<-6. Ναυμαχίες στα Δαρδανέλλια (1654-1657). Ο Κρητικός Πόλεμος και παπική βοήθεια στη Βενετία | 8. Τουρκο-ενετικές σχέσεις (1670-1683) και η τουρκική πολιορκία τής Βιέννης-> |
7
H πρεσβεία τού Αλβίζε ντα Μολίν στην Πύλη. Η αποτυχία των Γάλλων στον Χάνδακα. Η παράδοση τής πόλης από τον Μοροζίνι
![]() |
![]() |
Ο μακροχρόνιος πόλεμος είχε σχεδόν εξαντλήσει τούς ναυτικούς και στρατιωτικούς πόρους τής Ενετικής Δημοκρατίας. Υπήρχε σχεδόν καταστροφική διάβρωση τού εμπορίου τής Ανατολικής Μεσογείου. Στις 3 Μαρτίου 1668 ο δόγης Ντομένικο Κονταρίνι έγραφε στον Αντρέα Βαλιέρ ότι η Γερουσία τον είχε επιλέξει για να επιδιώξει ειρήνη με την Υψηλή Πύλη ως «ευγενής απεσταλμένος». Ο Βαλιέρ ήταν ο φρουρός τής Σινιορίας στο Ιόνιο, περιπολώντας στα νερά τής Κέρκυρας, τής Κεφαλονιάς και τής Ζακύνθου. Η εμπειρία του για τα «ήθη και έθιμα των Τούρκων» δεν ήταν μικρή.1 Έτσι, ενώ η Βενετία αναζητούσε ένοπλη βοήθεια από τη Δύση, στρεφόταν προς την ανατολή επιδιώκοντας την ειρήνη. Η Γερουσία ψήφισε με μεγάλη πλειοψηφία να στείλει τον Βαλιέρ στην Υψηλή Πύλη ή στον μεγάλο βεζύρη Αχμέτ Κιοπρουλού, όπου κι αν βρισκόταν αυτός, αλλά τα μέλη της δυσκολεύονταν τώρα να συμφωνήσουν για τις διαδικασίες που έπρεπε να ακολουθηθούν.
Στις 6 Απριλίου (1668) η Γερουσία απέρριψε το κείμενο προτεινόμενης επιστολής προς τον Κιοπρουλού, με βάση το οποίο ο Βαλιέρ στελνόταν «για να εφαρμόσει τις δημόσιες ανάγκες και να οδηγήσει στην ειρήνη» (per applicare alle occorrenze publiche e per li maneggi della pace). Σύμφωνα με το κείμενο που απορρίφθηκε, η Γερουσία είχε τη βεβαιότητα ότι ο μεγάλος βεζύρης «έκλινε προς την ειρήνη» και ήθελε, όπως και η Σινιορία, «να θέσει τέρμα σε τόσο μεγάλη αιματοχυσία». Την ίδια μέρα καταψηφίστηκε στη Γερουσία κι άλλο κείμενο επιστολής προς τον Κιοπρουλού, καθώς κι εκείνο επιστολής προς τον ναυτικό γενικό διοικητή (capitan general da mar) Φραντσέσκο Μοροζίνι, ενώ υπήρχε σαφώς μεγάλη φιλονικία, όπως σημείωνε αρκετές φορές ένας γραμματέας (vedi scontro preso).2
Ο δόγης έγραφε στον Αντρέα Βαλιέρ στις 22 Ιουνίου (1668), σε συμφωνία με τις επιθυμίες τής Γερουσίας ότι έπρεπε να πάει κατευθείαν στον σουλτάνο Μεχμέτ Δ’, «όπου κι αν βρισκόταν», μόλις ο γραμματέας Τζιοβάννι Καπέλλο, ο δραγουμάνος Αμπρόζιο Γκρίλλο και ένας Τούρκος τσαούς έφταναν και εντάσσονταν στην ακολουθία του. Τα απαραίτητα διαβατήρια και άλλα διαπιστευτήρια ήσαν ήδη έτοιμα. Ο Βαλιέρ μπορούσε να επιλέξει τη διαδρομή του προς τα ανατολικά, είτε δια ξηράς ή δια θαλάσσης. Αν επέλεγε τη θαλασσινή διαδρομή, μπορούσε να ζητήσει από τον γενικό διοικητή Μοροζίνι οποιαδήποτε πλοία ή γαλέρες ήσαν απαραίτητα. Είχε υπάρξει φροντίδα για την αγορά ενδυμάτων (panni), σατέν (rasi) και χρυσοΰφαντων, αξίας μέχρι 6.000 δουκάτων. Χίλια ακόμη δουκάτα είχαν δαπανηθεί για ρολόγια, ασημικά και άλλες τέτοιες χειρονομίες ενετικής καλής διάθεσης. Ο Τούρκος απολάμβανε από καιρό τέτοια δώρα.
Ο Βαλιέρ θα έπαιρνε τώρα το σημαντικό ποσό των 10.000 δουκάτων από κονδύλια που βρίσκονταν ήδη στη διάθεσή του. Άλλες δέκα χιλιάδες θα τού στέλνονταν με τον γραμματέα και τον δραγουμάνο. Το «υγειονομείο» (magistrato alla sanità) έπαιρνε εντολή να τον εφοδιάσει με γιατρό και χειρουργό (ή κουρέα), όπως γινόταν συνήθως με απεσταλμένους καθ’ οδόν προς τον Βόσπορο. Την ίδια μέρα (22 Ιουνίου) η Γερουσία ή μάλλον ο δόγης έγραφαν στον γενικό διοικητή Μοροζίνι για την άφιξη στη Βενετία «των διαβατηρίων για την ασφαλή διέλευση τού αγαπητού μας Αντρέα Βαλιέρ» (li passaporti per la sicurezza del passaggio del dilettissimo nostro Andrea Valier).3 Ο γιατρός (medico fisico) που έχει επιλεγεί για να συνοδεύσει την ενετική πρεσβεία στην Πύλη ήταν κάποιος Μπαρτολομμέο Ντάντολο, που θα φρόντιζε τον απεσταλμένο και την «οικογένειά» του.4
Στις 14 Ιουλίου (1668) η Γερουσία ενέκρινε επιστολή που θα πήγαινε στο όνομα τού δόγη στον σουλτάνο Μεχμέτ, θρηνώντας για τις στρατιωτικές ατυχίες τού παρελθόντος, που δεν ήσαν καθόλου σύμφωνες με την αγάπη και τον σεβασμό τής Σινιορίας για τη μεγαλειότητά του και για την Υψηλή Πύλη. Τώρα, με την ασφάλεια που παρείχαν τα διαβατήρια τού σουλτάνου, ο ευγενής Αντρέα Βαλιέρ θα βρισκόταν σύντομα καθ’ οδόν προς την τουρκική αυλή, για να διαπραγματευτεί με τιμή και δικαιοσύνη μια συνθήκη ειρήνης.5 Την ίδια μέρα η Γερουσία ενέκρινε το κείμενο παρόμοιας, αλλά μάλλον πιο σαφούς, επιστολής, που θα στελνόταν στον μεγάλο βεζύρη Κιοπρουλού.6 Ο πόλεμος απορροφούσε εδώ και καιρό την προσοχή τής βόρειας Ευρώπης, καθώς και τού Μεσογειακού κόσμου.
Το καλοκαίρι τού 1668 δημοσιεύτηκε στο Λονδίνο το έργο τού Πωλ Ράυκωτ για την Παρούσα Κατάσταση τής Οθωμανικής αυτοκρατορίας (The Present State of the Ottoman Empire). Αυτός είχε διοριστεί πρόξενος τής Εταιρείας Ανατολικής Μεσογείου (Levant Company) στη Σμύρνη (το 1667), όπου θα παρέμενε για μια περίπου δεκαετία. Η Σμύρνη, η σύγχρονη Ιζμίρ, βρίσκεται στον μυχό τού ομώνυμου κόλπου, στην ανατολική ακτή τού Αιγαίου. Στις 18 Ιουλίου (1668) ο Ράυκωτ έγραφε στον υπουργό εξωτερικών τού Καρόλου Β’ ότι πίστευε ότι εκείνος παραλάμβανε εβδομαδιαίες αναφορές από την Ιταλία σχετικές με την τουρκική πολιορκία τού Χάνδακα, «την πιο διάσημη και γνωστή από όλες στη σύγχρονη ιστορία». Παρ’ όλα αυτά ο Ράυκωτ πρότεινε να συνεχίσει να στέλνει στην Εξοχότητά του πληροφορίες από τη Σμύρνη,
αν και προς το παρόν θα ενημέρωνα απλώς την εξοχότητά σας ότι οι Τούρκοι φαίνονται να βρίσκονται εξ ολοκλήρου σε απόγνωση, για να πραγματοποιήσουν αυτό το καλοκαίρι τη δουλειά που έχει προκαλέσει ποικίλες ανταρσίες και στάσεις στο στρατόπεδο, με μέρος των σπαχήδων και γενίτσαρων να αποσύρονται από τα χαρακώματα, για να κατευνάσει τούς οποίους, λέγεται ότι ο βεζύρης έχει ορίσει και προσδιορίσει χρόνο 40 ημερών για την κατάληψη τής πόλης και αν μέσα σε αυτή την προθεσμία δεν πετύχει η δουλειά τους, τότε θα λύσουν εντελώς την πολιορκία….
Η δύναμη των Τούρκων γι’ αυτή την εκστρατεία δεν είναι περιφρονητέα. Έχω κάνει κατάλογο των ανδρών που έχουν στείλει από όλα τα μέρη, οι οποίοι με μέτριο υπολογισμό φτάνουν τούς εβδομήντα χιλιάδες μάχιμους άνδρες, εκτός από εκείνους που παρέμειναν στο στρατόπεδο κατά το τελευταίο έτος, αλλά το σπαθί και ο λοιμός αυτή τη χρονιά έχουν ήδη καταβροχθίσει σημαντικό αριθμό.
Υπάρχει μεγάλη σύγχυση στα συμβούλιά τους στην αυλή τού Μεγάλου Άρχοντα. Μερικοί συμβουλεύουν ότι ο Μεγάλος Άρχοντας πρέπει να πάει στον Μοριά, για να επιταχύνει από εκεί την αποστολή προμηθειών και ανδρών προς τον Χάνδακα. Άλλοι συμβουλεύουν να περάσει σε αυτό το νησί, όπως πέρασε κάποτε ο σουλτάνος Σουλεϊμάν στη Ρόδο. Άλλοι θέλουν να επιστρέψει ο Μεγάλος Άρχοντας στην Ισταμπούλ και να χρησιμοποιήσει εκεί το μυαλό του για να ενισχύσει και να αυξήσει τις ναυτικές του δυνάμεις, ώστε να γίνει κυρίαρχος των θαλασσών, πράγμα που θεωρούν ως τον μόνο πρόσφορο τρόπο για να υποτάξει τον Χάνδακα.
Είναι δύσκολο να πω πόσο καλά ενημερωμένος ήταν ο Ράυκωτ, αλλά εν πάση περιπτώσει ο ίδιος ήξερε ότι «οι Ενετοί στέλνουν τον άρχοντα Αντρέα Βαλλιέρ ως βαΐλο στην Πύλη, ο οποίος είναι στρατηγός των Τριών Νησιών».7
Υπήρχε ισχυρή αίσθηση επείγοντος στη Γερουσία, πράγμα που οδήγησε τον δόγη να γράψει στον Αντρέα Βαλιέρ στις 28 Ιουλίου (1668) να μην εγκαταλείψει τη θέση του στην Κεφαλονιά για να έρθει στη Βενετία, αλλά να πάει απευθείας στο Σπαλάτο (Σπλιτ) στη δαλματική ακτή. Η Γερουσία θεωρούσε ότι το Σπαλάτο θα ήταν καλό σημείο αναχώρησης για τον Βαλιέρ, τον γραμματέα Καπέλλο, τον δραγουμάνο Γκρίλλο και τον Τούρκο τσαούς, οι οποίοι έπρεπε στη συνέχεια να προχωρήσουν προς την Πύλη με τα διάφορα «διαταγμένα ενδύματα» (robbe decretate), τα δώρα για τον σουλτάνο και τούς πασάδες.8
Όμως στις 4 Αυγούστου τα σχέδια άλλαξαν. Ο Καπέλλο είχε πάει στο Σπαλάτο,9 αλλά λόγω σοβαρής ασθένειας τού Βαλιέρ έπρεπε αυτός να αντικατασταθεί ως «ευγενής απεσταλμένος» στην Πύλη. Στις 4 Αυγούστου εξελέγη ο Αλβίζε Μολίν (ή ντα Μολίν) ως «ευγενής απεσταλμένος» (gentilhuomo inviato). Ο ηλικίας εξηντατριών ετών Μολίν, βάζοντας στην άκρη όλα τα προσωπικά του συμφέροντα, αποδέχθηκε τη δύσκολη αποστολή, η οποία θα αποδεικνυόταν τελικά ότι ήταν το πιο κουραστικό και επίπονο έργο τής ζωής του. Η πρεσβεία του θα γινόταν διάσημη, αλλά δεν έχει μελετηθεί επαρκώς.10
Τελικά στις 8 Αυγούστου (1668), καθώς ο γραμματέας Τζιοβάννι Καπέλλο περίμενε στο Σπαλάτο την άφιξη τού Αντρέα Βαλιέρ, ο δόγης και η Γερουσία έστειλαν στον Καπέλλο εξήγηση τής ανάρμοστης καθυστέρησης. Ενώ η Γερουσία περίμενε νέα τής αναχώρησης τού Βαλιέρ για την Υψηλή Πύλη, «έχουμε μάθει με μεγάλη ενόχληση ότι έχοντας φτάσει (ο Βαλιέρ) στα νερά τής Ίστρια, αρρώστησε απροσδόκητα από πολύ επικίνδυνη ασθένεια, που κατέστησε αδύνατη τη συνέχιση τού ταξιδιού του (προς Πύλη)». (Θα μπορούσε κανείς να ρωτήσει, τι έκανε άραγε στην Ίστρια, που βρίσκεται πολύ βόρεια τού Σπαλάτο.) Επειδή όμως η Γερουσία «ενδιαφερόταν πολύ για την επίτευξη ειρήνης με την Υψηλή Πύλη», ήταν προφανώς απαραίτητο να εκλέξει γρήγορα άλλον ευγενή απεσταλμένο. Η επιλογή είχε πέσει στον διακεκριμένο ευγενή Αλβίζε ντα Μολίν, «ιππότη, γερουσιαστή για την αντιμετώπιση αυτών των πολύ ειδικών συνθηκών» (cavalier, senator di prestanti qualificatissime conditioni), ο οποίος δέχτηκε αμέσως την ευθύνη και ετοιμαζόταν για την αναχώρησή του προς ανατολάς.
Προφανώς ο σουλτάνος και οι πασάδες έπρεπε να ενημερωθούν, το συντομότερο δυνατό, γι’ αυτό το εμπόδιο που είχε πέσει στον δρόμο των Ενετών. Επίσης ήταν αναγκαίο να εξασφαλιστεί άλλο διαβατήριο για τον «ευγενή απεσταλμένο» (gentilhuomo inviato), αντικαθιστώντας το όνομα τού Βαλιέρ με εκείνο τού Μολίν. Η Γερουσία λοιπόν έδινε τώρα εντολή στον γραμματέα Καπέλλο να στείλει γρήγορα τον δραγουμάνο Γκρίλλο και τον τσαούς οπουδήποτε βρίσκονταν ο σουλτάνος και οι πασάδες, να εξηγήσουν τούς λόγους τής καθυστέρησης στην εμφάνιση τού Ενετού απεσταλμένου και φυσικά να αποκτήσουν διαβατήριο για τον Μολίν. Ο Καπέλλο έπρεπε να διαβεβαιώσει τον Γκρίλλο και τον τσαούς ότι η Δημοκρατία θα αντάμειβε την επιμέλειά τους.
Έχοντας πάρει το διαβατήριο τού Μολίν (καθώς και κάθε αναγκαία μεταβολή στα άλλα), ο Γκρίλλο έπρεπε «να σπεύσει με την ίδια επιμέλεια στη Ζάκυνθο (Ζάντε), ακριβώς απέναντι από το Καστέλ Τορνέζε (Χλεμούτσι), όπου θα βρει τον ιππότη Μολίν, ο οποίος θα φύγει από αυτή την πόλη σε λίγες ημέρες, προκειμένου να τον περιμένει εκεί», ύστερα από το οποίο θα προχωρούσαν όλοι αμέσως προς την Πύλη. Όσο για τον τσαούς, ο οποίος θα ταξίδευε έτσι πέρα-δώθε με τον Γκρίλλο, ο Καπέλλο έπρεπε να τού δείξει κάποια ιδιαίτερη χειρονομία ευγένειας και εκτίμησης, δηλαδή να τού κάνει κάποιο κατάλληλο δώρο στο όνομα τής Δημοκρατίας, «καθώς επίσης να εφοδιάσετε τον δραγουμάνο με χρήματα για τις ανάγκες τού ταξιδιού».
Ο Καπέλλο θα καταλάβαινε τη μεγάλη σημασία όλων αυτών. Όταν έστελνε τον δραγουμάνο στην οθωμανική αυλή, έπρεπε να παραδώσει στον τοπικό επιστάτη (προββεντιτόρε) τη γαλέρα που τον είχε φέρει στο Σπαλάτο, να αναλάβει διαμονή στη στεριά και να περιμένει την άφιξη τού Μολίν, φροντίζοντας καλά τα πλούσια δώρα (που προορίζονταν για τον σουλτάνο και τούς πασάδες), τα οποία τού είχαν ανατεθεί. Αντίγραφο αυτής τής επιστολής προς τον Καπέλλο έμπαινε τώρα στη διάθεση των επικεφαλής τού συμβουλίου των Δέκα.11
Στις 10 Αυγούστου (1668) ψηφίστηκε πρόταση από τη Γερουσία, απαιτώντας την άμεση αναχώρηση τού Αλβίζε ντα Μολίν με τη γαλέρα των Τριών Νησιών, που είχε μόλις φτάσει στη Βενετία. Η Γερουσία ήθελε επίσης τη διαβεβαίωσή του ότι θα έφτανε στο νησί τής Ζακύνθου (Ζάντε) πριν φτάσει ο Γκρίλλο στο Καστέλ Τορνέζε (Χλεμούτσι), ενώ στη συνέχεια θα έσπευδαν «όπου μπορούσαν να βρουν τον Μεγάλο Άρχοντα» (dove si ritrova il Gran Signore). Στον Μολίν θα δίνονταν όλα τα επίσημα έγγραφα που είχαν συνταχθεί για τον Βαλιέρ και αποσταλεί σε αυτόν, ώστε να βοηθήσουν τη δική του κρίση ως προς τον καλύτερο τρόπο με τον οποίο έπρεπε να διαπραγματευτεί με τούς Τούρκους. Θα έπαιρνε επίσης διαπιστευτήριες επιστολές απευθυνόμενες στον Μεγάλο Άρχοντα, στον μεγάλο βεζύρη Αχμέτ Κιοπρουλού, στους μουφτήδες (διερμηνείς τού ιερού νόμου τού Ισλάμ), καθώς και στους πασάδες. Στον δρόμο του προς «οπουδήποτε βρίσκεται ο Μεγάλος Άρχοντας» ο Μολίν έπρεπε να σταματήσει στο Σπαλάτο, για να ανεβάσει στο πλοίο τον γραμματέα Καπέλλο, ο οποίος θα τού παρέδιδε τα δώρα για τούς Τούρκους, καθώς και τα χρήματα που απαιτούνταν για τη διεκπεραίωση τής πρεσβείας του.12
Παρά το γεγονός ότι η Γερουσία φαινόταν ικανοποιημένη με την πρόοδο που είχε σημειωθεί, προφανώς δεν είχε γίνει εφικτό να πραγματοποιηθούν οι εντολές ακριβώς όπως είχαν δοθεί στον Καπέλλο στην επιστολή τού δόγη τής 8ης Αυγούστου. Στις 25 τού μήνα ο δόγης και η Γερουσία έγραφαν στον Καπέλλο, που βρισκόταν ακόμη στο Σπαλάτο ότι δύο επιστολές του, τής 18ης και 19ης τού μηνός, είχαν έρθει με την άφιξη τού δραγουμάνου Γκρίλλο στη Βενετία. Ναι, ο Μολίν είχε ξεκινήσει για την αποστολή του και ο Γκρίλλο πήγαινε μαζί του. Ο Καπέλλο έπρεπε να υποχρεώσει και να ευχαριστήσει τον τσαούς όσο περισσότερο μπορούσε.13 Την ίδια μέρα ο δόγης και η Γερουσία έγραφαν στον Μολίν ότι «είμαστε σίγουροι ότι θα χρησιμοποιήσετε τον ευγενέστερο τρόπο στην αντιμετώπιση τού τσαούς, για να τον κάνετε ευγενικό απέναντί σας, ενώ θα τού κάνετε κάποιο δώρο, για να τον κρατάτε ικανοποιημένο και χαλαρό».14
Η στάση τού τσαούς ήταν προφανώς σημαντική για την επιτυχία τής πρεσβείας Μολίν και όπως φαινόταν ο Καπέλλο τα είχε καταφέρει πολύ καλά με τον διπλωματικό παράγοντα από την αυλή των Οθωμανών.15 Τρεις εβδομάδες αργότερα (στις 15 Σεπτεμβρίου) ο δόγης και η Γερουσία έγραφαν στον Μολίν για την ικανοποίησή τους, μαθαίνοντας ότι η εύνοια τού Παντοδύναμου είχε καταστεί σαφής από τον ευνοϊκό άνεμο που είχε μεταφέρει τον Μολίν στο Σπαλάτο σε τέσσερις ημέρες, «ιδιαίτερα επειδή καταλαβαίνουμε πόσο πιο χαρούμενη έχει γίνει η διάθεση τού τσαούς από την εμφάνισή σας».16
Μπορούμε να παρακολουθήσουμε το ταξίδι τού Μολίν στην oθωμανική αυλή από τις επιστολές τού δόγη που στάλθηκαν προς αυτόν, καθώς και από τις δικές του επιστολές και αναφορές προς τη Σινιορία. Πολύ περισσότερες λεπτομέρειες υπάρχουν στο Ημερολόγιο του προς ανατολάς περάσματος τού Μολίν, που γράφτηκε από τον ιερέα του, τον Ιησουΐτη πάντρε Κάρλο Παγκανίνο, ο οποίος μάς έχει αφήσει συναρπαστική περιγραφή κάθε πτυχής τής γνωστής πρεσβείας και προσεκτική καταγραφή όσων έβλεπε γύρω του. Μάλιστα η καταγραφή τού Παγκανίνο για τις τελευταίες ημέρες τής πολιορκίας τού Χάνδακα, η έρευνά του για τις ερειπωμένες οχυρώσεις, οι σημειώσεις του για την πόλη και τούς κατοίκους τής Ισταμπούλ, καθώς και οι προβληματισμοί του για την προηγούμενη ιστορία τής περιοχής στην οποία βρισκόταν κάθε δεδομένη μέρα, έχουν όλα ενδιαφέρον.
Στις 31 Οκτωβρίου (1668) ο δόγης και η Γερουσία έγραφαν στον Αντρέα Βαλιέρ, ο οποίος είχε προφανώς συνέλθει από την «πολύ επικίνδυνη ασθένειά του», για την πρόοδο που σημείωνε ο Μολίν στο πέρασμά του προς ανατολάς. Είχε τύχει τής εύνοιας των Τούρκων προξένων κατά μήκος τής διαδρομής, πράγμα που διευκόλυνε την επικοινωνία με τη Σινιορία, γιατί οι επιστολές του τής 27ης Σεπτεμβρίου και τής 1ης Οκτωβρίου είχαν έρθει κατευθείαν από Γιάννινα και Τρίκαλα μέσω τού επιστάτη (προββεντιτόρε) στην Κέρκυρα. Είχε όμως αρκετά προβλήματα με ένα πρόξενο, έναν Έλληνα, που αρνιόταν να δεχτεί ή να διαβιβάσει ενετικές επιστολές. Ο δόγης ζητούσε λοιπόν από τον Βαλιέρ να φροντίσει ότι αξιόπιστα άτομα θα παρέδιδαν τέτοιες αναφορές μέσω Καστέλ Τορνέζε ή κάποιας άλλης τέτοιας θέσης. Τώρα πια η Σινιορία είχε μάθει επίσης ότι ο σουλτάνος και οι πασάδες βρίσκονταν ίσως στη Λάρισα, στην ανατολική Θεσσαλία,17 όπως ακριβώς συνέβαινε.
Στις 4 Νοεμβρίου (1668) ο Αλβίζε ντα Μολίν έγραφε στη Σινιορία από τη Λάρισα ότι στον Γκρίλλο (και προφανώς σε ορισμένους άλλους δραγουμάνους) είχε δοθεί κατάλυμα έξω αλλά όχι μακριά από το σημείο στο οποίο διέμενε ο ίδιος. Για τούς Τούρκους ήταν ευκολότερο να πηγαινοέρχονται όταν ο Μολίν στεγαζόταν χωριστά. Τούς καλούσε να έρθουν και να τον δουν, σερβίροντάς τους «κρασιά, καφέ και άλλα αναψυκτικά». Μάθαινε πολλά από αυτές τις συναντήσεις. Ακόμη κι αν δεν είχε βρει αυτή τη στεγαστική ρύθμιση επωφελή από την άποψη τής ενασχόλησης με τούς Τούρκους, θα είχε εξαναγκαστεί σε αυτήν από την τσιγκουνιά των δύο σπιτιών που τού είχαν διατεθεί. Στην πραγματικότητα όμως ούτε οι πρώτοι υπουργοί τού σουλτάνου στεγάζονταν πολύ καλύτερα. Αν και προφανώς καλός κυνηγότοπος, τον οποίο ο Μεχμέτ «ο Κυνηγός» ήθελε να απολαύσει, η Λάρισα δεν ήταν μητρόπολη.
Όλα τα σπίτια ήσαν φτιαγμένα από λάσπη επικαλυμμένη με άχυρο. Το σπίτι τού Μολίν, που ήταν σε μεγάλο βαθμό νέο, ήταν τόσο υγρό, που υπέφερε συνεχώς από κάποιο είδος καταρροής ή πλευρίτιδας, «τώρα σε ένα σημείο τού σώματός μου, τώρα σε άλλο». Προσευχόταν να τον προστατεύσει ο Κύριος ο Θεός, τουλάχιστον μέχρι να έχει η αποστολή του κάποια αξία για την πατρίδα, γιατί τώρα εύρισκε τον εαυτό του να λαχταρά σε αυτόν τον κόσμο την αιώνια ησυχία τού άλλου. Ο δραγουμάνος Γκρίλλο δούλευε επιμελώς, ενώ ο Μολίν τον εφοδίαζε με γεγονότα και ιδέες, εμπνέοντάς τον σε ολοένα και πιο έντονη προσπάθεια, με τη διαβεβαίωση ότι σίγουρα θα ερχόταν η μεγάλη αναγνώριση των υπηρεσιών του.18
Ενώ ο Μολίν υπέφερε τις ταλαιπωρίες τής Λάρισας (και δεν κατέληγε πουθενά στις διαπραγματεύσεις με τούς πασάδες), επιστολή από τον Ένατζ Φιντς, τον δεύτερο κόμη τού Ουίντσιλση και πρέσβη τού Καρόλου Β’ στην Πύλη, έφτασε τελικά στην Αγγλία ύστερα από κάποια καθυστέρηση, απεικονίζοντας τις συνθήκες στην Ισταμπούλ. Δεν υπήρχαν σοβαρές αναταραχές εκείνη τη στιγμή. Ο Μεγάλος Άρχοντας παρέμενε στη Λάρισα. Είχαν υπάρξει κάποιες συζητήσεις για μετάβασή του στον Χάνδακα, αλλά τώρα το κύριο θέμα ενδιαφέροντος ήταν η άφιξη τού Ενετού πρέσβη στη Λάρισα, «χωρίς όμως να ξέρουμε ακόμη με ποιον τρόπο τον έχουν υποδεχθεί». Αν υπήρχε κάποια είδηση, ο Ουίντσιλση θα φρόντιζε να τη στείλει. Το εμπόριο μαράζωνε στην Ισταμπούλ. Τα φαλκιδευμένα χρήματα αυξάνονταν. Οι Τούρκοι «κάνουν μεγάλες προετοιμασίες ανδρών και πυρομαχικών για την επόμενη άνοιξη». Στρατολογούσαν γενίτσαρους με τη βία, «πράγμα το οποίο», σύμφωνα με τον Ουίντσιλση, «δεν είχε γίνει ποτέ πριν στην Τουρκία». Ό,τι κι αν προγραμματιζόταν στη Λάρισα, στην Ισταμπούλ «αυτοί εδώ σκέπτονται να κάνουν μεγάλα πράγματα κατά των Ενετών», ενδεχομένως να επιτεθούν στα οχυρά τους στη Δαλματία.19
Η πρεσβεία τού Μολίν έδινε αφορμή για εκτεταμένες φήμες. Από τη Σμύρνη στις 21 Νοεμβρίου 1668 ο Σερ Ντάνιελ Χάρβεϋ έγραφε στον Τζόζεφ Ουίλλιαμσον, που υπηρετούσε τότε στο γραφείο τού Λόρδου Άρλινγκτον στο Ουάιτχωλ:
Ο Μεγάλος Άρχοντας βρίσκεται στη Λάρισα, πόλη τής Αχαΐας μεταξύ Αθήνας και Θεσσαλονίκης, όπου έχει χτίσει σεράι για τον εαυτό του και σκοπεύει να περάσει εκεί αυτόν τον χειμώνα. Ένας πρεσβευτής από το κράτος τής Βενετίας πήγε πρόσφατα για να ζητήσει ακρόαση και όταν έφτασε σε απόσταση ταξιδιού μιας ημέρας από την αυλή, έστειλε δραγουμάνο να ενημερώσει τον καϊμακάμη για την άφιξή του. Μετά την παράδοση τού μηνύματος ο καϊμακάμης τον ρώτησε αν ο δόγης, ο κύριός του, είχε φέρει τα κλειδιά τού Χάνδακα μαζί του. Ο άνθρωπος απάντησε ότι δεν ήταν παρά φτωχός αγγελιοφόρος και δεν ήξερε τίποτε για τις δουλειές τού κυρίου του. Τον διέταξε να φύγει και τού είπε ότι αν ο κύριός του ερχόταν πιο κοντά στην αυλή, ή αν ερχόταν πιο πέρα από αυτόν χωρίς τα κλειδιά, θα έχαναν τα κεφάλια τους. Ο πρέσβης βρίσκεται στην ίδια απόσταση από την αυλή, περιμένοντας νέα απάντηση από τον Μεγάλο Άρχοντα, που έχει στείλει να ζητήσουν γι’ αυτό το θέμα τη συμβουλή τού βεζύρη. Ακούμε εδώ ότι οι Ενετοί στον Χάνδακα βρίσκονται σε πολύ καλή κατάσταση ότι πρόσφατα έφτασαν εκεί χίλιοι Γάλλοι και ότι υπήρξαν κάποιες ακόμη προσλήψεις από αυτό το έθνος κοντά στη Ζάκυνθο, που αναμένονται καθημερινά εκεί. Υπάρχει αναφορά ότι ο Μεγάλος Άρχοντας σκοπεύει να πάει εκεί αυτοπροσώπως την επόμενη άνοιξη. Δεν μπορώ να το επιβεβαιώσω αυτό.20
Στις 22 Νοεμβρίου (1668) ο δόγης και η Γερουσία έγραφαν στον Μολίν ότι η επιμέλεια και η σύνεσή του εκπλήρωναν κάθε προσδοκία τους. Ήσαν ευτυχείς που, όταν είχε φτάσει στην Κέρκυρα, τού είχαν προσφέρει κάθε ένδειξη τιμής οι στρατηγοί των «βοηθητικών» ή ξένων στρατευμάτων. Ήσαν επίσης ευχαριστημένοι γιατί είχε φροντίσει με καλό τρόπο τα συμφέροντα τής Δημοκρατίας στις συσκέψεις του με τούς στρατηγούς. Η Γερουσία ενέκρινε το σύνολο των εξόδων που είχε πραγματοποιήσει μέχρι τότε και όλα τα δώρα που είχε κάνει, τόσο σε χρήματα όσο και σε ενδύματα. Η Σινιορία θα συνέχιζε να εφοδιάζει τον Μολίν με τα απαραίτητα χρήματα και άλλα πράγματα (ως δώρα προς τούς Τούρκους), γιατί ήταν σαφές ότι ο ίδιος δεν ήταν υπερβολικά γενναιόδωρος στην εκταμίευση από τούς δυσχερείς πόρους τού κράτους. Ο Μολίν δεν χρειαζόταν να ανησυχεί. Οι λογαριασμοί του είχαν τακτοποιηθεί με όχι μεγαλύτερη δυσκολία από εκείνους των άλλων «εκτάκτων πρεσβευτών και βαΐλων», γιατί είχε την ίδια εξουσιοδότηση όπως εκείνοι, «και με τη διαβεβαίωση αυτή πρέπει να εφησυχάζετε».
Ο δόγης και η Γερουσία είχαν μάθει με ικανοποίηση για την ευγενική και τιμητική υποδοχή τού Μολίν στην τουρκική επικράτεια, ιδιαίτερα στη Λάρισα, «όπου βρίσκεται ο Μεγάλος Άρχοντας» (che ivi sia il Gran Signore). Η μακροσκελής επιστολή τής 22ας Νοεμβρίου προς τον Μολίν είναι γεμάτη από επαναλαμβανόμενες δηλώσεις για την πίστη τής Σινιορίας στην ικανότητά του να διαχειριστεί τις επίπονες (και περίπλοκες) διαπραγματεύσεις με τούς Τούρκους. Για παράδειγμα η Γερουσία συμφωνούσε με τον Μολίν ότι έπρεπε να επιμείνει για την πλήρη κατεδάφιση τού φρουρίου τής Αγίας Πελαγίας στο νησάκι βορειοδυτικά τού Χάνδακα, αλλά σίγουρα θα ήταν δύσκολο να πειστούν να το δεχτούν αυτό οι Τούρκοι. Ο Μολίν έπρεπε να συνεκτιμήσει το γεγονός ότι η Γαληνοτάτη θα έπαιρνε βοήθεια από τούς χριστιανούς ηγεμόνες. Όταν οι Τούρκοι το μάθαιναν, προφανώς θα εντυπωσιάζονταν.
Τώρα πια οι δυνάμεις τού δούκα τής Λωρραίνης έπρεπε να είχαν φτάσει στα νερά τού Χάνδακα. Ο αυτοκράτορας θα έστελνε τρεις χιλιάδες πεζικό, όπως ενημερωνόταν ο Μολίν, ενώ πιθανώς επτακόσιοι Γάλλοι εθελοντές είχαν ήδη φτάσει στον Χάνδακα «με σκάφη και σημαίες τής Μάλτας» (con vascelli e bandiere di Malta). Πίστευαν ότι ο δούκας τού Μπράουνσβαϊκ θα διέθετε στη Βενετία δύναμη πεζικού 2.400 ανδρών. Ο επίσκοπος Στρασβούργου άλλους τριακόσιους. Και πράγματι, άλλοι τριακόσιοι λεγόταν ότι βρίσκονταν στον δρόμο τους από το Μπράουνσβαϊκ. Εξήντα ιππότες εθελοντές και τριακόσιοι πεζοί στρατιώτες, μαζί με πολλά πυρομαχικά, έρχονταν από τη Μάλτα. Ο ανώτατος ποντίφηκας (Κλήμης Θ’) είχε υποσχεθεί βοήθεια και έκανε έκκληση στους χριστιανούς ηγεμόνες «με θρησκευτική θέρμη» (con religioso fervore). Εξέφραζε την ελπίδα ότι όταν συνειδητοποιούσαν την απελπιστική ανάγκη, θα έστελναν γρήγορα βοήθεια στον Χάνδακα, «που είναι το προπύργιο τής Χριστιανοσύνης» (ch’e antemurale della Cristianità).21
Μάλιστα η Σινιορία έλπιζε ότι η εκστρατεία τού 1668 κατέληγε ήδη σε αίσιο πέρας. Ο στόλος και οι ένοπλες δυνάμεις θα προστίθεντο, όχι μόνο για να τούς κάνουν ικανούς να αντισταθούν στους Τούρκους, αλλά και για να είναι σε θέση να επωφεληθούν από κάθε ευνοϊκή ευκαιρία που θα παρουσιαζόταν. Σίγουρα ο Μολίν μπορούσε έτσι να καταστήσει σαφή στους Τούρκους τη σκοπιμότητα τής ειρήνης, που θα έθετε τέρμα στην αιματοχυσία. Ο Μολίν έπρεπε να εξετάσει την έκταση των προετοιμασιών των Τούρκων και να παραδώσει τις πληροφορίες στον γενικό διοικητή Μοροζίνι, προσπαθώντας επίσης να διαπιστώσει σε ποιο βαθμό οι ωδίνες τού πολέμου θα μπορούσαν να εκτραπούν προς τη Δαλματία.
Ίσως οι Τούρκοι ενοχλούνταν λιγότερο, αν μάθαιναν ότι ο Πάντρε Οττομάνο είχε απομακρυνθεί από τη Σούδα και είχε σταλεί στην Ιταλία. Ο Πάντρε Οττομάνο, υποτιθέμενος γιος τού σουλτάνου, που είχε πιαστεί αιχμάλωτος όντας παιδί, που είχε προσηλυτιστεί στον Χριστιανισμό και που τού είχε δοθεί εκκλησιαστικός ρόλος, προσέλκυε κάποια προσοχή κατά την εποχή του. Περαιτέρω έμφαση δινόταν στο να διατηρείται ο Τούρκος τσαούς ευχαριστημένος, καθώς και να παρέχεται στον δραγουμάνο Αμπρόζιο Γκρίλλο επαρκής αναγνώριση για τις υπηρεσίες του. Οι δραγουμάνοι ήσαν απαραίτητοι. Ο Μολίν έπρεπε επίσης να λαμβάνει σοβαρά υπόψη τον γραμματέα Τζιοβάννι Πιέτρο Καβάλλι. Είχε έρθει η είδηση, ότι ο Λουδοβίκος ΙΔ’ είχε στείλει κάποια πλοία για να πάρουν τον Γάλλο πρεσβευτή από την Ισταμπούλ. Ο νέος Άγγλος πρεσβευτής στην Πύλη, ο οποίος είχε αναχωρήσει από το Λιβόρνο κατευθυνόμενος στον Βόσπορο, είχε προφανώς πάρει ευνοϊκές εντολές για τη Βενετία. Ο Μολίν έπρεπε να καλλιεργήσει τη φιλία του. Η επιστολή κατέληγε με επαίνους για τον γιο τού Μολίν, τον Αλεσσάντρο.22
Όντας ανταγωνιστές για το τουρκικό εμπόριο, οι Άγγλοι παρακολουθούσαν στενά (ή όσο πιο στενά μπορούσαν) τις διαπραγματεύσεις τού Αλβίζε ντα Μολίν με τούς πασάδες στη Λάρισα. Στις 24 Δεκεμβρίου 1668 ο Σερ Ντάνιελ Χάρβεϋ έγραφε στον αγαπητό του φίλο Τζόζεφ Ουίλλιαμσον στο γραφείο τού Λόρδου Άρλινγκτον στο Ουάιτχωλ ότι
πριν από τρεις περίπου μέρες η σουλτάνα ξεκίνησε το ταξίδι της προς τη Λάρισα, απ’ όπου έρχονται νέα ότι δύο τσαούσηδες έβγαλαν τον Ενετό πρεσβευτή κατά τη διάρκεια τής νύχτας από το κατάλυμά του και τον ανέβασαν σε πλοίο για τον Χάνδακα χωρίς συνοδεία, αλλά ότι έστειλαν στη συνέχεια την ακολουθία του ύστερα από αυτόν. Δεν είναι ακόμη γνωστό με βεβαιότητα αν στάλθηκε ως αιχμάλωτος ή για την ξαφνική διαβίβαση κάποιας μεγάλης υπόθεσης στον βεζύρη. Συμπεραίνεται από κάποιους ότι καθώς ο βεζύρης βλέπει ότι δεν μπορεί να πάρει την πόλη, για να κατευνάσει λίγο τούς ανθρώπους (τους οποίους αυτή η πολιορκία έχει εξοργίσει εναντίον του), θέλει να έχει το πλεονέκτημα ότι θα έχει ο ίδιος συνάψει ειρήνη στον τόπο.23
Ο δόγης και η Γερουσία, γράφοντας στον Μολίν στις 9 Μαρτίου 1669, ανέφεραν ότι οι τελευταίες δέκα αναφορές του («με αριθμούς 13 έως 22») είχαν επιβεβαιώσει με κάθε τρόπο την καλή γνώμη που είχαν για το θάρρος και τη σύνεση με την οποία προωθούσε τις σημαντικές υποθέσεις τής Δημοκρατίας. Ο τρόπος με τον οποίο αντιμετώπιζε τούς κινδύνους για λογαριασμό τής πατρίδας θα επιζούσε στην ενετική μνήμη με πλήρεις επαίνους για «έναν τέτοιο ξεχωριστό πολίτη». Η Σινιορία ήταν πράγματι απογοητευμένη από «τον βάρβαρο τρόπο με τον οποίο σάς έστειλαν στο Νεγκροπόντε και από εκεί στα Χανιά, ενώ καθώς σάς ευχόμαστε την καλύτερη δυνατή υγεία, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο διαβεβαιώνουμε και τούς εαυτούς μας για την αδάμαστη σταθερότητά σας». Όταν δεν έφταναν στη Βενετία επιστολές τού Μολίν, η Σινιορία υπέθετε ότι οι Τούρκοι τον εμπόδιζαν να τούς γράψει για να τούς ενημερώσει για συγκεκριμένα κρίσιμα ζητήματα. Τώρα όμως είχαν νέα από τον Μολίν και η Σινιορία απαντούσε (ύστερα από μεγάλο χρονικό διάστημα), για να τού δώσει περαιτέρω οδηγίες για τον τρόπο με τον οποίο ήθελε η Γερουσία να αντιμετωπίζει αυτός τούς Τούρκους.
Με δώρο τού Παντοδύναμου υπήρχε τώρα ειρήνη στη Χριστιανοσύνη. Ο Κλήμης Θ’ είχε χρησιμοποιήσει την υψηλή του θέση με πολύ αποτελεσματικό τρόπο. Η Σινιορία είχε επίσης αγωνιστεί για να εντυπώσει στα μυαλά των ηγεμόνων τον τρομερό κίνδυνο στον οποίο βρισκόταν ο Χάνδακας και τη ζημιά που θα προκαλούσε σε όλη την Ευρώπη η απώλειά του, «την οποία απώλεια μακάρι να αποτρέψει ο Θεός!» Ήδη είχαν καταφέρει να κερδίσουν μεγάλα σώματα στρατιωτών καθώς και πυρομαχικά, κυρίως από τη Γαλλία, όπου ο βασιλιάς είχε αποφασίσει γενναιόδωρα «να υπερασπιστεί τα συμφέροντά μας». Πράγματι, ο Λουδοβίκος ΙΔ’ είχε δώσει τον λόγο του στον πάπα «να μην παρενοχλήσει την Ισπανία κατά τη διάρκεια τού τρέχοντος έτους». Είχε μάλιστα αναθέσει υπηρεσία στην Ανατολική Μεσόγειο όχι μόνο σε ισχυρή δύναμη υπό τον δούκα τού Ναβαίγ με δύο υπαρχηγούς ή στρατάρχες, αλλά και σε μεγάλο, γρήγορο στόλο υπό τον ναύαρχο (armiraglio del mare) δούκα τού Μποφώρ, στόλο ο οποίος αυτή τη φορά θα έφερε τα βασιλικά λάβαρα και όχι εκείνα των Ιωαννιτών. Έτσι τουλάχιστον ενημέρωνε η Σινιορία τον Μολίν. (Ο Μποφώρ, όπως θα δούμε στη συνέχεια, θα σκοτωνόταν αμέσως μετά την άφιξή του στον Χάνδακα.) Είχαν επιλεγεί στρατιώτες από τούς βασιλικούς φρουρούς για μεταφορά στον Χάνδακα. Η Ισπανία, τώρα διαβεβαιωμένη για ειρήνη, είχε υποσχεθεί γαλέρες, καθώς και ορισμένο αριθμό πλοίων, στρατιωτών και φορτηγών πλοίων (bastimenti).
Η Σινιορία διατηρούσε την ελπίδα λήψης περαιτέρω βοήθειας από άλλα κράτη «και ο Ανώτατος Ποντίφηκας θα στείλει τις δικές του γαλέρες μαζί με εκείνες τής Μάλτας, ενώ ο ίδιος συνεχίζει τις εκκλήσεις του προς όλους τούς ηγεμόνες να υποστηρίξουν την υπόθεσή μας, η οποία, όπως πρέπει κανείς να αναγνωρίσει, είναι υπόθεση ολόκληρης τής Χριστιανοσύνης». Στο μεταξύ ο Μολίν έπρεπε να παρηγορείται με τη σκέψη τής συμπόνιας τής Σινιορίας για τα προβλήματά του και με την ικανοποίηση που είχε λάβει αυτή από τις πληροφορίες που περιλαμβάνονταν στις αναφορές του. Παρά τούς κινδύνους που συνεπαγόταν η γραπτή επικοινωνία, καθιστούσαν τις προθέσεις τους γνωστές σε αυτόν. Και έδιναν εντολή στον γενικό διοικητή να τον κρατά ενήμερο για αλλαγές «μέσω εμπίστων», αλλά δεν γνωρίζουμε ποιοι μπορούσαν να είναι αυτοί οι έμπιστοι.
Μέχρι να τού στείλουν ο δόγης και η Γερουσία περαιτέρω οδηγίες, ο Μολίν έπρεπε να συνεχίσει να παρατηρεί ό,τι μπορούσε μεταξύ των Τούρκων. Δεν έπρεπε όμως να αναλάβει καμία δέσμευση, πριν ενημερώσει τη Σινιορία για τα επικείμενα (και πριν πάρει οδηγίες), ούτε έπρεπε να στείλει οποιαδήποτε εντολή στον γενικό διοικητή Μοροζίνι να αναστείλει τις εχθροπραξίες, αφού τώρα δεν είχε την εξουσιοδότηση να το πράξει. Ο γενικός διοικητής είχε πάρει εντολές να ικανοποιεί κάθε αίτημα τού Μολίν για χρήματα. Η Σινιορία θα ανέβαλλε για άλλη φορά την απάντηση σε διάφορες λεπτομέρειες στις πολλές αναφορές τού Μολίν, αλλά τού έστελναν έγκριση για όλα τα έξοδα στα οποία έχει υποβληθεί, για να δώσει στους Τούρκους «δώρα και ενδύματα», για δωρεές προς τούς δραγουμάνους, υποστήριξη για ορισμένους χριστιανούς σκλάβους στα χέρια των Τούρκων, καθώς και για προσωπικές δαπάνες τού ίδιου και τής οικογένειάς του.24
Στις 2 Μαΐου (1669) ο Μολίν έγραφε στον δόγη από τα τουρκοκρατούμενα Χανιά στο νησί τής Κρήτης ότι «ύστερα από οκτώ μήνες χωρίς επιστολές από τη Γαληνότητά σας, έρχεται τώρα σε μένα εκείνη τής 9ης Μαρτίου». Ένιωθε ότι το κύρος του ως «ευγενούς απεσταλμένου» τής Δημοκρατίας στην Πύλη είχε περιοριστεί από την επιβλητική θέση τού γενικού διοικητή Μοροζίνι. Ζούσε στη δυστυχία και «στην άβυσσο τής αφάνειας». Η Γερουσία φαινόταν αποφασισμένη «να κόψει το νήμα τής ειρήνης» που είχε υφάνει εκείνος με τόση δυσκολία, όπως οι εξοχότητές τους μπορούσαν να καταλάβουν από τις προηγούμενες αναφορές του. Ενεργώντας σύμφωνα με τούς όρους τής αποστολής του, ο Μολίν δήλωνε ότι βρισκόταν στο σημείο εγκαθίδρυσης ασφαλούς και διαρκούς ειρήνης. Οι τρέχουσες συνθήκες είχαν υπάρξει ευνοϊκές για τις διαπραγματεύσεις του.
Η Δημοκρατία θα έπαιρνε διαβεβαίωση για το μισό τού νησιωτικού «βασιλείου» τού Χάνδακα, ξεπερνώντας κάθε παραχώρηση που η Σινιορία είχε ποτέ αποσπάσει από τον οθωμανικό Οίκο (Casa Ottomana) κατά τη διάρκεια των μακρών αιώνων τού παρελθόντος. Οι Τούρκοι ποτέ στο παρελθόν δεν είχαν επιστρέψει εδάφη που είχαν κατακτήσει. Τώρα ο Μολίν δεν είχε βέβαια, όπως θρηνούσε, καμία εναλλακτική λύση, παρά να υποκύψει στην απερίσκεπτη απόφαση τής Γερουσίας, «που με κάνει αθώο θύμα αυτής τής ψήφου τής εξοχότατης Γερουσίας και καθιστά άχρηστη την εθελοντική μου θυσία με τέτοια σταθερότητα στην Πατρίδα» (fatto vitima inocente de’ voti di cotesto eccellentissimo Senato, e reso inutile il sacrificio volontario fatto da me con tanta costanza alla Patria). Η αλλαγή στάσης τής Γερουσίας ως προς τη σκοπιμότητα ειρήνης με την Υψηλή Πύλη θα ήταν καταστροφική για την οικογένειά του.
Παρ’ όλα αυτά θα συνέχιζε να θυσιάζει τον εαυτό του στις επιταγές τού κράτους, θα προσπαθούσε να προστατεύσει τούς «έμπιστους» τής Δημοκρατίας και εκείνους που διακινδύνευαν τη ζωή τους μεταφέροντας μπρος-πίσω τις μυστικές αναφορές. Ο Μολίν έλεγε ότι ήταν έτοιμος να δεχθεί να παραδίδονται σε αυτόν οι επιστολές τής Σινιορίας μέσω τού πασά, πράγμα το οποίο θα περιόριζε φυσικά την επικοινωνία του με τη Σινιορία, αλλά θα καθησύχαζε τούς Τούρκους. Σε κάθε περίπτωση η αποστολή επιστολών στη Βενετία και η παράδοση στον Μολίν εκείνων που προέρχονταν από τη Σινιορία είχε καταστεί επικίνδυνη και επώδυνη επιχείρηση. Σε κάποια περίπτωση, μια επιστολή φαίνεται ότι είχε ριχτεί στο μπαλκόνι τού σπιτιού του κατά τη διάρκεια τής νύχτας. Τη βρήκαν το επόμενο πρωί οι υπηρέτες του. Περιλάμβανε οδηγίες από τη Βενετία.
Ο Μολίν αντιμετώπιζε πολλές δυσκολίες στα Χανιά, μεταξύ των οποίων την τρομερή έλλειψη τροφίμων. Μια χήνα στα Χανιά κόστιζε δέκα σχεδόν φορές όσο θα κόστιζε στην Ισταμπούλ σε περιόδους ακραίας έλλειψης. Καθώς ο Μολίν έπρεπε να φροντίζει για σαρανταεπτά άτομα, πέρα από τούς ανθρώπους τού γραμματέα Καβάλλι, μπορούσε όχι μόνο να προβλέπει αρρώστια, σημάδια τής οποίας έβλεπε ήδη, αλλά ακόμη και θάνατο από την πείνα. Ο γενικός διοικητής Μοροζίνι δεν μπορούσε να λύσει τα προβλήματα τού Μολίν με χρήματα, όπως γινόταν στο παρελθόν, «επειδή τώρα οι καιροί και οι περιστάσεις έχουν αλλάξει». Πριν από μερικές ημέρες ένας Εβραίος τοκογλύφος είχε προσφερθεί να τού δανείσει 2.000 ρεάλια «με 95 τοις εκατό». Είχε αρνηθεί την προσφορά. Το πέρασμα από τη Λάρισα στα Χανιά τού είχε κοστίσει 709 ζεκίνια και έτσι συνεχιζόταν. Όμως, «ο Κύριος ο Θεός, ο οποίος θα δείξει ίσως έλεος για μένα, θα ενσταλάξει και στις καρδιές των Εξοχοτήτων σας συμπόνια για τούς φτωχούς υφισταμένους μου, ώστε να βοηθήσετε στη θεραπεία των δεινών, που με στοιχειώνουν πάντα (che anco nelle mie ceneri saranno), αυτών των λυπημένων, δυσαρεστημένων πλασμάτων».
Ο Μολίν προσευχόταν να ήταν η θεία γενναιοδωρία τέτοια, ώστε να εκπληρώνονταν οι ελπίδες που φούντωναν από τις υποσχέσεις των χριστιανών ηγεμόνων και να μη συνεχιζόταν η θλιβερή παράδοση των προηγούμενων εποχών,
και αυτό όχι μόνο στις περιπτώσεις στρατευμάτων επικουρίας, αλλά και των πιο διάσημων ενώσεων, μεταξύ άλλων εκείνης τού Παύλου Γ’ και τού Καρόλου Ε’ το 1540, τού Πίου Ε’ και τής Ισπανίας το 1570, οι οποίες δεν εξυπηρετούσαν κανένα άλλο σκοπό, από το να κάνουν την εμπειρία μας από το πρώτο έτος τέτοια, ώστε να μάς βυθίσει στο δεύτερο και να μάς οδηγήσει σε δυσμενείς και αξιολύπητες συνθήκες ειρήνης, που μάς κόστισαν κράτη και βασίλεια. Ελπίζω ότι με την καλοσύνη τού Παντοδύναμου οι χριστιανοί ηγεμόνες έχουν αλλάξει συμπεριφορά και έχουν αφήσει (τους παλαιούς τρόπους) πίσω στα χρονικά και στις ιστορίες των νεκρών.
Λοιπόν ίσως υπήρχε λόγος για ελπίδα. Ο παλαιός σουλτάνος Σουλεϊμάν ήταν ένα πράγμα. Ο ανίκανος Μεχμέτ Δ’ «ο Κυνηγός» ήταν άλλο. Ένας πολεμιστής σουλτάνος δεν θα είχε ανεχθεί την αναταραχή που συνεχιζόταν τότε στην Ισταμπούλ, ούτε οι υπουργοί του θα ήσαν έτοιμοι να υπογράψουν συνθήκη ειρήνης, εκτός αν οι οθωμανικές δυνάμεις ήσαν πολύ αδύναμες για να συνεχίσουν.25
Σύμφωνα με μακροσκελή επιστολή με ημερομηνία 14 Απριλίου 1669, την οποία έστειλε ο Ουίλλιαμ Ουίντσιλση στον Λόρδο Άρλινγκτον από τη Μάλτα, η Οθωμανική αυτοκρατορία όντως φαινόταν να περιέρχεται σε χάος. Ο Μεχμέτ Δ’, προφανώς ενοχλημένος από τη μεγάλη ανησυχία που εξαπλωνόταν σε όλη την τουρκική Ευρώπη και Ασία, είχε στείλει αυτοκρατορική εντολή (χατισερίφ) στη μητέρα του ότι οι τρεις αδελφοί του έπρεπε να θανατωθούν, πράγμα που είχε προκαλέσει ξαφνική εξέγερση των γενιτσάρων. Όλα τα καταστήματα στην Ισταμπούλ και στον Γαλατά είχαν κλείσει. Οι πύλες τής πόλης είχαν κλείσει. Όμως «η βασίλισσα μητέρα έχει αρνηθεί να παραδώσει τούς αδελφούς τού Μεγάλου Άρχοντα σε εκείνους που έχουν οριστεί για να τούς παραλάβουν και την υποστηρίζει η πολιτοφυλακή».
Είχε υπάρξει βίαιη σύγκρουση «μεταξύ των Γάλλων και κάποιων μποσταντζή ενός από τα σεράι τού Μεγάλου Άρχοντα στην πλευρά τής Ασίας». Οι μποσταντζή ήσαν κηπουροί τού παλατιού. «Αλλά στη μέση αυτής τής έξαψης ήρθε ο ίδιος ο Μποσταντζή πασάς (μποσταντζήμπασης) και τούς χώρισε, αλλιώς οι Γάλλοι θα είχαν σκοτωθεί όλοι…». Υπήρχαν πολλοί λόγοι για δυσαρέσκεια στην αυτοκρατορία και μάλιστα υπήρχε δυσαρέσκεια παντού, όπως καθιστά σαφές ο Ουίντσιλση:
Κάθε είδους άνθρωποι θρηνούν και κραυγάζουν για τη μεγάλη καταπίεσή τους, για την ευτέλεια των χρημάτων και την παρακμή τού εμπορίου, για την αύξηση των φόρων, καθώς και για νέες επιβολές για την πυρίτιδα και άλλα πυρομαχικά για τον Χάνδακα. Ολόκληρα χωριά τρέπονται σε φυγή τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Ασία, άλλοι στα βουνά, άλλοι στην Αραβία, στη χώρα των Τατάρων και μερικοί στην Περσία. Όταν ήμουν πριν από ένα χρόνο στο Μόντε Πικκιόλο, 20 μόλις μίλια από τη μεγάλη πόλη τής Κωνσταντινούπολης, είδα κατεστραμμένα ολόκληρα χωριά που συνορεύουν με εκείνη τη λίμνη και μού είπε αυτός που συλλέγει το χαράτσι ότι σε εκείνη την περιοχή (καντηλίκ) υπήρχαν 1.700 άτομα που πλήρωναν χαράτσι πριν από τον ενετικό πόλεμο και ότι τώρα δεν είχαν απομείνει παρά μόνο 700, αφού όλοι οι άλλοι είχαν εγκαταλείψει τα σπίτια και τα αμπέλια τους, ενώ εκείνοι που έχουν απομείνει τρέπονται σε φυγή καθημερινά, επειδή πρέπει να πληρώσουν όχι μόνο για τούς εαυτούς τους, αλλά για όλους τους 1.700.
… Οι άνθρωποι στη Σμύρνη διαμαρτύρονται πολύ και ανοιχτά εναντίον τού Μεγάλου Άρχοντα, που ενδιαφέρεται για το κυνήγι του περισσότερο απ’ όσο για τούς υπηκόους του, ενώ έλεγαν ανοιχτά ότι ο αυτοκράτοράς τους ήταν τρελός, ένας ηλίθιος και ότι σύντομα θα ανεβάσουν στον θρόνο τον αδελφό του (Σουλεϊμάν Β’), ο οποίος έχει περισσότερο μυαλό και θα φροντίσει περισσότερο για τη διαχείριση των δημοσίων υποθέσεων. Η αυτοκρατορία αυτή βρίσκεται σε μεγάλη παρακμή και πρέπει να γίνουν ιδιαίτερες αλλαγές σε μικρό χρονικό διάστημα. Η αδυναμία τους είναι προφανής. Χρειάζονται όχι μόνο χρήματα καθώς και άνδρες, αλλά και μυαλά για να διοικήσουν αυτά που έχουν.26
Μερικές φορές επιστολές που ετοιμάζονταν για αποστολή στο όνομα τού δόγη δεν εγκρίνονταν από τη Γερουσία. Συχνά δεν είναι σαφής στον ιστορικό ο λόγος για τον οποίο συνέβαινε αυτό. Έτσι στις 11 Μαΐου (1669) επιστολή απευθυνόμενη «στον αγαπημένο μας ευγενή Αλβίζε Μολίν» υποβλήθηκε στη Γερουσία, η οποία την απέρριψε, αλλά γιατί; Βέβαια η επιστολή επαναλαμβάνει σε μεγάλο βαθμό εκείνη τής 9ης Μαρτίου, «την οποία τώρα πια θα έχετε παραλάβει». Αν ο Μολίν είχε πάρει την επιστολή τής 11ης Μαΐου, θα είχε νιώσει κάποια μικρή ανακούφιση από τη συνεχιζόμενη συμπάθεια τής Γερουσίας για τα βάσανα και τις κακουχίες που είχε υποστεί, τον αγώνα και την ένταση που τού είχαν επιβάλει οι Τούρκοι, απαιτώντας από αυτόν να φύγει ξαφνικά από τη Λάρισα τη νύχτα και να πάρει τον δρόμο προς το Νεγκροπόντε, προκειμένου να επιβιβαστεί σε πλοίο για τα Χανιά. Όμως η Γερουσία είχε ήδη εκφράσει πλήρως την υποτιθέμενη συμπόνοιά της στην επιστολή τής 9ης Μαρτίου. Προσεύχονταν για τη συνέχιση τής καλής του υγείας, ώστε η πατρίδα να συνέχιζε να απολαμβάνει τούς καρπούς των άφθονων δυνατοτήτων του. Η Γερουσία είχε εκτιμήσει πολύ την προσοχή τού Μολίν στην αντιμετώπιση των Τούρκων, με την αποφυγή οποιασδήποτε γραπτής δέσμευσης (et aggiustatissimo sarà sempre il schivar di metter alcuna cosa in scritto), πρακτική την οποία ήσαν βέβαιοι ότι θα συνέχιζε.
Το κείμενο τής 11ης Μαΐου ακολουθεί στο μεγαλύτερό του μέρος τη γραμμή εκείνου τής 9ης Μαρτίου. Οι στρατιώτες και ο ναυτικός εξοπλισμός τού Λουδοβίκου ΙΔ’ ήσαν έτοιμοι να αναχωρήσουν για την Ανατολική Μεσόγειο. Και στην πραγματικότητα ήσαν. Πολλά άλογα είχαν σταλεί προς τα ανατολικά, «για να ανέβουν σε αυτά πολλοί ιππείς» (per montar molti cavalieri). Οι παπικές και οι μαλτέζικες γαλέρες ήσαν έτοιμες να σαλπάρουν. Ο αυτοκράτορας «και πολλοί άλλοι ηγεμόνες» συνεισέφεραν ισχυρές δυνάμεις επικουρίας, πυρομαχικά και χρήματα στη χριστιανική υπόθεση. Όλα τα δώρα και οι δαπάνες τού Μολίν είχαν εγκριθεί πλήρως. Τώρα πια βέβαια, υπέθετε η Γερουσία, ο Μολίν και ο γραμματέας Καβάλλι είχαν βρεθεί μαζί για να διανείμουν τα διάφορα δώρα που προορίζονταν για τούς Τούρκους. Η Γερουσία είχε μάθει ότι ο Γάλλος πρεσβευτής πήγαινε στη Λάρισα. Ήθελαν να πιστεύουν, έλεγαν στον Μολίν ότι όλα προχωρούσαν ικανοποιητικά γι’ αυτόν. Μπορούσαν όμως να ενημερώσουν τον Μολίν ότι ο Λουδοβίκος ΙΔ’ είχε στείλει εντολές στον πρέσβη ότι αν οι Τούρκοι εμπόδιζαν την αναχώρησή του με οποιοδήποτε τρόπο, «να δήλωνε αμέσως ότι είχε στερηθεί τον ρόλο τού πρεσβευτή». Και τέλος η Γερουσία ενέκρινε την αποστολή από τον Μολίν τού νεαρού Τζιάκομο Ταρσία, «νεαρού τής γλώσσας» (giovene di lingua), πίσω στην Ισταμπούλ, όπου μελετούσε τουρκικά. Ο Ταρσία είχε πάει στη Λάρισα το 1668 για να εξυπηρετήσει τον Μολίν, ο οποίος είχε προφανώς από τούς δραγουμάνους όλη τη γλωσσική βοήθεια που χρειαζόταν.27
Παρά το γεγονός ότι τα νέα ταξίδευαν συνήθως αργά κατά τον 17ο αιώνα, η Σινιορία ήξερε από τα μέσα Αυγούστου 1669 ότι, παρά τη γαλλική και άλλη βοήθεια, ο Μοροζίνι είχε σοβαρά προβλήματα στον Χάνδακα. Δεν μπορούσαν να ξέρουν ότι στα μέσα Αυγούστου (όπως θα δούμε) η γαλλική ανώτατη διοίκηση είχε αποφασίσει να εγκαταλείψει την υπεράσπιση τού Χάνδακα, ενώ αν το είχαν μάθει, σίγουρα θα είχαν εκπλαγεί. Όμως, εκτός από την ασφαλή άφιξη των Γάλλων και άλλων βοηθητικών, δεν είχαν έρθει καλά νέα από την Ανατολική Μεσόγειο. Στις 16 Αυγούστου (1669) τα κείμενα δύο επιστολών, μιας προς τον Μολίν και άλλης προς τον Μοροζίνι, τέθηκαν ενώπιον τής Γερουσίας, η οποία έδωσε άμεση έγκριση και στις δύο. Η επιστολή προς Μολίν αναγνώριζε την παραλαβή τριάντα περίπου αναφορών που είχε στείλει αυτός στη Σινιορία, «των πολλών αναφορών σας με αριθ. 13 έως 43» (molti vostri dispacci numero 13 fin 43), όπου όλες αποδείκνυαν την ακούραστη ικανότητά του «για τη διαχείριση των πολύ σημαντικών υποθέσεων τού κράτους». Η Γερουσία σημείωνε και πάλι τον πατριωτικό τρόπο με τον οποίο ο Μολίν έθετε τα συμφέροντα τής Δημοκρατίας πάνω από το δικό του συμφέρον και πάνω από εκείνο τής οικογένειάς του.
Αντιστρέφοντας τη στάση που είχε πάρει στην επιστολή της προς τον Μολίν τής 9ης Μαρτίου, η Γερουσία έδειχνε και πάλι ενδιαφέρον για ειρήνη με τούς Τούρκους. Μειώνοντας τα επίδικα εδαφικά ζητήματα σε τέσσερα ή πέντε, η Γερουσία έβλεπε την Πύλη διατεθειμένη να παραχωρήσει το Καττάρο (Κότορ) επί τής δαλματικής ακτής στη Βενετία και, έλπιζαν, το νησί τής Τήνου επίσης. Όσο για τούς άλλους εν λόγω τόπους, τη Σούδα και τη Γραμβούσα, ήταν βέβαιο ότι οι Τούρκοι θα παραιτούνταν από τη Γραμβούσα, το μικρό λιμάνι στο δυτικό άκρο τής Κρήτης, καθώς και από τη Σπιναλόγκα στο ανατολικό άκρο. Οι οχυρώσεις τής Σούδας, κατά την άποψη τής Γερουσίας, έπρεπε να κατεδαφιστούν και να μην ανοικοδομηθούν ποτέ. Τα ζητήματα αυτά είχαν εξεταστεί αναλυτικά τον Απρίλιο τού 1666. Είχε υπάρξει κάποια παρεξήγηση για τη Σούδα, για την οποία οι Τούρκοι ισχυρίζονταν ότι τούς είχε δοθεί επίσημα. Αυτό όμως δεν ήταν αλήθεια, όπως μπορούσε να δει ο Μολίν από ορισμένες επιστολές τής 22ας Νοεμβρίου 1668, αντίγραφα των οποίων τού είχαν μόλις αποσταλεί.
Ο Μολίν ενημερωνόταν ότι μετά την άφιξη των βοηθητικών δυνάμεων τής Γαλλίας, τής Αγίας Έδρας και τής Μάλτας στο «βασίλειο» τού Χάνδακα, οι χριστιανοί είχαν προξενήσει σημαντικές απώλειες στον εχθρό. Οι Γάλλοι επείγονταν να εκδικηθούν για τον θάνατο τού Φρανσουά ντε Μποφώρ. Κι άλλα γαλλικά πλοία αναμένονταν από την Προβηγκία. Όσο για την ενετική προσπάθεια, ο Μπερνάρντο, ο ναυτικός γενικός επιστάτης, θα έφτανε σύντομα στον Χάνδακα «με καλές ενισχύσεις σε χρήματα, πυρομαχικά και στρατιώτες». Όπως ήξερε καλά ο Μολίν, ήταν σημαντικό το γεγονός ότι η γαλλική ναυτική δύναμη δεν θα έφευγε από το νησί τής Κρήτης πριν συναφθεί με τούς Τούρκους «έντιμη ειρήνη» (decorosa pace), ώστε να αποφεύγονταν τα προβλήματα τα οποία διαφορετικά θα ακολουθούσαν την αναχώρηση των Γάλλων. Μάλιστα αυτή ήταν η πρόθεση τού Λουδοβίκου ΙΔ’ και τέτοιες ήσαν οι οδηγίες του προς τούς στρατηγούς του, των οποίων η Σινιορία έστελνε στον Μολίν αντίγραφο με τη δήλωσή του «να μην αναχωρήσουν χωρίς όφελος ή κέρδος ειρήνης» (di non partire senza vantaggi o proffittevole pace). Και βέβαια σκοπός τής πρεσβείας τού Μολίν ήταν η ειρήνη με την Υψηλή Πύλη, «η επίτευξη καλής, έντιμης και ασφαλούς ειρήνης…» (il conseguimento di una buona, honorevole, e sicura pace…).
Αν οι Τούρκοι επέμεναν, ο Μολίν έπρεπε να υποκύψει στην κατεδάφιση τού φρουρίου στη Γραμβούσα και στην απομάκρυνση από αυτό των πυρομαχικών και κανονιών. Αν οι Τούρκοι απαιτούσαν τη Σούδα, «όπως είναι σήμερα», ο Μολίν έπαιρνε εξουσιοδότηση να υποχωρήσει και σε αυτό, αλλά φυσικά οι Τούρκοι έπρεπε να απομακρύνουν τα πυρομαχικά και τα κανόνια τους. Ο Μολίν έπρεπε να επιδιώξει «τα μέγιστα δυνατά πλεονεκτήματα και οφέλη». Η μακροσκελής επιστολή κατέληγε με την προσδοκία να έβλεπαν τελικά τον Μολίν «τιμημένο για μια ακόμη φορά για ξεχωριστή αξία και με επευφημία».28
Η επιστολή τού δόγη και τής Γερουσίας προς τον Φραντσέσκο Μοροζίνι (στις 16 Αυγούστου 1669) ήταν, τηρουμένων των αναλογιών, σχεδόν ίδια με την επιστολή τής ίδιας ημερομηνίας προς τον Μολίν. Η Γερουσία είχε επιλέξει μαζί με τον χριστιανικότατο βασιλιά να εργαστούν για ειρήνη με τούς Τούρκους. Τις διαπραγματεύσεις διεξήγαγε ο Μολίν. Η Γερουσία είχε αποφασίσει να ακυρώσει τη μαχητική τους απόφαση τής 9ης Μαρτίου και προωθούσαν στον Μοροζίνι αντίγραφο τής επιστολής για τον σκοπό αυτό, που στελνόταν και στον Μολίν. Έπρεπε να διατηρηθεί αυστηρότατη μυστικότητα, «κάτω από την πιο θρησκευτική σιωπή» (sotto il più religioso silentio), για να αποφευχθεί το πρόβλημα που θα προέκυπτε αν τα γεγονότα γίνονταν γνωστά. Ο Μοροζίνι έπρεπε να συνεχίσει τη στενή συνεργασία με τον Μολίν, γιατί μετά την εγκαθίδρυση τής ειρήνης θα ακολουθούσε αναστολή των όπλων.
Ο Λουδοβίκος ΙΔ’ είχε δηλώσει ότι η πίεση των γαλλικών όπλων είχε ως στόχο να επιβάλει την ειρήνη στους Τούρκους. Είχε διατάξει τούς στρατηγούς του να μη φύγουν από τον Χάνδακα μέχρι να είχαν όλα «ρυθμιστεί θετικά» (prosperamente deffinito). Αντίγραφα των επιστολών που καθιστούσαν αυτό σαφές είχαν διατεθεί στη Γερουσία, δηλαδή επιστολές προς τούς Γάλλους στρατηγούς Μποφώρ και Ναβαίγ, μαζί με τα κείμενα των αποστολών τους. Και τώρα στέλνονταν στον Μοροζίνι αντίγραφα των κειμένων αυτών, για να τον βοηθήσουν να αντιμετωπίσει τη γαλλική ανώτατη διοίκηση στον Χάνδακα. Ο βασιλιάς ήθελε να συμπεριλαμβάνονται οι στρατηγοί του στη μελλοντική ειρήνη.
Ο Μοροζίνι έπρεπε όμως να καταστήσει σαφή στους Μποφώρ και Ναβαίγ τα «σχέδια και τις συζητήσεις που έχουμε ήδη κάνει σχετικά με τη διαίρεση τού βασιλείου» (li proietti e discorsi già fatti circa la division del Regno), πράγμα που μοιάζει με αναφορά στη Σούδα, τη Γραμβούσα και τη Σπιναλόγκα. Η άποψη τής Γερουσίας για ειρήνη εκείνη την εποχή προφανώς συνδεόταν με τη διατήρηση τού Χάνδακα από τη Γαληνοτάτη. Η Γερουσία έλπιζε ότι ο παπικός στρατηγός Βιντσέντσο Ροσπιλιόζι θα ακολουθούσε το παράδειγμα των Γάλλων διοικητών παραμένοντας στον Χάνδακα. Σε ένδειξη σεβασμού προς την Αγιότητά του, ο Μοροζίνι όφειλε να ενημερώνει τον Ροσπιλιόζι για τις διαπραγματεύσεις για την ειρήνη.29
Ήταν περισσότερο από σαφές ότι η Δυτική Ευρώπη δεν είχε εγκαταλείψει τη χριστιανική υπόθεση, στέλνοντας, όπως μάς υπενθυμίζει ο Κρετσμάγιερ, «βοηθούς και βοήθεια» στην Ανατολική Μεσόγειο, γαλλικά, ιταλικά και γερμανικά χρήματα, παπικές και μαλτέζικες γαλέρες, ομάδες ευγενών με σταυροφορικό πνεύμα, Σουηδούς εθελοντές και Γερμανούς μισθοφόρους. Όπως είδαμε όμως, η πιο αξιοσημείωτη περίπτωση αυτής τής πανσπερμίας βοήθειας ήταν γαλλική. Τον Ιούλιο τού 1668 ο Λουδοβίκος ΙΔ’ εξουσιοδότησε τον Φρανσουά ντ’ Ωμπουσσόν, δούκα ντε λα Φεγιάντ, να οδηγήσει στην Ανατολική Μεσόγειο πεντακόσιους περίπου ιππότες εθελοντές, για να ανακουφίσει την πίεση των Τούρκων επί τού Χάνδακα. Ο Λα Φεγιάντ είχε υπηρετήσει με διάκριση στις γαλλικές δυνάμεις στο Σαιντ Γκότταρντ (Szentgotthard) επί τού ποταμού Ράαμπ στις αρχές Αυγούστου 1664, όταν ο Μοντεκουτσόλι είχε νικήσει τούς Τούρκους. Ως χειρονομία εκτίμησης ο Κλήμης Θ’ έδωσε στον Λουδοβίκο ΙΔ’ το δικαίωμα διορισμού στην επισκοπή τού Τουρναί στο Αινώ (στις 27 Αυγούστου 1668). Το Τουρναί είχε καταληφθεί από τούς Γάλλους το 1667 και η παπική χορήγηση ήταν επίσημη αναγνώριση τής κατοχής τής πόλης από τον βασιλιά.
Ο Λα Φεγιάντ πλήρωνε ο ίδιος για το μεγαλύτερο μέρος των δαπανών τής εκστρατείας του. Τρία πλοία και οι στρατιώτες συγκεντρώθηκαν στο λιμάνι τής Τουλόν στις 25 Σεπτεμβρίου (1668) και έφτασαν στο νησί τής Κρήτης στις αρχές Νοεμβρίου. Οι Ενετοί είχαν ενθαρρυνθεί από τη γαλλική γενναιοδωρία, αλλά πεντακόσιοι άνδρες δεν θα μπορούσαν να πετύχουν τίποτε στον Χάνδακα. Στις αρχές Μαρτίου (1669) οι στρατιώτες τού Λα Φεγιάντ βρίσκονταν πίσω στην Τουλόν, έχοντας υποστεί βαριές απώλειες.30 Ο Λα Φεγιάντ είχε πλεύσει υπό τη σημαία των Ιωαννιτών Ιπποτών, γιατί ο Λουδοβίκος ΙΔ’ δεν ήθελε να αναστατώσει αδικαιολόγητα τις σχέσεις του με την Υψηλή Πύλη. Παρά κάποιες περιστασιακές σύντομες διακοπές, οι Γάλλοι είχαν διατηρήσει ένα είδος φιλίας με τούς Τούρκους για 132 χρόνια (από το 1536), βρίσκοντάς τους χρήσιμο αντιστάθμισμα εναντίον των Αψβούργων.31
Ο Κλήμης Θ’, ανησυχώντας με τις αποτυχίες των παπικών-μαλτέζικων και γαλλικών εκστρατειών τού 1668, απεύθυνε και πάλι γενική έκκληση προς τη Χριστιανοσύνη, να βοηθήσει να σωθεί ο Χάνδακας από τούς άπιστους. Η κυβέρνηση τού Καρόλου Β’ τής Ισπανίας, η οποία είχε η ίδια αρκετά προβλήματα, υποσχέθηκε αλλά δεν κατάφερε να διαθέσει είκοσι περίπου πλοία. Για μια ακόμη φορά όμως οι Γάλλοι ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα στα όπλα. Καθώς ο Λουδοβίκος ΙΔ’ δεν ήταν πρόθυμος να διακινδυνεύσει να χάσει τα προνόμια των οποίων απολάμβανε η γαλλική πρεσβεία στην Ισταμπούλ, οι γαλλικές δυνάμεις θα έπλεαν και θα πολεμούσαν κάτω από την παπική σημαία. Αυτό δεν σήμαινε ότι οι Τούρκοι δεν μάθαιναν εύκολα τη γαλλική συμμετοχή στην υπεράσπιση τού Χάνδακα. Σήμαινε απλώς ότι σίγουρα ήθελαν να διατηρήσουν τη μακροχρόνια συμφωνία τους με τη Γαλλία, η οποία μερικές φορές είχε υπάρξει χρήσιμη για την Πύλη.
Ο Λουδοβίκος ΙΔ’ κινήθηκε γρήγορα. Καθώς ο Λα Φεγιάντ επέστρεφε από την Κρήτη στην Τουλόν στις 15 Μαρτίου (1669), ο Λουδοβίκος διόριζε τον Φιλίπ ντε Μοντώ ντε Μπενάκ, δούκα τού Ναβαίγ, ως στρατηγό των χερσαίων δυνάμεων και τον Φρανσουά ντε Μπουρμπόν, δούκα τού Μποφώρ, ως διοικητή τού πολεμικού στόλου (armée navale). Ο Μποφώρ ήταν συγγενής τού βασιλιά. Ο πατέρας του, ο Σεζάρ ντε Βαντόμ, ήταν γιος τού Ερρίκου Δ’ και τής Γκαμπριέλ ντ’ Εστρέ. Η πολυτάραχη σταδιοδρομία τού Μποφώρ θα τερματιζόταν κατά την πολιορκία τού Χάνδακα. Τις χερσαίες δυνάμεις τού Ναβαίγ λεγόταν ότι αποτελούσαν 57 λόχοι σε 12 συντάγματα, πράγμα που προφανώς σημαίνει 6.000 περίπου άνδρες, μαζί με τρεις ίλες ιππικού, 1.400 σκηνές, προμήθειες τριών μηνών, καθώς και τεράστιο απόθεμα πυρομαχικών.
Η ναυτική δύναμη πρέπει να περιλάμβανε 15 πλοία, 13 γαλέρες και τρεις γαλιότες υπό τον Μποφώρ, με τις γαλέρες όμως και τις γαλιότες υπό την άμεση διοίκηση τού Λουί Βικτόρ ντε Ροσεσουάρ, κόμη τού Βιβόν. Τα πλοία ήσαν εξοπλισμένα με πλευρικά κανόνια. Χάρη στο ημερολόγιο τού Ζ. Μπ. Ντουσέ ντε Βανσύ, γραμματέα τού Βιβόν, έχουμε πληθώρα λεπτομερειών σχετικών με τις γαλέρες. Η έκταση και το προφανές κόστος τής επιχείρησης μαρτυρούν τη σημασία που απέδιδε ο βασιλιάς στην αποτροπή τής τουρκικής κατάληψης τού Χάνδακα.
Ύστερα από δύο μήνες απαιτητικής προετοιμασίας ο γαλλικός στόλος ήταν έτοιμος να αναχωρήσει από τη Μασσαλία στις 15 Μαΐου (1669). Σχεδόν αμέσως μετά άρχισαν οι γαλέρες το ανατολικό τους ταξίδι, φτάνοντας στο Μονακό την 1η Ιουνίου, στη Σαβόνα στις 2, στη Λα Σπέτσια στις 5 και στην Τσιβιταβέκκια στις 11 τού μηνός. Στην Τσιβιταβέκκια ο πάπας φρόντισε να οργανωθεί γιορτή για τον στρατηγό Βιβόν με κρασί και ψάρια για τα πληρώματα. Κάθε φορά που ο στρατηγός έβγαινε στη στεριά, τον τιμούσαν μα ομοβροντία πυρών «από είκοσι και τριάντα κανόνια».
Ύστερα από τρεις ή τέσσερις ημέρες γιορτής στην Τσιβιταβέκκια οι γαλέρες ξανάρχισαν την πορεία τους, φτάνοντας στα νησιά Λίπαρι στις 18 Ιουνίου, στη Μεσσίνα στις 22, στην Κέρκυρα στις 23 και στο νησί τής Ζακύνθου στις 25 τού μηνός. Στη Ζάκυνθο, ενώθηκε με τον Βιβόν ο Βιντσέντσο Ροσπιλιόζι με επτά παπικές γαλέρες και ο Κλεμέντε Ακκαρίτζι με επτά μαλτέζικες. Η χριστιανική δύναμη ενισχύθηκε περαιτέρω με τέσσερις γαλέρες από τη Βενετία. Προέκυπταν τα συνήθη προβλήματα εθιμοτυπίας, αλλά αυτά δεν καθυστέρησαν αδικαιολόγητα την προς ανατολάς προέλαση των χριστιανικών γαλερών, που έφτασαν στο Τσιρίγο την 1η Ιουλίου και είδαν την Κρήτη στις 2 τού μηνός, όταν οι σύμμαχοι συνάντησαν δεκαέξι τουρκικές γαλέρες από τα Χανιά. Όμως οι Τούρκοι αποσύρθηκαν γρήγορα και την επόμενη μέρα (3 Ιουλίου) οι χριστιανικές γαλέρες έφτασαν στον Χάνδακα.
Ο Φρανσουά ντε Μπουρμπόν, δούκας τού Μποφώρ, έφυγε από την Τουλόν με τα πλοία μεταφοράς στις 5 Ιουνίου (1669). Όντας καλά εφοδιασμένος, προφανώς είχε να κάνει λίγες στάσεις. Τον πολεμικό του στόλο αποτελούσαν τώρα 15 πλοία τής σειράς, μαζί με δέκα φορτηγά, πέντε ιστιοφόρα και άλλα σκάφη. Υπήρχε επίσης ένα πλοίο-νοσοκομείο, επαρκώς εφοδιασμένο με κλινοσκεπάσματα και φάρμακα. Λεγόταν ότι συνολικά τα γαλλικά πληρώματα αριθμούσαν 4.670 άνδρες και οι χερσαίες δυνάμεις 5.198 στρατιώτες με 629 αξιωματικούς. Αναχωρώντας από την Τουλόν και κυκλώνοντας τη Σαρδηνία και τη Σικελία με νοτιοδυτική πορεία, ο στόλος συνέχισε προς Ζάκυνθο (Ζάντε) και Κύθηρα (Τσιρίγο), φτάνοντας στα ανοιχτά τού Χάνδακα στις 19 Ιουνίου. Πρέπει να είχαν συναντήσει ισχυρούς ανέμους για να κάνουν τόσο μεγάλο ταξίδι σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα.
Οι συνθήκες στον Χάνδακα είχαν φτάσει σε σημείο απόλυτης απελπισίας. Η πολιορκία αυξανόταν σε ένταση μήνα με τον μήνα, από τότε που ο Αχμέτ Κιοπρουλού είχε αναλάβει την άμεση διοίκηση των οθωμανικών στρατευμάτων και είχε εξαπολύσει αξέχαστη επίθεση στις 24-25 Μαΐου 1667. Μέχρι τη στιγμή που η γαλλική εκστρατευτική δύναμη έφτανε στον Χάνδακα, οι Τούρκοι είχαν κατεδαφίσει σε μεγάλο βαθμό το σημαντικό προπύργιο τού Αγίου Ανδρέα στη βορειοδυτική γωνία των οχυρώσεων. Κατά την άφιξή του ο Ναβαίγ ανέφερε ότι έβλεπε κανείς μόνο νεκρούς, τραυματίες και ανάπηρους στρατιώτες. Δεν υπήρχε ούτε μια εκκλησία, ούτε μια έπαλξη χωρίς σπασμένους τοίχους. Ο Χάνδακας σπαρασσόταν από μπάλες κανονιών, βόμβες και πέτρες. Δεν είχε πια τη μορφή πόλης. Παρά το γεγονός ότι οι Μποφώρ και Ναβαίγ θα χρειάζονταν πιθανώς κάποιο χρόνο για να εξοικειωθούν οι ίδιοι και οι στρατιώτες τους τόσο με το έδαφος όσο και με την τουρκική τακτική, αποφάσισαν αμέσως να επιτεθούν κατά τού εχθρού, που ήταν εδραιωμένος στην ανατολική πλευρά των τειχών, όπου οι Τούρκοι είχαν μετατρέψει το προπύργιο Σαμπιονέρα σε σωρό από ερείπια.
Οι Γάλλοι έκαναν την πρώτη τους επίθεση κατά τις πρώτες πρωινές ώρες τής 25ης Ιουνίου. Οι Τούρκοι, εντελώς αιφνιδιασμένοι, σαρώθηκαν από τις τάφρους τους και τράπηκαν σε φυγή, εγκαταλείποντας τις πυροβολαρχίες τους. Παρασυρμένοι μακριά από την επιτυχία, οι Γάλλοι φαίνονταν να χάνονται στα προτειχίσματα και στα χαρακώματα, όταν ξαφνικά εξερράγη μία από τις πυροβολαρχίες που είχαν καταλάβει. Η περιοχή είχε ναρκοθετηθεί. Τώρα οι νάρκες αναφλέγονταν. Ξαφνικά εμφανίζονταν στη σκηνή τουρκικές εφεδρείες από την περιοχή γύρω από τον νότιο Χάνδακα (Νέο Χάνδακα) και τον βορειοδυτικό προμαχώνα τού Αγίου Ανδρέα. Σκοτώθηκαν σαράντα Γάλλοι στρατιώτες. Καθώς ενέσκηπτε πανικός, οι Τούρκοι έκαναν αντεπίθεση. Ο Μποφώρ, στην πρώτη γραμμή τής γαλλικής επίθεσης, χτυπήθηκε από βολή μουσκέτου, έπεσε από το άλογό του και δεν τον ξαναείδαν ποτέ. Η απερίσκεπτη επίθεση στοίχισε στους Γάλλους 245 αξιωματικούς και 560 στρατιώτες και ναύτες. Οι Τούρκοι λεγόταν ότι είχαν χάσει 1.200 περίπου άνδρες. Ο θάνατος τού Μποφώρ αποτελούσε σοβαρό πλήγμα για την εκστρατεία. Ήταν ο διοικητής των χερσαίων δυνάμεων. Επρόκειτο για κακή αρχή.32
Οι Ενετοί δεν είχαν παίξει κανένα ρόλο στη δύσμοιρη επιχείρηση, αλλά κλονίστηκαν φυσικά πολύ από την καταστροφή. Ίσως ο γαλλικός ναυτικός στρατός (armée navale) με τα 840 πυροβόλα του δεν μπορούσε να κάνει κάτι καλύτερο από τις κουρασμένες ενετικές δυνάμεις, που αριθμούσαν πια όχι περισσότερους από 6.000 άνδρες. Στις 6 Ιουλίου ο Ροσπιλιόζι αποβίβασε τρία συντάγματα, ύστερα από το οποίο αυτός και ο Βιβόν αποφάσισαν ότι δεν θα ήταν φρόνιμο να αφήσουν τα πλοία και τις γαλέρες να συνωστίζονται στο λιμάνι τού Χάνδακα. Τουρκική επίθεση με φλεγόμενα πλοία θα μπορούσε να προκαλέσει κι άλλη καταστροφή. Μετέφεραν λοιπόν το μεγαλύτερο μέρος τού συμμαχικού στόλου δέκα μίλια προς βορρά, στο νησί Ντία (Standia), όπου έλπιζαν να βρουν νερό σκάβοντας πηγάδια. Θα ήταν σύντομα απαραίτητη αποφασιστική δράση κάποιου είδους, γιατί οι προμήθειες τροφίμων στον Χάνδακα εξαντλούνταν. Οι Ενετοί και οι Γάλλοι δεν βρίσκονταν σε συμφωνία, αφού είχαν προφανώς διαφωνήσει για τη σκοπιμότητα τής γαλλικής επίθεσης εναντίον των Τούρκων στις 25 Ιουνίου, ενώ, όσο περνούσαν οι μέρες, οι μεταξύ τους σχέσεις δεν βελτιώνονταν. Σε συνεδρίαση τού πολεμικού συμβουλίου την Παρασκευή 12 Ιουλίου (1669) συμφωνήθηκε ότι την πρώτη καλή μέρα μετά την ερχόμενη Δευτέρα θα εξαπολυόταν καλά σχεδιασμένη επίθεση από συνδυασμένες χερσαίες και ναυτικές δυνάμεις εναντίον των μαζών των τουρκικών στρατευμάτων που πολιορκούσαν τον Χάνδακα.
Όταν τελικά χαλάρωσε ο άνεμος, δόθηκε η εντολή στις 23 Ιουλίου (1669) να μπουν οι γαλέρες και οι γαλεάσες κοντά στα ιστιοφόρα πλοία, τα οποία σύντομα θα τραβούσαν σε απόσταση βολής από τον Χάνδακα. Με την ανατολή τού ηλίου το επόμενο πρωί οι γαλέρες και τα πλοία βρίσκονταν ως επί το πλείστον στη θέση τους. Τα πλοία ρυμουλκήθηκαν σε θέσεις από τις οποίες θα μπορούσαν να βομβαρδίσουν τις τουρκικές μονάδες, που χειρίζονταν τις πυροβολαρχίες σε απόσταση προσβάσιμη από τα χριστιανικά κανόνια. Έτσι, το πρωί τής 25ης Ιουλίου, τα συμμαχικά πολεμικά πλοία άρχισαν τον βαρύ βομβαρδισμό των τουρκικών καταυλισμών, φρουρίων, πυροβολαρχιών και χαρακωμάτων, στον βαθμό που έφτανε εκεί το βεληνεκές των πλευρικών τους κανονιών. Λέγεται ότι πυροδοτήθηκαν εναντίον των Τούρκων 12-15.000 βολές κανονιών. Παρά το γεγονός ότι οι ενετικές, παπικές και μαλτέζικες γαλέρες και πλοία είχαν συμμετάσχει στην επίθεση στον βαθμό που μπορούσαν, λεγόταν ότι έντεκα χιλιάδες βολές είχαν εξαπολυθεί από τα γαλλικά σκάφη. Σίγουρα ο κανονιοβολισμός προκάλεσε στους Τούρκους κάποια ζημιά, αλλά τα βαθιά χαντάκια και οι λάκκοι αποτελούσαν από καιρό αναπόσπαστο μέρος τής τουρκικής πολιορκητικής τεχνικής.
O βομβαρδισμός από τα ανοιχτά δεν θα σταματούσε την πολιορκία τού Χάνδακα. Εξάλλου από κάποιο ατύχημα εξερράγη το γαλλικό πλοίο Τερέζ με 58 πυροβόλα και 293 άνδρες πάνω του, προκαλώντας τρομερή αναστάτωση στη γαλλική παράταξη. Η ναυαρχίδα τού Βιβόν, παράλληλα με την Τερέζ, κλονίστηκε τόσο από την έκρηξη που μπορούσε κανείς να δει την καρίνα. Σκοτώθηκε ή τραυματίστηκε αριθμός αξιωματικών, στρατιωτών, ναυτικών και σκλάβων γαλέρας. Στο πλοίο Προβενσάλ, που βρισκόταν επίσης κοντά, υπήρχαν είκοσι νεκροί και τραυματίες. Συνολικά φαίνεται ότι υπήρξαν 28 νεκροί και 56 τραυματίες πάνω στις έξι ενετικές γαλέρες που είχαν συμμετάσχει στην επίθεση κατά των Τούρκων, ενώ οι Γάλλοι έλεγαν ότι είχαν 421 νεκρούς και 219 τραυματίες. Τούρκοι λιποτάκτες ανέβαζαν τις απώλειες τού μεγάλου βεζύρη σε περισσότερους από 1.200 άνδρες, αν και, όπως λέει ο Μπίγκε, «ο αριθμός αυτός είναι προφανώς πολύ μεγάλος» (doch ist diese Zahl augenscheinlich viel zu hoch gegriffen).33 Ίσως, αλλά ο βομβαρδισμός φαίνεται ότι είχε κοστίσει στους Γάλλους όσο και στους Τούρκους.
Προφανώς η γαλλική επίθεση δεν είχε πάει καλά. Οι κουρασμένοι Ενετοί είχαν συνεισφέρει έξι μόνο γαλέρες στις γαλλικές επιχειρήσεις. Ο Βιβόν παραπονιόταν στην αναφορά του τής 28ης Ιουλίου (1669) προς τον Λουδοβίκο ΙΔ’ ότι οι Ενετοί αποτύγχαναν να κρατήσουν τον λόγο τους και ότι απογοήτευαν τις προσπάθειες που έκαναν οι άλλοι για να τούς βοηθήσουν. Σε κάθε περίπτωση ο Βιβόν πίστευε ότι 12-15.000 βολές κανονιών έπρεπε να είχαν σκοτώσει 2-3.000 Τούρκους, πράγμα που φαίνεται απίθανο λαμβάνοντας υπόψη τα τουρκικά χαρακώματα και τάφρους. Η πλήρης αποτυχία των Γάλλων να εξασθενήσουν την τουρκική θέση στον Χάνδακα οδήγησε τούς Ναβαίγ και Βιβόν να σκέφτονται σοβαρά πόσο περισσότερο θα άντεχαν να παραμείνουν εκεί. Όπως έγραφε ο Βιβόν στον Γάλλο υπουργό Κολμπέρ στις 25 Ιουλίου, ο εχθρός και η αρρώστια προκαλούσαν πολλά θύματα. Εξήντα έως ενενήντα άνδρες γίνονταν μη μάχιμοι κάθε μέρα με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Οι προμήθειες τροφίμων άρχιζαν να προκαλούν ανησυχία. Ίσως έφταναν μέχρι τον Σεπτέμβριο, αλλά η ανώτατη διοίκηση έπρεπε να προβλέψει για την επιστροφή των επιζώντων τής ανθρώπινης δύναμης στη Γαλλία. Δεν μπορούσε κανείς να περιμένει βοήθεια από τούς Ενετούς, γιατί στον Χάνδακα βρίσκονταν πάντοτε σε δίλημμα.
Κάτω από αυτές τις ζοφερές προοπτικές, οι Γάλλοι συνέχιζαν τις προσπάθειές τους, κάνοντας επίθεση στις 30 Ιουλίου (1669) εναντίον των Τούρκων, που ήσαν εδραιωμένοι στα ερείπια τού Σαμπιονέρα, τού προμαχώνα στο ανατολικό τείχος (λίγο-πολύ αντίστοιχου με τον προμαχώνα Αγίου Ανδρέα στα δυτικά).34 Ήταν τολμηρό εγχείρημα, αλλά τίποτε δεν προέκυψε από αυτό. Λεγόταν ότι ο Μοροζίνι είχε υποσχεθεί πεντακόσιους άνδρες. Έδωσε μόνο πενήντα. Την 1η Αυγούστου ο Μοροζίνι ζήτησε και πάλι από τούς Γάλλους να κανονιοβολήσουν τούς Τούρκους από τη θάλασσα, αλλά ο Βιβόν αρνήθηκε να το κάνει, ενώ ο Ναβαίγ πίστευε ότι ίσως ήταν επικίνδυνο για τον γαλλικό στόλο. Από την άλλη πλευρά, όταν στις 11 Αυγούστου ο Βιβόν πληροφορήθηκε ότι τουρκικές ενισχύσεις τριών χιλιάδων ανδρών θα ενώνονταν σύντομα με τούς συναδέλφους τους στην πολιορκία τού Χάνδακα, πρότεινε να βγει να τούς αντιμετωπίσει στολίσκος γαλλικών και ενετικών γαλερών. Ο Μοροζίνι απάντησε ότι ήθελε πρώτα να συμβουλευτεί τον Ροσπιλιόζι (ίσως για να στρατολογήσει παπικές γαλέρες στην επιχείρηση). Έπρεπε επίσης να συγκαλέσει και να συμβουλευτεί το πολεμικό συμβούλιο, αλλά θα ενημέρωνε τον Βιβόν εκείνη τη νύχτα. Προφανώς δεν μπόρεσε να τον ενημερώσει.
Παρά το γεγονός ότι o Μοροζίνι ικέτευε τούς Ναβαίγ και Βιβόν να αναβάλουν την αναχώρησή τους από την Κρήτη, ήταν σαφές πριν από τα μέσα Αυγούστου ότι ο ενετο-γαλλικός συνασπισμός δεν θα διαρκούσε πολύ περισσότερο. Ο Μοροζίνι κράτησε τούς Γάλλους για μερικές ακόμη μέρες, διαθέτοντας σε αυτούς σημαντική ποσότητα σιταριού. Όμως στις 20 Αυγούστου ο Βιβόν έπαιρνε τα πρώτα μέτρα για την επιβίβαση των γαλλικών δυνάμεων, οι οποίες δεν είχαν κατορθώσει τίποτε και είχαν υποστεί πολλά. Από 5.200 περίπου στρατιώτες, μόνο 3.500 περίπου ανέβηκαν στα πλοία, ενώ από αυτούς οι 1.500 ήσαν άρρωστοι. Η ασθένεια μεταξύ των πληρωμάτων των γαλερών και των ναυτικών συμβάδιζε με την ασθένεια εκείνων πάνω στα πλοία.35 Στις 25 Αυγούστου αποκρούστηκαν δύο τουρκικές επιθέσεις. Στις 31 τού μηνός 1.500 Ιταλοί έφτασαν στη σκηνή. Όταν θα έφευγαν οι Γάλλοι, ο Μοροζίνι δεν θα είχε εναλλακτική λύση πέρα από την παράδοση. Και αυτό έκανε, υπό κατάλληλους όρους, στις 5 Σεπτεμβρίου (1669). Κάθε Ενετός πολίτης μπορούσε να αναχωρήσει από το νησί μέσα σε δεκαπέντε μέρες, παίρνοντας μαζί του όλα τα κινητά περιουσιακά του στοιχεία. Ήταν το τέλος τεσσεράμιση αιώνων ενετικής κυριαρχίας στο νησί τής Κρήτης.36
Σε επιστολή του προς τον Μολίν γραμμένη στον Χάνδακα στις 8 Σεπτεμβρίου (1669) ο Μοροζίνι τον ενημέρωνε για την παράδοση τού Χάνδακα, αλλά «τα φρούρια τής Σούδας, τής Γραμβούσας και τής Σπιναλόγκας παραμένουν στην επικράτεια τής Γαληνότητάς του, μαζί με τούς γειτονικούς υφάλους, που είναι γεγονός μεγάλης σημασίας».37 Μόλις έλαβε την αναφορά τού Μοροζίνι, ο Μολίν ενημέρωσε τον δόγη Ντομένικο Κονταρίνι: «Σήμερα τελικά, στις 22 Σεπτεμβρίου, έφτασαν σε μένα από τη στεριά οι επιστολές τής εξοχότητάς του, τού γενικού διοικητή, με ημερομηνία 8 τού μηνός». Οι αγγελιοφόροι είχαν χρειαστεί δύο εβδομάδες για να φτάσουν από τον Χάνδακα στα Χανιά. Σοβαρές καταιγίδες προκάλεσαν την καθυστέρηση. Όμως μια αναφορά τού μεγάλου βεζύρη είχε προφανώς έρθει πιο γρήγορα από τη θάλασσα στον πασά στα Χανιά. Ο Μολίν μάθαινε έτσι τούς λόγους που είχαν αναγκάσει τον Μοροζίνι να παραδώσει το φρούριο τού Χάνδακα στους Τούρκους. Είχε γίνει ειρήνη «με την παραχώρηση στη Γαληνότητά σας των τριών φρουρίων στο βασίλειο [του Χάνδακα], καθώς και τής Κλίσσα και τής κατεχόμενης περιοχής στη Δαλματία, μαζί με τις λοιπές προϋποθέσεις για τις οποίες η Εξοχότητά του θα έχει ενημερώσει τη Γαληνότητά σας». Αν και οι Μολίν και Μοροζίνι βρίσκονταν σε επικοινωνία για τη δυνατότητα διαπραγμάτευσης από τον Μολίν ειρήνης με τούς Τούρκους, προφανώς τα γαλλικά και βοηθητικά στρατεύματα είχαν αποσυρθεί από τον Χάνδακα πολύ γρήγορα, προκειμένου να μπορέσει αυτός να ανακτήσει οποιοδήποτε πλεονέκτημα για τη Δημοκρατία. Πιστεύοντας ότι ο Μοροζίνι είχε πιθανότατα ενεργήσει πολύ γρήγορα, ο Μολίν ήταν σαφώς στενοχωρημένος, αφού τον είχαν ξεπεράσει ο χρόνος και οι περιστάσεις.38
Όταν η Σινιορία ενημερώθηκε για τις λεπτομέρειες που περιλαμβάνονταν στην «ειρήνη μεταξύ τής Δημοκρατίας μας και τής Υψηλής Πύλης από τον ναυτικό γενικό διοικητή με τη συνδρομή τού πρώτου βεζύρη», ήταν απαραίτητη η δράση τής Γερουσίας. Σε παρόμοιες περιπτώσεις η Γερουσία είχε πάντοτε εκλέξει «έκτακτο πρεσβευτή», που θα κατέφευγε ο ίδιος στην αυλή και στην παρουσία τού ίδιου τού Μεγάλου Άρχοντα, ώστε να εξασφαλίσει την αμοιβαία επικύρωση τής συνθήκης ειρήνης (la corrispondenza della pace medesima con le consulte forme). Το πρόσωπο που θα εκλεγόταν, ήταν δυνατό, ως συνήθως, να ληφθεί από οποιοδήποτε κυβερνητικό γραφείο. Δεν μπορούσε να αρνηθεί την ευθύνη και ήταν υποκείμενο σε όλες τις κυρώσεις που είχαν σχέση με την άρνηση τού αξιώματος τού πρεσβευτή σε οποιαδήποτε εστεμμένη κεφαλή τής Ευρώπης και τής Ανατολικής Μεσογείου.
Η Γερουσία ανέλαβε δράση στις 18 Οκτωβρίου (1669), πρoβλέποντας γι’ αυτή τη σημαντική, τουλάχιστον συμβολικά σημαντική, πρεσβεία στην Πύλη. Ο εν λόγω πρέσβης θα έπαιρνε για τα έξοδά του 400 δουκάτα τον μήνα, που θα καταβάλλονταν σε χρυσό, «χωρίς υποχρέωση να υποβάλει απόδοση λογαριασμού». Άλλα 1.500 δουκάτα θα τού δίνονταν «ως δώρο», για να τον βοηθήσουν στην αντιμετώπιση των απρόβλεπτων δαπανών που αναπόφευκτα θα συναντούσε. Θα έπαιρνε μαζί του όχι λιγότερα από δεκαπέντε άλογα, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων τού γραμματέα του, έναν υπηρέτη και τέσσερις ιπποκόμους. Θα είχε επίσης γιατρό, στον οποίο θα δίνονταν ως δώρο εκατό ζεκίνια, καθώς και κουρέα (χειρουργό), που θα έπαιρνε πενήντα. Ο ιερέας τού πρέσβη θα έπαιρνε «το συνηθισμένο δώρο και ένα μισθό». Ο «βοηθός» (coadjutor) θα έπαιρνε δώρο εκατό δουκάτων και στη συνέχεια δεκαπέντε δουκάτα τον μήνα.
Η Σινιορία θα κάλυπτε το συνολικό κόστος τού ταξιδιού στην Πύλη με επιστροφή, «τα έξοδα διατροφής και ταξιδιού» (le spese di bocca e di viaggio). Προβλέπονταν κι άλλοι μισθοί και έξοδα, που θα αντιμετωπίζονταν επαρκώς από τη Σινιορία. Μόλις επιλεγόταν, ο πρεσβευτής έπρεπε να φύγει μέσα σε δεκαπέντε μέρες, να πάει πρώτα στην Κέρκυρα και από εκεί στην Πύλη, όπου θα ακολουθούσε τις οδηγίες που θα τού δίνονταν. Αν δεν αναχωρούσε εντός δεκαπέντε ημερών, θα αντιμετώπιζε βαρύ πρόστιμο. Όπως ήταν αναμενόμενο, η πρόταση εγκρίθηκε στη Γερουσία χωρίς διαφωνούντες.39 Αυτή ήταν στην πραγματικότητα η συνήθης διαδικασία, με τις συνήθεις αποδοχές για την εκλογή έκτακτου πρεσβευτή.
Παρά τη νομική μωρολογία στις 18 Οκτωβρίου (1669), τα μέλη τής Γερουσίας αναμφίβολα ήξεραν ποιος θα εκλεγόταν έκτακτος πρέσβης στον σουλτάνο Μεχμέτ Δ’. Θα ήταν φυσικά ο Αλβίζε ντα Μολίν, τώρα πια όχι απλώς «ευγενής απεσταλμένος» (gentilhuomo inviato) στην Πύλη. Όπως έγραφε ο δόγης στον Μολίν την επόμενη μέρα (19 Οκτωβρίου), η Γερουσία είχε προσθέσει στο αξίωμά του «τον τίτλο τού έκτακτου πρεσβευτή στον Μεγάλο Άρχοντα» (il titolo di ambasciatore estraordinario al Gran Signore). Η ειρήνη με τούς Τούρκους έπρεπε να επικυρωθεί αμέσως. Καθώς ο Μολίν βρισκόταν σε ετοιμότητα στα Χανιά, με τον μεγάλο βεζύρη Αχμέτ Κιοπρουλού κοντά, ήταν αυτός που θα ενεργούσε για τη Σινιορία με τη νέα πρεσβευτική του ιδιότητα. Η Γερουσία έστειλε στον Μολίν επιστολή για επίσημη παρουσίαση στον μεγάλο βεζύρη. Έπρεπε να διαβεβαιώσει τον Κιοπρουλού για τον θαυμασμό τής Σινιορίας γι’ αυτόν και να τον επαινέσει για τον ρόλο που είχε παίξει στην ειρήνευση, σώζοντας «τόσο πολλούς θησαυρούς», βάζοντας τέλος στην αιματοχυσία και λαμβάνοντας υπόψη τις ανάγκες τού εμπορίου.
Ο Μολίν έπρεπε να διαβεβαιώσει τον Αχμέτ Κιοπρουλού ότι «όλοι οι όροι τής συνθηκολόγησης θα τηρούνται απαραβίαστα από τη Δημοκρατία». Αυστηρές εντολές είχαν σταλεί στη Δαλματία για να τεθεί τέρμα σε όλες τις εχθροπραξίες και για να αποκατασταθούν φιλικές σχέσεις με τούς Τούρκους. Οι εντολές αυτές είχαν επίσης σταλεί στα σύνορα τής Αλβανίας και στα Τρία Νησιά τού Ιονίου. Είχε ήδη υπάρξει συμφωνία για την κατοχή των φρουρίων τού πάλαι ποτέ «βασιλείου» τού Χάνδακα, με τούς υφάλους ή τις βραχώδεις προσεγγίσεις στα φρούρια τής Σούδας, τής Γραμβούσας και τής Σπιναλόγκας να ανήκουν στη Βενετία, αλλά τα ζητήματα αυτά θα εξετάζονταν ενδελεχώς και θα επιβεβαιώνονταν πριν από την αναχώρηση τού Κιοπρουλού από το νησί τής Κρήτης.
Ο Μολίν έπρεπε να επιδιώξει την απελευθέρωση των «ευγενών μας και άλλων σκλάβων» που είχαν συλληφθεί από τούς Τούρκους, να καθορίσει την ακριβή χρονική στιγμή τής απελευθέρωσής τους και να προσπαθήσει να τούς φροντίσει κατάλληλα. Έπρεπε να αναζητήσει κάθε δυνατό εμπορικό πλεονέκτημα στην Πύλη. Επίσης έπρεπε να προσπαθήσει να δοθεί στα ενετικά πλοία ανανεωμένη πρόσβαση στον προβλήτα τού Σπαλάτο (Σπλιτ). Η Γερουσία ενδιαφερόταν για την αποκατάσταση τής «αρχαίας καλής σχέσης» (l’antica corrispondenza), όντας έτοιμη να προχωρήσει στην εκλογή βαΐλου που θα διέμενε στην Ισταμπούλ. Οι απαιτούμενες διαπιστευτήριες επιστολές ετοιμάζονταν για τον Μεγάλο Άρχοντα και τούς υπουργούς του. Όταν ο μεγάλος βεζύρης έφευγε από την Κρήτη για την Πύλη, δηλαδή για την Ισταμπούλ, ο Μολίν έπρεπε να προσπαθήσει να πάει μαζί του, ενημερώνοντας τη Σινιορία ότι το είχε κάνει. Στη συνέχεια θα τού στέλνονταν «οι άλλες εντολές που θα θεωρήσουμε απαραίτητες». Η επιστολή τού δόγη τής 19ης Οκτωβρίου, όπως τόσες άλλες κατά τις τελευταίες εβδομάδες και μήνες, ήταν γεμάτη επαίνους για τον Μολίν, με τις συνήθεις εκφράσεις ανησυχίας για τις κακουχίες που είχε υποστεί.
Όταν συσχετιζόταν με τον μεγάλο βεζύρη, πράγμα που θα μπορούσε πια να κάνει, ο Μολίν έπρεπε να προσπαθήσει να μάθει τις «πιο κρυφές προθέσεις» τού βεζύρη και τα σχέδια και τις σκέψεις των Τούρκων, πράγμα που θα βοηθούσε να καθοδηγηθεί ο γενικός διοικητής Μοροζίνι, καθώς και η Σινιορία, στις επόμενες κινήσεις τους. Ο Μολίν έπρεπε να χρησιμοποιήσει τη δική του κρίση (όπως έκανε μέχρι τότε) στη διανομή τού μπαξίς, «κάνοντας τις δωρεές και τα δώρα που θεωρείτε κατάλληλα» (il far quel donativi e regalli che stimarete proprii), προς τον Τούρκο δραγουμάνο Παναγιώτη και άλλα χρήσιμα άτομα στην Πύλη. Ο δόγης και η Γερουσία έδιναν εντολή στον γενικό διοικητή να στείλει αμέσως 3.000 ζεκίνια στον Μολίν, για να τον βοηθήσει να αντιμετωπίσει διάφορα έξοδα. Άλλα κονδύλια είχαν έρθει και θα έρχονταν από τη Βενετία. Μαζί με αυτή την επιστολή τής 19ης Οκτωβρίου η Γερουσία έστελνε κι άλλο διαβατήριο, που θα αύξανε την αξιοπρέπεια τού Μολίν και την ασφάλεια τού ταξιδιού προς την Ισταμπούλ.40
Την ίδια μέρα (19 Οκτωβρίου 1669) ο δόγης και η Γερουσία έγραφαν επίσης στον Αχμέτ Κιοπρουλού για τη «στοργική αφοσίωση την οποία η Δημοκρατία μας δείχνει ανέκαθεν προς την Υψηλή Πύλη» και για «την εκτίμηση που έχει στο αξιότατο άτομό σας» (la stima che si porta verso la dignissima sua persona). Επιβεβαίωναν και επικύρωναν όλους τούς όρους και τα άρθρα τής εν λόγω «διομολόγησης ειρήνης», γνωστοποιώντας στον Κιοπρουλού ότι διόριζαν τώρα τον Αλβίζε ντα Μολίν ως έκτακτο πρέσβη στον Μεγάλο Άρχοντα, για να δώσει στην Υψηλή Πύλη διαβεβαίωση τής επιθυμίας τής Δημοκρατίας να διατηρεί πάντοτε αυτή την ειρήνη.41 Στις 23 τού μηνός θα έφευγαν παρόμοιες επιστολές για τον μουφτή, τον καϊμακάμη, τον καπουδάν πασά, τον «αγά των πυλών» (capigilar agasi) «και άλλους πασάδες τής Πύλης».
Στο μεταξύ ο Μολίν ζούσε αγροτική ζωή στα Χανιά. Στις 22 Οκτωβρίου έγραφε στον δόγη ότι κανένα πλοίο δεν έμπαινε στο λιμάνι και κανένας δεν ερχόταν από το στρατόπεδο στον Χάνδακα. Δεν είχε όμως περάσει τον χρόνο του εντελώς μάταια, γιατί σε αυτό το πρώιμο στάδιο τής παύσης των εχθροπραξιών θα μπορούσαν να είχαν συμβεί περισσότερα από ένα ατυχή συμβάντα, με δεδομένη την έκταση τού φόβου και τής ζήλιας ανάμεσα στους διοικητές. Αλλά είχε περισσότερες από μία φορά την ευκαιρία να καταστήσει σαφή την απόλυτη ειλικρίνεια τής Δημοκρατίας στην επιθυμία της να διατηρήσει και να φροντίσει την ειρήνη που είχε μόλις συμφωνηθεί, πράγμα που προφανώς είχε αφοπλίσει τουλάχιστον μερικούς από τούς Τούρκους.
Ο πασάς των Χανίων ήταν άνθρωπος με ακεραιότητα και σοφία. Προσπαθούσε να εξασφαλίσει την τήρηση τής ειρήνης από τούς Τούρκους και έδειχνε στον Μολίν κάθε δυνατή ευγένεια με συχνά δώρα φρούτων, στα οποία ο Μολίν απαντούσε «με γλυκίσματα και άλλα πράγματα», τα οποία θεωρούσε κατάλληλα για την περίσταση. Ο πασάς είχε πάει στον τουρκικό καταυλισμό στον Χάνδακα, όπου είχε προγραμματίσει να περάσει κάποιο χρονικό διάστημα, αλλά ύστερα από μερικές ημέρες βρισκόταν πίσω στα Χανιά. Είχε υποχρεωθεί από τον μεγάλο βεζύρη Αχμέτ Κιοπρουλού να επιστρέψει. Ο βεζύρης το είχε κάνει αυτό ύστερα από αίτημα τού Μολίν και σε συμφωνία με τις επιθυμίες τού γενικού διοικητή Μοροζίνι. Ο Μολίν είχε τότε την ευκαιρία να συζητήσει με τον πασά την αναμενόμενη άφιξη τού Μοροζίνι στη Σούδα.
Οι Τούρκοι έκαναν τώρα κάθε προσπάθεια για να τιμήσουν τούς Ενετούς. Περίπτερα —μεγάλες σκηνές— στήνονταν στο πεδίο. Ο Μολίν εφοδιάστηκε με ακολουθία «και με άλλες εκδηλώσεις των εθίμων τους». Περίμενε τον Μοροζίνι με έντονη προσμονή, προκειμένου να καταστήσει σαφή την υψηλή εκτίμηση στην οποία είχε τον γενικό διοικητή, καθώς και για να μάθει «δια ζώσης» (dalla viva voce) λεπτομέρειες των διαπραγματεύσεών του με τούς Τούρκους «στο σημαντικό ζήτημα τής ειρήνης». Ο Μολίν ήθελε να ασχοληθεί με ορισμένες διπλωματικές λειτουργίες που έπρεπε ακόμη να τηρούνται για συμβατότητα με την εθιμοτυπία τής εποχής, αλλά με τις οποίες δεν θα καθυστερήσουμε εδώ.
Τον Μολίν απασχολούσε πολύ το γεγονός ότι οι Ενετοί έμποροι, ιδιαίτερα εκείνοι που έστελναν εμπορεύματα στα πλαίσια συμβάσεων με ιδιοκτήτες ξένων πλοίων, δεν έφεραν τη σημαία τού Αγίου Μάρκου (la bandiera di S. Marco). Ενδιαφερόταν για τη διατήρηση ή μάλλον την επαναφορά «του σημαντικού κέρδος που αποκόμιζε η Γαληνότητά σας από το «ταμείο εργασίας με το κομμάτι» (cassa del cottimo), «από το οποίο πληρώνονταν όλοι εκείνοι που ήσαν με μισθό στο νοικοκυριό τού βαΐλου (στην Ισταμπούλ), ενώ από τα χρήματα αυτά καλύπτονταν και άλλες δαπάνες». Σε αυτό το σημείο όμως, μια εξήγηση θα μάς απομακρύνει από το κείμενο τής επιστολής Μολίν προς τον δόγη και τη Γερουσία στις 22 Οκτωβρίου (1669). Προσπαθούσε να αναστήσει νεκρή οικονομική πρακτική.
Το κόττιμο (cottimo) ήταν φόρος ένα τοις εκατό, τον οποίο οι πρόξενοι τής Δημοκρατίας σε ορισμένα λιμάνια τής Ανατολικής Μεσογείου επέβαλλαν σε ενετικά εμπορικά πλοία. Μάλιστα στις παλιές καλές ημέρες τής Δημοκρατίας οι Ενετοί διατηρούσαν σε ορισμένα λιμάνια τής Ανατολικής Μεσογείου εμπορική επιστασία, την οποία αποτελούσαν ένας πρόξενος και δύο αξιολογητές, που προσλαμβάνονταν από την τάξη των ευγενών. Σκοπός τους ήταν να επιβλέπουν και να προστατεύουν τα πλοία και τούς εμπόρους. Καθώς ο θεσμός έφθινε, οι τελευταίοι από αυτούς τούς πρόξενους υπήρχαν στη Δαμασκό, στην Αλεξάνδρεια και μάλιστα στο Λονδίνο. Ύστερα από τον πόλεμο τού Χάνδακα, με τον οποίο ο Μολίν τελευταία είχε εμπλακεί τόσο πολύ, καταργήθηκαν οι επιστασίες που επέβαλλαν τον εμπορικό φόρο. Καθώς το προσωπικό τους προερχόταν από τούς λίγο-πολύ εξαθλιωμένους πατρίκιους, τούς οποίους ήθελαν να εφοδιάσουν με κάποια μέσα βιοπορισμού, είχαν ιδρυθεί τρεις «επιστασίες» (οι provveditori al cottimo di Londra, di Damasco, e di Alessandria), που προέβλεπαν συντάξεις για τούς διορισμένους, πληρώνοντας τριάντα δουκάτα τον μήνα σε ασήμι. Αυτοί οι ονομαζόμενοι επιστάτες (προββεντιτόρι) δεν είχαν εξουσίες και είχαν λίγες ή καθόλου υπευθυνότητες.
Στην επιστολή του με ημερομηνία 22 Οκτωβρίου (1669) ο Μολίν επέμενε ότι εφεξής οι Ενετοί έμποροι δεν έπρεπε να στέλνουν τα αγαθά τους στην Ισταμπούλ κάτω από άλλη σημαία, εκτός από εκείνη τής Γαληνοτάτης, ακόμη κι αν τα πλοία με σύμβαση ήσαν φλαμανδικά, αγγλικά «ή άλλου έθνους». Τα εμπορεύματά τους έπρεπε να πηγαίνουν στον Βόσπορο μόνο κάτω από τη σημαία τής Δημοκρατίας, «προκειμένου να αποκατασταθεί το προαναφερθέν ταμείο (cassa del cottimo). Οι έμποροι χρησιμοποιούσαν άλλες σημαίες και όχι εκείνη τού Αγίου Μάρκου, για να μειώνουν τον τουρκικό τελωνειακό δασμό (datio) από 5 σε 3 τοις εκατό, που ήταν ο δασμός τον οποίο πλήρωναν οι Φλαμανδοί, οι Άγγλοι και οι Γενουάτες, όπως πλήρωναν τώρα και οι Γάλλοι, οι οποίοι είχαν πρόσφατα πετύχει μειωμένο τουρκικό δασμό στις εξαγωγές και εισαγωγές τους. Οι Ενετοί πλήρωναν ακόμη πέντε τοις εκατό. Ο Μολίν θλιβόταν επειδή, αλίμονο, οι Ενετοί έμποροι και εκείνοι που ήσαν υπήκοοι τής Βενετίας δεν έφεραν τη σημαία με το λιοντάρι τού Αγίου Μάρκου στα πλοία τους, «προς σημαντική ζημία τής Γαληνότητάς σας».42 Δεδομένου ότι το κόττιμο είχε επιβληθεί μόνο σε σκάφη που αποδέχονταν την ενετική τους ταυτότητα φέροντας το λάβαρο με το λιοντάρι, προφανώς οι έμποροι δεν απέφευγαν μόνο το σαράντα τοις εκατό των τουρκικών δασμών, αλλά και την ενετική επιβολή. Οι καιροί άλλαζαν και η Σινιορία, όσο απρόθυμη κι αν ήταν, θα υποχρεωνόταν σύντομα να εγκαταλείψει το κόττιμο, εκτός από τις περιπτώσεις που το χρησιμοποιούσε ως μηχανισμό για την επιδότηση ορισμένων συντάξεων.
Λίγες ώρες αφότου ο Μολίν είχε στείλει αυτή την τελευταία αναφορά (στις 22 Οκτωβρίου), μάθαινε για την άφιξη τού γενικού διοικητή Φραντσέσκο Μοροζίνι στον κόλπο τής Σούδας. Ο Μοροζίνι τού είχε γράψει ευγενικό γράμμα, για να τον ενημερώσει για το γεγονός. Έγιναν αμέσως σχέδια για τη συνάντησή τους «χθες το πρωί», όταν ο Μολίν έφυγε από τα Χανιά
συνοδευόμενος από ευγενή και πολυμελή ακολουθία γενιτσάρων και σπαχήδων και τιμώμενος επίσης με την παρουσία τού «κεχαγιά» τού πασά, που είναι το πρώτο πρόσωπο εδώ μετά από τον ίδιο τον πασά, σταλμένος από εκείνον με τούς άλλους τής αυλής του και με πολλά άλογα για μένα και για τούς κυρίους που είναι μαζί μου, όλοι πολυτελώς εξοπλισμένοι για να με συνοδεύσουν στο ταξίδι. Βγήκαμε έφιπποι από την πόλη (των Χανίων) κατευθυνόμενοι στη Σούδα με όλη την παραπάνω ακολουθία και φτάσαμε στον τόπο που ονομάζεται «Λοντάνα τού Χουσεΐν πασά» (Lontana di Cassain Pasha). Εκεί βρήκα κάποια περίπτερα, όλα έτοιμα, αλλά ένα ιδιαίτερα πλούσιο, εντυπωσιακό και επιβλητικό, εφοδιασμένο με χαλιά, μαξιλάρια και καρέκλες. Όταν αφίππευσα και μπήκα σε αυτό το περίπτερο, βρήκα εκεί πολλούς υπηρέτες τού ίδιου τού πασά, έτοιμους για οτιδήποτε χρειαζόμουν.
Όταν κάθισα με τον εν λόγω κεχαγιά, ήρθε αμέσως να με βρει ο άρχοντας υποδιοικητής Ρίβα με πολλούς κυρίους, που είχαν σταλεί από τον εξοχώτατο γενικό διοικητή να με υποδεχτούν με πολλά μικρά σκάφη, που περιλάμβαναν και φελούκες, και να με ανεβάσουν στο πλοίο του, το οποίο είχε τοποθετηθεί ακριβώς απέναντι από το εν λόγω περίπτερο για μεγαλύτερη ευκολία και άνεσή μου στον δρόμο μου για να εκφράσω την μεγάλη εκτίμησή μου (προς τον γενικό διοικητή).
Ο Μολίν στράφηκε στη συνέχεια στους αξιωματικούς και κυρίους που είχαν έτσι συγκεντρωθεί και παράγγειλε καφέ, σερμπέτι, πορτοκαλάδα (acqua nanfa) και άρωμα για όλους, όπως έκαναν οι Τούρκοι όταν ήθελαν να τιμήσουν κάποιον. Έχοντας τελειώσει με αυτές τις «τελετές» και με την επίσημη συνάντησή του με τον κεχαγιά τού πασά, ο Μολίν ανέβηκε σε φελούκα, που τον μετέφερε στο «πλοίο», προφανώς στη ναυαρχίδα τού Μοροζίνι, όπου ο γενικός διοικητής τού επιφύλαξε πολύ τιμητική υποδοχή, για να δείξει στους Τούρκους την μεγάλη εκτίμηση στην οποία είχαν όλοι έναν εκπρόσωπο τής Σινιορίας. Όταν τελείωσε ύστερα από μερικές ώρες η σεβάσμια διάσκεψη τού πρέσβη με τον γενικό διοικητή, ο Μολίν επέστρεψε στη στεριά και επιστρέφοντας στο περίπτερο ολοκλήρωσε τις κοινωνικές του υποχρεώσεις προς τούς αξιωματικούς, ευγενείς και άλλους κύριους που τον είχαν συνοδεύσει. Λίγο αργότερα ο Μολίν ανέβηκε στο άλογό του μαζί με την ακολουθία με την οποία τον είχε εφοδιάσει ο πασάς και επέστρεψε στο σπίτι του στα Χανιά, όπου τον αποχαιρέτισαν ο κεχαγιάς και οι υπόλοιποι Τούρκοι, «τερματίζοντας με αξιοπρεπή και αξιότιμο τρόπο τη δεξίωση» (terminata con decorosa et honorevolissima forma la funtione).43
Στις 23 Οκτωβρίου ο δόγης και η Γερουσία έγραφαν στον Μοροζίνι ότι τού έστελναν πίσω τον αρχιλοχία Μπέττι, που είχε μόλις φτάσει στη Βενετία με επιστολές τού Μοροζίνι με το πλοίο Σαλβατόρ ντελ Μόντο. Ο δόγης παρέδιδε στον Μπέττι αυτό το συνοπτικό σημείωμα για τον Μοροζίνι, καθώς και ορισμένες επιστολές «για τον έκτακτο πρεσβευτή, τον ιππότη Μολίν», μαζί με διάφορα πράγματα, συμπεριλαμβανομένων ενδυμάτων, τα οποία ο Μολίν ίσως εύρισκε απαραίτητο να δωρίσει στους Τούρκους, για να διευκολυνθεί να πετύχει στην Πύλη. Ο Μοροζίνι έπρεπε να φροντίσει, ώστε όλα τα αποστελλόμενα να έφταναν με ασφάλεια και ταχύτητα στον Μολίν, μόλις ο Μοροζίνι προσδιόριζε με ακρίβεια που διέμενε τότε ο πρέσβης. Όταν θα έστελνε τα ενδύματα (robbe) στον Μολίν, έπρεπε να ενημερώσει τη Σινιορία.44
Την ίδια μέρα (και με την ίδια ψηφοφορία) η Γερουσία ενέκρινε επιστολή προς τον σουλτάνο Μεχμέτ Δ’, εκφράζοντας μεγάλη ικανοποίηση για την ειρήνη την οποία είχε διαπραγματευθεί ο γενικός διοικητής με τον μεγάλο βεζύρη. Η ενετική κυβέρνηση θα τηρούσε κάθε άρθρο και λεπτομέρεια τής ειρήνης και θα βασιζόταν στους υπουργούς και τούς εκπροσώπους τής Πύλης στις παραμεθόριες περιοχές (της Δαλματίας και Αλβανίας) για να κάνουν το ίδιο. Θα γινόταν κάθε προσπάθεια «για τη διατήρηση τής αρχαίας φιλίας που έχουμε με τούς γαληνότατους προκατόχους του» (per conservare l’antica amicitia che habbiamo havuto con li serenissimi suoi precessori), όπως θα γινόταν σαφές «διά τής ζώσης φωνής τού αγαπημένου μας ευγενή Αλβίζε Μολίν, τον οποίο έχουμε εκλέξει έκτακτο πρέσβη στην αυτοκρατορική σας μεγαλειότητα και μακάρι τα έτη σας να είναι πολλά και ευτυχή».45
Η Γερουσία ενέκρινε άλλη μια επιστολή στις 23 Οκτωβρίου, τη φορά αυτή προς τον Μολίν, ο οποίος έπρεπε να προσπαθήσει να εξασφαλίσει ότι στην πρώτη ακρόασή του στην Ισταμπούλ θα γινόταν δεκτός με την τιμή και την προσοχή που δινόταν σε «πρεσβευτές εστεμμένων κεφαλών». Η Γερουσία έστελνε μάλιστα στο Μολίν πληροφορίες για τον τρόπο με τον οποίο είχαν υποδεχτεί στην Πύλη προηγούμενους Ενετούς πρεσβευτές, τούς Μπαντοέρ, Σοράντσο και Φοσκαρίνι. Ο Μολίν θα παρουσίαζε τις διαπιστευτήριες επιστολές του (στον ίδιο τον σουλτάνο, όπως έλπιζαν), μαζί με ορισμένα δώρα, τα οποία συσκευάζονταν και θα συνοδεύονταν από άλλα 3.000 δουκάτα σε ασήμι. Στέλνονταν στον Μολίν αντίγραφα των ενετο-τουρκικών συνθηκών ειρήνης τού 1540, τού 1573 και τού 1638, καθώς και τα εκτελεστικά διατάγματα που αφορούσαν τούς κουρσάρους και τούς τόπους διαφυγής τους σε τουρκικά λιμάνια. Η επιβολή περιορισμών και η τιμωρία των κουρσάρων αποτελούσαν κοινό παράγοντα στις συνθήκες τής Δημοκρατίας με την Υψηλή Πύλη. Ο Μολίν έπρεπε να μεριμνήσει, ώστε όλα τα λιμάνια τού Μεγάλου Άρχοντα να παρέμεναν ανοικτά για τα ενετικά πλοία και τούς Ενετούς εμπόρους, πράγμα που αποτελούσε άλλον εμφανή παράγοντα σε αυτές τις συνθήκες.
Επίσης ο Μολίν έπρεπε να προσπαθήσει να ελαφρύνει το βαρύ φορτίο τού δασμού πέντε τοις εκατό που είχε επιβληθεί στα ενετικά αγαθά. Έπρεπε να μειωθεί σε τρία τοις εκατό, που αποτελούσε (όπως είδαμε) το τίμημα το οποίο κατέβαλλαν οι Γενουάτες και τώρα οι Γάλλοι. Η τουρκική κυβέρνηση έπρεπε να στείλει «αποφασιστικές εντολές» στη Δαλματία και στην Αλβανία, όπως είχε γίνει το 1638, για τον περιορισμό των ταραχών και την καταστολή τής πειρατείας. Το λιμάνι τού Σπαλάτο (Σπλιτ) έπρεπε να ανοίξει στην κυκλοφορία ενετικών πλοίων, όπως ήταν ανοιχτό για εκείνα των Ραγουσαίων, οι οποίοι είχαν έτσι σημαντικό πλεονέκτημα απέναντι στους εμπόρους τής Δημοκρατίας στο εμπόριο τής Αδριατικής. Η Γερουσία ενδιαφερόταν, όπως και ο Μολίν, για την επαναθέσπιση τού κόττιμο σε υγιή βάση σε ορισμένα λιμάνια τής Ανατολικής Μεσογείου, καθώς αυτό αποτελούσε πηγή κάποιου εισοδήματος για τη Γαληνοτάτη και προστατευτική ευκολία για τούς εμπόρους.
Μεταξύ άλλων καθηκόντων ο Μολίν έπρεπε να εξετάσει το θέμα των πολλών εγγράφων (scritture publiche), που είχαν αφεθεί στην Ισταμπούλ, κατά πάσα πιθανότητα πριν από την έναρξη τού πολέμου τού Χάνδακα. Μερικά από αυτά ήσαν προφανώς σημασίας και ο Μολίν έπρεπε να προσπαθήσει να τα ανακτήσει. Είχε αρκετά χρήματα για να εκπληρώσει τις πρεσβευτικές του υποχρεώσεις στην Υψηλή Πύλη, δηλαδή 20.000 ρεάλια σε μετρητά και άλλα 10.000 σε συναλλαγματικές επιστολές. Ο δρόμος από το Καττάρο (Κότορ) έπρεπε να ξανανοίξει για τούς αγγελιοφόρους. Και προσπερνώντας κάποιες ακόμη λεπτομέρειες για δώρα και χρήματα, αυτά ήταν τα αιτήματα και οι οδηγίες που έστελνε η Γερουσία στον Μολίν.46
Από τα Χανιά στις 2 Νοεμβρίου (1669) ο Αλβίζε ντα Μολίν έγραφε στον δόγη (και στη Γερουσία) ότι ο μεγάλος βεζύρης Αχμέτ Κιοπρουλού είχε στείλει τον τοπικό πασά πίσω στη θέση του, «όπως έχω ενημερώσει τη Γαληνότητά σας με προηγούμενη αναφορά». Ύστερα από την τουρκική κατάληψη τού φρουρίου τού Χάνδακα και τη διασφάλιση τής ειρήνης, ο διοικητής τού ιππικού τού σουλτάνου είχε φθάσει (στον Χάνδακα) με δώρα για τον Κιοπρουλού, τον πρώτο βεζύρη, ο οποίος είχε λάβει την άδεια τού σουλτάνου να παραμείνει στο κρητικό «βασίλειο» τον χειμώνα τού 1669-1670. Μόλις όμως ερχόταν η άνοιξη, έπρεπε να επιστρέψει προς την Ισταμπούλ μαζί με τον στρατό. Στο μεταξύ δώδεκα από τις καλύτερες τουρκικές γαλέρες θα στέλνονταν στο Νεγκροπόντε, απ’ όπου ο σουλτάνος επιθυμούσε να ξεκινήσει για Θεσσαλονίκη, για να αποφύγει την ταλαιπωρία τού μεγάλου σε μήκος ταξιδιού από τη στεριά.
Ο σουλτάνος σκόπευε να περάσει τον χειμώνα στη Θεσσαλονίκη. Μερικές από τις υπόλοιπες γαλέρες έπρεπε να συνεχίσουν προς Ισταμπούλ υπό τη διοίκηση κάποιου Τερζένα Κεχαγιάσι, τού επιστάτη (προβεντιτόρ) τής τουρκικής αρμάδας. Δέκα γαλέρες θα διατηρούνταν στην Ισταμπούλ. Οι υπόλοιπες θα έμεναν στον Χάνδακα. Δεν υπήρχε πια καμία αμφιβολία ότι ο Κιοπρουλού θα παρέμενε στο νησί τής Κρήτης, όπου θα ενωνόταν μαζί του ο καπουδάν πασάς. Αυτές οι πληροφορίες θα βοηθούσαν τη Σινιορία, πίστευε ο Μολίν, να κάνει σχέδια για να στείλει στην Πύλη τον πρεσβευτή, «ο οποίος θα εκλεγόταν για την επικύρωση τής ειρήνης». Ο Μολίν ίσως είχε υποψιαστεί, χωρίς να το γνωρίζει ακόμη ότι ο ίδιος επρόκειτο να είναι αυτός ο πρεσβευτής.
Ο Μολίν ανέφερε ότι ο γενικός διοικητής Μοροζίνι τού είχε στείλει αντίγραφο όλων των πρακτικών των συνεδριάσεων τού πολεμικού συμβουλίου κατά τη διάρκεια τής τελικής δοκιμασίας τής πολιορκίας τού Χάνδακα. Μέχρι τότε ο Μολίν είχε δει μόνο τα πρακτικά τής 4ης Αυγούστου. Τώρα είχε διαβάσει με μεγάλη συγκίνηση την έκθεση ότι οι λόγοι που είχαν οδηγήσει τον Μοροζίνι να παραδώσει τον Χάνδακα εξυπηρετούσαν τα καλύτερα συμφέροντα τής Γαληνοτάτης, «κυρίως λόγω τής εγκατάλειψης από την πολύτιμη δύναμη επικουρίας, λυπούμενος βαθύτατα για την ανάγκη στην οποία είχαμε βρεθεί» (nell’abbandono massime delle più valide assistenze ausiliarie, compatendo infinitamente la necessità in cui s’è ritrovato constituito).
Καθόλου ικανοποιημένος από τον τρόπο με τον οποίο είχαν εξελιχθεί τα πράγματα, ο Μολίν περιόριζε την παρατήρησή του στο γεγονός ότι κατά τη συνεδρίαση τού πολεμικού συμβουλίου στις 25 Αυγούστου είχε προφανώς συμφωνηθεί ότι έπρεπε κάποιος να τού γράψει
για να πάρω στα χέρια μου το ζήτημα τής συνθήκης ειρήνης πριν από την επιβίβαση των Γάλλων στρατιωτών, οι οποίοι ξεγλιστρούσαν μακριά από βράδυ σε βράδυ. Όσον αφορά το τελευταίο αυτό σημείο, δηλαδή ότι οι Γάλλοι θα επιβιβάζονταν από το ένα βράδυ στο άλλο, αν η Γαληνότητά σας συμβουλευθεί τα πρακτικά τού πολεμικού συμβουλίου στις 4 Αυγούστου, θα δει επίσημη δήλωση, σύμφωνα με την οποία οι Γάλλοι επιβίβαζαν κρυφά τριάντα ή σαράντα στρατιώτες κάθε φορά, για να πουν ότι δεν είχαν αρκετά στρατεύματα για να παραμείνουν, γεγονός που καθιστά σαφή τη μικρή τους διάθεση για ανάληψη στρατιωτικής δράσης, αλλά όχι την πραγματική αναχώρηση τους, για την οποία ποτέ δεν ενημερώθηκα ακριβώς, ούτε την είχα καταλάβει, παρά μόνο μετά το γεγονός και ύστερα από την παράδοση τού φρουρίου.47
Στις 31 Δεκεμβρίου (1669), ο δόγης Αλβίζε Κονταρίνι, γράφοντας στον Μολίν για λογαριασμό τής Γερουσίας, σημείωνε ότι
τις τελευταίες ημέρες έχουν φτάσει οι αναφορές σας με αριθμούς 50 έως 55, από τις οποίες μαθαίνουμε με μεγάλη ανακούφιση για την ελεύθερη κυκλοφορία που επιτρέπεται σε εσάς και στο νοικοκυριό σας, καθώς και για τις χειρονομίες ευγένειας και φιλίας που έχει δείξει ο πασάς, ως συνέπεια των διαταγών τού μεγάλου βεζύρη.
Η Γερουσία ήταν ευχαριστημένη και ικανοποιημένη μαθαίνοντας για τις «τιμητικές εκδηλώσεις» των Τούρκων, με την ευκαιρία τής επίσημης συνάντησης τού Μολίν με τον Μοροζίνι. Τώρα μπορούσε κανείς προφανώς να ελπίζει για την «καλή και διαρκή ειρήνη». Η χαρά τού Μεγάλου Άρχοντα για την τουρκική επιτυχία στον Χάνδακα, η οποία είχε φέρει κάποιο μέτρο ηρεμίας στους υπηκόους του και σε εκείνους τής Βενετίας, έκανε μάλιστα πολλούς να πιστεύουν στην ειλικρινή τού επιθυμία να διατηρήσει την ειρήνη. Καθήκον τού Μολίν θα ήταν να κρατήσει σε ειρηνική διάθεση όχι μόνο τη μεγαλειότητά του, αλλά και τον σημαντικό μεγάλο βεζύρη και τούς επικεφαλής υπουργούς τής Πύλης.
Η Γερουσία ενδιαφερόταν πολύ για την αποκατάσταση τού εμπορίου στο «βασίλειο» τού Χάνδακα, στον Μοριά, καθώς και σε τμήματα τής Δαλματίας, όπου όλες αυτές οι περιοχές έδειχναν κάποια σημάδια εμπορικής ανανέωσης. Στη Βενετία πίστευαν ότι οι επιστολές τού δόγη τής 19ης Οκτωβρίου, μαζί με τις διαπιστευτήριες επιστολές τού Μολίν για τον μεγάλο βεζύρη, είχαν φτάσει με ασφάλεια και ότι «τώρα πια θα έχετε επίσης λάβει το βασιλικό διάταγμα για την επιβεβαίωση τής ειρήνης». Ο δόγης εφιστούσε την προσοχή τού Μολίν στους θρήνους των κρατουμένων στο Επταπύργιο (Γεντί Κουλέ) στην Ισταμπούλ. Λεγόταν ότι είχαν «εγκαταλειφθεί και αφεθεί χωρίς καμία βοήθεια», αν και η Σινιορία είχε προσπαθήσει να τούς βοηθήσει με την αποστολή χρημάτων στον Βόσπορο. Η Γερουσία ενημέρωνε τον Μολίν για ατυχές περιστατικό, στο οποίο Τούρκοι πυροβολητές είχαν πρόσφατα ανοίξει πυρ εναντίον ορισμένων ενετικών πλοίων, καθώς αυτά έπλεαν έξω από τη Μεθώνη. Επιπλέον, μετά τη σύναψη τής ειρήνης, είχε επιτραπεί σε δύο πλοία κουρσάρων να μπουν στο τουρκικό λιμάνι τού Ναυαρίνου (Πύλου) στα νοτιοδυτικά τού Μοριά. Δεδομένου ότι υπήρχε πλέον ειρήνη μεταξύ Δημοκρατίας και Υψηλής Πύλης, προφανώς τέτοια γεγονότα προκαλούσαν ανησυχία στη Γερουσία.
Ο Μολίν έπρεπε να προσπαθήσει να μάθει ό,τι μπορούσε για τα αποτελέσματα ακρόασης, την οποία Τούρκος απεσταλμένος στο Παρίσι είχε καταφέρει να εξασφαλίσει από τον Λουδοβίκο ΙΔ’. Στη Βιέννη συνεχίζονταν να ακούγονται παράπονα από τούς υπουργούς τού σουλτάνου για τις επιδρομές των Ούγγρων σε τουρκικό έδαφος και για την εκ μέρους τους (ή εκ μέρους των Αυστριακών) χρησιμοποίηση των οχυρώσεων στις παραμεθόριες περιοχές. Ο Μολίν έπρεπε να είχε λάβει επισυναπτόμενο σε αυτή την αναφορά (της 31ης Δεκεμβρίου) το αντίγραφο επιστολής τού Καρόλου Β’ τής Αγγλίας προς τη Σινιορία, με εντολή προς τον πρεσβευτή του στην Υψηλή Πύλη να συνεργαστεί με τον Ενετό πρέσβη. Όταν λοιπόν έφτανε ο Μολίν στην Ισταμπούλ, έπρεπε να δημιουργήσει την κατάλληλη φιλική σχέση με τον εκπρόσωπο τού αγγλικού στέμματος.
Ο δόγης ενημέρωνε τον Μολίν ότι ο γενικός διοικητής Μοροζίνι είχε αποβιβαστεί στο νησί τής Ζακύνθου στις 9 Δεκεμβρίου, όπου προσπαθούσε να απαλλαγεί από πολλές από τις σημαντικές ευθύνες που τον είχαν βαρύνει για τόσο πολύ καιρό, προκειμένου να αναζητήσει κάποια ανάπαυση και ανακούφιση στην πατρίδα. «Στο μεταξύ πρέπει να σάς ενημερώσουμε με την παρούσα επιστολή για τον θάνατο τού ανώτατου ποντίφηκα Κλήμεντος Θ’ στις 9 αυτού τού μήνα, τον οποίο θρήνησαν παντού και τον οποίο εμείς έχουμε αισθανθεί πιο έντονα …».48
Η παράδοση τού Χάνδακα θα έφερνε ενόχληση χωρίς τέλος στον γενικό διοικητή Φραντσέσκο Μοροζίνι. Ενώ οι ιστορικοί και δημοσιογράφοι τής εποχής αποθέωναν το ατρόμητο πνεύμα του και την παρατεταμένη αντίστασή του στους Τούρκους, ζοφερή κατάθλιψη διαπερνούσε σταδιακά τη Βενετία. Οι εχθροί τού Μοροζίνι ήσαν γεμάτοι φθόνο, δυσαρέσκεια και πικρία. Ήθελαν να καταστρέψουν τη φήμη του και να τού προκαλέσουν όσο περισσότερα πλήγματα μπορούσαν. Πριν φτάσει στη Γερουσία η είδηση τής παράδοσης τού Χάνδακα, ο Μοροζίνι είχε γίνει Επίτροπος τού Αγίου Μάρκου (Procuratore di S. Marco), αξίωμα το οποίο, ύστερα από εκείνο τού δόγη, ήταν το υψηλότερο τού κράτους. Το γεγονός είχε προσθέσει λάδι στη φωτιά τής κακοήθειας, από την οποία βασανιζόταν τώρα ο Μοροζίνι. Εισήλθε επίσημα στη Βενετία στις 21 Απριλίου 1670. Το παλάτι του, η πρόσοψη τού οποίου βρίσκεται επί τού Ρίο ντι Σαν Μαουρίτσιο, ήταν πλούσια διακοσμημένο. Οι κάτοικοι τής ενορίας του, τού Σάντο Στέφανο, εντάχθηκαν στην πομπή κατά μήκος τής Αγοράς (Μερτσερία) προς το Παλάτι των Δόγηδων. Ενώ ο Μοροζίνι, οι συγγενείς, οι φίλοι και οι υποστηρικτές του απολάμβαναν τον ήλιο τής φήμης του, οι εχθροί του κατανάλωναν τον χρόνο τους σε ήσυχη συνωμοσία.
Πέντε μήνες μετά την επιστροφή του στη Βενετία, ξαφνικά και απρόσμενα καταγγέλθηκε στις 19 Σεπτεμβρίου (1670) από κάποιον Αντόνιο Κορρέρ σε συνεδρίαση τού Μεγάλου Συμβουλίου (Maggior Consiglio). Ο Κορρέρ φαίνεται ότι είχε παρακινηθεί από φιλοδοξία, επιδιώκοντας ίσως το σημαντικό αξίωμα τού εισαγγελέα ή συνηγόρου τού κράτους (avogador del Comun, triumvir Reipublicae advocatus). Έχει επίσης προταθεί ότι η δηλητηριώδης επίθεσή του κατά τού Μοροζίνι αποτελούσε μία ακόμη εκδήλωση τής επίμονης εχθρότητας μεταξύ παλαιών και νέων ευγενών, η οποία είχε ενισχυθεί πολύ (όπως είδαμε) από την πώληση θέσεων ευγενών κατά τη διάρκεια τού Κρητικού Πολέμου, τις «ενσωματώσεις οικογενειών στην ενετική αριστοκρατία» (aggregazioni di famiglie alla nobiltà veneta). Ο Μοροζίνι ανήκε στους παλαιούς και ο Κορρέρ στους νέους ευγενείς. Τον Κορρέρ βοηθούσε τώρα ο Αντόνιο Μπάρμπαρο, πρώην επιστάτης τού στόλου, τον οποίο ο Μοροζίνι είχε θέσει υπό ναυτική απαγόρευση. Ο Μπάρμπαρο είχε δραπετεύσει (όπως έχουμε ήδη αναφέρει), από τον έλεγχο τού γενικού διοικητή διαφεύγοντας στη Βενετία και είχε καταφέρει να τού δοθεί χάρη από τη Γερουσία.
Αν ο Αντόνιο Κορρέρ φιλοδοξούσε στον τίτλο τού δημόσιου κατήγορου, όπως αναμφίβολα φιλοδοξούσε, η επιθυμία του εκπληρώθηκε σύντομα, γιατί στις 5 Οκτωβρίου (1670) πράγματι εκλέχθηκε από το Μεγάλο Συμβούλιο «συνήγορος τής Κοινότητας» (avogador di Comun). Ο Κορρέρ είχε αρχίσει να απολαμβάνει κάποιο βαθμό δημοτικότητας, καθώς το δημόσιο αίσθημα φαινόταν να στρέφεται εναντίον τού Μοροζίνι. Ενώ οι νεαροί ριζοσπάστες στο Μεγάλο Συμβούλιο, που είχαν ελάχιστη ή καμία ναυτική ή στρατιωτική εμπειρία, έτειναν να ανταποκρίνονται στις αναπόδεικτες κατηγορίες τού Κορρέρ, η μεγαλύτερη σε ηλικία αριστοκρατία στη Γερουσία, πολλοί από τούς οποίους γνώριζαν κάτι για τούς πολέμους με τούς Τούρκους και την δεινή κατάσταση τής Κρήτης, είχαν την τάση να υπερασπίζονται τον Μοροζίνι.
Ένας από τούς πιο σθεναρούς υπερασπιστές τού Μοροζίνι κατηγορούσε τούς Γάλλους για την απώλεια τού Χάνδακα. Μη έχοντας ποτέ την κατοχή τού νησιού, ισχυριζόταν, δεν είχαν καμία πρόθεση να το σώσουν από τούς Τούρκους. Επιπλέον οι επικριτές τού γενικού διοικητή ας έπαιρναν υπόψη τους το εξαιρετικό γεγονός ότι είχε ανακτήσει από τον μεγάλο βεζύρη Αχμέτ Κιοπρουλού 350 περίπου κομμάτια βαρέος πυροβολικού, όλη τη γαλέτα, όπλα, πυρομαχικά, ιερά σκάφη και άλλα τέτοια πράγματα. Επίσης είχε διατηρήσει τα στρατεύματα, διασώζοντας όλα τα άτομα που επιθυμούσαν να φύγουν από το νησί μαζί με την κινητή περιουσία τους. Και φυσικά είχε σώσει τον ενετικό στόλο, ο οποίος αποτελούσε την κύρια ευθύνη ενός γενικού διοικητή (che nei casi estremi l’abbia la mira principal alla preservazione dell’armata, nella quale consiste l’imperio e la libertà).49
Κάτω από τη σκοτεινή σκιά τής ήττας, η Βενετία γέμιζε με κατηγορίες και αντίθετες κατηγορίες, φήμες και αιτιάσεις για διαφθορά, προσωπικές έχθρες και αντιζηλίες. Οι υποστηρικτές τού Μοροζίνι εξαπέλυαν με τη σειρά τους επιθέσεις κατά των Κορρέρ και Αντόνιο Μπάρμπαρο. Σε αυτή την ατμόσφαιρα ανταγωνισμού ο Κορρέρ ζητούσε τώρα συνεδρίαση τού Μεγάλου Συμβουλίου για το πρωί τής 13ης Νοεμβρίου (1670), αν και το Συμβούλιο συνήθως συνεδρίαζε το απόγευμα. Αρχικός σκοπός τού Κορρέρ ήταν να αφαιρέσει από τον Φραντσέσκο Μοροζίνι τον πρόσφατα αποκτημένο τίτλο τού επιτρόπου τού Αγίου Μάρκου, με την αιτιολογία ότι ο διορισμός του ήταν αντίθετος προς τον νόμο και την παράδοση, γιατί είχε διοριστεί υπεράριθμος (supra numerum). Αυτή δεν ήταν μόνο επίθεση κατά τού Μοροζίνι, αλλά και προσβολή για τη Γερουσία, όπου είχαν τον γενικό διοικητή σε υψηλή εκτίμηση.
Η Γερουσία είχε επικυρώσει τούς όρους τής παράδοσης τού Χάνδακα οι οποίοι, επέμεναν οι εχθροί τού Μοροζίνι, είχαν υπογραφεί παράνομα. Αλλά ο Κορρέρ το είχε παρακάνει και παρά το γεγονός ότι το Μεγάλο Συμβούλιο φαινόταν να επιδοκιμάζει τις προσπάθειές του πριν από δύο μήνες, αυτή τη φορά οι υποστηρικτές τού Μοροζίνι, ακόμη και οι εχθροί του, αποδοκίμαζαν και ούρλιαζαν εναντίον τού Κορρέρ. Παρ’ όλα αυτά ο Κορρέρ συνέχιζε πεισματικά, επιτιθέμενος στην απρέπεια τής ανύψωσης τού Μοροζίνι στη θέση τού επιτρόπου τού Αγίου Μάρκου καθώς και στην υποκρισία με την οποία την είχε πετύχει.
Ο Κορρέρ ισχυριζόταν ότι στις 11 Αυγούστου (1669) ο Μοροζίνι είχε γράψει στη Σινιορία ότι προτιμούσε να πεθάνει παρά να είναι μάρτυρας τής παράδοσης τού Χάνδακα. Όμως στις 27 Αυγούστου, σύμφωνα με τον Κορρέρ, ο Μοροζίνι άρχιζε διαπραγματεύσεις με τον μεγάλο βεζύρη Αχμέτ Κιοπρουλού. Οι καλές του προθέσεις κράτησαν δεκαέξι μέρες, διάστημα αρκετό για να ανταμείψει το Μεγάλο Συμβούλιο το θάρρος και την επιμονή του, κάνοντάς τον υπεράριθμο επίτροπο (procuratore soprannumerario), πράγμα που αποτελούσε εξαιρετική τιμή. Ο Κορρέρ υποστήριζε επίσης ότι είχαν φτάσει στη Βενετία επιστολές τού Μοροζίνι με προειδοποίηση για την επικείμενη παράδοση τη μέρα ακριβώς πριν από τη συνεδρίαση τού Μεγάλου Συμβουλίου, αλλά ότι η οικογένεια τού Μοροζίνι είχε αποκρύψει τις επιστολές, ώστε να μην εμποδίσουν τη χορήγηση από το Συμβούλιο τής σημαντικής διάκρισης τού επιτρόπου. Ο Κορρέρ επέμενε ότι δεν υπήρχε σωστή, ούτε νόμιμη εναλλακτική λύση από την απομάκρυνση τού Μοροζίνι από τη θέση τού επιτρόπου. Σε κάθε περίπτωση ο Μοροζίνι και η οικογένειά του μπορούσαν κάλλιστα να θεωρούν τούς εαυτούς τους τυχερούς, σύμφωνα με τον Κορρέρ, αν η μόνη του τιμωρία θα ήταν η απώλεια τής θέσης τού επιτρόπου, γιατί είχε ήδη πάρει το αξίωμα τού ιππότη (cavalierato), ενώ είχε φέρει στη Γερουσία δύο από τούς αδελφούς του. Κανένας διοικητής στο παρελθόν δεν είχε πάρει ποτέ τέτοια ανταμοιβή για νίκη, όπως αυτή που έπαιρνε ο Μοροζίνι για την απώλεια τού Χάνδακα.
Ο Κορρέρ είχε πει περισσότερα απ’ όσα έπρεπε. Η μακρά ομιλία του έγινε δεκτή με σιωπή και αποστροφή. Όταν τελείωσε, ο εύγλωττος Τζιοβάννι Σαγκρέντο, πρώην πρέσβης τής Δημοκρατίας στη Γαλλία και την Αγγλία, σηκώθηκε να υπερασπιστεί τον φίλο τού Μοροζίνι. Ο Σαγκρέντο επανεξέτασε τη διοίκηση τού Μοροζίνι στον Χάνδακα, όπου όλα αυτά τα χρόνια, είπε, 130.000 Τούρκοι και 100.000 στρατιώτες από διάφορα μέρη τής Χριστιανοσύνης είχαν χαθεί, μαζί με 280 Ενετούς ευγενείς. Αν και ο Χάνδακας είχε χαθεί, είχε κερδηθεί αιώνια δόξα. Ο Σαγκρέντο κατηγορούσε για την ενετική παράδοση τού Χάνδακα τον Γάλλο στρατηγό Φιλίπ ντε Μοντώ ντε Μπενάκ, τον δούκα τού Ναβαίγ, ο οποίος απέσυρε τις δυνάμεις του από τον Χάνδακα, εγκαταλείποντας τον Μοροζίνι και τούς ναυτικούς και τούς στρατιώτες τού τελευταίου την ώρα ακριβώς τής ανάγκης. Ενώ οι Τούρκοι σκαρφάλωναν στα ρήγματα στα τείχη, οι Γάλλοι τούς εγκατέλειπαν, επισκευάζοντας τα πλοία τους. Τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα τής παράδοσης τού Χάνδακα θα συζητιούνταν πολύ.50
Η πρόταση να στερήσουν από τον γενικό διοικητή Μοροζίνι τον τίτλο τού επιτρόπου τού Αγίου Μάρκου θα αποκαθιστούσε απλώς την τιμή των Γάλλων, γιατί αυτό θα ήταν σαν να έλεγαν ότι δεν είχαν προδώσει εκείνοι τη χριστιανική υπόθεση εναντίον των Τούρκων, αλλά ότι ο Μοροζίνι είχε αποδειχθεί ανεπαρκής, προδίδοντας έτσι την πατρίδα. Ο Σαγκρέντο προχωρούσε αντικρούοντας ως αναμφισβήτητα ψεύδη και μεγάλες υπερβολές όλους τούς ισχυρισμούς τού Κορρέρ. Παρά τα χειροκροτήματα που κέρδιζε τώρα η ομιλία τού Σαγκρέντο, η υπόθεση εναντίον τού Μοροζίνι δεν έκλεισε.51 Στο αποτέλεσμα τής ψηφοφορίας στο Μεγάλο Συμβούλιο δεν υπήρχε η απαιτούμενη πλειοψηφία.
Το Συμβούλιο επανασυγκλήθηκε λοιπόν στις 25 Νοεμβρίου (1670), αλλά καθώς ο άνεμος φυσούσε πιο ευνοϊκά για τον γενικό διοικητή Μοροζίνι, μερικοί από τούς εχθρούς του αναχωρούσαν από τη Βενετία για την ύπαιθρο, ενώ άλλοι τού έκαναν φιλικά ανοίγματα. Άλλοι αποφάσισαν να αφήσουν να απορριφθεί το ζήτημα τής θέσης τού επιτρόπου, βασιζόμενοι στη δίκη (processo) που θα ακολουθούσε. Η δίκη θα κατέληγε σε ετυμηγορία, με βάση την επερχόμενη ανάκριση για την παράδοση τού Χάνδακα και τη διαχείριση τού ταμείου τού πολέμου. Όταν στη συνέλευση τής 25ης Νοεμβρίου ο Κορρέρ ξεκίνησε προσπάθεια αντίκρουσης των επιχειρημάτων τού Σαγκρέντο, τον διέκοψαν με αποδοκιμασίες και ποδοβολητά, αλλά τον άφησαν να συνεχίσει, όταν ζήτησε συγγνώμη αν είχε πάει πέρα από τα όρια τής ευπρέπειας. Δεν τον παρακινούσαν, είπε, προσωπικοί υπολογισμοί. Επιδίωκε απλώς δικαιοσύνη για τη Δημοκρατία.
Στο σημείο αυτό σηκώθηκε ο γνωστός πατρίκιος Μικέλε Φοσκαρίνι, ο οποίος είχε περάσει από διάφορα σημαντικά αξιώματα τού κράτους, για να αντικρούσει τον Κορρέρ και να υπερασπιστεί τον Μοροζίνι. Στα μεταγενέστερα χρόνια ο Φοσκαρίνι θα έγραφε το σημαντικό έργο Ιστορία τής Ενετικής Δημοκρατίας (Istoria della Republica Veneta).52 Υπενθύμισε στα μέλη τού Μεγάλου Συμβουλίου ότι τα μάτια τής Ευρώπης ήσαν στραμμένα πάνω τους. Η φήμη τής Γαληνοτάτης βρισκόταν σε κίνδυνο. Η προσπάθεια απομάκρυνσης τού Μοροζίνι από τη θέση τού επιτρόπου τού Αγίου Μάρκου με δικαστική έρευνα ήταν ντροπιαστική. Ήταν μια από τις πιο επιφανείς προσωπικότητες τής Δημοκρατίας. Ο Φοσκαρίνι διαφωνούσε επίσης με τον Κορρέρ ότι υπήρχε κάτι παράνομο στην προώθηση τού Μοροζίνι σε θέση επιτρόπου. Ανέφερε ορισμένες παρόμοιες περιπτώσεις από το παρελθόν, μάλιστα κάποιες ασυνήθιστες, ακόμη και εξαιρετικές περιπτώσεις, που είχαν γίνει δεκτές ως νόμιμες και σωστές. Ναι, ο Μοροζίνι είχε δηλώσει την αποφασιστικότητά του να αντέξει στους Τούρκους με οποιοδήποτε κόστος, όταν μερικές χιλιάδες Γάλλοι τον βοηθούσαν να κρατηθεί στον Χάνδακα. Όταν οι Γάλλοι αναχωρούσαν, άραγε τι ελπίδες θα υπήρχαν για να αποφύγει την παράδοση; Τα λάβαρα τής Πύλης είχαν φυτευτεί σε τρεις ηπείρους, η Ιταλία ήταν αδύναμος, μικρός τόπος και ποιος άραγε μπορούσε να βρει το πενιχρό έδαφος τού Αγίου Μάρκου στον χάρτη;
Ο Φοσκαρίνι αρνιόταν ότι οι επιστολές τού γενικού διοικητή Μοροζίνι είχαν αποκρυφτεί από το Μεγάλο Συμβούλιο. Κατηγορούσε τον Κορρέρ για απάτη, υποστηρίζοντας ότι είχε πάρει από το πλαίσιό τους αποσπάσματα τής μιας ή τής άλλης αναφοράς, προκειμένου να επινοήσει παραπλανητικά στοιχεία. Ήταν ο τρόπος με τον οποίο ένας ανώνυμος ποιητής, επιλέγοντας στίχους εδώ κι εκεί από τον Βιργίλιο, ήταν σε θέση να κάνει τον τελευταίο να εγκωμιάζει την Παναγία. Αν ο Μοροζίνι είχε κρατηθεί στον Χάνδακα μέχρι σημείου θανάτου, θα είχε πραγματικά απογοητεύσει τη Βενετία, γιατί αν οι Τούρκοι είχαν παραβιάσει τα τείχη και είχαν πάρει την οχυρωμένη πόλη τού Χάνδακα, θα είχαν καταστρέψει τις ένοπλες δυνάμεις τής Δημοκρατίας, θα είχαν κατασχέσει τα πυρομαχικά που ανήκαν στο κράτος και θα είχαν καταλάβει τον στόλο, θέτοντας σε κίνδυνο τις κτήσεις των Ενετών στη Δαλματία. Η προτεινόμενη δίκη δεν έπρεπε να περιοριστεί στον Μοροζίνι, αλλά έπρεπε να συμπεριλάβει όλους όσοι ήσαν παρόντες στην παράδοση τού Χάνδακα. Την πρόταση τού Φοσκαρίνι ακολούθησαν επευφημίες, όχι μόνο από τούς υποστηρικτές τού Μοροζίνι, που ανέμεναν την απαλλαγή του, αλλά και από τούς οπαδούς τού Κορρέρ, οι οποίοι ήθελαν να εμφανίζονται αμερόληπτοι και αφοσιωμένοι στην εξυπηρέτηση των συμφερόντων τού κράτους.
Η έρευνα συνεχίστηκε για οκτώ μήνες, περίοδο κατά την οποία ο Φραντσέσκο Μοροζίνι και οι αδελφοί του, Μικέλε, Μαρκ’ Αντόνιο και Λορέντσο, οι οποίοι είχαν προφανώς όλοι διαμερίσματα στο Παλάτσο Μοροζίνι, κοντά στην ευρύχωρη πλατεία τού Κάμπο Σάντο Στέφανο, ψυχαγωγούσαν τούς φίλους και τούς οπαδούς τους με πολυτελή τρόπο. Και τελικά, το καλοκαίρι τού 1671, ύστερα από παρατεταμένη ανάκριση, η Γερουσία εξέδωσε επίσημη δήλωση τής αθωότητας τού Μοροζίνι και των συνυπερασπιστών του για όλες τις κατηγορίες ναυτικής και οικονομικής κακοδιαχείρισης που είχαν απαγγελθεί εναντίον τους.53
<-6. Ναυμαχίες στα Δαρδανέλλια (1654-1657). Ο Κρητικός Πόλεμος και παπική βοήθεια στη Βενετία | 8. Τουρκο-ενετικές σχέσεις (1670-1683) και η τουρκική πολιορκία τής Βιέννης-> |