<- 5. Ο τουρκο-ενετικός πόλεμος (1646-1653) και η αναταραχή στην Ισταμπούλ | 7. Η πρεσβεία τού Αλβίζε ντα Μολίν στην Πύλη. Η αποτυχία των Γάλλων στον Χάνδακα. Η παράδοση τής πόλης από τον Μοροζίνι-> |
6
Ναυμαχίες στα Δαρδανέλλια (1654-1657). Ο Κρητικός Πόλεμος και παπική βοήθεια στη Βενετία
![]() |
![]() |
Η πρώτη από τις τέσσερις σημαντικές ναυμαχίες βρισκόταν ακριβώς μπροστά. Παρά το γεγονός ότι το τελικό αποτέλεσμα θα ήταν άλλη μια νίκη για τούς Τούρκους, η απόδοση των Ενετών στη θάλασσα κατά τη διάρκεια των ετών 1654-1657 παραμένει μεταξύ των πιο αξιοσημείωτων γεγονότων στους έντεκα αιώνες τής ιστορίας τους. Η πρώτη από τις περίφημες «ναυμαχίες των Δαρδανελλίων» έλαβε χώρα στις 16 Μαΐου 1654. Αν και οι Ενετοί ήσαν απρόθυμοι να το παραδεχθούν, ηττήθηκαν στη ναυμαχία. Θα ασχοληθούμε με το γεγονός αυτό με κάποια λεπτομέρεια και θα περάσουμε πιο γρήγορα τις συμπλοκές των Ενετών με τούς Τούρκους το 1655-1657. Αυτό που φαίνεται σαν περιγραφή αυτόπτη μάρτυρα για την πρώτη ναυμαχία των Δαρδανελλίων διατηρείται σε ογκώδες χειρόγραφο στη Μαρκιανή Βιβλιοθήκη. Ενώ η αναφορά εμφανίζεται γενικά να είναι ακριβής, ετοιμάστηκε από Ενετό και κλίνει έντονα υπέρ των δυνάμεων τής Δημοκρατίας. Έχοντας προφανώς τυπωθεί, χρησιμοποιήθηκε κατά πάσα πιθανότητα ως προπαγάνδα, όταν η Βενετία ζητούσε βοήθεια από τούς χριστιανούς ηγεμόνες.
Σύμφωνα με αυτή την περιγραφή, στις αρχές Μαΐου (1654) ο καπουδάν πασάς Καρά Μουράτ κινήθηκε νότια προς τα Δαρδανέλλια, προς τα «Κάστρα» (Καστέλλι), με στόλο που τον αποτελούσαν 79 σκάφη, δηλαδή 33 ιστιοφόρα που περιλάμβαναν τέσσερα από τη Γαλλία και δύο «πίντσι» από τη Μπαρμπαριά, 40 γαλέρες, και 6 μαόνες ή γαλεάσες. Νότια των Δαρδανελλίων, «στο σημείο τής Ελλάδας», οι μπέηδες τού Αιγαίου είχαν συγκεντρώσει 22 γαλέρες και απέναντί τους, «στο σημείο τής Τροίας», οι κουρσάροι τής Μπαρμπαριάς είχαν ενώσει 14 πλοία, δίνοντας στον Μουράτ ναυτική δύναμη 115 περίπου σκαφών. Πληροφορούμαστε ότι καθώς ο Μουράτ πλησίαζε στα στενά, οι μπέηδες και οι κουρσάροι τής Μπαρμπαριάς έπρεπε να επιτεθούν στον ενετικό στόλο υπό τον Τζιουζέππε Ντολφίν, διοικητή των ιστιοφόρων (capitano delle navi), ο οποίος διατηρούσε αποκλεισμό των Στενών. Καθώς ο Μουράτ ερχόταν νότια, τα σκάφη τού Ντολφίν στάθμευαν στα νότια των στενών, δηλαδή στο κανάλι μεταξύ των σύγχρονων πόλεων τού Τσανάκκαλε στα ανατολικά και τού Κιλιτμπαχίρ στα δυτικά. Ο Ντολφίν είχε υπό τις διαταγές του δύο γαλεάσες, οκτώ ελαφρές γαλέρες και 16 ιστιοφόρα, μερικά από τα οποία δεν ήσαν σε καλή κατάσταση. Δεδομένου τού αριθμού των μουσουλμανικών σκαφών και των θέσεων που είχαν πάρει, ήταν σαφές ότι «ήμασταν κυκλωμένοι από μέσα κι από έξω, αλλά η εμφάνιση μιας τόσο μεγάλης αρμάδας δεν μάς προκαλούσε κανένα φόβο, γιατί οι καρδιές μας ήσαν δοσμένες στην υπηρεσία τής πίστης και τής πατρίδας, δεν ήταν εύκολο να μάς εκφοβίσει».
Λαμβάνοντας όμως υπόψη την κατάσταση στην οποία βρίσκονταν τώρα οι Ενετοί και την ανεπάρκεια τού στόλου τους, η πηγή μας αναγνωρίζει ότι δεν ήσαν όλοι οι καπετάνιοι των πλοίων που αντιμετώπιζαν τούς Τούρκους σίγουροι για ευνοϊκό αποτέλεσμα. Μάλιστα ο διαβόητος φουκαράς καπετάν Ζόρζι ντε Μπιάνκι τού πλοίου Μαργαρίτα εγκατέλειψε τούς συντρόφους του και διέφυγε στους Τούρκους, ενημερώνοντάς τους για την αδυναμία των ενετικών δυνάμεων. Ο Μουράτ πασάς άφησε την παραθαλάσσια περιοχή τού Μπεσίκτας στις 10 Μαΐου (1654). Κινήθηκε προς τα Φρούρια (Καστέλλι) στην έξοδο τού πορθμού στις 15 τού μηνός. Νωρίς το επόμενο πρωί έπεσε πάνω στον ενετικό στόλο μέσα στα Δαρδανέλλια. Ο Μουράτ, ντυμένος ως απλός ναύτης, άφησε τη ναυαρχίδα του, επιβιβάστηκε σε μικρή φρεγάτα και διέτρεχε τις τουρκικές γραμμές, με τόξο και βέλος στο χέρι, δίνοντας παράδειγμα αποφασιστικότητας και ενθαρρύνοντας τις δυνάμεις του. Επίσης, αν οι Ενετοί επιτίθεντο στη ναυαρχίδα του, δεν θα τον εύρισκαν στο πλοίο.
Οι Τούρκοι επιτέθηκαν γρήγορα με δυνατό βόρειο άνεμο, «με μεγάλη βάση» (con gran fondamento), ενώ τα πλοία και οι γαλέρες τους ήσαν τόσο πολλά, που ο πληροφοριοδότης μας σκεφτόταν ότι ο ενετικός στόλος θα είχε χαθεί χωρίς την παρέμβαση τού Παντοδύναμου, που ήταν αληθινά «πραγματικό θαύμα» (un patente miracolo). Λέει ότι φημολογιόταν πολύ ότι ο μεγάλος βεζύρης Ντερβίς Μεχμέτ είχε κατέβει για να δει τη ναυμαχία, μαζί με τριάντα περίπου χιλιάδες ανθρώπους, που είχαν συγκεντρωθεί τόσο στην Ασιατική όσο και στην ευρωπαϊκή πλευρά τού πορθμού. Τουρκικά σκάφη και μπριγαντίνια έφευγαν από τις ακτές, φέρνοντας στις δυνάμεις τού Μουράτ πασά κι άλλες ενισχύσεις. Ο Ενετός διοικητής Τζιουζέππε Ντολφίν είχε στείλει γραπτές εντολές στους κυβερνήτες όλων των πλοίων και γαλερών του, να κρατήσουν τα πλοία τους αγκυροβολημένα όταν θα έρχονταν οι πρώτες επιθέσεις τού εχθρού, «ώστε να μπορέσουν να αντιμετωπίσουν τις πρώτες επιθέσεις τού εχθρού παραταγμένοι» (chè dovessero ricever li primi assalti dell’inimico combattendo al ferro). Όταν ο βόρειος άνεμος και το ρεύμα οδηγούσαν το μεγαλύτερο μέρος τού τουρκικού στόλου πέρα από τον ενετικό στόλο, «όπως θα συμβεί αναπόφευκτα», τότε θα έκοβαν τα σχοινιά και θα πολεμούσαν με τον άνεμο πίσω τους, ως σύμμαχό τους, επιτιθέμενοι στα νώτα των Τούρκων.
Όμως οι κυβερνήτες δώδεκα πλοίων απέτυχαν να υπακούσουν στις εντολές τού Ντολφίν «και από 16 πλοία μόνο τέσσερα παρέμειναν (αγκυροβολημένα), για να αντιμετωπίσουν τη σφοδρή επίθεση μιας τόσο μεγάλης αρμάδας». Δεν είναι δυνατό να πούμε αν το τραγικό λάθος ξεκίνησε με την ανυπακοή λίγων κυβερνητών, ενώ οι άλλοι ακολούθησαν, επειδή πίστευαν ότι ο Ντολφίν είχε αλλάξει την τακτική του. Σε κάθε περίπτωση, αντί να ακολουθήσουν τα δώδεκα πλοία, που αναζητούσαν σύντομα έξοδο από τον πορθμό, οι Τούρκοι θεώρησαν ότι θα ήταν περισσότερο προς όφελός τους αν προσπαθούσαν να συλλάβουν τη ναυαρχίδα τού Ντολφίν, «πράγμα που έκριναν πολύ ένδοξο» (giudicandolo molto glorioso). «Έτσι πολύ γρήγορα η ναυαρχίδα κυκλώθηκε από ολόκληρο τον στόλο, από βαριά και ελαφρά σκάφη, από την πρύμνη, την πλώρη, από τα αριστερά και δεξιά, από παντού».
Χωρίς να εξετάζουμε αν είναι δυνατό να περικυκλώσουν 79 πλοία ένα μόνο πλοίο, μπορούμε να σημειώσουμε ότι ο Ντολφίν επικαλέστηκε το όνομα τού Παντοδύναμου και τής Παναγίας, προτρέποντας τούς άνδρες του να ακολουθήσουν το παράδειγμά του. Στάθηκε εμφανώς στο κατάστρωμα χωρίς πανοπλία, πήρε στα χέρια του γιαταγάνι και είπε με δυνατή φωνή ότι οι αληθινοί χριστιανοί και πιστοί υπήκοοι τής Δημοκρατίας έπρεπε τώρα να κάνουν γνωστή τη νομιμοφροσύνη τους προς το κράτος. Ήταν αποφασισμένος να κάνει τον εχθρό να πληρώσει ακριβά για τον θάνατό του. Τού απάντησαν μαζικές κραυγές συμφωνίας. Οι ναυτικοί και οι στρατιώτες θα προτιμούσαν να πεθάνουν, παρά να αποτύχουν στο καθήκον τους απέναντι στη Χριστιανοσύνη και τη Βενετία. Ο Ντολφίν ήταν πολύ αγαπητός από τούς άνδρες του, σύμφωνα με την πηγή μας, λόγω τού καλού τρόπου με τον οποίο τούς είχε συμπεριφερθεί. Και τώρα η ναυμαχία ξεκινούσε με άγρια επίθεση στη ναυαρχίδα (capitana) τού Ντολφίν, καθώς οι Τούρκοι ανέβαιναν συνεχώς στο πλοίο από τις ναυαρχίδες τού καπουδάν πασά και τού δεύτερου στην ιεραρχία, όπου τα δύο τουρκικά σκάφη ήσαν φορτωμένα με απίστευτο αριθμό μουσκέτων, «δύο ναυαρχίδες φορτωμένες με τόσα μουσκέτα, που έμειναν έκπληκτοι» (due sultane cariche di tanta moschettaria che facevano stupire).
Οι άνδρες τού Ντολφίν πολέμησαν τόσο γενναία, σύμφωνα με τον πληροφοριοδότη μας, που η ναυαρχίδα τού καπουδάν πασά (ο οποίος δεν ήταν πάνω της), βγήκε εκτός μάχης, «οπότε οι άνδρες μας ανέβηκαν πάνω της και άρπαξαν όλα τα λάβαρα». Διακόσιοι Τούρκοι βρίσκονταν νεκροί στο κατάστρωμα, «ο ένας πάνω στον άλλο». Οι υπόλοιποι προσπαθούσαν να καλυφθούν, όπως μπορούσαν. «Συνεχίζοντας να πολεμάμε με αυτόν τον τρόπο, συνειδητοποιήσαμε ότι το πλοίο μας είχε φτάσει τόσο κοντά στην ακτή, που πιστεύαμε ότι θα χανόμασταν». Ο Ντολφίν έριξε άγκυρα
και ο εχθρός, πιστεύοντας ότι είχαμε προσαράξει, μάς επιτέθηκε με όλες τις μαόνες, τις γαλέρες και τα πλοία τους. Μερικοί ανέβηκαν στο πλοίο από την πρύμνη, άλλοι από τη δεξιά πλευρά ή την αριστερή και άλλοι από την πλώρη, ενώ σε όλες τις πλευρές αμυνθήκαμε ρωμαλέα, με τη βοήθεια τού ευλογημένου Θεού.
Παρά τη συνεχή παρέμβαση από τον ουρανό, φαινόταν ότι ο Ντολφίν και οι συνεπιβαίνοντες στη ναυαρχίδα του είχαν φτάσει στο τέλος τους.
Όμως ο άρχοντας καπετάνιος Ντολφίν πετσόκοψε με το δικό τού σπαθί πολλούς Τούρκους καθώς ανέβαιναν στο πλοίο μας. Τελικά οι εχθροί αποφάσισαν να υποχωρήσουν στα δικά τους πλοία και δεν ήθελαν πια να προσπαθήσουν να ανέβουν στο πλοίο μας, αλλά στη συνέχεια μάς έριχναν αδιάκοπα με τα κανόνια τους και αποτέλεσμα αυτού τού βασανιστηρίου ήταν ότι έσπασαν όλες οι κεραίες των μπροστινών πανιών, ενώ συντρίφτηκαν όλα τα σχοινιά και τα ξάρτια που κρέμονταν από τις μεγάλες κεραίες. Χτυπούσαν τα μεγάλα κατάρτια με τέτοιους κανονιοβολισμούς, που πιστεύαμε ότι θα έπεφταν. Επιπλέον, ως αποτέλεσμα των κανονιοβολισμών, το πλοίο χτυπήθηκε στα ίσαλα και άνοιξαν τρύπες από τις οποίες έμπαινε νερό, με αποτέλεσμα να κινδυνεύει να βυθιστεί. Όμως ο άρχοντας καπετάνιος, τρέχοντας πάνω-κάτω στο πλοίο, έκανε ό,τι μπορούσε για να γίνουν επισκευές, υποσχόμενος ανταμοιβές στον ένα και τον άλλο άνθρωπο, σε εκείνους που τού φαινόταν ότι τις άξιζαν. Πριν τελειώσει η μάχη, είχε μοιράσει πάνω από πεντακόσια ρεάλια από δικά του χρήματα.
Έχοντας εξαντλήσει την πολεμική τους «τέχνη και εφευρετικότητα», περαιτέρω αντίσταση στους Τούρκους φαινόταν πέρα από τις δυνάμεις τους. Είχαν χάσει εκατό άνδρες, νεκρούς και τραυματίες. Ο Ντολφίν αποφάσισε να κόψει το σχοινί και να παρασυρθεί από τον άνεμο και το ρεύμα. Κάλεσε λοιπόν τον κυβερνήτη τής ναυαρχίδας του, λέγοντάς του να κόψει το σχοινί.
«Μα είμαστε πολύ κοντά στην ακτή», απάντησε ο καπετάνιος, «θα πέσουμε στη στεριά!»
«Είμαστε ήδη χαμένοι», ήταν η απάντηση τού Ντολφίν. «Είναι αλήθεια, αλλά τι μπορούμε να κάνουμε; Κόψε το σχοινί, γιατί αν ο Κύριος ο Θεός μάς οδηγήσει έξω από εδώ, ίσως έχουμε κάποια ελπίδα να σωθούμε. Αν πέσουμε στη στεριά, θα χρησιμοποιήσουμε και οι δύο γενναία το μπαρούτι. Θα το ανάψουμε και θα τιναχτούμε στον αέρα!»
Ο Ντολφίν ήταν απολύτως αποφασισμένος να πράξει ή να πεθάνει. Ο καπετάνιος ακολούθησε την εντολή του. Παίρνοντας ένα τσεκούρι στο χέρι, πήδηξε πάνω στην πλώρη και έκοψε το σχοινί. Ξαφνικά (μεγάλο θαύμα!) άρχισε να φυσά βόρειος άνεμος. Μετέφερε τη ναυαρχίδα προς τη θάλασσα. Φτιάχνοντας μικρό πανί από μανδύες και σεντόνια, απομακρύνθηκαν από την ακτή, βρέθηκαν και πάλι ανάμεσα στην αρμάδα τού εχθρού,
και ακολουθώντας τον δρόμο μας, βγήκαμε από τον πορθμό, συνεχώς πολεμώντας και πυροβολώντας, με μεγάλη σφαγή των Τούρκων. … Έτσι αυτή (η ναυαρχίδα) ξέφυγε από τον τουρκικό λαβύρινθο, ρυμουλκώντας μαζί μας τη δική τους ναυαρχίδα, την οποία είχαμε συλλάβει και συντρίψει. Όταν όμως εκείνοι που βρίσκονταν πάνω στα δεκατέσσερα πλοία από τη Μπαρμπαριά είδαν τι συνέβαινε, στράφηκαν με τον άνεμο ευνοϊκό και έπεσαν πάνω μας με τρομερούς κανονιοβολισμούς. Με μεγάλη και άμεση δύναμη άρπαξαν το (τουρκικό) πλοίο από εμάς, χωρίς να επιχειρήσουν οτιδήποτε άλλο εναντίον μας και αποσύρθηκαν για να ενωθούν με τον υπόλοιπο στόλο τους πιο κάτω από την Τροία.
Καθώς η ναυαρχίδα τού Ντολφίν κύκλωσε ένα ακρωτήριο, τα δώδεκα περίπου σκάφη που είχαν φύγει από μόνα τους, ξαναμαζεύονταν τώρα και κατευθυνόμενα προς τη ναυαρχίδα επανενώθηκαν με αυτήν. Ο ενετικός στόλος, τώρα σε λιγότερη αταξία, παρέμεινε ενωμένος εκείνη τη νύχτα, με μέτωπο προς τούς Τούρκους προκειμένου να διαπιστωθεί αν σκόπευαν να εξαπολύσουν άλλη επίθεση. Επειδή οι Τούρκοι δεν επιτέθηκαν, η πηγή μας υποθέτει ότι είχαν υποστεί βαριές απώλειες (grandemente danneficati). Μάς λένε ότι ο Ντολφίν θα ήταν ευτυχής να επαναλάμβανε την επίθεση, αν είχε κάποιο τρόπο να διατηρήσει ένα πανί ανοιχτό και αν τού το είχε επιτρέψει ο βοριάς.
Η Πεζάρα και η Γκαμπριέλα, οι δύο γαλεάσες στον στόλο τού Ντολφίν, καθώς και το ιστιοφόρο Μαργαρίτα με κυβερνήτη τον Αντόνιο Ζένο, είχαν αντιμετωπίσει με θάρρος τα πρώτα χτυπήματα τού εχθρού. Έχοντας όμως κόψει τα σχοινιά τους, οι γαλεάσες μεταφέρονταν έξω από τον πορθμό με τη δύναμη τού ρεύματος. Οι οκτώ ελαφρές γαλέρες, ακολουθώντας καθεμιά το παράδειγμα των δώδεκα πλοίων που δεν είχαν υπακούσει στις εντολές τού Ντολφίν, είχαν επίσης αποσυρθεί από τη σκηνή τής δράσης. Είχαν όλες απομακρυνθεί με ασφάλεια, εκτός από τη γαλέρα Παδουάνα, η οποία, έχοντας διαχωριστεί από τις υπόλοιπες, έπεσε στη μέση τού εχθρού. Αμύνθηκε γενναία, αλλά τελικά βυθίστηκε.
Οι Τούρκοι βρήκαν τούς κύριους αντίπαλούς τους στη ναυαρχίδα τού Ντολφίν και τη γαλέρα τού Φραντσέσκο Μοροζίνι. Ο Μοροζίνι ήταν ο διοικητής τού «Κόλπου», δηλαδή τής Αδριατικής. Η γαλέρα του ήταν δεμένη στην πρύμνη τής ναυαρχίδας τού Ντολφίν, όταν δέχτηκε επίθεση από δύο τουρκικά σκάφη. Η γαλέρα δέχτηκε φοβερό πλήγμα από τούς επιτιθέμενους. Μέρος των ανδρών τού Μοροζίνι σκοτώθηκαν από τούς Τούρκους και μέρος πνίγηκε, συμπεριλαμβανομένου τού ίδιου τού Μοροζίνι, ο οποίος είχε πληγεί από πυροβολισμό μουσκέτου.1 Σώθηκαν εκατό περίπου αξιωματικοί, στρατιώτες και σκλάβοι γαλερών, αλλά μερικοί από αυτούς έχασαν επίσης τη ζωή τους, καθώς η σύγκρουση συνεχιζόταν. Η γαλέρα συνέχιζε να επιπλέει. Οι Τούρκοι δεν μπόρεσαν να τη συλλάβουν, παρά τις ιδιαίτερες προσπάθειές τους. Όταν όμως ο Ντολφίν είδε ότι ήταν μισοβυθισμένη (mezza a fondo) και ότι δεν ήταν δυνατό να διασωθεί, τής έβαλε φωτιά σε διάφορα σημεία. Όταν η φωτιά έφτασε στο απόθεμα πυρομαχικών τής γαλέρας, τότε αυτή «πέταξε στον αέρα».
Χάσαμε δύο πλοία, δηλαδή το Άκουϊλα ντ’ Όρο και την Ορσάλα Μποναβεντούρα, όπου το πρώτο διοικούσε ο Αντρέα (Ντανιέλε) Μοροζίνι (γιος τού εξοχότατου άρχοντα Αντρέα), που κατείχε το αξίωμα τού ναυάρχου (armirante). Ο καπετάνιος Ραφφαέλε, πραγματικά άξιος και ανδρείος υπήκοος, ήταν ο υπαρχηγός του. Έδειξαν και οι δύο αξιοσημείωτο θάρρος, αλλά καταβλήθηκαν από τέσσερα άλλα σκάφη. Αρχικά τα είχαν πάει πολύ καλά εναντίον μιας τουρκικής ναυαρχίδας (σουλτάνας), αλλά μη μπορώντας να αντέξουν σε τόσο μεγάλη επίθεση, στο τέλος, αντί να παραδοθούν, έβαλαν φωτιά στο δικό τους πλοίο μαζί με τη σουλτάνα, αφιερώνοντας τη ζωή τους στον Θεό και κληροδοτώντας αθάνατη δόξα στα ονόματά τους.
Η Ορσάλα Μποναβεντούρα ήταν μικρό σκάφος σε πολύ κακή κατάσταση, αλλά το υπερασπίστηκαν με πάθος και γενναιότητα. Στο τέλος όμως κι αυτό τυλίχτηκε στους καπνούς με τον θάνατο τού διοικητή του, τού Σεμπαστιάνο (ντα) Μολίν. Ο υπόλοιπος στόλος είχε όλος σωθεί χωρίς περαιτέρω απώλειες, με εξαίρεση κάποιους νεκρούς και τραυματίες στα πλοία που συμμετείχαν στη μάχη. Αν ήσαν όλοι σε θέση να κάνουν το καθήκον τους, … θα είχαμε κερδίσει πλήρη και ένδοξη νίκη, παρά την τόσο μεγάλη ανισότητα μεταξύ των δυνάμεων.
Ο «αυτόπτης» μάρτυράς μας ήταν βέβαιος —ή έτσι λέει— ότι οι Τούρκοι είχαν υποστεί μεγάλες απώλειες. Μια από τις γαλέρες τους είχε βυθιστεί. Μια γαλεάσα είχε βγει στη στεριά, αφού συγκρούστηκε με τη σουλτάνα που κάηκε μαζί με την Άκουϊλα ντ’ Όρο τού Μοροζίνι, ενώ βυθίστηκε κι ένα σκάφος τής Μπαρμπαριάς. Οι Τούρκοι έπρεπε να λάβουν υπόψη τους ακόμη μεγαλύτερες απώλειες, αφού δεν υπήρχε καμία αμφιβολία ότι είχαν σκοτωθεί πολλές χιλιάδες και πολλά από τα πλοία τους είχαν υποστεί μεγάλες ζημίες…
Ο λοχίας Τζιανμπαττίστα Σέσσα είχε γίνει αθάνατος γιατί, πέρα από τις άλλες θαρραλέες πράξεις του, ήταν ο πρώτος που ανέβηκε στην τουρκική ναυαρχίδα, από την οποία είχε αφαιρέσει τα οθωμανικά λάβαρα για να τα πάει στον Ντολφίν. Ο Σέσσα άξιζε κάποιας κατάλληλης ανταμοιβής, όπως άξιζαν και τα μέλη τού λόχου του, που είχαν βγει ζωντανοί από τη μάχη. Όσο για τον ίδιο τον Ντολφίν, σύμφωνα με την πηγή μας, ποτέ δεν θα ηρεμούσε μέχρι να αντιμετωπίσει και πάλι τον Τούρκο, ιδιαίτερα αν είχε οκτώ ή δέκα φλαμανδικά πλοία για να τον βοηθήσουν στη σύγκρουση, όντας βέβαιος ότι οι Φλαμανδοί θα αντιμετώπιζαν κάθε κίνδυνο χωρίς να εγκαταλείπουν τον ηγέτη τους.
Παρά το γεγονός ότι ήταν τραυματίας και ιδιαίτερα ταραγμένος, ο Ντολφίν ήταν ζωντανός και καλά στην υγεία του. Ο στόλος του σύντομα ενώθηκε με εκείνον τού γενικού διοικητή Λεονάρντο Φόσκολο στις Κυκλάδες. Ως υστερόγραφο στην περιγραφή του, ο συγγραφέας πρόσθεσε αργότερα ότι είχε φτάσει αναφορά στη Βενετία ότι οι Τούρκοι είχαν χάσει έξι περίπου χιλιάδες άνδρες στη μάχη, ο καπουδάν πασάς είχε τραυματιστεί, ενώ οι ίδιοι οι Τούρκοι θεωρούσαν τη σύγκρουση ως ήττα, «γεγονός που επιβεβαιώνεται και από την είδηση που έρχεται από την αρμάδα, επειδή λέγεται ότι στη Χίο ο καπουδάν πασάς έχει αφοπλίσει δέκα γαλέρες του, προκειμένου να ενισχύσει τις άλλες».2
Μετά τη νίκη του στα Δαρδανέλλια ο καπουδάν πασάς Μουράτ πήγε νότια στη Μυτιλήνη, όπου έφτασε στις 20 Μαΐου (1654) και στη συνέχεια στη Χίο, όπου έφτασε στις 26 Μαΐου. Εκεί πρόσθεσε κι άλλα σκάφη στον στόλο του. Είχαν έρθει από την Αίγυπτο, από τα κράτη τής Μπαρμπαριάς, δηλαδή την Τύνιδα και την Τρίπολη, καθώς και από τα τουρκικά νησιά τού Αιγαίου. Παρά το γεγονός ότι θεώρησε σκόπιμο να αφοπλίσει δέκα γαλέρες του προκειμένου να εξοπλίσει τις άλλες, όταν ξανάρχισε το ταξίδι του, είχε «υπό την υπακοή του» 54 πλοία (vascelli), 65 γαλέρες, έξι γαλεάσες, 30 μπριγαντίνια και 10.000 πεζικό, εκτός από τις 4.000 που πίστευε ότι ήσαν έτοιμοι γι’ αυτόν στο Ναύπλιο. Έτσι ενισχυμένος ο Μουράτ πασάς προχώρησε στα Ψαρά (στις 6 Ιουνίου), στη Σκύρο (στις 11 τού μηνός), στο Καστέλ Ρόσσο (Κάρυστο) στο νησί τού Νεγκροπόντε (στις 12 τού μηνός) και, ακολουθώντας οδηγίες από την Ισταμπούλ, έφτασε στο ενετικό φρούριο τής Τήνου (στις 16 Ιουνίου).
Δύο μέρες τουρκικής λεηλασίας στο νησί τής Τήνου δεν αντιμετωπίστηκαν αποτελεσματικά από τον ενετικό στόλο υπό τον Αλβίζε Μοτσενίγκο, που είχε αντικαταστήσει τον Φόσκολο στην ανώτατη διοίκηση, με έξι γαλεάσες, 22 γαλέρες και 33 ιστιοφόρα. Στις 21 Ιουνίου (1654) υπήρξε μικρή σύγκρουση ακριβώς δυτικά τής Μήλου, κοντά στα μικρά νησιά Αντίμηλο και Ανάνες. Αν και η ναυτική δύναμη τού Μουράτ πασά ήταν εμφανώς μεγαλύτερη από εκείνη τού Μοτσενίγκο, προφανώς δεν είχε καμία διάθεση να διακινδυνεύσει μείωση τής φήμης που είχε αποκτήσει στα Δαρδανέλλια. Αποφεύγοντας με ελιγμούς τον Μοτσενίγκο, ο καπουδάν πασάς απέπλευσε προς τη Νέα Φώκαια (Γενί Φότσα), όπου αγκυροβόλησε στις 24 Ιουνίου. Ο Μοτσενίγκο κινήθηκε δυτικά προς το ενετικό νησί Τσιρίγο (Κύθηρα), όπου ο στόλος του ενισχύθηκε με την άφιξη (στις 5 Ιουλίου), πέντε παπικών και έξι μαλτέζικων γαλερών.
Φεύγοντας από τη Φώκαια τη μέρα μετά την άφιξή του, ο Μουράτ πασάς έκανε εκδρομή τριών εβδομάδων μέσω τού Αρχιπελάγους, αποφεύγοντας και πάλι τον χριστιανικό στόλο και επιστρέφοντας στη Φώκαια στις 20 Ιουλίου. Πισσάροντας τις καρίνες του και βάζοντας τον στόλο του σε τάξη, ο Μουράτ απέπλευσε από τη Φώκαια (στις 30 Ιουλίου) και βρισκόταν πίσω στα Δαρδανέλλια στις 10 Αυγούστου. Τώρα έπλεε νότια, πάλι μέσω των νησιών τού Αιγαίου, φθάνοντας στα κρητικά ύδατα ανοικτά τού Χάνδακα (περίπου στις 10 Σεπτεμβρίου). Όμως χρειάστηκε να εγκαταλείψει σχέδια για επίθεση κατά τής Σπιναλόγκας στη βορειοανατολική ακτή τής Κρήτης και συνέχισε προς Ρόδο, Πάτμο, Χίο και Σμύρνη, στη συνέχεια πίσω στη Φώκαια και από εκεί στη Μυτιλήνη, όπου έμαθε ότι στον Άγιο Γεώργιο τής Σκύρου υπήρχε χριστιανικό πλοίο, το οποίο θα μπορούσε να συλλάβει. Όμως οι γενίτσαροι είχαν γίνει ανήσυχοι, «επειδή δεν ήθελαν να συνεχίσουν το ταξίδι τους. Έτσι έφτασε στις 28 Σεπτεμβρίου στα «Κάστρα» και από εκεί στην Καλλίπολη, ύστερα στον Μαρμαρά, όπου αποδέσμευσε τούς μπέηδες…» (chè per non disgustarli proseguì il suo viaggio, giongendo à 28 [Settembre] ai Castelli, e di là a Galipoli, poi a Marmorà, nel qual luoco licentiò li Bei…). Επέστρεψε λοιπόν στα Δαρδανέλλια προς το τέλος Σεπτεμβρίου (1654), αποδεσμεύοντας τούς μπέηδες τής Μπαρμπαριάς την ώρα περίπου που οι παπικές και μαλτέζικες γαλέρες επέστρεφαν στη βάση τους. Ο Μουράτ είχε αποφύγει σε όλη τη διαδρομή τον πάσχοντα Μοτσενίγκο. Είχε επιδείξει εντυπωσιακή απόδοση. Όπως κλείνει την περιγραφή του ο συντάκτης τού Ταξιδιού τής oθωμανικής αρμάδας το 1654 (Viaggio dell’armata Ottomana del 1654), «Αυτό ήταν το ταξίδι εκείνου τού έτους τής Οθωμανικής αρμάδας, ο διοικητής πασάς τής οποίας απείλησε όχι μόνο να καταλάβει τον Χάνδακα, αλλά θέλησε να υποτάξει τα νησιά, να υποδουλώσει τον ενετικό στρατό και να τον οδηγήσει στην Κωνσταντινούπολη!.…» (Questo è stato il viaggio dell’armata Ottomana di quest’anno, il capitan bassà della quale minacciava non solo impatronirsi di Candia, ma volleva soggiogar l’isole, sottometter l’armata Veneta, e condurla in Costantinopoli!…).3
Αφήνοντας τα πλοία του στην Τήνο και το Τσιρίγο για προστασία από τουρκική επίθεση, ο Μοτσενίγκο επέστρεψε στον Χάνδακα και εκεί πέθανε. Ο Φραντσέσκο Μοροζίνι, που ξεκινούσε τώρα μια από τις πιο αξιόλογες σταδιοδρομίες στην ενετική ιστορία, αναλάμβανε τη διοίκηση των δυνάμεων τής Δημοκρατίας στην Ανατολική Μεσόγειο. Όμως τώρα θα ακολουθούσαν θυελλώδεις θάλασσες και χειμερινοί άνεμοι και οι ναυτικές επιχειρήσεις ανεστάλησαν για το υπόλοιπο τού έτους.
Ο Μοροζίνι ξεκίνησε την εκστρατεία τού 1655 με καταστροφική επίθεση κατά τού τουρκικού φρουρίου στο νησί τής Αίγινας, που αποτελούσε αποθήκη ανεφοδιασμού για τα στρατεύματα τού σουλτάνου στην Κρήτη. Στη συνέχεια έπλευσε με τις γαλεάσες και γαλέρες μέσω των βορείων Σποράδων προς τον κόλπο τού Βόλου, αποβιβαζόμενος στην οχυρωμένη πόλη στη βόρεια ακτή τη νύχτα τής 23ης Μαρτίου. Ο Μοροζίνι έκαψε την πόλη τού Βόλου, κατέστρεψε τις οχυρώσεις και κατάσχεσε 27 κανόνια (tormenta bellica) και μεγάλο απόθεμα γαλέτας. Στο μεταξύ είχε στείλει τον Λάζαρο Μοτσενίγκο, «διοικητή των πλοίων» (praefectus navium) στα Δαρδανέλλια με τα ιστιοφόρα. Από τον Βόλο ο Μοροζίνι συνέχισε προς τα Δαρδανέλλια, όπου έφτασαν στις 4 Ιουνίου έξι γαλέρες τής Μάλτας για κοινή δράση εναντίον των Τούρκων. Όμως η αρμάδα τού σουλτάνου δεν παρείχε ενδείξεις ότι θα επιδίωκε να εισέλθει στο βόρειο Αιγαίο. Στις 12 Ιουνίου λοιπόν ο Μοροζίνι απέπλευσε από τα Δαρδανέλλια προς νότο, προς τις Κυκλάδες, για να κάνει στους Τούρκους όσο περισσότερη ζημιά μπορούσε και να υποδεχτεί τον Τζιρολάμο Φοσκαρίνι, ο οποίος είχε οριστεί διάδοχος τού Αλβίζε Μοτσενίγκο ως ναυτικός γενικός διοικητής. Ο Φοσκαρίνι πέθανε φτάνοντας στην Άνδρο, πράγμα που άφηνε ακόμη τον Μοροζίνι στη θέση τού διοικητή.4
Η τουρκική αρμάδα δεν είχε κατέβει στα Δαρδανέλλια. Δεν ήταν έτοιμη για δράση, λόγω τού συνεχιζόμενου χάους στην Ισταμπούλ. Το φθινόπωρο τού 1654 ο μεγάλος βεζύρης Ντερβίς Μεχμέτ υπέστη παραλυτικό εγκεφαλικό επεισόδιο. Αντικαταστάθηκε από τον αλαζονικό Ιπσίρ Μουσταφά πασά, ο οποίος κατά τον χρόνο τού διορισμού του ήταν κυβερνήτης τού Χαλεπιού (Χαλέμπ) τής Συρίας. Σε θριαμβευτικό ταξίδι από το Χαλέπι προς το Σκουτάρι, ο Ιπσίρ Μουσταφά είχε κάνει πέρα τούς εχθρούς του και είχε προωθήσει τις τύχες των οπαδών του, προκαλώντας φόβους και ξεσηκώνοντας οδυνηρές φήμες στην Ισταμπούλ. Κατά την έναρξη τής θητείας του ως μεγάλος βεζύρης ο Ιπσίρ είχε μιλήσει επιθετικά για τακτοποίηση των ταραγμένων υποθέσεων τής Συρίας, τής Αιγύπτου και τής Ανατολίας, καθώς και για απαλλαγή τής πρωτεύουσας από τη διαφθορά των μηχανορράφων τής αυλής. Όλοι στον Βόσπορο φοβούνταν. Όλοι ήσαν διεφθαρμένοι.
Ο Ιπσίρ Μουσταφά πασάς εισήλθε στην Ισταμπούλ με μεγάλη λαμπρότητα και συνέχισε καταστρέφοντας τούς εχθρούς του και τούς αντιπάλους του, κερδίζοντας την εχθρότητα τού καπουδάν πασά Μουράτ, ο οποίος οργάνωσε σταδιακά σκευωρία εναντίον του και βοήθησε να υποδαυλιστεί εξέγερση των γενιτσάρων και των σπαχήδων. Όταν η κατάσταση ξέφυγε εντελώς από τον έλεγχο, ο νεαρός Μεχμέτ Δ’ διόρισε τον Μουράτ μεγάλο βεζύρη, διατάζοντας τον στραγγαλισμό τού δικτατορικού Ιπσίρ (στις 10 Μαΐου 1655). Αλλά τρείς μήνες σύγχυσης και αποτυχιών έπεισαν τον Μουράτ ότι δεν θα μπορούσε να διαχειριστεί το αξίωμα τού μεγάλου βεζύρη και ταυτόχρονα να σώσει και τη ζωή του. Ζήτησε λοιπόν να απαλλαγεί από τα καθήκοντά του, καθώς και τη δυνατότητα να κάνει προσκύνημα στη Μέκκα. Η θέση τού μεγάλου βεζύρη ανατέθηκε στη συνέχεια στον ηλικιωμένο Σουλεϊμάν πασά, που παντρευόταν τώρα τη σουλτάνα Αϊσέ. Όμως αυτό έγινε στα μέσα Αυγούστου τού 1655 5 και πρέπει να πάμε δύο μήνες πίσω και να επιστρέψουμε στα Δαρδανέλλια.
Όταν ο Φραντσέσκο Μοροζίνι είχε πλεύσει στις Κυκλάδες στα μέσα Ιουνίου, είχε πάρει μαζί του 18 ενετικές γαλέρες, δύο γαλεάσες, δύο ιστιοφόρα και τις έξι γαλέρες τής Μάλτας, αφήνοντας τον Λάζαρο Μοτσενίγκο με τέσσερις γαλεάσες, έξι γαλέρες και 26 περίπου βαριά ιστιοφόρα πλοία να εμποδίζει την έξοδο των Τούρκων από τα Δαρδανέλλια. Μια βδομάδα μετά την αναχώρηση τού Μοροζίνι από τα Στενά, ο νέος καπουδάν πασάς Μουσταφά άρχισε να κινείται νότια στα Δαρδανέλλια (στις 19 Ιουνίου). Η αρμάδα του αποτελούσε τρομερό σύνολο από οκτώ γαλεάσες (μαόνε), 60 ελαφρές γαλέρες, 30 μεγάλα ιστιοφόρα (navi grosse da guerra) και 45 γαλιότες. Μερικά από τα πλοία του ήσαν προφανώς σε κακή κατάσταση, αν κρίνουμε από τις συνέπειες τής δεύτερης ναυμαχίας των Δαρδανελλίων.
Επίσης, στην περίπτωση αυτή, ο καπουδάν πασάς δεν θα έπαιρνε βοήθεια από τούς κουρσάρους τής Μπαρμπαριάς, γιατί οι επιθέσεις τού Άγγλου ναυάρχου Ρόμπερτ Μπλέηκ στην ακτή τής Τυνησίας και ο κίνδυνος επίθεσής του στο Αλγέρι στις αρχές τού έτους είχαν κρατήσει τούς λεγόμενους κουρσάρους στην πατρίδα τους. Και τώρα, αναπτύσσοντας τις δυνάμεις του με τον ίδιο τρόπο, όπως είχε κάνει ο καπουδάν πασάς Μουράτ κατά το προηγούμενο έτος, ο Μουσταφά άρχιζε την κάθοδό του προς την έξοδο των Στενών στις 21 Ιουνίου (1655), με τα ιστιοφόρα πλοία στην πρώτη γραμμή του, τις γαλεάσες να τα ακολουθούν και τις ελαφρές γαλέρες στην τρίτη γραμμή, όπου κάθε τμήμα εκτεινόταν σχεδόν από ακτή σε ακτή καθώς πλησίαζε στα στενά.
Ο Λάζαρο Μοτσενίγκο περίμενε την τουρκική αρμάδα, σχεδιάζοντας να χρησιμοποιήσει το ίδιο τέχνασμα, το οποίο ο προκάτοχός τού Ντολφίν δεν είχε καταφέρει να εφαρμόσει το προηγούμενο έτος. Οι ενετικές δυνάμεις θα έκοβαν τα σχοινιά τους μόνο όταν οι Τούρκοι θα είχαν μπει βαθιά στα στενά και θα είχαν αρχίσει την επίθεσή τους. Τώρα ο Μουσταφά πασάς σκόπευε να εξαπολύσει τις γαλεάσες και τις ελαφρές γαλέρες του εναντίον τής ενετικής δεξιάς πτέρυγας, την οποία αποτελούσαν οι γαλεάσες υπό τις διαταγές τού Αλβίζε Φόσκαρι. Είχε παραπλανηθεί να πιστεύει ότι αυτό ήταν το πιο αδύναμο μέρος τού ενετικού στόλου. Καθώς οι τουρκικές γαλεάσες και ελαφρές γαλέρες, που κινούνταν τώρα προς την πρώτη γραμμή τού στόλου, έρχονταν αντιμέτωπες με τις βαρύτερες ενετικές γαλεάσες, έπεφταν σε σύγχυση, την οποία μετέδιδαν στις γαλέρες και στα βαριά πλοία πίσω τους. Προσέχοντας τις εντολές, παρά την αταξία τού τουρκικού στόλου, οι Ενετοί κυβερνήτες κρατούσαν τις γραμμές τους. Καθώς τα τουρκικά σκάφη στρέφονταν προς τα δεξιά, προσπαθώντας να τούς προσπεράσουν, οι Ενετοί έκοψαν τα σχοινιά που σταθεροποιούσαν τα σκάφη τους και εξαπέλυσαν τις δικές τους επιθέσεις.
Η έκβαση τής εξάωρης ναυμαχίας υπήρξε σχεδόν καταστροφική για τούς Τούρκους, από τα πλοία των οποίων εννέα κάηκαν, τρία αιχμαλωτίστηκαν και δύο έπεσαν στη στεριά και βυθίστηκαν. Βυθίστηκε επίσης μια τουρκική γαλεάσα, ενώ κάηκε μια γαλέρα. Μεγάλος αριθμός Τούρκων πιάστηκαν αιχμάλωτοι, καθώς και δύο καπετάνιοι των ναυαρχίδων (sultane) και ένας Ναπολιτάνος εξωμότης ονομαζόμενος Καρλίνο, που ήταν επίσης κυβερνήτης ναυαρχίδας. Ο συγγραφέας αναφοράς τής εποχής μάς διαβεβαιώνει ότι κανένας δεν μπορούσε να αρνηθεί ότι οι Ενετοί είχαν τις ευλογίες τού Παντοδύναμου σε αυτή την περίφημη σύγκρουση, που ενστάλαξε τρόμο στα μυαλά των Τούρκων.6
Αποσυρόμενος όσο καλύτερα μπορούσε από την περιοχή των Δαρδανελλίων, ο Μουσταφά πασάς κατευθύνθηκε με τα σφυροκοπημένα σκάφη του στη Φώκαια, όπου άρχισε να επισκευάζει την αρμάδα. Στο μεταξύ ο Μοροζίνι συναντήθηκε με τον παπικό διοικητή Στέφανο Λομελλίνο στο Τσιρίγο (Κύθηρα) στις 22 Ιουνίου (1655). Ο Λομελλίνο είχε φέρει πέντε γαλέρες για να τις προσθέσει στον χριστιανικό εξοπλισμό εναντίον των Τούρκων. Έχοντας ενημερωθεί για την είσοδο τού Μουσταφά στα Δαρδανέλλια, ο Μοροζίνι απέπλευσε για τα στενά, αλλά δεν είχε φτάσει μακρύτερα από τη Δήλο στο κέντρο των Κυκλάδων, όταν στις 24 Ιουνίου έφτασε ο Μοτσενίγκο για να διηγηθεί την ήττα του από τούς Τούρκους. Επιθυμώντας να επωφεληθεί από την κακή κατάσταση τού στόλου τού Μουσταφά, στις 3 Ιουλίου ο Μοροζίνι άρχισε απερίσκεπτη πολιορκία τής οχυρωμένης πόλης Μονεμβασία (Μαλβάζια) στη νοτιοανατολική ακτή τού Μοριά. Λεγόταν ότι η φρουρά τής Μονεμβασίας ήταν αδύναμη και ότι είχε έλλειψη προμηθειών και πολεμοφοδίων, αν και προφανώς μπορούσε να ενισχυθεί με στρατεύματα από άλλα τουρκικά οχυρά στην Κόρινθο, το Ναύπλιο, την Τρίπολη (Τριπολιτσά) και την Καλαμάτα.
Παρά το γεγονός ότι ο Μουσταφά πασάς ήταν δραστήριος στο Αιγαίο πριν από το τέλος Ιουλίου (1655), έβαλε τη σοφία πάνω από την ανδρεία και απέφυγε οποιαδήποτε προσπάθεια να διασπάσει από τη θάλασσα την ενετική περικύκλωση τής Μονεμβασίας. Όμως λόγω υποτιθέμενης έκρηξης πάνω στη μαλτέζικη ναυαρχίδα (capitana), οι Ιωαννίτες είχαν αποσυρθεί από τα μονεμβασιώτικα ύδατα (στις 9 Ιουλίου) και όταν ο Μοροζίνι αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη μάταιη πολιορκία πέντε εβδομάδων στις 18 Αυγούστου, οι παπικές γαλέρες υπό τον Λομελλίνο ξεκίνησαν για να επιστρέψουν στον παπικό ναυτικό σταθμό στην Τσιβιταβέκκια τής Τυρρηνικής ακτής. Τελικά, περί το τέλος Σεπτεμβρίου, ο Μοροζίνι έφυγε για να αναλάβει τη διοίκηση στον Χάνδακα, αφήνοντας τον Μπάρμπαρο Μπαντοέρ, ο οποίος τον αντικαθιστούσε ως επιστάτης, με την ευθύνη διοίκησης των πλοίων και γαλερών τής Δημοκρατίας μέχρι την έλευση τού Λορέντσο Μαρτσέλλο, διάδοχου τού εκλιπόντα Τζιρολάμο Φοσκαρίνι ως ναυτικού γενικού διοικητή.7 Οι Τούρκοι καθώς και οι Ενετοί άρχιζαν να αποσύρουν τις γαλέρες τους ενόψει τού επερχόμενου χειμώνα, αλλά παρά τη συνεχή επαγρύπνηση των Ενετών, οι Τούρκοι κατάφερναν να μεταφέρουν τρόφιμα και πολεμοφόδια στις δυνάμεις τους στα Χανιά, με τα οποία συντηρούσαν την πολιορκία τού Χάνδακα.
Με την έλευση τής άνοιξης τού 1656 ο γενικός διοικητής Λορέντσο Μαρτσέλλο απέπλευσε από τον Χάνδακα με στόλο από έξι γαλεάσες, 24 γαλέρες και 13 πλοία. Σκοπός του ήταν να επαναλάβει τον αποκλεισμό των Δαρδανελλίων. Αν η τουρκική αρμάδα δεν μπορούσε να βγει από τα στενά, προφανώς δεν θα υπήρχε σημαντική ενίσχυση τού στρατού τού σουλτάνου στα Χανιά. Σταματώντας για λίγο στην Άνδρο στις βόρειες Κυκλάδες, ο Μαρτσέλλο παρέλαβε κι άλλους άνδρες και πυρομαχικά από τη Βενετία στις 6 Μαΐου και στη συνέχεια έπλευσε βόρεια προς τη Σκύρο, ανατολικά προς τη Μυτιλήνη και από εκεί στο μικρό νησί τής Ίμβρου (Ίμροζ) κοντά στην είσοδο των Δαρδανελλίων, όπου αγκυροβόλησε στις 23 Μαΐου. Τρεις περίπου εβδομάδες αργότερα ενώθηκαν μαζί του επτά μαλτέζικες γαλέρες υπό τον Γκρεγκόριο Καράφα, ο οποίος κατά τα επόμενα χρόνια (το 1680), θα γινόταν μεγάλος μάγιστρος των Ιωαννιτών.8
Ο Λορέντσο Μαρτσέλλο στριφογύριζε στην έξοδο των Δαρδανελλίων για έναν ολόκληρο μήνα, όταν στις 22 ή 23 Ιουνίου (1656) η τουρκική αρμάδα υπό τον καπουδάν πασά Τσινάμ, Ρώσο εξωμότη, άρχισε να πλησιάζει τον ενετικό στόλο με εννέα γαλεάσες, 60 γαλέρες και 28 ή 29 βαριά ιστιοφόρα (poderose navi). Ο στόλος τού Μαρτσέλλο ήταν μικρότερος, επτά γαλεάσες, 31 γαλέρες και 29 πλοία, αλλά, ως συνήθως, τα ενετικά πλοία ήσαν βαρύτερης, πιο στιβαρής κατασκευής. Οι Τούρκοι κατέπλευσαν τα στενά υπό την κάλυψη πυρών από πυροβολητές στις ακτές. Οι δυνάμεις τού Μαρτσέλλο, απτόητες από τα τουρκικά κανόνια, προχώρησαν να τούς αντιμετωπίσουν στην περιοχή τού Τσανάκκαλε.
Ήταν Δευτέρα 26 Ιουνίου, δέκατη τέταρτη ώρα, δηλαδή ήταν περίπου 11.00 π.μ. Καθώς ο άνεμος άλλαζε από βοριάς σε δυτικός (maestrale), τα τουρκικά σκάφη άρχιζαν να συνωστίζονται στα ανοιχτά τής ακτής τής Ανατολίας. Υπέφεραν σοβαρά από τη σύγκρουση των όπλων και τις εκρήξεις των ενετικών πυροβολισμών. Ο Σινάμ πασάς, με τη βοήθεια τού δυτικού άνεμου, άρχισε να αναπλέει το στενό με 12 ή 14 ελαφρές γαλέρες προς την ασφάλεια των τουρκικών οχυρών και στις δύο πλευρές των Δαρδανελλίων. Ήταν η χειρότερη ναυτική ήττα που μπορούσαν να θυμούνται οι Τούρκοι από τη Ναύπακτο (Λεπάντο).9
Υπήρξαν μικρότερες συγκρούσεις την επόμενη μέρα, αλλά οι Τούρκοι ήσαν αποκαρδιωμένοι. Μάλιστα είχαν χάσει πολύ περισσότερα, γιατί οι Ενετοί είχαν συλλάβει πέντε γαλεάσες, 13 γαλέρες, δύο μικρά πίντσι και τέσσερα μεγάλα ιστιοφόρα. Είχαν επίσης βυθίσει ή πυρπολήσει τέσσερις γαλεάσες, 34 γαλέρες και 22 πλοία. Όπως ήταν όμως αναμενόμενο, οι Ενετοί δεν βγήκαν αλώβητοι από τη σύγκρουση, γιατί μετρούσαν αρκετές εκατοντάδες νεκρούς και τραυματίες, καθώς και αριθμό αγνοουμένων κωπηλατών. Ο Λορέντσο Μαρτσέλλο, ο γενικός διοικητής, σκοτώθηκε από «πυρά κανονιού» (colpo di cannone). Ο Λάζαρο Μοτσενίγκο. ο νικητής τού 1655, έχασε ένα μάτι από πυροβολισμό μουσκέτου, ενώ η Σινιορία έχασε τρία ιστιοφόρα, τα οποία πυρπόλησαν οι Τούρκοι. Οι μαλτέζικες δυνάμεις τού Καράφα είχαν επίσης υποστεί κάποιες απώλειες σε νεκρούς και τραυματίες. Σε σύγκριση με τις τουρκικές απώλειες, οι ενετικές ζημιές μπορούσαν να θεωρηθούν μικρές, ενώ από τις μουσουλμανικές γαλέρες ελευθερώθηκε μεγάλος αριθμός χριστιανών σκλάβων, 5.000 όπως λεγόταν. «Έτσι ολοκληρώθηκε η καλύτερη νίκη που είχε ποτέ η πατρίδα μας …» (Così s’è ultimata la più bella vittoria che habbia già mai havuta la nostra patria…).10
Ο θάνατος τού Μαρτσέλλο άφηνε τον Μπάρμπαρο Μπαντοέρ, τον επιστάτη, στη διοίκηση τού ενετικού στόλου, αλλά ο Γκρεγκόριο Καράφα, ικανοποιημένος με τη χριστιανική επιτυχία, αποφάσιζε τώρα να επιστρέψει τις γαλέρες των Ιωαννιτών στη Μάλτα. Δεν μπορούσε να δέχεται εντολές από κάποιον που είχε βαθμό χαμηλότερο από γενικός διοικητής. Επίσης θεωρούσε ότι η εκστρατεία είχε τελειώσει για εκείνη τη χρονιά. Ο Σινάμ πασάς δεν μπορούσε ούτε να επιτεθεί στους Ενετούς στον Χάνδακα, ούτε να ενισχύσει τούς Τούρκους στα Χανιά. Ο Καράφα είχε διακριθεί στη ναυμαχία, αφού ήταν σε μεγάλο βαθμό υπεύθυνος για την υποχώρηση τού Σινάμ πέρα από το τουρκικό φρούριο τής Ανατολίας. Είχε επίσης αιχμαλωτίσει προφανώς έντεκα από τις τουρκικές γαλέρες, τις οποίες τώρα διεκδικούσε ως κτήσεις τού Τάγματός του. Μερικοί Ενετοί, ιδιαίτερα ο Αντόνιο Μπάρμπαρο, ο διοικητής τού Κόλπου, διαφωνούσαν να πάρει φεύγοντας ο Καράφα τις περισσότερες από τις γαλέρες που είχαν κατασχέσει από τούς Τούρκους, καθώς και τα πλούσια λάφυρα που είχαν πέσει σε μαλτέζικα χέρια. Το μεγαλύτερο μέρος τής χριστιανικής δύναμης ήταν ενετικό. Η Σινιορία έπρεπε να πάρει αντίστοιχο μερίδιο των γαλερών που είχαν συλληφθεί.
Ο Καράφα είχε υπάρξει Ιωαννίτης για όλη του τη ζωή. Ήταν Ναπολιτάνος ευγενής, ενώ η οικογένειά του ήταν εμφανώς Ισπανόφιλη. Οι Ενετοί ποτέ δεν ένιωθαν αγάπη ούτε για τούς Ιωαννίτες ούτε για τούς Ισπανούς, αλλά χρειάζονταν όλη τη βοήθεια που θα μπορούσε να τούς δώσει το Τάγμα εναντίον των Τούρκων. Η φιλονικία τού Αντόνιο Μπάρμπαρο με τούς Ιωαννίτες μπορούσε να αποδειχθεί επιζήμια. Έτσι ο επιστάτης Μπαντοέρ υπέκυψε στις απαιτήσεις τους και στις 29 Ιουνίου ο Καράφα απέπλευσε με τις τουρκικές γαλέρες και με τα λάφυρά του για τη Μάλτα, όπου έτυχε μεγάλης υποδοχής. Στο μεταξύ ο Αντόνιο Μπάρμπαρο ήταν τόσο θορυβώδης στις αντιρρήσεις του, ώστε ο Μπαντοέρ τον έστειλε πίσω στη Βενετία υπό σύλληψη, αν και σύντομα ελευθερώθηκε για περαιτέρω υπηρεσία κατά των Τούρκων το 1657 και για περισσότερα προβλήματα (αυτή τη φορά με τον γενικό διοικητή Φραντσέσκο Μοροζίνι) το 1660.
Στο μεταξύ οι Ενετοί χαίρονταν για τη συντριπτική ήττα τού Σινάμ πασά στα στενά των Δαρδανελλίων (στις 26 Ιουνίου 1656) και ο επιστάτης Μπάρμπαρο Μπαντοέρ δεν παρέλειψε να επωφεληθεί πλήρως από την επιτυχία που απολάμβαναν με τη βοήθεια των Ιωαννιτών. Τοποθετώντας δύο γαλεάσες, τέσσερις γαλέρες και πέντε πλοία στα στενά για να επιτηρούν τούς Τούρκους (στις 4 Ιουλίου), ο Μπαντοέρ έπλευσε προς την Τένεδο, αρπάζοντας το νησί από τούς Τούρκους (στις 8 Ιουλίου). Έξι βδομάδες αργότερα έδιωξε τούς Τούρκους και από τη Λήμνο (στις 20 Αυγούστου). Το νησί αυτό ήταν γενικά γνωστό ως Σταλιμένε και ήταν διάσημο για το κοκκινωπό του έδαφος, το «σφραγισμένο χώμα» (terra sigillata), το οποίο χρησιμοποιούσαν ως στυπτικό για θεραπεία από δαγκώματα φιδιών και πολλές άλλες παθήσεις. Το συμπίεζαν σε μικρές πλάκες, το σφράγιζαν με τη σφραγίδα τού Μεγάλου Άρχοντα και το χρησιμοποιούσαν ευρέως στην Οθωμανική αυτοκρατορία. Όμως μικρό του μέρος επέτρεπαν να πάει δυτικά στην Ευρώπη. Για τούς Ενετούς λοιπόν η Λήμνος φαινόταν να αποτελεί όφελος για τούς γιατρούς, καθώς και βάση για επακόλουθες ενέργειες εναντίον των Τούρκων.11
Η εκστρατεία τού 1656 είχε όντως υπάρξει αξιόλογη, γιατί τα δύο νησιά ακριβώς στο στόμιο των Δαρδανελλίων ήσαν τα προπύργια τής Ισταμπούλ. Παρέχοντας στήριγμα στη μέση των τουρκικών υδάτων, αποτελούσαν ένα ακόμη βήμα προς τη διατήρηση τού αποκλεισμού και την αποτροπή τής μεταφοράς ανδρών και πυρομαχικών από την τουρκική πρωτεύουσα προς τα Χανιά και προς τις δυνάμεις τού σουλτάνου που στρατοπέδευαν γύρω από τον Χάνδακα. Επιπλέον, με τέτοιο οχυρό στα ανοιχτά τής ακτής των Δαρδανελλίων, δεν ήταν αδιανόητη μια επίθεση εναντίον τής ίδιας τής Ισταμπούλ. Δεν είναι περίεργο λοιπόν ότι σε αυτή την κρίσιμη συγκυρία η Πύλη στράφηκε προς τον τρομερό Μεχμέτ Κιοπρουλού, ο οποίος αποδεχόταν τώρα τη θέση τού μεγάλου βεζύρη με τούς δικούς του όρους. Στην πραγματικότητα από τα μέσα Σεπτεμβρίου 1656 ο Μεχμέτ Κιοπρουλού ήταν ο πραγματικός ηγεμόνας τής Οθωμανικής αυτοκρατορίας.12
Ο Μπάρμπαρο Μπαντοέρ, αφήνοντας πλοία να αποκλείουν την έξοδο από τα Δαρδανέλλια, καθώς και φρουρές για να κρατούν τις νησιωτικές κατακτήσεις του, έπλευσε προς τη Δήλο και από εκεί στην Πάρο, όπου τον Φεβρουάριο τού 1657 παρέδωσε τη διοίκηση τού στόλου στον μονόφθαλμο ήρωα Λάζαρο Μοτσενίγκο, τον πρόσφατα διορισμένο γενικό διοικητή. Τον Μάρτιο τουρκική αρμάδα 32 περίπου γαλερών και μερικών μικρότερων σκαφών ξεπρόβαλε από τα Δαρδανέλλια, όπου ο ενετικός αποκλεισμός υπήρξε ανεπαρκής. Στόχος τους ήταν να ξαναπάρουν το νησί τής Τενέδου, αλλά δεν έκαναν καμία τέτοια προσπάθεια, γιατί οι Ενετοί φαίνονταν καλά προετοιμασμένοι για την αντιμετώπισή τους. Τον Απρίλιο και το Μάιο ο Μοτσενίγκο απόλαυσε κάποια επιτυχία στα νερά και ανάμεσα στα νησιά στα ανοιχτά των ακτών τής Χίου, περιλαμβανομένης τής κατάληψης τής Σούδας (Σουαζίχ, στις 18 Μαΐου).13 Σκέφτηκε να επιχειρήσει την κατάκτηση τής Χίου, αλλά εγκατέλειψε την ιδέα εν όψει τού κινδύνου που κρεμόταν πάνω από την Τένεδο, γιατί (λέει ένας από τούς πληροφοριοδότες μας) το νησί απειλούνταν από τούς Τούρκους «με ισχυρότατο στρατό από τη στεριά και με πολύ δυνατό στόλο από τη θάλασσα» (con poderosissimo esercito da terra e con una fortissima armata di mare). Στα μέσα Ιουνίου ενώθηκε με τον Μοτσενίγκο η παπική μοίρα υπό τον Τζιοβάννι Μπίτσι, τον ανηψιό τού πάπα Αλεξάνδρου Ζ’, καθώς και εκείνη τής Μάλτας υπό τον Γκρεγκόριο Καράφα, τον ηγούμενο τής Ροτσέλλα. Οι Μπίτσι και Καράφα είχαν συναντηθεί στη Μεσσίνα (στις 18 Μαΐου) και έπλευσαν μαζί ανατολικά. Καθώς δεν μπορούσαν να συμφωνήσουν ποιος από τούς δύο είχε ανώτερο βαθμό, γιατί το πρωτόκολλο ήταν πάντοτε σημαντικό, δυσκολεύονταν να διασκέπτονται ή να συνεργάζονται.
Ο Τζιοβάννι Μπίτσι ήταν υπαρχηγός τού αδελφού τού πάπα, τού Μάριο Τσίγκι, που ήταν ο ονομαστικός γενικός διοικητής των παπικών δυνάμεων στη στεριά και τη θάλασσα. Ο Μάριο όμως δεν είχε καμία διάθεση να πάει στην Ανατολική Μεσόγειο. Έτσι ο βαθμός τού Μπίτσι ήταν πιθανώς χαμηλότερος από εκείνον τού Καράφα, αλλά αρνιόταν να αναγνωρίσει το γεγονός και είχε υψώσει στο πλοίο του το παπικό λάβαρο τού Τσίγκι. Ποιος άραγε θα είχε το προβάδισμα, ο Μπίτσι ή ο Καράφα; Αυτό θα κρινόταν στις αρχές Ιουλίου (1657), όταν η τουρκική αρμάδα κατέβηκε στα Δαρδανέλλια με δέκα γαλεάσες, 30 γαλέρες και 18 ιστιοφόρα πλοία «καθώς και μεγάλο αριθμό από σαΐκια και καΐκια». Αν και ο Μεχμέτ Κιοπρουλού πάλευε με σοβαρά προβλήματα στον Βόσπορο, ήταν αποφασισμένος να σπάσει τον ενετικό αποκλεισμό και να ανακτήσει τα νησιά τής Λήμνου και τής Τενέδου.
Ο Λάζαρο Μοτσενίγκο, ως Ενετός ναυτικός γενικός διοικητής, είχε προγραμματίσει να αντιμετωπίσει την αρμάδα τού σουλτάνου στα στενά, με τον Καράφα στα δεξιά του και τον Μπίτσι στα αριστερά του, αλλά ο τελευταίος εύρισκε απαράδεκτη την προτεινόμενη διάταξη των μοιρών. Δεν μπορούσε να παραχωρήσει τη δεξιά πτέρυγα στον Καράφα. Ισχυριζόταν επίσης ότι ο Αλέξανδρος Ζ’ τον είχε διατάξει να αναλάβει τη διοίκηση οποιασδήποτε άμεσης συμπλοκής με τούς Τούρκους. Πραγματικά η ώρα τής απόφασης είχε έρθει. Οι Μοτσενίγκο και Καράφα ενήργησαν αμέσως. Παραχώρησαν την κεντρική θέση (battaglia) τής διοίκησης στον Μπίτσι. Ο Μοτσενίγκο πήρε την δεξιά πτέρυγα. Ο Καράφα αποδέχθηκε την αριστερή. Οι χριστιανοί, έχοντας καθυστερήσει από την ανάγκη να πάρουν νερό αρκετό για εκείνους που βρίσκονταν πάνω στα πλοία και τις γαλεάσες τους και εμποδιζόμενοι από ισχυρούς ανέμους, πρώτα βοριάδες και στη συνέχεια ανατολικούς, δεν ήσαν καλά προετοιμασμένοι για να αντιμετωπίσουν την αρμάδα τού σουλτάνου, καθώς εκείνη πλησίαζε στο στόμιο των Δαρδανελλίων το πρωί τής 17ης Ιουλίου (1657). Οι ανατολικοί άνεμοι έσπρωχναν τις περισσότερες χριστιανικές γαλέρες προς την ευρωπαϊκή ακτή στην έξοδο από τα Δαρδανέλλια. Καθώς οι Τούρκοι κινούνταν νότια και δυτικά, με τη βοήθεια των ανέμων, βρέθηκαν αντιμέτωποι με όχι περισσότερες από επτά χριστιανικές γαλεάσες, τέσσερις γαλέρες και είκοσι ιστιοφόρα. Οι άνεμοι και οι Τούρκοι πυροβολητές είχαν σχεδόν εκκαθαρίσει την ακτογραμμή τής Ανατολίας.
Η τέταρτη ναυμαχία των Δαρδανελλίων (17-19 Ιουλίου 1657) αποτέλεσε σειρά από σκληρές αναμετρήσεις, δαπανηρές και για τις δύο πλευρές. Τα τουρκικά κανόνια (cannone turchesco) πήραν βαρύ τίμημα χριστιανικής ζωής, καθώς οι άνεμοι και το ρεύμα οδήγησαν τούς περισσότερους Τούρκους και τούς αντιπάλους τους στο βόρειο Αιγαίο. Οι χριστιανοί κατέφυγαν στην Τένεδο. Οι Τούρκοι πήγαν νοτιότερα, στη Μυτιλήνη, έχοντας χάσει αρκετά πλοία και έξι γαλεάσες. Οι τουρκικές απώλειες υπερέβαιναν εκείνες των χριστιανών, αλλά λεγόταν ότι ο αγάς των γενιτσάρων βρισκόταν σε ετοιμότητα με 80.000 «μαχητές» (combattenti), που επρόκειτο να χρησιμοποιηθούν για την ανάκτηση τής Τενέδου. Όταν ο καιρός βελτιώθηκε, η ναυμαχία ξανάρχισε.
Το βράδυ τής 19ης Ιουλίου, καθώς ο Λάζαρο Μοτσενίγκο αναλάμβανε δράση με τη συνηθισμένη του «παλληκαριά», μια μπάλα κανονιού χτύπησε τη ναυαρχίδα του, βάζοντας φωτιά στο μπαρούτι, στις βόμβες και στις χειροβομβίδες που υπήρχαν πάνω της. Το μεγαλύτερο μέρος τού καταστρώματος αποσπάστηκε από το πλοίο. Ο Μοτσενίγκο σκοτώθηκε. Ο θάνατός του οδήγησε τα ενετικά πληρώματα να πιστεύουν ότι η μοίρα τούς είχε αρπάξει πιθανή νίκη. Ανέκτησαν το σώμα του, το φλάμπουρο τής Δημοκρατίας, το φανάρι τής ναυαρχίδας και το λάβαρο με το φτερωτό λιοντάρι τού Αγίου Μάρκου, αλλά θρηνούσαν για την απώλεια ενός τόσο μεγάλου διοικητή, που είχε κοπεί έτσι, «στον ανθό τής νιότης του». Το κεφάλι του είχε συνθλιβεί, προφανώς από πτώση τής κεραίας τού τετράγωνου πανιού. Μεταξύ εκείνων των οποίων σώθηκαν οι ζωές ήταν ο αδελφός τού Μοτσενίγκο, ο Φραντσέσκο, ο οποίος τον υπηρετούσε ως υπαρχηγός, και ο οποίος (όπως μάς λένε) τώρα δεν επιθυμούσε τίποτε περισσότερο από το να δώσει τη ζωή του για την πατρίδα «καθ’ ομοίωση τού αδελφού του» (a similitudine del fratello).14
Για μια ακόμη φορά ο Μπάρμπαρο Μπαντοέρ, επιστάτης τού ενετικού στόλου, έπρεπε να αναλάβει την ανώτατη διοίκηση, «φροντίζοντας τουλάχιστον να βάλει φωτιά στις τουρκικές γαλέρες» (procurando almeno di portar il fuoco nelle galere Turchesche),15 αλλά η συμμαχική εκστρατεία τού 1657 είχε τελειώσει και οι Ενετοί βρέθηκαν σύντομα σε θέση άμυνας. Αργά τη μέρα στις 23 Ιουλίου οι Τζιοβάννι Μπίτσι και Γκρεγκόριο Καράφα άρχιζαν τα ταξίδια τους για επιστροφή. Στον δρόμο τής επιστροφής ο Μπίτσι έπεσε πάνω σε τουρκική μοίρα μεταξύ τής πόλης Πάργα στην ηπειρωτική χώρα και τού νησιού των Παξών (ακριβώς νότια τής Κέρκυρας), διώχνοντάς τους από την πρόσβαση στην Αδριατική. Οι Ενετοί θα απέδιδαν στην πρόωρη αποχώρηση τού Μπίτσι τη ζημιά, η οποία, όπως θα σημειώσουμε σε λίγο, θα ακολουθούσε σύντομα στην Τένεδο και τη Λήμνο. Όμως μετά την επιστροφή του στη Ρώμη ο Μπίτσι κατόρθωσε να πείσει τον Αλέξανδρο Ζ’ ότι οι ενετικές κατηγορίες ήσαν αβάσιμες και στις 13 Μαρτίου (1658) ο πάπας τον διόρισε νομάρχη και γενικό διοικητή των παπικών γαλερών. Οι δυνάμεις τής Δημοκρατίας δεν τα είχαν πάει τόσο καλά το 1657: «Λένε ότι ήταν αρκετά άγρια και αιματηρή μάχη» (Basta il dire esser stato ferocissimo e sanguinoso il combattimento), αλλά ο συγγραφέας τής Αναφοράς (Relatione) εκείνου τού έτους εξακολουθούσε να πιστεύει, «ότι η νίκη ήταν μεγάλη στο πρόσωπο, αν μπορεί να πει κανείς, τού μεγάλου βεζύρη και τού αγά των γενίτσαρων» (che la vittoria è stata grandissima in faccia si può dire del Primo Visir et dell’Agà gianizzero).16
Τα πιο δραματικά γεγονότα στον «πόλεμο τού Χάνδακα» ήσαν οι τέσσερις ναυμαχίες των Δαρδανελλίων. Ο αγώνας τής Ενετικής Σινιορίας να κρατήσει τον Χάνδακα είχε μετατραπεί σε μεγάλο βαθμό σε ζήτημα προάσπισης τής φήμης τής Δημοκρατίας. Οι Κρητικοί ποτέ δεν ήσαν εύκολοι στην αντιμετώπιση. Το νησί αποτελούσε περισσότερο πηγή δαπανών παρά εσόδων. Καθώς οι ενετικές δυνάμεις δοκιμάζονταν σκληρά για να διατηρήσουν την κατοχή τού Χάνδακα, τι άραγε θα μπορούσαν να κάνουν με την Τένεδο και τη Λήμνο, που βρίσκονταν τόσο μακριά από τις κύριες πηγές εφοδιασμού τους; Ισχυρές φρουρές έπρεπε να εγκατασταθούν στα δύο νησιά και μεγάλα αποσπάσματα τού στόλου έπρεπε να διατηρούνται στο βόρειο Αιγαίο. Υπήρχαν εκείνοι που πίστευαν ότι θα ήταν καλύτερα να αφήσουν απλώς την Τένεδο και τη Λήμνο να ξαναπέσουν στα χέρια των Τούρκων και να συγκεντρώνονταν οι θαλάσσιοι πόροι τής Δημοκρατίας στην κατοχή τού Χάνδακα, μέχρι να μπορούσε να γίνει κατάλληλη ειρήνη με τούς Τούρκους.
Θα ήταν βέβαια ευχής έργο να κρατούνταν δύο ή τρία πατήματα στο νησί τής Κρήτης για πολεμικούς σκοπούς, αλλά το κόστος τού πολέμου υπερέβαινε την ικανότητα τής Δημοκρατίας να το αντιμετωπίσει. Ας αναλάμβανε η Πύλη την ασύμφορη ευθύνη για το νησί και ας αποκαθιστούσε για τούς Ενετούς εμπόρους την πρόσβαση στις τουρκικές αγορές. Αυτή τουλάχιστον ήταν η άποψη τής φιλειρηνικής παράταξης στη Γερουσία, άποψη την οποία φαινόταν να συμμερίζεται και ο δόγης Μπερτούτσι Βαλιέρ (1656-1658), αλλά επικράτησε η παράταξη τού πολέμου. Όταν οι Τούρκοι ενεπλάκησαν σε ανανέωση τού πολέμου στην Τρανσυλβανία, ήσαν διατεθειμένοι να κάνουν ειρήνη με τη Βενετία, αλλά το αίτημά τους για παράδοση ολόκληρου τού νησιού τής Κρήτης ήταν περισσότερο από εκείνο που θα μπορούσε να ανεχθεί η παράταξη τού πολέμου.
Το πρόβλημα που αποτελούσαν για τη Σινιορία τα νησιά τού βόρειου Αιγαίου λύθηκε όμως αμέσως μετά την τέταρτη ναυμαχία των Δαρδανελλίων, γιατί τώρα, κάτω από την επιθετική ηγεσία τού Μεχμέτ Κιοπρουλού, οι Τούρκοι ανακτούσαν την Τένεδο στις 31 Αυγούστου (1657) και τη Λήμνο στις 12 Νοεμβρίου. Μετά τον θάνατο τού Λάζαρο Μοτσενίγκο διορίστηκε ναυτικός γενικός διοικητής ο Φραντσέσκο Μοροζίνι. Τα έτη 1658 και 1659 υπήρξαν πολυτάραχα αλλά άκαρπα, γιατί ο ενετικός στόλος, παρά τις συνήθεις μαλτέζικες και παπικές ενισχύσεις (ιδιαίτερα το 1658), πέτυχε λίγα ή τίποτε. Αν και γενικά προσπαθούσαν να διατηρήσουν τον αποκλεισμό των Δαρδανελλίων, τουρκικά σκάφη κατάφερναν να κινούνται μέσα και έξω από τον ιστορικό πορθμό και να πιάνουν κατά περιόδους στα Χανιά, στη Χίο και στα νησιά τού Αιγαίου. Στα τέλη Αυγούστου (1658) οι χριστιανικές δυνάμεις απέτυχαν σε προσπάθεια να καταλάβουν το σημαντικό νησιωτικό οχυρό τής Αγίας Μαύρας (Λευκάδας). Όμως στα μέσα Μαρτίου 1659 η ναυτική πολιτοφυλακή τού Μοροζίνι κατέλαβε την Καλαμάτα στη νότια ακτή τού Μοριά και στη συνέχεια κατέλαβε την Τορώνη στη χερσόνησο τής Χαλκιδικής, καθώς και τον Τσεσμέ στην ακτή τής Ανατολίας απέναντι από το νησί τής Χίου. Στις 22 Σεπτεμβρίου (1659) οι ενετικές (και γαλλικές) δυνάμεις πήραν επίσης το Καστέλ Ρόσσο (Κάρυστο) στο νότιο άκρο τού νησιού τού Νεγκροπόντε (Εύβοια), όπου κατέστρεψαν το μεγαλύτερο μέρος των οχυρώσεων. Οι Ενετοί δεν είχαν τη δυνατότητα να κρατήσουν κανένα από αυτά τα μέρη και η κίνηση τού Μοροζίνι μπρος-πίσω στο Αρχιπέλαγος δεν κατάφερε τίποτε με διαρκή σημασία.17
Ο Φραντσέσκο Μοροζίνι ξεκίνησε τη ναυτική εκστρατεία τού 1660 με αποτυχία να καταλάβει το νησιωτικό φρούριο τού Νεγκροπόντε (Χαλκίδα), αλλά απόλαυσε μικρή επιτυχία με την κατάληψη τού νησιού τής Σκιάθου, τής δυτικότερης από τις Βόρειες Σποράδες, «του νησιού τής Σκιάθου που απέχει 20 μίλια από τη βόρεια ακτή τής Εύβοιας» (Sciathus insula XX m. passus ab Euboeae ora boreali distans). Ο Γκρατσιάνι δίνει μεγάλη σημασία στην ενετική κατάληψη τής Σκιάθου, η οποία δεν ήταν σημαντική κατάκτηση. Τελικά όμως απέδωσαν καρπούς οι ενετικές εκκλήσεις στη Γαλλία. Μετά τη δεύτερη συνθήκη των Πυρηναίων (1659), όταν σταμάτησε ο γαλλο-ισπανικός πόλεμος, η κυβέρνηση τού Λουδοβίκου ΙΔ’ αποφάσισε να βοηθήσει την Σινιορία στην υπεράσπιση τού Χάνδακα στέλνοντας στόλο με 4.000 πεζούς και 200 ιππείς υπό τις διαταγές τού ηγεμόνα Αλμερίγκο ντ’ Έστε. Μισθώθηκαν Γερμανοί μισθοφόροι. Με επείγουσα εντολή τής Γαλλίας ο δούκας τής Σαβοΐας υποσχέθηκε να διαθέσει άλλους χίλιους πεζούς, αλλά δεν επρόκειτο να είναι καλή χρονιά για τον Μοροζίνι. Παρά την εμφάνιση γαλερών από τη Μάλτα, τον πάπα, την Τοσκάνη και τη Γαλλία στα ανατολικά ύδατα για να βοηθήσουν τούς Ενετούς, σχεδόν τίποτε δεν θα πήγαινε καλά. Υπήρχε διαφωνία μέσα στις χριστιανικές δυνάμεις, κυρίως μεταξύ των παπικών και Μαλτέζων διοικητών. Όμως στην Οθωμανική αυτοκρατορία η τάξη είχε αποκατασταθεί σε μεγάλο βαθμό.
Μάλιστα κατά τη διάρκεια των ετών 1659-1661 οι Τούρκοι, κάτω από την σθεναρή διοίκηση τού μεγάλου βεζύρη Μεχμέτ Κιοπρουλού, διεξήγαγαν πόλεμο εναντίον τού Φέρεντς Α’ Ράκοζυ στην Τρανσυλβανία, κατά των Ενετών στην Κρήτη, στη Δαλματία και στο Αρχιπέλαγος, καθώς και κατά των Κοζάκων στην περιοχή τής Μαύρης Θάλασσας. Οι Τούρκοι συνέχιζαν επίσης τις κουραστικές επιθέσεις τους στη Βλαχία και τη Μολδαβία. Επιπλέον βρίσκονταν πια σε σοβαρή αντίθεση με τούς Γάλλους, συλλαμβάνοντας τον πρεσβευτή τού Λουδοβίκου ΙΔ’ και περιορίζοντάς τον στον οχυρωμένο περίβολο τού Επταπυργίου (Γεντικουλέ), «και σε γενικές γραμμές έλεγαν ότι αυτό οφειλόταν στη βοήθεια που δόθηκε από τον χριστιανικότατο βασιλιά στους Ενετούς άρχοντες» (che generalmente si dice essere ciò seguito per causa del soccorso dato dal Re Christianissimo alli signori Venetiani).18
Παρά το γεγονός ότι οι Γάλλοι ενώθηκαν με τον στόλο τού Μοροζίνι τον Απρίλιο (1660), δεν ήσαν έτοιμοι για δράση πριν από τον Αύγουστο, όταν ο Μοροζίνι μπόρεσε τελικά να αποπλεύσει από το Τσιρίγο (Κύθηρα) για τον κόλπο τής Σούδας. Μπαίνοντας στον κόλπο κάτω από τα βαρέα πυρά τουρκικών κανονιών, οι στρατιώτες αποβιβάστηκαν και προσπάθησαν να αναρριχηθούν στα τείχη τού οχυρού Σάντα Βενεράντα, παίρνοντας θάρρος από την παρουσία τόσο τού Μοροζίνι όσο και τού ντ’ Έστε. Ο ναύαρχος Φραντσέσκο Γκράσσι και αρκετοί αξιωματικοί έχασαν τη ζωή τους κατά την επίθεση. Οι Γάλλοι κινήθηκαν ύστερα προς τα τείχη των Χανίων, ενώ οι Ενετοί επιτέθηκαν στα οχυρά Καλόγερος και Καλάμι καθώς και στο Καστέλλο ντελλ’ Απρικόρνο. Αν και αυτά τα μικρότερα οχυρά καταλήφθηκαν, οι χριστιανικές δυνάμεις δεν μπόρεσαν να διασπάσουν την τουρκική κατοχή των Χανίων.19
Προχωρώντας προς τον Χάνδακα στα μέσα Σεπτεμβρίου, οι Μοροζίνι και Αλμερίγκο επιτέθηκαν στους Τούρκους στον Χάνδακα, εισερχόμενοι βίαια στην τουρκική στρατιωτική εγκατάσταση που ήταν γνωστή ως «Νέος Χάνδακας», αλλά και πάλι λίγα προέκυψαν από αυτό. Όταν τα γαλλικά στρατεύματα αποσύρθηκαν στη Νάξο, ο Αλμερίγκο πέθανε20 και ανέλαβε τη διοίκηση των στρατευμάτων του ο Ζακ ντε Γκρεμονβίλ, που τα οδήγησε τελικά πίσω στη Γαλλία. Τα απογοητευτικά γεγονότα τού 1660 σύντομα οδήγησαν στην αντικατάσταση τού Μοροζίνι από συγγενή του, τον Τζόρτζιο Μοροζίνι τού κλάδου Σάντα Μαρία Φορμόζα τής οικογένειας. Ο Φραντσέσκο ανήκε στον κλάδο Σάντο Στέφανο των Μοροζίνι. Είχε υπηρετήσει στη θέση τού γενικού διοικητή (capitaneria generale) για τρία χρόνια, για τη συνηθισμένη δηλαδή θητεία που κατείχε κάποιος αυτή τη δύσκολη θέση και τώρα η Σινιορία ενέκρινε το αίτημά του να επιστρέψει στην πατρίδα.21
Καθώς οι συμμαχικές δυνάμεις κινούνταν μπρος-πίσω από το Τσιρίγο προς την Κρήτη και αλλού, είχαν προσπαθήσει ανεπιτυχώς, όπως σημειώσαμε, να διαλύσουν τα τουρκικά στρατόπεδα στα Χανιά και τον Χάνδακα. Ο Φραντσέσκο Μοροζίνι απέδιδε τη δαπανηρή αποτυχία τους σε μεγάλο βαθμό στην υποτιθέμενη ανικανότητα τού επιστάτη Αντόνιο Μπάρμπαρο, ο οποίος, ενώ τα γαλλο-ενετικά στρατεύματα ασχολούνταν με τον εχθρό στον Χάνδακα, είχε αποβιβάσει με άτακτο τρόπο τον λόχο υπό τις διαταγές του. Ο Φραντσέσκο ανακήρυξε τον Μπάρμπαρο καταδικασμένο σε θάνατο, αλλά ο τελευταίος ξέφυγε από τα νύχια του, επιστρέφοντας στη Βενετία, όπου οι «Σαράντα Ποινικοί» (Quarantia Criminale) τον απάλλαξαν από τις κατηγορίες που διατυπώθηκαν εναντίον του. Όταν ο Φραντσέσκο επέστρεψε στη λιμνοθάλασσα προς το τέλος τού έτους 1661, δέχθηκε επίθεση από μέλη τής φιλειρηνικής παράταξης καθώς και από υποστηρικτές τού Μπάρμπαρο.
Εναντίον τού Φραντσέσκο Μοροζίνι διατυπωνόταν η καταγγελία ότι υπερέβαλλε για τα κατορθώματά του, προκειμένου να εξωραΐσει τη φήμη του, πράγμα που ήταν παραπλανητικό (ισχυρίζονταν οι εχθροί του) τόσο για την κυβέρνηση όσο και για τον λαό, γιατί ενθαρρύνονταν να πιστεύουν ότι η ένοπλη αντίσταση στους Τούρκους θα μπορούσε να οδηγήσει στη νίκη και τη διατήρηση τού νησιού τής Κρήτης. Ο Μοροζίνι στην πραγματικότητα υποβαλλόταν σε παρατεταμένο διασυρμό, κατηγορούμενος ότι επιδίωκε να επωφεληθεί προσωπικά από λεηλασία, πειρατεία και εκβιασμούς, από τις πηγές δηλαδή, όπως υποστήριζαν οι επικριτές του, τού πλούτου των Μοροζίνι. Αποκαρδιωμένος αναμφίβολα, ο Μοροζίνι κρατιόταν ακόμη σε καραντίνα στο νησί Λαζαρέττο (τώρα νησίδα Σαν Λάζαρο ντέλι Αρμένι), μαζί με τούς αξιωματικούς και το πλήρωμα τής γαλέρας του, όταν οι εναντίον του κατηγορίες τέθηκαν ενώπιον τής Γερουσίας, τού Συμβουλίου των Δέκα και των Σαράντα Ποινικών (Quarantia Criminale). Σύμφωνα με αναφορά, ογδόντα πληροφοριοδότες είχαν πιστοποιήσει τα αδικήματα τού Μοροζίνι. Υπήρχε τόσο μεγάλο ποσοστό δυσφημιστών μεταξύ των Ενετών ευγενών στο Μεγάλο Συμβούλιο, όπως υπάρχει και στη σύγχρονη ακαδημαϊκή κοινότητα.
Καθώς το προτεινόμενο κατηγορητήριο είχε υποβληθεί ανώνυμα, η Γερουσία δεν έπρεπε να λάβει γνώση τού περιεχομένου του. Ανώνυμοι υποψήφιοι πληροφοριοδότες υπέβαλαν τρία έγγραφα, καταγράφοντας εκατό περίπου χαλκευμένες κατηγορίες κατά τού Μοροζίνι. Πολλές αποσπούσες την προσοχή ανακρίσεις και δίκες είχαν τεθεί σε κίνηση από δυσφημιστές εναντίον των εχθρών τους, για να οδηγήσουν τελικά σε ήττα τούς κατήγορους, για να μην μιλήσουμε για τη θλίψη των κατηγορούμενων. Παρά την ψυχρή υποδοχή τού Μοροζίνι από τον δόγη Ντομένικο Κονταρίνι και την απόφαση τού εισαγγελέα να οδηγήσει σε δίκη το σαθρό εναντίον του κατηγορητήριο, στις 30 Ιουνίου 1663 ο Μοροζίνι αθωώθηκε δεόντως από τις εναντίον του κατηγορίες.22
Ο Τζόρτζιο Μοροζίνι, που είχε πρόσφατα διοριστεί γενικός διοικητής τού ενετικού στόλου, έφτασε στο νησιωτικό οχυρό τού Τσιρίγο (Κύθηρα) στις 7 Ιουνίου (1661), για να ανακουφίσει τον συγγενή τού Φραντσέσκο από το βάρος που έφερε με απογοήτευση. Λίγα πράγματα επιτεύχθηκαν εκείνη τη χρονιά, εκτός από το ότι στα τέλη Αυγούστου ο Τζόρτζιο διέσπασε την περικύκλωση τού νησιού τής Τήνου (μεταξύ Άνδρου και Μυκόνου) από τουρκική αρμάδα με 36 περίπου γαλέρες. Καταδιώκοντας τούς Τούρκους καθώς αποχωρούσαν από τη σκηνή, ο Τζόρτζιο συνέλαβε τέσσερις από τις γαλέρες τους και βύθισε άλλες πέντε στα ανοιχτά τής Μήλου, τού νοτιοδυτικότερου νησιού των Κυκλάδων. Είχε τη βοήθεια τού Μαλτέζου διοικητή Φαμπρίτσιο Ρούφφο, ο οποίος τώρα, όπως ο Γκρεγκόριο Καράφα πριν από πέντε χρόνια, διεκδικούσε και τις τέσσερες τουρκικές γαλέρες. Όταν ο Τζόρτζιο Μοροζίνι τού έδωσε μόνο τις δύο, ο Ρούφφο αποσύρθηκε θυμωμένος, επιστρέφοντας στη Μάλτα, όπου έτυχε λιγότερο εντυπωσιακής υποδοχής από εκείνη τού Καράφα. Το έτος 1662 ήταν απογοητευτικό για τον Μοροζίνι, επειδή τίποτε δεν είχε επιτευχθεί, παρά το γεγονός ότι είχαν ενωθεί μαζί του παπικές και μαλτέζικες γαλέρες. Παρ’ όλα αυτά στα τέλη Σεπτεμβρίου οι Ενετοί διατάραξαν και κατέστρεψαν μερικώς την νηοπομπή Αλεξάνδρειας εκείνου τού έτους. Η νηοπομπή μετέφερε τακτικά προμήθειες στην Ισταμπούλ ή την Κρήτη.
Οι Τούρκοι δεν έδειξαν επιθετικότητα στη θάλασσα το 1663-1664, επειδή κατά τη διάρκεια αυτών των δύο ετών υπήρξε σοβαρή ανανέωση τού πολέμου μεταξύ Αυστρίας και Υψηλής Πύλης, η οποία οδήγησε στην νίκη τού Ραϊμόντο Μοντεκουτσόλι επί των οθωμανικών δυνάμεων την 1η Αυγούστου 1664 στην περίφημη μάχη τού Σανκτ Γκότταρντ, στις όχθες τού ποταμού Ράαμπ στη δυτική Ουγγαρία. Διοικητής των Τούρκων ήταν ο έξυπνος μεγάλος βεζύρης Αχμέτ Κιοπρουλού πασάς, ο γιος και διάδοχος τού σκληραγωγημένου γέρου Μεχμέτ Κιοπρουλού (πεθ. 1661). Παρά το γεγονός ότι ο Αχμέτ έχασε τη μάχη, κέρδισε την ειρήνη, η οποία εγκαθιδρύθηκε με τη συνθήκη τής Βάζβαρ δέκα μέρες αργότερα. Οι Τούρκοι διατηρούσαν το Γκροσβαρντάιν (Οράντεα, Ναγκυβάραντ), το οποίο είχαν καταλάβει το 1660 (και θα κρατούσαν μέχρι το 1692), καθώς και το Νοϊχάουζελ (Νόβε Ζάμκυ) στη νότια Σλοβακία, το οποίο είχαν καταλάβει στα τέλη Σεπτεμβρίου 1663.23
Ενώ οι Τούρκοι ήσαν έτσι απασχολημένοι, θα σκεφτόταν κανείς ότι οι Ενετοί θα μπορούσαν να πετύχουν κάτι σημαντικό, ακόμη κι αν δεν έμπαιναν παπικές γαλέρες στο Κρητικό Πέλαγος ή στο Αιγαίο για να τούς βοηθήσουν. Για άλλη μια φορά όμως, η διαμάχη μεταξύ των Ενετών και των Μαλτέζων διοικητών εμπόδιζε οποιαδήποτε αποφασιστική δράση εναντίον τού εχθρού. Το 1664 ούτε μαλτέζικες ούτε παπικές γαλέρες ήρθαν στα ανατολικά ύδατα για να βοηθήσουν είτε τον Τζόρτζιο Μοροζίνι ή τον διάδοχό τού Αντρέα Κορνέρ. Οι Γάλλοι ήσαν δραστήριοι στη βόρεια ακτή τής Αφρικής, ακόμη και στην περιοχή τής Σάμου και τής Χίου το 1665, αλλά χωρίς αποτελέσματα κάποιας σημασίας. Ναι, ήταν όπως το έχει θέσει ο Κρετσμάγιερ. Όσον αφορά τον τουρκο-ενετικό πόλεμο, τα έτη 1661 έως 1666 αποτελούσαν σχεδόν κενό: «Έτσι τα έτη 1661-1666 λίγα πραγματικά χρόνια πολέμου υπήρξαν για τη Βενετία» (So sind die Jahre von 1661 bis 1666 kaum wirkliche Kriegsjahre für Venedig gewesen).24
Οι ενετικές προσπάθειες το 1666 σημαδεύτηκαν επίσης από αποτυχία και απογοήτευση, που προκλήθηκε εν μέρει από πολύ κακές καιρικές συνθήκες κατά τούς πρώτους μήνες τού έτους. Παρά το γεγονός ότι οι γαλέρες των Ιωαννιτών ήρθαν ανατολικά για κάποιο διάστημα, σύντομα επέστρεψαν στη Μάλτα, χωρίς να αναλάβουν καμία αποτελεσματική δράση εναντίον των Τούρκων. Καθώς ερχόταν ο χειμώνας, ο ενετικός στόλος αποσύρθηκε στα νησιά τής Άνδρου και τής Πάρου. Τώρα που η Αυστρία και η Πύλη βρίσκονταν και πάλι σε ειρήνη, ο μεγάλος βεζύρης Αχμέτ Κιοπρουλού έστρεφε όλη του την προσοχή στην πολιορκία τής Κρήτης, με την οποία οι Τούρκοι ασχολούνταν για είκοσι περίπου χρόνια. Ο Κιοπρουλού έστειλε προφανώς εννέα περίπου χιλιάδες στρατιώτες στο νησί, για να εντείνει την πολιορκία τού Χάνδακα. Τόσο ο Γκρατσιάνι όσο και ο Αρρίγκι δίνουν εξαιρετικά υπερβολικούς αριθμούς για τη δύναμη τού τουρκικού στρατεύματος. Οι Ενετοί άρχισαν το έτος 1667 αποκλείοντας τις προσπάθειες τουρκικής δύναμης επικουρίας από την Αλεξάνδρεια να αποβιβάσει άνδρες και πυρομαχικά στα Χανιά, αν και μερικούς μήνες αργότερα οι Τούρκοι διοικητές κατόρθωσαν να αποβιβάσουν εκτεταμένες ενισχύσεις στα Χανιά.
Όμως το 1667 οι Ενετοί πήραν πολύ περισσότερη βοήθεια από τούς δυτικούς συμμάχους τους, απ’ όση έπαιρναν συνήθως. Οι Γάλλοι είχαν συνεισφέρει σημαντικά ποσά στη χριστιανική υπόθεση. Στις 26 Φεβρουαρίου 16 δυτικές γαλέρες και πέντε γαλεάσες αγκυροβόλησαν στον κόλπο τής Σούδας, καθώς και πολυάριθμα άλλα σκάφη με έξι περίπου χιλιάδες στρατιώτες, μεταξύ των οποίων δύο έξοχα συντάγματα που είχαν φθάσει στη σκηνή των επιχειρήσεων υπό τις διαταγές τού Ζιρόν Φρανσουά, μαρκησίου ντε Βιλ, τον οποίο συνόδευε ο Ελβετός διοικητής πυροβολικού Γιόχαν Βερντμύλλερ. Οι ντε Βιλ και Βερντμύλλερ ήσαν αξιωματικοί στην υπηρεσία τού δούκα τής Σαβοΐας, ο οποίος, όπως διάφοροι άλλοι χριστιανοί ηγεμόνες, προσπαθούσε να κάνει το καθήκον του εναντίον των Τούρκων. Τα στρατεύματα, έχοντας επιχειρήσει απόβαση στα Χανιά, αποσύρθηκαν στα χαρακώματα τού χριστιανικού καταυλισμού στον Χάνδακα (στις 6 Μαρτίου) και σύντομα τούς δέχτηκαν μέσα στο φρούριο (τον Ιούνιο). Τόσο οι χριστιανοί όσο και οι Τούρκοι έπρεπε να διατηρούν την άμεση πρόσβασή τους στη θάλασσα.
Παρά τις πάντοτε ευπρόσδεκτες ενισχύσεις, η κατοχή τού Χάνδακα από τούς Ενετούς φαινόταν να απειλείται περισσότερο από ποτέ. Στις 16 Μαρτίου 1667 ο γενικός επιστάτης (provveditore generale) Αντόνιο Μπάρμπαρο έγραφε στον δόγη και τη Γερουσία ότι έπρεπε να αυξήσουν το σώμα των πυροβολητών, «τώρα μειωμένο σε 163 μόνο άτομα», το οποίο υπολειπόταν κατά πολύ τού αριθμού που χρειαζόταν για να χειρίζεται τα πεντακόσια κανόνια στις οχυρώσεις τού Χάνδακα. Έτσι κι αλλιώς, όπως είχε αναφέρει ο Μπάρμπαρο σε άλλη αναφορά, το βαρύ πυροβολικό ήταν το «κύριο μέσο άμυνας» (istromento principale della difesa). Στο ίδιο αρχείο που περιέχει τις αναφορές τού Μπάρμπαρο προς τη Γερουσία ένας παρατηρητής ξεκινά επιστολή τής 4ης Απριλίου (1667), που αναφέρεται στις παράξενες «ιδιοτροπίες» τού Αχμέτ Κιοπρουλού, «τις ιδιοτροπίες αυτού τού μεγάλου βεζύρη» (li capricii di questo primo visir). Ο Κιοπρουλού, ταλαντούχος διοικητής, είχε αναμφίβολα τις παραξενιές του. Εν πάση περιπτώσει, υπήρχαν λιποταξίες από το τουρκικό στρατόπεδο στον Χάνδακα το 1666-1667. Το εν λόγω αρχείο (όπως και άλλα αυτής τής περιόδου) περιέχει πολλές πληροφορίες για τούς Τούρκους, από τον Κιοπρουλού μέχρι τούς δυσαρεστημένους στρατιώτες υπό τις διαταγές του.25 Σε κάθε περίπτωση το έτος 1667 πρέπει να είχε αποτυπωθεί έντονα στη μνήμη τόσο των τουρκικών όσο και των χριστιανικών δυνάμεων στον Χάνδακα.26
Οι συνήθεις διαφωνίες και εχθροπραξίες εκδηλώνονταν ανάμεσα στους συμμαχικούς διοικητές, ιδιαίτερα μεταξύ τού Φρανσουά ντε Βιλ, ο οποίος έφυγε τελικά από τον Χάνδακα τον Απρίλιο τού 1668 και τού Ενετού Αντόνιο Μπάρμπαρο, ο οποίος αντικαταστάθηκε τον Ιανουάριο (1668) από τον Μπερνάρντο Νάνο. Ο παπικός στρατηγός Τζιοβάννι Μπίτσι υποτίθεται ότι είχε υπό τις διαταγές του τόσο τις παπικές γαλέρες όσο και εκείνες των Ιωαννιτών, των οποίων στρατηγός ήταν ο Τζιλμπέρτο ντελ Μπένε. Υπήρχαν τέσσερις ναπολιτάνικες γαλέρες υπό τον Τζιαννέττο Ντόρια και άλλες τέσσερις από τη Σικελία κάτω από δικό τους διοικητή. Τον χριστιανικό στόλο σύντομα αποτελούσαν 35 «πλοία τής σειράς» (legni di fila), προερχόμενα από πέντε διαφορετικές πηγές, όπου τέσσερις από τούς διοικητές ασχολούνταν με το σημαντικό ζήτημα τού προβαδίσματος στο ναυτικό πρωτόκολλο τής εποχής. Ο πέμπτος διοικητής ήταν ο Φραντσέσκο Μοροζίνι, ο οποίος είχε ξαναδιοριστεί γενικός διοικητής τού ενετικού στόλου.
Οι Άγγλοι και οι Ολλανδοί επωφελούνταν από τη σύγκρουση, πουλώντας στους Τούρκους μπαρούτι και διάφορα πολεμικά υλικά. Οι έμποροι, συμπεριλαμβανομένων των Γάλλων, έπαιρναν συχνά το μέρος των μουσουλμάνων. Η αριστοκρατία, ιδιαίτερα οι Γάλλοι, θυμούνταν τις Σταυροφορίες και ευτυχώς ενώνονταν στη συμπλοκή εναντίον των Τούρκων. Τα χρόνια 1667-1668 ήταν περίοδος αιματοχυσίας. Είναι καλά τεκμηριωμένα.27 Προς το τέλος Ιουλίου (1667) ο συμμαχικός στόλος έσωσε το νησί τού Τσιρίγο (Κύθηρα) από επίθεση των Τούρκων, αλλά δεν κατάφερε να πετύχει τίποτε άλλο, παρά την περιπλάνηση τού Μπίτσι εδώ κι εκεί στα κρητικά ύδατα και στο νότιο Αιγαίο. Στις 20 Σεπτεμβρίου οι παπικές και οι μαλτέζικες, καθώς και οι ναπολιτάνικες και οι σικελικές (δηλαδή οι «ισπανικές») γαλέρες έφυγαν για την πατρίδα τους. Οι Τούρκοι είχαν αποδειχθεί αβέβαιοι, αυξάνοντας τη δύναμή τους στο νησί τής Κρήτης και αποφεύγοντας κάθε είδους αποφασιστική μάχη με τις χριστιανικές δυνάμεις.
Κάθε χρονιά είχε φέρει δυσκολίες τόσο στους Ενετούς όσο και στους Τούρκους. Ήσαν τέτοιοι οι πόροι τής Πύλης, με φρούρια και λιμάνια σε ολόκληρη την Ανατολική Μεσόγειο, που ήταν αδύνατο για τούς Ενετούς να πετύχουν «αποφασιστική» νίκη. Ο Φραντσέσκο Μοροζίνι, που ήταν και πάλι διοικητής, προσπαθούσε να διατηρήσει την κατοχή τού Χάνδακα για λογαριασμό τής Δημοκρατίας, ελπίζοντας πάντοτε, ενάντια σε κάθε ελπίδα, να ανακτήσει τα Χανιά (την αρχαία Κυδωνία), τα οποία, μετά τον Χάνδακα, ήταν η μεγαλύτερη πόλη στην Κρήτη. Τα απομεινάρια των ενετικών οχυρώσεων είναι ακόμη εμφανή και στους δύο τόπους.
Στις αρχές τού 1668 ο μεγάλος βεζύρης Αχμέτ Κιοπρουλού ανέλαβε επιθετική πρωτοβουλία. Ενεργώντας προφανώς με βάση πληροφορίες που είχε αποκτήσει από ανιχνευτές ή κατασκόπους (con occulte trame),28 αποφάσισε να εξαπολύσει αιφνιδιαστική επίθεση κατά τού Λορέντσο Κορνέρ, τού Ενετού επιστάτη τού στόλου (proveditor dell’armata), τού οποίου οι επτά γαλέρες, που βρίσκονταν τότε στην περιοχή τής Αγίας Πελαγίας (νησίδας βορειοδυτικά τού Χάνδακα), αποτελούσαν εμπόδιο στην πρόθεση των Τούρκων να ενισχύσουν τα στρατεύματά τους κάτω από τα τείχη τού Χάνδακα. Επιλέγοντας δύο χιλιάδες από τούς «πιο πολεμοχαρείς στρατιώτες» του, τούς τοποθέτησε υπό τις διαταγές πασά από την Ανατολία, τον οποίο είχαν σε ιδιαίτερη εκτίμηση τα τουρκικά στρατεύματα. Ο Κιοπρουλού έστειλε τον πασά στο Ρέθυμνο (Ρέτιμο), στη βόρεια ακτή τής Κρήτης, στη μέση τής απόστασης μεταξύ Χανίων και Χάνδακα, υπό την κάλυψη τής νύχτας, «έτσι ώστε να μη μπορούν να τον δουν». Σχεδιάζοντας να αρπάξει τις επτά γαλέρες που βρίσκονταν υπό τον Ενετό επιστάτη, ο Κιοπρουλού είχε διαθέσει στον πασά δώδεκα γαλέρες.
Ο Μοροζίνι έμαθε με κάποιο τρόπο τα σχέδια τού μεγάλου βεζύρη και παρά τον περιορισμένο χρόνο ήταν έτοιμος να αντιμετωπίσει τούς Τούρκους κατά την άφιξή τους το βράδυ τής 8ης Μαρτίου (1668), προφανώς προσθέτοντας δεκατρείς γαλέρες στις επτά υπό τις διαταγές τού Κορνέρ. Η μάχη κράτησε πέντε συνεχείς ώρες (cinque continue hore) και ήταν χάος πυρός και σιδήρου στο σκοτάδι τής νύχτας. Ο Μοροζίνι είχε αναλάβει τη διοίκηση τής ενετικής ναυτικής δύναμης. Η γαλέρα του κυκλώθηκε γρήγορα από τρία εχθρικά σκάφη, δύο από τα οποία σύντομα αναγκάστηκαν να αποσυρθούν από τη μάχη «πολύ κατεστραμμένα». Το τρίτο δέχτηκε επίθεση από άλλη ενετική γαλέρα. ενετικό ενημερωτικό δελτίο τής εποχής προσδιορίζει τούς διάφορους Ενετούς αξιωματικούς που συμμετείχαν στη ναυμαχία: Λορέντσο Κορνέρ, Αλβίζε Κονταρίνι. Νικκολό Πολάνι, Ντανιέλε Τζουστινιάν, Αλβίζε Πριούλι, Τζιρολάμο Πριούλι, Αλβίζε Κάλμπο, Αλβίζε Μίνιο, Πιέρο Κουρίνι, Λορέντσο Ντονά, Τζιάκομο Τσέλσι. Ναντάλ Ντουόντο και άλλοι. Έχοντας απελευθερωθεί από την επίθεση τού εχθρού, ο Μοροζίνι κινήθηκε για να επιτεθεί σε άλλη τουρκική γαλέρα (πήγε «εκεί όπου η ανάγκη ήταν μεγαλύτερη»), η οποία επιδείκνυε «πολύ μεγάλη αντίσταση» (validissima ressistenza). Όμως η τουρκική γαλέρα «αιχμαλωτίστηκε και αφέθηκε στην ευθύνη ενός αξιωματικού και μερικών στρατιωτών, που ήσαν οι πρώτοι που ανέβηκαν πάνω της».
Ο Τούρκος πασάς και οι μπέηδες υπό τις διαταγές του ήσαν πολύ έμπειροι. Οι στρατιώτες τούς πολεμούσαν γενναία. Η μάχη ήταν επικίνδυνη. Το αποτέλεσμα παρέμενε αβέβαιο για κάποιο χρονικό διάστημα. Στο σκοτάδι ήταν δύσκολο να καταλάβει κανείς ποιος νικούσε (Pendeva incerto l’esito, e fra le tenebre non si dieerneva dove piegasse il vantuggio). Όμως το αποτέλεσμα κατέστη σαφές με τον θάνατο τού επικεφαλής μπέη, προφανώς τού δεύτερου στη διοίκηση πασά. Η γαλέρα του αιχμαλωτίστηκε «και προστέθηκε και αυτή στους θριάμβους των όπλων τής Δημοκρατίας». Ήταν όμως αιματηρή απόκτηση, ιδιαίτερα λόγω τού θανάτου τού ευγενούς Ντανιέλε Τζουστινιάν, τού ταμία, ο οποίος αναζητώντας τη δόξα είχε ανέβει στη γαλέρα Πολάνι και χτυπήθηκε από βλήμα μουσκέτου σε μια από τις πρώτες βολές…».
Όπως έχουμε σημειώσει, ο συντάκτης τού ενημερωτικού δελτίου κατονόμαζε προφανώς όλους τούς Ενετούς αξιωματικούς που είχαν διακριθεί σε αυτή τη ναυμαχία: «Όλοι οι ναυτικοί επικεφαλής, κυβερνήτες και ευγενείς, είχαν επιδείξει μοναδική ετοιμότητα και τόλμη, ενώ δεν υπήρχε κανένας που να μην είχε δώσει σαφείς ενδείξεις αφοσίωσης στην πατρίδα και γενναιότητας και ανδρείας» (Tutti li capi da mar, governatori, e nobili han dimostrata singular prontezza nell’azzardarsi nè vi è alcuno che non habbi date chiare prove di devotione verso la patria et di corraggio et intrepideza). Το ενημερωτικό δελτίο είχε ευρεία κυκλοφορία. Ο συγγραφέας δεν μπορούσε να ξέρει τι θα τον λυπούσε πραγματικά. Επρόκειτο να είναι η τελευταία ενετική νίκη στον πόλεμο τής Κρήτης.
Ο Μοροζίνι και οι αξιωματικοί του συνέλαβαν πέντε τουρκικές γαλέρες και βύθισαν άλλη μία. Οι υπόλοιπες τουρκικές γαλέρες υπέστησαν «σημαντικές ζημιές». Πολλοί από τούς Τούρκους σκοτώθηκαν. Ο μεγάλος βεζύρης Αχμέτ Κιοπρουλού έχασε αρκετούς μπέηδες, πολλούς στρατιώτες και αναρίθμητους σκλάβους, «γιατί υπήρχαν τριακόσια άτομα πάνω σε κάθε γαλέρα». Μεταξύ των 410 αιχμαλώτων που συνέλαβαν οι Ενετοί, το μεγαλύτερο μέρος ήσαν τραυματίες, συμπεριλαμβανομένων μερικών από τούς μπέηδες. Άλλοι διασώθηκαν τρεπόμενοι σε φυγή. Απελευθερώθηκαν 1.100 χριστιανοί σκλάβοι και ελευθερώθηκαν από τα κουπιά. Θα παρέμεναν στον στόλο, «όντας συνηθισμένοι στις κακουχίες, με κάποιες γνώσεις πλοήγησης και έμπειροι στην επιχείρηση τής θάλασσας». Αυτή η αύξηση τού ανθρώπινου δυναμικού αντισταθμίστηκε από πεντακόσιους τραυματίες και διακόσιους νεκρούς. Υπήρχε χαρά στο νησί Σταντία (Ντία) και αναμφίβολα στον γειτονικό Χάνδακα,29 αλλά οι ενετικές δυνάμεις δεν θα είχαν άλλη ευκαιρία να γιορτάσουν νίκη με ομοβροντίες κανονιών και τουφεκιών, τουλάχιστον όχι στον πόλεμο τής Κρήτης.
Αν και τα μάτια τής Ευρώπης ήσαν συνεχώς καρφωμένα στον τουρκο-ενετικό πόλεμο για την κατοχή τής Κρήτης, ο γαλλο-ισπανικός πόλεμος τού 1667-1668 αποτελούσε σοβαρή απόσπαση τής προσοχής. Ήταν ο πρώτος πόλεμος τού Λουδοβίκου ΙΔ’, ο «Πόλεμος τής Μεταβίβασης», με τον οποία διεκδικούσε την υποτιθέμενη κληρονομιά τής Ισπανίδας συζύγου του Μαρίας Θηρεσίας (Τερέζας) στις Βελγικές επαρχίες. Η Μαρία Τερέζα ήταν κόρη τού Φιλίππου Δ’ και ο Λουδοβίκος δήλωνε ότι η νότια Ολλανδία τής είχε μεταβιβαστεί. Ήταν όμως υποχρεωμένος να μετριάσει τη φιλοδοξία του, όταν η Ολλανδία, η Αγγλία και η Σουηδία σχημάτισαν τριπλή συμμαχία (στις 23 Ιανουαρίου 1668) και με τη συνθήκη τής Αιξ-λα-Σαπέλ (στις 2 Μαΐου) ο Λουδοβίκος επέστρεψε την Φρανς-Κοντέ στην Ισπανία, η οποία αναγνώρισε την εκ μέρους του συνεχιζόμενη κατοχή δώδεκα οχυρωμένων πόλεων στα γαλλο-βελγικά σύνορα. Με τη Γαλλία σε ειρήνη, η Eνετική Σινιορία επιδίωκε και προσευχόταν για ανανεωμένη βοήθεια από τη Γαλλία.30
Οι Γάλλοι όντως έστειλαν βοήθεια για να προσπαθήσουν να σώσουν την Κρήτη από τούς Τούρκους, αλλά ο Μοροζίνι θα χρειαζόταν να περιμένει άλλον ένα χρόνο γι’ αυτήν. Στο μεταξύ, επτά περίπου εβδομάδες μετά την ενετική νίκη στα ανοιχτά τού Χάνδακα, ο Μοροζίνι κινήθηκε με το μεγαλύτερο μέρος τού ενετικού στόλου στο Αρχιπέλαγος. Ο επιστάτης Λορέντσο Τσέλσι παρέμεινε στην περιοχή τού Χάνδακα με το ένα τρίτο περίπου τής ναυτικής δύναμης τής Δημοκρατίας. Στις αρχές Μαΐου (1668) αναφερόταν ότι ο Τούρκος καπουδάν πασάς βρισκόταν στα ανοικτά των δυτικών ακτών τής Κρήτης με πενήντα περίπου γαλέρες, όπως λεγόταν, που είχε φέρει από τη Χίο. Ο Μοροζίνι έσπευσε πίσω στην Κρήτη, όπου και αγκυροβόλησε τον στόλο στον κόλπο των Χανίων, κοντά στο νησάκι Άγιοι Θεόδωροι, περιμένοντας τις αναμενόμενες παπικές και μαλτέζικες γαλέρες
Κατά τη διάρκεια των δώδεκα ετών τής παπικής του θητείας ο Αλέξανδρος Ζ’ Τσίγκι (1655-1667) είχε προσφέρει στη Βενετία όση βοήθεια μπορούσε με την πώληση εκκλησιαστικής περιουσίας, τη χορήγηση φόρων δεκάτης και την αποστολή παπικών γαλερών στα ανατολικά, όλα αυτά και ακόμη περισσότερα παρά τα οικονομικά του προβλήματα και τις παρατεταμένες δυσκολίες του τόσο με τον καρδινάλιο Μαζαρέν (πεθ. 1661) όσο και με τον νεαρό βασιλιά Λουδοβίκο ΙΔ’.
Το βράδυ όμως τής 20ής Ιουνίου (1667), όταν ο Τζούλιο Ροσπιλιόζι εξελέγη Κλήμης Θ’,31 οι ενετικές ελπίδες αυξήθηκαν, γιατί όχι μόνο ο νέος ποντίφηκας ήταν αποφασισμένος να αντισταθεί στους Τούρκους, αλλά επειδή είχε φιλικές σχέσεις με τη Γαλλία, ίσως ο Λουδοβίκος ΙΔ’ πρόσθετε μέρος τού ανθρώπινου δυναμικού και των πόρων των Γάλλων στον χωρίς τέλος ανταγωνισμό με την Υψηλή Πύλη. Όταν οι πέντε γαλέρες τού Κλήμεντος Θ’ ξεκίνησαν τον Μάιο (του 1668) για να ενωθούν με τον ενετικό στόλο στα νερά τής Κρήτης, βρίσκονταν υπό τις διαταγές τού ανηψιού του, τού Βιντσέντσο Ροσπιλιόζι, τού οποίου οι επιστολές συγκροτούν ημερολόγιο των εμπειριών του κατά τη διάρκεια των εκστρατειών τού 1668 και τού 1669, των τελευταίων εκστρατειών τού πολέμου τής Κρήτης.
Οι Ιωαννίτες έστειλαν επίσης επτά γαλέρες ανατολικά, αυτή τη φορά υπό τον Κλεμέντε Ακκαρίτζι, ο οποίος αναφέρεται συχνά στον τόμο των επιστολών τού Ροσπιλιόζι. Κατά την άφιξή του στη νησίδα Άγιοι Θεόδωροι (Θοδωρού) στον κόλπο των Χανίων (στις 7 Ιουλίου 1668), ο Ροσπιλιόζι έγραφε ότι «ο ενετικός στόλος, εδώ σε αυτά τα νερά των Αγίων Θεοδώρων, αποτελείται από πέντε γαλεάσες, δεκαπέντε ελαφρές γαλέρες και δέκα σκάφη διαφόρων ειδών, καθώς και άλλα μικρά σκάφη». Παρά το γεγονός ότι ο Ροσπιλιόζι χρειάστηκε να περάσει μερικές ημέρες στα διάφορα λιμάνια στα οποία μπήκε στον δρόμο του προς την Κρήτη, παίρνοντας νερό και προμήθειες, είχε κάνει σε αρκετά καλό χρόνο το ταξίδι του στην Κρήτη.32 Οι λεγόμενες ισπανικές γαλέρες (από τη Νάπολη και τη Σικελία) θα εμφανίζονταν πολύ αργά και δεν θα πρόσφεραν καμία υπηρεσία εναντίον των Τούρκων.
Όταν ο Ροσπιλιόζι εγκαταστάθηκε στα ανοιχτά των Αγίων Θεοδώρων, ο Μοροζίνι τον άφησε υπεύθυνο τού στόλου και έφυγε για να φροντίσει τα στρατεύματα και τις οχυρώσεις στον Χάνδακα, ο οποίος βρισκόταν υπό συνεχή πίεση από τούς Τούρκους. Ο Ροσπιλιόζι έγραφε τη μια επιστολή μετά την άλλη, χρονολογούμενες στους Αγίους Θεοδώρους, καθ’ όλη τη διάρκεια τού Ιουλίου (1668). Για να διατηρήσει τον αποκλεισμό των Χανίων, ήταν αναγκαίο να εφοδιάζει τα πληρώματα και τα στρατεύματα με νερό. Καθώς οι Τούρκοι βρίσκονταν παντού στα εδάφη γύρω από τα Χανιά, ήταν δύσκολο να βρεθεί νερό, γιατί ο Ροσπιλιόζι δεν ήταν πρόθυμος να απομακρυνθεί πολύ από την πόλη.33 Eνώ ανησυχούσε για το νερό, έφτασαν σε αυτόν στους Αγίους Θεοδώρους στα τέλη Ιουλίου τα ενθαρρυντικά νέα τής γαλλο-ισπανικής συνθήκης τής Αιξ-λα-Σαπέλ (της 2ας Μαΐου 1668).34 Ήταν επίσης ικανοποιημένος από τη συμπεριφορά τού Μοροζίνι απέναντί του,35 αλλά ανησυχούσε από τις συνεχείς επιθέσεις των Τούρκων εναντίον τού Χάνδακα.36 Οι επιστολές τού Ροσπιλιόζι είναι γεμάτες από χωρίς τέλος συναρπαστικές λεπτομέρειες, με τις οποίες δεν μπορούμε να ασχοληθούμε εδώ.
Ο Ροσπιλιόζι μάς πληροφορεί για τις πολλές δυσκολίες των συμμάχων, τις μεγάλες απογοητεύσεις και τις μικρές επιτυχίες τους, την αντίδρασή τους σε αναφορές και φήμες, τις κινήσεις των χριστιανικών και τουρκικών σκαφών μεταξύ Οτράντο και Ρόδου, καθώς και (μεταξύ διαφόρων άλλων στοιχείων) για τα πρακτικά τού πολεμικού συμβουλίου (consulta), που πραγματοποιήθηκε πάνω στην παπική ναυαρχίδα στους Αγίους Θεοδώρους στις 30 Ιουλίου (1668). Οι συζητήσεις έγιναν «παρουσία των εξοχότατων κυρίων στρατηγών που συγκεντρώθηκαν … μαζί με τούς υπασπιστές τους πάνω στη ναυαρχίδα τής Αγιότητάς του» (in presenza degli eccellentissimi signori generali radunati … con i signori luogotenenti loro sopra la reale di sua Santità), δηλαδή ο Φραντσέσκο Μοροζίνι ήταν παρών, ενώ φυσικά παρόντες ήσαν και οι Ροσπιλιόζι και Ακκαρίτζι.37 Πάρθηκε απόφαση για διάφορους λόγους, κυρίως από την ανάγκη τού στόλου για νερό, να καταληφθεί το μικρό φρούριο Σάντα Μαρίνα στο ανατολικό σημείο τού νησιού, κοντά στο λιμάνι των Αγίων Θεοδώρων (disposizione per l’attaceo del forte S. Marina situato nel regno di Candia 4 miglia distante dalla Canea incontro l’isolotto di S. Todero).
Οι Τούρκοι στους Αγίους Θεοδώρους ήσαν προφανώς εξαρτημένοι για την άμυνά τους από το οχυρό Σάντα Μαρίνα, γιατί, όπως είδαμε, το άλλο μικρό φρούριο στους Αγίους Θεοδώρους είχε ανατιναχθεί σε κομμάτια από τον θαρραλέο αξιωματικό από την Ίστρια, τον Μπλάζιο Ζουλιάν, τον Ιούνιο τού 1645, αν και είναι σαφές ότι το φρούριο είχε τουλάχιστον εν μέρει αποκατασταθεί από τούς Τούρκους μερικά χρόνια αργότερα.38 Ό,τι κι αν είχε συμβεί, η επίθεση κατά τού οχυρού Σάντα Μαρίνα είχε προγραμματιστεί για τις 3 Αυγούστου. Κάθε λεπτομέρεια είχε εξεταστεί και είχε υπάρξει πρόβλεψη γι’ αυτήν. Ο χρόνος ήταν κατάλληλος, γιατί «η τουρκική αρμάδα βρίσκεται ακόμη στη Ρόδο» (l’armata Turchesca maritima si trova tuttavia a Rodi).39 Το πρωί τής 3ης Αυγούστου, σε συμφωνία με το ψήφισμα τού πολεμικού συμβουλίου, ο Ροσπιλιόζι και άλλοι προχώρησαν εναντίον τού οχυρού Σάντα Μαρίνα, καταλαμβάνοντας το φρούριο και το γειτονικό λιμάνι χωρίς καμία αντίσταση από τούς Τούρκους, οι οποίοι τράπηκαν σε φυγή καθώς οι συμμαχικές δυνάμεις αποβιβάζονταν.40
Μετά την κατάληψη τού οχυρού Σάντα Μαρίνα, τη μεγάλη επιτυχία τής εκστρατείας τού 1668, ο Μοροζίνι προέτρεψε τούς Ροσπιλιόζι και Ακκαρίτζι να κινηθούν προς ανατολάς στον Χάνδακα, για να βοηθήσουν στην άμυνα τής πρωτεύουσας τού «βασιλείου». Οι «εκπρόσωποι όλων των μοιρών» έφυγαν όντως από τα Χανιά για τον Χάνδακα, όπου επισκόπησαν τις τουρκικές πυροβολαρχίες κατά μήκος τής ακτής στην περιοχή τού προμαχώνα τού Αγίου Ανδρέα. Αποφάσισαν ότι λίγα ή τίποτε δεν μπορούσαν να κάνουν, «χωρίς πρόδηλο κίνδυνο για τις γαλέρες και με πολύ μικρή ζημιά για τούς Τούρκους».41 Ήταν σχεδόν πάντοτε το ίδιο. Οι ναυτικοί διοικητές δεν θα επέτρεπαν στα πληρώματα και τούς στρατιώτες τους να τελματωθούν στην αιώνια τουρκική πολιορκία τού Χάνδακα. Από την άλλη πλευρά, αν η τουρκική αρμάδα απέφευγε οποιαδήποτε σοβαρή σύγκρουση με τις συμμαχικές μοίρες, τι άλλο θα μπορούσαν να κάνουν οι χριστιανικές δυνάμεις; Χρόνο με τον χρόνο παπικές και μαλτέζικες γαλέρες θα έρχονταν ανατολικά για να κάνουν στους Τούρκους κάποιο κακό (και συχνά το έκαναν), αλλά οι ναυτικοί αξιωματικοί επέμεναν να περιορίζουν τις ενέργειές τους στη θάλασσα.
Η παρουσία των Ροσπιλιόζι και Ακκαρίτζι στη βορειοδυτική ακτή τής Κρήτης, προφανώς καθιστούσε μη σκόπιμο για τούς Τούρκους να προσπαθήσουν να αποβιβάσουν άνδρες και πυρομαχικά στα Χανιά ή στον Χάνδακα, πράγμα που δεν αποτελούσε μεγάλο πρόβλημα, αφού οι Τούρκοι μπορούσαν εύκολα να αποβιβάζουν τις ενισχύσεις τους στο ανατολικό άκρο τού νησιού. Παρ’ όλα αυτά στα μέσα Αυγούστου ο Ροσπιλιόζι φοβόταν ότι ο καπουδάν πασάς θα προσπαθούσε να αποβιβάσει άνδρες και πυρομαχικά «στα ύδατα των Χανίων», όπως προειδοποιούσε τούς χριστιανούς κουρσάρους στην περιοχή τού Κόλπου τής Σούδας, τού καλύτερου λιμανιού τής Κρήτης, και έτσι έπρεπε να παρθεί κάθε είδους προφύλαξη.42
Έχοντας περάσει μερικές ημέρες «στα ύδατα τού Χάνδακα», ο Ροσπιλιόζι επέστρεψε στην περιοχή των Χανίων περί τις 20 Αυγούστου (1668). Παρά την προσοχή και την ευγένειά του, όπως αποκαλύπτεται στην αλληλογραφία του, δεν πήγαιναν όλα ομαλά. Η διαφωνία και διχόνοια μεταξύ των Ενετών και των Μαλτέζων ήταν σχεδόν αναμενόμενη. Στις 22 Αυγούστου ο Ροσπιλιόζι έγραφε από τα νερά των Χανίων ότι ο Μοροζίνι έστελνε μια φελούκα στο Οτράντο, προκειμένου να μεταδοθεί από εκεί στη Βενετία λεπτομερής αναφορά «για την κατάσταση στον Χάνδακα» «και για να ζητήσει βοήθεια, κυρίως σε άνδρες, η έλλειψη των οποίων αυξανόταν καθημερινά με τον θάνατο των υπερασπιστών, ώστε τουλάχιστον να μην αποδυναμωθούν οι δυνάμεις, που αποτελούσαν την ελπίδα αυτών των διοικητών» (e per domandar soccorsi massimamente di gente, la penuria di che crescendo ogni giorno colla morte de’ defensori vien pero ad indebolire non meno le forze che la speranza di quei comandanti).43 Ο Μοροζίνι χρειαζόταν απεγνωσμένα στρατιώτες για να πολεμήσει τούς Τούρκους που έθεταν τον Χάνδακα υπό πολιορκία και «αφόπλιζε» τις γαλέρες του για να προσπαθήσει να πάρει μέρος τού ανθρώπινου δυναμικού που χρειαζόταν.44
Φαινόταν να υπάρχει λόγος για ανησυχία. Στη Ντία (Σταντία), το ενετικό νησί βόρεια τού Χάνδακα, ο Μοροζίνι είχε λάβει νέα για τα σχέδια τού καπουδάν πασά να φύγει από τη Χίο για τη Μονεμβασία «και τη Ρωμανία», όπου στάθμευαν 8.000 Τούρκοι, οι περισσότεροι σκαπανείς (guastatori), περιμένοντας να επιβιβαστούν σε πλοία για τον Χάνδακα. Η αρμάδα τού πασά με περισσότερα από 50 σκάφη λεγόταν ότι βρισκόταν μεταξύ Τσιριγόττο (Αντικυθήρων) και Γραμβούσας, πράγμα που αν αλήθευε, αποτελούσε πραγματικά απειλή για τούς Ενετούς. Ο Ροσπιλιόζι ήταν ευτυχής που είχε επιστρέψει έγκαιρα από τον Χάνδακα για να αντιμετωπίσει τούς Τούρκους, αν επιτίθεντο.45 Στις 22 Αυγούστου (1668) ο Ροσπιλιόζι σημείωνε ότι είχαν περάσει τρεις μήνες από την αναχώρησή του από τη Ρώμη.46 Είχε αρχίσει να σχεδιάζει την επιστροφή του στην πατρίδα. Ο Μοροζίνι τον είχε διαβεβαιώσει ότι δεν θα συναντούσε κανένα εμπόδιο στα κατεχόμενα από τούς Ενετούς νησιά τής Ζακύνθου και τής Κέρκυρας, ενώ περίμενε ότι θα τού έδειχναν την ίδια προσοχή στο κατεχόμενο από τούς Ναπολιτάνους Οτράντο. Σε κάθε περίπτωση, «η τουρκική αρμάδα έχει αποστασιοποιηθεί τόσο πολύ από εδώ», πράγμα που οδηγούσε τον Ροσπιλιόζι απρόθυμα στο συμπέρασμα ότι ίσως δεν ήταν απαραίτητο «να παρατείνουμε την παραμονή μας σε αυτά τα ύδατα».47
Το ναυτικό πρωτόκολλο ήταν και πάλι πρόβλημα, γιατί η ενετική γαλεάσα Ναβαγκέρο είχε παραλείψει να χαιρετίσει τη ναυαρχίδα τής Μάλτας με κανονιοβολισμό και έτσι η δεύτερη δεν απάντησε (non è seguito tra loro alcun salvo). Ο Μαλτέζος διοικητής Ακκαρίτζι εξεπλάγη, μάλιστα σκανδαλίστηκε (formalizzato) από αυτή την αποτυχία ένδειξης σεβασμού στον σταυρό τής Μάλτας. Ο Ακκαρίτζι ήταν βαθύτατα προσβεβλημένος. Έτσι κι αλλιώς ήταν η ναυαρχίδα του, όχι συνηθισμένη γαλέρα, εκείνη στην οποία το ενετικό πλοίο είχε αποτύχει να δώσει αυτό που θεωρούσε σωστή τελετουργική αναγνώριση. Διαμαρτυρήθηκε στον Ροσπιλιόζι, ο οποίος ανέφερε το περιστατικό στον Ενετό «έκτακτο διοικητή» (capitan estraordinario), ο οποίος εξήγησε ότι η Βενετία απαιτούσε προβάδισμα «για τη διατήρηση τής αξιοπρέπειας τού λαβάρου τής Γαληνοτάτης Δημοκρατίας» (per conservar il decoro dello stendardo della Serenissima Republica). Αν η ναυαρχίδα τού Ακκαρίτζι είχε ρίξει βολή πρώτη, κατά πάσα πιθανότητα η ενετική γαλεάσα θα είχε απαντήσει. Αυτό δεν άρεσε στον Ακκαρίτζι. Όχι, οι Μαλτέζοι έφευγαν αμέσως, ετοιμάζονταν να ανέβουν στις γαλέρες τους για το ταξίδι προς τα δυτικά και ο Ροσπιλιόζι δεν θα μπορούσε να πείσει τον Ακκαρίτζι και τούς συναδέλφους του Ιωαννίτες να παραμείνουν πια «στα ύδατα των Χανίων».48
Ο Ροσπιλιόζι δεν ήταν σε θέση να πείσει τούς Μαλτέζους να καθυστερήσουν την αναχώρησή τούς πέρα από τις 28 Αυγούστου (1668), δηλαδή για μόλις τέσσερις ή πέντε ακόμη μέρες, παρά το γεγονός ότι ήταν γνωστό ότι γινόταν τώρα κάθε προσπάθεια, ώστε να εξασφαλιστεί ότι η ναπολιτάνικη και η σικελική μοίρα θα έρχονταν ανατολικά «με κάθε δυνατή ταχύτητα». Οι γαλέρες τους θα φορτώνονταν με στρατιώτες για να βοηθήσουν στην άμυνα τού Χάνδακα.49 Ο παπικός διοικητής μπορούσε μόνο να αναγνωρίζει και να θρηνεί ότι «η παραμονή μου για δύο μήνες στον στόλο ήταν σχεδόν εντελώς άχρηστη όσον αφορά την υπηρεσία προς τη Γαληνοτάτη Δημοκρατία», αλλά ήταν ευτυχής για την ευκαιρία που είχε να καταστήσει σαφή τον ζήλο και την αφοσίωσή του στη χριστιανική υπόθεση.50 Σε κάθε περίπτωση ο Ροσπιλιόζι έφυγε με τούς Μαλτέζους και έφτασε στο νησί τής Ζακύνθου πριν από τις 6 Σεπτεμβρίου.51
Την ώρα περίπου τής άφιξης τού Ροσπιλιόζι στη Ζάκυνθο, ένα μικρό σκάφος μπήκε στο λιμάνι, με την είδηση ότι εννέα ισπανικές γαλέρες (από τη Νάπολη και τη Σικελία) είχαν φτάσει στην Κέρκυρα στον δρόμο τους προς την Ανατολική Μεσόγειο. Στις 7 Σεπτεμβρίου ο Ροσπιλιόζι έγραφε στον αδελφό του, τον καρδινάλιο Τζάκοπο ότι όταν θα ενώνονταν οι χριστιανικές γαλέρες, ήταν έτοιμος να επιστρέψει στον Χάνδακα και να πάει οπουδήποτε οι συμμαχικές δυνάμεις θα έκαναν κάτι σημαντικό για το κοινό καλό.52 Μάλιστα ο Ροσπιλιόζι έφευγε τώρα από τη Ζάκυνθο με τον Ακκαρίτζι για την Κέρκυρα, για να διαπιστώσει απλώς ότι ο διοικητής των ναπολιτάνικων και σικελικών γαλερών, ο Δον Πέδρο ντε Τολέδο, δούκας τής Φερραντίνα, είχε ήδη αναχωρήσει, αφού ζήτησε να ενημερωθεί για τις παπικές και τις μαλτέζικες γαλέρες. Στις 9 Σεπτεμβρίου ο Ροσπιλιόζι έγραφε στον Δον Πέδρο ότι είχε διαβουλευτεί με τον Ακκαρίτζι, «τον στρατηγό των Μαλτέζων» (generale de’ Maltesi) και ότι είχαν συμφωνήσει να περιμένουν στην Κέρκυρα νέα από αυτόν για τα ισπανικά σχέδια.53 Παρά το γεγονός ότι οι βασικές αποφάσεις παίρνονταν στη Μαδρίτη (ή τη Νάπολη), τα πληρώματα και οι στρατιώτες πάνω στις ναπολιτάνικες και σικελικές γαλέρες ήσαν στην πραγματικότητα σχεδόν όλοι Ιταλοί.
Το βράδυ τής 19ης Σεπτεμβρίου (1668) ο δούκας τής Φερραντίνα επέστρεψε στην Κέρκυρα με τις τέσσερις σικελικές και πέντε ναπολιτάνικες γαλέρες. Καθώς έμπαινε στο λιμάνι, οι πυροβολητές του χαιρέτισαν το παπικό λάβαρο με ομοβροντία από όλα τα κανόνια του. Ο Ροσπιλιόζι τού έστειλε μερικά αναψυκτικά κι ένα μικρό σκλάβο με χρυσοκέντητο ένδυμα. Στη συνέχεια προσπάθησε να πείσει τον Φερραντίνα να ξεκινήσει κάποια επιχείρηση εναντίον των Τούρκων, έτσι ώστε, καθώς περνούσε η περίοδος για ναυτικές πολεμικές επιχειρήσεις, να μην αποδεικνυόταν η αποστολή του εντελώς άχρηστη. Πρότεινε να στείλει ο Φερραντίνα στους Ενετούς στον Χάνδακα 150 ή 200 πεζούς στρατιώτες από εκείνους που βρίσκονταν πάνω στις γαλέρες του. Η κατάσταση τού Μοροζίνι ήταν επικίνδυνη. Ακόμη κι ένα μικρό σώμα στρατιωτών θα ήταν πιο χρήσιμο, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις, από οτιδήποτε άλλο θα μπορούσε να κάνει ο Φερραντίνα. Ο τελευταίος όμως ισχυρίστηκε ότι δεν ήταν εξουσιοδοτημένος να αναλάβει τέτοια δράση, ενώ ο Ροσπιλιόζι υποστήριξε ότι ήταν έτοιμος, πρόθυμος μάλιστα, να στρατολογήσει 200 άνδρες για υπηρεσία στον Χάνδακα. Ο πάπας ήταν διατεθειμένος να δώσει σε αυτό την αγαθή του έγκριση, με δεδομένη την τρέχουσα κρίση και τα πλεονεκτήματα που θα προέκυπταν από την προτεινόμενη κίνηση.54
Για να απλοποιήσουμε μια κάπως περίπλοκη κατάσταση, ας πούμε απλώς ότι ο Φερραντίνα παρέμενε απρόθυμος να αφαιρέσει στρατιώτες από τούς πεντακόσιους που είχαν προσληφθεί στο βασίλειο τής Νάπολης, ιδιαίτερα για να ενσωματωθούν σε παπικό στρατιωτικό απόσπασμα.55 Θα προέκυπταν φυσικά ζητήματα πρωτοκόλλου. Στις 22 Σεπτεμβρίου ο Ροσπιλιόζι έγραψε εκτενώς στον Μοροζίνι, ενημερώνοντάς τον για όλα όσα είχαν συμβεί μετά την αποχώρηση των παπικών και μαλτέζικων γαλερών από τα νερά των Χανίων, καθώς και για την προθυμία του να επιστρέψει στον Χάνδακα και για την άρνηση τού Φερραντίνα να συνεργαστεί (λόγω, όπως έλεγε, τής προχωρημένης εποχής). Σε κάθε περίπτωση ο Ροσπιλιόζι καθιστούσε σαφές ότι στον βαθμό που είχε αποτύχει στην υποχρέωσή του προς τη Βενετία και την Αγία Έδρα, μοιραζόταν την αμηχανία με τον Φερραντίνα.56
Παρά το γεγονός ότι οι διοικητές των συμμαχικών μοιρών είχαν προσδιορίσει την 21η Σεπτεμβρίου (1668) ως ημερομηνία τής αναχώρησής τους από την Κέρκυρα, αντιμετώπισαν αντίθετους ανέμους και δεν μπόρεσαν να σαλπάρουν μέχρι τη Δευτέρα 24 Σεπτεμβρίου. Την επόμενη μέρα πέρασαν από την είσοδο των Στενών τού Οτράντο (la Bocca dell’Adriatico) σε πυκνή ομίχλη και ήρεμη θάλασσα. Από την περιοχή τού Οτράντο οι μοίρες ακολούθησαν διαφορετικούς δρόμους, με τούς «Ισπανούς» να κατευθύνονται προς την Γκαλλίπολι και τον Τάραντα και τις επτά γαλέρες τού Ακκαρίτζι στη Μάλτα.57
Στη συνέχεια έχουμε ροή επιστολών τού Ροσπιλιόζι με ημερομηνία 28 Σεπτεμβρίου από το Ρέτζιο ντι Καλάμπρια.58 Την 1η Οκτωβρίου έγραψε στον Νίκολας Κοτονέρ, τον Αραγωνέζο μεγάλο μάγιστρο των Ιωαννιτών (1665-1680), επαινώντας τον συνάδελφό του Κλεμέντε Ακκαρίτζι. Η επιστολή στάλθηκε από τη Μεσσίνα.59 Στις 9 Οκτωβρίου ο Ροσπιλιόζι βρισκόταν στην Ίζολα ντι Νίσιντα, ακριβώς έξω από το λιμάνι τής Νάπολης, στις 13 τού μηνός στη Γκαέτα,60 ενώ λίγο αργότερα επέστρεψε στη Ρώμη, όπου έδωσε στη μητέρα του Λουκρητία,61 καθώς και στον θείο του, τον πάπα Κλήμεντα Θ’, λεπτομερή περιγραφή τής εκστρατείας τού 1668, η οποία, όπως ο ίδιος αναγνώριζε ειλικρινά, δεν είχε υπάρξει επιτυχής.
Όταν οι Βιντσέντσο Ροσπιλιόζι και Κλεμέντε Ακκαρίτζι άφησαν τον κόλπο των Χανίων για το νησί τής Ζακύνθου (στις 29 Αυγούστου 1668), η δύναμη την οποία ο Μοροζίνι είχε προσθέσει στον συμμαχικό στόλο δεν ήταν αρκετά ισχυρή, ώστε να εμποδίσει τούς Τούρκους να εισέλθουν στο μεγάλο λιμάνι των Χανίων. Επίσης ο Μοροζίνι χρειαζόταν το ανθρώπινο δυναμικό στον Χάνδακα, όπου συγκέντρωνε τώρα τα πληρώματα και οι στρατιώτες πάνω στις ενετικές γαλεάσες, γαλέρες και στα πλοία μεταφοράς, για να βοηθήσει στην αποτροπή των τουρκικών επιθέσεων. Κατά τη διάρκεια τού φθινοπώρου τού ’68 η χριστιανική ναυτιλία υπέστη κάποιες απώλειες λόγω επιθέσεων από πειρατές τής Μπαρμπαριάς, καθώς και από τον στόλο τού καπουδάν πασά. Για να κρατηθεί ο Χάνδακας, θα χρειαζόταν οπωσδήποτε αυξημένη βοήθεια από τις δυτικές δυνάμεις. Ο Χάνδακας βρισκόταν κάτω από κατά περιόδους επίθεση για εικοσιτρία περίπου χρόνια και προσφάτως οι Τούρκοι ενίσχυαν τον πολιορκητικό εξοπλισμό τους.
<- 5. Ο τουρκο-ενετικός πόλεμος (1646-1653) και η αναταραχή στην Ισταμπούλ | 7. Η πρεσβεία τού Αλβίζε ντα Μολίν στην Πύλη. Η αποτυχία των Γάλλων στον Χάνδακα. Η παράδοση τής πόλης από τον Μοροζίνι-> |