<-8. Τουρκο-ενετικές σχέσεις (1670-1683) και η τουρκική πολιορκία τής Βιέννης | 10. Ο Φραντσέσκο Μοροζίνι, η εισβολή στην Αττική και η καταστροφή τού Παρθενώνα-> |
9
Οι κατακτήσεις των Αυστριακών στην Ουγγαρία. Η εξέγερση τού τουρκικού στρατού. Οι Ενετοί στον Μοριά (1684-1687)
![]() |
![]() |
Ο Τούρκος μεγάλος βεζύρης Καρά Μουσταφά πασάς είχε αποτύχει με μελαγχολικό τρόπο στην αξέχαστη πολιορκία τής Βιέννης (από τις 14 Ιουλίου μέχρι τις 12 Σεπτεμβρίου 1683), στην οθωμανική καταστροφή τού αιώνα. Κατά την υποχώρησή τους οι Τούρκοι ηττήθηκαν άσχημα στις 9 Οκτωβρίου στο Πάρκανυ (Στούροβο), ενώ ύστερα από σύντομη πολιορκία αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την πόλη τού Έστεργκομ (Γκραν), την παλαιά αρχιεπισκοπική έδρα τής Ουγγαρίας στη δεξιά όχθη τού Δούναβη, απέναντι από το Πάρκανυ. Αρκετές χιλιάδες Τούρκοι είχαν χαθεί στο Πάρκανυ, δεύτερο μεγάλο πλήγμα για τον Καρά Μουσταφά, αλλά οι Τούρκοι παρέδωσαν το Έστεργκομ (στις 26 Οκτωβρίου) χωρίς σχεδόν καμία απώλεια ζωής, πράγμα που ήταν όμως κι άλλη σοβαρή αναποδιά για τον Καρά Μουσταφά, τού οποίου το μέλλον φαινόταν τώρα σκοτεινό. Και πράγματι ήταν. Στραγγαλίστηκε στο Βελιγράδι στις 25 Δεκεμβρίου με εντολή τού σουλτάνου Μεχμέτ Δ’. Στις 5 Μαρτίου 1684 η Ιερά Συμμαχία επικυρώθηκε στο Λιντς, δεσμεύοντας τον αυτοκράτορα Λεοπόλδο Α’, τον βασιλιά Ιωάννη Γ’ Σομπιέσκι τής Πολωνίας και τον νεοεκλεγέντα δόγη Μαρκ’ Αντόνιο Τζουστινιάν σε πόλεμο εναντίον των Τούρκων, υπό την αιγίδα τού πάπα Ιννοκέντιου ΙΑ’.1 Η αντι-τουρκική δραστηριότητα των Ενετών στην περιοχή τής Μεσογείου θα εμπόδιζε τη συγκέντρωση των δυνάμεων τού σουλτάνου στην Κεντρική Ευρώπη. Επίσης, φυσικά, ο ενετικός στόλος στον νότο θα αποτελούσε σημαντικό συμπλήρωμα των στρατών τής Αυστρίας και τής Πολωνίας στον βορρά και η επιτυχία των Αυστριακών έδινε τώρα στους Ενετούς την ευκαιρία, την οποία περίμεναν καιρό.
Όπως το έθεσε ο φον Χάμμερ-Πούργκσταλ, ήταν η δέκατη τέταρτη σταυροφορία που κήρυσσαν οι πάπες κατά των Οθωμανών Τούρκων. Ο Φραντσέσκο Μοροζίνι είχε ονομαστεί γενικός διοικητής τού ενετικού στόλου. Έχοντας αναδυθεί από το σύννεφο που είχε πέσει πάνω του με την παράδοση τού Χάνδακα πριν δεκαπέντε περίπου χρόνια (το 1669), ο Μοροζίνι είχε θεωρηθεί πιθανός υποψήφιος για το αξίωμα τού δόγη όταν πέθανε ο Αλβίζε Κονταρίνι (στις 15 Ιανουαρίου 1684). Αλλά θα υπηρετούσε καλύτερα τη Δημοκρατία ως ναυτικός στρατιωτικός διοικητής της και έτσι εκλέχτηκε δόγης ο Μαρκ’ Αντόνιο Τζουστινιάν (στις 26 Ιανουαρίου).2 Την Τρίτη 25 Απριλίου, τη μέρα τής γιορτής τού Αγίου Μάρκου, όταν ο Τζουστινιάν συμμετείχε σε λειτουργία μαζί με τον αυτοκρατορικό πρέσβη Φραντσέσκο ντέλλα Τόρρε, έφτασε στη βασιλική αγγελιοφόρος από τη Βιέννη με την είδηση τής υπογραφής τής αντι-τουρκικής συνθήκης. Οι νέοι σύμμαχοι θα πρόσφεραν ο ένας στον άλλο κάθε δυνατή βοήθεια εναντίον τού απίστου. Τα ανακαταλαμβανόμενα εδάφη θα επιστρέφονταν στους προηγούμενους χριστιανούς ιδιοκτήτες τους. Όπως πάντοτε, οι άλλοι χριστιανοί ηγεμόνες θα προτρέπονταν να συμμετάσχουν στην αντι-τουρκική ένωση.3
Οι Ρώσοι ίσως μπορούσαν να δώσουν αποτελεσματική βοήθεια, αλλά η Μόσχα βρισκόταν σχεδόν σε χάος κατά τη διάρκεια τής περιόδου που ο Πέτρος Α’ ήταν ανήλικος και την αντιβασιλεία είχε η ετεροθαλής αδελφή του Σοφία. Επίσης η Υψηλή Πύλη κατέβαλλε κάθε δυνατή προσπάθεια για να κατευνάσει και να καθησυχάσει τούς Ρώσους. Οι Γερμανοί ηγεμόνες όμως, καθώς και ο Κόσιμο Γ’ Μέδικος, οι Ιωαννίτες Ιππότες και άλλοι, σύντομα έδειξαν την προθυμία τους να υποστηρίξουν τη χριστιανική υπόθεση εναντίον των Τούρκων, συνεισφέροντας (ή μισθώνοντας) τις υπηρεσίες των στρατιωτών και των ναυτικών τους στις πολλαπλές δυνάμεις τής Ιεράς Συμμαχίας. Στρατεύματα τής Βαυαρίας και τού Αννόβερου θα βρίσκονταν στις χριστιανικές τάξεις τόσο στην Ουγγαρία όσο και στον Μοριά. Οι Τούρκοι λοιπόν έπρεπε να αντιμετωπίσουν τούς Πολωνούς στην Ποντόλια, τούς Αυστριακούς και τούς συμμάχους τους στην Ουγγαρία και την Τρανσυλβανία και τούς Ενετούς στη Δαλματία, την ηπειρωτική Ελλάδα και τον Μοριά.
Παρά το γεγονός ότι ο Ιωάννης Γ’ Σομπιέσκι, μαζί με τον Κάρολο Ε’ τής Λωρραίνης και τούς Γερμανούς συμμάχους τους, είχαν σπάσει την τουρκική πολιορκία τής Βιέννης, ο Σομπιέσκι δεν κατάφερε να ξανακερδίσει την Ποντόλια. Όμως μετά τον θάνατό του αυτή ξαναδόθηκε στους Πολωνούς με την ειρήνη τού Κάρλοβιτς (το 1699) και παρέμεινε μέρος τής Πολωνίας μέχρι τη δεύτερη διαίρεσή της (το 1793). Ο Σομπιέσκι είχε πάρα πολλά προβλήματα στην Πολωνία ώστε να μπορεί να εκστρατεύσει με επιτυχία εναντίον των Τούρκων, οι οποίοι εύρισκαν πάντοτε ισχυρή υποστήριξη από τούς Τατάρους τής Κριμαίας. Οι αυτοκρατορικοί από την άλλη πλευρά φαίνονταν να πορεύονται από νίκη σε νίκη, παίρνοντας το Βίζεγκραντ επί τού Δούναβη ύστερα από πολιορκία πέντε ημερών (στις 18 Ιουνίου 1684) και νικώντας τούς Τούρκους κοντά στο Βάιτσεν (Βατς) στις 27 Ιουνίου. Οι αυτοκρατορικοί κατέλαβαν σύντομα το Βάιτσεν, μερικά μίλια ανατολικά τού Βίζεγκραντ. Η Άνω Ουγγαρία περνούσε σε χριστιανικά χέρια.
Στις 23 Ιουλίου (1684) ο Κάρολος Ε’ τής Λωρραίνης έγραφε στον αυτοκράτορα Λεοπόλδο για την «ένδοξη νίκη» (gloriosissima vittoria) που είχαν πετύχει οι χριστιανικές δυνάμεις κατά των Τούρκων «χτες, τη μέρα τής γιορτής τής Αγίας Μαρίας Μαγδαληνής». Έχοντας μάθει που βρισκόταν ο οθωμανικός στρατός υπό τις διαταγές κάποιου Σουλεϊμάν πασά, ο Κάρολος άφησε πίσω όλο το πεζικό του και μέρος τού ιππικού, στον βαθμό που χρειάζονταν για να συνεχίζουν την πολιορκία τής Βούδας. Με το υπόλοιπο ιππικό, χίλιους πεζούς υπό τις διαταγές τού κόμη Φραντς Καρλ φον Άουερσπεργκ και χίλιους πεντακόσιους περίπου Ούγγρους, ο Κάρολος έσπευσε να αντιμετωπίσει τον στρατό τού Σουλεϊμάν, ο οποίος είχε τότε στρατοπεδεύσει στο ύψωμα τού Έρτσι, μικρής πόλης-αγοράς επί τού Δούναβη, δεκαεννέα μίλια νότια τής Βούδας. Πορεύονταν όλη τη νύχτα. Όταν χάραξε, βρίσκονταν σε απόσταση μισής ώρας από το στρατόπεδο τού εχθρού. Οι Τούρκοι ξεπρόβαλλαν από το στρατόπεδο και οργανώνονταν για να αμυνθούν. Για τέσσερις ώρες προσπαθούσαν να υπερφαλαγγίσουν τις μονάδες τού Καρόλου, αλλά μάταια.
Τελικά, χάρη στον Θεό, ρίξαμε τον τουρκικό στρατό στη μεγαλύτερη σύγχυση καταδιώκοντάς τους και αυτό μπορεί να συγκριθεί με την απελευθέρωση τής Βιέννης, αφού όλο το στρατόπεδο τού εχθρού αφέθηκε στην κατοχή μας, όλες οι σκηνές, οι στρατώνες, οι αποσκευές, τα κανόνια, τα τρόφιμα και τα πυρομαχικά. Περισσότεροι από τέσσερις χιλιάδες Τούρκοι έχουν εξολοθρευθεί, μεγάλος αριθμός έχει τραυματιστεί και δύο χιλιάδες γενίτσαροι έχουν όλοι σκοτωθεί. Επίσης πήραμε τη μεγάλη σημαία (bandiera), την οποία ο Μεγάλος Σουλτάνος παραδίδει στους μεγάλους βεζύρηδες για να υποδηλώσει ότι διοικούν ως στρατηγοί, καθώς και το περίπτερο τού σερασκέρη (Σουλεϊμάν πασά), που ήταν διοικητής τού στρατού τους. Ο ηγεμόνας Λούντβιχ φον Μπάντεν καταδίωξε τον εχθρό με δύο συντάγματα ιππικού για δύο ώρες και απέκτησε κάποια κανόνια. Επίσης οι Ούγγροι και οι Πολωνοί τού πρίγκηπα [Τζερόμ] Λουμπομίρσκι καταδίωξαν τούς Τούρκους ακόμη μακρύτερα. Δεν βρίσκω λόγια να επαινέσω επαρκώς στην αυτοκρατορική σας μεγαλειότητα τη μεγάλη επιμονή όλου τού ιππικού σας, καθώς και εκείνη όλων των αξιωματικών σας που πήραν μέρος σε αυτή τη σύγκρουση, η νίκη στην οποία πρέπει να αποδοθεί στη Θεία του μεγαλειότητα…4
Στο Ρέγκενσμπουργκ στις 15 Αυγούστου (1684) συμφωνήθηκε τελικά συνθήκη ή μάλλον ανακωχή από απεσταλμένους τού αυτοκράτορα Λεοπόλδου Α’ και τού Λουδοβίκου ΙΔ’, η οποία επικυρώθηκε από τον τελευταίο στις Βερσαλλίες δύο βδομάδες αργότερα και την ίδια μέρα (28 Αυγούστου) από τον Λεοπόλδο στη Βιέννη.5 Όση αξία κι αν μπορούσε να έχει μακροπροθέσμως μια συνθήκη με τον Λουδοβίκο ΙΔ’, ήταν καθησυχαστική τουλάχιστον προς το παρόν και ο Κάρολος Ε’ τής Λωρραίνης συνέχιζε την αυτοκρατορική εκστρατεία εναντίον των Τούρκων. Όμως, παρά τις πρόσφατες νίκες του, δεν μπόρεσε να καταλάβει τη Βούδα (Όφεν) στα τέλη καλοκαιριού και στις αρχές φθινοπώρου τού 1684. Παρ’ όλα αυτά άλλη μια χρονιά βρισκόταν μπροστά.
Από τότε που ο δόγης και η Γερουσία ανακάλεσαν τον Τζιοβανμπαττίστα Ντονά από τη θέση τού βαΐλου στην Ισταμπούλ (το 1683), δεν θα υπήρχε Ενετός βαΐλος στον Βόσπορο για τα επόμενα δεκαεπτά χρόνια. Οι γνώσεις μας για το τι συνέβαινε στους δρόμους και πίσω από τις σκηνές στη λεγόμενη Υψηλή Πύλη εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τις αναφορές που έστελναν οι βαΐλοι στη Σινιορία. Όμως η έλλειψη βαΐλων δεν σήμαινε έλλειψη ειδήσεων. Άλλοι απεσταλμένοι, σπάνια τόσο καλά ενημερωμένοι όσο οι Ενετοί βαΐλοι και δραγουμάνοι, έστελναν αναφορές στην πατρίδα στις κυβερνήσεις τους, με πληροφορίες συχνά τόσο πολύτιμες, όσο και ενδιαφέρουσες. Έτσι, ένα χρόνο μετά την αποτυχία τής τουρκικής πολιορκίας τής Βιέννης, ο λόρδος Τζέημς Τσάντος, ο Άγγλος πρεσβευτής στην Πύλη, έστελνε στον Άγγλο υπουργό εξωτερικών μακροσκελή περιγραφή (από το Πέρα στις 3 Σεπτεμβρίου 1684) των συνθηκών στην Ισταμπούλ και σε άλλα μέρη τής Οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Για τον σουλτάνο Μεχμέτ Δ’ ο Τσάντος έκανε σχεδόν τις ίδιες παρατηρήσεις με άλλους κυβερνητικούς εκπροσώπους και ταξιδιώτες στην Ισταμπούλ:
Αυτός ο Μεγάλος Άρχοντας, ανεβαίνοντας σχεδόν στα σπάργανα στον θρόνο τής αυτοκρατορίας ύστερα από τον βίαιο θάνατο τού πατέρα του (Ιμπραήμ), ανατράφηκε από τότε και καθοδηγήθηκε με κάθε είδους θηλυπρέπεια, τόσο πολύ ώστε να μην τον ευχαριστεί τίποτε περισσότερο από το χαρέμι του, δηλαδή η συντροφιά των γυναικών και το κυνήγι όπως το αποκαλούν, ενώ όλοι οι μεγάλοι τού βεζύρηδες (σαν να λέμε οι δήμαρχοι τού Παλατιού) είχαν την πανουργία να τον κρατούν στη μεγαλύτερη άγνοια όλων των σημαντικών του υποθέσεων. … Ο νέος τού βεζύρης Αζέμ ήταν για σαράντα περίπου μέρες (ή μάλλον έκανε ότι ήταν) άρρωστος και ετοιμοθάνατος, αλλά τώρα, βγάζοντας τη μάσκα, εμφανίζεται να έχει διαφύγει από όλους τούς κινδύνους. Αυτό που τον πανικόβαλε ήταν η εξέγερση 4.000 σεφφερλή, οι οποίοι, θέλοντας την αμοιβή τους, δεν απαιτούσαν για ικανοποίηση τίποτε λιγότερο από το κεφάλι τού βεζύρη, αλλά κατευνάστηκαν πάλι με 25 δολλάρια το άτομο…
Οι Τούρκοι είχαν ακούσει τόσα πολλά άσχημα νέα,
που (ο σουλτάνος) έχει πια χάσει την υπομονή του με αυτά. Μάλιστα εδώ, ύστερα από τη μεγάλη τους ήττα μπροστά στη Βιέννη, έχουν σχεδόν αποκαρδιωθεί, ενώ η μοίρα τους και η συμπεριφορά τους γίνεται κάθε μέρα και πιο αδύναμη σε τέτοιο βαθμό, ώστε να βρίσκεται τώρα αυτή η αυτοκρατορία στην πιο ετοιμόρροπη και καταστροφική κατάσταση που μπορεί ενδεχομένως να φανταστεί κανείς.
Ο Τσάντος δυσκολευόταν να εφοδιάσει τον Άγγλο υπουργό εξωτερικών με λεπτομερή καταγραφή για
τις πολλές μικρές και μεγάλες νίκες που έχουν πετύχει οι Γερμανοί επί των Τούρκων και οι Πολωνοί επί των Τούρκων και των Τατάρων, καθώς και για τα πολλά μέρη που έχουν πάρει από αυτούς οι μεν και οι δε, όπως και για τη μεγάλη λεηλασία και καταστροφή τους από τούς Ενετούς στον Μοριά και σε πολλά σημαντικά νησιά. … Σε γενικές γραμμές σάς διαβεβαιώνω ότι δεν έχω ακούσει ότι οι χριστιανοί δεν έχουν μπορέσει να είναι νικηφόροι σε οποιαδήποτε προσπάθειά τους ή σύγκρουση με τούς Τούρκους…
Οι Τούρκοι ήσαν πράγματι σε κακή κατάσταση, επειδή
τώρα (στις αρχές Σεπτεμβρίου 1684) οι Γερμανοί πολιορκούν τη Βούδα με ισχυρό στρατό, οι Πολωνοί το Κάμινιετς (Κάμενετς-Ποντόλσκι, κάποτε πρωτεύουσα τής Ποντόλια), όντας και οι δύο κυρίαρχοι στο πεδίο και έτσι θέλουν να συνεχίσουν … γιατί οι Τούρκοι δεν έχουν πουθενά σώμα ανδρών ικανό να τούς κοιτάξει στο πρόσωπο, ούτε είναι δυνατό να το θεραπεύσουν αυτό οι Τούρκοι, γιατί πριν μπορέσουν να συγκεντρώσουν άνδρες και να τούς ενώσουν, θα τελειώσει το καλοκαίρι κι έτσι κατά πάσα πιθανότητα η Βούδα και το Κάμινιετς θα πέσουν στα χέρια των χριστιανών, με αποτέλεσμα που δεν θα είναι μικρότερο από το πέρασμα ολόκληρου τού βασιλείου τής Ουγγαρίας στην αυτοκρατορική του μεγαλειότητα και από την ανάκτηση τού μεγαλύτερου μέρους τού βασιλείου τής Πολωνίας από εκείνο τον βασιλιά, με την προσθήκη τής Μολδαβίας και τής Βλαχίας κλπ. Και όμως οι Τούρκοι αγωνίζονται όσο μπορούν για να αποτρέψουν αυτές τις ατυχίες, ενώ ο Μεγάλος Άρχοντας κάνει τώρα αυτό που δεν έκανε ποτέ κανένας Μεγάλος Άρχοντας πριν από αυτόν, πιέζοντας τούς άνδρες με σχοινί, κρεμώντας αμέσως όσους αρνούνται να τον υπηρετήσουν στους πολέμους του, ενώ από την άλλη έχει διπλασιάσει την αμοιβή των γενιτσάρων και των σπαχήδων του, αλλά μάταια, γιατί οι άνδρες του είναι τόσο τρομοκρατημένοι και απογοητευμένοι, που τρέπονται σε φυγή από τον πόλεμο τόσο γρήγορα όσο οδηγούνται σε αυτόν, αν και ο θάνατος είναι η τιμωρία για εκείνους που τρέπονται σε φυγή από τις τάξεις τους.
Ο Τσάντος γνώριζε όμως καλά ότι ο πόλεμος τής Ιεράς Συμμαχίας δεν περιοριζόταν στη στεριά, επειδή
οι Ενετοί κατανικούν τούς Τούρκους πιο οδυνηρά στη θάλασσα, εκθέτοντας την αδύνατη και τυφλή πλευρά τους σε όλο τον κόσμο με τον ισχυρό τους στόλο, γιατί η αλήθεια είναι ότι οι Τούρκοι είναι τόσο καταφρονητέα αδύνατοι στη θάλασσα, που δεν έχουν ούτε δέκα γαλεάσες να βάλουν στη θάλασσα για να τούς βοηθήσουν, ούτε ναυτικούς για να επανδρώσουν δύο από τις γαλεάσες τους. Κι έτσι οι Ενετοί είναι κύριοι τής θάλασσας και ελεύθεροι να επιχειρούν σε όποια νησιά τούς αρέσει. Ολόκληρη η προσπάθεια των Τούρκων σε αυτή την περίπτωση είναι να έχουν πενήντα ή εξήντα ελαφρές, ευκίνητες γαλέρες, που θα υπερφαλαγγίζουν τις γαλέρες των Ενετών, με τις οποίες εκείνοι πετούν και κλέβουν προμήθειες από όποια μέρη θεωρούν κατάλληλα.
Κλείνοντας την αναφορά του, ο Τσάντος προσπαθούσε να κοιτάξει προς το μέλλον και να αξιολογήσει το πεπρωμένο (κισμέτ) των Οθωμανών στην Ευρώπη:
Η γνώμη μου είναι ότι ο Μεγάλος Άρχοντας θα προσπαθήσει όσο περισσότερο μπορεί για ειρήνη με τούς χριστιανούς και για να μην αποτύχει θα την αγοράσει με μεγάλες παραχωρήσεις και πολλά χρήματα, αλλά αν δεν μπορέσει να το πετύχει, τότε θα οδηγήσει το επόμενο καλοκαίρι στο πεδίο τής μάχης όλη τη δύναμη και την ισχύ που θα μπορέσει να συγκεντρώσει, προσπαθώντας να τούς αντιμετωπίσει όλους. Αν πετύχει, θα ανακτήσει όλα όσα έχασε τα δύο αυτά χρόνια. Αν αποτύχει, τότε θα χαθούν οριστικά όλα όσα έχει στην Ευρώπη και θα προσπαθήσει εδώ να αγωνιστεί για τα υπόλοιπα.6
Ο πόλεμος είχε τα ανεβοκατεβάσματά του. Για τούς Τούρκους υπήρχαν ως επί το πλείστον κατεβάσματα. Ανέκτησαν όντως το Βάιτσεν (Βατς), αλλά οι αυτοκρατορικοί υπό τον Κάρολο τής Λωρραίνης, με στρατεύματα από την Πολωνία, τη Βαυαρία, το Αννόβερο, την Φρανκονία και άλλα μέρη τής Γερμανίας, διέσπασαν την τουρκική πολιορκία τού Έστεργκομ (Γκραν) στις 16 Αυγούστου 1685. Τρεις ημέρες αργότερα οι χριστιανοί εισέβαλαν στην οχυρωμένη πόλη Νόβε Ζάμκυ (Νοϊχάουζελ), όπου έσφαξαν την τουρκική φρουρά.7 Η χριστιανική επιτυχία στο Νόβε Ζάμκυ γιορτάστηκε σε όλη την Ευρώπη. Οι αυτοκρατορικές δυνάμεις έκαναν επίσης ανεπανόρθωτη ζημιά στους Τούρκους στα Κροατικά σύνορα. Η επιτυχία τους στην Άνω Ουγγαρία ήταν τέτοια, που οι Τούρκοι εγκατέλειψαν πολλά στρατηγικά σημεία, μεταξύ των οποίων το Βάιτσεν, στο οποίο έβαζαν τώρα φωτιά. Ενώ επιδίωκαν να αφοπλίσουν τούς Ρώσους με κάθε τρόπο, οι Τούρκοι στρέφονταν για υποστήριξη στους παλαιούς τους φίλους, τούς Γάλλους.
Στον πρεσβευτή τού Λουδοβίκου ΙΔ’ στην Πύλη, στον κύριο ντε Γκιγιεράγκ,8 είχε τελικά απονεμηθεί η «τιμή τού καναπέ», πράγμα που σήμαινε ότι, όταν τον υποδεχόταν ο μεγάλος βεζύρης, μπορούσε να καθίσει μαζί του στο υπερυψωμένο δάπεδο ή ντιβάνι και να μην τοποθετείται σε χαμηλότερο επίπεδο από τον καναπέ τον βεζύρη, ταπείνωση την οποία ο Καρά Μουσταφά πασάς είχε επιβάλει στον προκάτοχο τού Γκιγιεράγκ, τον κύριο ντε Νουαντέλ.9 Λίγο πριν από τον θάνατό του ο Γκιγιεράγκ εξασφάλισε επίσης πρεσβευτική απαλλαγή από τελωνειακούς δασμούς. Στους Γάλλους προσφερόταν κάποια υπεράσπιση κατά των κουρσάρων τής Μπαρμπαριάς, καθώς και βοήθεια για την ανάκτηση αγαθών που είχαν κατασχεθεί από εκείνους. Μεταξύ άλλων παραχωρήσεων που χορηγήθηκαν από την Πύλη, ο Λουδοβίκος ΙΔ’ αναγνωριζόταν ως προστάτης των Αγίων Τόπων στην Παλαιστίνη.
Οι Τούρκοι αντιμετώπιζαν προσεκτικά τούς Ρώσους. Ήθελαν ειρήνη και τη χρειάζονταν. Όταν όμως, μετά την πτώση τού Νόβε Ζάμκυ, ο σερασκέρης Ιμπραήμ έστειλε τον απεσταλμένο τού Αχμέτ Τσελεμπή στον αυτοκρατορικό διοικητή Κάρολο τής Λωρραίνης με ανοίγματα για ειρήνη, στα οποία ο Κάρολος δεν απαντούσε, ο Ιμπραήμ εκτελέστηκε στο Βελιγράδι για προδοσία. Ο διάδοχος τού Καρά Μουσταφά ως μεγάλος βεζύρης, ο Καρά Ιμπραήμ, ο οποίος ήταν τόσο αναποτελεσματικός, όσο ήταν «μαύρος», έχασε με τη σειρά του το αξίωμα και εξορίστηκε στο νησί τής Ρόδου, όπου θανατώθηκε τον Δεκέμβριο τού 1685. Ο επόμενος μεγάλος βεζύρης και σερασκέρης, ο Βόσνιος Σουλεϊμάν πασάς, που δεν ήταν ικανότερος από τούς άμεσους προκατόχους του, ξεκινούσε τώρα με πονηρούς τρόπους να προσπαθήσει να διορθώσει τα στρατιωτικά, οικονομικά, διπλωματικά και πολιτικά σφάλματα των δύο Καρά.
Τον Μάιο τού 1686 ο Σουλεϊμάν πασάς ξεκίνησε και πάλι για την Ουγγαρία, για να αναλάβει τη διοίκηση των φοβισμένων οθωμανικών δυνάμεων. Έστειλε επείγοντα μηνύματα στον χάνο των Τατάρων, που δεν είχε ακόμη εμφανιστεί για την τρέχουσα εκστρατεία, καθώς και στους πασάδες τής Τέμεσβαρ (Τιμισοάρα), τού Σεκεσφέχερβαρ (Στουλβάισσενμπουργκ) και τού Όσιγιεκ (Έσσεγκ). Παρά τις υποτιθέμενες προσπάθειές του να αναδιοργανώσει τα διάφορα τμήματα των τουρκικών στρατευμάτων στην Ουγγαρία, οι απόπειρές του να διασπάσει την έντεκα εβδομάδων πολιορκία τής Βούδας από τούς αυτοκρατορικούς (από τις 18 Ιουνίου μέχρι τις 2 Σεπτεμβρίου 1686) υπήρξαν εντελώς μάταιες. Ο Κάρολος τής Λωρραίνης, ο νεαρός εκλέκτορας Μαξ Εμμάνουελ τής Βαυαρίας και άλλοι χριστιανοί προύχοντες που ήσαν παρόντες στην πολιορκία, ήσαν αποφασισμένοι να καταλάβουν τη Βούδα, το «κλειδί για την Οθωμανική αυτοκρατορία», πράγμα που πέτυχαν με μακρά νύχτα λεηλασίας και σφαγής. Οι Τούρκοι είχαν στην κατοχή τους τη Βούδα για ενάμιση σχεδόν αιώνα. Σίγουρα φαινόταν να αρχίζει νέα εποχή στην Ανατολική-Κεντρική Ευρώπη.10
Παρά τη μακρά κατοχή τής Βούδας από τούς Τούρκους, δεν υπάρχει σήμερα κανένα σχεδόν αποδεικτικό στοιχείο στους δρόμους και τις πλατείες τής πόλης, που να βεβαιώνει την παρουσία τους. Υπάρχει όμως μια αξιοσημείωτη εξαίρεση, δηλαδή ο μικρός τάφος (τουρμπέ) τού Γκιούλμπαμπα, διάσημου μέλους τού Τάγματος επαιτών των Μπεκτασί, ο οποίος λέγεται ότι έχασε τη ζωή του στη Βούδα στις 2 Σεπτεμβρίου 1541, την ίδια μέρα που ο Σουλεϊμάν εισερχόταν θριαμβευτικά στην πόλη.11 Ο τάφος τού Γκιούλμπαμπα βρίσκεται τώρα σε μικρό κήπο στη νοτιοανατολική πλαγιά τού Λόφου των Ρόδων (Rózsadomb). Χτίστηκε μεταξύ 1543 και 1548 και ανακαινίστηκε πλήρως το 1962. Προφανώς κάθε Τούρκος που έρχεται σήμερα στη Βουδαπέστη επισκέπτεται τον τάφο τού Γκιούλμπαμπα, τον οποίο λέγεται ότι ο Σουλεϊμάν είχε αποκαλέσει «φρουρό τής Βούδας».
Το Σεκεσφέχερβαρ (Στουλβάισσενμπουργκ) πάρθηκε επίσης από τούς Τούρκους. Αυτό συνέβη στα μέσα Μαΐου 1688, όπως καταγράφεται σε επιγραφή (Alba Regalis reeuperata 9/19 Mai 1688) στο κέντρο τής πόλης, σε είσοδο προς εκείνο που ήταν το παλαιό τείχος, στην «Οδό Λαϊκής Δημοκρατίας» (Népköztársaság Útja), πίσω από το οποίο βρίσκονται τα εκτεταμένα ερείπια τής αρχαίας Ρωμαϊκής Άλμπα Ρέγκια. Ένα σιντριβάνι με τις χρονολογίες 1001, 1688 και 1938 στην «Πλατεία Ελευθερίας» (Szabadság Tér) στέκεται εκεί σε ανάμνηση τού Αγίου Στεφάνου και των ανανεώσεων τής ελευθερίας τής πόλης. Άλλη μεγάλη πλάκα σε τοίχο φέρει τις χρονολογίες 1543-1688, δηλαδή την περίοδο τής Τουρκοκρατίας στο Σεκεσφέχερβαρ.12 Όντας από τις παλαιότερες και σημαντικότερες πόλεις στην Ουγγαρία, βρισκόταν στο σταυροδρόμι τού δυτικού τμήματος τού βασιλείου, όπως φαίνεται σήμερα με εντυπωσιακό τρόπο στο μεγάλο τοπογραφικό σχεδιάγραμμα στο Στρατιωτικό Μουσείο στον Λόφο τού Κάστρου στη Βουδαπέστη. Ναι, υπάρχουν υπενθυμίσεις των Τούρκων στη σημερινή Ουγγαρία.
Οι Ενετοί κρατούνταν καλά ενημερωμένοι με συχνές αναφορές από τη Ραγούσα (Ντουμπρόβνικ). Οι ειδοποιήσεις (avvisi) αυτές, ασυνήθιστες και αποσπασματικές όπως ήσαν κάποιες φορές, αντανακλούσαν τις τρέχουσες ειδήσεις, πάνω στις οποίες έπρεπε μερικές φορές να βασίζουν τις αποφάσεις τους τόσο η αυτοκρατορική κυβέρνηση όσο και η Ενετική Σινιορία. Επίσης αυτές οι ειδοποιήσεις (avvisi) δεν έχουν ποτέ δημοσιευτεί, και (όσο ξέρω) δεν φαίνεται να έχουν ποτέ χρησιμοποιηθεί. Σε κάθε περίπτωση η Ενετική Γερουσία τις θεωρούσε αρκετά σημαντικές, αφού τις συμπεριλάμβανε στα επίσημα αρχεία της. Έτσι επιστολές από τη Ραγούσα με ημερομηνία 26 Οκτωβρίου 1686, που έφτασαν προφανώς στη Βενετία στις 13 Νοεμβρίου ή λίγο πριν, έφερναν την είδηση ότι ολόκληρες οικογένειες Τούρκων έφευγαν από το Βελιγράδι, παίρνοντας μαζί τους τα πιο πολύτιμα υπάρχοντά τους σε βάρκες που κατέβαιναν τον Δούναβη. Βασίλευε τρόμος μεταξύ των Τούρκων στη Βοσνία και την Ερζεγοβίνη. Ο αγγελιοφόρος τον οποίο είχε στείλει στον σουλτάνο Μεχμέτ Δ’ ο μεγάλος βεζύρης Σουλεϊμάν πασάς «με τα νέα τής πτώσης τής Βούδας» (con la nuova della caduta di Buda) είχε επιστρέψει με διάταγμα (χατισερίφ), που έδινε εντολή στον Σουλεϊμάν να «κρατηθεί σε ό, τι απομένει». Σύμφωνα με τις επιστολές από τη Ραγούσα, ο σουλτάνος είχε απαλλάξει από τα καθήκοντά του τον μεγάλο μουφτή, που είχε δώσει στον Καρά Μουσταφά πασά τον φετβά ή άδεια να επιτεθεί στον Χριστιανό αυτοκράτορα, «σε αντίθεση με τη διάταξη τής νομοθεσίας τους, αφού εκείνος είχε ζητήσει ειρήνη».13
Οι Ραγουσαίοι ζούσαν στο χείλος τού γκρεμού. Οι Τούρκοι μπορούσαν εύκολα να τούς σπρώξουν να πέσουν, αλλά δεν το έκαναν ποτέ. Η Πύλη προτιμούσε τον ετήσιο φόρο και τις διάφορες επιβαρύνσεις που επέβαλλε στους Ραγουσαίους (σε όχι αραιά χρονικά διαστήματα), παρά την κατοχή άλλης μιας μισοπεθαμένης πόλης σαν τις πολλές που είχαν. Παρά το γεγονός ότι ήσαν ανταγωνιστές στις εμπορικές αποθήκες τής Ανατολικής Μεσογείου, οι Ενετοί και οι Ραγουσαίοι είχαν διατηρήσει γενικά φιλικές σχέσεις. Ο φόβος των Τούρκων τούς είχε βοηθήσει να κρατηθούν σε μεταξύ τους ειρήνη. Οι Ραγουσαίοι ενθουσιάζονταν με τις νίκες των αυτοκρατορικών στην Ουγγαρία και με εκείνες των Ενετών στον Μοριά. Αν, θεωρητικά, οι Ενετοί μπορούσαν να καθαρίσουν την Αδριατική από τούς Τούρκους και τούς κουρσάρους τής Μπαρμπαριάς, η ζωή και το εμπόριο τής Ραγούσας θα μπορούσε να ξεκινήσει από την αρχή. Σε επιστολές τού Ιουλίου 1686 ο πολιτικός διοικητής και οι σύμβουλοι τής Ραγούσας έδιναν εύγλωττη έκφραση τής αφοσίωσής τους στη Βενετία και των μεγάλων τους ελπίδων για τη συνέχιση των επιτυχιών τής Ιεράς Συμμαχίας «με ένδοξες επιχειρήσεις εναντίον τού κοινού εχθρού» (con gloriose imprese contro il commune nemico).14
Αντιμετωπίζοντας αποτυχίες παντού στην Ουγγαρία και στον Μοριά, οι Τούρκοι είχαν ήδη καταφύγει σε διάφορους υπόγειους τρόπους επιδίωξης τής ειρήνης. Αν μπορούσαν να σταματήσουν την ιδιαίτερη προώθηση τού Μοροζίνι στον Μοριά και στην ηπειρωτική Ελλάδα, γιατί στο παρελθόν οι Ενετοί ενδιαφέρονταν συνήθως για την ειρήνη και το εμπόριο με την Πύλη, θα μπορούσαν να επικεντρωθούν στην αποκατάσταση των απωλειών τους στην Ουγγαρία. Αυτό φαίνεται να βρίσκεται πίσω από επιστολή, που στάλθηκε στον Ενετό ευγενή (και κάποτε βαΐλο) Τζιοβανμπαττίστα Ντονά από έμπιστο στην τουρκική συμπρωτεύουσα τής Αδριανούπολης (Εντίρνε). Η επιστολή χρονολογείται από νωρίς, από τις 3 Μαρτίου 1685. Το περιεχόμενό της ήταν αρκετά σοβαρό και τέθηκε υπόψη τής Γερουσίας, η οποία κατεύθυνε τον Ντονά, να μην πει τίποτε περισσότερο στην απάντησή του, εκτός από το ότι «Έλαβα την επιστολή σας τής 3ης τού περασμένου Μαρτίου και αφού μελέτησα το περιεχόμενό της, πρέπει να σάς πω ότι επειδή από τούς νόμους αυτής τής κυβέρνησης απαγορεύεται σε ιδιώτες να αναμιγνύονται σε αυτές τις υποθέσεις και να συνεχίζουν τέτοιες επικοινωνίες, δεν θα απαντήσω σε επόμενες επιστολές, αν φτάσουν σε μένα. Πρέπει να σάς το κάνω αυτό γνωστό και σάς εύχομαι να είστε καλά».15
Στις 18 Ιουλίου (1686) η Ενετική Γερουσία ψήφισε πρόταση, προετοιμασμένη ως συνήθως στο Κολλέγιο, να ζητήσει από τις κεφαλές (Capi) τού συμβουλίου των Δέκα να γίνει σωστή πρόβλεψη στη Βενετία για τον νεαρό Αντόνιο Ολιβιέρι, «λόγω τής μακροχρόνιας υπηρεσίας που είχε προσφέρει ο πατέρας του ως διερμηνέας τής τουρκικής γλώσσας στην Ισταμπούλ». Ο Αντόνιο, ο οποίος ήταν ο ίδιος ικανός στα τουρκικά (ήταν giovine di lingua), είχε επίσης υπάρξει πιστός υπηρέτης τού κράτους και βρισκόταν τώρα στην Βενετία «για τις επιτυχίες τού παρόντος πολέμου» (per li successi della guerra presente). Όμως σε εύθετο χρόνο θα επέστρεφε πιθανώς στον Βόσπορο, για να υπηρετήσει τη Βενετία στην Πύλη.16
Όχι ακόμη όμως, γιατί ο πόλεμος συνεχιζόταν, προς συνεχιζόμενη χαρά και έκπληξη τής Χριστιανοσύνης. Μετά την απόκτηση τής Βούδας από τούς αυτοκρατορικούς, εκείνοι προχώρησαν να καταλάβουν τη Σιμοντόρνυα στη δυτική-κεντρική Ουγγαρία και, πράγμα που ήταν πιο σημαντικό, το Σίκλος και το Φυνφκίρχεν (Πετς) στον νότο. Το Σέγκεντ, επίσης στη νότια Ουγγαρία, στη συμβολή των ποταμών Τάις (Τίσα) και Μάρος (Μούρες), υπέκυψε στη δύναμη των χριστιανικών όπλων ύστερα από πολιορκία τριών περίπου εβδομάδων. Ο μεγάλος βεζύρης Σουλεϊμάν πασάς ανέλαβε χειμερινό κατάλυμα στο Βελιγράδι και ο διοικητής των Τατάρων στο Τέμεσβαρ, εβδομηνταπέντε περίπου μίλια βορειοανατολικά τού καταυλισμού τού Σουλεϊμάν. Καθώς οι χριστιανοί δεν έδειχναν ενδιαφέρον για τις βολιδοσκοπήσεις τού Σουλεϊμάν προς τον Χέρμαν, τον μαργράβο τού Μπάντεν, πρόεδρο τού αυτοκρατορικού πολεμικού συμβουλίου (Hofkriegsrat), οι Τούρκοι άρχιζαν προετοιμασίες μεγάλης κλίμακας για συνέχιση τού πολέμου το 1687.17
Την 1η Μαρτίου (1687) ή λίγο πριν, σκάφος τής Ραγούσας, μια μαρτσιλιάνα, έφερε στη Βενετία επιστολές από την Ισταμπούλ γραμμένες στις 8 τού προηγούμενου Ιανουαρίου. Μόλις έφτασαν οι επιστολές, ο γραμματέας τού Ραγουσαίου απεσταλμένου στη Σινιορία τις έφερε στην πόρτα τής Αίθουσας τού Κολλέγιου στο Παλάτι των Δόγηδων. Οι επιστολές αυτές επιβεβαίωναν τις αναφορές που είχαν ήδη φτάσει στη Βενετία για εξέγερση στην Ισταμπούλ κατά τού σουλτάνου Μεχμέτ Δ’ και τού κιζλάραγα ή αρχηγού των μαύρων ευνούχων. Οι στασιαστές ζητούσαν επίμονα τις ζωές και των δύο, ως συνέπεια τού φετβά τού μεγάλου μουφτή, που επέπληττε τον σουλτάνο για την απώλεια των πιο σημαντικών φρουρίων τής Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Ο μεγάλος μουφτής επέπληττε επίσης τον Μεχμέτ για το γεγονός ότι ήταν εξ ολοκλήρου αφιερωμένος στις απολαύσεις τού κυνηγιού. Επέπληττε τον κιζλάραγα επειδή περνούσε τον καιρό του συσσωρεύοντας θησαυρούς, ενώ άφηνε τα συμφέροντα τής Οθωμανικής μοναρχίας να ολισθαίνουν προς την καταστροφή. Δεν είναι όμως σαφές τι ακριβώς μπορούσε να κάνει ο κιζλάραγας σε μια κοινωνία, στην οποία κυριαρχούσαν τότε μεγάλοι βεζύρηδες, πασάδες, αγάδες των γενιτσάρων και άλλες στρατιωτικές προσωπικότητες στην Πύλη.
Λεγόταν ότι ο Μεγάλος Άρχοντας προσπαθούσε να αποφύγει τον επικείμενο κίνδυνο και είχε ορκιστεί να εγκαταλείψει το μάταιο άθλημα τού κυνηγιού. Για να διαβεβαιώσει τούς ανθρώπους για τις καλές του προθέσεις, ο Μεχμέτ είχε βάλει να σκοτώσουν όλα τα σκυλιά του και είχε δώσει τις απαραίτητες εντολές για συγκέντρωση στρατευμάτων σε όλη την τουρκική επικράτεια στην Ευρώπη (in tutta Rumelia). Για να σώσει το τομάρι του ο κιζλάραγας έκανε επίδειξη συνεισφοράς όλων των διαθέσιμων πόρων του για να βοηθήσει στην κάλυψη τού κόστους τού πολέμου, «ενώ έχει στείλει ανθρώπους στην Ανατολία να συγκεντρώσουν στρατεύματα».
Οι άνθρωποι στην Ισταμπούλ είχαν γράψει στον Μουσταφά Κιοπρουλού πασά, τον γιο τού παλαιού σκληροτράχηλου μεγάλου βεζύρη Μεχμέτ (1656-1661) και αδελφό τού έμπειρου διαδόχου εκείνου, τού Αχμέτ. Ο Μουσταφά υπηρετούσε τότε ως σερασκέρης στα Δαρδανέλλια. Ο λαός ήθελε να έρθει στην Ισταμπούλ για να αναλάβει τα ηνία τής κυβέρνησης, αλλά καθώς η επιστολή τους δεν έφερε σφραγίδα τού σουλτάνου (reggio sigillo), τούς απάντησε με παραινέσεις να ηρεμήσουν. Τον κατάλληλο χρόνο θα ερχόταν σίγουρα, έλεγε, αλλά έπρεπε να παραμένουν εντός των ορίων τής υπακοής στο κράτος και των περιορισμών τού νόμου.
Αναφερόταν επίσης ότι ο αγγελιοφόρος που είχε σταλεί από τον Μεγάλο Άρχοντα στον Σουλεϊμάν Α’, τον σάχη τής Περσίας, έφερε πίσω το μήνυμα ότι «όταν τού επιστρεφόταν η Βαβυλώνα, θα μπορούσε να παρακινηθεί να τον βοηθήσει, αλλά ότι σε αντίθετη περίπτωση, όταν τελείωνε ο πόλεμος με τούς χριστιανούς, στόχος του θα ήταν να πάρει πίσω αυτό το φρούριο, που ανήκε από παλιά στην επικράτειά του». Οι Τούρκοι βυθίζονταν σε θάλασσα προβλημάτων. Παρά το γεγονός ότι φαίνονταν να ετοιμάζουν «μεγάλες εθνοφυλακές» (militie grandi) για την επερχόμενη εκστρατεία, «δεν φαίνονταν προμήθειες στον ορίζοντα» (non si vedevano provisione di vettovaglia). Ο μεγάλος βεζύρης Σουλεϊμάν πασάς βάσιζε τις ελπίδες του σε μεγάλο βαθμό στη βοήθεια των Τατάρων. Είχε στείλει έναν από τούς δερβίσηδές του στον μεγάλο χάνο, για να τον πείσει να κάνει κάθε δυνατή προσπάθεια να συγκεντρώσει στρατεύματα και να προωθηθεί μαζί τους γρήγορα.18
Ο Ραγουσαίος απεσταλμένος στη Βενετία κρατούσε τη Σινιορία ενήμερη για ό,τι συνέβαινε μεταξύ των Τούρκων. Παρά το γεγονός ότι οι Ραγουσαίοι υπερηφανεύονταν για την ανεξαρτησία τους, την οποία διατηρούσαν επιδέξια για αιώνες, ήσαν σχεδόν υπήκοοι τής Πύλης και ήσαν πάντοτε γνώστες των τουρκικών υποθέσεων. Ήξεραν τι συνέβαινε στο Βελιγράδι καθώς και στην Ισταμπούλ. Στις 29 Μαρτίου (1687) ή λίγο πριν, ο Ραγουσαίος απεσταλμένος παρέδωσε στο ενετικό Κολλέγιο επιστολές σταλμένες από την έδρα τού μεγάλου βεζύρη Σουλεϊμάν πασά στο Βελιγράδι. Οι επιστολές είχαν ημερομηνία 23 Φεβρουαρίου και έφερναν την είδηση, ότι πριν από δύο βδομάδες (στις 10 Φεβρουαρίου) κάποιος Μεχμέτ αγάς, τον οποίο ο Σουλεϊμάν είχε προσπαθήσει να στείλει στην αυλή των Αψβούργων με προτάσεις για ειρήνη, είχε μόλις επιστρέψει στο Βελιγράδι.
Ο Σουλεϊμάν απεύθυνε τις επιστολές του προς τον αυτοκράτορα Λεοπόλδο Α’ και παρά το γεγονός ότι ο Μεχμέτ αγάς είχε γίνει ευγενικά δεκτός από τον αυτοκρατορικό στρατηγό Ντόνατ Γιόχαν Χάισσλερ στο Ντομπρότσιεν (Γκούττενταγκ) στην Άνω Σιλεσία και από τον συνάδελφό τού Αντόνιο Καράφα στο Έπεριες (Πρέσοβ) στην ανατολική Σλοβακία, δεν τού επιτράπηκε να συνεχίσει προς Βιέννη. Καθώς οι επιστολές που μετέφερε ο Μεχμέτ δεν είχαν γραφτεί από τον Μεγάλο Άρχοντα, ο Καράφα τον ενημέρωνε ότι δεν μπορούσε να τις μεταφέρει στην αυτοκρατορική αυλή. Όμως, στον βαθμό που ήταν ο μεγάλος βεζύρης εκείνος που είχε στείλει τον Μεχμέτ, ο τελευταίος μπορούσε να συζητήσει την αποστολή του με τον Καράφα, «σαν να τη συζητούσε με τον βεζύρη τής αυτοκρατορικής του μεγαλειότητας».
Έχοντας παραδώσει στον Καράφα τις επιστολές τού μεγάλου βεζύρη, ο Μεχμέτ αγάς είχε υποχρεωθεί να περιμένει απάντηση. Στο μεταξύ ο μεγάλος βεζύρης είχε στείλει άλλες επιστολές από κάπου κάτω από το «Βαραντίνο» (Γκροσβαρντάιν, Ναγκυβάραντ, τώρα Οράντεα). Απαντώντας στα τουρκικά ανοίγματα ο Καράφα ενημέρωνε τον Μεχμέτ ότι αν οι Τούρκοι λαχταρούσαν ειρήνη, ο Μεγάλος Άρχοντας έπρεπε να γράψει ο ίδιος στον αυτοκράτορα Λεοπόλδο και να βάλει ένα πασά να μεταφέρει τις επιστολές του απευθείας από την Πύλη στη Βιέννη. Οι επιστολές αυτές έπρεπε να υπογράφονται από τον μεγάλο βεζύρη, τον αγά των γενιτσάρων, τον αγά των σπαχήδων (σπαχιλάρ αγασί) και τούς άλλους στρατιωτικούς διοικητές, ενώ στη συνέχεια θα ήταν δυνατό να ξεκινήσουν οι διαπραγματεύσεις συνθηκών ειρήνης.
Οι αυτοκρατορικές επιστολές, τις οποίες ο Μεχμέτ αγάς έπαιρνε πίσω στον μεγάλο βεζύρη Σουλεϊμάν πασά, φαινόταν απίθανο να οδηγήσουν σε παύση των εχθροπραξιών.
Απαιτούσαν ότι «αν οι Τούρκοι ήθελαν ειρήνη, έπρεπε να παραδώσουν στον αυτοκράτορα όλα τα φρούρια στο βασίλειο τής Ουγγαρίας, το φρούριο τού Κάμενετς-Ποντόλσκι στον βασιλιά Ιωάννη Σομπιέσκι μαζί με ολόκληρη την επαρχία τής Ποντόλια και το βασίλειο τού Χάνδακα στην γαληνοτάτη Δημοκρατία τής Βενετίας».
Λέγεται ότι ο μεγάλος βεζύρης κάλεσε τον αγά των γενιτσάρων, τον αγά των σπαχήδων και άλλους διοικητές σε συνεδρίαση τού πολεμικού συμβουλίου. Προφανώς όλοι συμφώνησαν (con voti universali) ότι ήταν απαραίτητη η ειρήνη και έβαλαν τις υπογραφές και τις σφραγίδες τους σε δήλωση που σκόπευαν να στείλουν στον Καράφα. Κάποιοι όμως από τούς παρευρισκόμενους συμβούλευσαν να περιμένουν την απόφαση τού σουλτάνου (un reggio catiscerif). Κατόπιν αυτού ορίσαν ένα πασά με τίτλο δύο αλογοουρών (di due tuii) να δώσει τέτοια απάντηση στον χριστιανικό καταυλισμό στο Έπεριες (Πρέσοβ). Λαμβάνοντας υπόψη τη μετέπειτα στάση τού πολεμικού συμβουλίου, η αναφορά αυτή μοιάζει περισσότερο από αμφίβολη.
Ένας μοναχός που είχε φτάσει στο Βελιγράδι από τη Μόσχα ανέφερε ότι ο «μεγάλος δούκας» —η Σοφία Αλεξέγιεβνα, η ετεροθαλής αδελφή τού Πέτρου Α’ κυβερνούσε τότε τη Ρωσία— συγκέντρωνε μεγάλο στρατό για να κινηθεί εναντίον των Τούρκων, «και ότι ο χάνος των Τατάρων ζητούσε συγνώμη που δεν μπορούσε να υπηρετήσει τον βεζύρη στην επόμενη εκστρατεία, όντας αναγκασμένος να διαφυλάξει τα δικά του σύνορα». Στο Βελιγράδι έφτανε τώρα η είδηση ότι ο στρατηγός Χάισσλερ είχε τρέψει σε φυγή στράτευμα Τατάρων και Τούρκων. Το στράτευμα υπηρετούσε υπό τον Ίμρε Τόκολυ, τον Τουρκόφιλο υποψήφιο για τον θρόνο τής Ουγγαρίας, φρουρώντας συρμό αποσκευών με προμήθειες και πυρομαχικά, που προορίζονταν για το Έρλαου (Έγκερ, Άγκρια).
Αναφερόταν ότι ο μεγάλος βεζύρης έβαζε σε τάξη το νομισματοκοπείο στο Βελιγράδι, το οποίο δεν είχε αρχίσει ακόμη να παράγει νομίσματα. Προκαλούσε προβλήματα στον εαυτό του καθώς και στους εμπόρους και τούς τεχνίτες, γιατί είχε ήδη διαφθείρει το νόμισμα στην Πύλη (όπως μάς λένε), προσθέτοντας σαράντα ουγγιές χαλκού σε κάθε εκατό ουγγιές ασημιού.19
Οι Ραγουσαίοι συνέχιζαν να τροφοδοτούν την Eνετική Σινιορία με αναφορές και φήμες. Οι λεπτομέρειες μπορεί να ήσαν λάθος, όπως έχουμε επισημάνει, αλλά το γενικό περιεχόμενο των ανακοινώσεων ειδήσεων (avvisi) που προωθούσαν συνήθως αποδεικνυόταν ακριβές. Συχνά υπάρχει κάποια αλήθεια στις συζητήσεις στην πόλη. Επιστολές από το Βελιγράδι στις 10 Απριλίου (1687) έφερναν την είδηση ότι ο μεγάλος βεζύρης Σουλεϊμάν πασάς είχε στείλει τον προαναφερθέντα Μεχμέτ αγά, που τώρα ονομαζόταν Μεχμέτ πασάς, στον στρατηγό Καράφα για δεύτερη φορά, σε προσπάθεια να κάνει ειρήνη,
αλλά οι (Τούρκοι) υπουργοί τοποθετούσαν σαφώς λίγες ελπίδες σε αυτές τις διαπραγματεύσεις, ενώ ο ίδιος ο βεζύρης έκανε επίδειξη τής επιμέλειάς του για τη συγκέντρωση στρατευμάτων για το πεδίο τής μάχης. Γίνονταν κηρύγματα καθημερινά στους καταυλισμούς των ικανότερων στρατιωτών, ενθαρρύνοντας όλους να αγωνιστούν θαρραλέα για τον Μωάμεθ και να ελευθερωθούν μια για πάντα από την καταπίεση των χριστιανών ή να δώσουν τη ζωή τους σε μια τέτοια προσπάθεια.
Στο Βελιγράδι κυκλοφορούσε η φήμη ότι σε έξι μέρες ο Σουλεϊμάν πασάς έπρεπε
να επιδείξει το τούι, την αλογοουρά, το σήμα για την αναχώρησή του, ενώ ύστερα από άλλες δεκαπέντε μέρες, αμέσως μόλις φτάσουν οι στρατιώτες, που λένε ότι αναμένονται να είναι πολλοί, πρέπει να ετοιμάσει τις σκηνές και τα περίπτερα για την πορεία. Επιστολές από την Κωνσταντινούπολη τής 14ης Μαρτίου φέρνουν την είδηση, ότι ο καϊμακάμης (Ρετζέμπ πασάς) ετοίμαζε στρατεύματα και πυρομαχικά για να βοηθήσει τον μεγάλο βεζύρη.
Μάλιστα ο καϊμακάμης Ρετζέμπ πασάς είχε εκδώσει τόσο αυστηρές εντολές για την πρόσληψη στρατευμάτων στην Ανατολία, που αν και όταν αυτές εκτελούνταν πλήρως, «οι περιοχές εκείνες θα παρέμεναν έρημες». Διαδιδόταν ευρέως στην τουρκική πρωτεύουσα ότι η επόμενη εκστρατεία θα τερμάτιζε τον πόλεμο είτε προς όφελος των Τούρκων ή με ολοκληρωτική καταστροφή τής Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Αξιωματούχοι στην Πύλη έλεγαν ότι οι δέκα γαλέρες και τα τριάντα πλοία που εξοπλίζονταν στον Ναύσταθμο τής Ισταμπούλ επρόκειτο να ενωθούν με τα τριάντα πλοία από την ακτή τής Μπαρμπαριάς, «προκειμένου να αντιμετωπίσουν τον στόλο τής Γαληνοτάτης Δημοκρατίας τής Βενετίας».
Ο Ενετός γενικός διοικητής Φραντσέσκο Μοροζίνι, στον οποίο θα έρθουμε τώρα, τα είχε καταφέρει σχεδόν απίστευτα καλά τόσο στη στεριά όσο και στη θάλασσα. Σε κάθε περίπτωση είχαν φτάσει φήμες στον Βόσπορο ότι οι Τούρκοι είχαν καταφέρει να πάρουν βοήθεια με τη μορφή χρημάτων και προμηθειών στο Κάμενετς, πράγμα που θα βοηθούσε να προστατεύσουν το προπύργιο από τις αυξανόμενες φιλοδοξίες των Πολωνών.20 Ως συνήθως στις ειδοποιήσεις (avvisi), τα νέα έρχονταν κομμάτι-κομμάτι. Παρά το γεγονός ότι τα διασωζόμενα αρχειακά κείμενα, αναφορές και ειδοποιήσεις (avvisi) δεν μάς παρέχουν την ομαλή, λογοτεχνική συνέχεια των σύγχρονων και μεταγενέστερων χρονικογράφων, συνήθως μάς εφοδιάζουν με αξιόπιστα στοιχεία από πρώτο χέρι, αχρωμάτιστα από τα πινέλα των χρονικογράφων. Βέβαια δεν είναι πάντοτε απολύτως αξιόπιστα (άλλωστε ποιες πηγές είναι;), αλλά στο περιεχόμενο τείνουν να είναι περισσότερο πραγματικά και αντικειμενικά από το έργο των χρονικογράφων, που είχαν τον χρόνο να συλλογιστούν για τις συνέπειες αυτού ή εκείνου τού γεγονότος.
Περί τα μέσα Ιουνίου (1687) κάποιος Ζουάνε Βιντσέντσι παρέδωσε στο ενετικό Κολλέγιο στο όνομα των Ραγουσαίων κι άλλες επιστολές, μία από τις οποίες ήταν στα τουρκικά και συνοδευόταν από μετάφραση. Ο μεγάλος βεζύρης Σουλεϊμάν πασάς βρισκόταν ακόμη στο Βελιγράδι. Σύμφωνα με αναφορές τής 27ης Μαΐου είχε τότε υπό τις διαταγές του 60.000 στρατιώτες, αν και οι Τούρκοι υποστήριζαν ότι ο στρατός του υπερέβαινε κατά πολύ αυτόν τον αριθμό. Ισχυρίζονταν ότι είχε 30.000 στρατιώτες μαζί του και ότι υπήρχαν 15.000 Τάταροι στα «πεδία τού Σριεμ» (Σρεμ) διοικούμενοι από τον γιο τού Μεγάλου Χάνου. Διατηρούσαν επίσης 15.000 Τούρκους στρατοπεδευμένους στα χωριά τού «Σάμουν» πέρα από τον Σάβα, ενώ έρχονταν συνεχώς στρατεύματα από την Ισταμπούλ. Λεγόταν ότι αναμενόταν ο κουλκεχαγιάς ή υπαρχηγός των γενιτσάρων με 25.000 πεζούς, πράγμα που σήμαινε την προσθήκη μερικών χιλιάδων στρατιωτών στις δυνάμεις τού μεγάλου βεζύρη. Υπήρχε όμως έλλειψη τροφίμων στην περιοχή μεταξύ Βελιγραδίου και Έσσεγκ και έτσι ο βεζύρης έπρεπε να τα φέρνει από το Βελιγράδι.
Στην αυλή τού μεγάλου βεζύρη λεγόταν ότι, πρώτα απ’ όλα, οι Τούρκοι θα προσπαθούσαν να βοηθήσουν το Έγκερ (Έρλαου), στο οποίο δεν είχαν απομείνει κανενός είδους προμήθειες. Ο βεζύρης είχε προφανώς αποφασίσει για δύο διαδρομές προσέγγισης τού Έρλαου, χωρίς να ανακοινώνει καμία από αυτές. Λεγόταν επίσης ότι όταν ο βεζύρης οδηγούσε τον οθωμανικό στρατό στα πεδία τού Σρεμ, σχεδίαζε να αποκόψει τις γέφυρες για να αναγκάσει τούς στρατιώτες να πολεμήσουν.
Μετά την επιστροφή τού Μεχμέτ αγά στο Βελιγράδι πριν από πέντε μέρες (στις 22 Μαΐου), με επιστολές από τον Χέρμαν φον Μπάντεν και τον στρατηγό Αντόνιο Καράφα, έφτασε σύντομα φήμη στο εξωτερικό ότι οι απαιτήσεις τού αυτοκράτορα Λεοπόλδου συνεπάγονταν, όπως γνωρίζουμε, την επιστροφή τού λεγόμενου βασιλείου τού Χάνδακα στη Βενετία, τής Ποντόλια στον βασιλιά τής Πολωνίας, καθώς και όλων των φρουρίων τής Ουγγαρίας στους Αψβούργους. Αν η Πύλη επιθυμούσε να συνεχίσει να κατέχει το Βελιγράδι, έπρεπε να πληρώνει φόρο τιμής. Ο μεγάλος βεζύρης έβαλε να διαβαστούν οι επιστολές των αυτοκρατορικών στο συμβούλιο των «κεφαλών τού πολέμου» (capi di guerra), οι οποίοι, εξοργισμένοι από τις αξιώσεις των φον Μπάντεν και Καράφα, λεγόταν ότι είχαν τώρα ορκιστεί με δάκρυα στα μάτια να απαλλαγούν από αυτές τις χριστιανικές ταλαιπωρίες με το γιαταγάνι στο χέρι και χωρίς να αποφύγουν την αιματοχυσία.
Ο μεγάλος βεζύρης δήλωνε ότι κατά τη διάρκεια των πρώτων ημερών τής νέας σελήνης, η οποία θα ήταν περίπου στις 9 Ιουνίου, έπρεπε να κινήσει τον στρατό στους αγρούς τού Έσσεγκ (Όσιγιεκ). Είχε πάει εκεί στις 24 Μαΐου με τον αγά των γενιτσάρων (τον Μουσταφά πασά τής Ραιδεστού) και τον ντεφτερντάρ (Εσσέιντ Μουσταφά πασά) για να διαλέξει τα καλύτερα μέρη για τον καταυλισμό του. Παρά το γεγονός ότι ο βεζύρης έστηνε καλό μέτωπο και φαινόταν γεμάτος γενναίες αποφάσεις, ήταν σαφές ότι έπασχε από εσωτερική ταραχή, «την οποία παρατηρεί κανείς και σε όλους τούς άλλους ηγέτες του».21
Ο μεγάλος βεζύρης Σουλεϊμάν πασάς έγραφε τώρα στους Ραγουσαίους, από τούς οποίους είχε μόλις πάρει επιστολή, την οποία τού είχε παραδώσει ο Ραγουσαίος απεσταλμένος Μαρίνο Τσαμπόγκα. Στην απάντησή τού Σουλεϊμάν δήλωνε ότι είχε βάλει τον Ενετό δραγουμάνο να γράψει εκ μέρους του επιστολή προς τούς άρχοντες τής Βενετίας (signori di Venetia), προφανώς με προτάσεις για ειρήνη. Μη έχοντας λάβει καμία απάντηση στην επιστολή, κατηγορούσε τούς Ραγουσαίους ότι δεν είχαν φροντίσει για την παράδοσή της. Ήξερε πολύ καλά, έλεγε ότι αυτό δεν ήταν αποτέλεσμα τής αμέλειας των Ραγουσαίων, υπενθυμίζοντάς τους ότι η απώλεια μερικών φρουρίων από τούς Τούρκους δεν έδειχνε με κανένα τρόπο μείωση τής Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Έβγαζε απλώς μερικές σταγόνες νερού από τη θάλασσα. Προφανώς ήθελε να έχουν οι Ραγουσαίοι κατά νου τη δύναμη και την έκταση τής Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Οι Ενετοί, εξαπατημένοι από την κυβερνητική αστάθεια ενός ή δύο ετών, είχαν ξεκινήσει τη δική τους επιχείρηση κατάκτησης με «ανώριμη αναποφασιστικότητα» (irressolutione immatura), σε αντίθεση με τη συνήθη πρακτική τους. Φαινόταν να μην έχει καμία αμφιβολία ότι οι Ενετοί θα πλήρωναν το τίμημα τής βιασύνης τους.
Αν, μετά τον θάνατο τού εκλιπόντος μεγάλου βεζύρη Μουσταφά πασά, οι Ενετοί είχαν προβάλει τον ισχυρισμό ότι «μας έχουν πάρει τα χρήματά μας» και απορριπτόταν από την Πύλη το αίτημά τους για την επιστροφή τους, τότε ο Σουλεϊμάν θα μπορούσε να κατανοήσει την αποτυχία τους να τηρήσουν την υπόσχεσή τους για ειρήνη. Τότε δεν θα τούς μέμφονταν τόσο πολύ, αλλά όχι, είχαν κάνει πρόδηλη την εχθρότητά τους με τέτοια αλαζονεία, που έμοιαζε σαν να μην είχαν απολαύσει ποτέ τη φιλία τής Υψηλής Πύλης και τα πλεονεκτήματα που τούς είχε φέρει αυτή. Η ξεδιάντροπη αυθάδειά τους θα έριχνε την οργή τού Παντοδύναμου πάνω τους. Αν στο μέλλον οι Ενετοί σκόπευαν να συνεχίσουν με τέτοια φιλοδοξία και εχθρότητα, μπορούσε κανείς να ελπίζει ότι οι υποθέσεις θα έπαιρναν διαφορετική τροπή και ότι οι Ενετοί θα γνώριζαν διπλή ήττα.
Αν όμως οι ατίθασοι Ενετοί σκέφτονταν ειλικρινά την ανανέωση τής φιλίας τους με την Υψηλή Πύλη, ο γαληνότατος, ανίκητος και ισχυρός σουλτάνος ήταν βέβαιο ότι θα έδειχνε σε εκείνους τούς ανθρώπους, που ήσαν υπηρέτες τού Θεού, την επιείκεια και τη χάρη του. Όσο για τούς Ραγουσαίους, δεν έπρεπε να καθυστερήσουν ούτε για μία ακόμη ώρα την πληρωμή τού φόρου τιμής που χρωστούσαν στην Πύλη, «στέλνοντάς τον στο δημόσιο ταμείο σύμφωνα με το αρχαίο έθιμο» (in conformità dell’antico costume consignato al publico errario). Ο Σουλεϊμάν έδινε λοιπόν εντολή στην κυβέρνηση τής Ραγούσας να στείλει άλλον πρεσβευτή στο Βελιγράδι με τον φόρο τιμής, έτσι ώστε εκείνος να ενωθεί με τον Μαρίνο Τσαμπόγκα και να κάνουν τη συνήθη πληρωμή.22 Η επιστολή φαίνεται να βρίσκεται σε μικρή σύγχυση. Μήπως αυτή αντανακλούσε την κατάσταση στην οποία βρισκόταν το μυαλό τού Σουλεϊμάν;
Καθώς ο Σουλεϊμάν πασάς έδινε στους Ραγουσαίους να καταλάβουν ότι δύσκολοι καιροί θα ακολουθούσαν για τούς απερίσκεπτους Ενετούς, δεν είχε φυσικά καμία ιδέα για την καταστροφή που θα εύρισκε σύντομα τον ίδιο και τον οθωμανικό στρατό υπό τις διαταγές του. Όμως στις 12 Αυγούστου 1687 οι Τούρκοι υπέστησαν συντριπτική ήττα κοντά στο χωριό Ντάρντα, πέντε περίπου μίλια βόρεια τού Έσσεγκ (Όσιγιεκ) και ακριβώς νότια τού Μόχατς, όπου πριν από εκατόν εξηνταένα χρόνια (στις 29 Αυγούστου 1526) οι Τούρκοι είχαν κατανικήσει τις δυνάμεις τού Λουδοβίκου Β’ τής Ουγγαρίας.23 Ήσαν οι Τούρκοι εκείνοι που αντιμετώπιζαν δυσκολίες, γιατί επτάμηνη ξηρασία είχε προκαλέσει λιμό. Ένα μικρό μέτρο σιτηρών κόστιζε δυο δουκάτα. Στις 25 Αυγούστου πυρκαγιά σάρωσε την Ισταμπούλ, καταστρέφοντας χιλιάδες κατοικίες και τριακόσια εικοσιπέντε καταστήματα. Μια βδομάδα αργότερα (την 1η Σεπτεμβρίου) η φωτιά έκαψε μέρος τού Σεράι.24
Πριν από λίγο καιρό οι αυτοκρατορικοί είχαν πάρει το Έσσεγκ (Όσιγιεκ) και το Βάλποβο δεκατέσσερα περίπου μίλια βορειοδυτικά, κοντά στη Ντράβα, τρομοκρατώντας τούς Τούρκους στην Κροατία, τη Σλαβονία και τη νότια Ουγγαρία, για να μην αναφερθούμε (όπως θα κάνουμε σύντομα) στην επιτυχία των Ενετών στον Μοριά και στην Αττική. Καθώς προέλαυναν οι αυτοκρατορικοί, τα οθωμανικά στρατεύματα στασίαζαν, απαιτώντας την απομάκρυνση τού μεγάλου βεζύρη ή την εκθρόνιση τού σουλτάνου. Ήταν αμφίβολο αν ο Μεχμέτ Δ’ μπορούσε να επιβιώσει από αυτές τις αποτυχίες, αλλά πολύ σύντομα γινόταν σαφές ότι ο Σουλεϊμάν πασάς δεν θα μπορούσε.
Καθώς οι αυτοκρατορικοί πλησίαζαν τον τουρκικό καταυλισμό κοντά στο Πετερβαρντάιν (Πετροβάραντιν), ο Σουλεϊμάν πασάς συγκάλεσε το πολεμικό του συμβούλιο, το οποίο αποφάσισε να στείλει λόχο σπαχήδων και σιλιχντάρ στην απέναντι πλευρά τού Δούναβη ως πρώτη γραμμή άμυνας. Για δύο μέρες έπεφτε πάνω στα στρατεύματα αδυσώπητη βροχή, μουσκεύοντάς τα μέχρι το κόκκαλο, γιατί είχαν σταλεί χωρίς σκηνές ή συρμό αποσκευών. Μη έχοντας τρόφιμα και όντας αναγκασμένοι να στρατοπεδεύουν στη λάσπη, όπως γράφει ο φον Χάμμερ-Πούργκσταλ, έδωσαν διέξοδο στην πικρή δυσαρέσκειά τους για την ανώτατη διοίκηση. Γυρίζοντας πίσω για να περάσουν το ποτάμι, οι σπαχήδες και οι σιλιχντάρ ανακάλυψαν ότι η γέφυρα είχε αποκλειστεί με εντολή τού μεγάλου βεζύρη, ο οποίος, στην άνεση τού καταυλισμού του, τούς είχε παρατήσει απομονωμένους.
Όταν ο διοικητής τους, ο βεζύρης Τζαφέρ πασάς, επέστρεψε επίσης στο στρατόπεδο, οι στρατιώτες γκρέμισαν τα οδοφράγματα, διέσχισαν ξανά το ποτάμι και ήρθαν προς τα περίτεχνα περίπτερα τής ανώτατης διοίκησης. Ο μεγάλος βεζύρης προσπάθησε να κατευνάσει την οργή τους με προμήθειες ή χρυσάφι. Οι αντάρτες, όπως λέγεται, δεν δέχονταν τίποτε, αλλά απαίτησαν να τούς παραδώσει ο Σουλεϊμάν πασάς τη σφραγίδα και το ιερό λάβαρο τού μεγάλου βεζύρη. Δυσαρεστημένος από την αναταραχή των στρατευμάτων, ο Σουλεϊμάν διέφυγε στο γειτονικό Πετερβαρντάιν και τον ακολούθησαν σύντομα, στις αρχές Σεπτεμβρίου (1687), μερικοί από τούς επικεφαλής αξιωματικούς του, συμπεριλαμβανομένου και τού βεζύρη Τζαφέρ πασά, τού ντεφτερντάρ Εσσέιντ Μουσταφά πασά και τού αγά των γενιτσάρων Μουσταφά τής Ραιδεστού.25
Μια ειδοποίηση (avviso) από την Ισταμπούλ, που χρονολογείται στο προάστειο τού Πέρα στις 17 Σεπτεμβρίου (1687), παρέχει την άμεση συνέχεια τής φυγής τού Σουλεϊμάν πασά. Πληροφορούμενος ότι οι στρατιώτες δεν βρίσκονταν μόνο σε εξέγερση, αλλά ότι είχαν αποφασίσει και να τον στραγγαλίσουν, ο Σουλεϊμάν εγκατέλειψε τον στρατό στο Πετερβαρντάιν και αφού επιβιβάστηκε σε σκάφος με μικρή ακολουθία, κατέπλευσε τον Δούναβη προς το Βελιγράδι. Από εκεί σε τέσσερις ή πέντε μέρες έφτασε στα σύνορα τής Βλαχίας, απ’ όπου, παίρνοντας ταχυδρομικά άλογα, έσπευσε στην Αδριανούπολη (Εντίρνε), «για να αναμένει τις εντολές τού Μεγάλου Άρχοντα». Ο αγγελιοφόρος τού Σουλεϊμάν έφτασε στην Ισταμπούλ το βράδυ τής 16ης Σεπτεμβρίου και αναχώρησε το πρωί τής επομένης. Κάποιοι έλεγαν ότι ο Μεχμέτ Δ’ διέταζε τον Σουλεϊμάν να πάει στην Ισταμπούλ, άλλοι ότι ένας δήμιος είχε μόλις φύγει (τη νύχτα τής 17ης Σεπτεμβρίου) «για να πάρει το κεφάλι του».
Ο Σιαβούς πασάς είχε επιλεγεί ως διάδοχος τού Σουλεϊμάν, «ως κεφαλή τής εθνοφυλακής» (per capo della militia) και ο Μεχμέτ είχε διατάξει να σταλούν στον Σιαβούς το καφτάνι και το ξίφος «ως επιβεβαίωσή του» (per la sua confirmatione). Στο μεταξύ κυκλοφορούσε η αναφορά, «ότι τα υπόλοιπα στρατεύματα διαλύονται και ότι ο νέος σερασκέρης (Σιαβούς) δεν είναι σε θέση να προσφέρει οποιαδήποτε αντίσταση: η ανταρσία, όταν ξεκινά, μπορεί να έχει σοβαρές συνέπειες!»
Επιπλέον, «τα σκάφη τού Μεγάλου Άρχοντα βρίσκονται στην Τένεδο, όπου ισχυρίζονται ότι οι διεστραμμένοι νεοσύλλεκτοι έχουν στασιάσει. Έχουν σκοτώσει τον διοικητή τους, που ονομαζόταν Μεχμέτ πασάς, ενώ έχουν τραυματίσει τον Μάρρα μπέη, τον διοικητή τής μονάδας τους. Ο καπουδάν πασάς βρίσκεται στη Σάμο με μέρος από τις γαλέρες».26 Το πνεύμα τής εξέγερσης εξαπλωνόταν. Θα έφτανε σύντομα στην πρωτεύουσα.
Τα επαναστατημένα στρατεύματα στον καταυλισμό κοντά στο Πετερβαρντάιν συνέταξαν κατηγορητήριο που θα στελνόταν στον σουλτάνο Μεχμέτ, το οποίο υπέγραψαν όλοι οι ανώτεροι αξιωματικοί. Κατηγορούσαν τον Σουλεϊμάν πασά ότι είχε υποσχεθεί στους στρατιώτες τρία άσπρα στο Έσσεγκ και πέντε στο Σεκεσφέχερβαρ (Στουλβάισσενμπουργκ) για να αναπληρώσει τις ελλείψεις τους σε τρόφιμα. Είχε διαβεβαιώσει για είκοσι ολόκληρα άσπρα τούς εθελοντές που είχαν συμμετάσχει στην ανακούφιση τής πολιορκίας τής Βούδας. Σε κάθε περίπτωση είχε παραβεί τον λόγο του και στη συνέχεια είχε διαγράψει από τις καταστάσεις μισθοδοσίας μεγάλο αριθμό στρατιωτών με τις πιο ανεπαρκείς δικαιολογίες. Διάφορες άλλες κατηγορίες διατυπώνονταν εναντίον του, κυρίως ότι είχε εγκαταλείψει τον στρατό.
Όπως αναφέρεται στην ειδοποίηση (avviso) τής 17ης Σεπτεμβρίου (1687), ο Μεχμέτ, ακόμη και πριν δεχτεί τούς απεσταλμένους των στασιαστών στρατιωτών, είχε επικυρώσει την εκ μέρους τους εκλογή τού Σιαβούς πασά ως σερασκέρη, γιατί η πρώτη είδηση της εξέγερσης τον είχε φοβίσει τόσο, που είχε οδηγηθεί σε υποταγή. Όπως συνηθιζόταν σε πολιτική ή στρατιωτική αναταραχή μεταξύ των Τούρκων, άρχιζαν να πέφτουν κεφάλια. Ο θάνατος επιβαλλόταν στο κύριο στρατόπεδο, τώρα κάτω από τα τείχη τού Βελιγραδίου, καθώς και στις ακτές τού Βοσπόρου. Ο στρατός κινιόταν προς τα ανατολικά, κατευθυνόμενος στην Ισταμπούλ. Στάλθηκε στους στασιαστές το κεφάλι τού Σουλεϊμάν πασά, μαζί με επιστολή από τον σουλτάνο, προτρέποντάς τους να μη συνεχίσουν προς Ισταμπούλ, αλλά να αναλάβουν χειμερινό κατάλυμα στη Σόφια και στη Φιλιππούπολη (Φίλιμπε, Πλόβντιβ), γιατί η προέλαση τού Χριστιανού εχθρού αποτελούσε σοβαρή απειλή για την Πύλη. Όσο για τον νέο σερασκέρη Σιαβούς πασά, θα πέθαινε σύντομα στα χέρια των επαναστατημένων στρατευμάτων στην Ισταμπούλ, καθώς προσπαθούσε να υπερασπιστεί το χαρέμι, το οποίο, δυστυχώς, έπεσε στα χέρια τού στρατιωτικού όχλου.
Για μια ακόμη φορά ο Μεχμέτ Δ’ στράφηκε στην οικογένεια των Κιοπρουλού για να τον βοηθήσουν να αντιμετωπίσει την κρίση, καλώντας από τη διοίκησή του επί των κάστρων στα Δαρδανέλλια τον Μουσταφά πασά, τον γιο τού Μεχμέτ και αδελφό τού Αχμέτ. Ο Μουσταφά Κιοπρουλού ονομάστηκε καϊμακάμης και καθώς ο επαναστατημένος στρατός κινιόταν ανατολικά από την Αδριανούπολη, εκείνος κάλεσε τούς ουλεμάδες, τούς μελετητές τού Ισλαμικού νόμου και θρησκείας, σε συνάντηση στο τέμενος τής Αγίας Σοφίας (στις 8 Νοεμβρίου 1687). Εκεί δήλωσε στο σιωπηλό του ακροατήριο ότι, όπως όλοι ήξεραν και όπως οι αντάρτες είχαν επιμείνει, ο Μεχμέτ ο Κυνηγός δεν είχε κανένα άλλο ενδιαφέρον πέρα από το κυνήγι. Για αρκετά χρόνια είχε αποφύγει τον διορισμό ανδρών, ικανών να διορθώσουν τις ήττες τού οθωμανικού στρατού και τις απογοητεύσεις τής κυβέρνησης.
Τότε λοιπόν, γιατί άραγε δεν θα είχαν οι μουλάδες λόγο να πουν; Ο πατισάχ έπρεπε να απομακρυνθεί από τον θρόνο. Οι ουλεμάδες έδωσαν τη συγκατάθεσή τους με συνεχιζόμενη σιωπή, γνωρίζοντας πολύ καλά ότι η απόφαση είχε ήδη ληφθεί. Φεύγοντας από την Αγία Σοφία η συγκέντρωση πήγε στο καγκελόφραχτο διαμέρισμα στο Σεράι, όπου ήσαν περιορισμένοι οι πρίγκηπες τού οθωμανικού οίκου. Ο μεγαλύτερος αδελφός τού Μεχμέτ, ο Σουλεϊμάν, απελευθερώθηκε από τη μακροκροχρόνια φυλάκισή του και τοποθετήθηκε στον θρόνο.
Ο Σουλεϊμάν Β’ χάρισε τη ζωή στον ανάξιο αδελφό του. Ο Μεχμέτ είχε ανέβει στον θρόνο όντας παιδί το 1648, όπως λέει ο φον Χάμμερ-Πούργκσταλ, «άθυρμα των αντιτιθεμένων παρατάξεων τού χαρεμιού και των αγάδων, μέχρι να σπάσει τη ραχοκοκκαλιά τής εξέγερσης το σιδερένιο χέρι τού (Μεχμέτ) Κιοπρουλού (το 1656) και να στρώσει για πέντε χρόνια με κεφάλια το έδαφος, πάνω στο οποίο βασίστηκε η κυριαρχία τού μεγάλου του γιου (Αχμέτ) για δεκαπέντε χρόνια».27 Ήσαν όμως άλλα χρόνια. Τώρα η Οθωμανική αυτοκρατορία θα έμπαινε παραπατώντας στον επόμενο αιώνα, υφιστάμενη σοβαρά πλήγματα κατά τη διάρκεια τής στρατιωτικής ηγεμονίας των Αυστριακών.
Τα νέα στο Ριάλτο ανέφεραν επιτυχίες των Αυστριακών και απογοήτευση των Τούρκων. Η ενετική συμμετοχή στην αντι-τουρκική κίνηση άρχιζε το καλοκαίρι τού 1684, όταν (στις 18 Ιουλίου) ο στόλος υπό τον γενικό διοικητή Φραντσέσκο Μοροζίνι έφευγε από το νησί τής Κέρκυρας, κατευθυνόμενος στο τουρκοκρατούμενο νησί τής Αγίας Μαύρας (Λευκάδας). Οι ενετικές δυνάμεις έφτασαν στα ανοιχτά τού νησιού το βράδυ τής 20ής τού μηνός και το επόμενο πρωί οι γαλέρες και γαλεάσες μπήκαν στο λιμάνι στο βόρειο άκρο τού νησιού, κάτω από το Οχυρό Αγία Μαύρα. Οι Τούρκοι είχαν πάρει το νησί το 1479.28 Ενώ αποβιβάζονταν οι μισθοφόροι υπό τις διαταγές τού Κάρλο ντι Στρασσόλντο, οι Τούρκοι δεν έκαναν καμία προσπάθεια να αποτρέψουν ή ακόμη και να παρεμποδίσουν την απόβασή τους. Την Κυριακή το πρωί, στις 23 Ιουλίου, ο γενικός διοικητής Μοροζίνι επιτέθηκε στο Οχυρό Αγία Μαύρα από τη θάλασσα. Είχε στείλει στην τουρκική φρουρά επιστολή το προηγούμενο βράδυ, απειλώντας τους με «απόλυτη σφαγή» (l’estremo eccidio), αν κατά τη διάρκεια εκείνης τής ημέρας δεν παρέδιδαν το φρούριο.
Οι Τούρκοι απάντησαν ότι σκόπευαν να κρατήσουν το φρούριο για τον σουλτάνο, τον νόμιμο ιδιοκτήτη του και έτσι οι Μοροζίνι και Στρασσόλντο έπρεπε να συνεχίσουν τις επιχειρήσεις που είχαν μόλις αρχίσει. Τη Δευτέρα 24 Ιουλίου ο Μοροζίνι επανέλαβε την προσπάθειά του να σφυροκοπήσει τα τείχη από τη θάλασσα. Τα πήγε καλύτερα αυτή τη φορά, αφού «υπήρχε καλή νηνεμία» (essendo buona calma), «αλλά το αποτέλεσμα δεν ήταν εκείνο που έλπιζαν, γιατί είχαν κάνει μικρή ζημιά». Μάλιστα οι Τούρκοι στο Οχυρό Αγία Μαύρα ενθαρρύνθηκαν, πιστεύοντας ότι οι ενετικές δυνάμεις δεν θα μπορούσαν να τούς προκαλέσουν μεγαλύτερη ζημιά από εκείνη που είχε ήδη προκαλέσει ο στόλος.
Τώρα ο Μοροζίνι έδινε εντολή να τοποθετηθούν στη στεριά δώδεκα τεμάχια βαρέος πυροβολικού «και έτσι οι άνδρες μας επέμεναν εναντίον του με χαρακώματα, πυροβολαρχίες και όλμους, ρίχνοντας βόμβες και μπάλες κανονιού, παρενοχλώντας συνεχώς το φρούριο με κάθε είδους επίθεση». Η πολιορκία τής Αγίας Μαύρας, αν και αποδείχθηκε βραχύβια, ήταν κοπιαστικό εγχείρημα, καθώς οι στρατιώτες έσκαβαν χαρακώματα και ύψωναν καταφύγια. Μια από τις δυσκολίες τους ήταν ότι δεν είχαν αρκετό νερό για να πιούν. Μερικές όμως ημέρες αργότερα ανοίχτηκε μεγάλο ρήγμα στο χερσαίο τείχος τού φρουρίου. Και πάλι ο Μοροζίνι έστειλε στην τουρκική φρουρά αίτημα να τού παραδώσουν το φρούριο. Αυτή τη φορά οι Τούρκοι απάντησαν με τη λευκή σημαία τής παράδοσης και ένα βράδυ μεταξύ 7 και 8 μ.μ. (verso le 23 e mezza della sera) ξεπρόβαλλαν οι απεσταλμένοι τους για να ρυθμίσουν τούς όρους τής συνθηκολόγησης. Συμφωνήθηκε ότι θα μπορούσαν να φύγουν από το νησί με τις συζύγους και τα παιδιά τους, τα όπλα τους και όσες αποσκευές (αλλά μόνο όσες) μπορούσε να κουβαλήσει καθένας.
Το πρωί τής 7ης Αυγούστου (1684) οι σκλάβοι τούς οποίους κρατούσαν οι Τούρκοι βγήκαν πρώτοι από το Οχυρό Αγίας Μαύρας και τούς δόθηκε η ελευθερία τους. Προς το μεσημέρι βγήκαν οι Τούρκοι, μερικοί από τούς οποίους μπαρκάρισαν το ίδιο βράδυ, ενώ άλλοι παρέμειναν όλη τη νύχτα περιμένοντας για την επιβίβασή τους. Τούς είχαν συγκεντρώσει στα υπήνεμα τής ναυαρχίδας τού Μοροζίνι για να τούς προστατεύσουν από τραυματισμούς. Το πρωί τής 8ης Αυγούστου στάλθηκαν δώδεκα περίπου μίλια προς βορρά στην Πρέβεζα, όπου δεν επιθυμούσαν να πάνε, γιατί οι Πρεβεζάνοι δεν τούς είχαν δώσει καμία βοήθεια κατά τη διάρκεια τής πολιορκίας. Επιπλέον, καθώς έβγαιναν από το Οχυρό Αγία Μαύρα, οι Τούρκοι δεν είχαν βρει προστασία από τούς ληστρικούς χριστιανούς στρατιώτες, οι οποίοι είχαν αρπάξει μερικούς από τούς μαύρους σκλάβους τους και τούς είχαν κλέψει όπλα και άλλα πράγματα. Μέσα στο φρούριο δεν υπήρχε σχεδόν σπίτι που να είχε γλιτώσει ανέγγιχτο από τον καταιγισμό από βόμβες και μπάλες κανονιών που έπεφταν επάνω τους. Παρ’ όλα αυτά αυτόπτης μάρτυρας τής πολιορκίας και κατάληψης τού οχυρού Αγίας Μαύρας μάς διαβεβαιώνει ότι το φρούριο, «αν οχυρωνόταν σε καλή κατάσταση» (fortificato in buona forma), θα αποδεικνυόταν απόρθητο.29 Γνωρίζοντας καλά ότι η ενετική κατοχή τής Αγίας Μαύρας δεν θα ήταν εξασφαλισμένη όσο οι Τούρκοι κατείχαν το κοντινό ηπειρωτικό λιμάνι τής Πρέβεζας, ο Μοροζίνι κινήθηκε προς το λιμάνι κατά τη διάρκεια τής νύχτας τής 20ής Σεπτεμβρίου (1684) και εννέα μέρες αργότερα, τη μέρα τής γιορτής τού Αγίου Μιχαήλ, ανάγκασε τούς Τούρκους σε παράδοση.30
Καθώς οι Ενετοί απέβλεπαν τώρα σε ανανεωμένο πόλεμο με τούς Τούρκους στη στεριά και τη θάλασσα, στράφηκαν σε μεγάλο βαθμό προς τούς Γερμανούς, για να τούς εφοδιάσουν με στρατό πεδίου. Βρίσκονταν σύντομα σε διαπραγματεύσεις με τούς δούκες τού Μπράουνσβαϊκ-Λύνεμπουργκ και τής Βύρττεμπεργκ, τον εκλέκτορα τής Σαξωνίας και άλλους ηγεμόνες στον γερμανικό βορρά. Οι ηγέτες τού Βρανδεμβούργου και τής Βαυαρίας δεν ενδιαφέρονταν να απασχολήσουν τα στρατεύματά τους στην Ελλάδα, αλλά αρκετοί ηγεμόνες ενδιαφέρονταν. Οι Ενετοί θα παρείχαν ένα επάγγελμα στις γερμανικές δυνάμεις που βρίσκονταν σε αταξία, θα πλήρωναν τούς μισθούς τους και θα τούς απομάκρυναν από τούς δρόμους και τις ταβέρνες των ηγεμονιών. Οι στρατιωτικές συμβάσεις έτειναν πολύ να ακολουθούν τις ίδιες γραμμές και έτσι ας κοιτάξουμε τη σύμβαση τής 13ης Δεκεμβρίου 1684, την οποία διαπραγματεύτηκαν οι Ενετοί με τον Ερνστ Άουγκουστ, δούκα τού Μπράουνσβαϊκ-Λύνεμπουργκ, ηγεμόνα τού Όσναμπρυκ και (από τον Δεκέμβριο τού 1692) πρώτο εκλέκτορα τού Αννόβερου. Από τούς έξι γιους τού Ερνστ Άουγκουστ ο μεγαλύτερος, ο Γκέοργκ Λούντβιχ (γεννήθηκε το 1660), θα γινόταν Γεώργιος Α’ τής Αγγλίας το 1714.
Ο Ερνστ Άουγκουστ συμφωνούσε να στείλει στη Γαληνοτάτη Δημοκρατία για υπηρεσία εναντίον των Τούρκων τρία συντάγματα πεζικού, καθένα αποτελούμενο από 800 μαχητές σε οκτώ λόχους, «βετεράνους στρατιώτες, καλά ντυμένους και οπλισμένους με μουσκέτα και ξίφη». Με αυτούς τούς στρατιώτες έπρεπε να έρθει, ως ονομαστικός διοικητής, ένας από τούς γιους τού δούκα και έτσι έγινε. Ο τρίτος γιος τού Ερνστ Άουγκουστ, ο Μαξιμίλιαν Βίλελμ, διορίστηκε στρατηγός των στρατιωτών τού Μπράουνσβαϊκ-Λύνεμπουργκ, οι οποίοι, τουλάχιστον σε πρώτη φάση, θα βρίσκονταν κάτω από την πραγματική διοίκηση έμπειρου αξιωματικού, που θα έπαιρνε εντολές από τον γενικό διοικητή Μοροζίνι. Καθώς θα προχωρούσε η εκστρατεία, ο Μαξιμίλιαν Βίλελμ θα έπαιζε σημαντικό ρόλο στη διεξαγωγή των στρατιωτικών υποθέσεων. Το συμβόλαιο των Ενετών με τον πατέρα του υπογράφηκε στα δέκατα όγδοα γενέθλιά του. Μητέρα του ήταν φυσικά η Σοφία, κόρη τού Φρήντριχ Ε’ τού Παλατινάτου και τής Ελισσάβετ, κόρης τού Τζέημς Α’ τής Αγγλίας. Στις αναφορές τού Μοροζίνι προς την Eνετική Σινιορία υπάρχουν συχνές αναφορές στον Μαξιμίλιαν Βίλελμ, τον «ηγεμόνα τού Μπράουνσβαϊκ». Ο Μπράουνσβαϊκ έγινε καθολικός το 1692, μπήκε στην υπηρεσία τής αυτοκρατορίας στον πόλεμο τού Ρήνου, στην Ουγγαρία και αλλού και πέθανε στη Βιέννη σε ηλικία εξήντα ετών το 1726.
Για να επανέλθουμε στο συμβόλαιο, οι στρατιώτες τού Μπράουνσβαϊκ-Λύνεμπουργκ θα υπηρετούσαν στη στεριά, σε ενδοχώρα (τέρρα φέρμα), όπου χρειαζόταν, ενώ θα ανέβαιναν σε πλοία μόνο για την απαραίτητη μεταφορά τους στις σκηνές τής δράσης. Θα παρέμεναν ενωμένοι κάτω από τις δικές τους σημαίες, στις δικές τους μονάδες και όχι διάσπαρτοι. Αν οποιοσδήποτε από αυτούς τούς Γερμανούς στρατιώτες λιποτακτούσε στις ενετικές δυνάμεις, έπρεπε να επιστρέψει στις διαταγές τού Μπράουνσβαϊκ «και το ίδιο αμοιβαία» (e così reciprocamente). Έπρεπε να τούς επιτρέπεται πλήρης ελευθερία θρησκείας, ενώ αν πέθαιναν, θα λάμβαναν έντιμη ταφή «όχι κατώτερη από εκείνους τής Ρωμαιοκαθολικής θρησκείας». Ο Γερμανός διοικητής θα είχε στρατιωτική δικαιοδοσία επί των στρατιωτών του τόσο για αστικές όσο και για ποινικές υποθέσεις. Έπρεπε να ενημερώνει τον Ενετό γενικό διοικητή για θανάτους αξιωματικών τού Μπράουνσβαϊκ-Λύνεμπουργκ και να παρουσιάζει τούς διαδόχους τους στον γενικό διοικητή. Οι Ενετοί είχαν μακρά εμπειρία καταβολής μισθών σε νεκρούς αξιωματικούς και ανύπαρκτους στρατιώτες.
Η Δημοκρατία θα παρείχε το απαραίτητο πυροβολικό και πυρομαχικά, ενώ έπρεπε επίσης να πληρώνει για όπλα σπασμένα ή χαμένα σε εχθρικές συγκρούσεις με τούς Τούρκους. Οι άρρωστοι και οι τραυματίες θα έμπαιναν αμέσως σε στρατιωτικά νοσοκομεία ή άλλους κατάλληλους τόπους για να λαμβάνουν την απαραίτητη περίθαλψη «σε λογική τιμή». Μόλις ξεκινούσε η εκστρατεία, οι Ενετοί έπρεπε να διαθέτουν τροφή στους στρατιώτες και ζωοτροφές στα άλογα. Στο μεταξύ τα τρόφιμα και το ύφασμα για ρούχα, που θα έφερναν μαζί τους οι στρατιώτες τού Μπράουνσβαϊκ-Λύνεμπουργκ στο ενετικό έδαφος, θα ήσαν απαλλαγμένα από εισαγωγικούς δασμούς. Επίσης οι τιμές όλων των ειδών που απαιτούνταν για την εκστρατεία, ιδιαίτερα το κόστος των τροφίμων, θα καθορίζονταν σε κατάλληλα επίπεδα, έτσι ώστε οι στρατιώτες τού Μπράουνσβαϊκ-Λύνεμπουργκ «να μπορούν να απολαμβάνουν χωρίς διακρίσεις τα ίδια πλεονεκτήματα και ανέσεις με εκείνους τής Δημοκρατίας».
Όταν οι στρατιώτες τού Μπράουνσβαϊκ-Λύνεμπουργκ ενώνονταν με τις ενετικές δυνάμεις σε μάχη εναντίον των Τούρκων, θα μοιράζονταν τα λάφυρα «σύμφωνα με τη συνήθη πρακτική». Όταν πολεμούσαν τούς Τούρκους μόνοι τους, χωρίς τούς Ενετούς, θα έπαιρναν όλα τα κέρδη τής λεηλασίας, «που σημαίνει ότι θα γίνεται με τον ίδιο τρόπο και αντιστρόφως» (intendendosi pratticar con loro il medesimo vicendevolmente). Όλα τα καταλαμβανόμενα κανόνια και πυρομαχικά, καθώς και όλοι οι Τούρκοι αιχμάλωτοι, θα παραδίδονταν στους Ενετούς. Οι τελευταίοι συμφωνούσαν σε μηνιαίο μισθό 233¾ «Ουγγρικών δουκάτων» (ongari) για κάθε γερμανικό λόχο εκατό μαχητών, μισθός ο οποίος, προσθέτοντας τις αμοιβές τού συνταγματάρχη και τού προσωπικού του, θα ανερχόταν σε 2.010 ουγγρικά δουκάτα τον μήνα για κάθε σύνταγμα οκτώ λόχων. Τα λεγόμενα ουγγρικά δουκάτα κατασκευάζονταν ευρέως σε διάφορα βορειο-ιταλικά νομισματοκοπεία.
Οι Ενετοί υπόσχονταν να πληρώσουν προκαταβολικά τρεις μήνες, μαζί με «δώρο» μισθών άλλου ένα μήνα, για να βοηθήσουν τούς στρατιώτες να αντιμετωπίσουν τις «έκτακτες δαπάνες» τού ταξιδιού τους στο ενετικό Λίντο. Θα γίνονταν περαιτέρω οικονομικές παραχωρήσεις, για να βοηθήσουν τούς στρατιώτες να αρχίσουν τις εκστρατείες στον Μοριά. Η Σινιορία έδινε τακτικά μεγάλες προκαταβολές στους μισθούς των στρατιωτών και των ναυτικών, γιατί οι εκστρατείες σχεδόν πάντοτε άρχιζαν πολύ αργότερα από το αναμενόμενο και οι μισθοφόροι είχαν συνήθως δαπανήσει στη Βενετία (και στο Λίντο) μεγάλο μέρος τού μισθού τους, πριν από την αναχώρησή τους από την πόλη.
Η πρώτη επιθεώρηση των στρατιωτών τού Μπράουνσβαϊκ-Λύνεμπουργκ θα γινόταν στο Λίντο και θα υπήρχαν μειώσεις στις πληρωμές στον βαθμό που οι στρατιώτες σε κάθε λόχο υπολείπονταν των απαιτούμενων εκατό. Στη συνέχεια θα πραγματοποιούνταν επιθεωρήσεις κάθε μήνα σε όλη τη διάρκεια τής επερχόμενης εκστρατείας, για να προσαρμόζονται οι πληρωμές προς τον αριθμό των επιζώντων πολεμιστών. Εκτός από τούς μισθούς που έπρεπε να καταβάλλονται, οι Ενετοί θα παρείχαν στους στρατιώτες γαλέτα (biscotto), «για κάθε κεφάλι μηνιαία μερίδα 40 λιμπρών», ενώ θα τούς πρόσφεραν ικανοποιητικά καταλύματα, συρμούς αποσκευών και σκάφη για να τούς πάνε στο Λίντο για μερικές ημέρες ξεκούρασης και αποκατάστασης από τις κακουχίες τού μεγάλου ταξιδιού μέχρι τη Βενετία.
Η συνθήκη τής Σινιορίας τού Δεκεμβρίου 1684 θα διαρκούσε για ένα έτος, αρχής γενομένης από τη μέρα τής άφιξης των στρατιωτών τού Μπράουνσβαϊκ-Λύνεμπουργκ στο Λίντο, για την οποία δινόταν περιθώριο δυόμιση τουλάχιστον μηνών «για το ταξίδι των στρατιωτών από το Αννόβερο στο Λίντο». Η συνθήκη ήταν δυνατό να παραμείνει σε ισχύ για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα από το ένα έτος, ανάλογα με τις επιθυμίες των συμβαλλομένων μερών. Στους στρατιώτες, με τη λήξη τής υπηρεσίας τους, θα προσφερόταν αρχικά θαλάσσια μεταφορά και στη συνέχεια συρμοί αποσκευών για να τούς πάνε στα βόρεια σύνορα τού Βένετο, «προς το Τυρόλο» (verso il Tyrol). Αν γινόταν ειρήνη μεταξύ Δημοκρατίας και Πύλης πριν από τη λήξη τής συνθήκης, η Σινιορία έπρεπε να τηρήσει όλους τούς όρους τής σύμβασης. Φτάνοντας στη Βενετία, οι στρατιώτες τού Μπράουνσβαϊκ-Λύνεμπουργκ θα «υπόσχονταν φεουδαρχική υπακοή» στη Δημοκρατία για την περίοδο τής υπηρεσίας τους.31
Ο Φραντσέσκο Μοροζίνι είχε κάνει καλή αρχή στον πόλεμο των Ενετών με τούς Τούρκους με την κατάληψη τού φρουρίου και τού νησιού τής Αγίας Μαύρας (Λευκάδας) στις 7-8 Αυγούστου 1684 και με εκείνη τού ηπειρωτικού λιμανιού τής Πρέβεζας επτά περίπου βδομάδες αργότερα (29 Σεπτεμβρίου). Επανέλαβε την επίθεσή του στις αρχές καλοκαιριού τού επόμενου έτους, με στρατό (όπως συνήθως αναφέρεται) 8.200 περίπου μαχητών, τον οποίο αποτελούσαν 3.100 Ενετοί μισθοφόροι, 2.400 στρατιώτες από το Μπράουνσβαϊκ-Λύνεμπουργκ, 1.000 Μαλτέζοι κάτω από τη σημαία των Ιωαννιτών, 1.000 Σλάβοι, 400 παπικοί στρατιώτες και 300 στρατολογημένοι από το μεγάλο δουκάτο τής Τοσκάνης. Η Κορώνη έπεσε στα χέρια των Ενετών στις 11-12 Αυγούστου 1685 ύστερα από πολιορκία σαρανταεννέα ημερών32 και στη συνέχεια κατέλαβαν το Οίτυλο (Βίτυλο, κάτω από το φρούριο Κελεφάς) και τον Πασσαβά στις δυτικές και ανατολικές ακτές αντίστοιχα τής κεντρικής προεξοχής τού νότιου Μοριά. Οι Ενετοί πήραν επίσης την πόλη τής Καλαμάτας στο βόρειο άκρο τού Κόλπου τής Μεσσηνίας. Τα παλιά κάστρα, χτισμένα πάνω στους λόφους τού Πασσαβά και τής Καλαμάτας, κάστρα των οποίων η κατασκευή ανέτρεχε στις αρχές τού 13ου αιώνα, κατεδαφίστηκαν με εντολές τού Μοροζίνι, αλλά τα ερείπια βρίσκονται ακόμη εκεί, για να θυμίζουν στον ταξιδιώτη το ταραχώδες παρελθόν.
Τον επόμενο χρόνο (1686), μετά τον θάνατο τού Κάρλο ντι Στρασσόλντο, ενώθηκε με τον Μοροζίνι ένας διακεκριμένος Σουηδός στρατιώτης, ο κόμης Όττο Βίλελμ φον Κένιγκσμαρκ, τρίτος γιος τού Γιόχαν Κρίστοφ φον Κένιγκσμαρκ (1600-1663), ο οποίος είχε υπάρξει εξέχουσα φυσιογνωμία στον Τριακονταετή Πόλεμο ως ένας από τούς διοικητές τού Γουσταύου Αδόλφου. Ο Όττο Βίλελμ δέχτηκε ετήσιο μισθό 18.000 δουκάτων για να αναλάβει τη γενική διοίκηση των χερσαίων δυνάμεων τής Δημοκρατίας, τις οποίες αποτελούσαν κυρίως Ιταλοί, Αννοβεριανοί και Σάξωνες, με ορισμένους Σουηδούς, Γάλλους και άλλους. Συνοδευόταν από τη σύζυγό του Καταρίνα Καρλόττα, κόμισσα φον Κένιγκσμαρκ, καθώς και από μεγάλο νοικοκυριό, που περιλάμβανε την κυρία επί των τιμών τής Καταρίνα, την Άννα Άκερχελμ, τής οποίας οι επιστολές και το ημερολόγιο αποτελούν σημαντική πηγή για τη μωραΐτικη και την αθηναϊκή εκστρατεία.33
Ο φον Κένιγκσμαρκ πήρε πλοίο από τη Βενετία στις 13 Απριλίου (1686) και αποβιβάστηκε με γερμανικές ενισχύσεις στην Αγία Μαύρα (Λευκάδα) στις 5 Μαΐου, σε καλή στιγμή για να ξεκινήσει την τρίτη εκστρατεία των Ενετών εναντίον των Τούρκων, και πάλι στον Μοριά. Όταν έφτασαν στις 23 Μαΐου κι άλλες μονάδες από την Ιταλία, ανέλαβε δράση στρατός 10.800 περίπου ανδρών, καταλαμβάνοντας το Παλαιό Ναυαρίνο (Ναβαρίνο Βέκκιο, Ζόνκιο, την αρχαία Πύλο) στις 2 Ιουνίου, χωρίς καμία σχεδόν αντίσταση από την πλευρά τής τουρκικής φρουράς. Δύο βδομάδες αργότερα, στις 15 τού μηνός, οι ενετικές δυνάμεις κατέλαβαν το Νέο Ναυαρίνο (Ναβαρίνο Νουόβο), παρά τη γενναία υπεράσπιση τού λιμανιού από τούς διοικητές του, τούς Τζαφέρ πασά και Μουσταφά πασά. Ο Τούρκος σερασκέρης ή στρατιωτικός διοικητής τού Μοριά, ο Ισμαήλ πασάς, είχε κάνει αναποτελεσματική προσπάθεια επικουρίας τού Ναβαρίνο Νουόβο (στα νότια τού Ναβαρίνο Βέκκιο) και όταν απέτυχε, οι Τζαφέρ και Μουσταφά παραδόθηκαν. Προχωρώντας λίγο προς τα νότια, τα στρατεύματα τού φον Κένιγκσμαρκ περικύκλωσαν το φρούριο τής Μεθώνης (Μοντόν) στις 22 Ιουνίου, ενώ ο Μοροζίνι στριφογύριζε στα ανοιχτά τού νησιού τής Σαπιέντσας.34 Η Μεθώνη υπέκυψε στη δύναμη των χριστιανικών όπλων στις 10 Ιουλίου και τώρα, διαθέτοντας τόσο την Κορώνη όσο και τη Μεθώνη, η Βενετία είχε ανακτήσει τα «κύρια μάτια τής Δημοκρατίας» (oculi capitales Comunis).35
Έχοντας κερδίσει τον νοτιοδυτικό Μοριά, οι Μοροζίνι και φον Κένιγκσμαρκ έστρεφαν την προσοχή τους στα βορειοανατολικά. Στις 29 Ιουνίου (1686) ο δεύτερος κατέλαβε το Άργος, ενώ ο σερασκέρης υποχωρούσε στην Κόρινθο. Στόχος των Ενετών διοικητών ήταν να καταλάβουν το Ναύπλιο (Νάπολι ντι Ρομάνια), σημαντικό και καλά οχυρωμένο λιμάνι. Αντιμετώπισαν σοβαρές δυσκολίες στην επιχείρησή τους για το Ναύπλιο, αλλά ενώ ο σερασκέρης λεγόταν ότι ανέμενε την προέλασή τους στο Λεπάντο (Ναύπακτο) και την Πάτρα, ο φον Κένιγκσμαρκ κατέλαβε το ύψωμα τού Παλαμηδιού, το οποίο δεσπόζει πάνω από το Ναύπλιο. Μη όντας από εκείνους που έχαναν χρόνο, ο Σουηδός στρατιωτικός διοικητής κρατούσε την πόλη κάτω από βαρύ βομβαρδισμό, σύμφωνα με την Άννα Άκερχελμ, με αποτέλεσμα να μαίνεται φωτιά μέσα από τα τείχη της για δεκατέσσερις ημέρες. Ο φον Κένιγκσμαρκ απέκρουσε πολλές επιθέσεις των δυνάμεων τού σερασκέρη καθώς και εξόδους από το Ναύπλιο.
Όμως η επιτυχία των Ενετών εξασφαλίστηκε, όταν στις 6 Αυγούστου (1686) ο φον Κένιγκσμαρκ νίκησε τον σερασκέρη Ισμαήλ κοντά στο Άργος. Ήταν η τελευταία σύγκρουση, στην οποία ο Τούρκος είχε συγκεντρώσει όλες τις διαθέσιμες δυνάμεις του, για να σταματήσει τη χριστιανική προέλαση στον Μοριά. Το άλογο τού φον Κένιγκσμαρκ είχε πυροβοληθεί από κάτω κατά τη διάρκεια τής εμπλοκής, αλλά ανέβηκε αμέσως σε άλλο και συνέχισε τη μάχη. Αν η μέρα αυτή ήταν ευτυχισμένη για τον φον Κένιγκσμαρκ, ήταν επίσης και λυπημένη, γιατί ο ανηψιός του Καρλ Γιόχαν είχε μόλις πεθάνει από την επιδημία που λυμαινόταν τον ενετικό στρατό. Πολλοί άλλοι υπέκυπταν επίσης στις διάφορες ασθένειες που ταλάνιζαν το στράτευμα, όπως έγραφε η Άννα Άκερχελμ στον αδελφό τής Σάμουελ Μάνσσον από το νησί τής Ζακύνθου στις 18 Δεκεμβρίου (1686).36 Η εκστρατεία ήταν πολύ πιο δύσκολη για τούς χριστιανούς στρατιώτες από εκείνη που περιγράφεται μερικές φορές. Παρ’ όλα αυτά με το τέλος τής περιόδου οι ενετικές δυνάμεις, έχοντας καταλάβει διάφορα στρατηγικά λιμάνια και νησιά, είχαν αποκτήσει τον έλεγχο τού μεγαλύτερου μέρους τού Μοριά.
Η εκστρατεία τού 1687 εκπλήρωνε τις υψηλότερες ελπίδες τής Ενετικής Σινιορίας, γιατί οι Μοροζίνι, φον Κένιγκσμαρκ και Μαξ Βίλελμ τού Μπράουνσβαϊκ αναλάμβαναν τώρα την κατοχή όλων των οχυρών τού Μοριά, εκτός από ένα. Όμως η Βενετία και οι Γερμανοί ηγεμόνες πλήρωναν υψηλό τίμημα γι’ αυτή την επιτυχία. Ο πολύγλωσσος στρατός εξακολουθούσε να μαστίζεται από διάφορες ασθένειες, συμπεριλαμβανομένης τής βουβωνικής πανώλης,37 σε τέτοιο βαθμό που ο εκλέκτορας Γιόχαν Γκέοργκ Γ’ τής Σαξωνίας ακύρωσε τελικά το στρατιωτικό του συμβόλαιο με τη Βενετία. Προφανώς 3.350 Σάξωνες είχαν προσληφθεί για υπηρεσία στον Μοριά το 1685. Τη στιγμή που η σύμβαση ακυρώθηκε το 1687 είχαν απομείνει 800, πολλοί από τούς οποίους είχαν σακατευτεί. Κάθε χρόνο χρειάζονταν περισσότεροι στρατιωτικοί μισθοφόροι και κάθε χρόνο έρχονταν. Ο Ιούνιος και οι αρχές Ιουλίου τού 1687 δαπανήθηκαν στη βασική εκπαίδευση στρατού 7.000 ανδρών και στον σχεδιασμό τής επερχόμενης εκστρατείας.38
Στις 23 Ιουλίου το μεγαλύτερο μέρος τού ενετικού στρατού αποβιβάστηκε κοντά στην Πάτρα, νίκησε την τουρκική κύρια δύναμη που παρέμενε στον Μοριά και κατέλαβε αμέσως την πόλη τής Πάτρας, που ήταν σημαντική απόκτηση.39 Στη συνέχεια τα χριστιανικά στρατεύματα κατέλαβαν τα δίδυμα φρούρια τής «Ρούμελης» (Αντίρριο) και τού «Μοριά» (Ρίο) στη βόρεια και νότια ακτή αντίστοιχα τής εισόδου τού Κορινθιακού κόλπου. Ύστερα πήραν το κάστρο τού Λεπάντο, την αρχαία (και σύγχρονη) Ναύπακτο. Οι Τούρκοι έβαλαν φωτιά στην κάτω πόλη τής Κορίνθου πριν εγκαταλείψουν το προφανώς απόρθητο φρούριο τής Ακροκορίνθου. Αποσύρθηκαν επίσης από τα ιστορικά τείχη τού Καστέλ Τορνέζε (Χλεμούτσι) στη βορειοδυτική ακτή τού Μοριά, απέναντι από το νησί τής Ζακύνθου. Η αντίστασή τους στους Ενετούς είχε καταρρεύσει παντού στη χερσόνησο40 και υποχρεώθηκαν να βγουν από τον Μυστρά, την πρωτεύουσα τού παλαιού Βυζαντινού δεσποτάτου τού Μυστρά.
Στη Χριστιανοσύνη ήταν ώρα πανηγυρισμού και πραγματοποιούνταν γιορταστικές εκδηλώσεις σε διάφορες ιταλικές πόλεις, δοξάζοντας τις νίκες τού Καρόλου τής Λωρραίνης επί των Τούρκων, καθώς και εκείνες τού Φραντσέσκο Μοροζίνι. Στις 12 Αυγούστου (1687), όπως σημειώσαμε, ο Λωρραίν είχε επιφέρει συντριπτική ήττα στον κύριο τουρκικό στρατό υπό τον μεγάλο βεζύρη Σουλεϊμάν πασά κοντά στο χωριό Ντάρντα, νότια ακριβώς τού ιστορικού Μόχατς. Μέχρι τις 21 Αυγούστου οι Μοροζίνι και φον Κένιγκσμαρκ είχαν συντρίψει τούς Τούρκους στον Μοριά. Γιόρταζαν στη Ρώμη, τη Φερράρα, την Πάδουα και αλλού.41 Όμως δεν μπορεί να υπάρξει αμφιβολία ότι η επιτυχία τού Λωρραίν κατέστησε δυνατή εκείνη τού Μοροζίνι.
Οι Ενετοί κατείχαν τώρα ολόκληρο τον Μοριά εκτός από τη Μονεμβασία, το κακοτράχαλο νησιωτικό οχυρό στη νοτιοανατολική ακτή τής χερσονήσου. Η Μονεμβασία παρέμεινε στα χέρια των Τούρκων μέχρι το 1690. Ήταν γνωστή ως Μαλβάζια στη Βενετία, όπου το όνομα εξακολουθεί να συνδέεται με πολλές ονομασίες πλωτών (rii) και χερσαίων (calli) οδών στη λιμνοθάλασσα. Ο Μοριάς ήταν εξαθλιωμένη χώρα, αλλά οι κάτοικοι αποκόμιζαν κάποια έσοδα από την εξαγωγή σταφίδας, αμύγδαλων, φρούτων, ελαιόλαδου και καπνού. Όμως το κρασί «Μαλβάζια» ήταν κατά πάσα πιθανότητα το κύριο μωραΐτικο προϊόν για το οποίο ενδιαφερόταν ο έξω κόσμος. Η Μονεμβασία και το κρασί ήσαν γνωστά ως «Μάλμζυ» (Malmsey) στην Αγγλία, όπου το κρασί ήταν δημοφιλές για αιώνες, πολύ πριν από το έτος 1478, όταν λέγεται ότι έπνιξαν τον δούκα Τζωρτζ τού Κλάρενς, τον αδελφό τού βασιλιά Εδουάρδου Δ’, σε ένα «βαρέλι κρασιού Μάλμζυ» στον Πύργο τού Λονδίνου.42
<-8. Τουρκο-ενετικές σχέσεις (1670-1683) και η τουρκική πολιορκία τής Βιέννης | 10. Ο Φραντσέσκο Μοροζίνι, η εισβολή στην Αττική και η καταστροφή τού Παρθενώνα-> |