (governator de’ condannati), δηλαδή διοικητής των σκαφών στα οποία κωπηλατούσαν σκλάβοι γαλερών και ο Ζόρζι Έμο, επίτροπος τού στόλου (commissario d’ armata).8 Δεν υπάρχουν στοιχεία ότι οποιοσδήποτε από αυτούς έθιξε το θλιβερό γεγονός τής έκρηξης στον Παρθενώνα, τον ναό τής Αθηνάς, έκρηξη που είχε συμβεί τρεις ημέρες πριν από αυτή τη συνεδρίαση τού συμβουλίου.
Από τις 2 Οκτωβρίου, παίρνοντας τα σημαντικά κείμενα με χρονολογική σειρά, έχουμε τα πρακτικά άλλης συνεδρίασης τού πολεμικού συμβουλίου, στην οποία ο Μοροζίνι δήλωνε ότι είχε πάει στην Αθήνα την προηγούμενη μέρα για να συσκεφθεί με τον φον Κένιγκσμαρκ. Είχαν συζητήσει εκτεταμένα διάφορα προβλήματα, ιδιαίτερα την επόμενη κίνηση τού στρατού. Οι Τούρκοι είχαν πέσει σε τέτοιο φόβο και τρόμο από την πτώση τής Αθήνας, που ο Μοροζίνι βέβαια αναρωτιόταν μήπως έπρεπε να προσπαθήσουν «την ωραία επιχείρηση τού Νεγκροπόντε» (la bella impresa di Negroponte). Έλεγε στον φον Κένιγκσμαρκ ότι, όπως άκουγε, στη Βενετία η κυβέρνηση και ο λαός ζούσαν με αγωνιώδη προσδοκία ειδήσεων για κάποια πραγματικά μεγάλη κατάκτηση. Όμως ο φον Κένιγκσμαρκ, όπως θα μάθουμε και από την αναφορά τού Μοροζίνι τής 10ης Οκτωβρίου, αντιτασσόταν ακόμη και στη σκέψη να κατευθυνθεί η εκστρατεία σε τόσο δύσκολη και επικίνδυνη επιχείρηση όπως η επίθεση εναντίον τού Νεγκροπόντε σε τόσο προχωρημένη εποχή. Αλλά πρότεινε, αφού η Αθήνα είχε ήδη καταληφθεί, να παρέμεναν ίσως εκεί όπου βρίσκονταν, αναλαμβάνοντας χειμερινό κατάλυμα στην πόλη. Στη συνέχεια μπορούσαν να προσπαθήσουν να διώξουν τον σερασκέρη από τη Θήβα και να καταστρέψουν αυτό το τουρκικό φυλάκιο, που βρισκόταν τόσο κοντά στον Μοριά. Ο στόλος μπορούσε επίσης να περάσει τον χειμώνα στον Πειραιά.
Παρά το γεγονός ότι ο Μοροζίνι είχε υπενθυμίσει στον φον Κένιγκσμαρκ ότι το πολεμικό συμβούλιο είχε ήδη αποφασίσει για χειμερινά καταλύματα στην Κόρινθο, την Τρίπολη και το Ναύπλιο, πρόσθετε ότι είχαν έρθει πρόσφατα πολύ αποθαρρυντικά νέα ότι ο λοιμός ήταν ανεξέλεγκτος σε περισσότερους από δώδεκα τόπους στον Μοριά. Συμφωνήθηκε λοιπόν ότι η Αθήνα ήταν ίσως το καλύτερο μέρος για την παραμονή των στρατιωτών κατά τη διάρκεια τού χειμώνα. Επίσης δεν θα επιχειρούσαν να καταλάβουν το Νεγκροπόντε. Δεν ήταν μόνο η εποχή προχωρημένη, αλλά δεν διέθεταν επαρκή ανθρώπινη δύναμη και δεν έπρεπε να διακινδυνεύσουν αποτυχία. Έπρεπε να περιμένουν για ενισχύσεις. Ναι, τώρα μπορούσε κανείς να δει σαφώς ότι η επίθεση εναντίον τής Ακρόπολης, «του φρουρίου τής Αθήνας» (la fortezezza d’Atene), ήταν πραγματικά έργο θείας έμπνευσης. Η κατάληψη τής πόλης ήταν λαμπρό επίτευγμα. Οι στρατιώτες θα ήσαν ασφαλείς στην Αθήνα και ο στόλος ασφαλής στον Πειραιά.
Η σφυροκοπημένη τουρκική φρουρά, έχοντας ξεδιπλώσει τη λευκή σημαία τής παράδοσης, θα κατέβαινε από την Ακρόπολη «μεθαύριο» [posdomani) 4 Οκτωβρίου και στη συνέχεια θα αναλάμβανε αμέσως η χριστιανική φρουρά. Όσο για την πρόταση τού φον Κένιγκσμαρκ να επιτεθούν και να διώξουν τον σερασκέρη από τη Θήβα, το πολεμικό συμβούλιο έπρεπε να εξετάσει το ζήτημα αυτό σε μεταγενέστερη συνεδρίαση.9 Όπως στα πρακτικά τού πολεμικού συμβουλίου τής 29ης Σεπτεμβρίου, έτσι και σε εκείνα τής συνεδρίασης που πραγματοποιήθηκε στις 2 Οκτωβρίου, επίσης στον Πειραιά, δεν υπάρχει καμία αναφορά στην καταστροφή τού Παρθενώνα.
Στη μακροσκελή και σημαντική αναφορά τής 10ης Οκτωβρίου (1687) ο Μοροζίνι ενημέρωνε τελικά τον δόγη και τη Γερουσία, για τον τρόπο με τον οποίο ο ενετικός στόλος ξεπρόβαλε από τον κόλπο τής Αίγινας το βράδυ τής 20ής Σεπτεμβρίου, έδεσε στο Πόρτο Λεόνε το πρωί τής επομένης και αποβίβασε το πεζικό και το ιππικό χωρίς παρέμβαση από τούς Τούρκους. Είχαν γίνει όλα «στο σύντομο χρονικό διάστημα μιας νύχτας» (nel breve giro d’una notte). Με την εμφάνιση τού στόλου στο Πόρτο Λεόνε οι Τούρκοι είχαν κλειστεί πάνω, «στο φρούριο» (nella fortezza), δηλαδή είχαν καταφύγει στην Ακρόπολη, αποφασισμένοι να υπερασπιστούν τούς εαυτούς τους, δηλώνοντας ότι δεν ήθελαν και δεν μπορούσαν να παραδώσουν το οθωμανικό φρούριο.
Η ενετική ανώτατη διοίκηση αποφάσισε λοιπόν να εξαπολύσει αμέσως επίθεση «με τη μανία των όπλων» και ο στρατηγός φον Κένιγκσμαρκ ανέλαβε γρήγορα εργασία. Το πρωί τής 23ης Σεπτεμβρίου είχαν στηθεί δύο πυροβολαρχίες για να βάλλουν στο πάνω μέρος τής Ακρόπολης, μια με έξι κανόνια και η άλλη με τέσσερις όλμους (mortari da bombe), όπως λέει ο Μοροζίνι, «για να παρενοχλούν τούς πολιορκούμενους». Στο μεταξύ επιθεώρηση τού φρουρίου είχε καταστήσει σαφές ότι ήταν απρόσβλητο από τις τρεις πλευρές. Επίθεση ήταν δυνατή μόνο από τη δυτική πλαγιά τής Ακρόπολης, «εναντίον τής εισόδου στην οχυρωμένη πύλη». Οι Ενετοί πυροβολητές κατεύθυναν συνεχές φράγμα πυρών στη δυτική προσέγγιση προς το φρούριο, για να μειώνουν τη ζημιά την οποία το πυροβολικό των Τούρκων είχε αρχίσει να προξενεί στους χριστιανούς επιτιθέμενους και η οποία καθιστούσε αδύνατη κάθε πιθανότητα ύψωσης αναχωμάτων για προσέγγιση τής Πύλης και των άνω τειχών τού φρουρίου.
Ο ασταμάτητος βομβαρδισμός εκείνου τον οποίο ο Μοροζίνι αποκαλεί «βάρβαρο τόπο» (barbaro luogo) συνεχίστηκε για τέσσερις ημέρες, από τις 23 μέχρι τις 26 Σεπτεμβρίου (1687), υπό τη διεύθυνση τού Αντόνιο Μουτόνι, κόμη τού Σαν Φελίτσε και τελικά «είχαμε την ικανοποίηση να δούμε μια βόμβα να πέφτει, ανάμεσα στις άλλες, με τυχερό χτύπημα (con fortunato colpo) το βράδυ τής εικοστής έκτης».10 Ο Μοροζίνι δεν αναφέρει το γεγονός σε αυτό το πλαίσιο, αλλά η βόμβα είχε πέσει πάνω στον Παρθενώνα, πυροδοτώντας αυτό που περιγράφει ως μεγάλη ποσότητα πυρίτιδας που αποθήκευαν οι Τούρκοι εκεί (un deposito di buona quantità di polvere). Η πυρκαγιά εξαπλώθηκε γρήγορα, καίγοντας για δύο ολόκληρες ημέρες, όπως έγραφε ο Μοροζίνι στον δόγη και τη Γερουσία και κατέστρεψε τις τουρκικές κατοικίες στην Ακρόπολη, προκαλώντας μεγάλες απώλειες και ανείπωτη δυστυχία. Όμως οι Τούρκοι ακόμη δεν παραδίνονταν, επιδεικνύοντας ατρόμητο θάρρος, που κέρδιζε τον θαυμασμό των χριστιανών.
Οι απεγνωσμένοι λαϊκοί, τώρα αβοήθητοι στα καυτά ερείπια των σπιτιών τους, εναπόθεταν όλες τις ελπίδες τους στον τοπικό στρατιωτικό διοικητή, τον σερασκέρη των Θηβών και μάλιστα ενώ η πολιορκία τής Ακρόπολης διαρκούσε ήδη οκτώ μέρες, εμφανίστηκε μεγάλο σώμα τουρκικού ιππικού στην περιοχή των Αθηνών.11 Όμως ο φον Κένιγκσμαρκ τούς έτρεψε σύντομα σε φυγή και μέσα σε μια ώρα οι πολιορκούμενοι έχασαν κάθε ενθουσιασμό. Από το ύψωμα τής Ακρόπολης είχαν παρακολουθήσει την άθλια αποτυχία τού σερασκέρη. Υψώνοντας τη λευκή σημαία τής παράδοσης (στον Φράγκικο Πύργο), έστελναν κάτω ως ομήρους, από τη δυτική πλαγιά τής Ακρόπολης, πέντε από τα μεταξύ τους πιο σημαίνοντα πρόσωπα. Τώρα υπήρχε αναστολή των όπλων.
Ο φον Κένιγκσμαρκ παρέπεμψε τούς πέντε Τούρκους στον Μοροζίνι «για τη σύναψη των όρων». Ο Ενετός γενικός διοικητής είχε αποφασίσει να μην αποδεχθεί όρους (patti). Θα ήταν παράδοση άνευ όρων. Όμως ο Σουηδός στρατηγός φον Κένιγκσμαρκ διαμαρτυρόταν. Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο έπρεπε να πάρουν το φρούριο. Το βραχώδες ύψωμά του θα έκανε την κατάκτησή του την πιο δύσκολη που είχε συναντήσει ποτέ, σε οποιαδήποτε εκστρατεία. Ο Μοροζίνι υποχώρησε διστακτικά, συμφωνώντας να υπογράψει τούς όρους συνθηκολόγησης όπως επιθυμούσε ο φον Κένιγκσμαρκ. Ήταν 29 Σεπτεμβρίου.
Οι Τούρκοι έπρεπε να εγκαταλείψουν την Ακρόπολη μέσα σε πέντε μέρες, δηλαδή μέχρι τις 4 Οκτωβρίου. Ο Μοροζίνι τούς χορηγούσε αμνηστία. Έπρεπε να εγκαταλείψουν την Ακρόπολη άοπλοι, μεταφέροντας ο καθένας στην πλάτη του ένα μόνο δέμα με τα πράγματά του. Για να μην ενωθούν με τούς συμπατριώτες τούς Τούρκους στο Νεγκροπόντε (Εύβοια), όπως σίγουρα θα έκαναν σε περίπτωση που τούς δινόταν η ευκαιρία να εγκαταλείψουν την Αθήνα από τη στεριά, ο Μοροζίνι τούς υποχρέωσε να κάνουν το πέρασμα από τον Πειραιά με ορισμένα ξένα σκάφη, τα οποία έπρεπε να ναυλώσουν με δικά τους έξοδα. Θα μεταφέρονταν στη Σμύρνη πάνω σε ένα αγγλικό πίνκο, σε τρία ραγουσέικα πεττάκι και σε γαλλικά τουρτούνε, τα οποία τύχαινε να είναι άμεσα διαθέσιμα. Το βράδυ τής 5ης Οκτωβρίου 3.000 περίπου Τούρκοι, από τούς οποίους πεντακόσιοι έως εξακόσιοι ήσαν ικανοί να φέρουν όπλα, επιβιβάστηκαν σε αυτά τα πλοία κατευθυνόμενοι στην ακτή τής Ανατολίας. Περισσότεροι από 300 Τούρκους, άνδρες και γυναίκες, επέλεξαν να παραμείνουν στην Αθήνα «για να καθαρίσουν τις ακάθαρτες ψυχές τους με τα νερά τού ιερού βαπτίσματος».12
Όταν οι Τούρκοι κατέβηκαν από την Ακρόπολη, όπως ενημέρωνε ο Μοροζίνι τον δόγη και τη Γερουσία, υποβλήθηκαν σε προσβολές και τραυματισμούς από την «αυθάδη αρπακτικότητα των αξιωματικών και των στρατιωτών των εθνών», τα οποία αποτελούσαν τον ενετικό στρατό. Δεν ήταν σε θέση να ελέγξει τούς στρατιώτες, έλεγε, για να φροντίσει για την απονομή δικαιοσύνης. Οι σύζυγοι των Τούρκων και τα παιδιά, καθώς και τα υπάρχοντά τους, πάρθηκαν από αυτούς με τη βία, παρά το γεγονός ότι ο φον Κένιγκσμαρκ είχε παραγγείλει συνοδεία γι’ αυτούς, όπως είχε συστήσει ο Μοροζίνι, υποψιαζόμενος κάποιο ατύχημα στον μακρύ δρόμο προς τον Πειραιά. Όλες οι κακές πράξεις και οι παρανομίες των χριστιανών έλαβαν χώρα πριν φτάσουν οι Τούρκοι στο λιμάνι, όπου ο Μοροζίνι προσπαθούσε να επανορθώσει κάπως τις βλάβες που είχαν υποστεί και να τούς κάνει να καταλάβουν ότι ήταν αποφασισμένος να εξασφαλίσει ότι δεν θα υπήρχε πια αδίκημα εναντίον τους.
«Έτσι έχει επίσης υποκύψει στη δύναμη τής σεβάσμιας επικράτειας τής Γαληνότητάς σας», έγραφε ο Μοροζίνι στον δόγη,
το ένδοξο και φημισμένο φρούριο τής Αθήνας (η Ακρόπολη) μαζί με τη διάσημη πόλη του, ευρεία έκταση τής οποίας κοσμείται με περίφημα κτίρια και αρχαιότητες, φέρνοντας στο μυαλό αναμνήσεις διάσημες και γνωστές, με τα όρια τής πόλης να ξεπερνούν σε περίμετρο τα τρία μίλια.
Εδώ οι Έλληνες ευλογούν με φωνές θριαμβευτικής χαράς το χέρι που τούς έχει ελευθερώσει από την τραχύτητα που εξασθενίζει, την οποία έχουν υποφέρει για τόσο πολύ καιρό, πολύ περισσότερο αφού βλέπουν τούς εαυτούς τους να έχουν σωθεί από τη λεηλασία και την εκδικητικότητα (των Τούρκων), που επιβαλλόταν στα άτομα, τις κατοικίες και τα υπάρχοντά τους. Δεν έχουν αποτύχει μέχρι τώρα να δώσουν ανθεκτική απόδειξη τής ικανοποίησής τους και τής πιστής αφοσίωσής τους (σε εμάς), λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι, αν αντιμετωπίσουμε κάποια άλλη τουρκική επιδρομή κατά στρατοπέδου μας, έχουν μόνοι τους παρακινηθεί σε αριθμό πεντακοσίων και περισσότερων ανδρών να εισέλθουν στη σύγκρουση με όπλα, προσθέτοντας τούς εαυτούς τους στους στρατιώτες υπό τις διαταγές τού άρχοντα στρατηγού (φον Κένιγκσμαρκ), ο οποίος έχει ματαιώσει κάθε προσπάθεια τού εχθρού για ενέδρα.
Ο Μοροζίνι είχε ιδιαίτερα επαινετικά λόγια για τούς δύο επιστάτες τού στρατοπέδου (provveditori di campo) Ζόρζι Μπενζόν και Ντανιέλε Ντολφίν, οι οποίοι είχαν ενεργήσει σε όλη την πολιορκία «με το συνηθισμένο ακούραστο πάθος τους», προσφέροντας κάθε δυνατή βοήθεια στο ιππικό, φροντίζοντας για τις ανάγκες των πυροβολαρχιών (batterie) και εκπληρώνοντας όλες τις άλλες προϋποθέσεις για την επίθεση εναντίον των Τούρκων. Μιλούσε επίσης με ιδιαίτερη αναγνώριση για τούς ευγενείς Νικκολό Καπέλλο, Αντρέα Πιζάνι, Αλεσσάντρο Βαλιέρ, Φερίγκο Μαρτσέλο και Πιέτρο Έμο, «που έχουν όλοι αποδειχθεί πρόθυμοι να προσφέρουν την πιο χρήσιμη υπηρεσία στην πατρίδα, ενισχύοντας την ξεχωριστή και διακεκριμένη αξία τους».
Όσο για τον εαυτό του, ο Μοροζίνι παραδεχόταν στη μακροσκελή του επιστολή τής 10ης Οκτωβρίου προς τον δόγη και τη Γερουσία ότι τώρα λαχταρούσε για ακόμη μεγαλύτερη πρόοδο στον θρίαμβο των ενετικών όπλων. Δεν θα μπορούσε να αποφύγει να ρωτήσει το πολεμικό συμβούλιο, αν, μετά την ευτυχή παράδοση τής Αθήνας, έπρεπε να «πάρουν θάρρος και να συσκεφθούν για να ξεκινήσουν κάποια άλλη εισβολή αλλού». Ο καιρός παρέμενε ευνοϊκός κι έτσι σκεφτόταν «πόσο λαμπρό θα ήταν αν κλείναμε αυτή την εκστρατεία με κάποιο θαυμάσιο και μεγάλο κατόρθωμα στο Νεγκροπόντε». Αλλά η διαβούλευση με το γενικό επιτελείο για μια τόσο βαρύνουσας σημασίας απόφαση οδήγησε τον Μοροζίνι να φύγει από τη ναυαρχίδα του στον Πειραιά, όπου είχε παραμείνει κατά το μεγαλύτερο διάστημα τής πολιορκίας και με το πρόσχημα τής επιθεώρησης των στρατευμάτων να ανέβει στην έδρα τού φον Κένιγκσμαρκ, ανάμεσα στις σκηνές στην Αθήνα.
Μόλις ο Μοροζίνι έθιξε το θέμα τού Νεγκροπόντε, ο φον Κένιγκσμαρκ απάντησε με έντονες αντιρρήσεις σε οποιαδήποτε προσπάθεια κατάληψης τού φρουρίου στο καλά οχυρωμένο νησί, «όχι τόσο επειδή η εποχή ήταν πολύ προχωρημένη, αλλά κυρίως λόγω τού ανεπαρκούς αριθμού των στρατιωτών». Δεν είχε δυνατότητα να γνωρίζει, έλεγε, αν η τουρκική φρουρά στο Νεγκροπόντε, όταν συνδυαζόταν με τα στρατεύματα τού σερασκέρη από τη Θήβα, θα ήταν κατώτερη σε αριθμό από τα μισθοφορικά στρατεύματα τής Βενετίας. Με εξορμήσεις και μόνο οι Τούρκοι θα μπορούσαν να παρατείνουν κάθε προσπάθεια θέσης τού οχυρού τους υπό πολιορκία, μειώνοντας ακόμη περισσότερο τη φθίνουσα δύναμη τού στρατού τής Γαληνοτάτης. Μια τέτοια διατήρηση των στρατευμάτων σε ετοιμότητα ανά πάσα στιγμή (a tutte l’hore sotto l’armi), μεταξύ εχθρικών συγκρούσεων και κάτω από σκληρές συνθήκες διαβίωσης, θα προκαλούσε κι άλλους θανάτους και θα αύξανε την επίμονη επιδημία που είχε ταλανίσει τον στρατό. Τα δεινά τους θα οδηγούσαν σε απόσυρσή τους από το Νεγκροπόντε με περαιτέρω ανθρώπινες απώλειες, ζημιά για τη φήμη τους και μείωση τής «δημόσιας δόξας», που είχαν κερδίσει μέχρι τότε.
Από αυτούς τούς συνετούς και καλά θεμελιωμένους στοχασμούς, λέει ο Μοροζίνι, ο φον Κένιγκσμαρκ συνέχιζε παρατηρώντας ότι εγκαθιστώντας τα χειμερινά τους καταλύματα εδώ στην Αθήνα, θα μπορούσαν να παράσχουν στα στρατεύματα την απαραίτητη «ησυχία και ανάπαυση», πράγμα στο οποίο ο Μοροζίνι λέει ότι έδινε τώρα την πλήρη συμφωνία του. Όμως χωρίς την παρουσία τού φον Κένιγκσμαρκ και την εκ μέρους του διοίκηση τού στρατού, ο Μοροζίνι δήλωνε ότι κανείς δεν μπορούσε να συμφωνήσει να εγκαταλείψουν τις ενετικές δυνάμεις σε εκτεθειμένη θέση στην ενδοχώρα (τερραφέρμα), έξι μίλια από τη θάλασσα. Ο φον Κένιγκσμαρκ ανταποκρίθηκε θετικά στη δήλωση τού γενικού διοικητή. Ναι, θα παρέμενε στην Αθήνα και θα επόπτευε όλους τούς στρατιώτες, σε προσπάθεια να αποφευχθεί η «ολέθρια διαταραχή», η οποία απειλούσε τον στρατό, αν οι ξένοι μισθοφόροι έφευγαν για να αναλάβουν χειμερινό κατάλυμα στα νησιά, όπως οι αξιωματικοί τους είχαν ήδη αποφασίσει να κάνουν.
Ο Μοροζίνι, έχοντας τακτοποιήσει το σημαντικό ζήτημα των χειμερινών καταλυμάτων, το οποίο τον ανησυχούσε διαρκώς, ανέφερε τη συζήτηση με τον φον Κένιγκσμαρκ στα μέλη τού προσωπικού του κι εκείνοι συμφώνησαν γρήγορα. Δεν φαινόταν να υπάρχει εναλλακτική λύση στην εγκατάλειψη τής προσπάθειας κατάληψης τού Νεγκροπόντε. Έτσι δεν επρόκειτο να λάβει χώρα μια θεωρητικά πετυχημένη δοκιμασία των όπλων με τούς Τούρκους για το μεγαλύτερο έπαθλο στην Ελλάδα, γιατί οι ενετικές δυνάμεις δεν θεωρούνταν αρκετά ισχυρές, για να διώξουν τούς Τούρκους από το σημαντικό προπύργιο τού Νεγκροπόντε. Ήταν επιπλέον και πικρή απογοήτευση για τον Μοροζίνι, «επειδή, λαμβάνοντας υπόψη την παρούσα κατάπληξη τού εχθρού, δεν θα μπορούσαμε ποτέ να ελπίζουμε και πάλι σε τόσο ευνοϊκή ευκαιρία».
Σε κάθε περίπτωση η απόφαση είχε ληφθεί. Ο στρατός θα περνούσε τον χειμώνα τού 1687-1688 στην Αθήνα. Ο ενετικός στόλος θα παρέμενε στον Πειραιά, στο «Πόρτο Λεόνε», όπου οι ναυτικοί θα μπορούσαν εύκολα να πισσάρουν τις καρίνες, να επισκευάσουν τα σκάφη τους και να έχουν άμεση πρόσβαση στη θάλασσα.
Η απόφαση για τα σχέδια σχετικά με τα χειμερινά καταλύματα ήταν πολύ διαφορετική από εκείνη που είχε πάρει το πολεμικό συμβούλιο πριν από ένα μήνα (στις 11 Σεπτεμβρίου), αλλά ήταν απαραίτητο να υποκύψουν όχι μόνο στον φον Κένιγκσμαρκ, αλλά και στις επιθυμίες των άλλων διοικητών και των στρατιωτών τους. Παρέμενε όμως μια μεγάλη ανησυχία, γιατί η πανούκλα είχε ξεσπάσει και πάλι σε διάφορα μέρη τού Μοριά. Η καραντίνα στη Μεθώνη δεν είχε ακόμη καθαριστεί. Σύμφωνα με αναφορές των επιστατών (προββεντιτόρι) τής Κορίνθου και τής Πάτρας, η πανούκλα είχε εξαπλωθεί στα Τρίκαλα (βορειοδυτικά τού Άργους) και στην Τριπολιτσά, καθώς και σε δέκα χωριά τής περιοχής των Καλαβρύτων. Ο επιστάτης τής Μάνης είχε επίσης αναφέρει ότι η φοβερή ασθένεια είχε γίνει πολύ χειρότερη στον Μυστρά, προκαλώντας διχόνοια και δυστυχία σε εξαθλιωμένη περιοχή με πληθυσμό πάνω από δέκα χιλιάδες.
Ο Μοροζίνι ανησυχούσε πολύ με την έκταση τής επιδημίας στον Μυστρά, «που κάνει όλο και πιο ενοχλητική αυτή την πολύ ανησυχητική δυσκολία που μάς τυλίγει» (dal che facendosi più sempre fastidioso l’inviluppo di quel molestissimo imbarazzo). Βρισκόταν σε αμηχανία καθώς και σε απογοήτευση από τη δυσχερή θέση των Μυστριωτών, γιατί είχε ήδη παραγγείλει ότι η διαθέσιμη προσφορά κεχριού έπρεπε να διανέμεται με βάση πληρωμές σε μετρητά. Οι φτωχοί έπρεπε να βοηθιούνται από εκείνους που ήσαν εύποροι και από την άποψη αυτή δήλωνε ότι δεν θα επέμενε στην επιβολή που καταβαλλόταν από την Εβραϊκή κοινότητα των εκατό νοικοκυριών. Ανερχόταν μόνο στο «αδύναμο άθροισμα» των 2.000 ρεαλιών, που καταβαλλόταν με την ετήσια εισφορά των 100 ζεκινιών στον επιστάτη (προββεντιτόρε) τής Μάνης.
Αφήνοντας τον Μοροζίνι να ανησυχεί για το κεχρί και τα χρήματα, μπορούμε να σημειώσουμε ότι στην ιστορία τού πρώιμου σύγχρονου πολέμου οι διάφοροι τύποι λοιμού, ιδιαίτερα η βουβωνική πανώλη, ο τυφοειδής πυρετός, η χολέρα, η ελονοσία και η δυσεντερία, ήσαν συνήθως τόσο σημαντικοί όσο τα κανόνια και τα ντουφέκια. Η επιδημία ή λοιμός δεν βοηθούσε να έρθουν σε επαφή οι στρατιώτες τού Μοροζίνι, που είχαν στρατολογηθεί από διάφορα έθνη. Οι ανυπότακτοι αξιωματικοί αποτελούσαν πάντοτε ενοχλητικό πρόβλημα. Καθώς η πανώλη εξαπλωνόταν, ο Μοροζίνι διέταξε να καούν τα μολυσμένα σπίτια και αγαθά. Οι γέροντες (vecchiardi) των μολυσμένων χωριών είχαν προειδοποιηθεί να μην επιτρέπουν στους ανθρώπους τους να μεταφέρουν την πανούκλα αλλού μέσω εμπορίου ή ταξιδιών. Ο Μοροζίνι είχε απαγορεύσει στους αγρότες να μπαινοβγαίνουν από τον Ισθμό τής Κορίνθου. Δεν άφηνε πέτρα χωρίς να τη σηκώσει, όπως διαβεβαίωνε ο ίδιος την ενετική κυβέρνηση, προκειμένου να ξεριζώσει τη φοβερή ασθένεια, αλλά μόνο το χέρι τού Θεού θα μπορούσε να σκοτώσει το «άπιστο τέρας με το οποίο χρειάστηκε να παλέψω για τόσο πολύ καιρό».
Παρά τον κίνδυνο και την παρεμπόδιση τής πανούκλας, ο Μοροζίνι καθιστούσε σαφές ότι δεν θα παραμελούσαν το σημαντικό φρούριο στην Κόρινθο, γιατί η ενετική κυβέρνηση ακολουθούσε προφανώς τη συμβουλή του να στείλει ισχυρή δύναμη στις ακτές τού «άλλου Κόλπου», εκείνου τής Κορίνθου. Αν υπήρχε ανάγκη, μπορούσαν να πιάσουν τα περάσματα και να αποκλείσουν την είσοδο στις επιδρομές που θα επιχειρούσαν ενδεχομένως οι Τούρκοι. Δεδομένου ότι ήταν δυνατό να πυρπολήσουν ολοκληρωτικά τα προάστεια και την πόλη των Μεγάρων, τα οποία είχαν εγκαταλείψει οι Τούρκοι στην περιοχή τού Ισθμού τής Κορίνθου, ο φον Κένιγκσμαρκ φαινόταν να σκέφτεται επίσης επίθεση εναντίον τής Θήβας, για να καταστρέψει το προπύργιο τού σερασκέρη, από το οποίο οι Τούρκοι έστελναν με ερεθιστική τρέλλα στρατεύματα ιππικού για να λεηλατούν την ύπαιθρο. Η ιδέα τού φον Κένιγκσμαρκ άξιζε φυσικά να εξεταστεί, αλλά μια τέτοια δράση έπρεπε να αναβληθεί, όπως καθιστούσαν σαφές στην ενετική κυβέρνηση τα πρακτικά των συνεδριάσεων τού πολεμικού συμβουλίου.
Ο δόγης και η Γερουσία θα καταλάβαιναν από την αναφορά τού Μοροζίνι ότι η Αθήνα έπρεπε να μετατραπεί σε ένοπλο φρούριο με επαρκείς προμήθειες. Χωρίς ισχυρή στρατιωτική δύναμη δεν θα μπορούσε ποτέ κανείς να αναλάβει την κατάκτηση τού Νεγκροπόντε, «από την οποία εξαρτάται απολύτως η κατοχή τής Αχαΐας, καθώς και η ειρήνη και ασφάλεια τού βασιλείου τού Μοριά». Η κατάκτηση τού Νεγκροπόντε έπρεπε λοιπόν να είναι το κύριο μέλημα τής ενετικής κυβέρνησης. Αν και ο Μοροζίνι δεν αναφέρει το γεγονός στην παρούσα συγκυρία, τα μαλτέζικα, παπικά και Φλωρεντινά στρατεύματα δεν είχαν (όπως αναμενόταν) ενωθεί με τις δυνάμεις του, λόγω τού λοιμού στον Μοριά. Επιπλέον, τα συντάγματα που είχαν στρατολογηθεί πρόσφατα από τη Σινιορία είχαν εκτραπεί προς τη Δαλματία για τον ίδιο λόγο. Η εκ μέρος του μη παραλαβή των απαραίτητων ενισχύσεων αποτελούσε πλήγμα κακής τύχης γιατί, όπως ο ίδιος ανέφερε, είχε χαθεί θαυμάσια ευκαιρία, η οποία θα μπορούσε να φέρει αθάνατη φήμη στο θριαμβευτικό μεγαλείο των ενετικών όπλων (certo pur essendo che per colpa d’un tal e tanto diffetto hora si prova la disgratia d’essersi perduta sì bella occasione che immortalato havrebbe la gloria trionfante di quest’armi).
Ο Μοροζίνι θεωρούσε ορισμένες στρατολογήσεις αλλοδαπών (oltramarini) ως τις καλύτερες και πιο αποδοτικές από τις στρατιωτικές επενδύσεις που έκανε η Βενετία. Πίστευε ότι όσο περισσότερες τέτοιες προσλήψεις έκανε η Σινιορία «σε οποιαδήποτε τιμή», θα ήταν τόσο το καλύτερο, γιατί οι έμπειροι στρατιώτες του «πολεμοχαρούς έθνους απέδιδαν καρπούς τόσο στη στεριά όσο και στη θάλασσα» (…per il buon frutto che da sì bellicosa natione in terra e sul mare se ne ricava). Είναι σαφές ότι οι αλλοδαποί (oltramarini) στους οποίους αναφερόταν ήσαν οι Δαλματοί. Βέβαια και οι Γερμανοί ήσαν πολεμοχαρές έθνος, καλά εκπαιδευμένοι από την εποχή τού Τριακονταετούς Πολέμου, αλλά ο Μοροζίνι είχε συνεχώς δυσκολίες μαζί τους, όπως θα παρατηρήσουμε πάλι, ενώ φυσικά αυτοί δεν προέρχονταν «πέρα από τη θάλασσα». Οι νεαροί στρατολογημένοι αποτελούσαν πρόβλημα. Αρρώσταιναν κι έπεφταν στην άκρη τού δρόμου. Η πανούκλα είχε σπείρει τον όλεθρο στις ενετικές δυνάμεις, αλλά λόχος Ναπολιτάνων είχε μόλις φτάσει, για να γεμίσει τις εξαντλημένες τάξεις ενός συντάγματος. Οι Ενετοί όμως έπρεπε να τηρήσουν την υπόσχεσή τους προς την Αγία Έδρα και να στείλουν πίσω στη Ρώμη δύο λόχους πεζικού που είχαν διατεθεί από τον πάπα Ιννοκέντιο ΙΑ’, τώρα που η εκστρατεία τού 1687 πλησίαζε στο τέλος της.
Συνεχιζόταν όμως το αιώνιο πρόβλημα ότι η Σινιορία πλήρωνε τούς μισθούς νεκρών στρατιωτών, των οποίων τα ονόματα παρέμεναν στους καταλόγους στρατολόγησης ως μέσο πλουτισμού των αξιωματικών τους. Οι ανησυχίες τού Μοροζίνι ήσαν πολλαπλές και έκλεινε την επιστολή του προς τον δόγη και τη Γερουσία με στοιχεία και αριθμούς, για να τονίσει τις δυσκολίες που αντιμετώπιζε.13
Σε αναφορά τής επόμενης ημέρας (11 Οκτωβρίου) ο Μοροζίνι έγραφε στον δόγη και τη Γερουσία από τον Πειραιά ότι, δεδομένου ότι η Βενετία είχε πια αποκτήσει την Αθήνα, πίστευε ότι οι Έλληνες έπρεπε να συνεχίσουν να καταβάλλουν την ετήσια «συνεισφορά» τους (contributione) 9.000 ρεαλιών στη Σινιορία, ιδιαίτερα αν στο σύμφωνο που είχαν κάνει με την ενετική κυβέρνηση, είχαν συμφωνήσει να βοηθήσουν στο πάρσιμο τής Αθήνας από τούς Τούρκους. Είχαν κάθε λόγο να χαίρονται για την εκδίωξη των Τούρκων «και πολλούς λόγους να αναγνωρίζουν το μέγεθος τής ευτυχίας τους σε μια τόσο γλυκιά αλλαγή φεουδαρχικής υποταγής» (et han ben motivo di riconoscere la somma loro felicità in sì dolce cambiamento di vassalleggio). Σίγουρα ελάχιστη ή καμία βλάβη, έλεγε, δεν τούς είχε προξενήσει η επίθεση κατά τού φρουρίου. Ο ίδιος είχε επίσης ανεβάσει το ηθικό τους ονομάζοντας κυβερνήτη τής πόλης τον Ντανιέλε Ντολφίν, τον επιστάτη τού στρατοπέδου (proveditor in campo). O αξιοθαύμαστος Ντολφίν δεν είχε διστάσει να προσθέσει το βάρος τής διακυβέρνησης στις άλλες ευθύνες του.
Στο φρούριο στην Ακρόπολη ο Μοροζίνι σκόπευε να διορίσει Ενετό ευγενή «για να στηρίξει τη διοίκηση τού τείχους» (che sostenga la reggenza del recinto). Μόλις κατέβηκαν οι Τούρκοι από το φρούριο, είχε στείλει πάνω τον κόμη Τομέο Πομπέι με φρουρά, για να απομακρύνει τα ερείπια και να καθαρίσει τον τόπο από τα πτώματα που σάπιζαν, «από τα οποία υπήρχαν περισσότερα από τριακόσια και των δύο φύλων, σκοτωμένα από εκείνη την καταπληκτική βόμβα που προκάλεσε την ερήμωση τού μεγαλοπρεπούς ναού αφιερωμένου στην Αθηνά, ο οποίος είχε μετατραπεί σε αλλόθρησκο τζαμί». Έχουμε επιτέλους αναφορά στον Παρθενώνα, δύο βδομάδες μετά την καταστροφή του.
Ο Μοροζίνι σημείωνε ότι είχε επιλέξει ιερέα, κατά πάσα πιθανότητα για τη φρουρά, καθώς και Καπουτσίνο πατέρα από επαρχία τής Γαλλίας, προφανώς για τούς Καθολικούς στον καταυλισμό. Ο Καπουτσίνος ήταν ιεραπόστολος που διέμενε στην Αθήνα, από τότε που είχε φτάσει εκεί πριν από δεκαπέντε χρόνια. Αυτοί δεν ήσαν διορισμοί με την αυστηρή έννοια τού όρου, γιατί ο Μοροζίνι δεν μπορούσε να πάρει δεσμευτικές εκκλησιαστικές αποφάσεις χωρίς την έγκριση τής ενετικής κυβέρνησης. Μπορούμε παρενθετικά να σημειώσουμε ότι ο ξενώνας των Καπουτσίνων στην Αθήνα περιλάμβανε το χορηγικό μνημείο τού Λυσικράτη, γνωστό για αιώνες ως «φανάρι τού Διογένη» (στους πρόποδες τής Ανατολικής πλαγιάς τής Ακρόπολης), το οποίο ο αδελφός Σιμόν ντε Κομπιέν είχε αποκτήσει για το τάγμα το 1669.
Αλλά για να επιστρέψουμε στον Οκτώβριο τού 1687, ο φον Κένιγκσμαρκ είχε μόλις στείλει στον γενικό διοικητή εικοσιδύο αρσενικούς «Μαυριτανούς» (Mori) και σαρανταμία νέγρες (nere).14 Ο Μοροζίνι μοίρασε τούς Μαυριτανούς μεταξύ των ναυτικών διοικητών και ορισμένων ανώτερων αξιωματικών (capi da mare e sopraintendenti), «σύμφωνα με τη συνήθη πρακτική». Για να ευχαριστήσει τον φον Κένιγκσμαρκ, τού επέστρεψε τις σκλάβες, ώστε να προσφέρουν κάποια χρησιμότητα στους στρατιώτες, αν και εκείνοι είχαν ήδη αποσπάσει διάφορους σκλάβους κάθε είδους. Όσο για άλλα θέματα, ο Μοροζίνι έγραφε ότι οι Ενετοί είχαν αποκτήσει από το φρούριο δεκαοκτώ κανόνια, μεταξύ των οποίων και δώδεκα μπρούτζινα, με δύο όλμους (un petrier … et una gran bombarda), ο δεύτερος τεράστιου διαμετρήματος, σχεδιασμένος να βάλλει πέτρινες μπάλες κανονιού.
Όπως είχαμε πολλές φορές την ευκαιρία να σημειώσουμε, ο Μοροζίνι μαστιζόταν συνεχώς από την έλλειψη κονδυλίων. Ως λογιστής, έπρεπε να σταθμίζει το κόστος κάθε επόμενης κίνησης. Τώρα που η εκστρατευτική περίοδος τού 1687 πλησίαζε στο τέλος της, προσπαθούσε να ανακουφίσει το ταμείο του (cassa) από τις βαριές δαπάνες ναύλωσης πλοίων. Όπως ανέφερε στον δόγη και τη Γερουσία στη μακροσκελή αναφορά του τής 11ης Οκτωβρίου, είχε τερματίσει τη μίσθωση πενηντατριών πλοίων (bastimenti) διαφόρων ειδών, ιδιαίτερα πεττάκι και μαρτσιλιάνε, ενώ είχε περιοριστεί στη διατήρηση πέντε πίνκι, έξι πλοίων μεταφοράς (νάβι), εννέα πεττάκι, δύο μπρουλόττι και δεκατεσσάρων μαρτσιλιάνε.15 Κρατούσε πλοία μεγαλύτερης χωρητικότητας, καθώς θα μπορούσαν να κουβαλούν τα πυρομαχικά και υλικά (αν και «με μεγάλη δυσκολία»), τα οποία εκφορτώνονταν από τα άλλα σκάφη. Θα ήταν σίγουρα μεγάλη αγγαρεία να διανέμει με αυτόν τον τρόπο τα απαραίτητα υλικά ανάμεσα στις μοίρες, αλλά παρ’ όλα αυτά ο Μοροζίνι εξοικονομούσε 200 δουκάτα τον μήνα, μειώνοντας το κόστος μεταφοράς από 1.500 σε 1.300 δουκάτα τον μήνα και χωρίς να αλλάζει καμία από τις συμβατικές υποχρεώσεις τής Σινιορίας.
Στο μεταξύ ήταν προφανώς ασαφές κατά πόσον τα συντάγματα των βετεράνων τού Μπράουνσβαϊκ θα παρέμεναν με τις δυνάμεις τού Μοροζίνι ή θα αναχωρούσαν με το τέλος τής εκστρατευτικής περιόδου. Ο αγέρωχος Μοροζίνι είχε πρόβλημα με τούς διάφορους κλάδους των γερμανικών του στρατευμάτων, στους οποίους πειθαρχία μπορούσε να επιβληθεί μόνο από τούς δικούς τούς αξιωματικούς, οι οποίοι δεν ήσαν πάντοτε συνεργάσιμοι. Κατά κάποιο τρόπο θα ήταν τόσο ευτυχής να τούς βλέπει να φεύγουν, όσο και να τούς βλέπει να παραμένουν μαζί του στην Ελλάδα, αλλά και στις δύο περιπτώσεις, όταν ερχόταν η άνοιξη, θα χρειαζόταν ενισχύσεις. Πάνω απ’ όλα χρειαζόταν χρήματα και μερικές φορές σκεφτόταν ότι θα εμφανιζόταν νηοπομπή, φέρνοντας τις αναγκαίες οικονομικές επιχορηγήσεις. Εξέφραζε πικρία για το γεγονός ότι το ποσό που ανέμενε είχε μειωθεί σε 200.000 δουκάτα, αν και αντίστοιχο ποσό επρόκειτο να σταλεί «σε νέο ταξίδι». Ο χειμώνας όμως ερχόταν και η Αθήνα ήταν μακριά από τη Βενετία, «σε τόσο μεγάλη απόσταση, που ένας Θεός ξέρει πότε θα συμβεί αυτό» (di sì lungo tratto di camino sa il Cielo quando potran capitare).
Ο δόγης και η Γερουσία θα καταλάβαιναν από την περιγραφή τού Μοροζίνι τις τρομερές ανάγκες των δυνάμεών τους στην Αθήνα. Για να βοηθήσει να διατηρηθούν τα φρούρια Μάνης, Κορώνης, Μεθώνης, Ναυαρίνου, Καστέλ Τορνέζε, Πάτρας και «Λεπάντο με τα Δαρδανέλλια του», διέθετε σε αυτά τούς φόρους (le scossioni) που εισπράττονταν στα νησιά τής Ζακύνθου και τής Κεφαλονιάς. Αυτό θα παρείχε στα εν λόγω φρούρια τη μηνιαία αναλογία χρημάτων καθώς και ψωμιού. Την απαιτούμενη μεταφορά επρόκειτο να αναθέσει σε δύο από τις δεκατέσσερις μαρτσιλιάνε που είχε διατηρήσει στην υπηρεσία του. Τα φρούρια Αγίας Μαύρας, Πρέβεζας, Κορίνθου και ένα ή δύο άλλα μέρη φαίνονταν επαρκώς εφοδιασμένα. Όπως εξοπλίζονταν γαλέρες στον Ναύσταθμο στην Ισταμπούλ, έτσι και οι Μοροζίνι και φον Κένιγκσμαρκ ζητούσαν ειδικευμένους ξυλουργούς, για να βάλουν σε τάξη τον ενετικό στόλο.
Ο Μοροζίνι είχε αποκτήσει επιστολή που είχε υποκλαπεί, την οποία οι Μονεμβασιώτες είχαν στείλει προς τούς Τούρκους διοικητές στα Χανιά τής Κρήτης. Ήταν στην ευχάριστη θέση να μαθαίνει πόσο άσχημα περνούσαν οι Μονεμβασιώτες, οι οποίοι εκλιπαρούσαν τούς διοικητές να τούς στείλουν κάποια επικουρία. Στο μεταξύ η ενετική πολιορκία τού πανύψηλου βράχου-φρουρίου συνεχιζόταν, με τούς ντόπιους αγρότες προφανώς βοηθώντας τούς πολιορκητές να αυξήσουν το «μαρτύριο τής απελπισίας» (tormento della disperatione) των Τούρκων.
Προς το τέλος «αυτής τής πολύ ευλαβικής αναφοράς» (της 11ης Οκτωβρίου) προς τον δόγη και τη Γερουσία ο Μοροζίνι εξέφραζε στο συνηθισμένο μπαρόκ ύφος του την ευγνωμοσύνη του για την τιμή που τού είχε γίνει και για τον διορισμό δεύτερου ανηψιού σε αξιοπρόσεκτη θέση. Με την ίδια θέρμη όμως συνέχιζε θρηνώντας για το γεγονός ότι τον παρενοχλούσε «τερατώδης μοίρα», την οποία δεν είχε καθόλου κατευνάσει η αναγνώριση προς αυτόν και την οικογένειά του. Μάλιστα τον βασάνιζε «ανελέητο πεπρωμένο, που πάντοτε προσπαθεί να με τραβήξει προς τα κάτω με ύπουλες προσβολές!» Είχε λόγο να θρηνεί, έλεγε, όταν στο απόγειο ακριβώς τής επιτυχίας δεν εύρισκε διαφυγή από τη δυσφήμηση.
Μια πηγή τής δυσαρέσκειας τού Μοροζίνι ήταν το γεγονός ότι ο πρώτος από τούς ανηψιούς του (Πιέρο Μοροζίνι),
ο οποίος, ενώ ο ίδιος παραμένει εδώ μαζί μου εκτεθειμένος σε αδιάκοπο μόχθο, πόνο και κίνδυνο, έχει σχεδόν υποβαθμιστεί από τη θέση τού διοικητή τού Κόλπου. Μπορώ λοιπόν να καταλάβω ότι η μακρά διάρκεια τής θητείας μου σε αυτή την εξυψωμένη, σημαντική θέση με την υποχρέωση άσκησης εκείνης τής δικαιοσύνης που δεν ικανοποιεί τούς πάντες, είναι πραγματική φυσούνα που εκπέμπει επιβλαβείς αναθυμιάσεις για τούς απογόνους κάποιου. … Στο τέλος πρέπει να κρίνω ότι ο ευσεβής ανθρωπισμός των Εξοχοτήτων σας θα συγκινηθεί και θα με απαλλάξει από αυτή την αξιοθρήνητη κατάσταση, η οποία, χωρίς πρόνοια και σχολαστική βοήθεια, μπορεί να με οδηγήσει μόνο στην απόλυτη καταστροφή…
Δεν ήταν η πρώτη φορά που ο Μοροζίνι ζητούσε με τον ένα ή τον άλλο τρόπο να απαλλαγεί από την ευθύνη του ως γενικός διοικητής τού στόλου τής Δημοκρατίας. Στη Βενετία οι αντίπαλοί του, οι υποστηρικτές τού φιλόδοξου Τζιρολάμο Κορνέρ, τότε διοικητή των δυνάμεων τής Σινιορίας στη Δαλματία, είχαν αναμφίβολα προσπαθήσει να δυσφημίσουν τον Μοροζίνι με την επιπόλαιη αντιμετώπιση τού ανηψιού του. Υπήρχε γενικά η άποψη ότι ο Κορνέρ ήταν ο κύριος ανταγωνιστής τού Μοροζίνι για τη θέση τού δόγη, αν πέθαινε ο άρρωστος Τζουστινιάν. Τα πήγαινε καλά στη Δαλματία, έχοντας μόλις πάρει το Καστέλ Νουόβο από τούς Τούρκους (στις 30 Σεπτεμβρίου 1687). Άλλη πηγή αγανάκτησης τού Μοροζίνι ήταν το γεγονός ότι ο Κορνέρ είχε πάρει στρατιωτικές δυνάμεις που είχαν εκτραπεί από τη διοίκηση τού Μοροζίνι λόγω τού φόβου τής πανούκλας στον Μοριά, στρατεύματα με τα οποία ο Μοροζίνι αισθανόταν ότι θα μπορούσε κάλλιστα να είχε καταλάβει το Νεγκροπόντε.
Προέκυπταν πάντοτε ατυχίες από τις ενοχλητικές πολιτικές ταραχές σαν εκείνες που ενέπλεκαν τον ανηψιό του, όπως σημείωνε ο Μοροζίνι κλείνοντας την αναφορά του τής 11ης Οκτωβρίου. Ο νόμος δεν λαμβανόταν υπόψη και αυτό απέβαινε σε βάρος των ναυτικών διοικητών (capi da mare), οι οποίοι ίσως επιδίωκαν βαθμολογική προαγωγή και την προμήθεια των εφεδρειών που δικαιούνταν πλουσιοπάροχα. Σίγουρα καθένας από αυτούς διακινδύνευε τη ζωή και το πλήρωμά του στους κινδύνους τού πολέμου, για να βοηθήσει στην αύξηση τού μεγαλείου τού ενετικού κράτους. Έπρεπε να ενθαρρύνονται με χειρονομίες προνομίων και διάκρισης οι οποίες, υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες, θα έφτιαχναν τη διάθεση τους ακόμη περισσότερο, για να θυσιάσουν το είναι τους «στη λατρεμένη υπηρεσία τής πατρίδας».16
Ενώ ο Μοροζίνι ανησυχούσε και εκνευριζόταν με τα προβλήματά του, συνεχίζοντας να καυχιέται για τις νίκες που είχαν επιτευχθεί μέχρι τότε και να διαμαρτύρεται για την έλλειψη χρημάτων και προμηθειών, ο υπόλοιπος κόσμος ήταν τόσο εντυπωσιασμένος από την προέλαση των Ενετών στον Μοριά, όσο και από τούς Αυστριακούς θριάμβους στην Ανατολική-Κεντρική Ευρώπη. Στις 25 Οκτωβρίου (1687) για παράδειγμα, ο δόγης Μαρκ’ Αντόνιο Τζουστινιάν επέστρεψε σύντομη αλλά ευγενική απάντηση στους Ραγουσαίους, σε αναγνώριση τής επιστολής τους τής 10ης Σεπτεμβρίου (ακόμη και πριν από τη διείσδυση τού Μοροζίνι στην Αττική), με την οποία έδιναν συγχαρητήρια στη Σινιορία «για τις επιτυχίες που χορηγεί ο Κύριος ο Θεός στα όπλα μας στην Ανατολική Μεσόγειο». Ο Τζουστινιάν διαβεβαίωνε τούς Ραγουσαίους ότι η Eνετική Σινιορία διατηρούσε την ίδια «ευγενική διάθεση» απέναντί τους, όπως εκείνη που είχαν αυτοί εκφράσει απέναντι στη Βενετία.17
Σε άλλη μακροσκελή αναφορά, γραμμένη στο τέλος τού μήνα (30 Οκτωβρίου 1687), ο Μοροζίνι έγραφε στον δόγη και τη Γερουσία ότι οι στρατιώτες είχαν καταλύσει «στην πόλη τής Αθήνας» (nella città d’Atene) με προφανώς κόσμιο τρόπο, με τη βοήθεια τού άρχοντα στρατηγού, τού κόμη φον Κένιγκσμαρκ. Όμως η στέγασή τους αποτελούσε πρόβλημα και ο Μοροζίνι εξέταζε με τον άρχοντα στρατηγό το ερώτημα αν θα ήταν δυνατόν να κάνουν τούς κατοίκους τής πόλης να παράσχουν στέγη στους στρατιώτες, έτσι ώστε η ενετική κυβέρνηση να είχε ελάχιστη ή καμία περαιτέρω επιβάρυνση κατά τη διάρκεια τού χειμώνα που ερχόταν, πέρα από τα χρήματα που έπρεπε να δίνονται στους αξιωματικούς, οι οποίοι πλήρωναν τούς στρατιώτες τους. Όπως πάντοτε, ο γενικός διοικητής προσπαθούσε να μειώσει τις δαπάνες, που κατέτρωγαν το μυαλό του με διαρκή ένταση. Όμως τα λίγα σπίτια των ευπόρων είχαν παρθεί από αυτούς και «όλοι οι υπόλοιποι ζουν από τον δικό τους ιδρώτα». Ο φον Κένιγκσμαρκ εύρισκε επίσης «άλλες ανυπέρβλητες δυσκολίες στο να επιτραπεί η διασπορά (των στρατιωτών), με τον εχθρό τόσο κοντά, με τη διακοπή τής στρατιωτικής πειθαρχίας που θα προέκυπτε αν οι λίγες μονάδες μας βρίσκονταν σε τόσο πολλές κατοικίες, αναμειγνυόμενες με τις οικογένειες των Ελλήνων…».
Αν ήταν εφικτός, ίσως ήταν καλός τρόπος για εξοικονόμηση χρημάτων, αλλά η αντίρρηση τού φον Κένιγκσμαρκ είχε καταστήσει άκαρπη την ιδέα τού Μοροζίνι. Επίσης αναρωτιέται κανείς σε ποιο βαθμό οι φτωχοί Αθηναίοι θα μπορούσαν να αναλάβουν οι ίδιοι τον στρατωνισμό των στρατιωτών. «Αλλά ακριβώς όπως είχα αναγκαστεί με ανείπωτη θλίψη να συμβιβαστώ με σχεδιασμό τόσο διαφορετικό από τις ισχυρότερες επιθυμίες μου, τις οποίες είχα αρχίσει να θέτω σε ισχύ», όπως ενημέρωνε ο Μοροζίνι τη Σινιορία, «ακριβώς έτσι, με την ίδια αγωνία, πρέπει ήδη να παρακολουθώ τις σημαντικές αποδράσεις από το στρατόπεδο, έστω κι αν το κόστος τής σύλληψης των λιποτακτών έχει αυξηθεί από τα τέσσερα ζεκίνια στο βασίλειο τού Μοριά σε δέκα ζεκίνια εδώ στην πιο ανοιχτή χώρα».
Εκείνες τις τελευταίες ημέρες o Μοροζίνι είχε βάλει να κρεμάσουν δύο άνδρες σε κατάρτι, ενώ είχε συλλάβει και άλλους τρεις με εντολές τού άρχοντα στρατηγού. Μάλιστα οι τρεις τελευταίοι φταίχτες, ένοχοι για το αποτρόπαιο έγκλημα τής λιποταξίας, εξακολουθούσαν να κρέμονται από τα δέντρα στην ύπαιθρο ως παράδειγμα τής τιμωρίας που περίμενε άλλους τέτοιους προδοτικούς φουκαράδες. Το κακό εμφανιζόταν ως επί το πλείστον «μεταξύ των στρατιωτών των νέων στρατολογήσεων και ιδιαίτερα εκείνων τού γαλλικού έθνους, που είναι ασταθείς με τον εαυτό τους και δοσμένοι πάντοτε από τη φύση τους στην περιπλάνηση» (nei soldati di nuove leve e massime di natione francese istabile per se stessa et avezza al genio di sempre vagare). Για να βοηθήσει στη βελτίωση τής κατάστασης, ο Μοροζίνι πρότεινε ότι το σύνολο ή το μεγαλύτερο μέρος «των στρατιωτών πρέπει να ενσωματωθεί στο μεγάλο σώμα των παλαιών συνταγμάτων».
Όπως όμως γνώριζαν καλά ο δόγης και η Γερουσία, η φύση των στρατιωτικών συμβάσεων ήταν τέτοια, που η διχόνοια ήταν αναπόφευκτη, στον βαθμό που απονεμόταν δικαιοσύνη σε όλους τούς μισθοφόρους από τούς διάφορους αξιωματικούς που διοικούσαν τις μονάδες τους. Αν ήταν δυνατόν να τροποποιηθεί η «δεσποτική εξουσία» των αξιωματικών, ο Μοροζίνι πίστευε ότι θα ήταν επίσης δυνατό να ελέγξει τις λιποταξίες και να δημιουργήσει σωστή πειθαρχία μεταξύ των στρατιωτών. Είχε ήδη ενημερώσει τη Σινιορία για το γεγονός ότι είχαν χτιστεί κατά μήκος τού δρόμου από την Αθήνα προς τον Πειραιά τρία πυροβολεία, τώρα επανδρωμένα, για να διασφαλίζουν την πρόσβαση προς τη θάλασσα.
Στο μεταξύ, για να εξασφαλίζεται ο εφοδιασμός τού ιππικού με σανό, ο φον Κένιγκσμαρκ έπρεπε να συνδυάζει ιππείς και πεζούς σε συχνές εκδρομές για την αντιμετώπιση αυτών των αναγκών από την ύπαιθρο, όπου έπρεπε να βρίσκονται πάντοτε σε εγρήγορση απέναντι σε επίθεση τού εχθρού. Υπήρχε αναφορά ότι ο σερασκέρης αύξανε τώρα πιο γρήγορα τη δύναμή του, λόγω ενισχύσεων. Για να τον κρατήσει μακριά από τα περίχωρα τής Αθήνας, ο Μοροζίνι είχε προτείνει στον φον Κένιγκσμαρκ «την ιδέα τής εισβολής και λεηλασίας των χωριών τής Λιβαδειάς που τον εφοδιάζουν με προμήθειες και έτσι να προκαλέσουμε επίσης κάποιες ελλείψεις στη μεγάλη φρουρά τού Νεγκροπόντε, η οποία πιθανώς αντλεί από εκεί την αφθονία των τροφίμων της».
Καθώς ο φον Κένιγκσμαρκ είχε εγκρίνει την ιδέα να χτυπήσουν στη Λιβαδειά —και κατά πάσα πιθανότητα θα ήταν αναγκαίο να επιτεθούν πρώτα στη Θήβα— ο Μοροζίνι πίστευε ότι ήταν απαραίτητο να εκδοθούν εντολές προς τις ενετικές αρχές παντού στον Μοριά, ώστε να θέσουν τις δυνάμεις τους σε ετοιμότητα για το επερχόμενο εγχείρημα. Θα συγκεντρώνονταν στον Ισθμό τής Κορίνθου στις 7 Νοεμβρίου, έχοντας μαζέψει όσο περισσότερους Έλληνες βοηθητικούς μπορούσαν, για να αυξήσουν τη δύναμη τής προβλεπόμενης επίθεσης εναντίον τής Λιβαδειάς, η οποία, αν γινόταν με επιτυχία, ήταν βέβαιο ότι θα αποτελούσε τεράστιο πλήγμα για τούς Τούρκους. Ο Μοροζίνι πρότεινε ως διοικητή των μωραΐτικων δυνάμεων που θα επιτίθεντο στη Λιβαδειά τον Ζόρζι Μπενζόν, ο οποίος είχε πρόσφατα διοριστεί ως ένας από τούς δύο «έκτακτους επιστάτες» (proveditori estraordinarii) τού Μοριά.
Ο Μοροζίνι ανησυχούσε επίσης ακόμη για «αυτή την πολύ ενοχλητική αμηχανία», την πανούκλα, καθώς και για την εξαθλίωση των κατοίκων τού Μυστρά. Όμως ο επιστάτης τής Μάνης είχε κατορθώσει με νέα συμφωνία με τούς Εβραίους να τούς αποσπάσει αμέσως 5.000 περίπου ρεάλια (αντί για 2.000), καθώς και τη διαβεβαίωση ετήσιας «συμβολής» 50.000 άσπρων. Ο Μοροζίνι είχε δώσει εντολή στον επιστάτη τής Μάνης (που ονομαζόταν επίσης Μοροζίνι) να φροντίσει για τη συλλογή κάθε πιθανής πηγής εσόδων. Κατά τα υπόλοιπα, χάρη στον Παντοδύναμο, το κάστρο τής Μεθώνης λεγόταν ότι ήταν τώρα πια απαλλαγμένο από την πανούκλα, αν και περίμεναν ακόμη με αγωνία να δουν τα γειτονικά χωριά να απαλλάσσονται από τη φοβερή μάστιγα.
Δεν ήταν ακόμη γνωστό, αν τα παλιά συντάγματα τού Μπράουνσβαϊκ-Λύνεμπουργκ υπό τον ηγεμόνα Μαξιμίλιαν Βίλελμ θα παρέμεναν ή όχι με τις ενετικές δυνάμεις. Σε κάθε περίπτωση ο Μοροζίνι φύλαγε τα πλοία που θα τούς μετέφεραν στη Βενετία, αν τελικά έφευγαν. Στο μεταξύ, δεχόμενος την επίθεση επανειλημμένων αιτημάτων που διατυπώνονταν στα ονόματα των αρχόντων ηγεμόνων τού Μπράουνσβαϊκ και τής Βύρττενμπεργκ, καθώς και εκείνων που υποβάλλονταν στο όνομα τού Λουί ντε Τουρέν, ο Μοροζίνι προσπαθούσε να βρει τρόπους και μέσα για την ικανοποίησή τους. Για να ξεπεραστεί κάθε δυσκολία, είχε αποφασίσει να βάλει στην άκρη τα πλοία Σ. Τζιοβάννι ντι Βιλλαφράνκα και Μαντόννα ντι Μπελβεντέρ, για να κάνει πιο εύκολο το πέρασμα των υπηκόων τους. Αλλά δεν ήταν εύκολο να ικανοποιεί τούς πάντες ή, στο θέμα αυτό, οποιονδήποτε. Η ζωή ήταν επίπονη επιχείρηση για τον Μοροζίνι κατά τη διάρκεια αυτών των μηνών.
Εκτός από τα προβλήματα λιποταξίας και πειθαρχίας, η αναφορά τού γενικού διοικητή στις 30 Οκτωβρίου (1687) ασχολείται με την κακομεταχείριση των στρατιωτών από ορισμένους διοικητές, με οικονομικές δυσκολίες που σχετίζονταν με πληρωμές προς τούς μισθοφόρους, με τον βαθμό που έπρεπε να δοθεί σε ορισμένους αξιωματικούς και με λογαριασμούς που έπρεπε να πληρωθούν σύμφωνα με τις διάφορες συμβάσεις που προσπαθούσε να διαχειριστεί. Ο αρχιλοχίας Κορμπόν ήταν άρρωστος και ετοιμαζόταν να αναχωρήσει για την Κούρτσολα (Κόρτσουλα). Ο υπολοχαγός Νταβίλα είχε απλώς υποκύψει. Είχαν χαθεί κι άλλοι από την αρχή τής εκστρατείας εκείνης τής χρονιάς. Ήταν απαραίτητη η αντικατάσταση ανώτερων αξιωματικών. Και μόνο η σκέψη ότι ήταν εφοδιασμένος με γαλέτα μόνο μέχρι τον Δεκέμβριο τρομοκρατούσε τον Μοροζίνι, που συνέχιζε να περιμένει και να περιμένει τη νηοπομπή που δεν ερχόταν.
Ο Μοροζίνι σκεφτόταν ότι θα μπορούσαν να ληφθούν προμήθειες για τον ερχόμενο χειμώνα χτυπώντας το εμπόριο τής Ανατολικής Μεσογείου, αλλά στο μεταξύ οτιδήποτε ήταν δυνατό να προμηθευτούν από τη γύρω περιοχή έπρεπε να στέλνεται απευθείας στο Πόρτο Λεόνε (Πειραιά), γιατί δεν μπορούσε να εκτρέψει πλοία από τον στόλο για να παραλάβουν τα τρόφιμα. Είχε ήδη ενημερώσει τον δόγη για τα πυρομαχικά που χρειαζόταν, αλλά τώρα έστελνε πιο ακριβή κατάλογο, προσδιορίζοντας την ποσότητα τής απαιτούμενης πυρίτιδας, καθώς και τούς αριθμούς σε βόμβες, φυτίλια (michia, προφανώς για τα μουσκέτα) και μπάλες κανονιού, «έτσι ώστε να μη λείπουν τα πιο βασικά εργαλεία για πόλεμο σε ώρα ανάγκης».
Σε μία από τις επαναλαμβανόμενες μακρηγορίες του επί τού προφανούς, ο Μοροζίνι εξηγούσε στον δόγη και τη Γερουσία ότι χωρίς μεγάλες και ισχυρές ενισχύσεις οι Ενετοί μισθοφόροι ποτέ δεν θα μπορούσαν να ανταποκριθούν στις «μεγάλες επιχειρήσεις» (grandi operationi) που βρίσκονταν μπροστά, γιατί η ασθένεια και η λιποταξία είχαν εξαντλήσει τις τάξεις τους. Ο στρατός έπρεπε να ξαναχτιστεί για δράση πριν από την πρώτη εβδομάδα τού Μαΐου (1688). Όπως είχε ήδη ενημερώσει τον δόγη, ο καπουδάν πασάς είχε κληθεί στην Ισταμπούλ, αλλά τώρα έρχονταν αναφορές από τη Σμύρνη ότι έχοντας προχωρήσει πέρα από τα «Καστέλλι» στα Δαρδανέλλια (της Ισταμπούλ) με γαλέρες και πλοία, ο Οθωμανός μεγάλος ναύαρχος είχε προφανώς σύντομα αναχωρήσει. Είχε επανεξοπλίσει την αρμάδα του με όλα τα πλοία στις Φώκαιες, μαζί με εννέα πλοία τού σουλτάνου και τρία των κουρσάρων τής Μπαρμπαριάς. Ήταν δύσκολο να γνωρίζει τι σκόπευαν να κάνουν οι Τούρκοι στη συνέχεια. Ο Μοροζίνι υπέθετε ότι θα παρέμεναν στις Φώκαιες για να επιτηρούν τούς Ενετούς, αν έβγαιναν εκείνοι από τον Πειραιά. Καθώς πλησίαζε ο χειμώνας, αναμφίβολα η τουρκική αρμάδα θα αποσυρόταν στα Δαρδανέλλια. Υπήρχε όμως φήμη, την οποία αμφισβητούσε ο Μοροζίνι ότι ο στόλος θα παρέμενε τον χειμώνα στις Φώκαιες.
Όσο για την εκστρατεία τού 1688, ο ενετικός στόλος έπρεπε να κάνει τόσο καλή επίδειξη στο Αρχιπέλαγος, όπως εκείνη τού προηγούμενου έτους. Έπρεπε να ενθαρρύνονται οι αντι-Τούρκοι κουρσάροι. Οι Ενετοί θα είχαν λιγότερα προβλήματα με τούς κουρσάρους τής Μπαρμπαριάς και οι Τούρκοι λιγότερη βοήθεια, επειδή οι Αλγερινοί τώρα «πρέπει να υπερασπιστούν τούς εαυτούς τους από την αγανάκτηση τής Γαλλίας».
Ο Μοροζίνι έκλεινε την αναφορά τής 30ής Οκτωβρίου με τη σημείωση ότι ανέθετε την παράδοσή της στον καπετάνιο τού πλοίου Μπελβεντέρε,
μαζί με σχέδιο τού φρουρίου και τής πόλης των Αθηνών που έχει ετοιμαστεί με μεγάλη επιμέλεια από τον άρχοντα επιθεωρητή [του πυροβολικού, Αντόνιο Μουτόνι], κόμη τού Σαν Φελίτσε, ο οποίος πρέπει να πιστωθεί μεγάλο μέρος τής κατάκτησής τους. Έχει προσθέσει διάφορα σχόλια σχετικά με τα διάσημα μνημεία που βρίσκονται ακόμη περίλαμπρα στα αρχαία ερείπιά τους και τα οποία μού φαίνεται ότι αξίζουν την προσεκτική εξέταση των Εξοχοτήτων σας.18
Η ζωή τού Μοροζίνι φαινόταν, τουλάχιστον σε αυτόν, μίγμα διπλού μόχθου και κόπου, όπως εξηγούσε στην αναφορά του τής 14ης Νοεμβρίου (1687). Ύστερα από μακρά και ανησυχητική αναμονή για τη νηοπομπή που χρειαζόταν τόσο πολύ, τελικά πήρε αναφορά ότι η νηοπομπή, την οποία αποτελούσαν δύο μόνο αγγλικά πλοία, είχε πιάσει στις 29 Οκτωβρίου (1687) στο νησί τής Ζακύνθου. Παρά την επιμέλεια τού εμπλεκόμενου Ενετού διοικητή είχαν σπαταληθεί τριανταδύο μέρες, ενώ στη συνέχεια υπήρξε απαραίτητο να αποβιβαστούν στη Ζάκυνθο, βγάζοντας στη στεριά δύο λόχους μισθοφόρων, καθώς και τα χρήματα που προγραμματίζονταν για παράδοση στον Μοροζίνι. Με τη βοήθεια τού Άγγλου προξένου είχε γίνει κάθε προσπάθεια, μάταιη όμως, να παρακινηθούν οι καπετάνιοι των δύο πλοίων να συνεχίσουν το ταξίδι προς την Αθήνα. Ακόμη και η γαλέτα χρειάστηκε να εκφορτωθεί από το πλοίο που τη μετέφερε.
Ο Μοροζίνι ήταν «ταραγμένος και στενοχωρημένος» (agitato et afflitto). Τα προβλήματά του είχαν αυξηθεί σε «ανείπωτα βάσανα». Αν αποτύγχανε να ταΐσει τούς στρατιώτες και τούς ναύτες, ήταν αναπόφευκτο να οδηγηθεί σε καταστροφή, βάζοντας σε κίνδυνο την προφανή καλή τύχη τής Βενετίας. Μη έχοντας εναλλακτική λύση, ο Μοροζίνι είχε αποφασίσει να κατανείμει τη διαθέσιμη γαλέτα, μοιράζοντας μικρότερες ποσότητες στις χερσαίες δυνάμεις και στους κωπηλάτες και οπλίτες τού στόλου. Έδινε όμως σε όλους μια λίρα την ημέρα, σε αναλογία πέντε σόλιδων (soldi) ανά λίρα σε μετρητά, πέρα από τις τακτικές αποδοχές τους. Οι άλλοι ναυτικοί θα έπαιρναν τρεις σόλιδους. Όμως οι αξιωματικοί των συνταγμάτων τού Μπράουνσβαϊκ αρνούνταν να συμφωνήσουν με οποιαδήποτε τέτοια ρύθμιση και για να αποφευχθεί ο κίνδυνος «αφόρητου σκανδάλου» ο Μοροζίνι αναγκάστηκε να υποκύψει στους Γερμανούς, «έχοντας επιμείνει για την ανταλλαγή με αρκετό ρύζι που θα αντιστάθμιζε την έλλειψη ψωμιού, (και μη διαθέτοντας ρύζι) αναγκάστηκα να τούς δώσω σιτάρι, μέτρο προς μέτρο, για την πραγματοποίηση αυτής τής αποζημίωσης».
Για να ελαττώσει το καθήκον τής διανομής γαλέτας και για να μειώσει επίσης την κατανάλωση των περιορισμένων αποθεμάτων του, ο Μοροζίνι είχε αποφασίσει να στείλει τις τέσσερις γαλέρες τής Κέρκυρας, τής Ζακύνθου και τής Κεφαλονιάς πίσω στην έδρα τους, με εντολές προς τούς αξιωματούχους των νησιών να απολύσουν τούς ναυτικούς αμέσως, αλλά με την προϋπόθεση ότι θα τούς μίσθωναν πάλι και θα τούς επανεξόπλιζαν πριν από τον ερχόμενο Μάρτιο (του 1688). Ο Μοροζίνι έλπιζε ότι θα μπορούσε αρχικά να τούς χρησιμοποιήσει στη Μεθώνη και την Κορώνη, αλλά τώρα δεν θα γινόταν έτσι. Αυτές οι πενιχρές διαδικασίες ήσαν επιζήμιες για τα συμφέροντα τού κράτους, παρουσίαζαν θλιβερή εικόνα, ιδιαίτερα με τα στρατεύματα σε χειμερινά καταλύματα τόσο κοντά στον εχθρό και με τόσο πολλές λιποταξίες να λαμβάνουν χώρα μεταξύ των ενετικών δυνάμεων. Το λυπηρό γεγονός ήταν ότι κάθε μέρα οι λιποτάκτες κρατούσαν τούς Τούρκους ενήμερους για ό,τι συνέβαινε στην Αθήνα και στον Πειραιά.
Ο Μοροζίνι δεν διέθετε καραβομαραγκούς, καλαφάτες και άλλους εργάτες. Η συνεχής αναβολή τής συντήρησης αποδεικνυόταν επιβλαβής για τον στόλο. «Προχτές» (12 Νοεμβρίου 1687) μόνο δύο μικρά σκάφη, το (πεττάκιο) Μαντόννα ντελ Ροζάριο και το σαΐκι Μαντόννα ντι Λορέτο, είχαν φτάσει στον Πειραιά με αντίσκηνα για τον χειμώνα και ορισμένα άλλα είδη εξοπλισμού, αλλά με λιγότερο από μιας εβδομάδας ψωμί.
Ο καιρός ήταν θυελλώδης. Θα χειροτέρευε. Ο Μοροζίνι ετοίμαζε μοίρα αποτελούμενη από επτά από τα πιο φθαρμένα και κακής ποιότητας πλοία, για να τα στείλει στο νησί τής Κούρτσολα (Κόρτσουλα), εκεί όπου είχε ήδη στείλει το Σαν Τζιοβάννι Μπαττίστα, με επιβαίνοντα τον Μαξ Βίλελμ, τον ηγεμόνα τού Μπράουνσβαϊκ. Πολλά άλλα σκάφη έπρεπε επίσης να σταλούν προς τα δυτικά για επισκευή και ανακαίνιση, έτσι ώστε όταν ερχόταν η άνοιξη για την επόμενη εκστρατεία, να ήσαν έτοιμα για «δυναμική και χρήσιμη υπηρεσία» (un vigoroso et utile servitio). Ο Μοροζίνι είχε ήδη στείλει δύο άλλα πλοία, το Σ. Ιζέππο και το Πάτσε Αμποντάντσα, στα απομένοντα ενετικά φρούρια τής Κρήτης, εκείνα τής Σούδας, τής Σπιναλόγκας και τής Γραμβούσας, καθώς και στο οχυρό στο Τσιρίγο (Κύθηρα). Εφοδίαζε τη Γραμβούσα και το Τσιρίγο τουλάχιστον με χρήματα αρκετά για να φτάσουν μέχρι τον Μάρτιο (1688), καθώς και με γαλέτα που θα κάλυπτε τις φρουρές μέχρι τον Απρίλιο. Για το ζήτημα αυτό ο Μοροζίνι βασιζόταν στον ικανό Αλεσσάντρο Βαλιέρ, «ο οποίος καθ’ όλη τη διάρκεια τού παρόντος πολέμου έχει πάντοτε εργαστεί ως εθελοντής, τόσο σε αυτούς τούς τόσο γνωστούς κινδύνους, όσο και στους κινδύνους τής Δαλματίας».
Ο Μοροζίνι στη συνέχεια έβγαλε εκτός υπηρεσίας άλλα έξι ή περισσότερα πλοία «για κάποια ελάφρυνση τού δημόσιου ταμείου», αλλά κρατούσε ακόμη σε εφεδρεία τα πέντε πεττάκι, ένα πλοίο μεταφοράς (νάβε) και ένα πίνκο, «για το ταξίδι των τριών συνταγμάτων βετεράνων τού Μπράουνσβαϊκ, αν πρέπει να φύγουν από εδώ με βάση τη σύμβαση». Έχοντας κάποια αμφιβολία για τη δημόσια τάξη, τώρα που είχαν φτάσει στα μέσα Νοεμβρίου, ο Μοροζίνι προσπαθούσε να παρατείνει την παραμονή διαφόρων μισθοφορικών στρατευμάτων και αξιωματικών, αν και ο αρχιλοχίας Χέρμαν Φίλιπ φον Ωρ τον πίεζε πάντοτε για τα μέσα αναχώρησης. Μάλιστα η προσπάθεια να τον κρατά ικανοποιημένο με σχέδια και προετοιμασίες για επιβίβαση
είναι ο καλύτερος τρόπος να τον διατηρώ σε αναβολή, παρά το γεγονός ότι πραγματικά δεν ξέρω με ποιο τρόπο μπορώ να τού βγάλω την έμμονη ιδέα που είχε μέχρι την περασμένη εβδομάδα ότι θα ετοιμάζονταν σκάφη και οι στρατιώτες θα επιβιβάζονταν σε αυτά, γιατί έχει φοβηθεί τρομερά από ψεύτική φήμη που έχει διαδοθεί με επιδεξιότητα από τούς Τούρκους ότι υπάρχει η υποψία ότι η μολυσματική ασθένεια έχει φτάσει στη Θήβα.
Όμως ο Ωρ παρέμεινε μέχρι το τέλος και θα συμμετείχε στην πολιορκία τού Νεγκροπόντε το επόμενο έτος, όπως θα συμμετείχε και ο Μαξ Βίλελμ, ο ηγεμόνας τού Μπράουνσβαϊκ.
Η φήμη ήταν όπλο, το οποίοι οι Τούρκοι τώρα χρησιμοποιούσαν προς όφελός τους, έχοντας δει πόσο πολύ είχε αποσπάσει την προσοχή των ενετικών δυνάμεων κατά τη διάρκεια τής εκστρατείας τού 1687. Πιθανότατα θα συνέχιζαν να προσπαθούν να αποκομίσουν κάποιο όφελος στην επερχόμενη εκστρατεία από τις ψευδείς και δηλητηριώδεις αναφορές τους. Προφανώς η παπική κούρτη ιδιαίτερα χρειαζόταν καθησυχασμό. Όμως πρόσφατη ενετική επιχείρηση στο «κανάλι» ή πορθμό τού Νεγκροπόντε είχε διεγείρει τα αντι-τουρκικά αισθήματα ορισμένων τοπικών ηγετών στην περιοχή τής Θεσσαλονίκης, κατά μήκος τής Βουλγαρικής μεθορίου. Είχαν συγκινηθεί πολύ από την επιτυχία των χριστιανικών όπλων εναντίον τού κοινού εχθρού. Μάλιστα δύο από τούς κυριότερους ηγέτες είχαν έρθει στην Αθήνα, και είχαν δείξει ότι ήσαν έτοιμοι να συμμετάσχουν στην επόμενη εκστρατεία, όποτε κινιόταν ο ενετικός στόλος στην περιοχή τής Θεσσαλονίκης. Θα έρχονταν να ενωθούν με τις ενετικές δυνάμεις με τριακόσιους ή περισσότερους ιππείς και να υπηρετήσουν ως στρατολογημένη πολιτοφυλακή, με δαπάνη για το δημόσιο ταμείο όχι μεγαλύτερη από την καθημερινή γαλέτα και τα απαιτούμενα όπλα και πυρομαχικά. Κατά την αναχώρηση των δύο ηγετών ο Μοροζίνι δώρισε σε καθένα από αυτούς κάποιο είδος μεταλλίου, «που πήραν με απερίγραπτη χαρά» (che riceverono con indicibil contento), ενώ τούς διαβεβαίωσε για μελλοντικές ανταμοιβές αντάξιες των υπηρεσιών τους.
Καθώς το φθινόπωρο πλησίαζε προς τον χειμώνα, ο νέος αρχηγός τού στρατού (σερασκέρης) Μεχμέτ πασάς εγκαθιστούσε τα στρατεύματά του σε χειμερινά καταλύματα. Είχε πάει στα Τάλαντα, «πόλη στην περιοχή τού Νεγκροπόντε προς τον κόλπο τού Βόλου». Για να κρατά την Eνετική Σινιορία ενημερωμένη, ο Μοροζίνι προσδιόριζε τούς Τούρκους διοικητές στην Ελλάδα: ο Εμίρ πασάς βρισκόταν στη Λιβαδειά (ακριβώς δυτικά τής λίμνης Κωπαΐδας), ο Σαΐμ πασάς στο Ζειτούνιον (Λαμία, στην ενδοχώρα τού Μαλιακού κόλπου), ο Γιουζουλντερέμ Αχμέτ πασάς στα Τρίκαλα στη δυτική Θεσσαλία και ο Ισμαήλ πασάς, ο προκάτοχός τού Μεχμέτ ως σερασκέρης, στη Θεσσαλονίκη. Συνολικά, οι τουρκικές δυνάμεις αθροίζονταν πια σε περίπου 5.000 πεζούς και 3.000 ιππείς, εκτός από τη μεγάλη φρουρά 4-5.000 ανδρών στο Νεγκροπόντε, ενώ ο Μουσταφά πασάς στη Θήβα είχε 800 πεζούς και 500 ιππείς υπό τις άμεσες διαταγές του. Ο Μουσταφά έκανε συχνές και κρυφές επιδρομές από τη Θήβα, προσπαθώντας «να μολύνει την ύπαιθρο» και μερικές φορές ερχόταν σε σύγκρουση με τα ενετικά στρατεύματα, που έβαζαν παγίδες στο ιππικό του. Όμως η ευελιξία των Τούρκων ιππέων ήταν τέτοια, που τούς επέτρεπε να διαφεύγουν άμεσα και με ασφάλεια.
Ως συνέπεια τής μεγάλης αύξησης των Τούρκων στρατιωτών στην επαρχία τής Λιβαδειάς από τον σερασκέρη, ο Μοροζίνι έκρινε φρόνιμο να εγκαταλείψει τη «σχεδιαζόμενη εισβολή» (meditata invasione) στην περιοχή. Δεν ήταν εφικτό να στείλει σώμα αγροτών σε τόσο επικίνδυνη επιχείρηση με προφανή κίνδυνο σοβαρής ήττας, λαμβάνοντας υπόψη την ευκολία με την οποία ο εχθρός είχε αυξήσει τη δύναμή του και αναδιοργανώσει τα στρατεύματά του, έτσι ώστε μέσα σε λίγες ώρες να μπορεί να τα ενώνει για δράση.
Κατά τα υπόλοιπα, πολλά θα βασίζονταν στα αποτελέσματα τής θορυβώδους έξαψης που μαινόταν τότε στην Ισταμπούλ, όπου ο λαός γινόταν όλο και περισσότερο έξω φρενών με την απεχθή μορφή τού σουλτάνου Μεχμέτ Δ’, έτσι ώστε εκκολάπτονταν συνωμοσίες κατά τής ζωής του. Οι οπαδοί τού Μεχμέτ εξαλείφονταν. Οι αντίπαλοί του ήσαν χωρισμένοι σε δύο παρατάξεις, όπου η μία προσπαθούσε να ανεβάσει στον θρόνο τον νεαρό του γιο (Μουσταφά) και η άλλη τον μεγαλύτερο αδελφό του (Σουλεϊμάν Β’ ή Γ’), έτσι ώστε να συνόδευε τον νέο κάτοχο τού θρόνου κάποια αλλαγή τής τύχης προς το καλύτερο. Ο Μοροζίνι δεν είχε μάθει ακόμη το γεγονός, αλλά στις 8 Νοεμβρίου (1687), έξι μέρες πριν από την ημερομηνία τής παρούσας αναφοράς του προς τον δόγη και τη Γερουσία, ο Μεχμέτ είχε όντως καθαιρεθεί και ο αδελφός τού Σουλεϊμάν βασίλευε ως σουλτάνος.
Άλλες ειδήσεις από την Πύλη ανέφεραν ότι ο καπουδάν πασάς είχε χάσει το κεφάλι του με διαταγή τού σουλτάνου (d’ordine reggio), για την αποτυχία του να αντιμετωπίσει τον Ενετό διοικητή Λορέντσο Βενιέρ στο λιμάνι τής Ρόδου. Για τον ίδιο λόγο, αλλά εδώ υπήρχε κάποια αβεβαιότητα για την αναφορά, είχε επίσης αποκεφαλιστεί ο Τούρκος διοικητής των πλοίων που είχαν παραμείνει στις Φώκαιες. Ο Μοροζίνι ήταν διατεθειμένος να προτρέψει τον Βενιέρ για «γόνιμες επιθέσεις» εναντίον των Τούρκων κάθε φορά που επιχειρούσε στη θάλασσα, αν και, με δεδομένο τον αριθμό των σκαφών που είχε υποχρεωθεί να αποδεσμεύσει, ο Μοροζίνι δεν ήταν σίγουρος ότι θα μπορούσε να διαθέσει στον Βενιέρ επαρκείς ενισχύσεις για την αντιμετώπιση κάθε τουρκικής επίθεσης. Παρ’ όλα αυτά ήταν σημαντικό να διατηρούν οι Ενετοί κατάλληλο εξοπλισμό στις βορειοδυτικές Κυκλάδες, «στα νερά τής Τζιας (Κέας)», για να διακόπτουν την πρόσβαση των τουρκικών γαλερών στο νησί τού Νεγκροπόντε. Ήταν σημαντικό να εμποδίζονται οι προσθήκες στις οχυρώσεις τού νησιού από τούς Τούρκους. Σε κάθε περίπτωση οι Τούρκοι θα απέφευγαν την προσέγγιση τού Νεγκροπόντε μέσω τού πορθμού (από την ακτή τού Μαραθώνα), γιατί θα υπήρχε ο κίνδυνος να αποκόψουν οι χριστιανοί την έξοδό τους.
Ο Μοροζίνι θα ήθελε να βοηθήσει με χρήματα, όπως απαιτούσε η δικαιοσύνη, τη μοίρα που βρισκόταν τότε στη θάλασσα, αλλά, λαμβάνοντας υπόψη την εξαθλιωμένη κατάστασή του, ήταν ανίσχυρος. Από καιρό σε καιρό είχε παλέψει για να βοηθήσει τα εν λόγω πλοία με κάθε δυνατό τρόπο, αλλά φαίνεται ότι τού είχαν απομείνει μόνο 80.000 δουκάτα, τα οποία, λαμβάνοντας υπόψη τις υποχρεώσεις που αντιμετώπιζε, αποτελούσαν σχεδόν αμελητέο ποσό. Τούς καπετάνιους παρηγορούσε η εμπιστοσύνη που εναπόθεταν στο χέρι προνοίας τού δόγη. Όταν σε περιόδους κρίσης χρειάζονταν χρήματα, η Σινιορία πωλούσε συχνά τίτλους ευγενείας και παρά τη φτώχεια τού κράτους ήταν δυνατό να βρεθούν πάντοτε τουλάχιστον μερικοί πολίτες αρκετά πλούσιοι, ώστε να αγοράσουν τούς πολυπόθητους τίτλους σε υψηλές τιμές. Όταν κατέστη σαφές ότι επρόκειτο να σχηματιστεί η Ιερά Συμμαχία, που θα δέσμευε τούς Αυστριακούς, τούς Πολωνούς και τούς Ενετούς εναντίον των Τούρκων, η Σινιορία γνώριζε ότι θα χρειαζόταν χρήματα και τέθηκαν τίτλοι ευγενείας προς πώληση.19 Όμως η υποψηφιότητα κάποιου για την τάξη των ευγενών (νομπιλτά) εξαρτιόταν από ορισμένες προϋποθέσεις, τις οποίες δεν μπορούσε να καλύψει κάθε πλούσιος πολίτης και έτσι υπήρχαν όρια στα ποσά των χρημάτων που θα συγκεντρώνονταν με αυτόν τον τρόπο.
Για να συνεχίσουμε όμως με τον Μοροζίνι, αυτός δεν μπορούσε να μην αναφέρει ότι όλες οι γαλεάσες και γαλέρες, προς άπειρη θλίψη των πυροβολητών, βρίσκονταν πίσω τέσσερις μήνες στις πληρωμές μισθών, πράγμα που θα αντιμετωπιζόταν σε πέντε μέρες,
και αυτή είναι παθιασμένη απόφαση, την οποία πρέπει να τηρήσω, έτσι ώστε αν είναι δυνατόν να πληρωθούν οι στρατιωτικοί και ιδιαίτερα τώρα, καθώς βρίσκονται στη στεριά και σε εκτεθειμένη περιοχή, πράγμα που μάς υποχρεώνει περισσότερο να τούς κρατάμε ικανοποιημένους. Ομολογώ ότι δεν μπορώ να καταλάβω τι είδους ατυχία (fatalità) έχει προκαλέσει αυτή την άθλια αγωνία σε σχέση τόσο με τα χρήματα όσο και με το ψωμί…
Και πάλι ο Μοροζίνι έκλεινε μακροσκελή αναφορά με πονεμένο σημείωμα για γεγονότα, στοιχεία και οικονομικούς θρήνους, αφήνοντας στην ώριμη και πανέμορφη κατανόηση τού δόγη τις ανάγκες των απειλούμενων δυνάμεων τής Γαληνοτάτης στο εξωτερικό.20
Εκτός από τις θλιβερές αναμνήσεις από την καταστροφή τού Παρθενώνα, οι Ενετοί μάς άφησαν τα ανεκτίμητα σχέδια τού Τζιάκομο Βερνέντα για «το φρούριο και την πόλη τής Αθήνας». Ο Μοροζίνι έστελνε ένα τουλάχιστον από τα σχέδια αυτά στον δόγη και τη Γερουσία, μαζί με την αναφορά του στις 15 Νοεμβρίου (1687). Εσώκλειε επίσης έκκληση τού Βερνέντα απευθυνόμενη στη Σινιορία για αύξηση τού μισθού του,
την οποία κατά τη γνώμη μου τού οφείλουμε για την επίπονη και πολύτιμη υπηρεσία του. Ομοίως, προκειμένου να είναι σε θέση κάποια στιγμή να σάς στείλει επίσης σχέδιο τής (Νάπολι ντι) Ρομάνια, έχω δώσει εντολή στον μηχανικό (Τζιοβάννι) Μπασσινιάνι, ο οποίος, εκτός από την αποστολή του να ετοιμάσει το σχέδιο τού φρουρίου με όλα τα έργα του και τις οχυρώσεις που έχουν προστεθεί, έχει την περαιτέρω αποστολή να αναλάβει την αποκατάστασή τους.
Ο Μοροζίνι φοβόταν ότι ίσως ορισμένα χαρακτηριστικά των οχυρώσεων είχαν υποστεί κάποια ζημιά από την υπερβολική ζέστη τού καλοκαιριού, έτσι ώστε, όταν έρχονταν οι επικείμενες βροχές, να ακολουθούσε πιο σοβαρή ζημιά.21
Την ημέρα των Χριστουγέννων (1687) ο Μοροζίνι έγραφε από τον Πειραιά προς τον δόγη και τη Γερουσία ότι, πριν από δύο μέρες, οι «επιστολές τού δόγη» τής 22ας Νοεμβρίου είχαν φτάσει μέσω Οτράντο, διατάσσοντάς τον να αφήσει να φύγουν τα τρία συντάγματα βετεράνων τού δούκα Ερνστ Άουγκουστ τού Μπράουνσβαϊκ. Δεν καθυστέρησε καθόλου να θέσει τις εντολές σε εφαρμογή. Ό,τι έπρεπε να γίνει, είχε γίνει σε δύο μέρες, «αλλά με τη σοβαρή δυσαρέσκεια την οποία συνεπάγεται η απώλεια ενός τόσο έμπειρου σώματος στρατιωτών». Οι νέες αφίξεις δεν θα αντιστάθμιζαν την απώλεια των σκληροτράχηλων βετεράνων. Τα τρία συντάγματα αποτελούνταν από 24 λόχους με 1.373 στρατιώτες. Είχε ληφθεί μέριμνα για τούς μισθούς τους για τον τρέχοντα μήνα Δεκέμβριο. Είχε δοθεί σε όλους γαλέτα για είκοσι μέρες. Επίσης ο Ενετός επιστάτης τού νησιού τής Ζακύνθου θα βοηθούσε να τούς φροντίσουν. Ο Μοροζίνι ασχολιόταν με το πρόβλημα τής τακτοποίησης τής μεταφοράς των συνταγμάτων τού Μπράουνσβαϊκ πίσω στη Βενετία. Όμως δεν είναι σαφές πόσοι από αυτούς τούς στρατιώτες αναχώρησαν. Αν αναχώρησαν κάποιοι, γιατί θα σημειώσουμε την επιστροφή στην πατρίδα των «τριών παλαιών συνταγμάτων» τού Μπράουνσβαϊκ-Λύνεμπουργκ στις αρχές Νοεμβρίου 1688, μετά την αποτυχία τής ενετικής πολιορκίας τού Νεγκροπόντε.
Στο μεταξύ, σε συμφωνία με τις οδηγίες που είχε λάβει ο Μοροζίνι με εντολή τού δόγη στις 15 Οκτωβρίου, είχε στείλει τον λοχαγό Τζιάκομο Βερνέντα, τον μηχανικό, στην Κόρινθο με οδηγίες να σχεδιάσει τοπογραφικό σχέδιο τού Ισθμού τής Κορίνθου, για ολόκληρο το μήκος του των δέκα ή δώδεκα μιλίων. Το σχέδιο ή τα σχέδιά του έπρεπε να περιλαμβάνουν την περιτείχιση τού φρουρίου τής Ακροκορίνθου καθώς και τα χωριά που βρίσκονταν κάτω της, ενώ όλα έπρεπε να γίνουν με την ακρίβεια των μετρήσεων και με τις λεπτομερείς περιγραφές που θα έκρινε ο Βερνέντα αναγκαίες. Αυτός είχε πάει στην Κόρινθο για να ξεκινήσει το έργο του, αν και ο Αντόνιο Μουτόνι, ο κόμης τού Σαν Φελίτσε, ισχυριζόταν ότι το σχέδιο που είχε φτιάξει (το οποίο είχε ήδη σταλεί στη Βενετία) περιείχε όλα τα στοιχεία και τα δεδομένα που αναζητούσε ο Βερνέντα, «ενώ τώρα μού έδωσε κι άλλο αντίγραφό του με την προσθήκη διαφόρων σχολιασμών». Κι αυτό επίσης υποβαλλόταν στη Σινιορία.22
Τέτοια σχέδια και ζωγραφιές, όπως εκείνα των Βερνέντα και Σαν Φελίτσε, ήσαν χρήσιμα για τη συντήρηση, καθώς και για τη βελτίωση των οχυρώσεων. Βοηθούσαν τούς αρχιτέκτονες και τούς μηχανικούς να κατανοούν τα προβλήματά τους και να δίνουν στη Σινιορία εκτιμήσεις τού προβλεπόμενου κόστους. Ικανοποιούσαν επίσης την περιέργεια εκείνων πίσω στην πατρίδα, γιατί πολλά από αυτά τα σχέδια και τις ζωγραφιές σύντομα δημοσιεύτηκαν. Ο 16ος και ο 17ος αιώνας ήσαν εποχή τής δημοσιογραφίας και όπως ακριβώς οι χρονικογράφοι (giornalisti) των προηγούμενων γενιών είχαν καλύψει τη ναυμαχία τού Λεπάντο και τον πόλεμο τού Χάνδακα, έτσι και τώρα οι δημοσιογράφοι κάλυπταν τις αυστριακές επιτυχίες εναντίον των Τούρκων και την ενετική κατάληψη τής Αθήνας.