08. Τουρκο-ενετικές σχέσεις (1670-1683) και η τουρκική πολιορκία τής Βιέννης

<-7. Η πρεσβεία τού Αλβίζε ντα Μολίν στην Πύλη. Η αποτυχία των Γάλλων στον Χάνδακα. Η παράδοση τής πόλης από τον Μοροζίνι 9. Οι κατακτήσεις των Αυστριακών στην Ουγγαρία. Η εξέγερση τού τουρκικού στρατού.Οι Ενετοί στον Μοριά (1684-1687)->

8
Τουρκο-ενετικές σχέσεις (1670-1683) και η τουρκική πολιορκία τής Βιέννης

Image Image

Μετά την παράδοση τού Χάνδακα από τον Φραντσέσκο Μοροζίνι στους Τούρκους, υπήρξε δύσκολη ειρήνη μεταξύ Βενετίας και Πύλης. Κράτησε για δεκαπέντε περίπου χρόνια. Ο δόγης και η Γερουσία συνέχιζαν να στέλνουν επιστολές με την τρέχουσα επικαιρότητα και με οδηγίες προς τον Αλβίζε ντα Μολίν ως «έκτακτο πρεσβευτή στην Κωνσταντινούπολη» (ambasciator estraordinario a Costantinopoli) κατά τη διάρκεια τού έτους 1670 και μεγάλου μέρους τού 1671. Στις 22 Αυγούστου (1671) το σχέδιο επιστολής τού δόγη προς τον Μολίν αναγνώριζε την παραλαβή στη Βενετία τής 153ης αναφοράς που είχε στείλει στη Σινιορία από τον διορισμό του ως έκτακτος πρεσβευτής στην Πύλη.1 Στις αρχές όμως τού 1671 ο Τζιάκομο Κουρίνι, διακεκριμένος ευγενής, εξελέγη και αποδέχθηκε την τρομερή θέση τού βαΐλου στον Βόσπορο,2 αλλά πάντοτε έπαιρνε στους πρεσβευτές και βαΐλους πολύ χρόνο, μέχρι να φύγουν από τη Βενετία και να πάνε σε μακρινές αποστολές.

Αναπόφευκτα οι αναφορές των πρεσβευτών περιέχουν σημαντικά καθώς και ασήμαντα στοιχεία, αλλά και τα μεν και τα δε βοηθούν στην απεικόνιση των προβλημάτων και τής ζωής ενός πρεσβευτή τού 17ου αιώνα. Για παράδειγμα σε επιστολή τους προς τον Μολίν στις 15 Φεβρουαρίου 1670, ο δόγης και η Γερουσία θρηνούσαν για ναυάγιο με πολλούς νεκρούς και για την «απώλεια χρημάτων και πολλών ενδυμάτων, που ήσαν ήδη ετοιμασμένα για δώρα στην Πύλη» (perdita di danaro et molte robbe già allestite per il regallo alla Porta), πράγμα που θα προκαλούσε κάποια καθυστέρηση στην παράδοση δώρων στους πασάδες, δραγουμάνους και άλλους στην Ισταμπούλ, αλλά «προχωρούμε με κάθε επιμέλεια και πάλι, για να παράσχουμε οτιδήποτε χρειάζεται και σε λίγες ημέρες όλα θα είναι έτοιμα για να φορτωθούν στο πλοίο».3 Ίσως δεν πρόκειται για ιδιαίτερα σημαντικές πληροφορίες για ένα σύγχρονο ιστορικό. Ναυάγια και απώλειες ανθρώπινης ζωής συνέβαιναν παντού στη Μεσόγειο. Όμως αυτό το ναυάγιο ήταν προφανώς σημαντικό για τη Σινιορία και τον ανήσυχο Μολίν.

Προφανούς σημασίας ήταν όμως η κατάσταση των χριστιανών στα Χανιά ύστερα από την τουρκική κατάληψη τού λιμανιού. Ο Μολίν έχει περιγράψει εν συντομία τα δεινά τους για εμάς σε αναφορά με ημερομηνία 3 Μαΐου 1670, την οποία έστειλε στην Ενετική Σινιορία: «Στα Χανιά ο βεζύρης έχει επιβάλει μεγάλες κακουχίες στους λίγους εκείνους χριστιανούς που έχουν παραμείνει εκεί, γιατί έχει κατασχέσει όλα τα σπίτια και τις περιουσίες τους, … επιτρέποντάς τους να χτίσουν κατοικίες μόνο στα χωριά που υπήρχαν στις παρυφές τής πόλης πριν από τον πόλεμο».4

Χρονολογημένα έγγραφα δείχνουν ότι ο Μολίν βρισκόταν ακόμη στον Χάνδακα στις 25 Μαΐου (1670), στη Χίο στις 4 Ιουνίου, στο Πέρα (Ισταμπούλ) στις 24 Ιουνίου και στον δρόμο προς την Αδριανούπολη (Εντίρνε) στις 20 Ιουλίου. Λίγες ημέρες αργότερα, στις 3 Αυγούστου 1670, έγραφε αναφορά από την Αδριανούπολη. Καθώς ο Μολίν πήγαινε στο Πέρα την άνοιξη, ανησυχούσε για «τους κινδύνους τής πανούκλας».5 Είχε βρει και εύρισκε δύσκολο τον ρόλο του ως πρεσβευτής στους Τούρκους και δεν επρόκειτο να ξαναδεί ποτέ την αγαπημένη του Βενετία, γιατί πέθανε στην Ισταμπούλ τον Αύγουστο τού 1671.

Σοβαρή ασθένεια κατέβαλλε τον Μολίν. Στις 30 Αυγούστου (1670) έγραφε στη Σινιορία από την Αδριανούπολη για την «ατυχή κατάσταση τής υγείας μου». Δεν μπορούσε, έλεγε, να χωνέψει ούτε το ελαφρύτερο γεύμα, δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Είχε χάσει εντελώς την όρεξή του, ήταν κουρασμένος και αδύναμος, είχε καταντήσει πετσί και κόκκαλο. Κατά τη διάρκεια των τελευταίων ημερών υπέφερε από αφόρητους πόνους στον βραχίονα και στο δεξί του χέρι (che per tre giorni e tre noti mi ha portato insofforibili dolori). Είχε ελπίσει ότι τελικά ένας «εξαερισμός τής φύσης» θα τού έφερνε κάποια ανακούφιση, αλλά τα πάντα είχαν επιδεινωθεί. Είχε εναποθέσει τις ελπίδες του στην επιστροφή στην Ισταμπούλ, «για ένα μήνα σε κάποιο μικρό σπίτι στη Μαύρη Θάλασσα, όπου ο αέρας είναι ο απαιτούμενος για την επιμελή εκκαθάριση (ασθενειών) και για να ελευθερώσω τον εαυτό μου από κάθε ευθύνη, αφήνοντας τον γενναίο χαρακτήρα τού γραμματέα Καπέλλο να φροντίσει τα βάρη τής θέσης τού βαΐλου αυτή την περίοδο». Έλπιζε για κάποια ανάπαυλα από τις ασθένειες του, αλλά η αποκατάσταση τής υγείας του θα ήταν αδύνατη, «όπως μού έχουν υπογραμμίσει οι γιατροί».

Ο Μολίν χρειαζόταν ξεκούραση. Η κράση του είχε καταβληθεί εντελώς. Έχοντας χάσει το σθένος του, κατέρρεε κάτω από κάθε βάρος που έμπαινε πάνω του. Η θέση τού βαΐλου, τα καθήκοντα τής οποίας ασκούσε, απαιτούσε δύναμη σώματος και μυαλού. Βλέποντας τον θάνατο (eccidio) αναπόφευκτο στη συνέχιση των πολλαπλών καθηκόντων του, είχε συμφωνήσει να υποβληθεί σε εκείνες τις ακραίες συνταγές, που θα μπορούσαν να παράσχουν θεραπεία στα ακραία δεινά του. Όπως έγραφε στον δόγη, έπρεπε να αρνηθεί το αξίωμα τού βαΐλου στην Πύλη, «το οποίο το καλοκάγαθο δημόσιο μού έχει αναθέσει πέρα από κάθε αξία μου». Ο θρήνος τού Μολίν δεν ήταν ότι είχε χάσει τη δύναμη για ζωή στην υπηρεσία τής Σινιορίας στη χώρα τού Τούρκου, αλλά ότι είτε θα πέθαινε εκεί ή δεν θα ήταν πια σε θέση να υπηρετήσει το κράτος σε κάποιο αξιόλογο ζήτημα.6

Παρ’ όλα αυτά ο Μολίν συνέχιζε πιστά τα καθήκοντά του ως πρεσβευτής παρά την κακή του υγεία και τη γενική του δυσαρέσκεια. Την 1η Σεπτεμβρίου (1670) αναγνώριζε την παραλαβή των επιστολών τού δόγη τής προηγούμενης 21ης Ιουνίου και 11ης Ιουλίου. Απαντώντας έγραφε ότι είχε υποβάλει στον μεγάλο βεζύρη Κιοπρουλού το αίτημα τής Δημοκρατίας για ελάφρυνση των επαχθών δασμών που επιβάλλονταν σε εμπορεύματα που στέλνονταν από τη Βενετία, επιδιώκοντας κυρίως τη μείωση τού εισαγωγικού δασμού από 5 σε 3 τοις εκατό, φέρνοντάς την σε συμμόρφωση με εκείνο που πλήρωναν κάποια άλλα έθνη. Είχε όμως ασχοληθεί με το θέμα προσεκτικά, χωρίς να προσπαθεί να ασκήσει την παραμικρή πίεση στον μεγάλο βεζύρη και χωρίς να δεσμεύεται με οποιονδήποτε τρόπο. Ο Μολίν είχε επίσης προσεγγίσει τον ντεφτερντάρ, τον υπουργό οικονομικών τού σουλτάνου, εξηγώντας ότι η μείωση τού υπερβολικού κόστους τού ενετικού εμπορίου με την Πύλη θα αύξανε τον όγκο των συναλλαγών και έτσι θα αύξανε τα εμπορικά εισοδήματα τού σουλτάνου. Ο ντεφτερντάρ υποσχόταν να εξετάσει το θέμα με τον μεγάλο βεζύρη, «όπως πιστεύω ότι έχει κάνει».

Σε κάθε περίπτωση ο Μολίν έβλεπε μικρή πιθανότητα να γίνει στη Βενετία η παραχώρηση που είχε ζητήσει, γιατί έπρεπε να περιμένουν και να δουν το αποτέλεσμα των επικείμενων διαπραγματεύσεων των Τούρκων με τούς Γάλλους. Ο δόγης είχε ενημερώσει τον Μολίν ότι ο μαρκήσιος Σαρλ ντε Νουαντέλ είχε αναχωρήσει από το Παρίσι μαζί με Τούρκο απεσταλμένο για να έρθει στην Ισταμπούλ, «για να διαμείνει με την ιδιότητα εγκατεστημένου σε αυτή την Πύλη» (a rissiedere in qualità di ressidente a questa Porta). Ο Νουαντέλ θα ζητούσε επιβεβαίωση ότι οι Γάλλοι έμποροι θα πλήρωναν τελωνειακό δασμό τρία αντί για πέντε τοις εκατό, αλλά κατά τον Λουδοβίκο ΙΔ’ αυτό ήταν δευτερεύον θέμα.

Ο κύριος λόγος τής άφιξης τού Νουαντέλ στην Ισταμπούλ, αν και ο Μολίν δεν το λέει αυτό, ήταν η αποκατάσταση τής παλαιάς γαλλο-τουρκικής φιλίας, που είχε υποφέρει πολύ λόγω τής υποστήριξης τής Βενετίας από τούς Γάλλους στον πρόσφατο πόλεμο τού Χάνδακα. Ο Μολίν διαβεβαίωνε τον δόγη ότι θα παρέμενε σε εγρήγορση, όχι μόνο για να μάθει τον βασικό σκοπό τής αποστολής τού Νουαντέλ και τις εντολές που είχε αυτός, αλλά επίσης για να μάθει με κάθε λεπτομέρεια ποια αιτήματα επρόκειτο να υποβάλει στην Πύλη. Τον Μολίν είχε καθησυχάσει η διαβεβαίωση τού δόγη για τις καλές προθέσεις τού Νουαντέλ απέναντι στη Βενετία και η Σινιορία ήταν βέβαιη για την πλήρη συνεργασία τού Μολίν με τον νέο πρέσβη τής Γαλλίας, στον βαθμό που το επέτρεπαν οι τρέχουσες συνθήκες.7

Τρεις ημέρες αργότερα, στις 4 Σεπτεμβρίου (1670), ο Μολίν έγραφε στον δόγη και τη Γερουσία από την Αδριανούπολη ότι οι κύριοι υπουργοί τής Πύλης οργάνωναν ακόμη «δεξιώσεις στους αγρούς» προς τιμήν τού σουλτάνου Μεχμέτ Δ’. Μόνο ηγετικές φυσιογνωμίες όπως ο μεγάλος βεζύρης, ο καϊμακάμης, ο ντεφτερντάρ, ο μουφτής και μερικοί άλλοι από τον μικρό εσωτερικό κύκλο (li soli della stretta Consulta) συμμετείχαν σε αυτές τις γιορτές. Ήσαν η κυρίαρχη ελίτ, που έπαιρνε τις αποφάσεις για ειρήνη ή πόλεμο. Καϊμακάμης ήταν ο Καρά Μουσταφά πασάς. Θα γινόταν διάσημη (ή κακόφημη) φυσιογνωμία στην οθωμανική ιστορία. Ο «Μαύρος» Μουσταφά ήταν ευνοούμενος τού σουλτάνου και παρεμπιπτόντως κουνιάδος τού Αχμέτ Κιοπρουλού. Ο Μολίν διατηρούσε κάποιες αμφιβολίες για τις συνολικές προοπτικές για ειρήνη, επειδή είχαν δοθεί από την Ισταμπούλ επείγουσες εντολές για χύτευση κανονιών στο Κάιρο, για παραγωγή πυρίτιδας στο Βελιγράδι, για βόμβες και χειροβομβίδες στη Μπάνια Λούκα, «καθώς και για κάθε άλλο στοιχείο αναγκαίο για χερσαίο πόλεμο». Ήταν δύσκολο να αποκτήσει γνώση των συζητήσεων και αποφάσεων αυτής τής μικρής ομάδας.

Ο Μολίν είχε μάθει όμως ότι ο σουλτάνος φερόταν αποφασισμένος να προχωρήσει σε πόλεμο «και αυτός θα είναι στην Ευρώπη», αλλά σε ποιο μέρος τής Ευρώπης; Σε κάθε περίπτωση ο βεζύρης, ο ντεφτερντάρ και ο καϊμακάμης προσπαθούσαν να πείσουν τον σουλτάνο, να μη μπει ο ίδιος στο πεδίο τής μάχης με τον στρατό. Όταν ο σουλτάνος συνόδευε τα στρατεύματα, προέκυπταν οικονομικά προβλήματα. Θα χρειαζόταν τεράστιο χρηματικό ποσό σε χρυσάφι για τα «έκτακτα δώρα» που έπρεπε να δίνονται στις «πολιτοφυλακές», όταν ο σουλτάνος πήγαινε μαζί τους. Ήταν επίσης πολύ δαπανηρή η διατήρηση τής αξιοπρέπειας τής αυτοκρατορικής παρουσίας στην στρατιωτική κατασκήνωση.

Επιπλέον τα προσωπικά συμφέροντα τού μεγάλου βεζύρη και τού ντεφτερντάρ ήσαν τέτοια, ώστε να τούς κάνουν να θέλουν να κρατούν ασφαλή απόσταση από τον σουλτάνο, για να αποφεύγονται οι κίνδυνοι κακής κρίσης. Ο καϊμακάμης Καρά Μουσταφά πασάς και οι άλλοι θα ήθελαν να μείνουν με τον σουλτάνο, όσο θα έμενε μαζί του και ο μεγάλος βεζύρης. Επειδή όμως και αυτοί ήθελαν να κρατήσουν τον σουλτάνο μακριά από το πεδίο τής μάχης, «ενώθηκαν όλοι, για δική τους ικανοποίηση, οι υπουργοί από τούς οποίους εξαρτιόταν για τη λειτουργία ολόκληρου τού μηχανισμού αυτής τής μεγάλης αυτοκρατορίας».

Το σημαντικό γεγονός ήταν ότι ο σουλτάνος, «ερωτευμένος με το όμορφο κυνήγι σε αυτά τα περίχωρα» (της Αδριανούπολης), αναμφίβολα θα έμενε εκεί άνετα, υπό τον όρο ότι δεν θα αναγκαζόταν να πάει στην Ισταμπούλ, όπως θα συνέβαινε αν είχε ήδη αποφασιστεί πόλεμος. Αν εξακολουθούσε να υπάρχει ειρήνη, ο μεγάλος βεζύρης, ο οποίος ήθελε να απαλλαγεί από τον ζυγό τής αυλής και τού σουλτάνου, ήταν σχεδόν βέβαιο ότι θα έφευγε την άνοιξη για το Βελιγράδι. Δεν πρότεινε να προχωρήσουν σε πόλεμο εναντίον κάποιου ηγεμόνα, όταν θα ερχόταν η εποχή για εκστρατεία, «όχι όσο οι δυνάμεις δεν είναι αρκετά ισχυρές για να ξεκινήσουν μεγάλη επιχείρηση».

Σύμφωνα με τον Μολίν, εκπρόσωποι τής «αυτοκρατορίας τής Πολωνίας» διέδιδαν την στομφώδη φήμη στην Αδριανούπολη ότι οι άρχοντές τους ήσαν οπλισμένοι δυνατά στα σύνορα και «στέκονταν με το σπαθί στο χέρι», περιμένοντας την ευκαιρία να επεκτείνουν τη δόξα των πολωνικών όπλων. Εκείνη τη στιγμή δεν υπήρχε φόβος τουρκικής εισβολής στην Πολωνία και οι Πολωνοί προφανώς έλπιζαν ότι αυτή η προπαγάνδα θα απέτρεπε τούς Τούρκους από τέτοιο εγχείρημα. Τα ψήγματα ειδήσεων που μετακυλούσε ο Μολίν στην Eνετική Σινιορία δεν είναι μόνο ενδιαφέροντα, αν ξέρει κανείς κάτι για το ιστορικό υπόβαθρο, αλλά μερικές φορές συναρπαστικά και πολύτιμα, όπως όταν πρόκειται για τα δεινά τού «ηγεμόνα» Φέρεντς Α’ Ράκοζυ το 1670. Ο Ράκοζυ, ο οποίος παρέπαιε στην Ουγγαρία, πίεζε τον Μιχαήλ Α’ Αμπάφι, τον ηγεμόνα τής Τρανσυλβανίας (1661-1690), να τού προσφέρει ασφαλές καταφύγιο, αλλά ο Αμπάφι, όργανο των Τούρκων, τού αρνιόταν την πρόσβαση στην Τρανσυλβανία, για να μην εμπλακεί με τούς Αψβούργους.

Ο Ράκοζυ είχε εμπλακεί στη συνωμοσία εναντίον τού αυτοκράτορα Λεοπόλδου Α’, την οποία είχε υποκινήσει πριν από λίγα χρόνια ο Ούγγρος παλατινός Φέρεντς Βεσσελένυϊ (πεθ. 1667). Η συνωμοσία είχε αναμφίβολα προκληθεί εν μέρει από την τουρκο-αυστριακή συνθήκη τού Βάζβαρ (της 10ης Αυγούστου 1664), την οποία οι Ούγγροι δικαίως θεωρούσαν ως προδοσία τής χώρας τους.

Ο Φέρεντς Ράκοζυ ήταν απελπισμένος. Είχε στείλει πρόσφατα προσφορά στους Τούρκους, να προσπαθήσει να τούς μεταβιβάσει τα φρούρια που κατείχαν οι αυτοκρατορικοί, υπό την προϋπόθεση ότι η Πύλη θα τον έκανε ηγεμόνα τής Τρανσυλβανίας. Δίνοντας προσοχή στην προσφορά τού Ράκοζυ, οι Τούρκοι ήσαν διατεθειμένοι για μια στιγμή να καθαιρέσουν τον Αμπάφι, αλλά δεν το έκαναν. Ο Ράκοζυ θα ήταν ο μόνος εξέχων συνωμότης τού οποίου χαρίστηκε η ζωή, χάρη στην καταβολή μεγάλου ποσού λύτρων και την παρέμβαση τής μητέρας του Σοφίας Μπάτορυ, που ασκούσε επιρροή. Στο μεταξύ οι φήμες ήσαν έντονες, «αλλά δεν υπάρχει βέβαια καμία οριστική απόφαση μέχρι τώρα και μπορεί κανείς να πιστεύει ότι επί τού παρόντος ο ίδιος ο Ράκοζυ μπορεί να βρίσκεται στα χέρια των αυτοκρατορικών».

Οι Τούρκοι βρίσκονταν σε διαπραγματεύσεις με φιλικό τρόπο με τούς Σουηδούς, πράγμα που θα μπορούσε να αποδειχθεί καλό για την Πολωνία και τη Γερμανία. Οι Βόσνιοι ήσαν αγανακτισμένοι από τις ενετικές κτήσεις στη Δαλματία. Αριθμός από αυτούς υπηρετούσαν στο σεράι και στην αυλή. Είχαν κάποια επιρροή στην τουρκική πολιτική. Δεν ήθελαν να δουν την ενετο-τουρκική συνθήκη να διαρκεί για πολύ χρόνο, ούτε να δουν τον σουλτάνο να υποφέρει από το γεγονός ότι «πολλά μέρη που είχαν τζαμιά έπρεπε να παραμείνουν στα χέρια τής Γαληνότητάς σας». Τέτοια ήσαν τα αποσπάσματα των ειδήσεων, που ο δόγης και η Γερουσία μπορούσαν να μαζέψουν από την αναφορά Μολίν τής 4ης Σεπτεμβρίου (1670).

Μετά την επιστροφή του στην Ισταμπούλ, αν ο Παντοδύναμος τον λυπόταν τόσο, ώστε να μπορέσει να φτάσει εκεί, ο Μολίν διαβεβαίωνε τον δόγη και τη Γερουσία ότι θα φρόντιζε να εξετάσει τούς ναύσταθμους και να ρωτήσει αν οι Τούρκοι ήσαν απασχολημένοι φτιάχνοντας γαλέρες, γιατί αν δεν αποκαθιστούσαν την αρμάδα τους, δεν μπορούσε να υπάρχει πειστική απόδειξη ότι σχεδίαζαν να παραβιάσουν την ειρήνη. Σε λίγες εβδομάδες ο σουλτάνος θα έβγαινε για κυνήγι και θα έμενε μακριά ολόκληρο τον χειμώνα. Θα πήγαινε μαζί του ο καϊμακάμης. Ο μεγάλος βεζύρης θα παρέμενε στην Αδριανούπολη με την αυλή, προκειμένου να φροντίζει τις ανάγκες τής κυβέρνησης.8

Τέσσερις μήνες πριν από τη μακροσκελή αναφορά τού Μολίν τής 4ης Σεπτεμβρίου (1670), ο Τζωρτζ Έτερετζ, γραμματέας τού Άγγλου πρέσβη Σερ Ντάνιελ Χάρβεϋ (και παρεμπιπτόντως αξιόλογος δραματουργός), έστελνε στον Τζόζεφ Ουίλλιαμσον στο Ουάιτχωλ λεπτομερή απολογισμό των συνθηκών στην Πύλη. Στα μεταγενέστερα χρόνια ο Σερ Τζωρτζ θα υπηρετούσε την αγγλική μοναρχία στο Ρέγκενσμπουργκ. Τώρα έγραφε στον Ουίλλιαμσον ότι ο σουλτάνος Μεχμέτ Δ’ ήταν τριάντα περίπου ετών. (Είχε ανέβει στον οθωμανικό θρόνο ως παιδί το 1648.) Ο Μεχμέτ ήταν μεσαίου αναστήματος, σύμφωνα με τον Έτερετζ, «άπαχος και με μακρύ πρόσωπο». Τον τελευταίο καιρό άφηνε «τρίχες να αναπτύσσονται στο πηγούνι του. Η επιδερμίδα του ήταν σκούρα καστανή». Αν και ο Έτερετζ δεν εύρισκε την εμφάνισή του δυσάρεστη, ο Μεχμέτ γενικά θεωρούνταν άσχημος. Θρησκευτικός φανατικός, ήταν παθιασμένος λάτρης τού κυνηγιού: «Η κούραση που υφίσταται σε αυτό είναι σχεδόν απίστευτη. Μεγάλος αριθμός φτωχών ανθρώπων μαζεύονται για να τον παρακολουθήσουν και πολλοί από αυτούς χάνονται στην ύπαιθρο από την πείνα και το κρύο, πράγμα το οποίο έχει κυρίως προκαλέσει το μίσος των υπηκόων του».

Ο Έτερετζ δήλωνε όμως ότι ο Μεχμέτ ήταν μετριοπαθής σε όλες τις άλλες διασκεδάσεις του και αφοσιωμένος στη «χασεκή» του, την ερωμένη του να το πω έτσι, «ενώ δεν είναι δοσμένος σε αυτά τα αφύσικα βίτσια για τα οποία έχει συκοφαντηθεί». Η σουλτάνα καταγόταν από τον Χάνδακα. Παρά το γεγονός ότι ο Έτερετζ πίστευε ότι οι γυναίκες τού χαρεμιού είχαν έλλειψη φινέτσας, η σουλτάνα μπορούσε να ασκήσει «τις λίγες τέχνες της, για να εξασφαλίσει την αγάπη τού σουλτάνου της». Μάλιστα μπορούσε να «λιποθυμά από ευχαρίστηση». Η σουλτάνα είχε δώσει στην αυτοκρατορική του υψηλότητα ένα γιο και μια κόρη. … Το μυστικοσυμβούλιο τού Μεγάλου Άρχοντα αποτελούσαν πέντε μόνο άτομα,

ο ευνοούμενος [Κούλογλου], ο καϊμακάμης τής Πύλης, ο μουφτής Βάνι εφέντης, διάσημος Άραβας ιεροκήρυκας και ένας από τούς πασάδες τού ντιβανιού (μετρώντας και τον μεγάλο βεζύρη ήσαν πέντε), όπου οι περισσότεροι από τούς μεγάλους άνδρες είναι με τον βεζύρη, ο οποίος είναι απασχολημένος στον Χάνδακα. … Το όνομα αυτού τού καϊμακάμη είναι Μουσταφά πασάς. Στο παρελθόν ήταν καπουδάν πασάς ή ναύαρχος των γαλερών και έχει παντρευτεί την αδελφή τού βεζύρη. Όμως αυτή η συμμαχία δεν τούς αποτρέπει από μυστικές άμιλλες και μίση, ενώ θεωρείται ότι ο καϊμακάμης θα αμφισβητήσει την υπέρ του εύνοια τού Μεγάλου Άρχοντα όταν επιστρέψει. Λένε ότι ο βεζύρης δεν ξεπερνά την ηλικία των τριανταδύο ετών. Είναι μεσαίου αναστήματος και έχει καλό μυαλό. Είναι συνετός και δίκαιος και όχι διεφθαρμένος από τα χρήματα, τη γενική διαστροφή αυτής τής χώρας, ούτε έχει την τάση για σκληρότητα όπως ο πατέρας του. Ο καϊμακάμης είναι σαρανταπέντε περίπου ετών, ευφραδής, πανούργος, διεφθαρμένος και μεγάλος υποκριτής. Κολακεύει τον Μεγάλο Άρχοντα στα ενδιαφέροντά του και τον συνοδεύει πάντοτε στο κυνήγι του, ταλαιπωρία την οποία τίποτε δεν θα τον έκανε να αναλάβει, εκτός από την υπερβολική φιλοδοξία και το συμφέρον…9

Ο Βάνι εφέντης, ο «διάσημος Άραβας ιεροκήρυκας», ήταν προφανώς φίλος και έμπιστος τού καϊμακάμη Καρά Μουσταφά πασά και θα πήγαινε μαζί του το 1683 στην εκστρατεία που θα έθετε τη Βιέννη υπό ανεπιτυχή πολιορκία.

Ο Τζόζεφ Ουίλλιαμσον κρατιόταν καλά ενημερωμένος για τις γελοιότητες τού Μεχμέτ Δ’ και τις υποθέσεις τής Πύλης. Στις 5 Σεπτεμβρίου (1670) ο πρέσβης Σερ Ντάνιελ Χάρβεϋ έγραφε στο Ουίλλιαμσον από «το Βελιγράδι», χωριό κοντά στη Μαύρη Θάλασσα, στο οποίο οι Άγγλοι και άλλοι δυτικοί αναζητούσαν αλλαγή από τη μερικές φορές δυσάρεστη ατμόσφαιρα τής Ισταμπούλ:

Δεν έχω κάτι περισσότερο να προσθέσω σε αυτά που σάς έγραψα τελευταία, μόνο ότι ο Μεγάλος Άρχοντας, επιθυμώντας να δει με ποιο τρόπο λειτουργούσαν οι νάρκες, ζήτησε πρόσφατα να φτιαχτεί μια νάρκη κοντά στην Αδριανούπολη και διέταξε να ανατιναχθούν με αυτήν στον αέρα τριάντα ένοχα και καταδικασμένα άτομα. Η διαστροφή αυτή τον ικανοποίησε τόσο πολύ, που αποφάσισε να την επαναλάβει με μεγαλύτερη νάρκη και μεγαλύτερο αριθμό τέτοιων ατόμων.

Ύστερα από κήρυγμα πριν από λίγο καιρό τού Βάνι εφέντη, τού διάσημου Άραβα ιεροκήρυκα, κατεδαφίστηκαν εδώ όλες οι ταβέρνες, τα βαρέλια σπάστηκαν σε κομμάτια, το κρασί χύθηκε και απαγορεύτηκε η παραγωγή και πώλησή του στο μέλλον, με ποινή όχι μικρότερη από τον απαγχονισμό ή την υπηρεσία στα κουπιά στις γαλέρες, πράγμα που έχει προκαλέσει μεγάλη αναστάτωση εδώ σε πολλές χιλιάδες φτωχούς ανθρώπους και άλλους που εξαρτιούνταν από αυτό.

Εδώ υπάρχουν ακόμη διαβουλεύσεις σχετικά με τον πόλεμο, αν και το αποτέλεσμά τους είναι αβέβαιο. Ακούω όμως ότι ο μεγάλος βεζύρης στη συνθήκη του με τον Ενετό βαΐλο έχει απαιτήσει την Κλίσσα και μια άλλη πόλη στη Δαλματία, προσποιούμενος ότι δεν είχαν συμπεριληφθεί στις διομολογήσεις, ενώ λέει ότι αν δεν τού δοθούν, θα ανανεώσει τον πόλεμο την ερχόμενη άνοιξη…10

Η τουρκική εισβολή στην Πολωνία, την οποία ο Μολίν είχε υπαινιχθεί στην αναφορά τού τής 4ης Σεπτεμβρίου 1670, θα γινόταν λιγότερο από δύο χρόνια αργότερα. Ο Χάρβεϋ περιέγραφε τις τεράστιες τουρκικές προετοιμασίες σε αναφορά τής 1ης Ιουλίου 1672.11 Ο πόλεμος θα διαρκούσε μέχρι τη συνθήκη τού Ζουράβνο, που υπογράφηκε στις 16 Οκτωβρίου 1676, με την οποία οι Τούρκοι αναλάμβαναν την κατοχή τής από καιρό διεκδικούμενης Ποντόλια και τής πολωνικής Ουκρανίας.12 Υποφέροντας αντιξοότητες εναντίον των Πολωνών, όπως είχε υποφέρει εναντίον των Αυστριακών και των Ενετών, για μια ακόμη φορά ο μεγάλος βεζύρης Αχμέτ Κιοπρουλού ανέβηκε στην κορυφή, αλλά η επιτυχία του έφερε τούς Τούρκους σε πολύ στενή επαφή με τούς Ρώσους, οι οποίοι σύντομα θα καταλάμβαναν το μεγαλύτερο μέρος τής Ουκρανίας.

Στο μεταξύ η Αγγλία και η Γαλλία είχαν ενώσει τα χέρια με τη συνθήκη τού Ντόβερ (τον Μάιο τού 1670), αλλά η εμπορική αντιπαλότητα μεταξύ των Γάλλων εμπόρων και τής αγγλικής Εταιρείας Ανατολικής Μεσογείου συνεχιζόταν με αμείωτο ρυθμό. Ο Σερ Ντάνιελ Χάρβεϋ, αν και καλός φίλος τού αλλοπρόσαλλου μαρκησίου ντε Νουαντέλ, διατηρούσε την έντονη αντίθεσή του στις απόπειρες τού Νουαντέλ να βελτιώσει τη γαλλική θέση στην Πύλη. Τα προβλήματα σιγόβραζαν στην Ευρώπη. Θα είχαν την επίδρασή τους στην Πύλη, αλλά ο Χάρβεϋ δεν θα το έβλεπε. Στις 27 Αυγούστου 1672 ο γραμματέας του, ο Τζων Νιούμαν, έγραφε στον κόμη τού Άρλινγκτον από το χωριό τού «Βελιγραδίου»:

Έχοντας παραμείνει γραμματέας τής Εξοχότητάς του, τού άρχοντα πρεσβευτή Χάρβεϋ, κατά τη διάρκεια τής πρεσβείας του, θεωρώ ιδιαίτερό μου καθήκον να ενημερώσω την Εξοχότητά σας ότι χτες τη νύχτα (γιατί αυτό ευχαριστούσε τον Θεό) πέθανε από πυρετό, την έκτη μέρα τής ασθένειάς του, εδώ στο εξοχικό του σπίτι, δέκα μίλια από την Ισταμπούλ…13

Αυτό είχε συμβεί, όταν τον Νοέμβριο (1672) ο Κάρολος Β’ ενημέρωνε τον μεγάλο βεζύρη Αχμέτ Κιοπρουλού ότι

έχοντας λάβει ειδοποίηση για τον θάνατο τού Σερ Ντάνιελ Χάρβεϋ, τού πρεσβευτή μας …. έχουμε κάνει την επιλογή τού φέροντος την παρούσα, έμπιστού μας και καλά αγαπημένου υπηρέτη Σερ Τζων Φιντς, ιππότη, κύριου ευγενούς τής αυλής μας και ενός από τούς συμβούλους μας για ζητήματα που αφορούν τις αποικίες και τις φυτείες μας στο εξωτερικό, ως άνθρωπο ο οποίος, με την απασχόλησή του εκ μέρους μας και για πολλά χρόνια σε αυλές διαφόρων ξένων ηγεμόνων, κρίνουμε ότι είναι ιδιαίτερα καταρτισμένος για να διαδεχθεί τον εν λόγω Σερ Ντάνιελ Χάρβεϋ…14

Το 1672 ο Λουδοβίκος ΙΔ’ πήγε σε πόλεμο για δεύτερη φορά, με σκοπό να καταστρέψει τις Γενικές Τάξεις (States General) τής Ολλανδίας, αλλά σύντομα οι στρατηγοί του θα χρειαζόταν να αντιμετωπίσουν όχι μόνο τούς Ολλανδούς, αλλά και εκείνους τού Βρανδεμβούργου, καθώς και τούς Αυστριακούς και τούς Ισπανούς. Ο πόλεμος έληξε με τις διάφορες συνθήκες τού Ναϊμέγκεν και με εκείνη τού Σαιν Ζερμαίν-αν-Λαι το 1678-1679. Κατά τη διάρκεια αυτής τής περιόδου ο νεαρός μεγάλος βεζύρης Αχμέτ Κιοπρουλού έχασε τη ζωή του (στις αρχές Νοεμβρίου 1676). Τον διαδέχθηκε ο κουνιάδος του, ο αλαζονικός και ανίκανος καϊμακάμης Καρά Μουσταφά πασάς. Στο μεταξύ, ως συνήθως (come al solito), οι Ενετοί είχαν προβλήματα με τούς Τούρκους, ιδιαίτερα στη Βοσνία (με τον νέο πασά το 1670) και, πάνω απ’ όλα, στο χωριό τού Ρίζαν στο νοτιοδυτικό τμήμα τού Μαυροβουνίου (το 1671), για το οποίο ο Αχμέτ Κιοπρουλού ισχυριζόταν ότι οι Ενετοί το είχαν οχυρώσει κατά παράβαση τής συνθήκης ειρήνης.

Για ένα διάστημα υπήρχε ο φόβος ότι η οχλαγωγία των Βοσνίων και η ενόχληση των Τούρκων με την υπόθεση Ρίζαν μπορούσαν πραγματικά να οδηγήσουν σε ανανέωση τού πολέμου. Αυτό δεν συνέβη, γιατί πέρα από τις απειλές τού σουλτάνου ο Κιοπρουλού είχε οδυνηρή επίγνωση τού βαθμού στον οποίο ο μακροχρόνιος πόλεμος τού Χάνδακα είχε υπονομεύσει τις ένοπλες δυνάμεις και είχε εξαντλήσει το ταμείο τής Πύλης. Η αρμάδα των Τούρκων βρισκόταν σε θλιβερή κατάσταση. Ο Ναύσταθμος στην Ισταμπούλ δεν λειτουργούσε σχεδόν καθόλου. Όχι, οι Τούρκοι χρειάζονταν την ειρήνη περισσότερο απ’ όσο τη χρειάζονταν οι Ενετοί, ιδιαίτερα καθώς ο Κιοπρουλού σχεδίαζε εισβολή στην Πολωνία. Όπως έχει πει ο Λέβι-Βάις, «Κατά τη διάρκεια των πέντε ετών από το 1671 μέχρι το 1676 η Βενετία φαινόταν να ελευθερώνεται από το βάρος τού τουρκικού κινδύνου».15

Οι γενικές ιστορίες αφηγούνται συχνά τα μεγάλα γεγονότα αυτών των ετών. Μπορεί κανείς να μαζέψει από τις αρχειακές πηγές μικρά επεισόδια, που απεικονίζουν την εβδομαδιαία και μηνιαία κατάσταση των πραγμάτων. Έτσι, όταν ο Ενετός γενικός διοικητής παρέδωσε στον βεζύρη Αχμέτ Κιοπρουλού κάποιους δούλους (schiavi), ο Κιοπρουλού απάντησε με ευγενικό σημείωμα ευχαριστιών γραμμένο στα Χανιά στις 10 Ιουνίου 1674. Υποσχόταν επίσης να ενημερώσει την Πύλη ότι φούστες από την Αγία Μαύρα και το Ντουλτσίνιο λυμαίνονταν τον «Κόλπο», δηλαδή την Αδριατική, καθώς και ότι έπρεπε να αναληφθεί δράση, ώστε να εξασφαλίζεται ότι ούτε αυτοί οι πειρατές ούτε άλλοι, «που μαστίζουν αυτόν τον Κόλπο» (ch’ infestano cotesto Golfo), δεν θα μπορούσαν να συνεχίζουν να βλάπτουν την ενετική ναυτιλία. Ο βεζύρης ανέφερε όμως ότι από τούς (Τούρκους) σκλάβους που τού είχαν επιστραφεί είχε μάθει ότι άλλοι δεκαεπτά «σύντροφοί τους» (loro compagni), εξακολουθούσαν κατά περίεργο τρόπο να παραμένουν στα χέρια των Ενετών και ότι θα περίμενε τον ερχομό τους στα Χανιά «με το επόμενο ταξίδι των πλοίων» (con l’altro viaggio de’ vascelli). Κλείνοντας αναγνώριζε με ευχαριστίες την παραλαβή ενός «μικρού κουτιού» (cassetta), που τού είχε στείλει ο γενικός διοικητής «και τελειώνοντας ευχές για παντοτινή ευτυχία!» (e per fine le auguro ogni felicità!)16

Όσο φιλικές κι αν ήσαν οι σχέσεις μεταξύ Βενετίας και Τούρκων κι όσο αξιόπιστος κι αν ήταν, όπως όλοι γνώριζαν, ο Αχμέτ Κιοπρουλού, έπρεπε να παραμένουν σε επιφυλακή. Έτσι το σημαντικό φρούριο τής Κέρκυρας προστατευόταν (σύμφωνα με αναφορά τού Αντόνιο Πριούλι, ναυτικού γενικού επιστάτη, που χρονολογείται στο νησί στις 6 Μαΐου 1675) από είκοσι λόχους ναυτικών, που υπηρετούσαν ως ενισχύσεις στις γαλέρες, τις γαλεάσες, τα μπριγαντίνια και τις φελούκες. Όταν συνυπολογίζονταν με τούς εμπλεκόμενους αξιωματικούς και στρατιώτες, σχημάτιζαν «σώμα 895 ανδρών…». Τη φρουρά τής Κέρκυρας αποτελούσαν δώδεκα λόχοι, που περιλάμβαναν Ιταλούς, Έλληνες και άλλους και «ανέρχονταν σε 679». Εκτός από τούς 1.574 άνδρες που περιλαμβάνονταν στον κατάλογο, υπήρχαν «οι πολιτοφυλακές που ονομάζονται δημόσια σκάφη» (le militie ch’armano le publiche navi), που τις αποτελούσαν δέκα λόχοι 625 πεζών στρατιωτών με τούς αξιωματικούς τους.

Άλλες κερκυραϊκές δυνάμεις ανέρχονταν σε 819 άνδρες, «αξιωματικούς και στρατιώτες» (tra ufficiali e soldati), χωρίς να υπολογίζονται οι κοντινές φρουρές στα νησιά τής Ζακύνθου και τής Κεφαλονιάς. Τα ποσά που δίνονταν για τη συντήρηση αυτών των δυνάμεων και μόνο καθιστούν σαφές το γεγονός ότι αποτελούσαν ζόρι για τούς πόρους τής Δημοκρατίας, λαμβάνοντας υπόψη το κόστος τής προστασίας τους από τούς Τούρκους στον Μοριά. Αλλά μακροπρόθεσμα θα αποδεικνυόταν ότι τα νησιωτικά οχυρά είχαν για τη Βενετία μεγαλύτερη σημασία από τον Μοριά, γιατί ήσαν τα προπύργια κατά τής διείσδυσης των Τούρκων στην Αδριατική.17

Η Κέρκυρα ήταν προφανώς περισσότερο ναυτικό παρά εμπορικό κέντρο. Στις αρχές Αυγούστου (1675) ο Αντόνιο Πριούλι έγραφε στον δόγη Νικκολό Σαγκρέντο από τη νησιωτική του φωλιά ότι γαλλικά πλοία δεν εμφανίζονταν στην Κέρκυρα, αλλά σίγουρα εμφανίζονταν στη Ζάκυνθο και την Κεφαλονιά, καθώς και σε ορισμένα λιμάνια στον Μοριά. Οι Γάλλοι έπαιρναν τρόφιμα, ιδιαίτερα κρασιά και σιτηρά, ενώ ο τρόπος με τον οποίο τα πλοία τους κατευθύνονταν στην Κεφαλονιά, τη Ζάκυνθο και τον Μοριά «άρχιζε να προκαλεί ιδιαίτερη αλλαγή στο κόστος τού σταριού».

Λίγους μήνες πριν από αυτό (στις 23 Μαΐου) ο Λουί-Βικτόρ ντε Ροσεσουάρ, ο δούκας ντε Βιβόν (και αδελφός τού μαρκησίου ντε Μοντεσπάν), γράφοντας από τη Μεσσίνα, είχε ζητήσει το δικαίωμα να φορτώσει «στη Ζάκυνθο, την Κεφαλονιά και την Κέρκυρα, κρασί, λαχανικά (legumi), γαλέτα και άλλα είδη προμηθειών και σε περίπτωση που στέλνουμε πλοία και εμπορικά πλοία τής μεγαλειότητάς του (ζητάμε) να μην τα υποχρεώσουν να πληρώσουν εισφορές με την μορφή τελωνειακών δασμών».18 Ο Βιβόν ήταν από τις κύριες φυσιογνωμίες στη γαλλική εκστρατεία για επικουρία τού Χάνδακα το 1669.

Παρ’ όλα αυτά ο Αντόνιο Πριούλι εξέδωσε δημόσια οδηγία στη Ζάκυνθο στις 7 Οκτωβρίου (1675) ότι έπρεπε να επιβάλλεται φόρος κατά την εξαγωγή κρασιού, σε συμφωνία με το διάταγμα τής Γερουσίας τής 26ης Ιανουαρίου 1580 και μέχρι η Γερουσία να επέλεγε να αλλάξει με κάποιον τρόπο την πρακτική και τη νομοθεσία τού παρελθόντος.19 Και τέτοιου είδους από μήνα σε μήνα είναι το υλικό που μπορούμε να συγκεντρώσουμε από τα ενετικά αρχεία, τίποτε βέβαια συναρπαστικό, αλλά γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο τόσο το καλύτερο για τούς ναυτικούς και τούς στρατιώτες, που περνούσαν τη ζωή τους στη Μεσόγειο κατά τη διάρκεια τού έτους 1675. Φυσικά ο Πριούλι αντιμετώπιζε επαναλαμβανόμενα προβλήματα, όπως όταν στις 8 Ιουνίου εκείνου τού έτους έγραφε στον δόγη για την ανησυχία του για την έλλειψη κρασιού για τούς σκλάβους των γαλερών (condennati). Ίσως οι Γάλλοι έπιναν πάρα πολύ ελληνικό κρασί. Αλλά στη διάρκεια όλης αυτής τής περιόδου οι σχέσεις τής Βενετίας με την Υψηλή Πύλη ήσαν ειρηνικές, όπως φαίνεται από το αντίγραφο επιστολής χωρίς ημερομηνία (αλλά σίγουρα τού έτους 1675) από τον Αχμέτ Κιοπρουλού, τον μεγάλο βεζύρη, «προς τον εξοχώτατο άρχοντα Αντόνιο Πριούλι, στρατηγό…» (all’eccellentissimo Ser Antonio Priuli general…).20

Ο κόσμος άρχισε να αλλάζει όμως, όταν πέθανε ο μεγάλος βεζύρης Αχμέτ Κιοπρουλού το επόμενο έτος (το 1676, όπως είδαμε). Ήταν το δεύτερο από τα πέντε μέλη τής οικογένειας Κιοπρουλού που ουσιαστικά κυβερνούσαν και επρόκειτο να κυβερνούν το οθωμανικό κράτος κατά την περίοδο μεταξύ 1656 και 1710. Μετά τον πόλεμο τού Χάνδακα, όπως σε ολόκληρο τον 17ο αιώνα, οι Ενετοί παρενοχλούνταν από τούς κουρσάρους που έβγαιναν από την ακτή τής Μπαρμπαριάς, από το Καστελνουόβο (Χέρτσεγκ Νόβι) και το Ντουλτσίνιο (Ούλτσιν) στις ακτές τού Μαυροβουνίου, από την Αγία Μαύρα (Λευκάδα), το Λεπάντο (Ναύπακτο), τη Σκόδρα και αλλού, όπου όλοι αυτοί οι τόποι υποτίθεται ότι βρίσκονταν κάτω από οθωμανική κυριαρχία. Μάλιστα ο Αχμέτ Κιοπρουλού έκανε παρατεταμένες και σοβαρές προσπάθειες για την καταστολή τής πειρατείας στην Ανατολική Μεσόγειο, αλλά η αιώνια διαφθορά τής τουρκικής επαρχιακής γραφειοκρατίας ήταν τέτοια, που οι προσπάθειές του ήσαν σε μεγάλο βαθμό μάταιες. Στην καταστολή τής πειρατείας και τη γενική τήρηση τού νόμου και τής τάξης, τούς Ενετούς, όπως και τούς Τούρκους, παρεμπόδιζε η σταθερή έλλειψη επαρκών πόρων, όπως διαμαρτυρόταν ο Αντρέα Βαλιέρ στη Σινιορία σε αναφορά γραμμένη στην Κεφαλονιά στις 10 Ιουλίου 1673.21 Η πειρατεία όμως δεν ήταν το μόνο δεινό από το οποίο υπέφερε κανείς κατά τη διάρκεια εκείνων των ετών.

Η πανούκλα (il mal contaggioso) έφτανε σε ανησυχητικά ύψη στην Κέρκυρα το καλοκαίρι τού 1673, όπου ορισμένα άτομα κρατούνταν σε καραντίνα, «άλλα αποκλεισμένα στα σπίτια τους και λίγα με τον ίδιο τρόπο σε λοιμοκαθαρτήρια»22 (altri sequestrati nelle case loro, e morsero così ne’ lazaretti). O ναυτικός γενικός επιστάτης Αντρέα Βαλιέρ φαινόταν να έχει δύο σημαντικές ανησυχίες, την πανούκλα και τούς Τούρκους.

Σε μακροσκελή αναφορά προς τον δόγη (και τη Γερουσία), χρονολογημένη στην Κέρκυρα στις 16 Μαρτίου 1674, ο Βαλιέρ έκλεινε με προβληματισμό για τη σκοπιμότητα κι άλλης ένωσης των χριστιανών ηγεμόνων κατά τού «κοινού εχθρού», πάντοτε των Τούρκων. Οι ηγεμόνες θα μπορούσαν να συγκεντρώσουν τις δυνάμεις τους στο Μπρίντιζι ή στο Οτράντο και στη συνέχεια να τις αποβιβάσουν σε διάφορα σημεία τού νησιού τής Κέρκυρας, η οποία, έλεγε ο Βαλιέρ, ήταν λωρίδα γης μόνο δώδεκα μίλια «από τη μία θάλασσα στην άλλη», από την Αδριατική μέχρι το Ιόνιο πέλαγος.23 Εξετάζοντας την επανάληψη τού πολέμου με τούς Τούρκους, ο Βαλιέρ την τοποθετούσε δέκα μόνο χρόνια πιο πέρα από την εποχή του. Αν οι δυσαρεστημένοι Τούρκοι στην Πύλη δεν ήσαν ικανοποιημένοι με την ειρήνη, προφανώς δεν ήσαν μόνοι τους.

Όμως η Σινιορία και η Πύλη τα πήγαιναν καλά μεταξύ τους και από τον Απρίλιο τού 1672 οι Ενετοί έμποροι απολάμβαναν εύκολης πρόσβασης στα λιμάνια τής Μαύρης Θάλασσας, κυρίως στον Καφφά (Θεοδοσία), πληρώνοντας δασμούς για τα αγαθά που εισήγαγαν μόνο στο λιμάνι όπου επρόκειτο να εκφορτώσουν και όχι και στην Ισταμπούλ ή στη Σμύρνη, στα κύρια σημεία εισόδου στις εμπορικές ζώνες τής Πύλης. Παρά τις επίμονες προσπάθειές τους, οι Ενετοί δεν θα επιτύγχαναν μείωση τού τουρκικού δασμού, αλλά το 1675, λόγω των επιδέξιων διαπραγματεύσεων τού νέου βαΐλου Τζιάκομο Κουρίνι, καταργήθηκαν διάφορες δευτερεύουσες επιβολές, που φέρονταν ότι ανέρχονταν στο έξι τοις εκατό τής συνολικής αξίας των εισαγομένων εμπορευμάτων, προφανώς προς απογοήτευση των Τούρκων τελωνειακών αξιωματούχων, για τούς οποίους αυτές οι «μικρές εισφορές» (minuti balzelli) αποτελούσαν ίσως σημαντική πηγή εισοδήματος.24

Η άνοδος τού καϊμακάμη Καρά Μουσταφά πασά στη θέση τού μεγάλου βεζύρη υπήρξε αφετηρία ιδιαίτερα ενοχλητικής περιόδου για τούς Ευρωπαίους στην Πύλη, στη Σμύρνη και αλλού σε τουρκικό έδαφος. Ο Παγκανίνο, ο χρονικογράφος τού Μολίν, αναφέρεται στον καϊμακάμη ως «ανώτερο διοικητή αυτής τής πόλης» (primo comandante di questa città),25 δηλαδή τής Ισταμπούλ, αλλά τώρα ως μεγάλο βεζύρη. Ο «Μαύρος» Μουσταφά ήταν ο πρώτος διοικητής ολόκληρης τής Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Έκανε δύσκολη τη ζωή στον Βόσπορο για τον Γάλλο πρεσβευτή Σαρλ ντε Νουαντέλ, τον Άγγλο πρέσβη Σερ Τζων Φιντς και άλλους Ευρωπαίους απεσταλμένους. Οι Ενετοί υπέφεραν επίσης από το μίσος του για τούς χριστιανούς και τη φιλαργυρία του. Το ίδιο υπέφεραν και οι Ραγουσαίοι.

Όταν ο βαΐλος Τζιάκομο Κουρίνι επέστρεψε στην πατρίδα (1676) και έδωσε στη Σινιορία την αναφορά του για τις υποθέσεις τής Ισταμπούλ (τη συνήθη relatione di Costantinopoli), περιέγραφε τον Καρά Μουσταφά ως «τολμηρό, βίαιο, αγέρωχο και άγριο». Ο χρόνος θα δικαιολογούσε πλήρως την περιγραφή του.26 Ο διάδοχος τού Κουρίνι στη θέση τού βαΐλου, ο Τζιοβάννι Μοροζίνι (1675-1680), στην αναφορά του προς τη Σινιορία αντιπαρέβαλλε τούς δύο μεγάλους βεζύρηδες που είχε γνωρίσει. Τον Αχμέτ Κιοπρουλού είχε βρει «αληθινά επωφελή και πραγματικό» (veramente benefico e reale), αλλά όσο για τον Καρά Μουσταφά, «τον αναγνωρίζουν σε όλα αργυρώνητο, σκληρό και άδικο» (si riconosce tutto venale, crudele e ingiusto).27 Μέσα σε λίγα χρόνια από την αναφορά τού Μοροζίνι ο Καρά Μουσταφά θα κατέστρεφε τον εαυτό του, θα ακρωτηρίαζε την Οθωμανική αυτοκρατορία και θα βοηθούσε να επέλθει η πτώση τού σουλτάνου Μεχμέτ Δ’.

Ο Τζιοβάννι Μοροζίνι περνούσε δύσκολα στην Ισταμπούλ. Ο διάδοχός του και συν-βαΐλος Πιέτρο Τσιβράν περνούσε ακόμη πιο δύσκολα, γιατί ο Καρά Μουσταφά επέβαλλε περαιτέρω πρόστιμα και προσβολές (avanie) στους Ενετούς —και άλλους— καθώς συνέχιζε την «βαριά και διαρκή καταπίεση των χριστιανών» (grave e continuata oppressione dei Cristiani).28 Οι κουρσάροι τής Μπαρμπαριάς γίνονταν πιο δραστήριοι υπό τον Καρά Μουσταφά,29 το εμπόριο υπέφερε και οι Ενετοί δεν μπορούσαν να πάρουν από την Πύλη επανορθώσεις για αδικίες. Ο Τζιοβανμπαττίστα Ντονά (Ντονάντο) ήταν ο τελευταίος βαΐλος τού 17ου αιώνα που θα κρατούσε το δύσκολο φορτίο και στις 20 Αυγούστου 1684 υπέβαλε στη Γερουσία την τελευταία αναφορά τού αιώνα για την Υψηλή Πύλη και τις συνθήκες στην Οθωμανική αυτοκρατορία.30 Το πρωτότυπο κείμενο τού Ντονά διασώζεται στο Αρκίβιο Ντονά ντάλλε Ρόζε, που φυλάσσεται από καιρό στο Παλάτσο Ντονά, στα Φονταμέντα Νουόβε (Νέα Επιχώματα) στη Βενετία. Μετά την ανάκληση τού Τζιοβανμπαττίστα Ντονά το 1684, η Δημοκρατία δεν θα είχε εκπροσώπηση στην Ισταμπούλ μέχρι το 1700, όταν τελικά θα επικυρωνόταν η συνθήκη τού Κάρλοβιτς (της 26ης Ιανουαρίου 1699).

Οι σχέσεις τού Ντονά με τον Καρά Μουσταφά πασά φαίνονταν να παίρνουν στροφή προς το καλύτερο, έχοντας περάσει δύσκολη πρώτη χρονιά στην Ισταμπούλ, γιατί τον Αύγουστο τού 1682 ο Καρά Μουσταφά τού ζήτησε τις υπηρεσίες καλού γιατρού. Το ενετικό Πανεπιστήμιο τής Πάδουας ήταν διάσημο για την ιατρική του σχολή. Μάλιστα ο Άγγλος πρεσβευτής στην Πύλη, ο Σερ Τζων Φιντς, είχε πάρει το διδακτορικό του στην ιατρική στην Πάδουα. Ο Καρά Μουσταφά φαινόταν να έχει γίνει πολύ φιλικός, κάνοντας δώρα στον Ντονά. Οι υψηλοί αξιωματούχοι στην Πύλη τον αντιμετώπιζαν με σεβασμό. Όμως το ανεξέλεγκτο μίσος για τον Χριστιανισμό, το οποίο ήταν μέρος τού Ισλαμικού φανατισμού τού ύστερου 17ου αιώνα, υποδαυλιζόταν επίμονα από τον Καρά Μουσταφά, ο οποίος ήθελε να ενισχύσει τη φήμη του με κάποια μεγάλη κατάκτηση.

Καθώς οι Τούρκοι είχαν ήδη δεσπόζουσα θέση στην Ανατολική Μεσόγειο, έχοντας καταλάβει τα κύρια νησιά τού Αιγαίου καθώς και τις ακτές τής Βαλκανικής χερσονήσου (εκτός από την ενετική Δαλματία), ο Καρά Μουσταφά αναζητούσε πόλεμο με τούς Αυστριακούς, τον παραδοσιακό εχθρό τής Υψηλής Πύλης. Ενθαρρυνόταν από την εναντίον των Αψβούργων στάση των Ούγγρων, των οποίων οι ηγέτες είχαν γίνει έξω φρενών επί είκοσι σχεδόν χρόνια με τη συνθήκη τού Βάζβαρ (του 1664), η οποία έληγε το 1684. Ο Καρά Μουσταφά είχε αντιπάλους και εχθρούς στην Πύλη. Στον πρόσφατο πόλεμο με τούς Μοσχοβίτες στην Ουκρανία δεν είχε διακριθεί ως διοικητής στο πεδίο. Ο τουρκικός στρατός είχε ηττηθεί τρεις φορές κατά τη διάρκεια των μελαγχολικών ετών 1677-1678. Ύστερα από άλλα δύο ασύνδετα και ήσυχα χρόνια, ο Καρά Μουσταφά είχε υποχρεωθεί να δεχτεί τη δυσμενή συνθήκη τού Ράντζιν (το 1681), παραχωρώντας το μεγαλύτερο μέρος τής τουρκικής Ουκρανίας στους Ρώσους. Παρά το γεγονός ότι ο σουλτάνος Μεχμέτ Δ’ ήθελε πολύ την ανανέωση τής συνθήκης τού Βάζβαρ, την οποία είχε διαπραγματευθεί ο Αχμέτ Κιοπρουλού προς σημαντικό πλεονέκτημα τής Πύλης, ο Καρά Μουσταφά ήταν αντίθετος με αυτήν, υποστηρίζοντας ότι οι Αυστριακοί είχαν κάνει στους Τούρκους ατέλειωτες ζημιές με τις επιδρομές τους στην (ανατολική) Ουγγαρία.31

Η φιλική στάση τού Καρά Μουσταφά προς τον Ενετό βαΐλο Ντονά ήταν αναμφίβολα αποτέλεσμα τής πρόθεσής του να βαδίσει εναντίον των Αψβούργων, οι οποίοι δεν είχαν υπάρξει σχεδόν ποτέ σύμμαχοι των Ενετών. Οι Τούρκοι βρίσκονταν σε ειρήνη με τη Δημοκρατία για περισσότερο από μια δεκαετία και, αν θα υπήρχε πόλεμος με την Αυστρία, θα ήταν καλό να παραμείνουν έτσι. Όμως κατά τη διάρκεια τού έτους 1682 προέκυψαν σοβαρές συγκρούσεις στη Δαλματία μεταξύ ορισμένων Τούρκων και των Μοριάκκι, όπου οι τελευταίοι ήσαν σε κάποιο βαθμό υπήκοοι τής Δημοκρατίας. Δεν υπήρχε σχεδόν ποτέ συνεχιζόμενη ειρήνη στη Δαλματία. Η ιδιοκτησία τής γης και τα ενοίκια τού ενός ή τού άλλου είδους ήσαν μεταξύ των διαφόρων αιτιών τής διαφωνίας. Οι Τούρκοι είχαν κάψει μερικά σπίτια των Μοριάκκι. Οι Μοριάκκι είχαν στη συνέχεια σκοτώσει μερικούς Τούρκους στην περιοχή τού Ζεμόνικο. Οι περιγραφές τής εποχής, των Μοριάκκι σε σχέση με εκείνες των Τούρκων, βρίσκονταν σε αντίθεση μεταξύ τους. Σε κάθε περίπτωση αυτή τη φορά ο ανταγωνισμός και η αιματοχυσία προκάλεσαν σάλο στην Ισταμπούλ το 1683. Το ντιβάνι, το οθωμανικό αυτοκρατορικό συμβούλιο τού οποίου προέδρευε ο Καρά Μουσταφά ως μεγάλος βεζύρης, προφανώς εξέταζε πόλεμο εναντίον τής Βενετίας.

Ο καϊμακάμης κάλεσε όμως τον βαΐλο Ντονά, για να τον ενημερώσει ότι οι Τούρκοι δεν θα προσέφευγαν σε πόλεμο, αν 220 ή 224 Ενετοί υπήκοοι (τόσοι Τούρκοι λεγόταν ότι είχαν σκοτωθεί) παραδίδονταν στην Πύλη για εκτέλεση στην Ισταμπούλ ή στη Δαλματία, παρουσία των ενόπλων δυνάμεων που είχε στείλει ο Καρά Μουσταφά στα αμφισβητούμενα σύνορα. Ο βαΐλος κλήθηκε επίσης να εμφανιστεί ενώπιον των τουρκικών αρχών, για να μάθει την απόφαση τού αυτοκρατορικού συμβουλίου (ντιβάν) ως προς την απαιτούμενη αποζημίωση για την προκληθείσα ζημιά. Ο Ντονά αρνήθηκε να εμφανιστεί, γιατί μια τέτοια διαδικασία ήταν αντίθετη προς τις διομολογήσεις, τις οποίες η Υψηλή Πύλη είχε χορηγήσει στη Βενετία.

Στη συνέχεια βέβαια ο Ντονά πληροφορήθηκε ότι το πρόβλημα θα μπορούσε να λυθεί, αν η Δημοκρατία πλήρωνε στην Πύλη 1.500 «πορτοφόλια» (borse) ή 750.000 ρεάλια. Ένα «πορτοφόλι» υπολογιζόταν σε 500 ρεάλια. Καθώς ο Ντονά αρνιόταν μια τέτοια τεράστια πληρωμή, το ποσό σταδιακά μειωνόταν, μέχρι τελικά να συμφωνήσει ο Ντονά (χωρίς εξουσιοδότηση) να καταβάλει στην Πύλη 175.000 ρεάλια. Θα έδινε επίσης στον μεγάλο βεζύρη 25.000 ρεάλια και παρόμοιο ποσό στους άλλους υπουργούς τού κράτους, δηλαδή συνολικά 450 «πορτοφόλια» ή 225.000 ρεάλια, σημαντικό ποσό αλλά, κατά τη γνώμη τού Ντονά, πολύ λιγότερο δαπανηρό από τον πόλεμο.

Οι Τούρκοι συγκέντρωναν τις ναυτικές και τις χερσαίες δυνάμεις τους. Καθώς υπήρχαν φήμες για αυστρο-τουρκική συμφωνία, θα ετοιμάζονταν για δράση στη θάλασσα, όπως επίσης στη Δαλματία και αλλού. Οι Ενετοί έπρεπε να το λάβουν σοβαρά υπόψη. Αλλά η λύση τού Ντονά ήταν οικονομικά δαπανηρή και ηθικά ταπεινωτική για τη Σινιορία και προφανώς η ειρήνη τού 1669 φαινόταν να βρίσκεται σε κίνδυνο.32 Ο Άγγλος πρέσβης Σερ Τζων Φιντς είχε εξηγήσει την κατάσταση στην Ισταμπούλ σε επιστολή τής 8ης/18ης Οκτωβρίου 1680 προς τον Ρόμπερτ Σπένσερ, τον δεύτερο κόμη τού Σάντερλαντ, ο οποίος είχε γίνει υπουργός εξωτερικών τού Καρόλου Β’ το προηγούμενο έτος:

Κύριέ μου, οι υποθέσεις σε αυτή τη χώρα είναι απίστευτες, ανείπωτες, μάλλον πραγματικά αδιανόητες. Ό,τι είναι αλήθεια σήμερα, δεν είναι αύριο. Καμία υπόσχεση δεν είναι αρκετά ισχυρή ώστε να δεσμεύει, κανένας επιχείρημα, οσοδήποτε πειστικό, δεν είναι αρκετά ισχυρό για να πείθει. Το ορμητικό πάθος, συνοδευόμενο από φιλαργυρία, ακυρώνει όλους τούς νόμους και τις διομολογήσεις.33

Η υπόθεση τού Ζεμόνικο αποτελούσε θλιβερή απεικόνιση τής άποψης τού Φιντς για την Πύλη υπό τον Καρά Μουσταφά πασά. Η αποδοχή εκ μέρους τού βαΐλου Τζιοβανμπαττίστα Ντονά των (έστω μειωμένων) οικονομικών προσταγών των Τούρκων δεν πετύχαινε, κατά την άποψη τής Γερουσίας, συμφιλίωση με την Υψηλή Πύλη. Στη Γερουσία ο Πιέτρο Βαλιέρ πρότεινε την επιστροφή στον πόλεμο με τούς Τούρκους. Γιατί άραγε να συνέχιζαν να ταΐζουν τη φιλαργυρία τους με ενετικό χρυσάφι; Στις 2 Ιουλίου 1683 επιστολές τού δόγη και τής Γερουσίας, με ημερομηνία την 15η τού προηγούμενου Μαΐου έφτασαν στην Ισταμπούλ, ανακαλώντας τον Ντονά από τη θέση τού βαΐλου. Εκείνος απάντησε με επιστολή του προς τον δόγη στις 10 Ιουλίου, αξιοπρεπή αλλά σχεδόν απελπισμένη.34 Η Γερουσία τού είχε αφαιρέσει το αξίωμα επειδή, υποκύπτοντας στις τουρκικές απαιτήσεις, είχε υπερβεί τις αρμοδιότητές του ως βαΐλος. Δεν θα τον αντικαθιστούσαν, γιατί η Γερουσία δεν είχε πια καμία πρόθεση να στείλει άλλο βαΐλο στον Βόσπορο ως όμηρο, πάνω στον οποίο ο μεγάλος βεζύρης και το ντιβάνι θα άπλωναν τα χέρια τους, για να βγάζουν περισσότερα χρήματα από το ενετικό ταμείο. Ο γραμματέας Τζιοβάννι Καπέλλο, φίλος και συνεργάτης τού δραγουμάνου Αμπρόζιο Γκρίλλο, θα εκπροσωπούσε τη Σινιορία στην Ισταμπούλ.35

Ο μεγάλος βεζύρης και το ντιβάνι θα μπορούσαν εύκολα να παρεξηγηθούν από την αποτυχία τής Γερουσίας να στείλει άλλο βαΐλο (γενικό πρόξενο στην πραγματικότητα) να αναφέρεται για τη Δημοκρατία. Από την άλλη πλευρά οι Ενετοί δεν ήσαν ποτέ ερωτευμένοι με τούς Αψβούργους και δεν είχαν ακόμη κανένα ενδιαφέρον να συμμετάσχουν σε οποιαδήποτε συνεννόηση εναντίον των Τούρκων. Οι Ενετοί είχαν όμως υποφέρει υπερβολικά από τούς Τούρκους, οι οποίοι, για παράδειγμα, τον Ιανουάριο τού 1683 είχαν επιτάξει ξαφνικά τρία ενετικά πλοία, που φόρτωναν εμπορεύματα στις αποβάθρες στην Ισταμπούλ. Παρά τις διαμαρτυρίες τού βαΐλου Ντονά, οι Τούρκοι είχαν χρησιμοποιήσει τα τρία πλοία για τη μεταφορά στρατευμάτων από το Κάιρο στην Ευρώπη. Οι Ενετοί είχαν πάρει πίσω τα σκάφη τους εννέα περίπου μήνες αργότερα, αλλά ο Οκτώβριος δεν ήταν καλός μήνας για να φορτωθούν εμπορεύματα για αποστολή στη Βενετία εν όψει των καταιγίδων στο τέλος τού φθινοπώρου στην Ανατολική Μεσόγειο.

Ο μεγάλος δραγουμάνος Τομμάζο Ταρσία είχε σοβαρή δυσκολία στην εξασφάλιση διαβατήριου για την αναχώρηση τού Ντονά ύστερα από την ανάκλησή του από τη Γερουσία. Αισθανόταν κανείς ότι ερχόταν καταιγίδα. Υπήρχε η φήμη ότι ο Καρά Μουσταφά πασάς ήταν περισσότερο από εχθρικός προς τη Βενετία. Αν αποτύγχανε η σχεδιαζόμενη εκστρατεία εναντίον τής Βιέννης, άραγε θα μπορούσε ο Καρά Μουσταφά να χρησιμοποιήσει εναντίον των Ενετών τις δυνάμεις που είχε συγκεντρώσει; Ο Ναύσταθμος στην Ισταμπούλ αποκτούσε και πάλι ζωή με σχεδόν έξαλλο τρόπο. Ενώ οι Τούρκοι έλεγαν ότι σκόπευαν να καθαρίσουν το Αρχιπέλαγος από τούς κουρσάρους, ο γραμματέας Καπέλλο αναρωτιόταν γιατί άραγε χρειάζονταν τόσα πολλά πλοία και γαλέρες γι’ αυτό τον σκοπό.36

Φυσικά το μέλλον θα εξαρτιόταν από την επιτυχία ή αποτυχία τού μεγάλου βεζύρη Καρά Μουσταφά στην πολιορκία τής Βιέννης. Όμως με την έλευση τού Σεπτεμβρίου 1683 και την καταστροφική ήττα τού Καρά Μουσταφά στις όχθες τού Δούναβη, κάτω από το επιβλητικό ύψωμα τού Κάλενμπεργκ, η ιστορία τής Βενετίας, καθώς και εκείνη τής Αυστρίας, θα άλλαζε πράγματι και (από τη δυτική άποψη) πολύ προς το καλύτερο.

Κανένα επεισόδιο στην ιστορία τής Ευρώπης κατά τον 17ο αιώνα δεν έχει προσελκύσει περισσότερη προσοχή από τη δεύτερη τουρκική πολιορκία τής Βιέννης. Η εκατονταετηρίδα «ανάμνηση παρελθόντων πραγμάτων» το 1983 καθώς και το 1883 έχει δημιουργήσει αφθονία βιβλιογραφίας σχετικής με το θέμα. Ακόμη και πολύ σύντομη περίληψη γνωστών γεγονότων θα βοηθούσε να τεθούν σε προοπτική τα κίνητρα τόσο των Αυστριακών όσο και των Ενετών μετά το 1683 για συνεχιζόμενο πόλεμο με τούς Τούρκους. Όλα ξεκίνησαν με την ανύψωση τού Καρά Μουσταφά πασά στη θέση τού μεγάλου βεζύρη. Επιδιώκοντας δόξα για τον εαυτό του και πλούτο για το σουλτανάτο, ο Καρά Μουσταφά φαίνεται ότι εξέταζε επίθεση κατά τής Βιέννης, ήδη από τον Αύγουστο τουλάχιστον τού 1682.

Παρά το γεγονός ότι οι ουλεμάδες και ο σουλτάνος Μεχμέτ Δ’ ήσαν αντίθετοι με την επανάληψη τής ένοπλης σύγκρουσης με την Αυστρία, ο Καρά Μουσταφά πασάς ήταν επίμονος και τελικά έπεισε τον σουλτάνο ότι η οθωμανική κατοχή των πόλεων-φρουρίων τού Γκυόρ (Ράαμπ) και τού Κομάρνο θα βοηθούσε στη διατήρηση ειρήνης μεταξύ τής Πύλης και των Αψβούργων. Οι Τούρκοι κατείχαν το Γκυόρ το 1594-1598. Την κατοχή αυτή εξακολουθούν να θυμούνται εκεί και να αγανακτούν. Το Γκυόρ είναι σήμερα ακμάζουσα πόλη, με τεράστια δημόσια στέγαση, που βρίσκεται στη συμβολή τού ποταμού Ράμπα (ή Ρέπτσε) με βραχίονα τού Δούναβη. Το Σλοβακικό Κομάρνο βρίσκεται στην αριστερή όχθη τού Δούναβη, στις εκβολές τού Βαχ. Το ουγγρικό Κόμαρομ, το άλλο μισό τής παλαιάς οχυρωμένης πόλης, βρίσκεται στην ακριβώς απέναντι όχθη τού Δούναβη. Το Κομάρνο-Κόμαρομ καταλήφθηκε και λεηλατήθηκε από τούς Τούρκους το 1543, το 1594 και το 1669. Ο Καρά Μουσταφά ήθελε να το πάρει και πάλι και αυτή τη φορά να το κρατήσει. Στο σλοβακικό Κομάρνο υπάρχει σήμερα ενδιαφέρον μικρό μουσείο με αναμνήσεις από το παρελθόν, ιδιαίτερα από τον Γκάμπριελ Μπέτλεν και τον Φέρεντς Ράκοζυ, καθώς και από το Ρωμαϊκό παρελθόν σε αξιόλογη συλλογή κεραμικών.

Ο μεγάλης κλίμακας επανεξοπλισμός των Τούρκων και η ανανέωση τής δραστηριότητας στον Ναύσταθμο είχαν προκαλέσει καχυποψία και ανησυχία στη Βιέννη και στη Βενετία. Τον Δεκέμβριο τού 1682 οι αυτοκρατορικοί θεωρούσαν πια πολύ πιθανό το ενδεχόμενο επίθεσης από τούς Τούρκους.37 Στις αρχές τής άνοιξης τού 1683 ο οθωμανικός στρατός κινήθηκε βορειοδυτικά σε σχεδόν ευθεία γραμμή από την Αδριανούπολη, φθάνοντας στο Πλόβντιβ (αρχαία Φιλιππούπολη) στη Βουλγαρία στις 8 Απριλίου, στη Σόφια στις 17 Απριλίου και στη Νις στις 24 Απριλίου. Στις αρχές Μαΐου, παρά τις έντονες βροχοπτώσεις, ο στρατός έφτασε στο Βελιγράδι, όπου στις 13 τού μηνός ο Μεχμέτ Δ’, ο οποίος είχε οδηγήσει την πορεία μέχρι εκεί, παρέδωσε στον Καρά Μουσταφά πασά το ιερό έμβλημα τού Προφήτη. Ο Μεχμέτ παρέμεινε στο Βελιγράδι.

Ο στρατός προχώρησε, φτάνοντας στη Μιτροβίτσα στις 27 Μαΐου και στο Όσιγιεκ (Έσσεγκ) στις 2 Ιουνίου. Στη συνέχεια προωθήθηκε απευθείας βόρεια, φτάνοντας στο Σεκεσφέχερβαρ (Στουλβάισσενμπουργκ), στο κέντρο τής βορειοδυτικής Ουγγαρίας, στις 25 Ιουνίου, όπου ο Χάνος των Τατάρων συναντήθηκε με τον τώρα στρατιωτικό διοικητή (σερασκέρη) Καρά Μουσταφά. Ο τουρκικός στρατός έφυγε από το Σεκεσφέχερβαρ στις 28 Ιουνίου, για να εμφανιστεί μπροστά στην αυστριακή οχυρωμένη πόλη τού Γκυόρ (Ράαμπ) τής άπω βορειοδυτικής Ουγγαρίας την 1η Ιουλίου.

Η σκηνή προκαλεί στον σύγχρονο ιστορικό κάποια σύγχυση. Όχι μακριά, βορειοδυτικά τού ουγγρικού Γκυόρ, βρισκόταν —και βρίσκεται— η σλοβακική Μπρατισλάβα (Πρέσσμπουργκ), τότε στα χέρια των Αυστριακών. Οι Αυστριακοί κατείχαν επίσης το Κομάρνο-Κόμαρομ, σημαντική θέση, όπως είδαμε, επί τού Δούναβη. Το γειτονικό Νόβε Ζάμκυ (Νοϊχάουζελ) επί τού ποταμού Νίτρα, ακριβώς βόρεια τού Κομάρνο, ήταν οθωμανικό φρούριο, όπως ήταν και το παλαιό Έστεργκομ (Γκραν). Το Έγκερ (Έρλαου) ήταν επίσης τουρκικό. Αν και σήμερα είναι λίγο δύσκολο να καταλάβουμε πώς θα μπορούσε το Νόβε Ζάμκυ να είναι τόσο ισχυρή οχυρωμένη πόλη, είναι εύκολο να αντιληφθούμε την τότε δύναμη τού Έστεργκομ, με το κάστρο πάνω στον λόφο (Varhegy), όπου επισκέπτεται κανείς πάντοτε τον τεράστιο (σύγχρονο) καθεδρικό ναό.

Οι διαφωνίες στην αυτοκρατορική ανώτατη διοίκηση, με τις συνήθεις διαφορές απόψεων μεταξύ τού Χέρμαν φον Μπάντεν τού πολεμικού συμβουλίου στη Βιέννη (του Hofkriegsrat) και τού αυτοκρατορικού στρατηγού Καρόλου τής Λωρραίνης, τότε στο πεδίο τού Γκυόρ, παρουσίαζαν για την αυλή επικίνδυνο και αμήχανο πρόβλημα. Φοβούμενος ότι τον Χέρμαν απασχολούσαν εξίσου τα σχέδια τού Λουδοβίκου ΙΔ’ για εδαφική επέκταση στη Δύση, καθώς και ο επικείμενος τουρκικός κίνδυνος στην Ανατολή, ο Κάρολος πίστευε ότι έπρεπε να επιστρέψει στη Βιέννη. Θα τον χρειάζονταν εκεί για την άμυνα τής πόλης. Αποχώρησε λοιπόν από το καλά οχυρωμένο Γκυόρ. Μάλιστα οι Τούρκοι ίσως έπρεπε να είχαν αρχίσει την πολιορκία τού Γκυόρ, όπως πίστευαν ο σουλτάνος και το αυτοκρατορικό συμβούλιο (ντιβάνι). Όμως ο Καρά Μουσταφά πασάς αποφάσισε ότι η κατάληψη τού Γκυόρ θα απαιτούσε πολύ χρόνο και ανθρώπινο δυναμικό, ενώ στο μεταξύ οι αυτοκρατορικοί θα ενίσχυαν τις παρωχημένες οχυρώσεις τής Βιέννης, πόλη η οποία, όπως ήταν πια σαφές, ήταν εξ αρχής ο στόχος τού Καρά Μουσταφά.

Ο Κάρολος τής Λωρραίνης κινήθηκε βορειοδυτικά προς τη Βιέννη, όπου ήξερε ότι η παρουσία του ήταν απαραίτητη, γιατί ο Καρά Μουσταφά πασάς είχε πια φτάσει τώρα κοντά στην πρωτεύουσα των Αψβούργων. Οι Τούρκοι κατέλαβαν γρήγορα τη βορειοδυτική Ουγγαρία, όπως μάς πληροφορεί ο μεγάλος δραγουμάνος των Τούρκων Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, μπαίνοντας στην Πάπα, το Βέσπρεμ και την Τάτα στις αρχές Ιουλίου. Όμως ο Καρά Μουσταφά μείωσε την κινητήρια δύναμη τού στρατού του, αφήνοντας 10-12.000 στρατιώτες στην περιοχή τού Γκυόρ, για να προστατεύουν τα νώτα του και τις τουρκικές εφοδιοπομπές που θα τού έφερναν προμήθειες.38 Θα μπορούσαν επίσης να προσπαθήσουν να παρεμποδίσουν την επιστροφή των χριστιανών στο Γκυόρ και, ενδεχομένως, να καταλάβουν τη Μπρατισλάβα. Οποιοδήποτε μεγάλο απόσπασμα στρατιωτών μπορούσε κάλλιστα να μειώσει τις πιθανότητες τού Καρά Μουσταφά για κατάληψη τής Βιέννης, αν και οι δυνάμεις του, αν αναπτύσσονταν (και χρησιμοποιούνταν) σωστά, θα ήσαν κατά πάσα πιθανότητα επαρκείς για να τού δώσουν την πόλη. Σε κάθε περίπτωση, το τουρκικό στράτευμα προωθήθηκε, φτάνοντας στην πόλη Σβέχατ στις 13 Ιουλίου, επτά περίπου μίλια νοτιοανατολικά τής Βιέννης, στον σημερινό χώρο τού αεροδρομίου τής πόλης.39

Ο αυτοκράτορας Λεοπόλδος Α’ και η αυλή είχαν αρχίσει την υποχώρησή τους από τη Βιέννη στις 7 Ιουλίου, κατευθυνόμενοι προς Κρεμς, Μελκ, Λιντς και Πάσσαου, όπου έφτασαν στις 17 τού μηνός,40 αφήνοντας στον Κάρολο τής Λωρραίνης τη διοίκηση των στρατευμάτων. Στο μεταξύ ο Ούγγρος ηγέτης Ίμρε Τόκολυ, αφού άλλαζε συνεχώς πλευρό μήνα με τον μήνα, τελικά συντάχθηκε με τούς Τούρκους, οι οποίοι φαίνεται ότι τού είχαν υποσχεθεί το βασίλειο τής Ουγγαρίας. Όμως πολύ χειρότερο από τον Τόκολυ ήταν το πρόβλημα που αποτελούσε ο Λουδοβίκος ΙΔ’ για την αυτοκρατορία και την Ευρώπη.

Με εντολή τού Λουδοβίκου τα ανώτατα δικαστήρια τού Μετς (ενεργώντας επίσης για την Τουλ και τη Βερντέν), τού Μπράιζαχ (για την Αλσατία) και τής Μπεζανσόν (για την Φρανς-Κοντέ) ξεκίνησαν να διασφαλίσουν για τη Γαλλία όλες τις πόλεις και τα εδάφη, τα οποία προηγούμενες συνθήκες ειρήνης είχαν απονείμει στο Στέμμα. Δημιουργήθηκαν έτσι τα λεγόμενα «δικαστήρια επανένωσης» (chambres des réunions), για να εξετάσουν το ιστορικό παρελθόν και να υποστηρίξουν τις γαλλικές αξιώσεις, που επέφεραν τελικά την προσάρτηση τού Σααρμπρύκεν, τού Λουξεμβούργου, τού Τσβαϊμπρύκεν και (πάνω απ’ όλα) τού Στρασβούργου (το 1681). Κι άλλες πόλεις προστέθηκαν επίσης στο γαλλικό βασίλειο. Η Ευρώπη είχε ριχτεί σε αναταραχή. Η προβλεπόμενη ένωση τής Ολλανδίας και τής Σουηδίας, τής Ισπανίας και τής Αυστρίας, οδήγησε τον Λουδοβίκο να μετριάσει για λίγο τη φιλοδοξία του, ενώ η περικύκλωση τής Βιέννης από τούς Τούρκους τον οδήγησε να αναβάλει τη στρατιωτική δράση, αλλά μόνο για λίγο. Παρ’ όλα αυτά η αυτοκρατορική αυλή είχε προφανώς σοβαρούς λόγους να ανησυχεί τόσο στη Δύση όσο και στην Ανατολή.

Όταν ο Λεοπόλδος Α’ και η αυλή αποσύρθηκαν από τη Βιέννη στις 7 Ιουλίου (1683) με τρομερές ανησυχίες, ο κόμης Ερνστ Ρύντιγκερ φον Στάρεμπεργκ είχε αφεθεί για την υπεράσπιση τής πόλης. Η ηρωική του διοίκηση κατά τη διάρκεια τής δίμηνης τουρκικής πολιορκίας τής Βιέννης θα τον έκανε θρυλική φυσιογνωμία. Αργότερα θα γινόταν προστάτης τού Ευγένιου τής Σαβοΐας και θα προωθούσε τη δική του σταδιοδρομία. Τα πολιτικά καθώς και τα στρατιωτικά ζητήματα στην πόλη είχαν ανατεθεί στον ηλικιωμένο κόμη Κάσπαρ Ζντένκο Κάπλιρς, ο οποίος εκπλήρωσε πιστά τις δύο αποστολές, τις οποίες είχε κάνει ό,τι μπορούσε για να αρνηθεί. Όμως οι αποφάσεις τού Κάπλιρς τελούσαν υπό την έγκριση τού Στάρεμπεργκ. Ο Καπουτσίνος ιεροκήρυκας Μάρκο ντ’ Αβιάνο, ο πνευματικός μέντορας τόσο τού Λεοπόλδου Α’ όσο και τού Καρόλου τής Λωρραίνης, ήταν προεξέχων σε όλη την πολιορκία. Σήμερα υπάρχει μνημείο στον σεβαστό Μάρκο, που τον χαιρετά ως «την ψυχή τής απελευθέρωσης τής Βιέννης, 12 Σεπτεμβρίου 1683» (die Seele der Befreiung Wiens XII September MDCLXXXΙΙΙ), δίπλα στην Εκκλησία των Καπουτσίνων (Kapuziner Kirche), στο σημείο όπου η Τέγκεντοφφστράσσε συμβάλλει με την Νόιερ Μαρκτ. Ο δήμαρχος τής Βιέννης, Γιόχαν Αντρέας φον Λίμπενμπεργκ ήταν άλλη γενναία και συνεχώς χρήσιμη φυσιογνωμία. Ένα μνημείο τού φον Λίμπενμπεργκ, «Δημάρχου Βιέννης το έτος 1683» (Bürgermeister von Wien im Jahre MDCLXXXΙΙΙ), υπάρχει και σήμερα στη Ρινγκστράσσε, απέναντι από το Πανεπιστήμιο. Υπήρχαν στην πραγματικότητα πολλοί άλλοι ήρωες στην πόλη, αλλά θα περιοριστούμε σε αυτούς τούς τέσσερις.

Αν και είναι αδύνατο να προσδιοριστεί το μέγεθος τού τουρκικού στρατεύματος που πολιόρκησε την αυστριακή πρωτεύουσα (και αναμφίβολα ούτε ο ίδιος ο Καρά Μουσταφά πασάς δεν θα μπορούσε να μάς παράσχει έστω κατά προσέγγιση ακριβή αριθμό), θεωρείται ότι τον στρατό τού Καρά Μουσταφά αποτελούσαν κατ’ ανώτατο όριο 90.000 άνδρες, όταν άρχιζε η πολιορκία. Είναι δύσκολο να πιστέψουμε ότι ήταν τόσο μεγάλος, εκτός αν συμπεριλάβουμε στον αριθμό μονάδες Τατάρων καθώς και αντίστοιχες από την Ουγγαρία, τη Μολδαβία και τη Βλαχία, ως παρούσες στην πολιορκία.

Οι Τούρκοι είχαν εθιστεί στη χρήση βαρέος πυροβολικού, που συχνά έφτιαχναν γι’ αυτούς Ούγγροι ή Ρωμύλιοι χύτες από τις αρχές τού 15ου αιώνα, αλλά δεν είχαν βαρύ πυροβολικό κατά την πολιορκία τής Βιέννης. Η μεταφορά μεγάλων κανονιών από την Αδριανούπολη στη Βιέννη θα ήταν πάρα πολύ δύσκολη. Θα είχε επίσης καθυστερήσει πολύ την προς τα δυτικά πορεία τού Καρά Μουσταφά πασά. Σε όλο το μήκος τής διαδρομής οι Τούρκοι θα έπρεπε να κατασκευάζουν ή να ανακατασκευάζουν δρόμους και γέφυρες. Ίσως τεράστια κανόνια πολιορκίας (του είδους που οι Τούρκοι είχαν χρησιμοποιήσει στην Κωνσταντινούπολη το 1453) δεν θεωρούνταν απαραίτητα για την κατάληψη τού Γκυόρ και τού Κομάρνο, που ήσαν οι συμφωνημένοι στόχοι όταν το τουρκικό στράτευμα ξεκινούσε από την Αδριανούπολη για το Βελιγράδι. Όμως σύντομα θα γινόταν σαφές ότι ο Καρά Μουσταφά δεν διέθετε επαρκή ισχύ σε κανόνια, για να κατεδαφίσει τις απαρχαιωμένες και πράγματι ανεπαρκείς οχυρώσεις τής Βιέννης. Και ενώ οι Τούρκοι ήσαν αποτελεσματικοί στις υπονομευτικές τους δραστηριότητες, οι πολιορκημένοι χριστιανοί έδειξαν ότι ήσαν ικανοί στην τέχνη τής ανθυπονόμευσης.

Η πολιορκία άρχισε στις 14 Ιουλίου 1683. Το τουρκικό στρατόπεδο κύκλωνε τη νότια, ανατολική και δυτική έκταση των Βιεννέζικων τειχών, προμαχώνων και τάφρων, που ακολουθούν σήμερα σε μεγάλο βαθμό το ίχνος τής Περιφερειακής Οδού (Ρινγκστράσσε) τής πόλης. Τα μεγαλύτερα τουρκικά περίπτερα και αντίσκηνα εκτείνονταν κατά μήκος τής περιοχής νοτιοανατολικά και ανατολικά, από τούς προμαχώνες (Basteien) Μελκ και Λέμπελ μέχρι τον προμαχώνα των Ανακτόρων (Burgbastei) και τον προμαχώνα Καρινθίας (Kärntnerbastei), οι οποίοι εμφανίζονται σε όλους τούς χάρτες τής πολιορκίας. Το Χόφμπουργκ ή Αυτοκρατορικό Ανάκτορο, ένα από τα σημαντικότερα τουριστικά αξιοθέατα τής σημερινής Βιέννης, βρισκόταν πίσω από τον προμαχώνα των Ανακτόρων. Το σύγχρονο κτίριο τής Όπερας (Staatsoper) στο νότιο άκρο τής δημοφιλούς και μοντέρνας Κάρντνερστράσσε βρίσκεται φυσικά ακριβώς βόρεια τού σημείου, στο οποίο υψωνόταν κάποτε ο προμαχώνας Κάρτνερ. Παρά τις επιθέσεις εναντίον τής περιοχής τής Πύλης Σκωτίας (Schottentor) στα δυτικά και διάφορα χτυπήματα αλλού, οι Τούρκοι συγκέντρωναν τις βαρύτερες επιθέσεις, τούς βομβαρδισμούς και τις υπονομευτικές τους δραστηριότητες εναντίον των προμαχώνων Λέμπε και Ανακτόρων.41

Οι Τούρκοι είχαν αρχίσει πολύ γρήγορα να σκάβουν χαρακώματα σε μεγάλη έκταση στις πλαγιές και να βάλλουν με το ελαφρύ τους πυροβολικό τούς υπερασπιστές, όταν εκείνοι εμφανίζονταν για να τούς εμποδίσουν. Η πολιορκία έφτασε σύντομα στο στάδιο τής μάχης εκ τού συστάδην και τής υπονόμευσης και ανθυπονόμευσης, καθώς οι Τούρκοι προσπαθούσαν να κερδίσουν την κατοχή τής εξωτερικής πλευράς τού χαρακώματος, για να φέρουν το πυροβολικό τους και τις υπονομευτικές τους εργασίες μέχρι τα νότια γωνιώδη οχυρώματα, τούς προμαχώνες και το τείχος. Η ζωή στη Βιέννη δεν ήταν χωρίς δυσκολίες πριν από την έλευση των Τούρκων, όπως θα σημειώσουμε σε λίγο, αλλά οι συνθήκες συνωστισμού τής πόλης μετατράπηκαν σε τρόμο γεμάτο δυσεντερία και άλλες ασθένειες κατά τη διάρκεια των δύο μηνών τής πολιορκίας.

Καθώς οι Τούρκοι ετοίμαζαν τούς λάκκους, τα χαρακώματα και τις υπόγειες στοές τους, με εγκάρσια προστατευτικά σε τακτικά διαστήματα, ο Κάρολος τής Λωρραίνης επέμενε με τις δυνάμεις τού ιππικού του στη βόρεια όχθη τού Δούναβη. Από την περιοχή των Κρεμς και Χόλαμπρυν νοτιοανατολικά μέχρι το Μάρτσεγκ (στον Μοράβα), τη Μπρατισλάβα, το Γκυόρ και το Κομάρνο, ο Κάρολος προσπαθούσε να κρατήσει τη μεγάλη εδαφική έκταση από τούς Τούρκους, τούς Τάταρους και τούς Ούγγρους τού Τόκολυ. Οι χριστιανοί του σύμμαχοι, ιδιαίτερα οι Πολωνοί με τη βοήθεια τού αυστριακού ιππικού, ματαίωσαν τουρκο-ουγγρική προσπάθεια κατάληψης τής Μπρατισλάβας (στις 29 Ιουλίου).42 Στη συνέχεια ο Κάρολος νίκησε τούς Τούρκους στο βόρειο άκρο τού στρατιωτικού του φάσματος (στις 24 Αυγούστου). Η σύγκρουση έλαβε χώρα στους πρόποδες τού Μπίζαμπεργκ,43 στην απέναντι από το Κλοστερνόϋμπουργκ πλευρά τού Δούναβη. Ο Κάρολος έπρεπε να κρατήσει τον χώρο ανοιχτό, γιατί περίμενε (και ανυπομονούσε για) την άφιξη των γερμανικών και πολωνικών στρατευμάτων, τα οποία, όπως υπήρχε η ελπίδα, θα διασπούσαν την τουρκική πολιορκία τής Βιέννης.

Οι Γερμανοί και οι Πολωνοί ανταποκρίθηκαν, ακόμη και γενναιόδωρα, στις εκκλήσεις τού αυτοκράτορα Λεοπόλδου και τού Καρόλου τής Λωρραίνης, παρά τα οικονομικά ζητήματα που προέκυπταν και τον διπλωματικό ελιγμό που ήταν αναπόφευκτος. Μεγάλο σώμα στρατιωτών, με την υποστήριξη τής Καθολικής αυλής στο Μόναχο, κινήθηκε προς τα ανατολικά στην Κάτω Αυστρία υπό τον νεαρό Μαξιμιλιανό Εμμανουήλ φον Βίττελσμπαχ, τον εκλέκτορα και δούκα τής Βαυαρίας. Άλλο μεγάλο στρατιωτικό σώμα (μουσκετοφόρων και ιππέων), με την έγκριση τής προτεσταντικής αυλής στη Δρέσδη, κινήθηκε προς νότο, μπαίνοντας στην Κάτω Αυστρία υπό τον Γιόχαν Γκέοργκ Γ’ φον Βέττιν, τον εκλέκτορα και δούκα τής Σαξωνίας. Ο ηγεμόνας Γκέοργκ Φρήντριχ φον Βάλντεκ ήταν επικεφαλής αποσπασμάτων δυνάμεων τής Σουηβίας και τής Φρανκονίας, που έσπευσαν σε ενίσχυση των Αυστριακών, όπως και μικρό σώμα Γερμανών στρατιωτών υπό τούς δύο γιους τού Ερνστ Άουγκουστ τού Μπράουνσβαϊκ-Λύνεμπουργκ, στην προθυμία των οποίων να βοηθήσουν τη Χριστιανοσύνη εναντίον των Τούρκων θα έρθουμε σύντομα. Ο Φρήντριχ φον Βίλελμ Χοεντσόλλερν, ο ονομαζόμενος Μεγάλος Εκλέκτορας (του Βρανδεμβούργου), δεν πρόσφερε καμία απολύτως βοήθεια. Η γαλλική επιρροή ήταν ισχυρή στο Βρανδεμβούργο και οι απαιτήσεις τού Φρήντριχ Βίλελμ για πληρωμή τής στρατιωτικής υπηρεσίας βρίσκονταν πέρα από την ικανότητα τού Λεοπόλδου Α’ να τις ικανοποιήσει.

Η ανταπόκριση τής Πολωνίας υπό τον επιδεικτικό βασιλιά Ιωάννη Γ’ Σομπιέσκι ήταν ασυνήθιστη. Στις 31 Μαρτίου (1683) εκπρόσωποι τού Λεοπόλδου Α’, αυτοκράτορα τής Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, βασιλιά Ουγγαρίας και Βοημίας και αρχιδούκα Αυστρίας και τού Ιωάννη Γ’, βασιλιά Πολωνίας και μεγάλου δούκα Λιθουανίας, είχαν καταλήξει σε «αιώνια επιθετική και αμυντική συμμαχία» (foedus perpetuum offensivum et defensivum), γιατί η «καθημερινή εμπειρία» των υπηκόων τους είχε καταστήσει σαφή τον κίνδυνο που αποτελούσε η δύναμη τής Οθωμανικής αυτοκρατορίας για τη Χριστιανοσύνη.44 Το Σέιμ ή κοινοβούλιο τής μοναρχικής δημοκρατίας τής Πολωνίας επικύρωσε γρήγορα τη συμμαχία, κάτι που ήταν πολύ ασυνήθιστο, γιατί κάθε μέλος τού απείθαρχου Σέιμ μπορούσε να διαλύσει το κοινοβούλιο και ακόμη να ακυρώσει τις προηγούμενες αποφάσεις του με μια ψηφοφορία (liberum veto). Το Σέιμ ενέκρινε επίσης μεγάλη αύξηση στο μέγεθος των ενόπλων δυνάμεων.

Ο Ιωάννης Γ’ Σομπιέσκι έφυγε από τη Βαρσοβία στις 18 Ιουλίου (1683), και πήγε νότια στην Τσεστοχόβα, για να πάρει την ευλογία τής Μαύρης Παρθένου, τής «βασίλισσας τής Πολωνίας» στο ύψωμα τού Γιάζνα Γκόρα. Έφτασε στην Κρακοβία (Κράκοβ) στις 29 Ιουλίου, αναμένοντας να ενωθεί με τον Κάρολο τής Λωρραίνης την πρώτη εβδομάδα τού Σεπτεμβρίου. Έφυγε από την Κρακοβία στα μέσα Αυγούστου προχωρώντας δυτικά προς το Γκλίβιτσε (Γκλάιβιτς), όπου έφτασε στις 22 Αυγούστου, στη συνέχεια στο Ράτσιμπορτς (Ράτιμπορ) επί τού Όντερ στις 24 Αυγούστου και από εκεί στην Οπάβα (Τρόππαου) στα Σλοβακικά σύνορα. Έφτασε στο Όλομουτς (Όλμουτς) τής Μοραβίας στις 26 Αυγούστου, στο Μπρνο (Μπρυν) στις 29 και στο Μικούλοβ (Νίκολσμπουργκ) την επόμενη μέρα. Στις 30-31 Αυγούστου ο Σομπιέσκι είχε φτάσει στην περιοχή γύρω από το Χόλλαμπρυν,45 όπου ο Κάρολος τής Λωρραίνης ήρθε να τον συναντήσει, για να συζητήσουν τον τουρκικό κίνδυνο και τη μεγάλη στρατιωτική επιχείρηση που βρισκόταν μπροστά τους. Η άφιξη των Πολωνών σε κάθε πόλη γινόταν ευκαιρία εορτασμών, με δεξιώσεις και αγώνες οινοποσίας, που αναμφίβολα καθυστέρησαν την προέλασή τους για περισσότερο από μια ή δύο μέρες, αλλά συνολικά ο Σομπιέσκι είχε πραγματικά κινηθεί ραγδαία.

Οι αυτοκρατορικοί και οι Πολωνοί, αφού συγκεντρώθηκαν βόρεια τού Δούναβη στην περιοχή τού Χόλλαμπρυν, ήρθαν προς νότο περνώντας τον ποταμό στο Τουλν. Οι Βαυαροί πέρασαν τον Δούναβη κοντά στο σημείο όπου ο ποταμός Τράιζεν εκβάλλει στον μεγάλο ποταμό, ενώ οι Σάξωνες πέρασαν τον Δούναβη απέναντι στην οχυρωμένη πόλη Κρεμς. Κινούμενες από το Τουλν στην κεντρική Κάτω Αυστρία ανατολικά προς το Βάιντλινγκ και το Κλοστερνόϋμπουργκ στη βόρεια πλαγιά τού Βίνερβαλντ, τού «Βιεννέζικου Δάσους», οι χριστιανικές συμμαχικές δυνάμεις σταδιακά και με μεγάλη δυσκολία ανέβηκαν στο Λεοπόλντσμπεργκ και στο υψηλότερο Κάλενμπεργκ. Το «δάσος τής Βιέννης» ήταν και είναι ορεινό τμήμα τής υπαίθρου με βαριά αμπέλια, άγριους φράχτες, δένδρα και θάμνους, που σχηματίζουν σε διάφορες περιοχές αδιαπέραστη βλάστηση, μέσα από την οποία με τον ένα ή τον άλλο τρόπο οι Αυστριακοί, Γερμανοί και Πολωνοί έπρεπε να περάσουν και να ανέβουν στις πλαγιές τού Λεοπόλντσμπεργκ και τού Κάλενμπεργκ. Το Κλοστερνόϋμπουργκ, με το περίφημο Αυγουστινιανό μοναστήρι του, αποτελεί σήμερα τουριστικό αξιοθέατο, όπως και η κορυφή τού Κάλενμπεργκ, περιοχή τού παλαιού Καμαλδουλενσιανού μοναστηριού, με την μερικές φορές θολή θέα τής Βιέννης. Στον αυτοκράτορα Λεοπόλδο, ο οποίος είχε κατέβει τον Δούναβη με προφανή πρόθεση να ενωθεί με τούς συμμαχικούς στρατούς, δόθηκε έντονα η συμβουλή να μην το πράξει, γιατί η ανώτερη παρουσία του (και η ασήμαντη εθιμοτυπία τής εποχής) θα ήταν οδυνηρή για τον Σομπιέσκι, που έπρεπε να καταλάβει υποδεέστερη θέση. Επίσης ο Λεοπόλδος δεν ήταν καθόλου στρατιώτης και οι Βιεννέζοι χρειάζονταν τον πολωνικό στρατό.

Ύστερα από ανείπωτες δυσκολίες ορειβασίας στο Λεοπόλντσμπεργκ και το Κάλενμπεργκ, στις 12 Σεπτεμβρίου οι συμμαχικές δυνάμεις ήσαν τελικά έτοιμες να επιτεθούν στον εχθρό. Ο Καρά Μουσταφά πασάς δεν είχε κάνει καμία σχεδόν προσπάθεια να καταλάβει τα υψώματα και να εμποδίσει έτσι την κάθοδο των χριστιανών στη στρατηγικά πλεονεκτική τους θέση. Νωρίς το πρωί τής 12ης τού μηνός τα αυστριακά, σαξωνικά και βαυαρικά στρατεύματα, σχηματίζοντας άτακτη αριστερή πτέρυγα υπό τον Κάρολο τής Λωρραίνης (όσο μπορούσε να διατηρηθεί πτέρυγα στο ανώμαλο έδαφος), κατέβαιναν σιγά-σιγά από τα δασωμένα υψώματα για να αντιμετωπίσουν τούς Τούρκους. Αργότερα ο Σομπιέσκι και οι Πολωνοί πραγματοποίησαν την δύσκολη κάθοδό τους, διαμορφώνοντας την τιμητική δεξιά πτέρυγα. Μεγάλο μέρος τού σχεδιασμού και τής αναγνώρισης είχε γίνει από τον Κάρολο τής Λωρραίνης, ο οποίος διατηρούσε τον δύστροπο Σομπιέσκι σε καλή διάθεση με απέραντη διακριτικότητα και συναίνεση.46

Κάθε μαθητής τού σχολείου γνώριζε στο παρελθόν —ή όφειλε να γνωρίζει— ότι οι συμμαχικές χριστιανικές δυνάμεις κέρδισαν τη «μάχη τού Κάλενμπεργκ». Σε όλη τη διάρκεια τής ιστορικής 12ης Σεπτεμβρίου 1683 άνδρες βρίσκονταν σε κίνηση, οι χριστιανοί κατεβαίνοντας τούς κακοτράχαλους και βατώδεις λόφους και πλαγιές και οι Τούρκοι δραστηριοποιούμενοι πυρετωδώς στις περιοχές νότια των καταυλισμών τους. Ο Καρά Μουσταφά πασάς απέσυρε μερικούς στρατιώτες από τα χαρακώματα, αλλά η πολιορκία τής Βιέννης έπρεπε να συνεχιστεί. Αν το μεγαλύτερο μέρος των Τούρκων στρατιωτών απομακρυνόταν από τούς λάκκους και τα καταφύγια, οι υπερασπιστές τής πόλης, όσο κουρασμένοι κι αν ήσαν πια, μπορούσαν κάλλιστα να ξεπροβάλουν, για να εξαπολύσουν επίθεση εδώ ή εκεί στα νώτα των διαφόρων τουρκικών μονάδων, που αντιμετώπιζαν τότε την κάθοδο των χριστιανών από το Κάλενμπεργκ και το Λεοπόλντσμπεργκ.

Ο αέρας σχιζόταν από πυρά μουσκέτων και βολές κανονιών, από κραυγές συσπείρωσης και παραινέσεις, από ταμπούρλα και τρομπέτες. Τόσο για τούς Τούρκους όσο και για τούς χριστιανούς οι κραυγές πολέμου και ο ήχος «κάθε είδους οργάνων» (ogni sorte d’istrumenti) αποτελούσαν σημαντικό μέρος τής μάχης. Η μάχη τού Κάλενμπεργκ κράτησε μέχρι το βράδυ, μέχρι τη στιγμή που οι τουρκικές γραμμές διασπάστηκαν και ο εχθρός άρχισε να τρέπεται σε φυγή. Στην περισσότερο από βιαστική υποχώρησή τους προς τα ανατολικά, προς την κατεύθυνση τής οχυρωμένης πόλης τού Γκυόρ, ο Καρά Μουσταφά και οι περισσότεροι από τις διάφορες δυνάμεις του πέρασαν πέρα από τον ποταμό Ράμπα, πολύ πριν ξεκινήσουν τα αυστριακά, βαυαρικά και πολωνικά στρατεύματα τη δική τους πορεία προς τα ανατολικά. Η λεία που έπεσε σε χριστιανικά χέρια ήταν τεράστια και οι Πολωνοί έπαιρναν μεγάλο μέρος των θησαυρών, τούς οποίους ο Καρά Μουσταφά και οι ανώτεροι Τούρκοι αξιωματικοί είχαν αναγκαστεί να αφήσουν πίσω τους. Μάλιστα ένα από τα πιο ενδιαφέροντα αναμνηστικά τού ρόλου τού Σομπιέσκι στην άρση τής πολιορκίας τής Βιέννης είναι οι μεγάλες, όμορφα κεντημένες τουρκικές σκηνές, που μπορεί ακόμη να δει κανείς στο μουσείο-κάστρο στον λόφο Βαβέλ τής Κρακοβίας.

Λίγο μετά τη φυγή των Τούρκων, ο εκλέκτορας Γιόχαν Γκέοργκ τής Σαξωνίας επέστρεψε στη Δρέσδη, την πρωτεύουσα τού εκλεκτοράτου του, που γινόταν όμορφη πόλη (και η οποία υπέφερε πολύ κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο). Όντας ιδιαίτερα Προτεστάντης, είχε βοηθήσει να σταματήσει η δυτική προέλαση των Τούρκων προς τη Βιέννη, αλλά αγανακτούσε ιδιαίτερα με την έντονα φιλο-Καθολική πολιτική των Αψβούργων στις περιοχές τής Ουγγαρίας και τής Τρανσυλβανίας, όπου είχαν μπορέσει να επιβάλουν τη θέλησή τους. Τουλάχιστον προς το παρόν ο ίδιος είχε τελειώσει με τούς Αψβούργους. Στις 13 Σεπτεμβρίου ο Ιωάννης Γ’ Σομπιέσκι έκανε θριαμβευτική είσοδο στη Βιέννη, επευφημήθηκε από τον λαό, αλλά η είσοδός του πριν από τον αυτοκράτορα στην ίδια την πρωτεύουσα τού τελευταίου αποτελούσε σοβαρή παραβίαση τού δυναστικού πρωτοκόλλου.

Ο Λεοπόλδος έγινε όμως δεκτός στη Βιέννη με όλο τον δέοντα σεβασμό στις 14 Σεπτεμβρίου. Συναντήθηκε με τον Σομπιέσκι με αξιοπρεπή τρόπο την επόμενη μέρα σε έναν αγρό στο Σβέχατ. Η συνάντηση δεν υπήρξε διπλωματική επιτυχία, γιατί ο Λεοπόλδος παραμέλησε τον Γιάκομπ, τον γιο τού Σομπιέσκι, όταν τού τον παρουσίασαν. Ο Σομπιέσκι και ιδιαίτερα η σύζυγός του Μαρία Καζιμίρα έλπιζαν ότι θα παντρευόταν ο Γιάκομπ την κόρη τού Λεοπόλδου, την αρχιδούκισσα Μαρία Αντόνια, πράγμα που θα μπορούσε να βοηθήσει στην εξασφάλιση τής εκλογής του ως διαδόχου τού πατέρα του. Τώρα όμως οι Αψβούργοι ενδιαφέρονταν λιγότερο για την πολωνική συμμαχία και ύστερα από ατέλειωτους γαμήλιους, διπλωματικούς ελιγμούς (η Μαρία Αντόνια δεν ήταν κούκλα) παντρεύτηκε τον Μαξ Εμμάνουελ φον Βίττελσμπαχ, τον εκλέκτορα και δούκα τής Βαυαρίας, ο οποίος είχε βοηθήσει πολύ ανακουφίζοντας την πολιορκία τής Βιέννης.47

Παρά τις πολλές πηγές που υπάρχουν τώρα διαθέσιμες, είναι δύσκολο να έχουμε σαφή εικόνα τής έκτασης τής ζημιάς που είχαν κάνει οι Τούρκοι στη Βιέννη κατά τη διάρκεια τής πολιορκίας. Η εκ μέρους τους έλλειψη βαρέων πυροβόλων φαίνεται ότι είχε απομακρύνει μεγάλο μέρος τού εσωτερικού τής πόλης από το βεληνεκές των πυρών τους. Επίσης ο Καρά Μουσταφά πασάς ήθελε να καταλάβει την πόλη και να απολαύσει τα πλούτη της, όχι απαραίτητα να την καταστρέψει, γιατί στην περίπτωση αυτή θα αποκτούσε μόνο ερείπια. Όποιες κι αν ήσαν οι καταστροφές, η αποκατάσταση ήταν σαφώς (και εντυπωσιακά) ταχεία, αφού τριαντατρία μόνο χρόνια μετά την πολιορκία η Λαίδη Μαίρη Ουόρτλεϋ Μόνταγκυ εύρισκε τη Βιέννη (τον Σεπτέμβριο τού 1716) «πολυάνθρωπη πόλη στολισμένη με μεγαλοπρεπή παλάτια», προφανώς χωρίς ενδείξεις τουρκικής καταστροφής. Η Λαίδη Μαίρη πέρασε καλά στη Βιέννη, συγκλονισμένη σχεδόν από «τους πρώτους ανθρώπους ποιότητας», από το μεγαλείο τής όπερας και από «τη μόδα εδώ, που είναι … τερατώδης και αντίθετη με κάθε κοινή λογική». Όσο για την ίδια την πόλη όμως, την περιέγραφε ως εξής στις 8/18 Σεπτεμβρίου, σε επιστολή προς την αδελφή της, την Φράνσες Έρσκιν, κόμισσα τού Μαρ:

Αυτή η πόλη, που έχει την τιμή να είναι ο τόπος διαμονής τού αυτοκράτορα, δεν ανταποκρίνεται καθόλου στην ιδέα που είχα γι’ αυτήν, όντας πολύ μικρότερη από εκείνο που περίμενα να βρω. Οι δρόμοι είναι πολύ κοντά ο ένας στον άλλο και τόσο στενοί, που δεν μπορεί κανείς να παρατηρήσει τις ωραίες προσόψεις των ανακτόρων, αν και πολλές από αυτές αξίζουν πολλής παρατήρησης, όντας πραγματικά μαγευτικές, όλες φτιαγμένες από υπέροχη άσπρη πέτρα και υπερβολικά ψηλές. Επειδή η πόλη είναι τόσο πολύ μικρή για τον αριθμό των ανθρώπων που θέλουν να ζήσουν σε αυτήν, οι οικοδόμοι φαίνεται ότι σχεδίασαν να διορθώσουν αυτή την ατυχία χώνοντας μια πόλη πάνω στην άλλη, με τα περισσότερα σπίτια να είναι πενταόροφα και μερικά εξαώροφα. Μπορείς εύκολα να φανταστείς ότι επειδή οι δρόμοι είναι τόσο στενοί, τα πάνω δωμάτια είναι εντελώς σκοτεινά, ενώ αυτό που αποτελεί κατά τη γνώμη μου πολύ απαράδεκτο στρίμωγμα, είναι ότι δεν υπάρχει σπίτι με λιγότερες από πέντε ή έξι οικογένειες σε αυτό. Τα διαμερίσματα των μεγαλύτερων κυρίων, ακόμη και των υπουργών τού κράτους, είναι χωρισμένα, αλλά με χώρισμα τού είδους που κάνει ένας ράφτης ή ένας παπουτσής, ενώ δεν ξέρω κανέναν που να έχει πάνω από δύο ορόφους σε κάθε σπίτι, ένα για δική τους χρήση κι ένα ψηλότερο για τους υπηρέτες τους. Αυτοί που έχουν δικό τους σπίτι, νοικιάζουν το υπόλοιπο σε όποιον να’ ναι. Έτσι οι μεγάλες σκάλες (οι οποίες είναι όλες από πέτρα) είναι τόσο κοινές και τόσο βρώμικες, όσο ο δρόμος. Είναι αλήθεια ότι μόλις περάσεις μέσα από αυτές, τίποτε δεν μπορεί να είναι πιο εκπληκτικά υπέροχο από τα διαμερίσματα. Αποτελούν συνήθως σύνολο 8 ή 10 μεγάλων δωματίων, όλων με διακοσμητικές κορνίζες, με πλούσια σκαλισμένες και επίχρυσες πόρτες και παράθυρα, με έπιπλα που σπάνια βλέπει κανείς στα παλάτια κυρίαρχων ηγεμόνων σε άλλες χώρες. Τα κρεμαστά, οι καλύτεροι τάπητες τοίχου των Βρυξελλών, καταπληκτικοί μεγάλοι καθρέφτες με ασημένιες κορνίζες, έξοχα γιαπωνέζικα κρεβάτια, καρέκλες, θόλοι κρεβατιών και κουρτίνες παραθύρων από το πλουσιότερο γενουάτικο δαμασκηνό ή βελούδο, σχεδόν σκεπασμένες με χρυσή δαντέλλα ή κέντημα, όπου το σύνολο γίνεται ζωηρό από ζωγραφικούς πίνακες και τεράστια δοχεία γιαπωνέζικης πορσελάνης, ενώ σχεδόν σε κάθε δωμάτιο υπάρχουν μεγάλες λάμψεις φυσικού κρύσταλλου.48

<-7. Η πρεσβεία τού Αλβίζε ντα Μολίν στην Πύλη. Η αποτυχία των Γάλλων στον Χάνδακα. Η παράδοση τής πόλης από τον Μοροζίνι 9. Οι κατακτήσεις των Αυστριακών στην Ουγγαρία. Η εξέγερση τού τουρκικού στρατού.Οι Ενετοί στον Μοριά (1684-1687)->
error: Content is protected !!
Scroll to Top