05. Ο τουρκο-ενετικός πόλεμος (1646-1653) και η αναταραχή στην Ισταμπούλ

<- 4. Η Βενετία, η Μάλτα και οι Τούρκοι. Η αρχή τού μεγάλου πολέμου τού Χάνδακα 6. Ναυμαχίες στα Δαρδανέλλια (1654-1657). Ο Κρητικός Πόλεμος και παπική βοήθεια στη Βενετία->

5
Ο τουρκο-ενετικός πόλεμος (1646-1653) και η αναταραχή στην Ισταμπούλ

Image Image

Οι πόροι των Τούρκων φαίνονταν απεριόριστοι (αλλά δεν ήσαν), ενώ οι Ενετοί ποτέ δεν έπαυαν να ψάχνουν παντού για χρήματα. Το συνηθισμένο επιτόκιο δανεισμού ήταν επτά τοις εκατό και φαινόταν υψηλό για την εποχή. Επιβάλλονταν νέοι φόροι και δασμοί. Οι νεαροί άνδρες τής τάξης των ευγενών γίνονταν δεκτοί στο Μεγάλο Συμβούλιο κατά παράβαση τής παραδοσιακής απαίτησης τής κατάλληλης ηλικίας. Αξιώματα πωλούνταν στην κατάλληλη τιμή. Προτάθηκε επίσης ότι Ενετοί πολίτες ή υπήκοοι, που θα διέθεταν χίλιους στρατιώτες για ενεργό υπηρεσία ενός έτους με κόστος 60.000 δουκάτων, θα γίνονταν δεκτοί στην τάξη των ευγενών. Τα ονόματά τους θα αναγράφονταν στη Χρυσή Βίβλο (Λίμπρο ντ’ Όρο), στο μητρώο των ευγενών, καθώς και τα ονόματα των νόμιμων απογόνων τους, μέχρι πέντε οικογένειες. Θα γίνονταν δεκτοί και ξένοι στην τάξη των ευγενών, με τούς ίδιους όρους, με κόστος 70.000 δουκάτων, για την πρόσληψη 1.200 πεζών στρατιωτών για έναν ολόκληρο χρόνο. Οι Συνήγοροι τής Κοινότητας (Αβογκαντόρι ντι Κομούν), οι φύλακες τού κράτους, είχαν την εποπτεία τής Χρυσής Βίβλου και τής εισόδου νέων ευγενών στο Μεγάλο Συμβούλιο στη (συνήθη) ηλικία των εικοσιπέντε ετών.

Ο Συνήγορος τής Κοινότητας Άντζελο Μιτσιέλ αντιτάχθηκε σθεναρά στον μηχανισμό υποβάθμισης, που εξευγένιζε απλούς ανθρώπους μόνο και μόνο για να κερδηθούν χρήματα, τα οποία, έλεγε, ελάχιστα θα έκαναν για να ανακουφίσουν τα δεινά τής Δημοκρατίας. Ο σύμβουλος τού δόγη Τζιάκομο Μαρτσέλλο υπερασπίστηκε την πρόταση. Δεν έπρεπε να επιτραπεί στην ανόητη υπερηφάνεια να θέσει σε κίνδυνο το κράτος. Έπρεπε να προσληφθούν μισθοφόροι και να ενισχυθεί ο στόλος. Θα ήταν περισσότερο χρήσιμο παρά επιβλαβές, αν αυξανόταν η ανθρώπινη δύναμη τής τάξης των ευγενών, γιατί τότε η κατοχή κάποιας σημαντικής θέσης δεν θα αποτελούσε κληρονομιά από την κούνια, αλλά κληρονομιά από τα οφέλη τής αρετής και τής ανδρείας. Η πρόταση εγκρίθηκε στη Γερουσία.

Παρ’ όλα αυτά στις 4 Μαρτίου 1646 στο Μεγάλο Συμβούλιο, την υπέρτατη συμβουλευτική αρχή, η πρόταση πήρε μόνο 368 θετικές ψήφους (de parte) σε αντίθεση με 528 αρνητικές ψήφους (de non) και 140 ψήφους μη δεσμευόμενες (non sinceri) και έτσι η πρόταση δεν εγκρίθηκε.1 Αργότερα όμως εγκρίθηκε και μη ευγενείς οικογένειες εγγράφηκαν στην τάξη των ευγενών (ενενήντα περίπου την περίοδο 1646-1669), καταβάλλοντας κατ’ ελάχιστο 60-70.000 δουκάτα, για να γραφούν τα ονόματά τους στη Χρυσή Βίβλο. Δεν υπήρχε γενικό διάταγμα για τον τρόπο εγγραφής στην τάξη των ευγενών. Γινόταν αίτηση παραχώρησης και την χορηγούσαν στα κατάλληλα άτομα. Βάζοντας μπροστά από τα ονόματά τους το πρόθεμα N.H. (nobilis homo, nobil huomo, ευγενής άνδρας), εκείνοι που είχαν προστεθεί πρόσφατα στην αριστοκρατία εύρισκαν τώρα ανοιχτά γι’ αυτούς σημαντικά κρατικά αξιώματα και ναυτικές διοικήσεις. Το περίεργο δεν είναι ότι υπήρχαν εκείνοι που φιλοδοξούσαν να γίνουν ευγενείς, αλλά ότι τόσο πολλά άτομα είχαν συσσωρεύσει ιδιωτικές περιουσίες τέτοιου μεγέθους. Η πλήρης πληρωμή έπρεπε να γίνει μέσα σε ένα μήνα, αλλά, αν χρειαζόταν, μπορούσε κανείς να πληρώσει αρχικά το μισό και να εξοφλήσει το ποσό εντός δύο μηνών. Οι υποψήφιοι για την τάξη των ευγενών έπρεπε να προσκομίσουν στο γραφείο των συνηγόρων τής Κοινότητας (Αβογκαρία ντι Κομούν) αποδείξεις ότι οι πατέρες και οι παππούδες τους δεν είχαν ασκήσει «μηχανικές τέχνες» και ότι είχαν «όλοι γεννηθεί από νόμιμο γάμο». Οι πρώτες οικογένειες που έγιναν έτσι ευγενείς (από τις 22 Ιουλίου μέχρι τις 28 Αυγούστου 1646) ήσαν οι Λάμπια, Βίντμαν, Γκότσι, Οττομπόνι, Ρούμπια και Ζαγκούρι.2 Μέσα στα επόμενα ένα ή δύο έτη, σε απογόνους τέτοιων οικογενειών ανατέθηκαν ναυτικές διοικήσεις.3

Αμέσως μετά από αυτές τις εξευγενίσεις ο Μαρφόριο συνάντησε τον Πασκουίνο στον δρόμο προς τη Βενετία. Ο τελευταίος βρισκόταν καθ’ οδόν, για να κάνει τον εαυτό του ευγενή. Ο Μαρφόριο έκανε διάφορες ερωτήσεις και ο Πασκουίνο τού απαντούσε με μερικά διασκεδαστικά λογοπαίγνια για τα οικογενειακά ονόματα όλων των πρώτων νέων ευγενών.4 Οι εξευγενίσεις, που αποτελούσαν πηγή ψυχαγωγίας για τούς σατιρικούς, προκαλούσαν επίμονη δυσαρέσκεια μέρους τής παλαιότερης αριστοκρατίας, που παρέμενε ασυμφιλίωτη με τα νέα μέλη τής τάξης των ευγενών (νομπιλτά) μέχρι και τον 19ο αιώνα. Παρά το γεγονός ότι υπήρχε ανάγκη αυξημένου ανθρώπινου δυναμικού στο επίπεδο των ευγενών για την κάλυψη αξιωμάτων και διοικήσεων, κατά τη διάρκεια μεγάλου μέρους τού έτους 1646 η Γερουσία έλπιζε ότι η γαλλική μεσολάβηση ίσως καθιστούσε δυνατή την ειρήνη με τούς Τούρκους, ιδιαίτερα «με τη μεταλλαγή τού βεζύρη» (per la mutatione del visir), αλλά τίποτε δεν προέκυψε από τη γαλλική παρέμβαση.5

Με την έλευση τής άνοιξης οι Ενετοί επιχείρησαν τον αποκλεισμό των Δαρδανελλίων, για να εμποδίσουν την έξοδο τού τουρκικού στόλου στη θάλασσα και για να προκαλέσουν στους Τούρκους όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ενόχληση, εμποδίζοντας την παράδοση τροφίμων στην πρωτεύουσα. Ο Τζιρολάμο Μοροζίνι, ο ναυτικός γενικός επιστάτης (provveditore generale da mar), ανέθεσε το καθήκον σε συγγενή του, τον Τομμάζο Μοροζίνι, ο οποίος ξεκίνησε από τον όρμο Σούδας στη δυτική Κρήτη, στις 20 Μαρτίου (1646), με εικοσιτρία πλοία, αποσπώντας μεγάλα ποσά από τα τουρκικά νησιά καθώς έπλεε προς την Ισταμπούλ. Ο Μοροζίνι προσπάθησε να δημιουργήσει βάση στο τουρκικό νησί τής Τενέδου, αλλά δεν τα κατάφερε, χάνοντας τον υπαρχηγό τού Λορέντσο Βενιέρ και διακόσιους περίπου άνδρες, όταν το πλοίο τους έπιασε φωτιά και εξερράγη. Ο σουλτάνος Ιμπραήμ εξοργίστηκε από τον ενετικό αποκλεισμό, που εμπόδιζε την αναχώρηση τού στόλου του που θα επιδίωκε την κατάκτηση τής Κρήτης. Ο νέος καπουδάν πασάς (ναύαρχος), ο Μούσα, καθώς και ο Μεχμέτ Σουλτανζάντε, ο πρώην μεγάλος βεζύρης, ήσαν επικεφαλής τής ναυτικής δύναμης τού σουλτάνου. Παρακινούμενοι από τις απειλές τού Ιμπραήμ, προσπάθησαν να αφήσουν τα Δαρδανέλλια με εβδομηνταπέντε περίπου γαλέρες και πέντε γαλεάσες (στις 26 Μαΐου), αλλά ο Τομμάζο Μοροζίνι εξαπέλυσε επίθεση εναντίον τους με μέρος μόνο τού ενετικού στόλου και ύστερα από επτά ώρες συνεχούς μάχης τούς οδήγησε και πάλι πίσω, στην κάλυψη τής θάλασσας τού Μαρμαρά (Προποντίδας).6

Εννέα μέρες αργότερα, στις 4 Ιουνίου, η τουρκική αρμάδα, τώρα με εξήντα γαλέρες και τέσσερις γαλεάσες, ξεπρόβαλλε από τα Δαρδανέλλια σε ήρεμη θάλασσα. Καθώς οι κωπηλάτες κωπηλατούσαν σθεναρά και οι τουρκικές γαλέρες τραβούσαν τις γαλεάσες, ο Τομμάζο Μοροζίνι δεν μπορούσε ούτε να αποτρέψει την έξοδό τους, ούτε να τούς ακολουθήσει, γιατί τα μεγάλα ιστιοφόρα του με τα τετράγωνα πανιά ήσαν σχεδόν ακινητοποιημένα από την έλλειψη ανέμου. Ο Μοροζίνι τούς ακολούθησε όσο καλύτερα μπορούσε, για να προστατεύσει το ενετικό νησί τής Τήνου. Η τουρκική αρμάδα κατευθύνθηκε στη Χίο, όπου ενισχύθηκε με σκάφη από την ακτή τής Μπαρμπαριάς και έπλευσε για τα Χανιά με βαριά οπλισμένους στρατιώτες και άφθονες προμήθειες. Ο Ενετός ναυτικός γενικός διοικητής Τζιοβάννι Καππέλλο, αν και είχε τούς Τούρκους εντός τής εμβέλειας των πυρών του καθώς πλησίαζαν στην Κρήτη, προφανώς δεν τόλμησε να τούς επιτεθεί. Ήταν γέρος, τότε εβδομηντατριών ετών, δειλός και φοβούμενος ότι θα υφίστατο ήττα. Ο συνάδελφος διοικητής τού Μούσα πασά, ο Μεχμέτ Σουλτανζάντε πασάς, πέθανε από πυρετό δύο μήνες μετά την άφιξή του στην Κρήτη.7

Η απόδοση τού γέρου Τζιοβάννι Καππέλλο δεν είχε υπάρξει καθόλου αξιέπαινη. Φροντίζοντας προσωπικές υποθέσεις, προφανώς μικρής σημασίας, δεν είχε αποπλεύσει από τη Βενετία μέχρι τις 25 Μαρτίου (1646). Το ταξίδι του προς τη Σούδα, όπου έφτασε στις 21 Ιουνίου, καθυστέρησε ακόμη περισσότερο από την αναχώρησή του. Διαμαρτυρόταν για τούς ισχυρούς ανέμους που τον κρατούσαν πίσω και για την επιδημία στα πλοία τού στόλου του, τον συνηθισμένο τυφοειδή πυρετό. Λεγόταν όμως ότι είχε χασομερήσει πολύ επιθεωρώντας οχυρώσεις και ελέγχοντας φρουρές, καθώς κατευθυνόταν στην Κρήτη. Ο Καππέλλο παραπονιόταν ότι τώρα ο άνεμος δεν βοηθούσε καθόλου τον στόλο. Τα πλοία δεν μπορούσαν να συμβαδίσουν με τις γαλέρες, ενώ στη συνέχεια σφοδρές καταιγίδες τον κρατούσαν περιορισμένο σε λιμάνια κατά μήκος τής διαδρομής. Ανασφαλής με τον εαυτό του, ο Καππέλλο δεν μπορούσε να καταλήξει σε απόφαση να αναλάβει δράση εναντίον των Τούρκων, αλλά δεν ήταν ο μόνος υπαίτιος, γιατί και οι άλλοι διοικητές τού στόλου βρίσκονταν συχνά σε αντίθεση με τον Αντρέα Κορνέρ, τον γενικό επιστάτη τού Χάνδακα. Οι εντολές που έστελνε η Σινιορία στον Καππέλλο ήσαν μερικές φορές ασαφείς,8 μερικές φορές σε αντίθεση με προηγούμενες εντολές. Τα πληρώματα των πλοίων και των γαλερών εξολοθρεύονταν από την πανούκλα και ήσαν έξω φρενών με τις καθυστερήσεις πληρωμής των μισθών τους.

Μετά την αποτυχία επίθεσης στα μέσα Αυγούστου (1646) εναντίον των Τούρκων, που ήσαν ασφαλώς εγκατεστημένοι στον κόλπο των Χανίων, ο Καππέλλο δεν μπορούσε πια να σταματήσει τουρκική νηοπομπή, που μετέφερε πυρομαχικά από το Ναύπλιο προς τα Χανιά (τον Σεπτέμβριο). Στη συνέχεια ανέλαβε να σπάσει τον τουρκικό αποκλεισμό τού Ρέθυμνου (Ρέτιμο), αλλά δεν πήρε καμία βοήθεια από τον Κορνέρ, ο οποίος ήθελε από αυτόν να κρατήσει τούς Τούρκους έξω από τον κόλπο τής Σούδας. Κατά συνέπεια λοιπόν οι Τούρκοι κατέλαβαν την πόλη τού Ρέθυμνου στις 20 Οκτωβρίου και το φρούριό της στις 13 Νοεμβρίου (1646). Σύντομα αφαιρέθηκε από τον Καππέλλο η διοίκηση και αντικαταστάθηκε από τον Τζιοβάννι Μπαττίστα Γκριμάνι, στον οποίο παρέδωσε τον στόλο στις 18 Φεβρουαρίου 1647. Συνεχίζοντας προς Κέρκυρα, ο Καππέλλο χρειάστηκε να περιμένει εκεί μέχρι τα τέλη Μαΐου για να τον μεταφέρει πλοίο στη Βενετία, όπου φυλακίστηκε για κακοδιαχείριση τού στόλου, αλλά σύντομα απαλλάχθηκε από την κατηγορία, με το αιτιολογικό ότι η πανούκλα είχε κάνει μεγαλύτερη ζημιά απ’ όση εκείνος.9

Οι Ενετοί μικρή μόνο βοήθεια είχαν πάρει εναντίον των Τούρκων, δηλαδή μόνο τις έξι γαλέρες τής Μάλτας συν πέντε που διέθεσε ο πάπας Ιννοκέντιος Ι’. Για αρκετό καιρό ο καρδινάλιος Ζυλ Μαζαρέν, ο πρωθυπουργός τής Γαλλίας, προωθούσε μηχανορραφίες και προκαλούσε αναταραχή στο ισπανικό βασίλειο τής Νάπολης. Τον Μάιο τού 1646 γαλλικός στόλος είχε καταλάβει τα λιμάνια Ταλαμόνε και Σάντο Στέφανο, ενώ προσπάθησε να πάρει το Ορμπετέλλο στην Τυρρηνική ακτή τού Αρχιπελάγους τής Τοσκάνης. Στη συνέχεια άλλος στόλος κατέλαβε το Πιομπίνο, όπου οι Γάλλοι παρέμειναν για τέσσερα περίπου χρόνια (1646-1650).10 Καθώς ο Μαζαρέν αναζητούσε πάτημα στην Ιταλία, ο μέγας δούκας τής Τοσκάνης, ο Φερδινάνδος Β’, άρχιζε να ανησυχεί. Είχε στείλει πέντε γαλέρες εναντίον των Τούρκων το προηγούμενο έτος, όπως είχαν στείλει και οι ισπανικές αρχές στη Νάπολη. Όμως το 1646 ούτε ο Φερδινάνδος ούτε οι Ισπανοί έστειλαν γαλέρες.11

Τρέχουσες αναφορές έφερναν τακτικά άσχημα νέα. Σύμφωνα με ειδοποίηση (avviso) τής 21ης Ιουλίου (1646), ειδικός αγγελιοφόρος σταλμένος από τη Βενετία στον Αλβίζε Κονταρίνι, τότε πρεσβευτή τής Δημοκρατίας στη Ρώμη,12 είχε φτάσει ολοταχώς με την είδηση ότι οι Τούρκοι είχαν καταλάβει το φρούριο τού Νόβιγκραντ, δεκαπέντε μίλια βορειοανατολικά τής Ζάρας (Ζάνταρ). Έχοντας αφήσει αρκετά μεγάλη φρουρά στο Νόβιγκραντ στη δαλματική ακτή, οι Τούρκοι είχαν ξεκινήσει για το Σπαλάτο (Σπλιτ) «για να αδράξουν αυτή την πόλη ως μητρόπολη τής Δαλματίας» (per impadronirsi di quella città come metropoli della Dalmatia). Ο Κονταρίνι είχε επιδιώξει αμέσως ακρόαση από τον πάπα. Το Νόβιγκραντ είχε πέσει στις 4 Ιουλίου. Η κατάληψή του ήταν πολύ οδυνηρή, γιατί είχε θεωρηθεί «σχεδόν απόρθητο». Στις 30 Ιουνίου οι Τούρκοι είχαν στρατοπεδεύσει κάτω από τα τείχη τού φρουρίου. Στις 2 Ιουλίου είχαν βάλει στη θέση τους ένα βαρύ και δύο ελαφρύτερα κανόνια. Και ύστερα από μία μέρα βομβαρδισμού οι Ενετοί διοικητές ήσαν έτοιμοι να συζητήσουν τούς όρους παράδοσης.

Οι κάτοικοι τού χωριού Νόβιγκραντ, ο οποίοι είχαν προφανώς αναζητήσει καταφύγιο εντός των τειχών, ήσαν διατεθειμένοι να υπερασπιστούν το κάστρο. Αλλά οι διοικητές είχαν επιτρέψει σε ένα Τούρκο να μπει στο φρούριο και είχαν στείλει έναν Ενετό λοχαγό να διαπραγματευτεί με τον πασά, ο οποίος υποσχέθηκε στους πολιορκημένους ευνοϊκούς όρους. Ο πασάς έστειλε στους διοικητές ένα καφτάνι από χρυσοΰφαντο ύφασμα ως ενέχυρο τής καλής του διάθεσης. Περίπου στις 11:00 π.μ., την έκτη μέρα τής πολιορκίας, οι Τούρκοι έγιναν πολύ απροσδόκητα δεκτοί εντός των τειχών, προς απογοήτευση και σύγχυση τής φρουράς, η οποία ήθελε να αντισταθεί. Μάλιστα μόλις οι Τούρκοι μπήκαν στο φρούριο, ο πασάς διέταξε τη σύλληψη και εκτέλεση περίπου οκτακοσίων, όπως λεγόταν, ατόμων, στρατιωτών και αγροτών, τα κεφάλια των οποίων κόπηκαν ένα προς ένα «με βάρβαρη αγριότητα». Λίγα άτομα κατάφεραν να διαφύγουν. Οι Τούρκοι είχαν υποσχεθεί να επιτρέψουν σε όλους να φύγουν ελεύθερα.

Χάρισαν τη ζωή στους διοικητές, σύμφωνα με την αναφορά, καθώς και στους πυροβολητές και τούς χειρουργούς. Έτσι οι Τούρκοι είχαν αποκτήσει κι άλλο σημείο αναχώρησης για επίθεση στην ιταλική ακτή ή για άλλη επιχείρηση στην Αδριατική. Κατείχαν τώρα όλη τη δαλματική ύπαιθρο μέχρι τη Ζάρα, έχοντας ήδη καταλάβει τα σημαντικά νησιά Βέλια (Κρκ) και Χέρσο (Κρες), καθώς και εκείνο τού Παγκ και άλλα γύρω μέρη. Η πρόσφατη επιτυχία τούς είχε αποφέρει οκτώ μεγάλα κανόνια, δεκατέσσερα μικρά κανόνια, όπλα και πυρομαχικά όλων των ειδών και φυσικά αυξημένη ικανότητα να εμποδίζουν τα ενετικά πλοία να προσφέρουν βοήθεια στα λιμάνια τής Δημοκρατίας στην Ανατολική Μεσόγειο.13

Σύμφωνα με έκθεση από τη Βενετία τής 12ης Ιανουαρίου 1647, όπως αναφέρθηκε στη Ρώμη μια βδομάδα αργότερα, η Σινιορία είχε επιβάλει νέους φόρους, για να συγκεντρώσει τα κεφάλαια που ήσαν απαραίτητα, για να στείλει περισσότερα στρατεύματα στον Χάνδακα, «βλέποντας ότι κάθε μέρα τα πράγματα πήγαιναν από το κακό στο χειρότερο, μειώνοντας τις ελπίδες τους να μπορέσουν πια να υπερασπιστούν τούς εαυτούς τους εναντίον των τουρκικών δυνάμεων». Οι στρατιώτες πέθαιναν στο νησί από έλλειψη επαρκούς τροφής και ρουχισμού. Η Σινιορία ετοίμασε λοιπόν τέσσερα μεγάλα πλοία και τα φόρτωσε με γαλέτα, 200.000 σκούδα και 4.000 στρατιώτες, για να τα στείλει στην Κρήτη.14

Μια άλλη έκθεση από τη Ρώμη στις 19 Ιανουαρίου (1647), αναφερόμενη σε ειδοποίηση (avviso) από τη Βενετία (επίσης πριν από μία βδομάδα), περιλάμβανε πληροφορίες από τη Δαλματία, σύμφωνα με τις οποίες (μετά την τουρκική επιτυχία στο Νόβιγκραντ) ο Μεγάλος Τούρκος είχε στείλει απεσταλμένο (τσαούς) στους πασάδες τής Κλίσσα (Κλις) και τής Βούδας με τρομερή προειδοποίηση: Αν, εντός τεσσάρων μηνών, δεν είχαν πολιορκήσει και καταλάβει το ενετικό φρούριο στη Ζάρα, θα τούς απομάκρυνε από τις θέσεις τους και θα έκοβε τα κεφάλια τους. Λεγόταν ότι οι Τούρκοι είχαν 30.000 στρατιώτες έτοιμους για δράση, με τούς οποίους προφανώς σχεδίαζαν να επιτεθούν στο Σπαλάτο. Για να αντιμετωπίσει μια τέτοια πρόκληση η Σινιορία προφανώς δεν ήταν σε θέση να κάνει τίποτε καλύτερο, από το να στείλει στην απειλούμενη περιοχή δύο χιλιάδες στρατιώτες με πυρομαχικά και προμήθειες.15 Η Ζάρα και το Σπαλάτο ήσαν ισχυρά φρούρια, αλλά βρίσκονταν σαφώς σε κίνδυνο.

Η παπική κούρτη παρακολουθούσε τα κατορθώματα των Τούρκων με όχι μικρότερη ανησυχία από την Ενετική Σινιορία. Η κούρτη όμως είχε προβλήματα στη Δύση καθώς και στην Ανατολή. Όπως έγραφε στον δόγη και τη Γερουσία ο πρεσβευτής Αλβίζε Κονταρίνι, ενώ ο Ιννοκέντιος ανησυχούσε ότι «η Χριστιανοσύνη καταπιεζόταν από τούς Τούρκους και τούς αιρετικούς», οι Σκωτσέζοι και οι Άγγλοι είχαν ενωθεί για να υποτάξουν το «Καθολικό βασίλειο» τής Ιρλανδίας.16 Ο Κονταρίνι έλπιζε για περισσότερη βοήθεια από την Αγία Έδρα από εκείνη που είχε λάβει η Δημοκρατία το 1646, αλλά θα εξαρτιόταν τι μπορούσε να κάνει ο Ιννοκέντιος από αυτό που θα επέτρεπαν οι ισχνοί του πόροι. Σε κάθε περίπτωση, καθώς το έτος πλησίαζε προς το τέλος του, ο πάπας χορήγησε την άδεια στους Ενετούς να προσλάβουν «άλλους χίλιους στρατιώτες στα παπικά κράτη για υπηρεσία στον πόλεμο κατά των Τούρκων».17 Από την Ισπανία καμία βοήθεια δεν μπορούσε να αναμένεται όταν οι Ναπολιτάνοι ξεσηκώθηκαν σε εξέγερση το 1646-1648,18 ενώ ο Μαζαρέν προτιμούσε να χρησιμοποιεί τις γαλλικές ναυτικές δυνάμεις μάλλον για να βασανίζει τούς Ισπανούς παρά για να βοηθά τη Βενετία εναντίον των Τούρκων.

Από τις αρχές τού έτους 1647, καθώς οι ελπίδες αυξάνονταν στο Μύνστερ και στο Όσναμπρυκ ότι ο Τριακονταετής Πόλεμος ίσως πράγματι πλησίαζε στο τέλος του, η Ενετική Γερουσία έψαχνε για αλλαγή τής τύχης, για πιθανή ένωση των χριστιανών ηγεμόνων, η οποία θα μετρίαζε τη φιλοδοξία των Τούρκων.19 Όμως, αντί για συνεχή πόλεμο με τούς Τούρκους και πιθανή ήττα τής Πύλης, οι Ενετοί ήθελαν (όπως υπενθύμιζε η Γερουσία στον Τζιοβάννι Σοράντσο) την αποκατάσταση τής ειρήνης και την επανάληψη τού τουρκικού εμπορίου.20 Στο μεταξύ ο πόλεμος συνεχιζόταν στο Πεδεμόντιο (Πιεμόντε) και στην περιοχή τού Μιλάνου (Μιλανέζε), στη Φλάνδρα και στη Γερμανία, αλλά υπήρχε χαλάρωση τής ορμής του. Η Eνετική Σινιορία έστελνε τις συνηθισμένες εκκλήσεις στους ηγεμόνες. Κάποιος έπρεπε να υπερασπιστεί τον Χάνδακα, τις δαλματικές ακτές, τα νησιά τής Αδριατικής και τις πόλεις και κωμοπόλεις τού Φριούλι. Ενώ στις βόρειες χώρες οι Αυστριακοί ήσαν αναγκασμένοι να προσπαθήσουν να θέσουν τέρμα στην τουρκική «κίνηση προς τα δυτικά» (Drang nach Westen), οι Ενετοί έπρεπε να επιτηρούν σχεδόν χίλια πεντακόσια μίλια παραμεθόριας περιοχής με την Οθωμανική αυτοκρατορία. Αν έπεφτε ο Χάνδακας, το φράγμα θα ρηγματωνόταν. Οι Τούρκοι, πάντοτε πρόθυμοι να επεκτείνουν την κυριαρχία τους, πάντοτε άπληστοι για εδάφη, θα επιτίθεντο στην ιταλική χερσόνησο. Η ασφάλεια τής Ευρώπης, η ευημερία τού χριστιανικού κόσμου, βρισκόταν σε κίνδυνο. Έτσι τουλάχιστον ισχυρίζονταν οι Ενετοί.

Το έτος 1647 ξεκίνησε με δραματική σύγκρουση μεταξύ Τούρκων και Ενετών. Προς το τέλος Δεκεμβρίου ο Τζιανμπαττίστα Γκριμάνι, τώρα γενικός διοικητής, είχε κινηθεί στις Κυκλάδες με είκοσι περίπου γαλέρες, τρεις γαλεάσες και δεκαπέντε πλοία. Στις 3 Ιανουαρίου ο ενετικός στόλος συναντήθηκε με δύο πλοία από την Μπαρμπαριά καθ’ οδόν προς Αλγέρι από το νησί τής Χίου. Οι ενετικές γαλεάσες επιτέθηκαν στα δύο μουσουλμανικά πλοία, τα πληρώματα των οποίων αναζήτησαν καταφύγιο στο νησί τής Κέας (Τζιας), αλλά συνελήφθησαν τρεις εβδομάδες αργότερα. Στις 8 Ιανουαρίου ο Τούρκος στρατιωτικός διοικητής Μούσα πασάς ξεκίνησε από τα Χανιά επιστρέφοντας στην Ισταμπούλ με πενηνταμία γαλέρες, δύο πλοία και δεκαπέντε μικρότερα σκάφη, αλλά πέφτοντας σε καταιγίδα έχασε έξι γαλέρες, τα δύο πλοία και πέντε από τα μικρά σκάφη. Στις 25 τού μηνός είχε φτάσει στο Μακρονήσι, ακριβώς έξω από τη νοτιοανατολική ακτή τής Αττικής, όταν έμαθε ότι ο στόλος τού Γκριμάνι είχε καταλάβει τα δύο πλοία τής Μπαρμπαριάς. Με την έλευση κι άλλης καταιγίδας στις 27 Ιανουαρίου, ο Τομμάζο Μοροζίνι, διοικητής των ιστιοφόρων τού ενετικού στόλου (capitano delle navi), παρασύρθηκε προς το Νεγκροπόντε (Εύβοια), όπου τον είδαν οι Τούρκοι και έπεσαν γρήγορα πάνω του και οι σαρανταπέντε γαλέρες.

Το πλοίο τού Μοροζίνι ήταν μεγάλο με τετράγωνα πανιά, η Νάβε Νουόβα. Καθώς δεν μπορούσε να ξεφύγει από τις τουρκικές γαλέρες, έριξε σε αυτές ομοβροντία πυρών, όταν βρέθηκαν μέσα στο βεληνεκές των κανονιών του. Προς στιγμή φάνηκε ότι οι Τούρκοι υποχωρούσαν, αλλά τώρα κινούνταν προς τα εμπρός σε νέα επίθεση. Αριθμός από αυτούς ανέβηκαν στο σκάφος τού Μοροζίνι, αναρριχώμενοι ακόμη και στο κεντρικό κατάρτι για να κατεβάσουν το λάβαρο με το λιοντάρι τού Αγίου Μάρκου και να το αντικαταστήσουν με την ημισέληνο. Ένας Τούρκος μουσκετοφόρος, στηριζόμενος σε φινιστρίνι στην καμπίνα του καπετάνιου (alla fenestra della camera del capitano), πυροβόλησε από την πόρτα. Το βλήμα χτύπησε τον Μοροζίνι στο κεφάλι. Πέθανε αμέσως, αλλά οι άνδρες του συνέχισαν να πολεμούν, χωρίς να υποκύψουν σε πανικό. Τώρα ο γενικός διοικητής Γκριμάνι, ο πρώτος βρυχηθμός τού κανονιού τού οποίου είχε εμφανιστεί στη σκηνή, οδηγούσε τούς Τούρκους σε υποχώρηση. Η ομοβροντία των κανονιών τού Μοροζίνι είχε σκοτώσει πολλούς Τούρκους. Ακόμη και ο Μούσα, ο καπουδάν πασάς, είχε πέσει. Ο Γκριμάνι, αναλαμβάνοντας τώρα τη Νάβε Νουόβα, που ήταν πια ερείπιο, αιχμαλώτισε τούς Τούρκους επί τού σκάφους. Το λάβαρο τού Αγίου Μάρκου αναρτήθηκε και πάλι στο κεντρικό κατάρτι και ο Γκριμάνι έπλευσε πίσω στον Χάνδακα για να επισκευάσει τον στόλο. Η Γερουσία απένειμε δημόσια κηδεία στον Τομμάζο Μοροζίνι και όλα τα καταστήματα τής πόλης στολίστηκαν στα μαύρα.21

Όταν ο σουλτάνος Ιμπραήμ έμαθε για την έκταση των ζημιών που είχε προκαλέσει στον στόλο τού το ένα μόνο πλοίο τού Μοροζίνι, έδωσε διέξοδο στην οργή που φαινόταν να τον βασανίζει σε κάθε αποτυχία. Για να τιμωρήσει την αποτυχία τού Μούσα πασά, που έχασε τη ζωή του στα ανοικτά των ακτών τού Νεγκροπόντε, ο Ιμπραήμ στέρησε από τούς κληρονόμους τού πασά την κληρονομιά τους. Ωθούμενοι από την ανυπομονησία τού σουλτάνου, οι Τούρκοι κατεύθυναν τις δυνάμεις τους εναντίον τής Σούδας, η οποία είχε πρόσφατα λάβει ενισχύσεις από τη Βενετία. Γάλλοι τυχοδιώκτες είχαν προσχωρήσει στους Ενετούς στην αντίθεση με τούς Τούρκους. Η πανούκλα μάστιζε τόσο τούς χριστιανούς όσο και τούς μουσουλμάνους στρατιώτες, μειώνοντας την αποτελεσματικότητά τους. Παρά το γεγονός ότι μέχρι τον Απρίλιο είχε σχεδόν σταματήσει στον Χάνδακα, βρισκόταν ακόμη σε έξαρση στα Χανιά. Ο γενικός διοικητής Γκριμάνι είχε ανακαινίσει τον στόλο του στον Χάνδακα και ήταν τώρα έτοιμος για ανανεωμένη δράση.22 Όμως καμία πλευρά δεν είχε σημειώσει μεγάλη πρόοδο στην Κρήτη, όταν γύρω στα μέσα Ιουνίου (1647) κάτω από τα ίδια τα τείχη τού Χάνδακα, μεγάλο σώμα ιππέων και πεζών στην υπηρεσία των Ενετών, «έχοντας ήδη τη νίκη στο χέρι» (già avendo la vittoria in pugno), στράφηκε ξαφνικά και ανεξήγητα και τράπηκε σε φυγή από μικρότερο σώμα Τούρκων, που έδειχναν σαν να είχαν ηττηθεί.23 Ένα περίπου μήνα αργότερα ο Χουσεΐν πασάς, ο διάδοχος τού Σουλτανζάντε Μεχμέτ ως «σερντάρ» ή στρατηγός των οθωμανικών στρατευμάτων στην Κρήτη, έκανε το πρώτο βήμα για να θέσει τον Χάνδακα υπό την πολιορκία, που επρόκειτο να διαρκέσει για περισσότερα από είκοσι χρόνια.

Η ήττα των Ενετών μισθοφόρων στα μέσα Ιουνίου επέτρεψε στους Τούρκους να επεκτείνουν την κυριαρχία τους σε ολόκληρο το ανατολικό μισό τού νησιού. Κατέκτησαν την πεδιάδα τής Μεσαράς στα νότια τού Χάνδακα και κατέλαβαν το λιμάνι τής Ιεράπετρας στη νοτιοανατολική ακτή, καθώς και το χωριό Μιραμπέλλα (Μεραμπέλλου) στη βορειοανατολική ακτή. Η γειτονική πόλη τής Σητείας στον μικρό κόλπο με το ίδιο όνομα, είχε αντέξει. Ο Ενετός γενικός διοικητής Τζιανμπαττίστα Γκριμάνι και οι συνάδελφοί του αξιωματικοί, ο γενικός επιστάτης Αλβίζε Λεονάρντο Μοτσενίγκο και ο Μπερνάρντο Μοροζίνι, που είχε αντικαταστήσει τον αποθανόντα αδελφό του Τομμάζο ως διοικητής των πλοίων (capitano delle navi), βρίσκονταν πάντοτε σε επιφυλακή για τουρκικά σκάφη από τις βόρειες Σποράδες μέχρι τις νότιες Κυκλάδες. Ενώ η τουρκική αρμάδα συγκεντρωνόταν στη Μυτιλήνη, ο Γκριμάνι επιτέθηκε στο λιμάνι τού Τσεσμέ συλλαμβάνοντας μερικά σκάφη και κινιόταν από τόπο σε τόπο μέχρις ότου, στα μέσα Ιουλίου (1647), ο στόλος του ενισχύθηκε με την προσθήκη πέντε παπικών και έξι μαλτέζικων γαλερών. Έλαβε επίσης περαιτέρω ενισχύσεις από τη Βενετία. Καθώς όμως περνούσαν οι μήνες, οι χριστιανικές απώλειες αυξάνονταν σε ολόκληρο το νησί τής Κρήτης και ο Εμμανουέλε Μόρμορι τις ανεβάζει ακόμη και σε δεκαοκτώ χιλιάδες, «που είναι πιθανό» (il ch’e verisimile), γιατί σε γενικές γραμμές το σαράντα τοις εκατό τού συνόλου των νησιωτών είχαν χαθεί σε δύο περίπου έτη πολέμου.24

Λίγα πράγματα πέτυχαν οι Ενετοί με τούς ναυτικούς ελιγμούς τους το 1647, αν και ο Κρετσμάγιερ σημειώνει ότι ο Αλβίζε Λεονάρντο καταδίωξε την τουρκική αρμάδα, που βρισκόταν τώρα υπό τις διαταγές άλλου καπουδάν πασά ονομαζόμενου Μούσα, από τον Μάρτιο μέχρι τον Ιούνιο, από το ένα λιμάνι τού Αιγαίου στο άλλο, ενώ στη συνέχεια, από τον Ιούνιο μέχρι τον Σεπτέμβριο, απέκλεισε τούς Τούρκους πρώτα στον δίαυλο τής Χίου και στη συνέχεια στη Μονεμβασία. Όταν ο Μούσα πασάς πήγε από την Κρήτη στον Μοριά για να συγκεντρώσει περισσότερα στρατεύματα, πιάστηκε σε άλλον ενετικό αποκλεισμό, γεγονός που οδήγησε τούς Τούρκους να αναλάβουν τον έλεγχο όλων των χριστιανικών σκαφών σε οθωμανικά λιμάνια. Δεν ήταν καλή χρονιά για τούς Ενετούς, τουλάχιστον όχι στη θάλασσα. Οι προσπάθειές τους έμοιαζαν όλες μάταιες, γιατί οι Γκριμάνι και Μοτσενίγκο δεν μπορούσαν να αποτρέψουν τούς Τούρκους από τη μεταφορά στρατευμάτων και προμηθειών στον στρατό τού σουλτάνου στην Κρήτη, πράγμα που σύντομα θα έθετε την πρωτεύουσα τού Χάνδακα υπό πολιορκία.

Στο μεταξύ οι Ενετοί τα πήγαιναν πολύ καλύτερα εναντίον των Τούρκων στις δαλματικές ακτές, όπου ο Λεονάρντο Φόσκολο πήρε από τούς Τούρκους τα χωριά Όμπροβατς, Νάντιν, Ζεμόνικο και Βράνα στη δυτική Κροατία, στην περιοχή τής Ζάρας (Ζάνταρ). Στη Βράνα οι Ενετοί απέκτησαν το «χάνι» ή καραβανσεράι που είχε κατασκευάσει ο καπουδάν πασάς πριν τρία περίπου χρόνια. Είναι ένα από τα λίγα τουρκικά κτίρια που εξακολουθούν να υπάρχουν στη σημερινή Γιουγκοσλαβία. Ο Φόσκολο ανέκτησε επίσης το χωριό Νόβιγκραντ και κατέλαβε τον Σκάρδωνα (Σκράντιν), έξι περίπου μίλια βόρεια τού Σεμπένικο (Σίμπενικ). Απέτυχε να καταλάβει τη Σένια ακριβώς ανατολικά τού Σπαλάτο (Σπλιτ), αλλά μπόρεσε να κάνει ασφαλή (τουλάχιστον για κάποιο χρονικό διάστημα) την ενετική κατοχή τού μεγάλου φρουρίου στο Κνιν. Το φρούριο χάθηκε σύντομα, αλλά οι Ενετοί θα το ανακτούσαν το 1699.25 Στο μεταξύ οι Ενετοί απολάμβαναν κάποια επιτυχία, γιατί το πρωί τής 28ης Σεπτεμβρίου (1647) το «Εσένα Θεέ» (Te Deum) ψαλλόταν σε όλες τις εκκλησίες στη λιμνοθάλασσα σε ευχαριστίες προς τον Παντοδύναμο, γιατί οι Τούρκοι είχαν υποχρεωθεί να εγκαταλείψουν τη διάρκεια ενός μήνα πολιορκία τού σημαντικού λιμανιού τής Αδριατικής Σεμπένικο και τού παρακείμενου Οχυρού Αγίου Ιωάννη. Οι Τούρκοι είχαν χάσει 6.000 περίπου άνδρες «μεταξύ θανάτου και φυγής», καθώς και μεγάλο αριθμό τραυματιών. Οι Ενετοί είχαν χάσει μόνο οκτακόσιους άνδρες στην πολιορκία. Οι κάτοικοι τού Σεμπένικο και τού φρουρίου είχαν γιορτάσει την επιτυχία τής Δημοκρατίας με «πολλές γιορτές» (molte feste) και τώρα ανυπομονούσαν για την αντικατάσταση των κανονιών στα τείχη τους και για την ταφή των πτωμάτων των Τούρκων, «οι οποίοι βρίσκονταν σε μεγάλο αριθμό στην εκστρατεία…» (che in buon numero si trovavano per la campagna…).26

Στις αρχές τού 1648 ο ενετικός στόλος μπήκε σε θάλασσα προβλημάτων. Παρά το γεγονός ότι ο Τζιανμπαττίστα Γκριμάνι ανέκτησε τη Μιραμπέλλα στο ανατολικό άκρο τής Κρήτης και κατευθύνθηκε προς τα Δαρδανέλλια για να αποκλείσει την έξοδο τού τουρκικού στόλου, έπεσε σε βίαιη καταιγίδα στα μέσα Μαρτίου, χάνοντας δεκαέξι περίπου από τις είκοσι γαλέρες του στα ανοιχτά τού νησιού Ψαρά. Ο Γκριμάνι και οι περισσότεροι από το πλήρωμα τής ναυαρχίδας του έχασαν τη ζωή τους στην καταιγίδα,27 αλλά ο επιστάτης Τζιόρτζιο Μοροζίνι και ο αδελφός του Μπερνάρντο, ο «διοικητής των ιστιοφόρων» (capitano delle navi), αποφάσισαν να φέρουν πίσω στο νησί τής Ντίας (Standia) και στην πόλη τού Χάνδακα ό,τι είχε απομείνει από τον στόλο. Σύντομα όμως έλαβαν την ενίσχυση μοίρας υπό τον Τζιάκομο ντα Ρίβα και ενώ ο Τζιόρτζιο Μοροζίνι συνέχιζε προς Χάνδακα με έξι γαλέρες και άλλα τόσα πλοία, ο Μπερνάρντο Μοροζίνι, ο Ρίβα και ο Αντόνιο Μπερνάρντο, ο «διοικητής στις γαλεάσες» (capitano delle galeazze) προχωρούσαν προς τα Δαρδανέλλια, για να εμποδίσουν την έξοδο τής τουρκικής αρμάδας στο Αιγαίο. Ο Τζιόρτζιο Μοροζίνι, αφού επισκεύασε τις γαλέρες του και πρόσθεσε κι άλλες στον Χάνδακα, ξεκίνησε επίσης για τα Δαρδανέλλια, όπου έφτασε στις 11 Ιουνίου, έχοντας συλλάβει πριν από δύο βδομάδες μια τουρκική γαλέρα στα ανοιχτά τής Κέας. Την ενετική ναυτική δύναμη αποτελούσαν τώρα δεκαεπτά γαλέρες, τρεις ή πέντε γαλεάσες και σαρανταπέντε περίπου ιστιοφόρα.

Η τουρκική αρμάδα δεν εμφανιζόταν στο Αιγαίο για ένα σχεδόν χρόνο. Στο μεταξύ ο τότε καπουδάν πασάς Ιμπραήμ καταδικάστηκε σε θάνατο για δήθεν διαφθορά και προδοσία, καθώς και για την αποτυχία του να πραγματοποιήσει την απελευθέρωση τού στόλου τού σουλτάνου από τη Θάλασσα τού Μαρμαρά και το στενό κάτω από την Καλλίπολη. Ο επόμενος καπουδάν πασάς, ο Βόινοκ Αχμέτ, δεν έβλεπε λόγο να διακινδυνεύσει τις κατώτερες γαλέρες του σε σύγκρουση με τούς Ενετούς. Μετακίνησε τα στρατεύματά του, τα πυρομαχικά και τις προμήθειες από τη στεριά στο ακρωτήριο τής ηπειρωτικής χώρας απέναντι από το νησί τής Χίου, όπου συγκέντρωσε γαλέρες αρκετές για να μεταφέρει τούς άνδρες και τα υλικά στα Χανιά.28 Οι Ενετοί διαίρεσαν τις δυνάμεις τους για να προσπαθήσουν να παρεμποδίσουν τη μεταφορά των Τούρκων στρατιωτών και των προμηθειών, πράγμα που δεν μπόρεσαν να κάνουν, καθώς και για να συνεχίσουν τον αποκλεισμό τής εξόδου από τα Δαρδανέλλια, πράγμα που κατάφεραν να κάνουν στη διάρκεια ολόκληρου τού χειμώνα τού 1648-1649.29

Το καλοκαίρι τού 1648 έφερε σημαντικές απώλειες για την πόλη και την κυβέρνηση τής Ισταμπούλ. Η λεηλασία από τούς χριστιανούς μιας πλούσιας νηοπομπής θα μπορούσε να αποτελεί θέμα μεγάλης ανησυχίας, αν δεν υπήρχε τρομερός σεισμός, που έπληξε την πόλη στα μέσα Ιουλίου. Προκάλεσε την Παρασκευή μεγάλες ζημιές στο Σουλτάναχμετ, το περίφημο τζαμί τού σουλτάνου Αχμέτ Α’ (που χτίστηκε μεταξύ 1609 και 1616), ακριβώς την ώρα που τέσσερις περίπου χιλιάδες Τούρκοι είχαν συγκεντρωθεί για να πουν τις προσευχές τους. Τέσσερα καμπαναριά υποσκάφτηκαν στην Αγία Σοφία και ορισμένους άλλους ναούς. Τεράστιος αριθμός σπιτιών καταστράφηκαν και πάνω από τριάντα χιλιάδες άτομα λεγόταν ότι είχαν χαθεί. Το κύριο υδραγωγείο τής πόλης είχε καταρρεύσει, προκαλώντας έλλειψη νερού, το οποίο πουλιόταν για ένα ολόκληρο ρεάλι το υγρό μέτρο, με ταλαιπωρία για πολλούς και θάνατο για εκείνους που δεν είχαν να πληρώσουν την τιμή, πράγματα που προκαλούσαν όλα τρομερές προβλέψεις για το μέλλον.30

Όμως η σύγχυση που προκάλεσαν οι σεισμοί δεν ήταν αρκετή και συνέχιζαν να πέφτουν κεφάλια στην Ισταμπούλ. Ποτέ δεν ήξερε κανείς που βρισκόταν με τον σουλτάνο Ιμπραήμ. Ενοχλημένος που τον εμπόδιζαν τα κάρρα στους δρόμους τής πόλης, ο Ιμπραήμ είχε διατάξει τον μεγάλο βεζύρη Σαλίχ πασά, να φροντίσει ώστε να μην ξαναμπούν κάρρα οποιουδήποτε είδους εντός των τειχών. Όταν στη συνέχεια συνάντησε κάρρο στις 18 Σεπτεμβρίου 1647, ο Ιμπραήμ κάλεσε τον Σαλίχ ενώπιόν του και διέταξε αμέσως την εκτέλεσή του. Ο Αχμέτ πασάς, ο τότε υψηλότερος πολιτικός αξιωματούχος (καϊμακάμης), κατάφερε να εκτοπίσει έναν αντίπαλο για τη θέση τού μεγάλου βεζύρη, ενώ στη συνέχεια προσπάθησε να καταστρέψει την οικογένεια και τούς υποστηρικτές τού εκλιπόντος Σαλίχ.31 Παράλογοι διορισμοί γίνονταν στην Πύλη, όπου οι αστρολόγοι βοηθούσαν στον προσδιορισμό τής εξωτερικής πολιτικής. Την οθωμανική αυλή κυβερνούσαν οι ευνοούμενοι, οι «σουλτάνες» και οι χασεκή, από το χαρέμι, για τις οποίες η έγκαιρη παράδοση χιονιού για σερμπέτι άξιζε περισσότερο από τη στρατιωτική διοίκηση. Ο σουλτάνος Ιμπραήμ πίσω από το χαρέμι είχε χάσει εντελώς την επαφή με την πραγματικότητα. Η ηλίθια σκληρότητά του φαινόταν να αποκορυφώνεται σε τρέλλα. Η οθωμανική κυβέρνηση κατέρρεε. Η δυστυχία ήταν αναπόφευκτη και διαδεδομένη. Εδώ κι εκεί ο δειλός και ο δυσαρεστημένος ξεσηκώνονταν σε εξέγερση.

Αν και ο ίδιος ο σουλτάνος βυθιζόταν στην ακολασία και στην εξεζητημένη επίδειξη, ο μεγάλος βεζύρης Αχμέτ πασάς κακοδιαχειριζόταν τις υποθέσεις τού κράτους με ιδιοτελή αγριότητα. Η άποψη τού σουλτάνου για τη φορολογία ισοδυναμούσε με δήμευση. Ο μεγάλος βεζύρης πωλούσε κρατικά αξιώματα σαν εμπορεύματα. Τελικά μια κλίκα εχθρών τού Αχμέτ, απαρτιζόμενη σε μεγάλο βαθμό από αγάδες ή επικεφαλής αξιωματικούς των γενιτσάρων, τούς οποίους είχε αποτύχει να καταστρέψει, πήραν σταθερή θέση εναντίον του. Στρατολόγησαν την υποστήριξη τού μουφτή και των ουλεμάδων και ανακήρυξαν τον Αχμέτ έκπτωτο από τη θέση τού μεγάλου βεζύρη. Όμως οι αντάρτες δεν αρκέστηκαν στην απόλυσή τού και σύντομα τον θανάτωσαν. Στρέφοντας την προσοχή τους στον σουλτάνο, κατήγγειλαν την τυραννική ληστρικότητα και την απελπιστική διαφθορά τής αυλής, όπου κυριαρχούσαν οι έκλυτες γυναίκες τού χαρεμιού. Οι λαοί τής Οθωμανικής αυτοκρατορίας είχαν καταστραφεί. Οι άπιστοι χριστιανοί είχαν πάρει σαράντα κάστρα στη Βοσνία και τώρα απέκλειαν τα Δαρδανέλλια με ογδόντα πλοία, ενώ ο ίδιος ο πατισάχ παραδινόταν στη λαγνεία και την ηδονή, στη σπατάλη και τη διαφθορά. Οι μορφωμένοι ουλεμάδες συγκεντρώθηκαν και εξέδωσαν φετβά (διάταγμα), που έδινε την άδεια για την εκθρόνιση τού σουλτάνου και για την άνοδο στον θρόνο τού επτάχρονου γιού του, τού Μεχμέτ (Δ’).32

Ο μουφτής Αμπντουρραχήμ, ο νέος μεγάλος βεζύρης Μεχμέτ Σόλι, οι ουλεμάδες, οι (δύο) καντιασκέρηδες ή επικεφαλής δικαστές και οι αγάδες έστησαν θρόνο μπροστά από την Πύλη τής Έκστασης, την είσοδο τού χαρεμιού. Ο μικρός Μεχμέτ [Δ’] πρόβαλε από τούς εσωτερικούς θαλάμους τού Σεράι και, ως βασιλεύων σουλτάνος, έλαβε την υπακοή των βεζύρηδων και των ουλεμάδων. Ο μουφτής Αμπντουρραχήμ ήταν εκείνος που τα είχε υποκινήσει όλα αυτά. Ύστερα όμως από περίοδο αγωνίας και αμφιβολίας, ακόμη και η μητέρα τού σουλτάνου Ιμπραήμ, η Κιοσέμ, η βαλιδέ σουλτάνα, αποδέχθηκε την άνοδο τού εγγονού της στον θρόνο και την εκθρόνιση τού ανάξιου γιου της. Στον οργισμένο και αγανακτισμένο Ιμπραήμ δόθηκε επίσημη γνωστοποίηση τής εκθρόνισής του. Όταν διαμαρτυρήθηκε ότι ήταν ο πατισάχ, τού είπαν: «Όχι, δεν είστε ο πατισάχ, γιατί παραμελείτε εντελώς τη δικαιοσύνη και την πίστη. Έχετε καταστρέψει τον κόσμο Έχετε ξοδέψει τη ζωή σας στην επιπολαιότητα και τη λαγνεία. Έχετε διασκορπίσει τα χρήματα τού αυτοκρατορικού ταμείου για μηδαμινότητες. Στη θέση σας κυβερνούν παντού η διαφθορά και η σκληρότητα!»

Ο Ιμπραήμ φυλακίστηκε εκείνη τη μέρα (8 Αυγούστου 1648) και όταν δέκα μέρες αργότερα υπήρχε φόβος ότι θα εξεγείρονταν οι σπαχήδες για λογαριασμό του, ο μουφτής Αμπντουρραχήμ, ο μεγάλος βεζύρης Μεχμέτ Σόλι, οι καντιασκέρηδες και άλλοι εμπλεκόμενοι αξιωματούχοι στην Πύλη αποφάσισαν ότι έπρεπε να θανατωθεί ο διεστραμμένος Ιμπραήμ. Ο μουφτής είχε καταλήξει στο επίσημο συμπέρασμα ότι ήταν σωστό και πρέπον να απαλλαγούν από ένα πατισάχ, που απένειμε τις υπευθυνότητες τού νόμου και τού ξίφους όχι σε εκείνους που τις κέρδιζαν, αλλά σε εκείνους που τις αγόραζαν. Όταν ο μουφτής, ο μεγάλος βεζύρης, οι καντιασκέρηδες και οι άλλοι δυσαρεστημένοι αξιωματούχοι μπήκαν στο Σεράι, οι σκλάβοι και οι υπηρέτες τράπηκαν σε φυγή, γιατί κανένας από αυτούς δεν ήθελε να βρίσκεται εκεί όταν θα θανατωνόταν ο σουλτάνος. Ακόμη και ο Καρά Αλή, ο αρχιδήμιος τής Πύλης, προσπάθησε να κρυφτεί και στη συνέχεια έπεσε με δάκρυα στα πόδια τού μεγάλου βεζύρη, ο οποίος, χτυπώντας τον με ένα ρόπαλο, τον έβαλε στη δουλειά.

Ο μεγάλος βεζύρης και ο μουφτής, ακολουθούμενοι από τον «μαύρο Αλή» και τον βοηθό του, τον αχθοφόρο Αλή Χαμμάλ, πήγαν στο δύο δωματίων διαμέρισμα, όπου ήταν φυλακισμένος ο Ιμπραήμ. Τον βρήκαν ντυμένο σε ρόδινο και κόκκινο ένδυμα να διαβάζει το Κοράνι. Τούς παρακάλεσε και τούς έβρισε. Είχαν επιβιώσει με τη γενναιοδωρία του και τώρα τον είχαν προδώσει. Υπενθύμισε ότι ο Γιουσούφ πασάς τον είχε κάποτε συμβουλεύσει να θανατώσει τον Αμπντουρραχήμ «ως πρόξενο κακών, χωρίς πίστη, αλλά εγώ δεν σε σκότωσα και τώρα θέλεις εσύ να με σκοτώσεις. Δείτε εδώ την Αγία Γραφή, το Κοράνι, τον λόγο τού Αλλάχ, που καταδικάζει τη σκληρότητα και την αδικία». Όταν οι δήμιοι άπλωσαν τα χέρια τους πάνω στον Ιμπραήμ, εκείνος ξέσπασε σε κατάρες και προσβολές, βρίζοντας τον τουρκικό λαό για την απιστία τους προς τον ηγεμόνα τους. Βάζοντας το σχοινί γύρω από τον λαιμό του, οι δύο Αλή τον στραγγάλισαν μέσα σε διαρκή σιωπή (στις 18 Αυγούστου 1648). Θάφτηκε στον τάφο τού σουλτάνου Μουσταφά Α’ (1617-1618, 1622-1623) δίπλα στην είσοδο τής Αγίας Σοφίας.33 Ο νεαρός Μεχμέτ Δ’, που έγινε γνωστός ως «ο Κυνηγός», άρχιζε τώρα βασιλεία σαράντα σχεδόν ετών, προς το τέλος τής οποίας οι Τούρκοι θα υφίσταντο τη μεγαλύτερη κακοτυχία τής ιστορίας τους.

Η πτώση τού σουλτάνου Ιμπραήμ και η άνοδος στον θρόνο τού μικρού του γιου Μεχμέτ Δ’ οδήγησαν σχεδόν σε χάος την Ισταμπούλ και την Ανατολία. Οι γενίτσαροι κατέστειλαν την εξέγερση των σπαχήδων και των συνοδών τού Σεράι.34 Ο μεγάλος βεζύρης Σόλι Μεχμέτ δυσκολευόταν να κρατηθεί στην εξουσία, ενώ την άνοιξη τού 1649 ήρθε η είδηση από την Κρήτη ότι οι Τούρκοι είχαν αναγκαστεί να λύσουν την πολιορκία τού Χάνδακα λόγω έλλειψης ανδρών και πυρομαχικών. Ο Σόλι Μεχμέτ και ο τότε καπουδάν πασάς Βόινοκ Αχμέτ βρίσκονταν σε διαφωνία, αλλά στις 6 Μαΐου η τουρκική αρμάδα ξεπρόβαλε από το μεγάλο κανάλι νότια τής Καλλίπολης, πλέοντας προς το λιμάνι τής Νέας Φώκαιας (Γενιφότσα, στον κόλπο τού Τσανταρλή). Στο μεταξύ ο συρρικνωμένος στόλος τού Ενετού διοικητή Τζιάκομο ντα Ρίβα είχε ενισχυθεί με έξι περίπου πλοία από τον Χάνδακα. Πλέοντας μακριά από τις παράκτιες πυροβολαρχίες στην ευρωπαϊκή πλευρά των Δαρδανελλίων, ο Ρίβα ήταν καλά προετοιμασμένος για να προσπαθήσει να αποκλείσει την έξοδο τού καπουδάν πασά. Η δύναμη τού Ρίβα φαινόταν να αποτελείται από όχι περισσότερα από 19 ιστιοφόρα, τα οποία δεν μπορούσαν να ελιχθούν αποτελεσματικά στην ήρεμη, απάνεμη θάλασσα, πράγμα που είχε βοηθήσει την αναχώρηση τού Βόινοκ Αχμέτ από τα στενά, όπως λεγόταν με 65 περίπου γαλέρες, έξι γαλεάσες και αριθμό ιστιοφόρων. Διαφορετικές εκτιμήσεις παρέχονται, ως συνήθως, για το μέγεθος τού τουρκικού στόλου.

Βρίσκοντας καταφύγιο στο λιμάνι τής Παλαιάς Φώκαιας και κατά μήκος τής γειτονικής ακτογραμμής, γιατί οι γενίτσαροι διαφωνούσαν να πολεμήσουν στη θάλασσα, ο καπουδάν πασάς Βόινοκ Αχμέτ χρειάστηκε να αντιμετωπίσει επίθεση τού Τζιάκομο ντα Ρίβα στις 12 Μαΐου (1649). Οι γενίτσαροι έκοψαν τα σχοινιά που έδεναν τις γαλέρες τους με τις άγκυρες και προσπάθησαν να διαφύγουν. Λέγεται ότι οι Ενετοί είχαν καταλάβει μια γαλεάσα, ένα πλοίο και μια γαλέρα, αλλά, πράγμα που ήταν πιο σημαντικό, είχαν καταφέρει να βάλουν φωτιά σε τρεις γαλεάσες, δύο γαλέρες και σε εννέα περίπου πλοία. Οι ενετικές απώλειες ήσαν πολύ λιγότερο βαριές, αλλά προφανώς ο Ρίβα αποφάσισε να μην εκβιάσει υπερβολικά την τύχη του και αποσύρθηκε νότια τού Κόλπου τής Σμύρνης (Ιζμίρ κορφεζί). Ο καπουδάν πασάς ανασυγκρότησε τις δυνάμεις του, πλέοντας προς το νησί τής Ρόδου στις αρχές Ιουνίου. Εκεί οι απώλειές του αποκαταστάθηκαν με το παραπάνω με την προσθήκη δεκαοκτώ περίπου πλοίων από την Αίγυπτο, μαζί με δέκα γαλέρες κι άλλα τόσα γαλιόνια από την ακτή τής Μπαρμπαριάς. Αφού σταμάτησε στη Τήνο και τη Μήλο, σάλπαρε για τα Χανιά με άφθονες ενισχύσεις για την ανανέωση τής πολιορκίας τού Χάνδακα. Παρά το γεγονός ότι είχε συναντήσει τούς Ενετούς στη Μήλο, εκείνοι δεν τού επιτέθηκαν, ούτε εμπόδισαν την αποβίβασή του στα Χανιά.35

Η πυρπόληση των τουρκικών πλοίων από τούς Ενετούς στην Παλαιά Φώκαια άναψε φλόγα δολοπλοκίας στην Πύλη, με την οποία η γιαγιά τού Μεχμέτ Δ’, η βαλιδέ σουλτάνα, καθώς και ο Καρά Μουράτ, ο αγάς των γενιτσάρων, επέφεραν την πτώση τού μεγάλου βεζύρη Σόλι Μεχμέτ, ο οποίος εξορίστηκε από την Ισταμπούλ και στη συνέχεια θανατώθηκε.36 Ο Καρά Μουράτ τον διαδέχθηκε ως μεγάλος βεζύρης, αλλά, όπως όλοι οι μεγάλοι βεζύρηδες κατά τη διάρκεια εκείνων των ετών, δεν κράτησε πολύ. Με τις ταραχές να βράζουν στην Ανατολία, όπου σύντομα ξέσπασε εξέγερση την 1η Ιουλίου 1649, ο Καρά Μουράτ αποδέχθηκε την ανανέωση τής εικοσαετούς ειρήνης τού Ζιτβατόροκ (της 11ης Νοεμβρίου 1606), σύμφωνα με την οποία οι ηγέτες τής Αγίας Ρωμαϊκής και τής Οθωμανικής αυτοκρατορίας έπρεπε να αναγνωρίζουν ο ένας τον άλλον ως «αυτοκράτορα». Παρά το γεγονός ότι το 1606 ο αυτοκράτορας Ροδόλφος είχε συμφωνήσει να δώσει στον σουλτάνο 200.000 φλουριά σε μετρητά, ο ετήσιος φόρος τιμής προς την Πύλη ακυρώθηκε για πάντα.37 Σύμφωνα με τη συνθήκη τού 1649 ο αυτοκράτορας Φερδινάνδος Γ’ είχε συμφωνήσει να δώσει στον σουλτάνο μια-κι-έξω δώρο 40.000 φλουριών, που θα παραδιδόταν στην Πύλη εντός δέκα μηνών από την τουρκική επικύρωση τής ειρήνης (transmittetur infra spatium 10. mensium … sponte promissum illud munus valoris 40. m. fl. pro hac vice et imposterum non amplius … Imperatori Turcarum …).38 Είναι ίσως περιττό να προστεθεί ότι σε γενικές γραμμές η ειρήνη δεν επρόκειτο να τηρηθεί.

Λίγο μετά την άφιξή του στην Κρήτη, ο καπουδάν πασάς Βόινοκ Αχμέτ σκοτώθηκε από μπάλα κανονιού κατά την τουρκική επίθεση εναντίον τής Σούδας. Είχε τις διαφωνίες του με τον Χουσεΐν πασά, τον σερντάρ ή στρατηγό των χερσαίων δυνάμεων στην Κρήτη. Τα τουρκικά στρατεύματα προχώρησαν σε ανταρσία, αρνούμενα να επιστρέψουν στα χαρακώματα στον Χάνδακα, μέχρι να σταλούν για να βοηθήσουν στην πολιορκία οπλουργοί και σκαπανείς, που είχαν συχνά ζητηθεί. Οι εχθροί τού Χουσεΐν είχαν ενθαρρύνει την ανταρσία, μέχρι τη στιγμή που φοβήθηκαν ότι βρισκόταν σε κίνδυνο η δική τους ζωή και τα δικά τους συμφέροντα. Όταν οι διοικητές τού τουρκικού στόλου διέθεσαν στον Χουσεΐν τoυς αναγκαίους σκαπανείς, ναύτες και κουρσάρους για να αναλάβουν σταθερή θέση μπροστά στον Χάνδακα, η πολιορκία συνεχίστηκε για δύο μήνες. Περισσότερες από εβδομήντα νάρκες εξερράγησαν. Οι Τούρκοι έχασαν περισσότερα από χίλια άτομα και οι πολιορκημένοι έχασαν τον γενναίο διοικητή τους, τον κόμη Τζιοβανμπαττίστα Κολλορέντο.39 Όμως τώρα έρχονταν εντολές από την Ισταμπούλ, ανακαλώντας 1.500 γενίτσαρους, στη θέση των οποίων είχαν στρατολογηθεί (λεγόταν) για υπηρεσία στην Κρήτη άλλοι 3.000 γενίτσαροι και 1.000 σπαχήδες. Πότε όμως θα έρχονταν αυτοί στο νησί; Ήταν πάρα πολύ σαφές στον Χουσεΐν, τού οποίου η δραστηριότητα και τόλμη είχαν προκαλέσει τη ζήλια των ανταγωνιστών του, τόσο στο νησί όσο και στην πρωτεύουσα ότι για μια ακόμη φορά η συρρικνούμενη ανθρώπινη δύναμη θα σταματούσε την πολιορκία τού Χάνδακα.

Ο Χουσεΐν πασάς είχε αρνηθεί να υπηρετήσει με τον καπουδάν πασά που είχε διοριστεί ως διάδοχος τού Βόινοκ Αχμέτ και έτσι ο τίτλος τού μεγάλου ναυάρχου δόθηκε στον Χαϊντεραγκαζάντε Μεχμέτ πασά. Ο μεγάλος βεζύρης Καρά Μουράτ πασάς ήταν ευχαριστημένος με τη σκέψη ότι ο Χάιντερ θα πήγαινε στην Κρήτη, γιατί υποπτευόταν ότι εποφθαλμιούσε τη θέση τού μεγάλου βεζύρη. Λίγα μπορούσαν να γίνουν για κάποιο χρονικό διάστημα, επειδή τα τουρκικά στρατεύματα πήγαιναν τώρα σε χειμερινά καταλύματα. Στο μεταξύ η Ισταμπούλ ήταν συνονθύλευμα μηχανορραφιών, τις οποίες ο φον Χάμμερ-Πούργκσταλ έχει προσπαθήσει να απεικονίσει, καθώς η Κιοσέμ, η γιαγιά τού μικρού σουλτάνου, η Ελληνίδα βαλιδέ σουλτάνα, συμμετείχε σε χωρίς τέλος μάχη για την υπέρτατη αρχή με τη νεότερη βαλιδέ σουλτάνα, την Ταρχάν, τη Ρωσίδα μητέρα τού σουλτάνου. Οι μεγάλοι βεζύρηδες δεν κρατούσαν για πολύ. Ο Καρά Μουράτ σύντομα έχασε την ανώτατη θέση και στάλθηκε ως κυβερνήτης τής Βούδας [πέστης]. Θα τον αντικαθιστούσε ο Μελέκ Αχμέτ πασάς στα τέλη Αυγούστου 1650.

Οι Τούρκοι κρατούσαν την ενετική φρουρά στον Χάνδακα υπό στενό περιορισμό, αν και τον Ιούλιο τού 1650 ο επιστάτης Αλβίζε Μοτσενίγκο ανέκτησε το μικρό νησί των Αγίων Θεοδώρων στα ανοιχτά των Χανίων.40 Το αυτοκρατορικό συμβούλιο (ντιβάνι) στην Ισταμπούλ διέταξε την κατασκευή τριών οχυρών στην περιοχή τού Χάνδακα, ενός κοντά στο Λαζαρέττο, ενός άλλου κοντά στο μικρό φρούριο τού Κάστρου και τού τρίτου στον τόπο όπου τα τουρκικά στρατεύματα αποβιβάζονταν συνήθως για επιθέσεις εναντίον τής πόλης. Ο καπουδάν πασάς Χαϊντεραγκαζάντε είχε φύγει από την Ισταμπούλ με την αρμάδα τού σουλτάνου τον Μάιο (1650), αλλά δεν μπορούσε να βγει από τα Δαρδανέλλια λόγω τού άγρυπνου αποκλεισμού τής εξόδου από τούς Ενετούς, με (όπως αναφερόταν) 32 γαλιόνια, επτά γαλέρες και δύο γαλεάσες. Ο Χάιντερ είχε προβλήματα με τούς γενίτσαρους, που απεχθάνονταν τον ναυτικό πόλεμο και τα θαλασσινά ταξίδια. Καθώς ο αποκλεισμός συνεχιζόταν, εύρισκαν παρηγοριά στη λεηλασία τής ευρωπαϊκής και τής Ασιατικής ακτής των Δαρδανελλίων.

Για να εξασφαλίσει καλύτερη απόδοση των Τούρκων στη θάλασσα, η κυβέρνηση στην Πύλη διέταξε τούς ναυστάθμους τής Μαύρης Θάλασσας να κατασκευάσουν 29 γαλιόνια. Οι καραβομαραγκοί θα χρησιμοποιούσαν ωριμασμένο ξύλο, γιατί το φρεσκοκομμένο έτεινε να ραγίζει, όσο πάλιωνε. Υπήρχε αύξηση τής φορολογίας. Στα τέλη φθινοπώρου τού 1650 ο Χοζαμζάντε Αλή πασάς τής Ρόδου διορίστηκε καπουδάν πασάς. Προς το τέλος τού έτους ανέβασε σε οκτώ γαλέρες και μερικά δικά του πλοία χίλιους σπαχήδες, τέσσερα συντάγματα γενιτσάρων και άλλα στρατεύματα, μπαρκάροντας μέσα στην ερημιά τού χειμώνα από τα Δαρδανέλλια χωρίς καμία αντίσταση από τούς Ενετούς, οι οποίοι είχαν εγκαταλείψει τον αποκλεισμό με την υπόθεση ότι οι Τούρκοι δεν θα έμπαιναν στη θάλασσα εκείνη την εποχή τού έτους. Ο Χοζάμ Αλή έκανε στάση στη Χίο και συνέχισε προς Κρήτη, όπου έφτασε σε μία βδομάδα με όλα τα στρατεύματά του, τις προμήθειες και τα πυρομαχικά. Για τέτοια εξαιρετική υπηρεσία προς την Πύλη του προσφέρθηκε η προαγωγή σε βεζύρη, αλλά επειδή οι τρεις αλογοουρές που πήγαιναν μαζί με αυτή την τιμή θα τού κόστιζαν 400.000 γρόσια, αρνήθηκε τη δαπανηρή διάκριση.41 Σε κάθε περίπτωση η πολιορκία τού Χάνδακα συνεχιζόταν και ο Χοζάμ Αλή είχε ενισχύσει τις τουρκικές δυνάμεις.

Το μεγάλο βεζυράτο τού Μελέκ Αχμέτ πασά κράτησε μόλις ένα χρόνο (1650-1651). Ο δικός του ήταν ο δεύτερος από δέκα διορισμούς στην οθωμανική προεδρία μέσα στα μόλις περισσότερα από έξι χρόνια, μέχρι τον διορισμό τού σκληροτράχηλου Μεχμέτ Κιοπρουλού το 1656. Ο Μελέκ Αχμέτ προσπαθούσε με πουριτανική ειλικρίνεια να αντιμετωπίσει το αυτοκρατορικό έλλειμμα τού κράτους. Ξεκίνησε με το μπεντελί τιμάρ, ειδική εισφορά επί των φέουδων, η οποία λέγεται ότι είχε αποσπάσει από τούς τιμαριούχους το μισό περίπου εισόδημά τους, προκαλώντας εξέγερση στην Ανατολία και στην Κρήτη. Παρά το γεγονός ότι ο ίδιος ήταν αντίθετος με την πώληση κυβερνητικών αξιωμάτων, ο Μελέκ Αχμέτ προσπάθησε να ανακουφίσει την πίεση επί τού ταμείου επιτρέποντας στους ενδιαφερόμενους να αγοράσουν τις θέσεις τους και δημιουργώντας λογιστικό γραφείο για την παρακολούθηση των εσόδων, τα οποία ανέρχονταν μόλις στο ένα δέκατο των αναμενομένων. Στη συνέχεια προκάλεσε κατάπληξη στο αυτοκρατορικό συμβούλιο ή ντιβάνι, όταν πρότεινε ότι όλοι οι βεζύρηδες έπρεπε να εγκαταλείψουν για δύο χρόνια τα εισοδήματα που εισέπρατταν από αυτοκρατορικά εδάφη. Ίσως αυτός μπορούσε να είναι τρόπος για να πληρωθούν οι στρατιώτες, γιατί το αυτοκρατορικό ταμείο είχε ήδη εισπράξει και εκταμιεύσει τούς φόρους των επόμενων δύο ετών.

Οι βεζύρηδες όμως ήσαν στενοχωρημένοι με τη σκέψη των μειούμενων εισοδημάτων τους. Έτσι κι αλλιώς, αν ο μεγάλος βεζύρης πωλούσε ένα κρατικό αξίωμα σε καλή τιμή, πιθανώς θα κρατούσε ο ίδιος το σαράντα τοις εκατό τού ποσού. Θα μπορούσε να αντέξει οικονομικά χωρίς τα εισοδήματα που προέρχονταν από τα αυτοκρατορικά εδάφη. Αλλά οι χαμηλότεροι βεζύρηδες ζούσαν από τέτοιο εισόδημα. Πράγματι ναι, εξηγούσε ο Γιουσούφ πασάς, ο δεύτερος βεζύρης. Το μερίδιό του από τα αυτοκρατορικά εδάφη ανερχόταν σε όχι περισσότερο από ένα εκατομμύριο άσπρα, τα οποία, όταν προστίθεντο στο δώρο στο Μπαϊράμι (γιορτή που ακολουθούσε το Ραμαζάνι), δεν επαρκούσαν για να πληρώσει τα έξοδά του. Φαινόταν ότι το κόστος ζωής των βεζύρηδων μεγάλωνε καθώς μειώνονταν τα εισοδήματά τους. Ο τρίτος βεζύρης, ο γέρος Κεναάν πασάς, αληθινός μουσουλμάνος, παρέμενε ήρεμος όταν ήρθε η σειρά του, αλλά ο μεγάλος βεζύρης τον πίεσε να μιλήσει με πλήρη ελευθερία. Λοιπόν, είπε ο Κεναάν, οι μισθοί των γενίτσαρων ανέρχονταν σε 800.000 γρόσια τον χρόνο, αλλά από το ποσό αυτό οι αγάδες παρακρατούσαν 300.000 γρόσια για τον εαυτό τους. Οι αγάδες έπρεπε να βοηθήσουν να υπάρξει πληρωμή των στρατιωτών. Αν κάποιος άρπαζε τα σχετικά μικρά ποσά, που δύσκολα αρκούσαν για τη συντήρηση των βεζύρηδων και των οικογενειών τους, άραγε τα έσοδα θα βοηθούσαν πολύ το ταμείο;

Η ομιλία τού Κεναάν συγκλόνισε τούς αγάδες. Ο Μπεγκτάς διαμαρτυρήθηκε με μαλακή φωνή, «αλλά δεν έχω εισόδημα πέρα από τα τετρακόσια άσπρα μου τη μέρα». Αυτό ήταν το μόνο που είχε να πει. Ήταν σαφές ότι ο μεγάλος βεζύρης δεν εύρισκε τη λύση για το τεράστιο έλλειμμα των Οθωμανών. Το βάρος που οι βεζύρηδες και οι αγάδες μετατόπιζαν από τούς δικούς τους ώμους θα έπεφτε έτσι πιο βαρύ στους φτωχούς, στους ουλεμάδες, στους σεΐχηδες, στις χήρες και στα ορφανά, αφαιρώντας το σύνολο ή μέρος των κρατικών συντάξεών τους. Ο ταμίας ή ντεφτερντάρ Εμίρ πασάς πρότεινε την πλήρη ακύρωση, για το τρέχον έτος, των 17.000.000 άσπρων που αποτελούσαν το συνολικό κόστος των συντάξεων.

Όταν η γριά βαλιδέ σουλτάνα, η σοφή Ελληνίδα χήρα τού Αχμέτ Α’ (πεθ. 1617), έμαθε γι’ αυτές τις συζητήσεις, κάλεσε τούς φύλακες τού κράτους: «Έτσι παίρνετε το ψωμί μακριά από τριάντα χιλιάδες συνταξιούχους; Σε ποιον θέλετε να ρίξουν αυτοί την κατάρα;» Ο Σαρικατίμπ, ο νεαρός γραφέας που ήταν ζιζάνιο, είχε το θράσος να απαντήσει:

Αχ, αγαπητή κυρία, από τότε που άρχισε ο κόσμος, κανένας δεν έχει ακούσει ποτέ να λένε ότι τα φρούρια πάρθηκαν από τις προσευχές μουλάδων και δερβίσηδων. Αν κάποιος ρωτήσει ποιος κέρδισε αυτή τη μάχη, ποιος πήρε εκείνο το φρούριο, η απάντηση είναι ο Ιμπραήμ πασάς ο Μέθυσος ή κάποιος Πασάς ο Πληκτικός. Οι προσευχές των φτωχών και των δερβίσηδων δεν χρησιμεύουν σε εμάς περισσότερο απ’ όσο μάς βλάφτουν οι κατάρες τους. Χωρίς δισταγμό θα πάρω την κατάρα πάνω μου!

Κι έτσι ο Μελέκ Αχμέτ φαινόταν να έχει βρει τη λύση για το έλλειμμα. Τριάντα χιλιάδες συντάξεις λέγεται ότι ανεστάλησαν για ένα έτος. Οι συνταξιούχοι δεν είχαν δικαίωμα ψήφου, δεν είχαν φωνή στην κυβέρνηση.42

Όχι, ο Μελέκ Αχμέτ πασάς δεν είχε λύσει το ταμειακό του πρόβλημα, αλλά είχε προσθέσει στην κοινωνική αναταραχή, τόσο στην πρωτεύουσα όσο και στις επαρχίες. Η επόμενη κίνησή του ήταν να διαφθείρει το νόμισμα, εκδίδοντας στο Βελιγράδι ένα απαξιωμένο άσπρο (ακτσέ) με περιεκτικότητα σε ασήμι μόνο το ένα περίπου τρίτο εκείνης τού προηγούμενου άσπρου. Τώρα χρειάζονταν 150 άσπρα, όχι πια 50, για να αντιστοιχούν σε ένα χρυσό ουγγρικό δουκάτο. Το μπεντελί τιμάρ, η εισφορά για τα φέουδα, προκάλεσε εξέγερση στην Ανατολία, η οποία επεκτάθηκε στη Συρία και έφτασε στα περσικά σύνορα. Εξέγερση ξέσπασε στη Σμύρνη (Ιζμίρ), όταν ο τοπικός κυβερνήτης, υπακούοντας σε διαταγές από την Ισταμπούλ, έκλεισε τις αποθήκες για να διακόψει την εξαγωγή σιταριού. Ανταγωνισμοί, φόβοι και υποψίες στην πρωτεύουσα προκαλούσαν σοβαρή ρήξη μεταξύ τού μεγάλου βεζύρη Μελέκ Αχμέτ και των αγάδων. Λόγω τού διεφθαρμένου νομίσματος και τής ασταθούς κυβέρνησης ο πληθωρισμός βρισκόταν σε άνοδο, ενώ παρ’ όλα αυτά η ένδυση και η μαγειρική έφταναν σε γελοία επίπεδα πολυτέλειας. Ως συνήθως στο Ισλάμ υπήρχε θρησκευτική διαμάχη, όπου οι φονταμενταλιστές έκαναν έφοδο εναντίον των φιλελευθέρων, που συγχωρούσαν το κάπνισμα καπνού και την κατανάλωση καφέ. Υποκύπτοντας στην πίεση των φονταμενταλιστών, ο μεγάλος βεζύρης απαγόρευσε τούς χορούς και τα άσματα των δερβίσηδων, ενώ στη συνέχεια, υποκύπτοντας σε άλλες συμβουλές, απαγόρευσε σε οποιονδήποτε να παρεμβαίνει στους χορούς τους.

Όμως ο Μελέκ Αχμέτ, μάλλον επιδέξια, απαλλάχτηκε από τον μουφτή Μπεχαγί, ο οποίος τον ενοχλούσε. Υποστηρίζοντας ότι είχε πιο σημαντικά θέματα να ασχοληθεί, ο Μελέκ Αχμέτ ανέθεσε στον Μπεχαγί την αντιμετώπιση ορισμένων αιτημάτων που υπέβαλλε στην Πύλη ο Άγγλος πρόξενος στη Σμύρνη. Ενοχλημένος από τις διεκδικήσεις τού πρόξενου και εξοργισμένος από τη στάση τού Άγγλου πρέσβη, τούς οποίους κάλεσε ενώπιόν του, ο Μπεχαγί εξαπέλυσε ύβρεις εναντίον τού δεύτερου και έβαλε να τον κλειδώσουν σε στάβλο. Προσβάλλοντας οποιονδήποτε διαμαρτυρόταν για τη δικτατορική συμπεριφορά του, ο Μπεχαγί προκάλεσε την οργή των αγάδων που πέτυχαν, προς ικανοποίηση τού Μελέκ Αχμέτ, να επιφέρουν την απόλυσή του και την αντικατάστασή του από τον Αζίζ εφέντη. Η απαλλαγή από τον ενοχλητικό Μπεχαγί έδωσε αναμφίβολα στον Μελέκ Αχμέτ κάποια ικανοποίηση, αλλά είχε προβλήματα παντού (στις επαρχίες, καθώς και στην πρωτεύουσα) και αποδεικνυόταν εντελώς ανίκανος για την αντιμετώπισή τους.

Έχοντας υποτιμήσει το άσπρο, ο Μελέκ Αχμέτ προχώρησε σε γρόσια με μειωμένη περιεκτικότητα σε ασήμι στα οθωμανικά νομισματοκοπεία στο Βελιγράδι, στην Αλβανία και στη Βοσνία. Όταν προσπάθησε να επιβάλει την αποδοχή αυτού τού νομίσματος στις εμπορικές επιχειρήσεις, σε ισοτιμία 118 άσπρων προς το γρόσι, προκάλεσε αυτό που υπήρξε προφανώς η πρώτη ασυγκράτητη εξέγερση των συντεχνιών στην τουρκική ιστορία. Οι δυσκολίες των εμπόρων και βιοτεχνών ήσαν ανυπέρβλητες, όταν έπρεπε να ανταλλάξουν το υγιέστερο δυτικό νόμισμα με το φθηνό τής νομισματοκοπίας των Οθωμανών. Σε μεγάλη και θορυβώδη πορεία προς το Σεράι οι αρχηγοί των συντεχνιών, με υποστήριξη από τις μάζες των εμπόρων και των βιοτεχνών, απαίτησαν μεγαλόφωνα την απομάκρυνση τού μεγάλου βεζύρη. Ισχυρίζονταν ότι είχαν πληρώσει σαράντα περίπου φόρους κατά τη διάρκεια τού τρέχοντος έτους. Το αγόρι-σουλτάνος και η γριά βαλιδέ σουλτάνα χρειάστηκε να υποχωρήσουν. Ο Μελέκ Αχμέτ έχασε το αξίωμα στις 21 Αυγούστου 1651 και για σύντομο χρονικό διάστημα τον αντικατέστησε ο Σιούς πασάς. Στο μεταξύ η Πύλη είχε πληρώσει βαρύ τίμημα για την προφανώς καλοπροαίρετη αλλά οπωσδήποτε αναποτελεσματική εξουσία τού Μελέκ Αχμέτ.43

Ο πόλεμος παρατεινόταν στη Δαλματία, καθώς και στο Αιγαίο. Τα χρόνια 1649-1650 υπήρξαν παρατεταμένη ταλαιπωρία, όπως έγραφε ο Λεονάρντο Φόσκολο στον δόγη από τη Ζάρα στις 28 Ιουνίου 1650. Πείνα και λοιμός ταλάνιζαν τον ενετικό ναυτικό σταθμό στη Ζάρα, εισβάλλοντας ακόμη και στο νοικοκυριό τού ίδιου τού Φόσκολο.44 Κατά τη διάρκεια αυτών των δύο ετών, λόγω τού πολέμου τού Κάστρο, οι γαλέρες τού Ιννοκέντιου Ι’ δεν είχαν ενταχθεί στον ενετικό στόλο. Οι ασταθείς συνθήκες στα ιταλικά ύδατα και στη χερσόνησο σήμαιναν ότι οι παπικές γαλέρες χρειάζονταν για την προστασία των προσκυνητών, που επισκέπτονταν τη Ρώμη για το έτος ιωβηλαίου.45 Οι μαλτέζικες είχαν έρθει, αλλά ελάχιστα ή τίποτε δεν είχε επιτευχθεί σε αυτά τα δύο χρόνια.

Ενετικές και τουρκικές γαλέρες, γαλεάσες και ιστιοφόρα ταξίδευαν πάνω-κάτω στο βόρειο Αιγαίο και τις Κυκλάδες, χωρίς σοβαρή σύγκρουση. Επωφελούμενοι από την εμπειρία των τελευταίων ετών, οι Τούρκοι είχαν προσθέσει στις γαλέρες και στις «μαόνες» τους ή γαλεάσες μεγαλύτερα ιστιοφόρα με πλευρικά κανόνια. Οι Ενετοί εξακολουθούσαν να πιστεύουν ότι η επικέντρωσή τους στον στόλο και όχι στον στρατό αποτελούσε τον τρόπο για να σώσουν την Κρήτη από τα νύχια των Τούρκων. Όμως ο ετήσιος αποκλεισμός τους των Δαρδανελλίων δεν είχε εμποδίσει τούς Τούρκους να ενισχύουν τον εξοπλισμό τους στο νησί, μεταφέροντας χρόνο με τον χρόνο στα Χανιά άνδρες, πυρομαχικά και προμήθειες. τούς Ενετούς είχε σίγουρα βοηθήσει η διάθεση εξέγερσης την οποία προκαλούσε η πολιτική τού μεγάλου βεζύρη Μελέκ Αχμέτ. Έξι βδομάδες πριν από την πτώση του, οι Τούρκοι είχαν υποστεί σημαντική ήττα στην πρώτη μεγάλης κλίμακας ναυμαχία τού πολέμου τής Κρήτης. Η τουρκική αποτυχία είχε συντελέσει στην ανατροπή τού Μελέκ Αχμέτ.

Υποκύπτοντας στο υψηλό κόστος μίσθωσης (και μερικές φορές ασφάλισης) ξένων σκαφών, ιδιαίτερα αγγλικών και ολλανδικών πλοίων, οι Ενετοί εγκατέλειψαν τον αποκλεισμό των Δαρδανελλίων στις αρχές τού έτους 1651, αν και θα τον ξανάρχιζαν αργότερα. Παρά την αστάθεια τής τουρκικής κυβέρνησης και τη γενική ανησυχία στην Ισταμπούλ, οι εργασίες είχαν συνεχιστεί στους ναυστάθμους και στις 21 Ιουνίου ο καπουδάν πασάς Χοζαμπεγκζάντε Αλή απέπλευσε από τα Δαρδανέλλια, χωρίς παρεμβολές. Ο Μελέκ Αχμέτ και η γριά βαλιδέ σουλτάνα έλπιζαν για κάποια επιτυχία, γιατί λεγόταν ότι την αρμάδα τού Χοζάμ αποτελούσαν 53 γαλέρες, 55 πλοία και έξι μαόνες. Ο Ενετός γενικός διοικητής Αλβίζε Μοτσενίγκο φαίνεται ότι είχε διαθέσιμες και έτοιμες για δράση όχι περισσότερες από 24 γαλέρες, 28 πλοία και έξι γαλεάσες. Στην πραγματικότητα αυτός ήταν μεγάλος στόλος για τούς Ενετούς, των οποίων τα σκάφη ήσαν καλοφτιαγμένα και αξιόπλοα, όπως δεν ήσαν συχνά τα τουρκικά σκάφη. Αγκυροβολημένος στα ανοικτά τής νότιας ακτής τού Νεγκροπόντε (Εύβοιας) στις αρχές τού Ιουλίου, ο Μοτσενίγκο πληροφορήθηκε ότι η αρμάδα τού Χοζάμ Αλή είχε αποπλεύσει στις 29 Ιουνίου από τη Χίο προς το νησί τής Πάτμου.

Στην προσπάθειά του να σταματήσει την τουρκική αρμάδα πριν μπορέσει να φτάσει στην Κρήτη, ο Μοτσενίγκο πήγε στο ηφαιστειογενές νησί τής Σαντορίνης, το οποίο είχε καταστραφεί από φοβερή έκρηξη τού προηγούμενου έτους. Έφτασε στη Σαντορίνη αργά στις 5 Ιουλίου (1651) και δύο μέρες αργότερα η αρμάδα τού σουλτάνου υπό τον Χοζάμ Αλή πασά φάνηκε στον ανατολικό ορίζοντα. Στις 8 Ιουλίου οι Τούρκοι επιτέθηκαν σε μέρος τού ενετικού στόλου με αποφασιστικό τρόπο. Πέντε πλοία υπό τον Τζιρολάμο Μπαττάλια αναγκάστηκαν να αναλάβουν το κύριο βάρος τής επίθεσης, μέχρι να δεχτούν επικουρία από τον Λούκα Φραντσέσκο Μπάρμπαρο, τον διάδοχο τού Ρίβα ως «διοικητή των ιστιοφόρων» (capitano delle navi). Όταν ο Αλβίζε Μοτσενίγκο πλησίασε στη σκηνή τής δράσης, οι Τούρκοι αποσύρθηκαν προς τα βόρεια. Το πρωί τής 10ης Ιουλίου ο ενετικός στόλος συγκρούστηκε μαζί τους ανάμεσα στα νησιά τής Πάρου και τής Νάξου. Οι αδελφοί Τομμάζο και Λάζαρο Μοτσενίγκο, που ήσαν διοικητές στις δύο γαλεάσες στην αριστερή πτέρυγα τού στόλου καθώς αυτός πλησίαζε τούς Τούρκους, προσπάθησαν να επιτεθούν σε μερικές από τις γαλέρες τού πασά που εξακολουθούσαν να παίρνουν νερό στην Πάρο, για να δουν όμως τον ίδιο τον Χοζάμ Αλή να τούς επιτίθεται με τις έξι γαλεάσες του και μερικές γαλέρες. Ο Τομμάζο σκοτώθηκε, ο Λάζαρο τραυματίστηκε, ενώ οι άνδρες και τα πλοία τους βρίσκονταν σε κίνδυνο μέχρι να σπεύσει σε επικουρία τους ο Φραντσέσκο Μοροζίνι, ο «διοικητής στις γαλεάσες» (capitano delle galleazze). Αργότερα κατά τη διάρκεια τού αιώνα ο Μοροζίνι θα αναδεικνυόταν ως η κύρια φυσιογνωμία στους πολέμους τής Βενετίας με τούς Τούρκους. Υπήρχε κι άλλος Φραντσέσκο Μοροζίνι, ο διοικητής τού Κόλπου, δηλαδή τής Αδριατικής, ο οποίος θα σκοτωνόταν (όπως θα δούμε) στην πρώτη «ναυμαχία των Δαρδανελλίων» στα μέσα Μαΐου 1654.

Όταν ο Μοροζίνι διέσωσε τις γαλεάσες των Μοτσενίγκο, η ενετική δεξιά πτέρυγα και η κεντρική μοίρα (battaglia) διέσπασαν την τουρκική γραμμή, το κέντρο τής οποίας είχε αποσπαστεί λόγω τής επίθεσης τού Χοζάμ Αλή πασά επί των αδελφών Μοτσενίγκο. Οι τουρκικές γαλέρες τράπηκαν σε φυγή, αφήνοντας εκείνους που βρίσκονταν πάνω στα ιστιοφόρα να φροντίσουν για τούς εαυτούς τους. Με τούς Τούρκους σε σχεδόν απελπιστική σύγχυση, οι γρήγορα κινούμενες ενετικές γαλέρες συνέκλιναν πάνω τους, συλλαμβάνοντας μια «μαόνα» και δέκα ή έντεκα πλοία. Βάζοντας φωτιά σε άλλα πέντε τουρκικά πλοία, οι Ενετοί συνέλαβαν 965 περίπου αιχμαλώτους.46 Ήταν έργο καλής ημέρας.

Ο Αλβίζε Μοτσενίγκο αποσύρθηκε στον Χάνδακα με τον ενετικό στόλο και με τα πλοία που είχε συλλάβει. Σύντομα ενώθηκαν μαζί του τέσσερις παπικές και τέσσερις γαλέρες τής Μάλτας, αλλά δεν υπήρξε περαιτέρω σημαντική δράση για το υπόλοιπο τού έτους 1651. Ο Χοζάμ Αλή πασάς αναζήτησε καταφύγιο στον τουρκικό ναυτικό σταθμό τής Ρόδου και στη συνέχεια έπλευσε με σαράντα γαλέρες προς τα Χανιά, χωρίς να συναντήσει εμπόδια στον δρόμο. Στα μέσα Σεπτεμβρίου ο Αλβίζε Μοτσενίγκο παρέδωσε τη σκυτάλη τού γενικού διοικητή στον διάδοχό τού Λεονάρντο Φόσκολο, ο οποίος πέρασε το φθινόπωρο λεηλατώντας τις Σποράδες από τη Σάμο μέχρι την Κω, χωρίς να κερδίσει τίποτε περισσότερο από την εχθρότητα των Ελλήνων. Όταν ο Φόσκολο επέστρεψε στον Χάνδακα, ο Χοζάμ Αλή απέπλευσε για την Ισταμπούλ με 22 γαλέρες, πέντε πλοία και τις υπόλοιπες πέντε μαόνες ή γαλεάσες του.47 Απομακρύνθηκε από τη θέση τού καπουδάν πασά ή μεγάλου ναυάρχου ένα περίπου χρόνο αργότερα, στις 3 Οκτωβρίου 1652, επειδή δεν μπόρεσε να σημειώσει καμία επιτυχία εναντίον των Ενετών.

Στο μεταξύ οι συνθήκες στην Πύλη επιδεινώνονταν. Παρά το γεγονός ότι ο νέος μεγάλος βεζύρης Σιούς πασάς έλεγχε την εξέγερση των εμπόρων, διαβεβαιώνοντάς τους για την κατάργηση τής υπερβολικής φορολογίας που τούς είχε επιβληθεί, τα προβλήματα υπέβοσκαν στο Σεράι, που είχε μετατραπεί σε κέντρο τής Οθωμανικής κυβέρνησης. Οι έμποροι έτρεφαν διαρκές μίσος για τούς αγάδες των γενίτσαρων, που τούς είχαν αναγκάσει σε υποταγή. Οι αγάδες παρέμεναν εχθρικοί προς τούς εμπόρους, που είχαν απαιτήσει τα κεφάλια τους. Για χρόνια οι αγάδες τα πήγαιναν καλά με τις «σουλτάνες» στο χαρέμι, όπως τις αποκαλούσαν οι δυτικοί, αλλά τώρα είχαν διαμορφωθεί στο Σεράι δύο εχθρικά στρατόπεδα. Το ένα είχε συγκεντρωθεί γύρω από την Κιοσέμ, τη γριά βαλιδέ σουλτάνα, η οποία είχε κατά καιρούς κυβερνήσει την Οθωμανική αυτοκρατορία κάτω από τον σύζυγό της Αχμέτ Α’, κάτω από τούς γιους της, τον Μουράτ Δ’ και τον έκφυλο Ιμπραήμ, καθώς και τώρα κάτω από τον μικρό εγγονό της Μεχμέτ Δ’. Το άλλο στρατόπεδο είχε συσπειρωθεί γύρω από την Ταρχάν, τη νεαρή βαλιδέ σουλτάνα, τη μητέρα τού Μεχμέτ Δ’. Η Κιοσέμ βασιζόταν στον Μπεγκτάς, τον αγά των γενιτσάρων. Η Ταρχάν στον μαύρο ευνούχο Σουλεϊμάν αγά. Ο Σουλεϊμάν είχε σταδιακά αποσπάσει δύναμη από την παλιά βαλιδέ σουλτάνα κι έτσι βρισκόταν σε σοβαρή αντίθεση με τούς αγάδες. Δώδεκα μέρες μετά τον εξαναγκασμό τού Μελέκ Αχμέτ σε παραίτηση από τη θέση τού μεγάλου βεζύρη, η εχθρότητα μεταξύ Κιοσέμ και Ταρχάν έφτανε στο σημείο (στις 2 Σεπτεμβρίου 1651), από το οποίο προφανώς δεν ήταν δυνατή η επιστροφή στην επιφανειακή ανοχή τού παρελθόντος.

Μη όντας πρόθυμη να βλέπει την εξουσία να γλιστρά από τα χέρια της, η παλιά βαλιδέ σουλτάνα, σοφή και ευγενική όπως ήταν, αναμφίβολα ενθάρρυνε τούς αγάδες των γενίτσαρων να παρέμβουν για λογαριασμό της για να βγάλουν από τη μέση τον Σουλεϊμάν, τον αρχιευνούχο στο Σεράι και να εκμηδενίσουν τη μεγάλη πια σημασία τής αντιπάλου της, τής νεαρής βαλιδέ σουλτάνας. Ο φον Χάμμερ-Πούργκσταλ μάς διαβεβαιώνει όμως ότι δεν υπάρχουν στοιχεία που να στηρίζουν την κατηγορία ότι η ηλικιωμένη Κιοσέμ σχεδίαζε τη δολοφονία τού εγγονού της Μεχμέτ Δ’, προκειμένου να ξεκάνει την Ταρχάν και τούς οπαδούς της στο Σεράι. Η Κιοσέμ θα προτιμούσε κάλλιστα να δει στον θρόνο τον αδελφό τού Μεχμέτ, τον Σουλεϊμάν, τη μη φιλόδοξη μητέρα τού οποίου θα μπορούσε να διαχειριστεί εύκολα. Είτε υπήρχε ή όχι τέτοια συνωμοσία εναντίον τής ζωής τού μικρού Μεχμέτ, λεγόταν ότι ένας σκλάβος ονομαζόμενος Μελέκη είχε ενημερώσει την Ταρχάν ότι οι εχθροί της επρόκειτο να ταΐσουν τον γιο της με δηλητηριασμένο σερμπέτι, πράγμα που έδωσε στην Ταρχάν την ιδέα ότι θα ήταν καλύτερα να τελειώνει με τη γριά βαλιδέ σουλτάνα.

Εργαζόμενοι μαζί με την παλιά βαλιδέ σουλτάνα, οι αγάδες των γενιτσάρων είχαν ζητήσει από τον μεγάλο βεζύρη Σιούς πασά να στρατολογήσει περισσότερα στρατεύματα και αφού μαζεύτηκαν στους στρατώνες των γενιτσάρων, έστειλαν μήνυμα στο αυτοκρατορικό συμβούλιο (ντιβάνι) ότι ήθελαν να εξοριστούν αμέσως στην Αίγυπτο ο μαύρος ευνούχος Σουλεϊμάν και δύο από τούς συντρόφους του, οι ισχυροί υποστηρικτές τής νεαρής βαλιδέ σουλτάνας. Όμως κατάσκοποι τής Ταρχάν κρατούσαν τούς υποστηρικτές της καλά ενημερωμένους και ο ευνούχος Σουλεϊμάν συνειδητοποίησε ότι είχε έρθει η ώρα για αποφασιστική δράση. Θεωρώντας ότι θα ήταν πιο πιθανό να τον σκοτώσουν παρά να τον εξορίσουν, ο Σουλεϊμάν ορκίστηκε μαζί με δεκατέσσερις άλλους ευνούχους να σκοτώσει την παλιά βαλιδέ σουλτάνα, την οποία θεωρούσαν υπεύθυνη για την έκκληση των γενίτσαρων προς το αυτοκρατορικό συμβούλιο (ντιβάνι).

Ήταν νύχτα. Οι ακόλουθοι τού Σεράι είχαν πάει για ύπνο. Οι ευνούχοι κάθονταν για να φρουρούν τον σουλτάνο. Λέγεται ότι ο Σουλεϊμάν είχε εξοπλίσει εκατόν είκοσι λευκούς ευνούχους, που θα έκαναν ό,τι τούς ανέθετε. Πηγαίνοντας προς το παράθυρο τού πρώτου θαλάμου των ακολούθων, ο Σουλεϊμάν τούς φώναξε ότι ενώ κοιμόντουσαν, οι γενίτσαροι εισέβαλλαν στο Σεράι, σκοπεύοντας να τούς θανατώσουν όλους. Οι γενίτσαροι σκόπευαν επίσης να στραγγαλίσουν τον μικρό πατισάχ και να ανεβάσουν στον θρόνο τον αγά Μπεγκτάς, ο οποίος επρόκειτο να παντρευτεί την παλιά βαλιδέ σουλτάνα!

Ήταν αφυπνιστικό κάλεσμα στα όπλα. Οι ακόλουθοι ανταποκρίθηκαν με προθυμία και ευθύς ενώθηκαν μαζί τους οι ακόλουθοι των άλλων διαμερισμάτων. Εκείνοι τού πρώτου θαλάμου ήσαν απολύτως διατεθειμένοι να πολεμήσουν τούς γενίτσαρους, των οποίων ο επικεφαλής αγάς τούς είχε κλείσει την πόρτα που οδηγούσε σε εξέλιξη, απονέμοντας σε άλλους θέσεις τις οποίες θεωρούσαν δικαιωματικά δικές τους. Αφού δολοφόνησαν τον επικεφαλής αξιωματικό τού πρώτου θαλάμου, οι ακόλουθοι προχώρησαν υπό την ηγεσία τού ευνούχου Σουλεϊμάν προς τα διαμερίσματα τής γριάς βαλιδέ σουλτάνας. Την φρουρούσαν δικοί της ευνούχοι, ορισμένοι από τούς οποίους έχασαν τη ζωή τους, ενώ άλλοι τράπηκαν σε φυγή. Ο Σουλεϊμάν και οι οπαδοί του όρμησαν στον προθάλαμο τής βαλιδέ σουλτάνας. Εκείνη περίμενε τούς γενίτσαρους να εισβάλουν στο Σεράι και να λύσουν τα προβλήματά της. Ακούγοντας όλη την αναταραχή, φώναξε πίσω από τις κλειδωμένες πόρτες, «Έφτασαν;» Ο Σουλεϊμάν απάντησε, «Ναι, ήρθαν. Τώρα μπορείτε να βγείτε!»

Ναι, είχαν φτάσει, αλλά εκείνη δεν βγήκε. Συνειδητοποίησε ποιοι είχαν φτάσει και διέφυγε στην πιο απομακρυσμένη γωνιά τού διαμερίσματός της, αναζητώντας καταφύγιο σε μια ντουλάπα. Οι διώκτες τής έσπασαν τις πόρτες, εισέβαλαν στο διαμέρισμα και γκρέμισαν διάφορες ντουλάπες, ανακαλύπτοντας γρήγορα το καταφύγιο τής γριάς βαλιδέ σουλτάνας. Καθώς την τραβούσαν έξω, εκείνη προσπάθησε να τούς εξαγοράσει, σκορπίζοντας χρυσάφι και κοσμήματα ανάμεσά τους. Δεν βοήθησε. Ένας από τον επιτιθέμενο όχλο έκοψε τα κορδόνια από μια κουρτίνα. Την στραγγάλισαν με αυτά. Ήταν δυνατή ηλικιωμένη γυναίκα και πέρασε κάποιος χρόνος μέχρι να πεθάνει, καθώς έτρεχε αίμα από τη μύτη και τα αυτιά της, λεκιάζοντας τα ρούχα εκείνων που την κρατούσαν. Είχαν σκοτώσει τη μεγάλη φιλάνθρωπο τής εποχής τους, την οικοδόμο χανιών και τζαμιών, τη φύλακα χηρών και ορφανών, την ευεργέτιδα εκείνων που βρίσκονταν σε νοσοκομεία και φυλακές. Οι οπαδοί τής νεαρής βαλιδέ σουλτάνας Ταρχάν και τού βασικού της σύμβουλου, τού μαύρου ευνούχου Σουλεϊμάν, είχαν πραγματικά θριαμβεύσει επί τής ηγετικής φυσιογνωμίας στην Πύλη.

Οι γενίτσαροι, που δεν είχαν μεγάλη εμπιστοσύνη στα αγάδες τους, ακινητοποιήθηκαν με εκπληκτική ταχύτητα. Διορίστηκαν επικεφαλής τους νέοι ηγέτες και άλλοι αξιωματικοί. Οι τρεις κύριοι αντάρτες, συμπεριλαμβανομένου τού Μπεγκτάς αγά, τού φίλου τής παλιάς βαλιδέ σουλτάνας, έπαιρναν διορισμούς ως επαρχιακοί κυβερνήτες για να τούς απομακρύνουν από την Ισταμπούλ. Ο Μπεγκτάς θα πήγαινε στη Μπούρσα (Προύσα), οι άλλοι στην Τέμεσβαρ (Τιμισοάρα) και τη Βοσνία. Οι τελευταίοι ξεκίνησαν για τις θέσεις τους, αλλά τούς πρόφτασαν και τούς θανάτωσαν στον δρόμο. Ο Μπεγκτάς, που αναμφίβολα γνώριζε τι θα ακολουθούσε, δεν ξεκίνησε ποτέ για την Προύσα, αλλά προσπάθησε να κρυφτεί στην πόλη, ελπίζοντας ότι ο τροχός τής τύχης θα γυρνούσε για μια ακόμη φορά υπέρ του. Αυτό δεν συνέβη, γιατί πολύ σύντομα τον συνέλαβαν και τον στραγγάλισαν με υποτιθέμενη εντολή τού αγοριού-σουλτάνου Μεχμέτ.

Αρκετοί άλλοι πλήρωσαν το τίμημα των φιλοδοξιών τους. Η εξέχουσα θέση αποτελούσε πολύ επικίνδυνη δουλειά στην Πύλη. Μέσα σε δύο βδομάδες όλη η σύνθεση τής κυβέρνησης είχε αλλάξει στην Ισταμπούλ. Όσο για την παλιά βαλιδέ σουλτάνα, εικοσιτέσσερις ώρες μετά την εντολή που είχε δώσει στους γενίτσαρους να έρθουν στο παλάτι για να εκτελέσουν την παραγγελία της, το σώμα της μεταφέρθηκε στο παλιό Σεράι παρουσία ολόκληρης τής αυλής και στη συνέχεια θάφτηκε κοντά στον τάφο τού συζύγου της Αχμέτ, στο τζαμί (Σουλτάναχμετ) το οποίο είχε χτίσει εκείνος στην πρωτεύουσα.48

Φαινόταν να κατεβαίνει ειρήνη στην Πύλη, αλλά συνεχιζόταν σοβαρή ανησυχία. Ο μεγάλος βεζύρης Σιούς πασάς διέφυγε από τις δοκιμασίες τού Σεπτεμβρίου 1651, έχοντας επιδείξει μεγάλη ικανότητα στη διαχείριση των υποθέσεων. Όμως λίγα έγιναν και λίγα θα γίνονταν για κάποιο χρονικό διάστημα για την προώθηση των οθωμανικών συμφερόντων στον πόλεμο εναντίον τής Βενετίας. Τουρκικά και ενετικά πλοία και γαλέρες έπλεαν ακόμη πάνω-κάτω στο Αιγαίο, αλλά σχεδόν τίποτε σημαντικό δεν συνέβη κατά τη διάρκεια τού έτους 1652, παρά έναν ακόμη ενετικό αποκλεισμό των Δαρδανελλίων και την αποτυχημένη προσπάθεια τού καπουδάν πασά Χοζαμζάντε Αλή εναντίον τού ενετικού νησιού τής Τήνου.49 Μέχρι τα μέσα Αυγούστου ο γενικός διοικητής Λεονάρντο Φόσκολο είχε τη βοήθεια επτά μαλτέζικων αλλά όχι παπικών γαλερών. Παρά το γεγονός ότι υπήρξε δραστήριος κατά το μεγαλύτερο μέρος τού έτους, δεν μπόρεσε να επιφέρει αποφασιστικό πλήγμα στους Τούρκους. Το 1653 ο Φόσκολο κινιόταν και πάλι εδώ κι εκεί στο Αρχιπέλαγος, ενώ τον Ιούνιο ενώθηκαν μαζί του στο νησί τής Νισύρου οι επτά γαλέρες τής Μάλτας, αλλά για ακόμη μια φορά λίγα πράγματα επιτεύχθηκαν. Οι Τούρκοι παρέδιδαν προμήθειες και πυρομαχικά στις δυνάμεις τους στο νησί τής Κρήτης, κατέλαβαν το μικρό φρούριο τού Σελίνου στον κόλπο τής Σούδας και επισκεύαζαν τις κατεστραμμένες οχυρώσεις στη νησίδα των Αγίων Θεοδώρων. Τώρα πια ο Φόσκολο που γερνούσε είχε προσφέρει στη Δημοκρατία χρόνια τολμηρής και αφοσιωμένης υπηρεσίας. Είχε κουραστεί από όλα αυτά50 και ποιος άραγε μπορούσε να τον κατηγορήσει;

Η φαινομενική ειρήνη στην Πύλη δεν κράτησε πολύ, γιατί η αντιπαλότητα μεταξύ τού μαύρου κιζλάραγα Σουλεϊμάν και τού μεγάλου βεζύρη Σιούς πασά σύντομα εξελίχθηκε σε ακραία εχθρότητα. Η νεαρή βαλιδέ σουλτάνα δεν διέθετε την ορθή κρίση τής εκλιπούσας σουλτάνας Κιοσέμ. Ήταν επίσης λιγότερο αποφασιστική και, αρκετά δικαιολογημένα, βασιζόταν υπερβολικά στον ιδιοτελή Σουλεϊμάν. Παρά το γεγονός ότι δεν συμφώνησε με την απαίτηση τού τελευταίου για το κεφάλι τού Σιούς, η περιουσία τού μεγάλου βεζύρη δημεύτηκε και εκείνος στάλθηκε στην εξορία. Για να διασφαλίσει την εκ μέρους του κατοχή τής εξουσίας, ο Σουλεϊμάν εξασφάλισε τον διορισμό στη θέση τού μεγάλου βεζύρη ενός γέρου ηλίθιου, ενενήντα ετών όπως λεγόταν, ο οποίος διόρισε αμέσως τον αδελφό του, έναν άλλο γέρο ηλίθιο, ως επαρχιακό κυβερνήτη τής Δαμασκού.

Ο νέος μεγάλος βεζύρης, ο Γκούρτζι πασάς, ξεκινούσε τώρα νέα σειρά εξορισμών και δημεύσεων, φυλακίσεων και εκτελέσεων. Πριν από την άνοδο τού Γκούρτζι στη δεύτερη θέση τής αυτοκρατορίας, η βαλιδέ σουλτάνα είχε ρωτήσει για τις ικανότητες τού Γκούρτζι τον κεχαγιά της, τον αρχιτέκτονα Κασίμ, ο οποίος είχε δει τα σκαμπανεβάσματα τής Οθωμανικής κυβέρνησης για χρόνια. Ο Κασίμ πίστευε ότι θα ήταν πολύ καλύτερο να άφηναν τον Σιούς ως μεγάλο βεζύρη. Ο Γκούρτζι ήταν ηλίθιος. Η επιλογή τού Κασίμ για τη θέση τού μεγάλου βεζύρη θα ήταν ο Μεχμέτ Κιοπρουλού. Όταν η βαλιδέ σουλτάνα πρότεινε στο κιζλάραγα Σουλεϊμάν ότι καλό θα ήταν να βάλουν τον Μεχμέτ Κιοπρουλού να δουλεύει μαζί με τον Γκούρτζι στη θέση τού μεγάλου βεζύρη, σύντομα ο Κιοπρουλού στάλθηκε εξορία. Ο Κασίμ, ο υποστηρικτής του, φυλακίστηκε στο Επταπύργιο (Γεντί Κουλέ) και στη συνέχεια εξορίστηκε στο νυσταλέο πια νησί τής Κύπρου. Τέτοια ήταν η οθωμανική κυβέρνηση.

Οι προσπάθειες των Ενετών να διαπραγματευτούν εκείνο που θεωρούσαν λογική ειρήνη με την Υψηλή Πύλη δεν οδηγούσαν πουθενά, αλλά ο μεγάλος βεζύρης Γκούρτζι πασάς ήταν ευτυχής που υποδεχόταν τον αυτοκρατορικό απεσταλμένο (internuncio) φον Σβάρτσενχορν, ο οποίος τού έφερνε επικύρωση από τον Φερδινάνδο Γ’ τής παλαιάς συνθήκης τού Ζιτβατόροκ. Ένας πόλεμος τη φορά ήταν αρκετός για την Υψηλή Πύλη, ιδιαίτερα επειδή ο σάχης τής Περσίας είχε μόλις συνάψει διπλωματικές σχέσεις με τον Ιωάννη Κάζιμιρ, τον βασιλιά τής Πολωνίας. Αν όμως οι Ενετοί δεν σημείωναν καμία πρόοδο στην αναζήτησή τους για ειρήνη, οι Τούρκοι δεν σημείωναν καμία πρόοδο στην επιδίωξή τους για πόλεμο. Η αδυναμία τού καπουδάν πασά Χοζαμζάντε Αλή να κατορθώσει κάποια αξιόλογη επιτυχία εναντίον των Ενετών οδήγησε, όπως είδαμε, στην απομάκρυνσή του από τη θέση τού μεγάλου ναυάρχου, στην οποία διορίστηκε ο Ντερβίς Μεχμέτ πασάς. Θα τα κατάφερνε άραγε ο Ντερβίς Μεχμέτ καλύτερα, λαμβάνοντας υπόψη τις αποσπάσεις τής προσοχής και τις εχθρότητες που γέμιζαν το μυαλό και καταλάμβαναν τον χρόνο των κύριων αξιωματούχων τής Υψηλής Πύλης; Ο Χοζάμ Αλή είχε οδηγηθεί πίσω στην Ισταμπούλ σε αλυσίδες, τού είχε επιβληθεί πρόστιμο εκατό πορτοφολιών για την αποτυχία, ενώ ύστερα αφέθηκε ελεύθερος και τού ανατέθηκε μικρότερη ναυτική διοίκηση.

Όταν έγινε οδυνηρά εμφανής η έκταση τής ανικανότητας τού γέρου Γκούρτζι πασά, αυτός απομακρύνθηκε από τη θέση τού μεγάλου βεζύρη, η οποία δόθηκε στον Ταρχουντζή Αχμέτ πασά ύστερα από μακρές διαβουλεύσεις στο αυτοκρατορικό συμβούλιο (ντιβάνι). Ο Ταρχουντζή αποδέχθηκε τη θέση, με την προϋπόθεση ότι θα φρόντιζε για τον κατάλληλο εξοπλισμό τού στόλου τού σουλτάνου (διοικητής τού οποίου ήταν τώρα ο επίμονος Ντερβίς Μεχμέτ πασάς), θα συνέχιζε τον πόλεμο για την κατάκτηση τής Κρήτης και θα επέβαλλε τις απαιτούμενες εισφορές για να αντλήσει τα απαραίτητα κεφάλαια. Όπως πολλοί μεγάλοι βεζύρηδες στο παρελθόν, ο Ταρχουντζή ήταν αλβανικής καταγωγής, με μεγάλη διοικητική εμπειρία, αλλά οι σκληρές και ανέφικτες προσπάθειές του να αυξήσει τα έσοδα που απαιτούνταν για το οθωμανικό ταμείο αποδείχθηκαν ανεπιτυχείς. Επί μια δεκαετία τα έξοδα, αυξημένα από τη διαφθορά και την αναποτελεσματικότητα, μεγάλωναν κάθε χρόνο κι έτσι τώρα (το 1653) οι δαπάνες τής κυβέρνησης ξεπερνούσαν τα έσοδα κατά 120.000.000 περίπου άσπρα, αλλά κανένας δεν είχε επινοήσει αποδεκτούς τρόπους για τη μείωση τού ελλείμματος. Όμως κάποια πράγματα επιτεύχθηκαν κατά τη διάρκεια τής θητείας τού Ταρχουντζή ως μεγάλου βεζύρη, μεταξύ των οποίων και η εξορία τού κιζλάραγα Σουλεϊμάν, τού μαύρου ευνούχου. Δεν φαίνεται να υπάρχουν ενδείξεις ότι αυτός είχε λείψει τής βαλιδέ σουλτάνας.

Ερχόταν για λίγο και πάλι στο προσκήνιο η θεολογική διαφωνία. Ένας σεισμός προκάλεσε εκτεταμένη καταστροφή στη Μικρά Ασία στα τέλη Φεβρουαρίου 1653. Πάντοτε κάτι φαινόταν να πηγαίνει στραβά. Ο Ταρχουντζή Αχμέτ χρησιμοποιούσε διαθέσιμα κεφάλαια για να πληρώνει τούς μισθούς των ανήσυχων σπαχήδων, που ήσαν εξοργισμένοι με τον φιλόδοξο καπουδάν πασά Ντερβίς Μεχμέτ. Σε μία περίπτωση αυτό οδήγησε σε διαμάχη, όταν ο Ντερβίς βρέθηκε στον Ναύσταθμο με τον Ταρχουντζή και τον ντεφτερντάρ Σουρνάζεν. Ο Ντερβίς είπε στον μεγάλο βεζύρη, «Πρέπει απλώς να μού δώσεις χρήματα!» Έτσι κι αλλιώς ο Ταρχουντζή είχε πάρει τη θέση τού μεγάλου βεζύρη με τη συμφωνία ότι έπρεπε να ετοιμάσει την αρμάδα για δράση. Ο ντεφτερντάρ απάντησε ότι δεν μπορούσε να βγάλει χρήματα από τις πέτρες, παρατήρηση η οποία οδήγησε σε έντονη διαμάχη μεταξύ Ντερβίς και ντεφτερντάρ.

Όταν ο Ταρχουντζή προσπάθησε να εισαγάγει μια νότα ησυχίας στη βία τής διαμάχης τους, ο Ντερβίς στράφηκε προς αυτόν με θυμό. Είπε ότι ο μεγάλος βεζύρης τον αντιμετώπιζε με ανεύθυνο τρόπο και στο εξής δεν θα δεχόταν συναλλαγματική τού ταμείου, η πληρωμή τής οποίας πάντοτε αναβαλλόταν. Έπρεπε να είναι σε θέση να βασίζεται σε τριακόσια πορτοφόλια έτοιμων μετρητών. Δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς γιατί οι Τούρκοι απέφευγαν οποιαδήποτε μεγάλης κλίμακας σύγκρουση με τούς Ενετούς κατά τη διάρκεια των ετών 1652-1653. Μια σοβαρή ήττα τού στόλου τού σουλτάνου θα καθιστούσε την ανακατασκευή του δύσκολη. Ελισσόμενοι όμως στους θαλάσσιους διαδρόμους, οι Τούρκοι είχαν καταφέρει να ξεφεύγουν από τα ιστιοφόρα και τις γαλέρες τού Λεονάρντο Φόσκολο και να ενισχύουν την κατοχή τους στην Κρήτη, μεταφέροντας στο νησί άνδρες, πυρομαχικά και προμήθειες.

Η διαμάχη στον Ναύσταθμο είχε ατυχείς συνέπειες για τον Ταρχουντζή Αχμέτ πασά. Όταν ο σουλτάνος Μεχμέτ Δ’ ενημερώθηκε για την λογομαχία, κάλεσε τούς Ταρχουντζή και Ντερβίς Μεχμέτ να εμφανιστούν ενώπιόν του. Ο δεύτερος κατέστησε σαφές ότι δεν είχε λάβει παρά μικρό ποσό για τη συντήρηση τής αρμάδας. Ο Ταρχουντζή δήλωσε ότι οι συναλλαγματικές τού ταμείου αποτελούσαν με κάθε τρόπο το ισοδύναμο χρήματος. Αν όμως ο Ντερβίς δεν μπορούσε να περιμένει για τις ημερομηνίες λήξης τους, ούτε τότε είχε πρόβλημα. Ο Ντερβίς ήταν αρκετά πλούσιος για να αναλάβει την ευθύνη τής πληρωμής των στρατιωτών από την τσέπη του. Προφανώς θα υπήρχε επιστροφή σε εύθετο χρόνο από το αυτοκρατορικό ταμείο. Ο σαρκασμός τού Ταρχουντζή ήταν απερίσκεπτος. Ο σουλτάνος είχε προσβληθεί από αυτόν. Μάλιστα ήταν αναμφίβολα εκείνη τη στιγμή, που ο Μεχμέτ αποφάσισε να απομακρύνει γρήγορα τον Ταρχουντζή από το αξίωμα. Κάθε φορά που ένας μεγάλος βεζύρης έκανε στραβοπάτημα, ήταν βέβαιο ότι οι εχθροί του θα ενώνονταν για να τον ξεκάνουν.

Οι απότομοι τρόποι τού Ταρχουντζή και η σκληρότητα τής διακυβέρνησής του είχαν συσπειρώσει απέναντί του το σύνολο των εχθρών που θα μπορούσαν να συσπειρωθούν εναντίον τού μεγάλου βεζύρη. Φαίνεται ότι είχαν πείσει τον Μεχμέτ Δ’, ο οποίος ήταν πολύ πρόθυμος να ακούει ότι η φιλονικία τού Ταρχουντζή με τον Ντερβίς Μεχμέτ οφειλόταν στο γεγονός ότι ο Ντερβίς δεν ήταν πρόθυμος να ενωθεί μαζί του σε συνωμοσία, για να αντικαταστήσουν στον θρόνο τον Μεχμέτ με τον νεότερο αδελφό του, τον πρίγκηπα Σουλεϊμάν. Όταν τώρα ο Μεχμέτ γέμιζε τον μεγάλο βεζύρη με επαίνους και δώρα, ο Ταρχουντζή καταλάβαινε ότι τέτοιες χειρονομίες είχαν σκοπό να τον εξαπατήσουν. Είχε έρθει η ώρα του, όπως ο ίδιος αναγνώριζε σε ορισμένους φίλους. Για να υπηρετήσει τον σουλτάνο είχε στρέψει τον κόσμο εναντίον του. Ο θάνατος ήταν εδώ και καιρό ο τρόπος με τον οποίο οι σουλτάνοι ανταπέδιδαν για τις υπηρεσίες των υπηρετών τους. Και πριν περάσει πολύς καιρός ο Ταρχουντζή κλήθηκε ενώπιον τού αυτοκράτορα και στραγγαλίστηκε (στις 20 Μαρτίου 1653), ενώ ο Ντερβίς Μεχμέτ γινόταν τώρα μεγάλος βεζύρης στη θέση του.

Η άνοδος τού Ντερβίς Μεχμέτ στην εξουσία υπήρξε το προοίμιο για αρκετές ακόμη εκτελέσεις, κάποιες από αυτές προφανώς όχι άδικες και φυσικά για πολλές προαγωγές και απομακρύνσεις από αξιώματα. Ο Σουρνάζεν, ο οποίος είχε αποκτήσει την εχθρότητα τού Ντερβίς, στάλθηκε μακριά ως κυβερνήτης και ντεφτερντάρ τής Τέμεσβαρ (Τιμισοάρα) και σύντομα τού επιβλήθηκε πρόστιμο διακόσια πορτοφόλια. Μερικά άτομα, ως συνήθως, αναζητούσαν απόσυρση με όσο πιο άφθονη σύνταξη μπορούσαν να πάρουν από την Υψηλή Πύλη. Παρά την προαγωγή τού Ντερβίς υπήρχαν μεγάλες καθυστερήσεις στην ανοικοδόμηση τής Οθωμανικής αρμάδας στον Ναύσταθμο τής Ισταμπούλ. Όμως οι Τούρκοι στην αυλή ενθαρρύνθηκαν κάπως από το γεγονός ότι ο Φαζλή, ο δραστήριος πασάς τής Βοσνίας, έστειλε στον Μεχμέτ Δ’ τον Μάρτιο τού 1654 διακόσια κεφάλια χριστιανών και 220 περίπου αιχμαλώτους, ως απόδειξη τής επιτυχίας του κατά των Ενετών στη διαμφισβητούμενη περιοχή τού Κνιν στη δυτική Κροατία.

Οι αμφίβολες οικονομικές δραστηριότητες τού κεχαγιά (kiaya) τού Ναύσταθμου καθώς και η διχόνοια που ανέκυψε σύντομα μεταξύ Ντερβίς Μεχμέτ και Καρά Μουράτ πασά, τού νέου καπουδάν πασά, ο οποίος είχε υπάρξει ο ίδιος μεγάλος βεζύρης πριν από τρία χρόνια, είχαν επιβραδύνει τον ρυθμό στον Ναύσταθμο. Η άφιξη όμως μοίρας των λεγόμενων κουρσάρων από την Τύνιδα και την Τρίπολη επιτάχυνε τώρα τις εργασίες στα τουρκικά πλοία και γαλέρες. Οι μπέηδες τής Μπαρμπαριάς έγιναν αρκετές φορές δεκτοί από τον σουλτάνο, ο οποίος τούς έδωσε τα χρήματα και τα ξάρτια που ο απρόθυμος κεχαγιάς ήταν υποχρεωμένος να παράγει.

Ο Μουράτ πασάς και οι Τούρκοι διοικητές αποφάσισαν να υιοθετήσουν τη συνήθη διάταξη ναυμαχίας (αν αντιμετώπιζαν τούς Ενετούς στην ανοιχτή θάλασσα) με τα τυνησιακά σκάφη στη δεξιά πτέρυγα και εκείνα από την Τρίπολη στην αριστερή. Η γαλέρα τού καπουδάν πασά θα έπλεε στην κεντρική μοίρα (battaglia). Ύστερα από τη συνήθη διανομή καφτανιών στους αξιωματικούς, ο Μουράτ συγκέντρωσε την αρμάδα στο Μπεσίκτας, κοντά στον τάφο τού Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσσα, κινήθηκε αμέσως προς το Επταπύργιο (Γεντί Κουλέ) και παρά τις αντιρρήσεις τού κεχαγιά συνέχισε προς Καλλίπολη. Ο πρώην καπουδάν πασάς Χοζαμζάντε Αλή απέπλευσε από τα Δαρδανέλλια με τρεις γαλέρες, προφανώς ανοίγοντας δρόμο μέσα από τα ενετικά πλοία και γαλέρες υπό τον Τζιουζέππε Ντολφίν, ο οποίος προσπαθούσε να αποκλείσει τα στενά. Ο Χοζάμ Αλή αποβιβάστηκε στην Τένεδο, όπου οι μπέηδες τού Αρχιπελάγους είχαν ενώσει τις δυνάμεις τους,51 ενώ τώρα επρόκειτο να λάβουν χώρα ορισμένα γεγονότα, για τα οποία ο ενετικός λαός και οι ευγενείς θα ένιωθαν περήφανοι για καιρό.

<- 4. Η Βενετία, η Μάλτα και οι Τούρκοι. Η αρχή τού μεγάλου πολέμου τού Χάνδακα 6. Ναυμαχίες στα Δαρδανέλλια (1654-1657). Ο Κρητικός Πόλεμος και παπική βοήθεια στη Βενετία->
error: Content is protected !!
Scroll to Top