<- 3. Τα τελευταία στάδια τού Τριακονταετούς Πολέμου και οι Συνθήκες τής Βεστφαλίας | 5. Ο τουρκο-ενετικός πόλεμος (1646-1653) και η αναταραχή στην Ισταμπούλ-> |
4
Η Βενετία, η Μάλτα και οι Τούρκοι. Η αρχή τού μεγάλου πολέμου τού Χάνδακα
![]() |
![]() |
Παρά την κάθε τόσο παρέμβαση των κυρίαρχων Γάλλων, η Ισπανία και η Αγία Έδρα κυβερνούσαν την Ιταλία για το μεγαλύτερο διάστημα από τη συνθήκη τού Κατώ Καμπρεσί (1559) μέχρι εκείνη των Πυρηναίων (1659), καθώς και για μερικά ακόμη χρόνια, αλλά αυτό δεν σήμαινε ότι υπήρχε στην ιταλική χερσόνησο περισσότερη ειρήνη απ’ όση στη Μεσόγειο. Έχουμε αναφερθεί με κάποια έκταση στον βαθμό στον οποίο ο Τριακονταετής Πόλεμος εξάπλωσε αναταραχή σε όλη την Ευρώπη. Οι Προτεστάντες τού Γκριζόν τής Ελβετίας, η Γαλλία, η Βενετία και η Σαβοΐα, εισήλθαν σε παρατεταμένο ανταγωνισμό με την Ισπανία, την Αυστρία και την Αγία Έδρα (1620-1639) για τον έλεγχο τής γραφικής Βαλτελλίνα (της κοιλάδας τού άνω Άντα), η οποία οδηγούσε από την περιοχή τού Μιλάνου (Μιλανέζε) στη Γερμανία και την Αυστρία. Η ελεύθερη πρόσβαση στη Βαλτελλίνα ήταν απαραίτητη τόσο για τούς Αυστριακούς Αψβούργους στα κληρονομικά εδάφη, όσο και για τούς Ισπανούς Αψβούργους στο Μιλανέζε. Διατηρούσαν λοιπόν το πέρασμα ανοιχτό. Η διαθεσιμότητα τής διέλευσης μέσω Βαλτελλίνα ήταν επίσης σημαντική για τη Βενετία1 και η Δημοκρατία (όπως οι Γάλλοι) δεν μπορούσε να ανεχθεί τη σκέψη τού ελέγχου από τούς εχθρικούς Αψβούργους τής κοιλάδας που σηματοδοτούσε το όριο τού βορειοδυτικού Βένετο, οδηγώντας στον Ρήνο και την Ολλανδία, καθώς και στον ποταμό Ιν και την Αυστρία. Η Βαλτελλίνα παρέμενε άλυτο πρόβλημα για μια γενιά.
Κατά τη διάρκεια αυτών των ετών ο Πόλεμος τής Μαντοβάνικης Διαδοχής (1627-1631) παρέταξε και πάλι την Ισπανία και την αυτοκρατορία εναντίον τής Γαλλίας, τής Βενετίας και αυτή τη φορά και τής Αγίας Έδρας.2 Ο πόλεμος ενέπλεξε επίσης τον γέροντα Κάρολο Εμμανουήλ τής Σαβοΐας, ο οποίος προωθούσε τις δικές του αξιώσεις στη Μάντουα και το Μομφερράτ,3 καθώς και τον αυτοκράτορα Φερδινάνδο Β’, ο οποίος προσπαθούσε να διεκδικήσει το δικαίωμά του για επιδίκαση, καθώς η Μάντουα αποτελούσε αυτοκρατορικό φέουδο. Μάλιστα οι δυνάμεις των Αψβούργων κατέλαβαν τη Μάντουα στις 18 Ιουλίου 1630, ενώ δέκα μέρες αργότερα ο Βάλλενσταϊν έστελνε τα συγχαρητήριά του από το Μέμμινγκεν στον αυτοκρατορικό διοικητή Γιόχαν φον Άλντρινγκεν.4 Όμως ο Γάλλος διεκδικητής Κάρολος των Γκονζάγκα-Νεβέρ, ως αποτέλεσμα των συνθηκών τού Τσεράσκο στις 6 Απριλίου και 19 Ιουνίου 1631,5 κατάφερε τελικά να τεθεί επικεφαλής στα ταλαιπωρημένα από τον πόλεμο δουκάτα. Η ανόητη πολιτική τού Φιλίππου Δ’ τής Ισπανίας και ο αλλοπρόσαλλος υπουργός του, ο Ολιβάρες, στην υπόθεση τής Μάντουα είχαν αναπόφευκτα εμπλέξει τον Φερδινάνδο Β’ σε ανοιχτή εχθρότητα με τον πάπα Ούρμπαν Η’, ο οποίος ήταν έντονα γαλλόφιλος. Το ζήτημα τής Μάντουα είχε επίσης μειώσει την ένταση μεταξύ Αγγλίας και Γαλλίας και τις είχε φέρει κοντά, εναντίον τού κοινού τους εχθρού, τής Ισπανίας.
Όπως ήταν ευρέως γνωστό εκείνη την εποχή, το έτος 1630 αποτέλεσε καταστροφή για τη βόρεια Ιταλία. Η Βενετία τυλίχθηκε από την πανούκλα. Θεωρείται ότι από τον Ιούλιο τού 1630 μέχρι τις 21 Νοεμβρίου 1631 έχασαν τη ζωή τους 46.490 άτομα μόνο στη Βενετία.6 Εκεί όπου διασώζονται τα παλαιά ενοριακά αρχεία, όπως στην εκκλησία τού Σαν Τζιοβάννι στη Μπραγκόρα στη Βενετία, βρίσκει κανείς σχεδόν ατέλειωτες λίστες εκείνων που πέθαναν, ιδιαίτερα νεαρών ναυτικών, μικρεμπόρων, εργατών και άλλων ταπεινών λαϊκών. Όπως έγραφε στις 24 Δεκεμβρίου (1630) ο Άγγλος πρεσβευτής στην Ισταμπούλ Σερ Πήτερ Ουάιτς στον υποκόμη τού Ντόρτσεστερ, τον υπουργό εξωτερικών τού Καρόλου Α’, «η μεγάλη αρρώστια τής πανούκλας που υπάρχει στη Βενετία έχει αλλάξει πολύ την ανταλλαγή επιστολών και την έχει κάνει πολύ αβέβαιη. Να δοξάζουμε τον Θεό για τη μείωσή της στην Αγγλία και για τη διάσωση των Μεγαλειοτήτων τους».7 Ακριβώς όπως η εκκλησία τού Ρεντεντόρε χτίστηκε στην εβραϊκή συνοικία (Τζουντέκκα) τής Βενετίας σε ευχαριστία για την παύση τής πανούκλας τού 1575-1576, έτσι και τώρα (το 1631) ξεκινούσε η κατασκευή τής εκκλησία τής υγείας (Σαλούτε) στο Μεγάλο Κανάλι κοντά στο Τελωνείο (Ντογκάνα), σε ανάμνηση τής παρόδου τής πανούκλας, την οποία φοβούνταν (όπως φαίνεται) από την Ισταμπούλ μέχρι την Αγγλία.
Κι άλλος πόλεμος ξέσπασε στην Ιταλία το 1641, όταν ο Ούρμπαν Η’ κατέλαβε την πόλη Κάστρο από τον Οντοάρντο Φαρνέζε, τον δούκα τής Πάρμας, αλλά ο κουνιάδος τού τελευταίου, ο μεγάλος δούκας τής Τοσκάνης, καθώς και οι Ενετοί, έσπευσαν σε βοήθειά του.8 Το 1644 ο Ούρμπαν επέστρεψε το Κάστρο στον Φαρνέζε και πέθανε λίγο μετά.9 Πέντε χρόνια αργότερα το Κάστρο πέρασε και πάλι σε παπικά χέρια, ενώ και πάλι, προκαλούμενος από τούς Φαρνέζε, ο διάδοχος τού Ούρμπαν, ο Ιννοκέντιος Ι’, ανακατέλαβε το Κάστρο και κατεδάφισε τον τόπο εντελώς.10
Οι Ενετοί είχαν εμπλακεί λοιπόν στον πόλεμο τής Βαλτελλίνα (guerra Valtellinese), τον Πόλεμο τής Μαντοβάνικης Διαδοχής και τον πόλεμο τού Κάστρο. Και οι τρεις ήσαν σοβαρές, εξαντλητικές υποθέσεις, ενώ αμέσως μετά την ολοκλήρωση τού πολέμου τού Κάστρο (το 1644) άρχιζε ο παρατεταμένος πόλεμος με τούς Τούρκους για την κατοχή τού νησιού τής Κρήτης. Η Ευρώπη εξακολουθούσε να είναι παγιδευμένη στην παρατεταμένη αγωνία τού Τριακονταετούς Πολέμου. Οι Γάλλοι πρόσθεταν όσο μπορούσαν στον πόλεμο και τη διαίρεση τής Χριστιανοσύνης. Ο παρατεταμένος πόλεμος υπήρξε σοβαρό πλήγμα για τούς Ενετούς, αποκόπτοντάς τους, όπως έκανε σε μεγάλο βαθμό, από τις γερμανικές αγορές.
Οι Τούρκοι επέλεξαν την κατάλληλη στιγμή για να χτυπήσουν, γιατί οι Ενετοί είχαν αναλάβει βαρύ φορτίο δαπανών στους τελευταίους ιταλικούς πολέμους. Η Σινιορία κατείχε το σημαντικό νησί τής Κρήτης για 434 χρόνια, λίγο μετά την 4η Σταυροφορία (1204), αλλά κατά τη διάρκεια των δύο πρώτων αιώνων τής περιόδου αυτής οι Κρητικοί δεν είχαν σχεδόν ποτέ αντιμετωπίσει ειρηνικά την ενετική κυριαρχία. Είχαν υπάρξει συχνές εξεγέρσεις, ενώ η δυσαρέσκεια δεν σταματούσε ποτέ.11
Όταν οι Τούρκοι αποβιβάστηκαν δυτικά των Χανίων στα τέλη Ιουνίου 1645 και οι ντόπιοι δεν κούνησαν ούτε το δάχτυλό τους για να τούς αντιταχθούν, συχνά οι Ενετοί δεν θα απέφευγαν να αναφέρουν το βιβλικό κείμενο (Πρὸς Τίτον, 1:10-13), σύμφωνα με το οποίο μεταξύ των Κρητικών «υπάρχουν πολλοί ανυπότακτοι, ματαιολόγοι και απατεώνες … Κι ένας από αυτούς (ο Επιμενίδης), δικός τους προφήτης, είπε: “Οι Κρητικοί είναι πάντοτε ψεύτες, κακά θηρία, κοιλιές οκνηρές”. Αυτή η μαρτυρία είναι αληθινή» (Εἰσὶν γὰρ πολλοὶ ἀνυπότακτοι, ματαιολόγοι καὶ φρεναπάται, … εἶπεν τις ἐξ αὐτῶν ἴδιος αὐτῶν προφήτης· Κρῆτες ἀεὶ ψεῦσται, κακὰ θηρία, γαστέρες ἀργαί, ἡ μαρτυρία αὕτη ἐστὶν ἀληθής…)
Η εχθρότητα των Κρητικών προς τη Βενετία δεν είναι παράξενη, γιατί οι Έλληνες είχαν εκδηλώσει τη δυσαρέσκειά τους κάτω από ξένη κυριαρχία στη Λατινική Αυτοκρατορία τής Κωνσταντινούπολης (1204-1261) και στο λατινικό βασίλειο τής Θεσσαλονίκης (1204-1224), που ήσαν επίσης προϊόντα τής 4ης Σταυροφορίας. Παραδόξως όμως, φαίνεται ότι δεν είχε υπάρξει καμία σοβαρή αναστάτωση μεταξύ των Ελλήνων στο λατινικό πριγκηπάτο τής Αχαΐας (1204-1432), στην ηγεμονία και το δουκάτο τής Αθήνας (1204-1456), καθώς και στο ενετικό δουκάτο τής Νάξου (1205-1566). Αλλά από τα μέσα τού 17ου αιώνα οι Ενετοί είχαν να προσθέσουν κι άλλα προβλήματα στην αναταραχή τής Κρήτης.
Οι απόγονοι των αρχικών Ενετών αποίκων, ευγενείς και κοινοί πολίτες εξίσου, είχαν εξελληνιστεί σε μεγάλο βαθμό κατά τούς δύο περίπου τελευταίους αιώνες, συχνά εγκαταλείποντας τον Καθολικισμό για την Ορθοδοξία και ενωνόμενοι με τούς Έλληνες. Τα κέρδη τού εμπορίου τής Ανατολικής Μεσογείου είχαν ελαττωθεί. Οι Ολλανδοί και οι Άγγλοι είχαν γίνει σοβαροί ανταγωνιστές. Παρά το γεγονός ότι η Αγία Έδρα θα υποστήριζε πάντοτε ένα χριστιανικό κράτος εναντίον των Τούρκων, οι Ενετοί δεν είχαν στην Ευρώπη σύμμαχο, τουλάχιστον κανένα φίλο. Στη μακρά σειρά πολέμων με την Υψηλή Πύλη, φοβούμενοι πάντοτε τουρκική επίθεση, είχαν αφήσει τούς συμμάχους τους στη μοίρα τους περισσότερες από μία φορά.
Οι Κρητικοί έβλεπαν την ενετική διακυβέρνηση τού νησιού τους ως σκληρή και διεφθαρμένη και σε γενικές γραμμές δικαιολογημένα την έβλεπαν ως τέτοια. Η αμέλεια και η έλλειψη πόρων είχαν αφήσει τις κρητικές φρουρές χωρίς επαρκείς αριθμούς από τα πρώτα χρόνια τού 17ου αιώνα. Αν και είχαν δαπανηθεί κολοσσιαία ποσά στα φρούρια τού νησιού, αιώνα με τον αιώνα οι ιταλικοί πόλεμοι είχαν αποτελέσει δαπανηρή απόσπαση τής προσοχής. Οι οχυρώσεις δεν είχαν συντηρηθεί σωστά.12 Οι Τούρκοι, έχοντας καταλάβει την Κύπρο, ήταν αναπόφευκτο ότι θα επιδίωκαν να αποκτήσουν την Κρήτη. Οι Ενετοί φοβούνταν μια τέτοια κίνηση επί τουλάχιστον εκατό χρόνια, ενώ κατά τη διάρκεια τού πολέμου τής Κύπρου οι Τούρκοι είχαν αποβιβάσει στρατεύματα στην Κρήτη.
Οι σχέσεις μεταξύ Βενετίας και Πύλης ήσαν τεταμένες για μερικά χρόνια, αν και οι εμπορικοί δεσμοί είχαν παραμείνει αδιάσπαστοι. Στις αρχές όμως τού καλοκαιριού τού 1638, δεκαέξι βορειο-αφρικανοί κουρσάροι υπό τον Αλή Πιτσενίνο λεηλάτησαν πόλεις κατά μήκος τής ακτής τής Καλαβρίας, φτάνοντας βόρεια μέχρι το Λορέτο. Ο Ενετός επιστάτης (προββεντιτόρε) Αντόνιο Μαρίνο Καππέλλο, όταν ενημερώθηκε για τις λεηλασίες τους, ξεκίνησε να τούς καταδιώξει, αλλά καθώς καθυστέρησε λόγω καταιγίδας, οι κουρσάροι διέφυγαν στο τουρκικό λιμάνι τής Αυλώνας. Κατά την προσέγγιση τού Καππέλλο τα κανόνια τού φρουρίου τής Αυλώνας άνοιξαν πυρ. Ο επιστάτης υποχώρησε, στήνοντας αποκλεισμό που κράτησε από την 1η Ιουλίου μέχρι τις 7 Αυγούστου (1638), για να αποτρέψει τη διαφυγή των κουρσάρων. Τελικά, μαθαίνοντας ότι τουρκική ναυτική δύναμη βρισκόταν καθ’ οδόν για να διασπάσει τον αποκλεισμό, ο Καππέλλο μπήκε στο λιμάνι τής Αυλώνας κάτω από βαρέα πυρά, συνέλαβε και τα δεκαέξι πλοία των κουρσάρων τής Μπαρμπαριάς, βυθίζοντας δεκαπέντε από αυτά και στέλνοντας ένα ως έπαθλο στη Βενετία. Αν και οι μουσουλμάνοι κουρσάροι δεν απαλλάσσονταν από την καταδίωξη και τιμωρία από τούς Ενετούς, σύμφωνα με τούς όρους τής ειρήνης μεταξύ Δημοκρατίας και Πύλης, προφανώς καμία πόλη ή περιοχή που ανήκε σε μία από τις δύο δυνάμεις δεν ήταν δυνατό να δεχτεί εισβολή από την άλλη.
Ο πάπας Ούρμπαν Η’ έστειλε τα εγκάρδια συγχαρητήριά του στον δόγη Φραντσέσκο Ερίτσο, γιατί η Αγιότητά τού νόμιζε ότι έβλεπε στην επιχείρηση τού Καππέλλο ανανέωση τής χριστιανικής θαλάσσιας δύναμης. Ο Κοσταντίνο ντε Ρόσσι, ο οποίος σύντομα διορίστηκε επίσκοπος Βέλια, δήλωσε ότι ο Καππέλλο είχε «ελευθερώσει τις θάλασσες τής Χριστιανοσύνης». Η Eνετική Σινιορία ήταν πιο προσεκτική και η διπλωματική επιδεξιότητα τού Αλβίζε Κονταρίνι, τού βαΐλου στην Ισταμπούλ, βοήθησε να εκτραπεί για λίγο η τουρκική οργή. Σύμφωνα με τούς όρους των τουρκο-ενετικών διομολογήσεων, οι λιμενικές αρχές στην Αυλώνα δεν έπρεπε να είχαν προσφέρει καταφύγιο στους πειρατές, αλλά ο σουλτάνος Μουράτ Δ’ ήταν έξαλλος με αυτό που θεωρούσε ως ένοπλο θράσος των Ενετών.
Η πρώτη αντίδραση τού Μουράτ ήταν να διατάξει τη σφαγή όλων των Ενετών στα εδάφη του. Σύντομα όμως ηρέμησε κάπως και έθεσε υπό περιορισμό τον βαΐλο Αλβίζε Κονταρίνι, ενώ αποκλείστηκε το ενετικό λιμάνι τού Σπαλάτο (Σπλιτ) και σταμάτησαν όλες οι συναλλαγές με τη Δημοκρατία. Οι Τούρκοι βρίσκονταν σε πόλεμο με την Περσία για δεκαέξι περίπου χρόνια. Ο Μουράτ βρισκόταν στον δρόμο προς τη Βαγδάτη, την οποία κατέλαβε στις 25 Δεκεμβρίου (1638), ύστερα από το οποίο έκανε ειρήνη με την Περσία στις 7 Μαΐου (1639) και επέστρεψε στην Ισταμπούλ. Έχοντας φτάσει σε φιλική συμφωνία με τη Βενετία, ο άγριος Μουράτ πέθανε ύστερα από σύντομη ασθένεια στις 9 Φεβρουαρίου 1640, απειλώντας τούς γιατρούς με θάνατο και προσπαθώντας να σκοτώσει τον αδαή αδελφό του Ιμπραήμ.13 Έτσι, παρά τη βίαιη είσοδο τού Καππέλλο στην Αυλώνα, η αναπόφευκτη επιστροφή των Τούρκων σε πόλεμο με τούς Ενετούς αναβλήθηκε για μερικά ακόμη χρόνια. Ο Άγγλος πρεσβευτής στην Ισταμπούλ Σερ Πήτερ Ουίτς φαίνεται να μάς δίνει την εξήγηση τής φιλικής συμφωνίας μεταξύ Βενετίας και Πύλης. Στις 6 Σεπτεμβρίου (1638) έγραφε στον υπουργό εξωτερικών τού Καρόλου Α’:
Ακόμη και τώρα έμαθα με μεγάλη μυστικότητα ότι ο Ενετός βαΐλος (Αλβίζε Κονταρίνι) για την τακτοποίηση αυτής τής υπόθεσης έχει κάνει προσφορές εκατό χιλιάδων δολλαρίων στον Μεγάλο Άρχοντα, δέκα χιλιάδων δολλαρίων στον καπουδάν πασά και δέκα χιλιάδων δολλαρίων στον καϊμακάμη και στη συνέχεια ο καϊμακάμης έστειλε για να πάρει συμβουλές από το στρατόπεδο (του σουλτάνου) με μεγάλη βιασύνη και είμαι βέβαιος ότι το ταμείο τού Αγίου Μάρκου θα αγοράσει την τακτοποίηση αυτής τής υπόθεσης, ενώ ο καϊμακάμης, που πριν δεν επέτρεπε την αναχώρηση δύο ενετικών πλοίων που βρίσκονταν στο λιμάνι, ύστερα από αυτές τις γενναιόδωρες προσφορές έχει δώσει εντολή για την αναχώρησή τους.14
Καθώς οι μουσουλμάνοι κουρσάροι τής Τρίπολης, τής Τύνιδας και τού Αλγεριού ταξίδευαν στη Μεσόγειο αρπάζοντας χριστιανικά εμπορικά πλοία, οι Ιππότες τού Οσπιταλίου τού Αγίου Ιωάννη τής Ιερουσαλήμ ήσαν ακόμη πιο παράτολμοι ως κουρσάροι σε επιθέσεις κατά τής μουσουλμανικής ναυτιλίας, στην οποία συμπεριλαμβάνονταν οι γαλέρες και τα γαλιόνια που μετέφεραν προσκυνητές στη Μέκκα. Για περισσότερο από έναν αιώνα οι Ιππότες τού Αγίου Ιωάννη κατείχαν το νησί τής Μάλτας (ως χορηγία τού αυτοκράτορα Καρόλου Ε’). Οι Ιππότες τού Τάγματος τού Αγίου Στεφάνου τής Τοσκάνης, αν και όχι τόσο δραστήριοι όσο οι Μαλτέζοι, λεηλατούσαν επίσης μουσουλμάνους εμπόρους και προσκυνητές. Οι Ιππότες και των δύο θρησκευτικών ταγμάτων μπορούσαν να χτυπούν και να απομακρύνονται, όπως έκαναν, αλλά οι Ενετοί έμποροι και τα ενετικά νησιά στην Ανατολική Μεσόγειο ήσαν πάντοτε εκτεθειμένοι σε τουρκικά αντίποινα. Για γενιές, ακόμη και από τα παλιά εκείνα χρόνια, όταν οι Ιππότες τού Αγίου Ιωάννη ήσαν εγκατεστημένοι στο νησί τής Ρόδου, ποτέ δεν τα πήγαιναν καλά με τούς Ενετούς.
Οι Ιωαννίτες επιτίθεντο και στην ενετική ναυτιλία, με το επιχείρημα ότι οι έμποροι τής Δημοκρατίας μετέφεραν Τούρκους υπηκόους πάνω στα πλοία τους και συναλλάσσονταν πάντοτε με φιλικούς όρους με τούς άπιστους, όπως πράγματι συνέβαινε, γιατί το εμπόριο τής Ανατολικής Μεσογείου ήταν εκείνο που κρατούσε τη Βενετία στη ζωή. Σε προηγούμενα χρόνια οι Ενετοί αποσπούσαν αποζημίωση γι’ αυτές τις ζημιές που προκαλούσαν οι Ιωαννίτες, κατάσχοντας περιουσιακά τους στοιχεία σε ενετικό έδαφος, αλλά η Αγία Έδρα έτεινε να παίρνει το μέρος των Ιπποτών τής Μάλτας και η Σινιορία αντιμετώπιζε δυσκολίες. Τελικά, μόλις τρεις εβδομάδες μετά την παράδοση από τούς Ενετούς έντονης διαμαρτυρίας στο Τάγμα Αγίου Ιωάννη (στις 3 Σεπτεμβρίου 1644),15 οι Ιππότες επέφεραν πλήγμα στους Τούρκους, οι επιπτώσεις τού οποίου έπεφταν με θανάσιμο βάρος πάνω στη Βενετία.
Στις 28 Σεπτεμβρίου (1644) οι έξι γαλέρες τής Μάλτας, που λεηλατούσαν τα μουσουλμανικά πλοία στο Αρχιπέλαγος για μια δεκαετία, βρέθηκαν αντιμέτωπες με μικρό τουρκικό στόλο, αποτελούμενο από ένα γαλιόνι, δύο άλλα πλοία, και επτά καΐκια. Ο στόλος ήταν φορτωμένος με πλούτη διαφόρων ειδών. Το γαλιόνι μετέφερε τον ηλικιωμένο ευνούχο Σουμπουλλού, τον διοικητή τού χαρεμιού (κιζλάραγα), ο οποίος, έχοντας αντιμετωπίσει προβλήματα εν μέσω των εντάσεων τού χαρεμιού, βρισκόταν καθ’ οδόν προς τη Μέκκα με τον κινητό θησαυρό του, «καρπούς δωροληψίας σχετικής με τη θέση του» (frutti delle venalità de’ suoi impieghi). Μετά τη Μέκκα ο Σουμπουλλού σκόπευε να αποσυρθεί στην Αίγυπτο, που ήταν το συνηθισμένο καταφύγιο για τούς διοικητές τού χαρεμιού. Πάνω στο σκάφος βρισκόταν επίσης κάποιος Μεχμέτ εφέντης από την Προύσα. Είχε διοριστεί πρόσφατα δικαστής (καδής) στο Κάιρο. Και όπως συνηθιζόταν σε τέτοιες νηοπομπές, υπήρχαν πολλοί προσκυνητές στο πλοίο. Σύμφωνα με τον Νάνι, το γαλιόνι που μετέφερε τον Σουμπουλλού είχε πάνω του εξακόσιους άνδρες και εξήντα κανόνια. Ο ευνούχος Σουμπουλλού σκοτώθηκε κατά τη βίαιη επίθεση των Ιπποτών, η οποία κράτησε οκτώ ώρες, ενώ σκοτώθηκε και ο Τούρκος διοικητής Ιμπραήμ Τσελεμπή. Οι Ιππότες κατέλαβαν τούς θησαυρούς τού ευνούχου, τριάντα γυναίκες, 350 σκλάβους, τον δικαστή τού Καΐρου και ένα μικρό αγόρι, τού οποίου μητέρα ήταν μια από τις ευνοούμενες τού άσωτου σουλτάνου Ιμπραήμ. Στα επόμενα χρόνια ο δικαστής τού Καΐρου, ο οποίος αφέθηκε ελεύθερος με λύτρα, έφτασε στον βαθμό τού μουφτή. Το αγόρι ανατράφηκε ως χριστιανός, εισήλθε στο Δομινικανό τάγμα και έγινε γνωστός ως Πάντρε Οττομάνο, γιατί υπέθεταν ότι πατέρας του ήταν ο σουλτάνος.
Πορευόμενοι προς τα δυτικά με τούς αιχμαλώτους και τα λάφυρα, οι Ιωαννίτες αγκυροβόλησαν στoυς Καλούς Λιμένες (Καλισμένε) στη νότια ακτή τής Κρήτης, που ήταν τότε αφρούρητοι. Στoυς Καλούς Λιμένες οι Ιωαννίτες Ιππότες πήραν νερό και προμήθειες, βγάζοντας στη στεριά άλογα και πενήντα περίπου Έλληνες, οι οποίοι φαίνεται ότι ήσαν μισθωμένοι ναυτικοί. Στη συνέχεια, περιζώνοντας την κρητική ακτογραμμή στην περιοχή των Σφακίων, προσπάθησαν να αγκυροβολήσουν στο Καστέλ Σέλινο, αλλά ο Ενετός διοικητής τούς ανάγκασε να φύγουν. Συνέχισαν προς το ενετικό νησί Τσιρίγο (Κύθηρα), όπου και πάλι δεν τούς επιτράπηκε να αγκυροβολήσουν. Αναζητώντας καταφύγιο στον όρμο τού Σαν Νικκολό και σε ορισμένους ορμίσκους στο νησί τής Κεφαλονιάς, σύντομα έπεσαν σε θυελλώδεις καιρικές συνθήκες και αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν το σφυροκοπημένο τουρκικό γαλιόνι, που δεν ήταν πια αξιόπλοο. Επιστρέφοντας στη Μάλτα με τα φορητά λάφυρά τους, θεωρούσαν κερδοφόρα επιχείρηση την επίθεσή τους στον στόλο των Τούρκων, που είχε προορισμό τη Μέκκα.16
Όταν τα νέα τού τραγικού γεγονότος έφτασαν στη Βενετία, η Σινιορία ταράχθηκε πολύ. Οι Τούρκοι προφανώς θα επιδίωκαν να πάρουν εκδίκηση από τούς Ιωαννίτες. Όμως, αν ξεσηκώνονταν, θα γλίτωνε άραγε η Βενετία; Στην Ισταμπούλ η είδηση προκάλεσε σχεδόν απερίγραπτο ξέσπασμα θυμού. Ο σουλτάνος Ιμπραήμ ήταν εξοργισμένος. Δράστες ήσαν φυσικά οι Ιωαννίτες, αλλά είχαν αποβιβαστεί σε ενετικό έδαφος στην Κρήτη. Η Σινιορία είχε προειδοποιήσει τούς Ιωαννίτες να μην πραγματοποιούν τέτοιες αποβάσεις, τις οποίες είχε απαγορεύσει. Παρ’ όλα αυτά οι Ιππότες είχαν πάρει νερό και είχαν αποβιβάσει σκλάβους και εργαζόμενους των Τούρκων στους Καλούς Λιμένες, ενώ οι Ενετοί δεν είχαν παρέμβει. Όλοι οι πρεσβευτές στην Πύλη κλήθηκαν ενώπιον τού ονομαζόμενου δάσκαλου ή παιδαγωγού (χότζα)17 τού σουλτάνου Ιμπραήμ και τού επικεφαλής δικαστή τού στρατού (καντιασκέρη), όπως ανέφερε ο βαΐλος Τζιοβάννι Σοράντσο στη Σινιορία σε αναφορά τής 20ής Δεκεμβρίου 1644, στην οποία έχει επιστήσει προσοχή ο Ρομάνιν.
Ο καντιασκέρης (της Ελλάδας) ήταν ο πρώτος που απευθύνθηκε στους απεσταλμένους, πληροφορώντας τους ότι ο σουλτάνος είχε διατάξει να οδηγηθούν εκεί μαζί, «προκειμένου να μάθει τι γνωρίζαμε για τη σύλληψη τού διοικητή τού χαρεμιού (κιζλάραγα)». Ο Γάλλος πρεσβευτής [ο κύριος Ζαν Ντελαχαί] ήταν ο πρώτος που μίλησε. Δεν ήξερε τίποτε, εκτός από εκείνα που είχε μόλις μάθει στην Πύλη. Ο Σοράντσο είπε το ίδιο, όπως και ο εκπρόσωπος τής Φλάνδρας. Ο καντιασκέρης απάντησε ότι ο σουλτάνος πίστευε ότι ένας από αυτούς σίγουρα έπρεπε να ξέρει αρκετά και πολύ πιθανόν δεν ήταν πρόθυμος να τα αποκαλύψει. Η απάντηση των απεσταλμένων ήταν ότι δεν συνέβαινε κάτι τέτοιο. Τίποτε δεν θα τούς εμπόδιζε να ενημερώσουν την Πύλη για οτιδήποτε γνώριζαν. Τότε ο χότζας με τη συνήθη αλαζονεία του υποστήριξε ότι δεν ήταν ώρα να αναζητήσουν καταφύγιο σε αρνήσεις, πράγμα που θα προκαλούσε μόνο την περιφρόνηση τού σουλτάνου, ο οποίος ήταν ήδη εκτός εαυτού από θυμό, «ενώ τότε έκανε μια χειρονομία με το χέρι του, την οποία εδώ συνήθως χρησιμοποιούν όταν θέλουν να διατάξουν να κοπεί το κεφάλι κάποιου».
Ο Γάλλος διερμηνέας δεν ήταν έτοιμος να δώσει απάντηση, έχοντας προφανώς τρομάξει. Ο Σοράντσο έβαλε τον Ενετό δραγουμάνο, τον Τζιοβάννι Αντόνιο Γκρίλλο, να απαντήσει στις παρατηρήσεις τού χότζα. Δήλωσε ότι λόγω τής αίσθησης δικαιοσύνης τού σουλτάνου δεν θα περίμενε κανείς παρά μόνο απολύτως έντιμες πράξεις, προσθέτοντας ότι οι πρεσβευτές βρίσκονταν στην Πύλη, όπως οι τουρκικές τους εξοχότητες γνώριζαν πολύ καλά, κάτω από τις εγγυήσεις των συνθηκών και την υπόσχεση που είχε δώσει η μεγαλειότητά του. Ο χότζας απάντησε οργισμένα ότι σε περιπτώσεις όπως αυτή ο σουλτάνος δεν θα συγχωρούσε κανέναν, ούτε καν την ίδια του τη μητέρα. Όλοι γνώριζαν ότι οι Μαλτέζοι ήσαν ένοχοι γι’ αυτό το αίσχος, «και ότι τούς είχαμε βοηθήσει και υποκινήσει όλοι [εμείς] και ότι ως εκ τούτου καθένας μας έπρεπε να δώσει αναφορά [του τι ήξερε]».18 Ο σουλτάνος ήταν αποφασισμένος να μάθει τι είχε συμβεί στο τουρκικό γαλιόνι. Μέχρι τότε είχε αναφερθεί ότι ο διοικητής τού χαρεμιού ήταν νεκρός, αλλά ότι κάποιος Ουσσούν Μεχμέτ αγάς, Μαυριτανός ευνούχος τον οποίο η ευνοούμενη (χασεκή) τού σουλτάνου αγαπούσε πολύ, κρατούνταν ως σκλάβος, όπως και ο καδής τής Μέκκας και τρεις ή τέσσερις υπηρέτες τού χαρεμιού. Ο σουλτάνος απαιτούσε να μάθει τις λεπτομέρειες για όλα αυτά που είχαν συμβεί. Ήταν απαραίτητο να τον υπακούσουν.
Ο Γάλλος πρέσβης παρατήρησε ήρεμα ότι δεν υπήρχε επικοινωνία μεταξύ Γαλλίας και Μάλτας, τονίζοντας με χειρονομία τη μεγάλη απόσταση μεταξύ των δύο τόπων. Ο Σοράντσο πρόσθεσε ότι οι Ιωαννίτες ήσαν εντελώς ανεξάρτητοι. Ακολουθούσαν τον δικό τους δρόμο και σίγουρα δεν έπαιρναν ποτέ βοήθεια ή υποστήριξη από τη Βενετία. Ο Ολλανδός εκπρόσωπος (Χένρυ Κοπς) θεώρησε ότι ήταν ασφαλής δηλώνοντας ότι οι Ιππότες τής Μάλτας ακολουθούσαν θρησκεία σε αντίθεση με εκείνη των συμπατριωτών του, οπότε ο καντιασκέρης τής Ελλάδας τον κάρφωσε με τη δήλωση ότι, αφού τέτοια ήταν η κατάσταση, οι Ολλανδοί έπρεπε βέβαια να ενωθούν με τον Μεγάλο Άρχοντα προχωρώντας εναντίον τής Μάλτας. Ο Σοράντσο θεωρούσε την απάντηση τού Ολλανδού εκπροσώπου ως περισσότερο άμεση παρά συνετή. Αν ο Μεγάλος Άρχοντας ήθελε, είπε ο Ολλανδός, να κάνει πόλεμο εναντίον των εχθρών τής Ολλανδίας, οι Ολλανδοί θα ενώνονταν με τούς Τούρκους. Όταν ο καντιασκέρης ρώτησε ποιοι ήσαν αυτοί οι εχθροί, τού είπαν, «οι Ισπανοί». «Αχ, βέβαια», απάντησε ο καντιασκέρης, «οι άνθρωποί σας πρέπει να ενωθούν μαζί μας, γιατί οι Ισπανοί είναι οι υπερασπιστές των Μαλτέζων». Φοβούμενος την εξέλιξη τής συζήτησης, την οποία οι Τούρκοι είχαν αρχίσει προφανώς με μοναδικό σκοπό την απόκτηση πληροφοριών, ο Σοράντσο κατέφυγε στην παλαιά επωδό ότι «το μεγαλείο τού Μεγάλου Άρχοντα δεν έχει ανάγκη από τη βοήθεια άλλων».
Στο μεταξύ ο χότζας είχε απαιτήσει απότομα να κληθεί γραφέας και όταν αυτός εμφανίστηκε, ο χότζας επέμενε ότι έπρεπε οι απεσταλμένοι να υποβάλουν καθένας ξεχωριστή δήλωση, έτσι ώστε να μπορούσε να ετοιμαστεί περίληψη των εξαγγελιών τους για τον σουλτάνο. Ο Γάλλος πρεσβευτής άρχισε να μιλά όπως και πριν, δηλώνοντας ότι δεν ήξερε τίποτε για την επίθεση των Ιωαννιτών στα τουρκικά σκάφη. Ο Σοράντσο όμως τον διέκοψε, επισημαίνοντας ότι η λήψη τής κατάθεσής τους από τούς Τούρκους, σαν να υποβάλλονταν σε ανάκριση κατηγορουμένων, ήταν εντελώς απαράδεκτη. Ο Σοράντσο δήλωνε ότι από την πλευρά του δεν θα συμφωνούσε με μια τέτοια διαδικασία. Ο Γάλλος πρεσβευτής σταμάτησε να μιλά. Ο Σοράντσο έβαλε τότε τον Ενετό δραγουμάνο Γκρίλλο να καταστήσει σαφές ότι, καθώς οι Ευρωπαίοι απεσταλμένοι δεν καταλάβαιναν τουρκικά και δεν μπορούσαν να διαβάσουν την Αραβική γραφή, δεν έπρεπε να δεσμεύονται από τις σημειώσεις που ήταν έτοιμος να κρατήσει ο Τούρκος γραφέας. Όσο για τον Σοράντσο, δεν θα έλεγε τίποτε περισσότερο. Ο χότζας απάντησε τότε με κάποια αγανάκτηση ότι ο Σοράντσο σκόπευε να αγνοήσει την εντολή τού σουλτάνου, ο οποίος ήθελε ιδιαίτερα να μάθει τις λεπτομέρειες από τον Ενετό πρέσβη, τον παραλήπτη πολυάριθμων αναφορών που είχαν φτάσει στην Ισταμπούλ. Έτσι κι αλλιώς οι γαλέρες τής Μάλτας είχαν οδηγήσει το τουρκικό γαλιόνι στην Κρήτη, όπου είχαν αποβιβάσει άλογα και άνδρες. Ο σουλτάνος ήθελε τα γεγονότα, γιατί ήταν αποφασισμένος να στρέψει τα όπλα εναντίον εκείνων, που θα κρίνονταν ένοχοι.
Ο Σοράντσο επέμενε ότι ήθελε να ευχαριστήσει τη μεγαλειότητά του, αλλά ότι η καταγραφή των προφορικών διαβεβαιώσεων των απεσταλμένων δεν αποτελούσε ούτε συνηθισμένη ούτε σωστή πρακτική. Είχε ήδη δηλώσει με κάθε ειλικρίνεια ότι δεν ήξερε τίποτε για τη μετάβαση των Ιωαννιτών στην Κρήτη. Οι άνθρωποι μπορεί να έκαναν περίεργες και κακόβουλες δηλώσεις, αλλά η δικαιοσύνη αναζητούσε την αλήθεια. Πολλές φορές εκείνες που φαίνονταν παράλογες ενέργειες, με προσεκτικότερη εξέταση δικαιολογούνταν από λόγους. Επιθυμώντας να συμπεριφέρεται απέναντι στην Υψηλή Πύλη με κάθε ειλικρίνεια, ο Σοράντσο είπε ότι δεν ήθελε να δεσμευτεί σε τίποτε, αλλά ότι ήταν σίγουρος ότι οι γαλέρες τής Μάλτας δεν θα είχαν ποτέ πλησιάσει την κρητική ακτή σε κανένα τόπο, όπου οι Ενετοί θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν κανόνια εναντίον τους. Όπως πάντοτε ούτε ο τοπικός Ενετός κυβερνήτης ούτε οποιοσδήποτε άλλος εκπρόσωπος τής Δημοκρατίας δεν θα μπορούσε ποτέ να ενεργήσει αντίθετα προς τις τουρκο-ενετικές «διομολογήσεις». Καθώς ο δραγουμάνος Γκρίλλο άρχιζε να μεταφράζει τη δήλωση τού Σοράντσο και ο γραφέας άρχιζε να γράφει με την πέννα του, ο Σοράντσο τράβηξε τον Γκρίλλο πίσω, δείχνοντας επιθυμία να εγκαταλείψει τη σκηνή. Είπε στον Γάλλο πρεσβευτή ότι δεν μπορούσε να συμφωνήσει με αυτή τη διαδικασία, στο οποίο εκείνος απάντησε: «Τι μπορεί να κάνει κανείς;»
Ο Σοράντσο έβαζε τώρα τον Γκρίλλο να πει ότι αν οι τουρκικές τους εξοχότητες ήθελαν να τούς δώσει γραπτή απάντηση, θα την έδινε. Παίρνοντας το σύνθημα από τον Σοράντσο, ο Γάλλος πρεσβευτής είπε μέσω τού δραγουμάνου του ότι θα έκανε το ίδιο πράγμα. Ο καντιασκέρης τής Ελλάδας (Ρωμυλίας), ένας ικανός άνθρωπος, μίλησε χαμηλόφωνα στον χότζα και στη συνέχεια δήλωσε ότι οι γραπτές απαντήσεις των απεσταλμένων θα ήσαν αποδεκτές, αλλά ότι έπρεπε να προσπαθήσουν να δώσουν στον σουλτάνο ικανοποιητική απάντηση. Στο μεταξύ έπρεπε να στείλουν δύο ή τρία άτομα σε ορισμένους κατάλληλους τόπους για να μαζέψουν πληροφορίες, έτσι ώστε μέσα σε δεκαπέντε ή είκοσι ημέρες να μπορούσε κανείς να ξέρει κάθε σχετική λεπτομέρεια. Ο χότζας είπε στον Σοράντσο ότι έπρεπε να στείλει κάποιον στην Κρήτη αμέσως, ισχυριζόμενος μεγαλόφωνα ότι έπρεπε να είναι το πρόσωπο που είχε κατευνάσει τον σουλτάνο, μαζί με άλλο στόμφο τον οποίο δεν υπήρχε ανάγκη να επαναλάβει, γιατί, όπως λέει ο Σοράντσο, η Σινιορία τον είχε ακούσει πολλές φορές στο παρελθόν. Σε αυτό το σημείο η συνάντηση διακόπηκε και, σύμφωνα με τον Σοράντσο, δεν υπήρχε κανείς που δεν θα ενέκρινε πλήρως τον αποφασιστικό τρόπο με τον οποίο ο ίδιος είχε αντιταχθεί στην προσπάθεια τού χότζα να αποσπάσει από αυτούς απερίσκεπτες δηλώσεις. Επιπλέον οι Γάλλοι έλεγαν με την έμφυτη ελευθερία τού λόγου τους ότι, αν δεν υπήρχε ο βαΐλος, η υπόθεση θα είχε χαθεί.19 Καθώς οι εργασίες επισπεύδονταν στον Ναύσταθμο στην Ισταμπούλ και γίνονταν προετοιμασίες για εκστρατεία όταν θα ερχόταν η άνοιξη, οι Ενετοί γνώριζαν πολύ καλά ότι οι Τούρκοι ίσως σχεδίαζαν επίθεση εναντίον τού νησιού τής Κρήτης. Παρά το γεγονός ότι η Πύλη μαστιζόταν από ιστούς μηχανορραφιών και αποδιοργάνωση, λίγα στοιχεία υπήρχαν μέχρι τώρα για μεγάλη πτώση τής στρατιωτικής της δύναμης. Από τα τέλη Δεκεμβρίου (1644) ο βαΐλος Σοράντσο είχε πολλούς λόγους να φοβάται ότι η Κρήτη θα μπορούσε να είναι ο στόχος των Τούρκων, παρά το γεγονός ότι οι πασάδες, δήλωναν ότι πρόθεσή τους ήταν να κατευθύνουν τα πυρά τους εναντίον τής Μάλτας. Μάλιστα ο Σοράντσο μάθαινε από τον Γάλλο και τον Άγγλο πρεσβευτή (τον κύριο Ντελαχαί και τον Σερ Σάκβιλ Κρω) ότι ο χότζας ισχυριζόταν, μάλλον λανθασμένα,20 ότι ο Βυζαντινός αυτοκράτορας είχε ενεχυριάσει το νησί τής Κρήτης στους Ενετούς, οι οποίοι δεν το είχαν επιστρέψει ποτέ στην αυτοκρατορική εξουσία. Δεδομένου ότι ο σουλτάνος είχε αναλάβει την πάλαι ποτέ αυτοκρατορία, η Κρήτη (όπως και η Κύπρος), ανήκε σε αυτόν.21
Οι Ιωαννίτες είχαν δώσει στην Πύλη αφορμή να επιχειρήσει την κατάληψη τής Κρήτης. Σε ακρόαση τής 3ης Ιανουαρίου 1645 ο νεαρός βεζύρης Γιουσούφ πασάς ενημέρωνε τον Τζιοβάννι Σοράντσο ότι η Υψηλή Πύλη ήταν πια καλά ενημερωμένη ως προς το τι είχε συμβεί. Διάφορα άτομα που επέβαιναν στο τουρκικό γαλιόνι που είχε κατασχεθεί από τούς Ιωαννίτες είχαν βρει τον δρόμο τους πίσω στον Βόσπορο, συμπεριλαμβανομένου τού πιλότου, τού πηδαλιούχου, ενός αγοριού καμπίνας και μερικών άλλων, που είπαν μια ιστορία η οποία διέψευδε τις προσπάθειες τού Σοράντσο να απαλλάξει την κυβέρνησή του από κάθε ευθύνη στην υπόθεση. Όλοι οι Τούρκοι αυτόπτες μάρτυρες φέρονταν να είχαν δηλώσει ότι οι Ιωαννίτες είχαν πάει το γαλιόνι στην Κρήτη, όπου είχαν παραμείνει για είκοσι μέρες, αποβιβάζοντας άνδρες και άλογα. Ξεφόρτωσαν επίσης και πούλησαν στο νησί το πλούσιο φορτίο που μετέφερε το γαλιόνι. Στη συνέχεια, παίρνοντας νερό και προμήθειες στις έξι γαλέρες τους, ξεκίνησαν το ταξίδι τους για τη Μάλτα, ρυμουλκώντας το γαλιόνι από το οποίο είχε προφανώς αποδράσει αριθμός Τούρκων μελών τού πληρώματος, αν και λεγόταν ότι οι Ιωαννίτες κρατούσαν ακόμη είκοσι αιχμαλώτους.
Ο βαΐλος Σοράντσο εξέφρασε δυσπιστία για την περιγραφή τού βεζύρη, επισημαίνοντας πόσο απίθανα, πόσο αδύνατα, ήσαν όλα αυτά με δεδομένες τις πολύ αυστηρές εντολές τής Σινιορίας. Ο γενικός επιστάτης τού Χάνδακα και οι άλλοι αξιωματούχοι τής Δημοκρατίας δεν θα ανέχονταν ποτέ τέτοια εξωφρενική συμπεριφορά. Όμως ο Γιουσούφ πασάς σημείωσε ότι οι ενέργειες των Ιωαννιτών στην Κρήτη δεν ήταν δυνατό να είχαν διαφύγει τής προσοχής τής επαρχιακής κυβέρνησης στο νησί για είκοσι μέρες. Μιλώντας στον Σοράντσο ως φίλος και όχι ως βεζύρης, ο Γιουσούφ παρατήρησε ότι έπρεπε να βρει ισχυρότερη απάντηση στις κατηγορίες από τούς μέχρι τότε ισχυρισμούς του. Ο Γιουσούφ μπορεί να «μιλούσε ως φίλος», αλλά απείχε πολύ από το να είναι φίλος τής Δημοκρατίας. Στην πραγματικότητα ήταν Δαλματός εξωμότης, προσήλυτος στο Ισλάμ, που ονομαζόταν Γιόζεφ Μάσκοβιτς. Μισούσε τούς Ενετούς. Οι καταθέσεις εκείνων που είχαν δει τα γεγονότα ήσαν (έλεγε), πολύ πειστικές για τις κατηγορίες τους κατά των Ενετών στην Κρήτη. Ο Μεγάλος Άρχοντας δεν θα ανεχόταν ούτε τη ζημιά ούτε την υποτίμηση που είχε υποστεί.22 Αν οι Ενετοί δεν μπορούσαν να δώσουν πιο πειστικές αποδείξεις τής αθωότητάς τους, οι Τούρκοι θα διέκοπταν τις σχέσεις μαζί τους.
Ο Σοράντσο ήξερε ότι ο ισχυρισμός των Τούρκων ότι οι Ιωαννίτες είχαν περάσει είκοσι μέρες στο νησί τής Κρήτης, αποτελούσε μεγάλη στρέβλωση εκείνου που είχε συμβεί. Σύμφωνα με αναφορές τής 16ης Οκτωβρίου (1644) και τής 10ης Φεβρουαρίου (1645) τού Αντρέα Κορνέρ, τού Ενετού επιστάτη στην Κρήτη, είχαν δει τις έξι γαλέρες των Ιωαννιτών και το αιχμαλωτισμένο τουρκικό γαλιόνι στα ανοιχτά τής Κρήτης στις 8 Οκτωβρίου. Είχαν αποβιβαστεί τη νύχτα σε έρημη και αφύλακτη έκταση τής παραλίας, έβγαλαν στη στεριά τούς Έλληνες που είχαν πάρει από το γαλιόνι και συνέχισαν αμέσως το ταξίδι τους προς τη Μάλτα. Ο δεκανέας, ο οποίος απουσίαζε από τη θέση του στην περιοχή όπου οι Ιωαννίτες αγκυροβόλησαν τις γαλέρες τους, είχε εκτελεστεί. Οι Έλληνες είχαν κλειστεί σε λοιμοκαθαρτήριο (λαζαρέττο) ως προληπτικό μέτρο υγιεινής.
Ο Κορνέρ γνώριζε ότι κυβερνήτης στο γαλιόνι ήταν κάποιος Ιμπραήμ Τσελεμπή. Ήταν φορτωμένο, πίστευε, με ξυλεία που θα παραδιδόταν στην Αλεξάνδρεια. Οι Ιωαννίτες είχαν αιχμαλωτίσει το γαλιόνι 130 περίπου μίλια νότια τής Ρόδου. Ήταν εμπορικό πλοίο, με Τούρκους ναυτικούς, εμπόρους και επιβάτες πάνω του, 350 περίπου άτομα. Είχε επίσης μερικά κανόνια. Ο Ιμπραήμ Τσελεμπή σκοτώθηκε μαζί με 150 Τούρκους σε επίθεση των Ιωαννιτών. Ο στρατηγός των Ιπποτών σκοτώθηκε επίσης, καθώς και πολλοί από τούς συναδέλφους του πειρατές. Οι Τούρκοι αιχμάλωτοι ρίχτηκαν στη θάλασσα. Τέτοια ήταν η αναφορά τού Κορνέρ προς τον δόγη Φραντσέσκο Ερίτσο στις 16 Οκτωβρίου (1644), πολύ πριν κατηγορήσουν οι Τούρκοι τούς Ενετούς για συνενοχή στην κακή ενέργεια των Ιωαννιτών.23
Με δεδομένες τις εκτεταμένες προετοιμασίες που συνεχίζονταν στον Ναύσταθμο στην Ισταμπούλ, ήταν σαφές ότι οι Τούρκοι σκόπευαν να εξαπολύσουν μεγάλη εκστρατεία στη θάλασσα. Καθώς έρχονταν γαλέρες στον Βόσπορο από την ακτή τής Μπαρμπαριάς και προσλαμβάνονταν στρατεύματα, ήταν δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι προορισμός τους δεν θα ήταν η Κρήτη ή η Μάλτα. Οι Ενετοί όμως είχαν μάθει όλα αυτά τα χρόνια ότι αντιμετωπίζοντας τούς Τούρκους υπήρχε μόνο ένα πράγμα για το οποίο θα μπορούσαν να είναι βέβαιοι ότι δηλαδή δεν θα μπορούσαν να είναι βέβαιοι για τίποτε. Ο ναυτικός εξοπλισμός που ετοίμαζαν οι Τούρκοι ήταν πολύ μεγάλος για απλές επιδρομές λεηλασίας στην ιταλική ακτή. Δεν υπήρχε λόγος να επιτεθούν στην Ισπανία. Οι Γάλλοι ήσαν, όπως πάντοτε, φίλοι τους. Η κατασκευή γαλερών και η στρατολόγηση ναυτικών σήμαινε ότι δεν ξεκινούσαν εκστρατεία εναντίον των Αυστριακών, των Πολωνών ή των Ρώσων. Ναι, κοίταζαν προς την Κρήτη ή τη Μάλτα.
Οι Ιωαννίτες ίσως είχαν προετοιμαστεί για επίθεση εναντίον τής Μάλτας. Όμως η αποικιακή κυβέρνηση στην Κρήτη βρισκόταν σε σύγχυση, παρά τις προσπάθειες τού Αντρέα Κορνέρ, που είχε πρόσφατα διοριστεί γενικός επιστάτης, να ανοικοδομήσει τις οχυρώσεις με τη γενναιόδωρη υποστήριξη τής ενετικής Γερουσίας. Οι οχυρώσεις τής πρώιμης σύγχρονης εποχής ήσαν δαπανηρές στη συντήρηση. Υποβαθμίζονταν από τη φθορά τού χρόνου, υπέφεραν από αμέλεια και γίνονταν ξεπερασμένες από τις βελτιωμένες τακτικές πολεμικής πολιορκίας. Η Γερουσία έστελνε 2.500 πεζούς στρατιώτες στην Κρήτη, μηχανικούς, προμήθειες σιτηρών και ρυζιού, καθώς και (στις 10 Φεβρουαρίου 1645) 100.000 δουκάτα, για να βοηθήσει τον Κορνέρ να αντιμετωπίσει τα ολοένα αυξανόμενα έξοδά του. Αποφάσισαν επίσης να εξοπλίσουν δύο γαλεάσες και τριάντα ελαφρές γαλέρες και έδωσαν στον Κορνέρ την άδεια να προσλάβει δύναμη πεζικού χιλίων ανδρών από τον Βραχίονα τής Μάνης (Brazzo di Maina) και αλλού στο Αρχιπέλαγος.24 Αν και η Γερουσία έλπιζε ότι ο ιδιοτελής χότζας θα αποκτούσε πιο φιλική στάση μέσω δωροδοκίας (μπαξίς), καθώς και από το γεγονός τής αθωότητας τής Δημοκρατίας για τη μαλτέζικη αδικοπραγία, όπως έγραφαν στον βαΐλο Σοράντσο στην Ισταμπούλ την 1η Μαρτίου (1645), πρόσθεταν παρ’ όλα αυτά άλλες δέκα γαλέρες στην άμυνά τους στον Χάνδακα. Εξόπλιζαν επίσης έξι μεγάλα πολεμικά πλοία στον Ναύσταθμο στη Βενετία, ενώ επέσπευδαν την πρόσληψη στρατευμάτων. Ο πρόσφατα εκλεγμένος πάπας Ιννοκέντιος Ι’ είχε υποσχεθεί στη Σινιορία μεγάλη συνεισφορά σε στρατιώτες από τα παπικά κράτη. Επιπλέον μπορούσαν επίσης να βασίζονται για αρκετά μεγάλη δύναμη στον Φερδινάνδο Β’, τον μεγάλο δούκα τής Τοσκάνης. Στο μεταξύ ο Σοράντσο θα συνέχιζε τις διαπραγματεύσεις του με τούς πασάδες και άλλους στην Ισταμπούλ.25
Οι κύριες πόλεις στο νησί τής Κρήτης ήσαν (και είναι) στη βόρεια ακτή: ο Χάνδακας (σήμερα Ηράκλειο) στο κέντρο τής ακτογραμμής, τα Χανιά (Κανέα) περίπου 75 χλμ. δυτικά τού Χάνδακα, το Ρέθυμνο (Ρέτιμο) περίπου στα μισά τού δρόμου μεταξύ Χάνδακα και Χανίων και η Σητεία, τότε όπως και τώρα η μικρότερη από τις τέσσερις πόλεις, στο ανατολικό άκρο τού νησιού, στον μικρό κόλπο τής Σητείας. Ο Χάνδακας ήταν η μητρόπολη, ενώ οι άλλες τρεις πόλεις ήσαν επισκοπές υπαγόμενες σε αυτόν. Υπήρχαν άλλα τρία μικρότερα λιμάνια κατά μήκος τής βόρειας ακτής, η Γραμβούσα και η Σούδα στα δυτικά και η Σπιναλόγκα στα ανατολικά, όλα προστατευμένα σε μεγάλο βαθμό από βραχώδη, οχυρώσιμη είσοδο. Το νησί ήταν υπερασπίσιμο, αλλά οι πόροι τής Δημοκρατίας δεν ήσαν αυτοί που ήσαν κάποτε, ούτε η αντοχή και η επιθετικότητα μιας παρακμάζουσας αριστοκρατίας ήταν εκείνη που ήταν κάποτε.
Η κυβέρνηση τής Κρήτης αποτελούσε αντανάκλαση εκείνης τής Βενετίας. Ο δούκας τού Χάνδακα, που συνήθως υπηρετούσε για δύο χρόνια, ήταν η διοικητική και τελετουργική κεφαλή τού αποικιακού καθεστώτος.26 Επιλεγόταν στη Βενετία. Ο γενικός επιστάτης υπηρετούσε ως στρατιωτικός επόπτης τού νησιού και τα καθήκοντά τού μεταβάλλονταν με τούς όρους τής αποστολής του. Στην Κρήτη, όπως στη Βενετία, υπήρχαν δουκικοί σύμβουλοι, Μεγάλο Συμβούλιο (consilium maius), επίσημοι συνήγοροι (avogadori), μεγάλος καγκελλάριος, διάφοροι δικαστές και ειδική αστυνομική δύναμη, που ονομαζόταν στο νησί, όπως και στη Βενετία, οι «Κύριοι τής νύχτας» (Signori di notte). Η διακυβέρνηση ήταν ανεπαρκής. Οι Ενετοί και Έλληνες φεουδάρχες δεν εκπλήρωναν τις υποχρεώσεις τους στην παραγωγή έμπειρου στρατιωτικού δυναμικού σε πάνοπλους ή πεζούς στρατιώτες. Η αγροτική πολιτοφυλακή (cemide) γενικά δεν άξιζε ιδιαίτερα. Η Βενετία ζούσε ακόμη από το εμπόριο τής Ανατολικής Μεσογείου, το οποίο είχε μειωθεί τόσο σε όγκο όσο και σε κέρδη. Εξαθλιωμένοι ευγενείς δεν μπορούσαν να αντιμετωπίσουν το κόστος των δημοσίων αξιωμάτων στην πατρίδα και ακόμη λιγότερο στο εξωτερικό, όπου οι μισθοί συχνά υπολείπονταν κατά πολύ των δαπανών. Οι οικογένειες ευγενών έσβηναν. Οι πληγές τού 1575-1577 και τού 1630-1631 είχαν αφήσει τα σημάδια τους στην αριστοκρατία καθώς και στους πολίτες.27
Καθώς οι Τούρκοι διέδιδαν στην Ισταμπούλ ότι ο εξοπλισμός τους ετοιμαζόταν εναντίον τής Μάλτας, η Γερουσία είχε ανησυχήσει από κινήσεις στρατευμάτων και πυροβολικού κατά μήκος των συνόρων τής Δαλματίας. Οι συνθήκες ήσαν ακόμη πιο ανησυχητικές στη δυτική Κρήτη, όπως είχε προειδοποιηθεί ο δόγης Φραντσέσκο Ερίτσο σε επιστολή από τα Χανιά με ημερομηνία 16 Μαρτίου 1645.28 Η προσπάθεια τού Τζιοβάννι Σοράντσο να καταλήξει σε φιλική συμφωνία με την Υψηλή Πύλη είχε εμποδιστεί από την ασθένεια τού δραγουμάνου Γκρίλλο, πράγμα που ανησυχούσε τη Σινιορία. Παρ’ όλα αυτά ο Σοράντσο κρατούσε την κυβέρνησή του καλά ενημερωμένη γι’ αυτά που συνέβαιναν στην Ισταμπούλ, τουλάχιστον στον βαθμό που μπορούσε. Σε αντάλλαγμα, η Γερουσία τού έστελνε τα νέα από τη Βιέννη για την πρόσληψη από τούς Τούρκους 4.000 Τατάρων και 2.500 Βλάχων στην Τρανσυλβανία. Ο πασάς τής Βούδας είχε όμως διαβεβαιώσει τον αυτοκράτορα Φερδινάνδο Γ’ για την «καλή σχέση με την αυτοκρατορία» (la buona corrispondenza con l’imperio). Στις 21 Μαρτίου (1645) ο δόγης έγραφε στον σουλτάνο Ιμπραήμ ότι ήταν σίγουρος ότι η μεγαλειότητά του δεν θα επέτρεπε στους Τούρκους υπουργούς να παραβιάζουν τη διομολόγηση τής ειρήνης που είχε ο ίδιος εγγυηθεί με τη «δική σας βασιλική υπόσχεση» (la sua reale promessa). Αντίγραφο τής επιστολής στάλθηκε στον Σοράντσο, ο οποίος έπαιρνε εντολή να το παρουσιάσει ή να μην το παρουσιάσει στον σουλτάνο, ανάλογα με την άποψη που επικρατούσε τότε στην Πύλη για την «υπόθεση» τού διοικητή τού χαρεμιού (κιζλάραγα), τον οποίο οι Ιωαννίτες είχαν σκοτώσει πάνω στο τουρκικό πλοίο που είχαν αιχμαλωτίσει.29
Στις 18 Μαρτίου (1645) ο δόγης και η Γερουσία είχαν γράψει στον Αντρέα Κορνέρ, τον γενικό επιστάτη τού Χάνδακα, για τις πολλές επιστολές που είχε γράψει ο βαΐλος Σοράντσο στον Κορνέρ, ο οποίος είχε στείλει περιλήψεις αυτών των επιστολών (ή τα ίδια τα κείμενα) στον δόγη και τη Γερουσία. Ο Σοράντσο είχε επίσης λάβει επιστολές από τον Κορνέρ, που θα ενίσχυαν τη θέση του στην Πύλη. Λεγόταν ότι οι Ενετοί είχαν σταματήσει αριθμό δυτικών και μαλτέζικων σκαφών, είχαν τιμωρήσει μέλη των πληρωμάτων τους (όταν ήσαν ένοχοι για αντι-τουρκικές δραστηριότητες) και είχαν ελευθερώσει πολλούς υπηκόους τού Μεγάλου Άρχοντα, ιδιαίτερα ναυτικούς που είχαν παρθεί από το ίδιο γαλιόνι, στο οποίο είχε σκοτωθεί ο διοικητής τού χαρεμιού, ο κιζλάραγας Σουμπουλλού. Οι Ενετοί τούς είχαν παραλάβει, τούς είχαν αντιμετωπίσει καλά και τούς είχαν στείλει στην πατρίδα, παίρνοντας από αυτούς την αξιόπιστη πληροφορία ότι οι γαλέρες τής Μάλτας και άλλα σκάφη δεν είχαν προσεγγίσει τα κρητικά παράλια. Βέβαια μερικά άλογα, αφού αντιμετωπίστηκαν άσχημα από τούς Ιωαννίτες, είχαν ριχτεί στη θάλασσα και είχαν βγει στη στεριά στην Κρήτη σχεδόν τυχαία. Τα γεγονότα προσδιορίζονταν από την κατάθεση τριών ναυτικών που βρίσκονταν πάνω στο πλοίο τού κιζλάραγα. Φτάνοντας στη Μάλτα, οι τρεις εν λόγω ναυτικοί είχαν κατά κάποιο τρόπο ξεφύγει και είχαν εμφανιστεί στη Βενετία στον δρόμο τους προς την πατρίδα. Με βάση αυτά τα δεδομένα, τα οποία ο δόγης και η Γερουσία διαβίβαζαν στον Σοράντσο, εκείνος όφειλε να εντυπωσιάσει τούς Τούρκους.30
Ο ισχυρισμός τού Γιουσούφ πασά ότι οι Ιωαννίτες είχαν περάσει είκοσι μέρες στο νησί τής Κρήτης (τον Οκτώβριο 1644) ήταν σίγουρα αναληθής. Επίσης όμως, η επιστολή τού δόγη τής 18ης Μαρτίου (1645) φαινόταν να διαψεύδει το ευρέως αναφερόμενο γεγονός ότι οι Ιωαννίτες είχαν πράγματι αποβιβαστεί, έστω και για λίγο, στους Καλούς Λιμένες στη νότια ακτή τής Κρήτης. Σε κάθε περίπτωση μπορούμε να διαβάσουμε μόνο τις γραμμές τής επιστολής τού δόγη. Ο Κορνέρ, που ήταν πολύ καλύτερα ενημερωμένος από εμάς, μπορούσε να διαβάσει ανάμεσα στις γραμμές. Έτσι κι αλλιώς, όπως είδαμε, ο ίδιος ο Κορνέρ είχε αναφέρει στη Σινιορία ότι οι Ιωαννίτες είχαν εντοπιστεί ανοιχτά των ακτών στις 8 Οκτωβρίου και είχαν αποβιβάσει αριθμό Ελλήνων στο νησί υπό την κάλυψη τού σκότους.
Οι Τούρκοι κήρυξαν τον πόλεμο στη Μάλτα και ο Σοράντσο έλαβε εντολή να προσπαθήσει να κερδίσει τον φιλάργυρο χότζα με δωροδοκία (μπαξίς). Έπρεπε επίσης να υπενθυμίζει συνεχώς στον μεγάλο βεζύρη τη σημασία τού τουρκο-ενετικού εμπορίου, τονίζοντας πάντοτε την επιθυμία τής Σινιορίας να διατηρεί την ειρήνη με την Υψηλή Πύλη. Αν και ήσσονος σημασίας περιστατικά εδώ κι εκεί κρατούσαν τούς Ενετούς σε επιφυλακή, σίγουρα δεν περίμεναν την επίθεση που ερχόταν. Σε επιστολή προς τον Σοράντσο στις 22 Ιουνίου (1645) ο δόγης και η Γερουσία εξέφραζαν την εκτίμησή τους για τη φιλικότητα και εξυπηρετικότητα «του μεγάλου βεζύρη, που όλο και περισσότερο δείχνει σε εμάς εκτίμηση και αγάπη…» (il primo visir, che sempre piu capace si dimostrava della stima et affetto nostro…).31 Μεγάλος βεζύρης ήταν ο Σουλτανζάντε Μεχμέτ πασάς και ήταν φίλος τής Βενετίας. Τουλάχιστον ήταν αντίθετος σε εκστρατεία εναντίον τού νησιού τής Κρήτης. Επίσης φοβόταν και ζήλευε τον Γιουσούφ πασά, τον δεύτερο βεζύρη, τού οποίου το αστέρι ανέτελλε. Ο Γιουσούφ είχε ενωθεί με τον χότζα υποστηρίζοντας την προσπάθεια κατάκτησης τής Κρήτης. Συνήθως χρειαζόταν ένας μήνας ή περισσότερο για να φτάσουν επιστολές από την Ισταμπούλ στη Βενετία και φυσικά πολλά μπορούσαν να συμβούν μεταξύ τής αποστολής μιας επιστολής και τής παράδοσής της στον παραλήπτη.
Όταν ο δόγης και η Γερουσία έγραφαν στον βαΐλο Σοράντσο επαινώντας τον μεγάλο βεζύρη, ο Σοράντσο βρισκόταν αιχμάλωτος τής Πύλης για τρεις εβδομάδες. Δύο μέρες μετά την επιστολή τους τής 22ας Ιουνίου (η οποία πιθανώς δεν στάλθηκε ποτέ στον Σοράντσο), αυτός ήταν σε θέση να τούς ενημερώσει μέσω αγγελιοφόρου από τη Βιέννη ότι είχαν τοποθετηθεί φρουροί στο σπίτι του (την casa bailaggia στους «αμπελώνες τού Πέρα») και ο ίδιος δεν μπορούσε να βγει έξω, ούτε μπορούσε κάποιος να μπει. Ο Σοράντσο είχε γίνει φίλος με τον αυτοκρατορικό πρέσβη στην Υψηλή Πύλη, τον κόμη Χέρμαν Τσέρνιν, ο οποίος είχε πιθανώς στείλει την επιστολή τού Σοράντσο στη Βενετία με τον διπλωματικό σάκο προς Βιέννη. Η φυλάκιση τού βαΐλου ήταν αντίθετη προς το διεθνές δίκαιο (jus gentium) και προς τη φιλία των Ενετών με την Υψηλή Πύλη. Η Ισταμπούλ ήταν γεμάτη φήμες. Ο περιορισμός τού Σοράντσο στο σπίτι του από τούς Τούρκους ήταν φυσικά θλιβερός για τον δόγη και τη Γερουσία, που έστελναν μήνυμα στην παπική κούρτη και στις αυλές των άλλων χριστιανών ηγεμόνων. Οι ηγεμόνες έπρεπε να δουν ότι ήταν ώρα να βάλουν στην άκρη τα μίση και τις έχθρες τους, να θεσπίσουν ειρήνη που θα έκανε πολύ πιο εύκολη τη χριστιανική αντίθεση σε τέτοιες επιδείξεις τουρκικής επιθετικότητας. Όταν οι Τούρκοι έβλεπαν τούς χριστιανούς σε ειρήνη, σταματούσαν να προκαλούν «προβλήματα και ταλαιπωρίες».32 Παρά το γεγονός ότι ο Σοράντσο ήταν τώρα αιχμάλωτος τής Πύλης, μήνα με τον μήνα εύρισκε τρόπους να στέλνει αναφορές στον δόγη και τη Γερουσία και σε άλλους στη Βενετία, καθώς και να λαμβάνει τις επιστολές που τού έστελναν.33
H αρμάδα τού σουλτάνου απέπλευσε από τα Δαρδανέλλια στις 30 Απριλίου (1645) υπό τις διαταγές τού Γιουσούφ, τού καπουδάν πασά και γαμπρού τού σουλτάνου. Λέγεται ότι αποτελούσε πολύ εντυπωσιακή δύναμη, αποτελούμενη από 416 περίπου σκάφη, μεταξύ των οποίων δύο γαλεάσες, ένα μεγάλο γαλιόνι που ονομαζόταν Σουλτάνα, δέκα πλοία από την Αλεξάνδρεια, δύο από την Τύνιδα, δέκα σκάφη μισθωμένα από τούς Ολλανδούς και τούς Άγγλους και τριακόσια μικρότερα σκάφη, στα οποία συμπεριλαμβάνονταν τα συνήθη καΐκια και καραμουσαλίνια τής Ανατολικής Μεσογείου. Μικρή εμπιστοσύνη μπορεί να υπάρχει σε τέτοιους αναφερόμενους αριθμούς. Το καραμουσάλ είχε κύριο κατάρτι, κατάρτι πρύμνης, εκτεταμένο πρόβολο και ψηλή πρύμνη. Αποτελούσε συνηθισμένο θέαμα στα ανατολικά ύδατα34 και αναφέρεται συχνά στις δυτικές πηγές. Λεγόταν ότι υπήρχαν περισσότεροι από πενήντα χιλιάδες άνδρες πάνω στον στόλο, με επτά χιλιάδες γενίτσαρους, μεγάλο στρατιωτικό σώμα σπαχήδων, υπονομευτές και άλλους στρατιώτες. Ύστερα από φιλική στάση στο ενετικό νησί τής Τήνου, απ’ όπου οι Τούρκοι πήραν νερό και προμήθειες, συνέχισαν με θυελλώδη καιρό προς τη Μονεμβασία, τη Μάνη και το Τσιρίγο, κυκλώνοντας τον Μοριά προς το λιμάνι τού Ναυαρίνου, σαν να βρίσκονταν στην πραγματικότητα στον δρόμο προς τη Μάλτα. Ύστερα όμως από τρεις εβδομάδες στο Ναυαρίνο, οι Τούρκοι σήκωσαν άγκυρα στις 21 Ιουνίου, πλέοντας προς το ακρωτήριο Σπάθα, το ακρωτήριο τής δυτικής Κρήτης, όπου τούς είδαν δύο μέρες αργότερα, την Παρασκευή 23 τού μηνός.35 Ο πόλεμος τού Χάνδακα είχε αρχίσει.
Στις 26 Ιουνίου (1645) ο γενικός επιστάτης Αντρέα Κορνέρ ετοίμασε λεπτομερή έκθεση προς την Ενετική Σινιορία, αναφέροντας την τουρκική αποβίβαση στρατευμάτων στις ακτές τού Κόλπου Γωνιάς, δεκαπέντε περίπου μίλια δυτικά των Χανίων. Η αποβίβασή τους εμποδίστηκε αρχικά από την τοπική αγροτιά, η οποία όμως τράπηκε σε φυγή με τούς πρώτους κανονιοβολισμούς από τις τουρκικές γαλέρες. Μια άλλη μικρή δύναμη πληρωμένων αγροτών πολιτοφυλάκων και δύναμη πεζικού πεντακοσίων περίπου ανδρών αποχώρησαν επίσης από τη σκηνή, αφήνοντας τούς Τούρκους ελεύθερους να καίνε και να καταστρέφουν την ύπαιθρο.36 Ο Κορνέρ υπολόγιζε το μέγεθος τής εχθρικής αρμάδας σε 78 γαλέρες, τρία βαριά εμπορικά πλοία με τετράγωνα πανιά (μπερτόνια) και 117 δικάταρτα, εκτός από τα άλλα σκάφη που είχαν επίσης δει να κατευθύνονται προς τον κόλπο τής Γωνιάς. Παρά τις προφυλάξεις που είχε πάρει ο Κορνέρ και οι δυνάμεις που είχε μπορέσει να συγκεντρώσει, οι Τούρκοι κατέλαβαν γρήγορα το μικρό οχυρωμένο νησί των Αγίων Θεοδώρων (Σαν Τόντερο).37
Το φρούριο υπερασπιζόταν ο Μπλάζιο Ζουλιάν, αξιωματικός από την Ίστρια, ο οποίος, έχοντας υπό τις διαταγές του λίγο περισσότερους από τριάντα στρατιώτες με κάποια φθαρμένα κανόνια, έβλεπε καθαρά ότι οι Τούρκοι θα έπαιρναν το νησάκι. Αφού βύθισε μερικές τουρκικές γαλέρες, ο Ζουλιάν ναρκοθέτησε το μικρό φρούριο, έβαλε φωτιά, και ανατίναξε τον εαυτό του, τούς άνδρες του και το φρούριο σε κομμάτια. Οι Τούρκοι κατέλαβαν τα υπόλοιπα κομμάτια των Αγίων Θεοδώρων ως πρώτη νίκη τους στον πόλεμο38 και ήδη από τις 27 Ιουνίου προχωρούσαν εναντίον των γειτονικών Χανίων από τη στεριά και από τη θάλασσα, στρατοπεδεύοντας στις πλαγιές των λόφων που είχαν θέα προς την πόλη και καταλαμβάνοντας το λιμάνι. Ξεφορτώνοντας το πυροβολικό τους, πυρομαχικά και προμήθειες, οι Τούρκοι άρχισαν την πολιορκία, η οποία κράτησε πενηνταέξι μέρες. Στις 22 Αυγούστου (1645) τα Χανιά παραδόθηκαν και τρεις ημέρες αργότερα ο καθεδρικός ναός τού Σαν Νικκολό και δύο ακόμη εκκλησίες μετατράπηκαν σε τζαμιά.39 Τον Νοέμβριο ο Γιουσούφ πασάς άφησε φρουρά τουλάχιστον οκτώ χιλιάδων στρατιωτών στα Χανιά με πυρομαχικά και εφόδια και επέστρεψε στην Ισταμπούλ,40 όπου τον περίμενε απρόσμενη τραγωδία.
Είχε αρχίσει ο πόλεμος, που θα διαρκούσε ένα τέταρτο τού αιώνα και θα αποδεικνυόταν πολύ εξαντλητικός για τούς Τούρκους και για τούς Ενετούς. Δεν μπορούμε εδώ να ακολουθήσουμε τον πόλεμο τού Χάνδακα με κάθε λεπτομέρεια, αλλά μια ματιά σε μερικά από τα σημαντικότερα γεγονότα τού μακροχρόνιου ανταγωνισμού θα καταστήσει σαφές ότι, ύστερα από αδύναμη αρχή, η απόδοση των Ενετών υπήρξε εξαιρετική. Στη σύγχυση τού Ιουλίου και Αυγούστου (1645) ο πάπας Ιννοκέντιος Ι’ έστειλε πέντε γαλέρες για να βοηθήσουν τούς παρενοχλούμενους Ενετούς. Ο Φερδινάνδος Β’, ο μεγάλος δούκας τής Τοσκάνης, έστειλε επίσης πέντε γαλέρες, όπως και οι ισπανικές αρχές στη Νάπολη. Και ύστερα από κάποια καθυστέρηση οι Μαλτέζοι έστειλαν τις γνωστές έξι γαλέρες τους. Όταν αυτές οι εικοσιμία γαλέρες προστέθηκαν στις εικοσιπέντε των Ενετών, οι χριστιανοί σύμμαχοι είχαν στόλο αξιόλογου μεγέθους, ο οποίος αυξήθηκε κατά τέσσερις γαλεάσες και δεκαοκτώ άλλα σκάφη. Καθώς η τουρκική αρμάδα βρισκόταν σε κάποια αταξία τόσο στους Αγίους Θεοδώρους όσο και στο λιμάνι των Χανίων από τις αρχές Σεπτεμβρίου, ήταν κατανοητό ότι μια ολομέτωπη επίθεση κατά των Τούρκων θα μπορούσε να είχε ανακτήσει τα Χανιά, να είχε καταστρέψει μεγάλο μέρος τού στόλου τους και να είχε θέσει τέρμα σε οποιεσδήποτε περαιτέρω επιχειρήσεις τού εχθρού στο νησί τής Κρήτης. Όμως οι χριστιανικές δυνάμεις βρίσκονταν υπό την επιφυλακτική διοίκηση τού παπικού γενικού διοικητή Νικκολό Λουντοβίζι, παπικού ανηψιού και ηγεμόνα τού Πιομπίνο και έτσι με τον φόβο τής ήττας ίσως έχασαν την ευκαιρία για νίκη. Λόγω τής αναποφασιστικότητας ή σύνεσης τού Λουντοβίζι, ανάλογα πώς το βλέπει κανείς, καθώς και κάτω από θυελλώδεις καιρικές συνθήκες, ο συμμαχικός στόλος δεν έκανε καμία προσπάθεια να ανακτήσει τα Χανιά μέχρι την 1η Οκτωβρίου. Τότε ο στόλος, τον οποίο λεγόταν ότι αποτελούσαν εξήντα περίπου γαλέρες, τέσσερις γαλεάσες και εικοσιοκτώ πλοία, για μια ακόμη φορά δεν κέρδισε τίποτε πέρα από αποτυχία και απογοήτευση, λόγω τής υπεράσπισης τού λιμανιού από τούς Τούρκους και τής διχασμένης διοίκησης των συμμάχων.41 Στη συνέχεια οι ναυτικές επιχειρήσεις ανεστάλησαν για το τρέχον έτος και επισπεύστηκαν οι προετοιμασίες για τις συγκρούσεις που θα ακολουθούσαν.42
Ύστερα από πέντε περίπου εβδομάδες αναποτελεσματικής συνεργασίας, οι συμμαχικοί διοικητές αποχαιρέτησαν τούς Ενετούς φίλους τους, κατευθύνθηκαν προς Μεσσίνα, όπου έφτασαν στις 23 Οκτωβρίου (1645) και στη συνέχεια επέστρεψαν τα πλοία στα καρνάγια τους. Φαινόταν ότι οι Ενετοί δεν είχαν πια ασφαλές καταφύγιο στην περιοχή τής Μεσογείου. Η Σινιορία έστελνε στρατεύματα στις δαλματικές ακτές και την Κέρκυρα. Οι τοπικές άμυνες ενισχύονταν στο Λίντο και στο Μαλαμόκκο και γίνονταν προσθήκες στις οχυρώσεις τού Χάνδακα. Η αποτυχία ανάκτησης των Χανίων οφειλόταν κυρίως στη διαφωνία μεταξύ των συμμαχικών ηγετών ως προς το εμπόδιο τού θυελλώδους καιρού. Χρειαζόταν γενικός διοικητής τού υψηλότερου βαθμού, την αρχή τού οποίου δεν θα μπορούσαν να αμφισβητήσουν φιλόδοξοι ανταγωνιστές. Στη Γερουσία προτάθηκε το όνομα τού δόγη Φραντσέσκο Ερίτσο, τότε ογδόντα ετών. Η πρόταση υπερψηφίστηκε και τον ενημέρωσαν ζητώντας να αποδεχθεί τη διοίκηση τού στόλου. Προς θαυμασμό τής Γερουσίας και μάλιστα όλων στη Βενετία, ο γέρος αποδέχθηκε την υπευθυνότητα.
Όμως ο Τζιοβάννι Πέζαρο είχε σοβαρότατες αντιρρήσεις για τον διορισμό τού δόγη. Οι αναπόφευκτες δουκικές τελετές θα κόστιζαν χρόνο και χρήματα, που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν καλύτερα εναντίον των Τούρκων. Ίσως εμπνεόταν και ο σουλτάνος Ιμπραήμ για να αναλάβει τη διοίκηση τού τουρκικού στόλου, πράγμα που σίγουρα θα παρακινούσε τούς Τούρκους σε αυξημένη προσπάθεια. Και πόση σύγχυση θα μπορούσε άραγε να προκληθεί στο εσωτερικό και στο εξωτερικό από τον θάνατο τού δόγη στη θάλασσα; Παρ’ όλα αυτά ο διορισμός επιβεβαιώθηκε και δύο σύμβουλοι, οι Τζιοβάννι Καππέλλο και Νικκολό Ντολφίν, επιλέχθηκαν για να συνοδεύουν τον ηλικιωμένο δόγη, αφού «αυτά που προτείνει ο άνθρωπος, τα διαθέτει ο Θεός» (sed homo proponit, disponit Deus), ενώ ο Φραντσέσκο Ερίτσο πέθανε στις 3 Ιανουαρίου 1646. Θάφτηκε στην εκκλησία τού Σαν Μαρτίνο (κοντά στον Ναύσταθμο τής Βενετίας), όπου το ταφικό του μνημείο υπάρχει ακόμη στον τοίχο προς τα δεξιά, καθώς εισέρχεται κανείς στην εκκλησία. Δύο μέρες μετά τον θάνατο τού Ερίτσο εξελέγη ως ναυτικός γενικός διοικητής ο Τζιοβάννι Καππέλλο, για να αντιμετωπίσει τούς Τούρκους κατά το έτος που βρισκόταν μπροστά.43
Στο μεταξύ στην Ισταμπούλ η επιτυχής κατάληψη των Χανίων από τούς Τούρκους γιορτάστηκε για τρεις ημέρες και νύχτες. Καθώς όμως περνούσαν οι βδομάδες, κάποια αξιόλογα άτομα απομακρύνονταν από τα αξιώματά τους, ενώ άλλα έπαιρναν τιμητικά καφτάνια και νέους διορισμούς. Ο μεγάλος βεζύρης Σουλτανζάντε Μεχμέτ πασάς, που είχε γίνει εχθρικός προς τον Γιουσούφ πασά, υποβιβάστηκε αλλά τού χαρίστηκε η ζωή, ενώ τού δόθηκε αργότερα κάποια στρατιωτική διοίκηση στα πλαίσια τού συνεχιζόμενου πολέμου με τη Βενετία για την κατοχή τού νησιού τής Κρήτης. Ο Γιουσούφ πασάς, ο κατακτητής των Χανίων, αρνήθηκε το αξίωμα τού μεγάλου βεζύρη, το οποίο δόθηκε στον αυτοκρατορικό ταμία (ντεφτερντάρ) Σαλίχ πασά, Βόσνιο στην καταγωγή, ο οποίος είχε αναρριχηθεί ραγδαία στην υπηρεσία τής Υψηλής Πύλης. Ο Μούσα πασάς, ο αγάς των γενιτσάρων, διαδέχθηκε τον Σαλίχ ως ντεφτερντάρ. Οι συνήθεις κανόνες προαγωγής δεν λαμβάνονταν υπόψη καθ’ όλη τη βασιλεία τού σουλτάνου Ιμπραήμ. Μερικά περίεργα καμώματα στην Πύλη μπορούσαν να αποδοθούν στις δολοπλοκίες τού χαρεμιού, αλλά φαίνεται σαφές ότι ο ικανός Γιουσούφ έφερνε καταστροφή στον εαυτό του, χωρίς ιδιαίτερη βοήθεια από τούς εχθρούς του.
Ο σουλτάνος Ιμπραήμ κάλεσε τον Γιουσούφ πασά μια μέρα και εντελώς απροσδόκητα τον διέταξε να επιστρέψει στην Κρήτη με τριάντα πλοία, για να ολοκληρώσει την κατάκτηση τού νησιού. Ο Γιουσούφ ανέφερε ότι τα απαιτούμενα πλοία βρίσκονταν στα καρνάγια. Ήταν επίσης χειμώνας, δηλαδή όχι κατάλληλος καιρός για τέτοια εκστρατεία. Ο Ιμπραήμ διέσυρε τον Γιουσούφ που είχε επιτρέψει στη χριστιανική φρουρά να αποχωρήσει από τα Χανιά με όλα τα υπάρχοντά τους. Ως καλός μουσουλμάνος έπρεπε να είχε καταστρέψει τούς άπιστους. Ο Γιουσούφ απάντησε ότι είχε κάνει ό,τι μπορούσε. Ο σουλτάνος μπορούσε κάλλιστα να στείλει κάποιον άλλο στην Κρήτη, που θα τα κατάφερνε καλύτερα. Ο Ιμπραήμ, σε μεγάλη έξαψη, απάντησε ότι ο Γιουσούφ μπορούσε να επιλέξει μεταξύ θανάτου και αναχώρησης για την Κρήτη. Ο Γιουσούφ, περισσότερο πολεμιστής παρά κόλακας, διαμαρτυρήθηκε όπως μάς λέει ο φον Χάμμερ: «Αχ πατισάχ μου, μα εσείς δεν ξέρετε από ναυτικές επιχειρήσεις. Έχουμε μόνο 110 κωπηλάτες. Χωρίς κωπηλάτες δεν μπορούμε να λειτουργήσουμε τις γαλέρες».
«Καταραμένε ανόητε», φώναξε ο Ιμπραήμ, «προσπαθείς να μού διδάξεις ναυτιλία;» Και τότε διέταξε αμέσως την εκτέλεση τού Γιουσούφ. Ο Σαλίχ πασάς, ο νέος μεγάλος βεζύρης, καθώς και ο Μούσα πασάς, ο νέος ντεφτερντάρ, παρακάλεσαν τον θυμωμένο σουλτάνο να χαρίσει στον Γιουσούφ τη ζωή. Ο Γιουσούφ, που είχε παντρευτεί κόρη τού Ιμπραήμ, απεύθυνε έκκληση στον σουλτάνο από τη φυλακή, ζητώντας να σταλεί σε θέση κάπου στην αυτοκρατορία, ως χειρονομία ελέους προς τη «σουλτάνα» και προς τούς εγγονούς τού ίδιου τού σουλτάνου. Ήταν μάταιο. Ο Γιουσούφ πασάς στραγγαλίστηκε στις 21 Ιανουαρίου 1646. Τέτοιο ήταν το ανόητο, δολοφονικό καθεστώς τού σουλτάνου Ιμπραήμ.44
Η Eνετική Σινιορία έψαχνε παντού για χρήματα. Τρεις ευγενείς που είχαν συνεισφέρει γενναιόδωρα στο πολεμικό ταμείο, έγιναν Επίτροποι (Procuratori) τού Αγίου Μάρκου. Τρία μεγάλα πλοία είχαν ετοιμαστεί στο Μαλαμόκκο, για να στείλουν ανατολικά 400.000 δουκάτα και να βοηθήσουν την υποστήριξη τού ενετικού στόλου. Στρατιώτες και προμήθειες βρίσκονταν επίσης στον δρόμο τους προς τα νερά τής Ανατολικής Μεσογείου.
Τα περάσματα στο Φριούλι έπρεπε να φυλάσσονται. Λεγόταν ότι ο σουλτάνος ερχόταν στον Μοριά με 200.000 πολεμιστές. Οι Τούρκοι συγκέντρωναν στρατιώτες στη Συρία και τη Μικρά Ασία. Έπρεπε να βρίσκονται στην Ισταμπούλ τον Νοέμβριο (1645). Θα έλπιζε όμως κανείς ότι η κατασκευή πολεμικών πλοίων στους τουρκικούς ναύσταθμους προχωρούσε «αρκετά αργά», λόγω ελλείψεων υλικών, ώστε να ματαιώσει τα φιλόδοξα σχέδια που υποτίθεται ότι διατηρούσε η Πύλη. Υπήρχαν προβλήματα παντού και η Σινιορία έψαχνε σε όλες τις κατευθύνσεις για να βρει λύσεις. Λόγω ασθένειας ο Φραντσέσκο ντα Μολίν είχε απαλλαγεί από τα καθήκοντά του ως ναυτικός γενικός διοικητής, αλλά τώρα εκλεγόταν δόγης στις 20 Ιανουαρίου 1646.45
Η Σινιορία δεν είχε πιαστεί εντελώς απροετοίμαστη από την ανανέωση τού πολέμου με την Πύλη. Ήδη από το 1639 είχε επιβληθεί εισφορά 400.000 δουκάτων στην Ενδοχώρα (Τερραφέρμα). Θα καταβαλλόταν σε τέσσερις εξαμηνιαίες δόσεις. Σχεδόν κανένα χωριό δεν είχε γλιτώσει, ενώ ακόμη και μια μικρή πόλη, όπως το Έστε (Ατέστε) στο Βένετο, δεκαεπτά περίπου μίλια νοτιοδυτικά τής Πάδουας, θα πλήρωνε εκπληκτικά μεγάλα ποσά καθ’ όλη τη διάρκεια τού τουρκικού πολέμου. Το Έστε, τόπος καταγωγής των Έστε τής Φερράρας-Μόντενα, βρισκόταν υπό ενετική κυριαρχία από το 1405 και θα παρέμενε έτσι μέχρι το τέλος τής Δημοκρατίας.46
Ενώ η ενετική κυβέρνηση επέβαλλε βαριές οικονομικές εισφορές στην Ενδοχώρα (Τερραφέρμα), προσπαθούσε σθεναρά, αλλά χωρίς αποτέλεσμα, να επιστρατεύσει τη στρατιωτική υποστήριξη των Πολωνών, Μοσχοβιτών, Περσών, Σουηδών, Δανών και άλλων εναντίον των Τούρκων, καθώς και να εμπλέξει τη ναυτική δύναμη των Ολλανδών και Άγγλων, για να βοηθήσουν να κρατήσει το νησί τής Κρήτης. Οι Τούρκοι γνώριζαν πολύ καλά τις συνθήκες στην Ευρώπη και είχαν λόγους να πιστεύουν ότι επέλεγαν την κατάλληλη στιγμή για να επιτεθούν στην Κρήτη. Η έκταση των ναυτικών και στρατιωτικών προετοιμασιών τους ήταν ανησυχητική, όπως προειδοποιούσε τούς Ενετούς στον κόλπο τής Σούδας ο Ζαν Πωλ ντε Λάσκαρις Καστελλάρ, ο μεγάλος μάγιστρος των Ιωαννιτών, με επιστολή γραμμένη στη Μάλτα στις 10 Ιανουαρίου 1646. Η επιστολή έφτασε στη Σούδα στις αρχές Μαρτίου.47
Καθώς ο Τριακονταετής Πόλεμος συνεχιζόταν, οι Γάλλοι είχαν εξασφαλίσει τον έλεγχο τού Ρήνου. Οι Σουηδοί σύμμαχοί τους ήσαν νικηφόροι στις βόρειες χώρες. Ο Γεώργιος Α’ Ράκοζυ (1631-1648) ήταν υπέρτατος στην Τρανσυλβανία και ενθαρρυνόμενος από τούς Σουηδούς και τούς Γάλλους είχε προελάσει στην Ουγγαρία.48 Η Βοημία, η Μοραβία και η Σιλεσία κείτονταν σε ερείπια. Η Σαξωνία είχε υποχωρήσει μπροστά στους Σουηδούς. Η Βαυαρία είχε ενωθεί με τούς Γάλλους. Η αυτοκρατορία μειωνόταν και ο Φερδινάνδος Γ’ ήθελε να κάνει ειρήνη. Οι Αψβούργοι ήσαν οι μεγάλοι εχθροί των Τούρκων, αλλά ο Φερδινάνδος δεν ήταν σε θέση να βοηθήσει τούς Ενετούς, οι οποίοι δεν ήσαν ποτέ δημοφιλείς στη Βιέννη. Όσο για τη Γαλλία, ο καρδινάλιος Ζυλ Μαζαρέν ήταν εχθρικός τόσο προς τη Βενετία όσο και προς την Αγία Έδρα, γιατί φιλοδοξούσε σε κάποιο βαθμό κυριαρχίας στην Ιταλία και όντας αυτά τα δύο μόνα ανεξάρτητα κράτη στην χερσόνησο, ήσαν αντίθετα με τη γαλλική φιλοδοξία. Η Πολωνία ήταν αποδιοργανωμένη μοναρχική δημοκρατία και δεν θα ήταν έτοιμη να επιχειρήσει κατά των Τούρκων για άλλα σαράντα χρόνια. Δεν θα μπορούσε ενδεχομένως να αναμένεται βοήθεια από τη Ρωσία.
Η Πορτογαλία είχε επαναστατήσει από την Ισπανία (το 1640), είχε ανεβάσει στον θρόνο τον Ιωάννη τής Μπραγκάντσα και βρίσκονταν μπροστά χρόνια πολέμου. Η Καταλωνία είχε επίσης επαναστατήσει από την Ισπανία το 1640. Παρά το γεγονός ότι οι Ισπανοί Αψβούργοι, όπως οι Αυστριακοί εξάδελφοί τους, ήσαν από καιρό εχθρικοί προς τούς Τούρκους, ο Φίλιππος Δ’ δεν θα μπορούσε να βοηθήσει τούς Ενετούς. Δεν θα μπορούσε να βοηθήσει τον εαυτό του. Η μόνη βοήθεια που θα μπορούσε να είχε προσφέρει η Ισπανία στη Βενετία θα ήταν από τη θάλασσα (στέλνοντας θεωρητικά στρατεύματα στην Κρήτη), αλλά πριν λιγότερο από έξι χρόνια (στις 21 Οκτωβρίου 1639) ο Ολλανδός ναύαρχος Μάρτεν Τρομπ είχε καταστρέψει σχεδόν ολοσχερώς τον ισπανικό στόλο στα ανοιχτά τής ακτής τής Αγγλίας. Η Ισπανία δεν θα αποτελούσε ποτέ πια σημαντική δύναμη στη θάλασσα. Οι Ολλανδοί, εμπορικοί αντίπαλοι των Άγγλων, σε πόλεμο με την Ισπανία, φοβισμένοι από το αυξανόμενο μεγαλείο τής Γαλλίας, δεν θα βοηθούσαν τούς Ενετούς, οι οποίοι ήσαν επίσης ανταγωνιστές τους για το ανατολικό εμπόριο. Επίσης, όπως οι Άγγλοι, οι Ολλανδοί μίσθωναν κι αυτοί μερικές φορές πλοία στους Τούρκους. Όσο για την Αγγλία, ο Κάρολος Α’ ήταν απασχολημένος με τη μοιραία μάχη του με το Κοινοβούλιο. Μάλιστα ο βαΐλος Τζιοβάννι Σοράντσο είχε γράψει στον δόγη και τη Γερουσία (στις 18 Οκτωβρίου 1645) ότι οι Άγγλοι «θα ήθελαν να καταλάβουν οι Τούρκοι τον Χάνδακα, έτσι ώστε να μπορούν να εμπορεύονται εκεί ελεύθερα το μοσχάτο».49
Από ποιους θα μπορούσε άραγε να ελπίζει η Βενετία να πάρει ουσιαστική βοήθεια; Μόνο από τον πάπα και τούς Μαλτέζους. Μετά την ειρήνη τής Βεστφαλίας οι Ενετοί θα μπορούσαν να ανανεώσουν τις εκκλήσεις τους για βοήθεια προς τα μεγαλύτερα κράτη τής Ευρώπης, αλλά, όπως μπορεί να συναχθεί από αυτά που μόλις ειπώθηκαν, μικρή βοήθεια θα ήταν επικείμενη για κάποιο χρονικό διάστημα.50 Κύριοι σύμμαχοι τής Σινιορίας θα εξακολουθούσαν να παραμένουν η Αγία Έδρα και οι Μαλτέζοι.
Πολύ πριν από τις αρχές τού 17ου αιώνα η Δημοκρατία έχανε τον έλεγχό της ακόμη και πάνω σε οικογένειες ενετικής καταγωγής σε ολόκληρο το νησί τής Κρήτης. Όπως και στην Κύπρο κατά τη διάρκεια τού ύστερου 15ου και τού 16ου αιώνα, ο Καθολικισμός συρρικνωνόταν και υποχωρούσε μπροστά στην ελληνική Ορθοδοξία,51 λόγω τής συνεχούς μείωσης τού αριθμού των Λατίνων ιερέων και τής παρατεταμένης απουσίας των επισκόπων, που προτιμούσαν πολύ τη διαμονή στο Βένετο ή αλλού στην Ιταλία από εκείνη στο ζοφερό νησί τής Κρήτης. Οι λεγόμενοι Λατίνοι έπαιρναν εδώ και καιρό μέρος σε λειτουργίες, που διεξάγονταν από ιερείς τού ελληνικού τελετουργικού. Δεν ήσαν λίγες οι νεαρές γυναίκες οικογενειών με ενετικά ονόματα που έμπαιναν σε ελληνικά γυναικεία μοναστήρια, καθώς στρέφονταν σε πατέρες τού Βυζαντινού παρελθόντος για να λάβουν τα μυστήρια.
Σε αναφορά του προς τον πάπα Ούρμπαν Η’ (το 1637), ο Λεονάρντο Μοτσενίγκο, αρχιεπίσκοπος Χάνδακα (1633-1644), σημείωνε ότι κάθε χρόνο οι χριστιανοί υποχωρούσαν κρυφά μπροστά στην τυραννία των Τούρκων. Η περιγραφή του για την κατάσταση τής εκκλησίας στον Χάνδακα, δηλαδή στην Κρήτη, ήταν ζοφερή. Στον αρχιεπισκοπικό του ναό υπήρχαν δεκαπέντε επιδόματα εφημερίων, που απέφεραν στους κατόχους τους ισχνά εισοδήματα (fructus temies). Στον Χάνδακα υπήρχαν τρία γυναικεία μοναστήρια (monialium coenobia), από τα οποία σημαντικότερο ήταν το Δομινικανό μοναστήρι τής Σάντα Κατερίνα, όπου υπήρχαν εικοσιεπτά μοναχές, τέσσερις αρχάριες, τέσσερις προσήλυτες και δύο κοσμικές αδελφές που υπηρετούσαν τις άλλες. Είχαν ευρύχωρη εκκλησία, η οποία ήταν καλά εξοπλισμένη. Οι μοναχές ήσαν όλες από οικογένειες ενετικής προέλευσης και ακολουθούσαν «το Ρωμαϊκό τελετουργικό σύμφωνα με τον κανόνα τού Άγιου Δομίνικου», αν και γλώσσα τους ήταν η δημοτική ελληνική και δεν μπορούσαν ούτε να διαβάσουν ούτε να αναφέρονται σε θρησκευτικά βιβλία στα λατινικά ή ιταλικά (earum licet graeca sit vernacula lingua, et nullis possint vel latinis vel italicis spiritualibus libris … excitari…). Ο Μοτσενίγκο έκανε ό,τι καλύτερο μπορούσε για να βελτιωθεί η θλιβερή κατάσταση, «αλλά η έλλειψη κλήρου καθιστά τα πάντα εξαιρετικά δύσκολα».52
Ο Τζιαν Φραντσέσκο Γκοτσαντίνι, ο οποίος έγινε επίσκοπος Ρεθύμνου (Ρέτιμο) τον Αύγουστο τού 1641,53 ήταν κατά πάσα πιθανότητα καλά ενημερωμένος για τις συνθήκες στα ελληνικά νησιά. Είχε γεννηθεί στη Νάξο, την οποία οι Τούρκοι κατέλαβαν το 1566.54 Δύο χρόνια μετά την προαγωγή του στη θέση τού επισκόπου Ρεθύμνου, ο Γκοτσαντίνι ετοίμασε αναφορά για σύναξη καρδιναλίων (το 1643) σχετική με τα προβλήματα που αντιμετώπιζε ως επίσκοπος τής έδρας αυτής στη βόρεια ακτή τής Κρήτης. Η επισκοπή τού Ρεθύμνου, έγραφε, περιλάμβανε δύο περίπου χιλιάδες οικογένειες ή «εστίες» (focularia) και αγκάλιαζε περίμετρο εικοσιπέντε μιλίων. Τα λατινικά και τα ελληνικά έθιμα ήσαν συγκεχυμένα αναμεμειγμένα στο Ρέθυμνο, όπως και αλλού, αλλά οι «λατινικές ψυχές δεν ξεπερνούν σε αριθμό τις διακόσιες».
Υπήρχαν έξι εφημέριοι με εκκλησιαστικό εισόδημα στον καθεδρικό ναό, αλλά το σύνολο των εσόδων τους δεν ξεπερνούσε τα ογδόντα ενετικά δουκάτα τον χρόνο, εκτός από τον ταμία που έπαιρνε σαράντα δουκάτα και τον αρχιδιάκονο, τού οποίου το ετήσιο εισόδημα ήταν τριάντα δουκάτα. Στην παραθαλάσσια πόλη τού Ρεθύμνου αυτά τα ποσά δεν έφταναν για πολλά πράγματα. Μάλιστα οι εισπράξεις ολόκληρης τής επισκοπής δεν υπερέβαιναν το ποσό των χιλίων ενετικών δουκάτων, τμήμα από τις οποίες πήγαινε στη Βενετία και στη Ρώμη ως παπικός φόρος δεκάτης.
Στο Ρέθυμνο υπήρχαν δύο μοναστήρια Φραγκισκανών και ένα τρίτο που ανήκε στους Αυγουστινιανούς, «με μικρό όμως αριθμό μοναχών σε καθένα από αυτά». Το πρόβλημα ήταν η αποτυχία των απογόνων των ενετικών οικογενειών να διατηρήσουν την προγονική τους γλώσσα. Η λατινική ιεροσύνη δεν είχε ανθίσει στην Κρήτη. «Για τη διατήρηση τού λατινικού τελετουργικού … δεν υπάρχει ιερέας πουθενά στην επισκοπή (του Ρέθυμνου). Έτσι πολλοί Λατίνοι, εγκαταλείποντας το τελετουργικό τους, σπεύδουν στο ελληνικό. Και στην πόλη οι γυναίκες παρασύρονται ιδιαίτερα για διάφορους λόγους από τούς Έλληνες μοναχούς (καλόγηρους) τού Τάγματος τού Αγίου Βασιλείου, κατοίκους καθώς και ιεραποστόλους».55
Το 1659, δέκα χρόνια πριν από την τουρκική κατάληψη τού Χάνδακα, ο Τζιοβάννι Κουρίνι, αρχιεπίσκοπος τής έδρας τής πόλης (1644-1669),56 ετοίμασε άλλη αναφορά ως συνέχεια εκείνης τού προκατόχου του, τού Λεονάρντο Μοτσενίγκο. Καθώς Λατίνοι και Έλληνες χρησιμοποιούσαν οι μεν τις εκκλησίες των δε, υπήρχε τώρα ειρήνη μεταξύ τους, αν και φυσικά το ελληνικό τελετουργικό είχε σε μεγάλο βαθμό αντικαταστήσει το αντίστοιχο λατινικό. Δεν αποτελούσε έκπληξη το γεγονός ότι όταν ο Κουρίνι έκανε επίσημη επίσκεψη στην αρχιεπισκοπή τού (στις 16 Οκτωβρίου 1659), η επίσημη είσοδός του σημαδεύτηκε από την προσέλευση ιππικού και πεζών στρατιωτών, καθώς και «από τον κλήρο, λατινικό και ελληνικό, με ιερατικά άμφια» (con li cleri latino et greco in habiti sacerdotali). Προφανώς δεν είχε αναλάβει αυτός μόνιμη διαμονή στον Χάνδακα.
Στον καθεδρικό ναό υπήρχε βωμός των Δέκα Μαρτύρων, για τούς οποίους διατηρούσαν μεγάλη ευλάβεια Έλληνες και Λατίνοι, γιατί πίστευαν ευρέως ότι η αίρεση δεν είχε μπει στο «βασίλειο» τής Κρήτης λόγω τής μεσολάβησης των Μαρτύρων. Επίσης, ενώ ο Χάνδακας βρισκόταν σε σοβαρό κίνδυνο να πέσει στα χέρια των Τούρκων, υπήρχαν εκείνοι που πίστευαν ότι είχαν δει τούς Μάρτυρες να πολεμούν τον εχθρό «με το λευκό τους ένδυμα, πάνω στα τείχη, με μεγάλη σφαγή τού εχθρού».
Υπήρχαν φυσικά παντού σημάδια τής λατινικής εκκλησιαστικής παρακμής. Έπρεπε να υπάρχουν δεκατέσσερις εφημέριοι στον καθεδρικό ναό, αλλά τώρα δεν υπήρχαν περισσότεροι από πέντε. Κάποτε υπήρχαν εκατό μοναχοί στα επτά μοναστήρια τού Χάνδακα. Το 1659 όμως υπήρχαν μόνο τριάντα, «εν μέρει άχρηστοι, όπως οι Αυγουστινιανοί και εν μέρει πολύ σκανδαλώδεις, όπως οι Δομινικανοί!» (parte di loro inutili come d’Agostiniani e parte de molto scandalosi come de’ Dominicani!) Πολλά χρόνια πριν, «σε καιρούς ειρήνης», υπήρχαν τέσσερις χιλιάδες οπαδοί τού λατινικού τελετουργικού. Τώρα υπήρχαν μόνο πεντακόσιοι περίπου. Στις ευτυχισμένες ημέρες τού παρελθόντος υπήρχαν περισσότερες από είκοσι χιλιάδες «ψυχές τού ελληνικού τελετουργικού», αλλά, όπως έγραφε ο Κουρίνι (το 1659) το σύνολό τους είχε μειωθεί σε περίπου δέκα χιλιάδες.
Βέβαια στο ενετικό φρούριο στη Σπιναλόγκα, πενήντα μίλια ανατολικά τού Χάνδακα, υπήρχε λατινική φρουρά, όπου, σύμφωνα με τον Κουρίνι, την τοπική εκκλησία συντηρούσαν οι στρατιώτες «με πολλή αφοσίωση».57 Παρά το γεγονός ότι μπορεί κανείς να αναρωτιέται πόση, αν μη τι άλλο, αφοσίωση είχε να κάνει με όλα αυτά, γεγονός παραμένει ότι, όταν οι Τούρκοι ανέλαβαν τελικά την κατοχή τού Χάνδακα, η Σπιναλόγκα παρέμεινε (μαζί με τα παράκτια φρούρια τής Γραμβούσας και τής Σούδας) στα χέρια των Ενετών.
<- 3. Τα τελευταία στάδια τού Τριακονταετούς Πολέμου και οι Συνθήκες τής Βεστφαλίας | 5. Ο τουρκο-ενετικός πόλεμος (1646-1653) και η αναταραχή στην Ισταμπούλ-> |