3
Τα τελευταία στάδια τού Τριακονταετούς Πολέμου και οι Συνθήκες τής Βεστφαλίας
![]() |
![]() |
Ο Τριακονταετής Πόλεμος άσκησε ισχυρή επίδραση στη γερμανική νοοτροπία. Καθώς οι πάστορες, ποιητές και συγγραφείς των «δραμάτων ειρήνης» στα μέσα τού 17ου αιώνα παρακολουθούσαν με τρόμο τον θάνατο και την υποβάθμιση στην οποία ήσαν εκτεθειμένοι οι άνθρωποί τους, στρέφονταν προς τον Παντοδύναμο για τη διασφάλιση τής κοινωνικής καθώς και τής πνευματικής σωτηρίας. Οι θεολογικοί ορισμοί τού δόγματος, προερχόμενοι είτε από τη Σύνοδο τού Τρεντ είτε από τον Λούθηρο, δεν επαρκούσαν. Χρειαζόταν κανείς πιο εύκολα κατανοητή και πιστευτή προσέγγιση στην πνευματική και κοινωνική σωτηρία, η οποία μπορούσε να μεταδοθεί στις μάζες μόνο στη γερμανική γλώσσα. Η αιώνια εισβολή των Γάλλων, Σουηδών, Δανών, Ολλανδών, Ούγγρων και Τρανσυλβανών στις γερμανικές υποθέσεις, καθώς και η επιρροή των αυτοκρατορικών-Ιταλών διοικητών και ο συνεχής φόβος των Τούρκων, ενίσχυαν στο γερμανικό μυαλό το γεγονός και τη σημασία τού να είναι κανείς Γερμανός (Deutschtum). Ο πόλεμος διέγειρε εθνικιστική επίγνωση τού εαυτού, προωθούσε την ευσέβεια και τον πατριωτισμό και οδηγούσε στην προσεκτική καλλιέργεια και τον καθαρισμό τής γερμανικής γλώσσας.
Οι ποιμαντικοί και λογοτεχνικοί ηγέτες προέρχονταν κυρίως από αστικές οικογένειες, που εύρισκαν στη γερμανική γλώσσα τη δική τους ταυτότητα καθώς και εκείνη τού λαού τους. Ήταν υπόθεση «Γερμανίας υπεράνω όλων» (Teutschland über alles), που ανθοφορούσε σε θρησκόληπτο πατριωτισμό. Ούτε οι Σουηδοί Προτεστάντες, ούτε οι Γάλλοι Καθολικοί μπορούσαν να μοιραστούν το ουράνιο δώρο τής γερμανικής γλώσσας. Η μετάφραση τής Αγίας Γραφής από τον Λούθηρο (καθώς και τα άλλα έργα του) είχαν βοηθήσει να συνδυαστεί η γερμανική γλώσσα με έναν απλό θρησκευτικό φονταμενταλισμό. Διαλεκτικές διαφορές στην πατρίδα, καθώς και η ενστάλαξη ξένων λέξεων και φράσεων στα γερμανικά, βοηθούσαν στον σχηματισμό κοινωνιών γλώσσας, που εξυμνούσαν τις αρετές τής γλώσσας την οποία προσπαθούσαν να διασώσουν και να καθαρίσουν.
Εμμένοντας στην χριστιανική παράδοση αιώνων, οι Γερμανοί ποιητές και δραματουργοί τόνιζαν στα έργα τους ότι η φρίκη τού πολέμου έπρεπε να εκλαμβάνεται ως τιμωρία τού Θεού για τις αμαρτίες τού λαού τους. Ήταν γνωστό θέμα, αλλά η παρατεταμένη εξιλέωσή τους παρήγαγε έθνος ευγενέστερο από όλα τα άλλα. Ο Θεός καθάριζε έτσι την ψυχή τού αγαπημένου του έθνους. Οι Γάλλοι, όχι οι Τούρκοι, φαίνονταν να έχουν γίνει οι πιο ύπουλοι εχθροί των Γερμανών. Καθώς η γαλλική γλώσσα και ο γαλλικός πολιτισμός κατέληγαν να κυριαρχούν στην ευρωπαϊκή σκηνή (συμπεριλαμβανομένων των γερμανικών αυλών), εκτοπίζοντας τα ιταλικά, διάφοροι πάστορες, λόγιοι, ποιητές και δραματουργοί τής προτεσταντικής βόρειας χώρας, ασκούσαν την ευσέβειά τους και καλλιεργούσαν τη γλώσσα τους με αυξημένη ένταση. Αύξαναν πιθανώς την κοινωνική διαίρεση μεταξύ των Γερμανών ευγενών που μιμούνταν τούς Γάλλους και τής αστικής τάξης που διατηρούσε την ανιαρή σταθερότητά της.
Μάλιστα έναν αιώνα μετά τον Τριακονταετή Πόλεμο, ο εθισμός τού Φρειδερίκου τού Μεγάλου τής Πρωσίας στους Γάλλους και τη λογοτεχνία τους είναι διαβόητος. Οι Γερμανοί δραματουργοί τού 17ου αιώνα, συγγραφείς των «έργων ειρήνης», ο Γιούστους Γκέοργκ Σόττελ και ο Ενώχ Γκλύζερ ήσαν γιοι Λουθηρανών παστόρων και (σε αντίθεση με τον Φρειδερίκο τον Μεγάλο), αφοσιωμένοι στη γερμανική γλώσσα και τη χριστιανική πίστη. Οι σύγχρονοί τους Γιόχαν Ριστ και Γιόχαν Χάινριχ Χάντεβιχ ήσαν διαποτισμένοι με τον ίδιο γλωσσικό και θρησκευτικό πατριωτισμό. Καθώς έβλεπαν τον κόσμο τους να καταρρέει, προσπαθούσαν σκληρά να μαζέψουν ξανά τα κομμάτια. Είναι δύσκολο να πούμε πόσο διαδεδομένη ήταν η επιρροή τους, αλλά ήταν ανθεκτική.1
Ύστερα από τη νίκη των Σουηδών επί των αυτοκρατορικών δυνάμεων στο Γιούτερμπογκ (τον Νοέμβριο τού 1644) και στο Γιάνκαου (τον Μάρτιο τού ’45), οι Γάλλοι κατέβαλαν τούς αυτοκρατορικούς διοικητές Μέρσυ και Βερτ στο Άλλερχαϊμ (τον Αύγουστο τού ’45). Ο αυτοκράτορας Φερδινάνδος Γ’ είχε φτάσει στο τέλος των πόρων του, καθώς και στο τέλος των ελπίδων του. Οι αντίπαλοί του συμπεριλάμβαναν όχι μόνο τούς Γάλλους, τούς Σουηδούς, τούς Ολλανδούς και ορισμένους δυσαρεστημένους Γερμανούς ηγεμόνες, αλλά και τον Προτεστάντη ηγεμόνα τής Τρανσυλβανίας Γεώργιο Α’ Ράκοζυ, ο οποίος, όπως ο Γκάμπριελ Μπέτλεν πριν από αυτόν, ήθελε να προστατεύσει τούς ομοθρήσκους του και να επεκτείνει τις εδαφικές του κτήσεις. Την άνοιξη και το καλοκαίρι τού 1643 ο Ράκοζυ είχε εισέλθει σε λεπτομερείς διαπραγματεύσεις τόσο με τούς Γάλλους όσο και με τούς Σουηδούς, για να σχηματίσουν συμμαχία εναντίον τού Φερδινάνδου, αν και, πριν τεθούν σε ισχύ οι συμφωνίες, ο Τρανσυλβανός έπρεπε να εξασφαλίσει την άδεια και την έγκριση τού σουλτάνου Ιμπραήμ Α’. Οι Γάλλοι και οι Σουηδοί υπόσχονταν να δώσουν στον Ράκοζυ 200.000 χρυσά νομίσματα «σε γερμανικά χρήματα» και στη συνέχεια να τού καταβάλουν 150.000 κάθε χρόνο, «όσο θα διαρκούσε ο πόλεμος».2
Υπό αυτές τις συνθήκες η άδεια τού σουλτάνου έπρεπε να θεωρείται δεδομένη, αν και οι Τούρκοι είχαν πρόσφατα επιβεβαιώσει τη συνθήκη τους με την Αυστρία-Ουγγαρία (στις 19 Μαΐου 1642).3 Η γαλλική κυβέρνηση επιβεβαίωσε τη συμφωνία με τον Ράκοζυ στις 22 Απριλίου 1645,4 αλλά όταν η Πύλη αποφάσισε να αναλάβει την κατάκτηση τού νησιού τής Κρήτης από τη Βενετία (στην οποία θα αφιερώσουμε μεγάλο μέρος τής προσοχής μας αργότερα), ο Ράκοζυ αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τον πόλεμο με τούς Αυστριακούς. Ο εξαντλημένος Φερδινάνδος τον αντιμετώπισε γενναιόδωρα, χαρούμενος που αφαιρούσε την εμπόλεμη ενόχληση από το ανατολικό του μέτωπο. Στην αυστρο-τρανσυλβανική συνθήκη τού Λιντς στις 16 Δεκεμβρίου 1645 ο Ράκοζυ υποσχόταν να εγκαταλείψει τις συμμαχίες του με τούς Γάλλους και τούς Σουηδούς, να αποσύρει τις δυνάμεις του στην πατρίδα του και να επιστρέψει στον Φερδινάνδο τούς τόπους που είχε καταλάβει. Σε αντάλλαγμα ο Φερδινάνδος τού απένειμε το κληρονομικό δικαίωμα σε τρεις οχυρωμένες πόλεις, συμπεριλαμβανομένου τού Τοκάυ, καθώς και σε επτά κομητείες «για τις υπόλοιπες μέρες τής ζωής του, όπως ακριβώς η εκλιπούσα αυτοκρατορική του μεγαλειότητα τις είχε χορηγήσει στον αποθανόντα Γκάμπριελ Μπέτλεν κατά το έτος 1622».5
Η ειρήνη με τον Γεώργιο Ράκοζυ αποτελούσε ανακούφιση για τον αυτοκράτορα Φερδινάνδο, αλλά ο Φρήντριχ Βίλελμ τού Βρανδεμβούργου είχε ήδη έρθει σε συμφωνία με τούς Σουηδούς, ενώ τώρα στις 6 Σεπτεμβρίου 1645 ο Γιόχαν Γκέοργκ Α’ τής Σαξωνίας ζητούσε και έπαιρνε εξάμηνη ανακωχή από τον Λένναρτ Τόρστενσσον, τον Σουηδό αρχιστράτηγο. Οι όροι τής εκεχειρίας «στα πλαίσια τής παρούσας εξάμηνης ανακωχής» (unter diesen 6. monatlichen Stillstand) υπογράφηκαν στο Κετσενμπρόντα, μέρος τής σύγχρονης πόλης Ράντεμποϊλ στη Σαξωνία, λίγα μίλια βορειοδυτικά τής Δρέσδης, τής πρωτεύουσας τού Γιόχαν Γκέοργκ.6 Με άλλα λόγια η Σαξωνία, όπως και το Βρανδεμβούργο, είχε τώρα εγκαταλείψει το πεδίο τής μάχης. Η σαξωνική-σουηδική εκεχειρία, η οποία ήταν στην πραγματικότητα ειρήνη, αφαιρούσε το μοναδικό απομένον προπύργιο στον δρόμο τού Τόρστενσσον για είσοδο στα κληρονομικά εδάφη των Αψβούργων.
Στο μεταξύ είχαν αρχίσει εδώ και αρκετό καιρό διαπραγματεύσεις για ειρήνη. Εκπρόσωποι και αντιπρόσωποι σειράς Γερμανών ηγεμόνων και κρατών είχαν συγκεντρωθεί στην Φρανκφούρτη ήδη από τον Ιανουάριο τού 1643, για να ασχοληθούν με την πληθώρα των προβλημάτων που αντιμετώπιζαν. Ταυτόχρονα απεσταλμένοι των άλλων ευρωπαϊκών κρατών και ηγεμόνων συγκεντρώνονταν στο Μύνστερ και το Όσναμπρυκ στη Βεστφαλία. Οι εκπρόσωποι των Καθολικών δυνάμεων, περιλαμβανομένων τής Γαλλίας και τής Ισπανίας, συναθροίζονταν στο Μύνστερ, ενώ οι Σουηδοί απεσταλμένοι και οι Προτεστάντες συνεργάτες τους έκαναν έδρα τους το Όσναμπρυκ. Οι αυτοκρατορικοί θα ασχολούνταν με τη Γαλλία στο Μύνστερ και με τη Σουηδία στο Όσναμπρυκ. Το πρωτόκολλο, το αιώνιο μήλο τής έριδας για το ποιος έπαιρνε προβάδισμα απέναντι σε ποιον, αποτελούσε εμπόδιο στην προσπάθεια να τακτοποιηθεί οποιοδήποτε ζήτημα για μήνες και μήνες. Η σαξωνική όμως ανακωχή με τον Τόρστενσσον τελικά παρακίνησε τον Φερδινάνδο Γ’ σοβαρά και άμεσα, να αναζητήσει κάποιου είδους συμβιβασμό με τούς εχθρούς του, πάνω απ’ όλα φυσικά με τη Γαλλία και τη Σουηδία. Έστειλε λοιπόν τον κόμη Μαξιμιλιανό φον Τράουττμαννσντορφ, στενό του φίλο και αξιόπιστο σύμβουλο, στο Μύνστερ, όπου (σε αντίθεση με ορισμένους από τούς προκατόχους του) ο Τράουττμαννσντορφ έκανε πολύ ανεπιτήδευτη είσοδο στις 29 Νοεμβρίου 1645, δώδεκα μόλις εβδομάδες μετά τη σαξωνική-σουηδική «ανακωχή».7
Ενώ ο Τράουττμαννσντορφ συνέχιζε στο Μύνστερ και στο Όσναμπρυκ, αναζητώντας όσο καλύτερους όρους μπορούσε για τον αυτοκράτορα Φερδινάνδο, ο Σουηδός στρατηγός Καρλ Γκούσταβ Βράνγκελ εισέβαλε στη Βαυαρία (το 1646-1647), καταστρέφοντας το δουκάτο και τρομοκρατώντας τον εκλέκτορα Μαξιμιλιανό. Όμως στις 14 Μαρτίου (1647) η επίθεση τού Βράνγκελ διακόπηκε από γενική ανακωχή που ξεκίνησε στο Ουλμ, εγκαθιδρύοντας ειρήνη μεταξύ Γαλλίας, Σουηδίας, Έσσης-Κάσσελ και Βαυαρίας. Η Βαυαρία, απειλούμενη με απόλυτη καταστροφή, ήταν στην πραγματικότητα το κύριο αντικείμενο τής εκεχειρίας, σημαντικό προοίμιο για τη μετέπειτα ειρήνη τής Βεστφαλίας. Η εκεχειρία επρόκειτο να «ξεκινήσει από σήμερα μέχρι την προσεχή οικουμενική ειρήνη, που πρέπει να συναφθεί στη Γερμανία και στη Χριστιανοσύνη» (à commencer d’aujourd’hui jusqu’ à la prochaine Paix universelle, qui doit être conclué en Allemagne et dans la Chrétienté), δηλαδή η εκεχειρία θα διαρκούσε μέχρι οι σύνεδροι στο Μύνστερ και το Όσναμπρυκ να έφταναν στην «οικουμενική ειρήνη», για την οποία παζάρευαν επί τέσσερα περίπου χρόνια.
Ειδική πρόβλεψη γινόταν για τη Βαυαρία:
«…επειδή οι περισσότερες από αυτές τις επαρχίες (της Άνω και Κάτω Βαυαρίας, κλπ. … με το Άνω και Κάτω Παλατινάτο κάτω από τον Ρήνο) έχουν εξαντληθεί από τις καταστροφές τού πολέμου και έχουν υποβαθμιστεί σε ακραία δυστυχία, αφήνουμε γι’ αυτόν τον σκοπό στον στρατό τής Βαυαρίας όλα τα κράτη και τις κομητείες που βρίσκονται μεταξύ των ποταμών Μίντελ και Λεχ, όπως επίσης και τούς τόπους που περιλαμβάνονται και εκείνους που βρίσκονται κοντά στον Δούναβη, … για να τούς προσφέρουν τα μέσα για τη συντήρησή τους» (…d’autant que la plupart desdites provinces [de la Haute et Basse Baviere, etc. … avec le Haut et Bas Palatinat de deçà le Rhin] sont épuisées par les ravages de la guerre et réduites à une extréme misère, on laissera pour cet effet à l’Armée de Bavière tous les états et cantons situez entre les rivières de Mindel et de Lech, comme aussi les lieux qui y sont compris et ceux qui sont voisins du Danube … afin de lui donner les moyens de subsister.)
Όσο για τις ανταγωνιστικές διεκδικήσεις τού Καρλ Λούντβιχ, γιου τού εκλιπόντος εκλέκτορα Φρήντριχ Ε’ τού Παλατινάτου, καθώς και τού Μαξιμιλιανού τής Βαυαρίας, «αφήνουμε το σύνολο τής απόφασης στις διασκέψεις τού Μύνστερ και τού Όσναμπρυκ» (on en laissera la décision entière aux conférences du Congrès de Münster et Osnabrug).
Καθώς η εκεχειρία έμπαινε σε ισχύ, συμφωνήθηκε ότι οι Βαυαροί στρατιώτες δεν θα περνούσαν στην υπηρεσία τού αυτοκράτορα, τού βασιλιά τής Ισπανίας ή οποιουδήποτε σύμμαχου των Αψβούργων. Έγιναν άλλες προβλέψεις σχετικές με φρουρές, πυρομαχικά και προμήθειες τροφίμων, μαζί με διάφορες λεπτομέρειες, οι οποίες στο παρόν πλαίσιο δεν χρειάζεται να μάς καθυστερήσουν. Ο Φερδινάνδος φον Βίττελσμπαχ, ο εκλέκτορας τής Κολωνίας (1612-1650), καθώς και ο αδελφός του Μαξιμιλιανός, περιλήφθηκαν στην εκεχειρία, η οποία απαιτούσε από αυτόν (στον μέγιστον βαθμό που μπορούσε) να επιβάλει την απόσυρση των αυτοκρατορικών και των οπαδών τους από όλους τούς τόπους που βρίσκονταν τότε στην κατοχή του ή υπό τη δικαιοδοσία του. Εκείνους τούς οποίους δεν θα μπορούσαν να εκδιώξουν οι Βίττελσμπαχ, θα τούς έδιωχναν οι γαλλο-σουηδικές δυνάμεις.
Ο Μαξιμιλιανός έπρεπε να επιστρέψει στον ηγεμόνα τής Βύρττεμπεργκ όλες τις πόλεις, κάστρα και φρούρια που καταλάμβαναν τότε βαυαρικές φρουρές, αν και τού δινόταν η άδεια να πάρει από εκεί όλο τον εξοπλισμό του. Θα επιτρεπόταν ελευθερία εμπορίου στα εδάφη των Βίττελσμπαχ, αλλά κανενός είδους λαθρεμπόριο δεν θα δινόταν ούτε θα πουλιόταν στις αυστριακές ή ισπανικές δυνάμεις. Η ανακωχή τού Ουλμ κυρώθηκε από τον Μαξιμιλιανό τής Βαυαρίας στις 19 Μαρτίου (1647), από τον Καρλ Γκούσταβ Βράνγκελ στις 25 Μαρτίου και από τον εκλέκτορα Φερδινάνδο τής Κολωνίας στις 2 Μαΐου και ήταν σκαλοπάτι για τις συνθήκες τής Βεστφαλίας.8
Αν ο σύγχρονος ιστορικός δυσκολεύεται να παρακολουθήσει τις μηχανορραφίες και τη στρεψοδικία εκείνων των ετών, το ίδιο συνέβαινε και με τούς ανθρώπους τής εποχής. Όταν η κυβέρνηση τού νεαρού βασιλιά Λουδοβίκου ΙΔ’ πρότεινε στους Ισπανούς την ανταλλαγή τής κατεχόμενης από τούς Γάλλους Καταλωνίας με τις νότιες Κάτω Χώρες (Βέλγιο), οι Ισπανοί έπαιξαν το παιχνίδι τους μαζί τους, έως ότου θεώρησαν επωφελές να τα αποκαλύψουν όλα στις Γενικές Τάξεις (States General) των Ηνωμένων Επαρχιών. Καθώς η Ισπανία είχε εξασθενήσει και η Γαλλία είχε αυξηθεί σε δύναμη, οι Ολλανδοί άρχιζαν να φοβούνται τούς κοντινούς Γάλλους περισσότερο από τούς μακρινούς εχθρούς τους στην Ισπανία. Οι Ολλανδοί έτρεμαν στη σκέψη ότι θα είχαν τούς Γάλλους ως άμεσους γείτονές τους και έτσι δεν έχασαν χρόνο να κάνουν προσωρινή ειρήνη με την Ισπανία. Σε ανακωχή τής 15ης Δεκεμβρίου 1646 ο Φίλιππος Δ’ αναγνώριζε πια και υποστήριζε την ελευθερία και κυριαρχία των Ηνωμένων Επαρχιών.
Η προτεινόμενη ειρήνη μεταξύ Ισπανίας και Ολλανδίας θα ήταν «καλή, σταθερή, πιστή και απαραβίαστη, διακόπτοντας κάθε πράξη εχθρότητας … μεταξύ των εν λόγω Αρχόντων, τού βασιλιά (Φιλίππου Δ’) και των Γενικών Τάξεων, τόσο στη θάλασσα … όσο και στη στεριά» (bonne, ferme, fidelle, et inviolable, et qu’en suitte cesseront tous actes d’hostilité … entre lesdits Seigneurs Roi (Philip IV) et États Généraux tant par mer … que par terre). Η προτεινόμενη ειρήνη θα γινόταν στη βάση των τότε κτήσεών τους (uti possidetis) παίρνοντας υπόψη τα υπερπόντια εδάφη τους, καθώς και εκείνα στην Ευρώπη. Η ισπανο-ολλανδική συμφωνία θα έπαιρνε επίσης υπόψη το εμπόριο και τις συναλλαγές, ειδικούς φόρους και δασμούς, όπου το αλάτι αποτελούσε πάντοτε σημαντικό ζήτημα. Αποκατάσταση θα γινόταν αμοιβαία (réciproquement) για όλα τα αγαθά και περιουσίες που είχαν κατασχεθεί εσφαλμένα, συμπεριλαμβανομένων των περιουσιών εκκλησιών και κολλεγίων.
Ο Φίλιππος Δ’ θα αναλάμβανε να εξασφαλίσει για τις Ηνωμένες Επαρχίες «τη συνέχιση και τήρηση τής ουδετερότητας, φιλίας και καλής γειτονίας από την αυτοκρατορική του μεγαλειότητα και την αυτοκρατορία» (la continuation et observation de la neutralité, amitié, et bonne voisinance de la part de Sa Majesté Impériale et de l’Empire), πράγμα που θα αφαιρούσε κάποιο φορτίο από τούς ώμους των Ολλανδών. Οι Ισπανοί υπήκοοι θα ήσαν στο εξής διαβεβαιωμένοι για ασφάλεια στην Ολλανδία και οι Ολλανδοί στην Ισπανία. Δικαστικό όργανο αποτελούμενο από μισούς Ισπανούς και μισούς Ολλανδούς επρόκειτο να συσταθεί, για να πάρει αποφάσεις σε εμπορικές και άλλες διαφωνίες και διαφορές μεταξύ των δύο συμβαλλομένων μερών. Γίνονταν διάφορες προβλέψεις για τον οίκο Οράγγης-Νασσάου. Το κείμενο τής εκεχειρίας τής 15ης Δεκεμβρίου 1646 είναι μακροσκελές και λεπτομερές. Συνοδεύτηκε από πολλή συζήτηση, αλλά κυρώθηκε από τούς Ισπανούς απεσταλμένους, τον κόμη Γκούζμαν ντε Πενιαράνδα και τον πολυμαθή Αντόνιο Μπρουν. Επίσης υπογράφηκε από επτά εκπροσώπους των Ηνωμένων Επαρχιών.9 Παρ’ όλα αυτά δεν αποτελούσε ακόμη τελική συνθήκη ειρήνης.
Όταν οι Ισπανοί αρνήθηκαν να παραιτηθούν από τη νότια (Καθολική) Ολλανδία σε αντάλλαγμα για μια Καταλωνία την οποία ήσαν βέβαιοι ότι θα επανακτούσαν, οι Γάλλοι αποφάσισαν να επικεντρώσουν τις στρατιωτικές τους προσπάθειες στην κατάκτηση τής από καιρό διαμφισβητούμενης κομητείας τής Φλάνδρας. Τα απομεινάρια τού στρατού τού αποθανόντος Μπέρναρντ τής Σαξωνίας-Βαϊμάρης (Ζάξεν-Βάιμαρ), που βρίσκονταν στην υπηρεσία των Γάλλων από το 1635, τώρα επαναστατούσαν εναντίον τής μη δημοφιλούς ηγεσίας τού Τουρέν. Οι «Μπερναρντινοί», σε μεγάλο βαθμό Γερμανοί και Προτεστάντες (όπως ο ίδιος ο Μπέρναρντ), δεν είχαν καμία πρόθεση να κερδίσουν τη Φλάνδρα για τούς Γάλλους. Επαναστάτησαν στην περιοχή τού Στρασβούργου στον Κάτω Ρήνο (στην Αλσατία) το καλοκαίρι τού 1647 και πήγαν να ενωθούν με τις σουηδικές δυνάμεις υπό τον Καρλ Γκούσταβ Βράνγκελ, που τούς παρέλαβε παρά τη συμμαχία τής κυβέρνησής του με τη Γαλλία.
Ο Τουρέν δεν θα μπορούσε να εισβάλει στη Φλάνδρα, όχι μόνο λόγω τής λιποταξίας των Μπερναρντινών, αλλά επίσης επειδή ο Μαξιμιλιανός τής Βαυαρίας εγκατέλειπε τώρα την ειρήνη ή εκεχειρία τού Ουλμ, την οποία είχε δεχτεί πριν από λίγους μήνες (στις 14 Μαρτίου 1647). Ο Γιόχαν φον Βερτ, αηδιασμένος από την υπακοή τού Μαξιμιλιανού στους Σουηδούς και στους Γάλλους, γύρισε την πλάτη του στην αυλή τού Μονάχου και πρόσθεσε τον εαυτό του στο προσωπικό τού αυτοκράτορα Φερδινάνδου. Όταν όμως ο Βράνγκελ μπήκε και πάλι στη Βοημία, ο αλλόφρων Μαξιμιλιανός επέστρεψε στη συμμαχία του με τον αυτοκράτορα στις 7 Σεπτεμβρίου 1647, για να γίνει και πάλι «σύμμαχος στον πόλεμο και την ειρήνη» (socius belli et pacis) των αυτοκρατορικών.10
Σιγά-σιγά όμως γινόταν ειρήνη. Στις 11 Σεπτεμβρίου 1647 οι απεσταλμένοι τού Φιλίππου Δ’ στο Μύνστερ αποδέχθηκαν εμπορική συμφωνία με τη Χανσεατική Ένωση τής βόρειας Γερμανίας. Η ατυχία των καιρών και οι συμφορές τού πολέμου, σύμφωνα με τη λατινική περίληψη τού κειμένου, είχαν προκαλέσει μεγάλες απώλειες στους Ισπανούς καθώς και στους Χανσεατικούς λαούς. Πλέον τα παλαιά προνόμια και οι ασυλίες που είχε αποκτήσει η Χάνσα όλα αυτά τα χρόνια «στα βασίλεια και τις επαρχίες τής Ισπανίας» θα τηρούνταν και από τις δύο πλευρές με καλή πίστη, όπως είχε προβλεφθεί στο πρώτο ισπανο-χανσεατικό σύμφωνο τού έτους 1607. Παρά το γεγονός ότι η Χάνσα είχε προσφάτως υποφέρει πολύ από τον ανταγωνισμό με τα ολλανδικά και αγγλικά εμπορικά πλοία, η Ένωση υπήρχε ακόμη (το τελευταίο συμβούλιο των υπουργών της θα συνεδρίαζε το 1669). Σε κάθε περίπτωση, έχοντας κάνει ειρήνη με την Ολλανδία, οι Πενιαράνδα και Αντόνιο Μπρουν έλπιζαν να κερδίσουν την καλή διάθεση τής γερμανικής Χάνσα και ίσως κάποιο οικονομικό πλεονέκτημα.11 Θα χρειάζονταν πολλά για να αναβιώσει το παλαιό χανσεατικό εμπόριο. Μάλιστα η Γερμανία είχε στο σύνολό της υποστεί σοβαρές οικονομικές ζημιές κατά τη διάρκεια τού πολέμου, με γενική πτώση τής γεωργικής παραγωγής και μείωση τού εμπορίου. Οι αγρότες τρέπονταν σε φυγή από τούς αγρούς καθώς πλησίαζαν οι στρατοί, ενώ η μεταφορά όσων σιτηρών και μεταποιημένων προϊόντων παρέμεναν διαθέσιμα περιοριζόταν πολύ από τον πόλεμο.
Τελικά όμως, στις 30 Ιανουαρίου 1648, ο Φίλιππος Δ’ τής Ισπανίας και οι Γενικές Τάξεις των Ηνωμένων Επαρχιών, «παρακινούμενοι από χριστιανική συμπόνια και θέλοντας να τελειώσουν οι δημόσιες συμφορές» (touchés de compassion Chrétienne et désirans mettre fin aux calamités publiques), έκαναν την πολυαναμενόμενη και οριστική συνθήκη για την οποία, όπως είδαμε, είχαν συνταχθεί λεπτομερή περιγράμματα στην προκαταρκτική ειρήνη τής 15ης Δεκεμβρίου 1646. Η τελική ειρήνη υπογράφηκε στο Μύνστερ, οδηγώντας σε τέλος «τη μακρά πορεία αιματηρών πολέμων, που έχουν πλήξει εδώ και τόσα χρόνια τούς λαούς, τούς υπηκόους, τα βασίλεια και τα εδάφη που οφείλουν υπακοή στον άρχοντα βασιλιά των Ισπανιών και στις Γενικές Τάξεις των Ηνωμένων Επαρχιών τής Ολλανδίας». Ο Φίλιππος αναγνώριζε φυσικά το γεγονός που είχε ήδη τονιστεί (το 1646) ότι οι Ηνωμένες Επαρχίες ήσαν «ελεύθερα και κυρίαρχα κράτη» (libres et souverains Estats), ενώ «από τη μέρα σύναψης και επικύρωσης αυτής τής ειρήνης, ο βασιλιάς θα διατάξει την παύση τής (ισπανικής) συλλογής επί των ποταμών Ρήνου και Μάας όλων των διοδίων που πριν από τον πόλεμο βρίσκονταν κάτω από την εδαφική αρμοδιότητα των Ηνωμένων Επαρχιών και πάνω απ’ όλα των διοδίων τής Ζηλανδίας (Ζέελαντ), έτσι ώστε αυτό το διόδιο να μη συλλέγεται από τη μεγαλειότητά του στην πόλη τής Αμβέρσας (Αντβέρπ) ή οπουδήποτε αλλού …».
Στην πραγματικότητα βαριές επιβαρύνσεις επιβάλλονταν τώρα στα κράτη τής Ζέελαντ, αλλά, πράγμα πιο σημαντικό, οι Ηνωμένες Επαρχίες αποκτούσαν το δικαίωμα να κλείνουν τον ποταμό Σελτ, την εύκολη πρόσβαση τής Αμβέρσας στη Βόρεια Θάλασσα. Επιπλέον, από το 1648 μέχρι το 1863, με εξαίρεση την εποχή τού Ναπολέοντα, οι Ολλανδοί επέβαλλαν διόδια σε μη-ολλανδικά εμπορεύματα που ανέβαιναν τον Σελτ. Μετά τη Βεστφαλία η Αμβέρσα παράκμασε γρήγορα και το Άμστερνταμ στη βόρεια Ολλανδία έγινε ένα από τα εμπορικά και τραπεζικά κέντρα τής Ευρώπης.
Στο ζήτημα τής δημόσιας άσκησης τής θρησκευτικής πρακτικής οι υπήκοοι των ισπανικών βασιλείων και των Ηνωμένων Επαρχιών έπρεπε να συμπεριφέρονται με κάθε σεμνότητα, «χωρίς να δίνουν, με λόγια ή με πράξεις, αφορμή για κανένα σκάνδαλο» (sans donner aucun scandale de parole ou de fait). Οι έμποροι, οι κυβερνήτες των πλοίων, οι πιλότοι και ναυτικοί, καθώς και τα εμπορεύματά τους και άλλα υπάρχοντα ήσαν ελεύθεροι από κατάσχεση υπό οποιαδήποτε εντολή ή πρόσχημα, είτε με το επιχείρημα τού πολέμου ή με άλλο τρόπο. Όμως οι δίκαιες κατασχέσεις περιουσίας για χρέη ή παραβίαση συμβατικών υποχρεώσεων αποτελούσαν άλλο ζήτημα και έπρεπε να αντιμετωπίζονται «σωστά και λογικά». Λαμβάνονταν υπόψη και προστατεύονταν ορισμένα κατεστημένα συμφέροντα τού οίκου Οράγγης-Νασσάου.
Η οριστική συνθήκη τής 30ής Ιανουαρίου (1648) αποτελεί σχολαστική επέκταση σε εβδομηνταεννέα άρθρα τής προκαταρκτικής ειρήνης τής 15ης Δεκεμβρίου 1646. Το διμερές δικαστήριο (chambre mypartie) που συστάθηκε το 1646 θα επέλυε τις διαφορές και αμφιβολίες που θα μπορούσαν και εξακολουθούσαν να υφίστανται από το 1567 μέχρι την αρχή τής δωδεκαετούς εκεχειρίας μεταξύ Ισπανίας και Ολλανδίας (το 1609), καθώς και από την τελευταία περίοδο μέχρι το έτος 164812 και με αυτή τη διαβεβαίωση μπορούμε να παραλείψουμε κάθε περαιτέρω λεπτομέρεια.
Η μακροχρόνια περίοδος εχθρότητας μεταξύ Ισπανίας και Ηνωμένων Επαρχιών έφτανε τώρα στο τέλος της, επίσημα τουλάχιστον. Η μοναρχική Καθολική Ισπανία είχε κάνει πολιτική, οικονομική και θρησκευτική ειρήνη με τη δημοκρατική, προτεσταντική Ολλανδία. Οι εκπρόσωποι των Καθολικών ηγεμόνων, εκκλησιαστικών και πόλεων φιλονικούσαν μεταξύ τους στο Μύνστερ, κάποιοι έτοιμοι να δεχτούν τη θρησκευτική ανοχή και άλλοι πεισματικά εναντίον της. Στο Όσναμπρυκ οι Προτεστάντες, παρά τις διαφορές μεταξύ Λουθηρανών και Καλβινιστών και τις εδαφικές τους διαμάχες, μπόρεσαν ευκολότερα να πετύχουν γενική συμφωνία απ’ όσο οι Καθολικοί, μερικοί από τούς οποίους έφυγαν από το Μύνστερ με οργισμένη δυσαρέσκεια, περίπου κατά τον χρόνο τής ολλανδο-ισπανικής συνθήκης. Όταν θα λυνόταν το θρησκευτικό πρόβλημα (στον βαθμό που μπορούσε να λυθεί), η λύση θα ήταν προς εμφανές πλεονέκτημα των Προτεσταντών, όπως θα σημειώσουμε σε λίγο. Σε κάθε περίπτωση οι συνθήκες τού Μύνστερ και τού Όσναμπρυκ δεν ήσαν αποτέλεσμα τέτοιων τακτοποιήσεων, όπως εκείνων τού 1648. Ενσωμάτωναν τις τελικές συμφωνίες των συμμετεχόντων ύστερα από τα τέσσερα τελευταία χρόνια διπλωματικής καθώς και στρατιωτικής διαμάχης.13
Ενώ οι Ολλανδοί και οι Ισπανοί έκαναν ειρήνη, οι Σουηδοί και οι Γάλλοι εισέβαλλαν στη νότια Γερμανία. Οι Βράνγκελ και Τουρέν συνέτριψαν τις απομένουσες δυνάμεις τού Φερδινάνδου Γ’ και τού Μαξιμιλιανού τής Βαυαρίας στις 17 Μαΐου (1648) κοντά στο Τσουσμαρσχάουζεν στη Σουηβία, εξήντα ή εβδομήντα περίπου μίλια βόρεια των απώτατων δυτικών συνόρων τής Αυστρίας. Για μια ακόμη φορά η Βαυαρία λεηλατήθηκε και οι Φερδινάνδος και Μαξιμιλιανός σχεδόν αφοπλίστηκαν. Τώρα ένας άλλος σουηδικός στρατός υπό τον Χανς Κρίστοφ φον Κένιγκσμαρκ εισέβαλλε στη Βοημία, θέτοντας κάτω από βίαιη πολιορκία την ευλαβικά πια Καθολική Πράγα. Οι κάτοικοι αντιστάθηκαν στις προτεσταντικές επιθέσεις με εξαιρετικό θάρρος και έντονο θρησκευτικό ζήλο.
Παρά το γεγονός ότι στις 26 Ιουλίου (1648) οι δυνάμεις τού φον Κένιγκσμαρκ εισήλθαν μαχόμενες στη (δυτική) Μικρή Πόλη (Μάλα Στράνα, «Μικρή Πλευρά») τής Πράγας, καθώς και στο Χράντσανυ, όπου το Κάστρο τής Πράγας βρίσκεται στον λόφο, δεν μπόρεσαν να καταλάβουν το μεγαλύτερο, ανατολικό τμήμα τής πόλης, την Παλαιά Πόλη (Στάρε Μέστο) και τη Νέα Πόλη (Νόβε Μέστο), γιατί οι κάτοικοι υπερασπίστηκαν σθεναρά τη Γέφυρα τού Καρόλου. Η γέφυρα διασχίζει τον ποταμό Μολδάβα (Βαλτάβα) από ανατολικά προς τα δυτικά, συνδέοντας τα δύο τμήματα τής πόλης. Εξακολουθεί να είναι ένα από τα μεγάλα μνημεία τής Πράγας και είναι πια κλειστή για μηχανοκίνητα οχήματα όλων των ειδών. Ήταν η δεξιά όχθη τού Μολδάβα, η μεγαλύτερη (ανατολική) περιοχή, αυτή την οποία ο φον Κένιγκσμαρκ δεν μπόρεσε να πάρει στα χέρια του.
Μισό αιώνα πριν από αυτή την τελική πολιορκία τού 1648, η Μικρή Πόλη (Μάλα Στράνα) στην αριστερή όχθη τού Μολδάβα, ήταν ακμάζον εμπορικό και πνευματικό κέντρο, με εκτεταμένες αποικίες Ιταλών, Ολλανδών, Γερμανών και Άγγλων εμπόρων και διανοουμένων.14 Τώρα όμως έδειχνε τα αποτελέσματα τής θλιβερής πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής διάβρωσης, η οποία έπρεπε να περιμένει τη σταδιακή ανακατασκευή τού ύστερου 17ου και τού 18ου αιώνα, που ξανάκανε την Πράγα την εντυπωσιακή πόλη τής σύγχρονης εποχής.15
Σε κάθε περίπτωση η Παλαιά Πόλη τής Πράγας γλίτωνε τώρα από περαιτέρω λεηλασία, με τις τελικές συμφωνίες που υπογράφηκαν στη Βεστφαλία στις 24 Οκτωβρίου 1648, φέρνοντας σχεδόν ειρήνη στην Ευρώπη. Είχε περάσει πολύς καιρός. Μάλιστα οκτώ χρόνια πριν από αυτό, στις 8 Οκτωβρίου 1640, ο Γιόχαν Άντολφ φον Σβάρτσενμπεργκ είχε γράψει στον συγγενή του Γκέοργκ Λούντβιχ από το Ρέγκενσμπουργκ ότι όλα τα κράτη που συμμετείχαν στον πόλεμο ήθελαν ειρήνη, αλλά ότι οι διαπραγματεύσεις με τούς Σουηδούς είχαν τελματωθεί σε τίποτε περισσότερο από την απρεπή διατύπωση αυτού που φαινόταν (τουλάχιστον στον Σβάρτσενμπεργκ) ως πιθανή συμφωνία.16 Παρά τα τέσσερα περίπου χρόνια διαπραγματεύσεων, η ειρήνη είχε πραγματικά αργήσει να έρθει. Στο Λενς, τότε στη νότια Ολλανδία, τώρα στη βόρεια Γαλλία, ο Λουί ντ’ Ωνγκέν ντε Κοντέ νίκησε τούς αυτοκρατορικούς (στις 20 Αυγούστου 1648) στην τελευταία σημαντική μάχη τού πολέμου. Στο μεταξύ στο Μύνστερ, όπως και στο Όσναμπρυκ, οι απαιτήσεις και οι παραχωρήσεις βασίζονταν ακόμη στη νίκη ή ήττα στο πεδίο τής μάχης.
Όμως το διπλωματικό πρωτόκολλο καθυστερούσε τη διαδικασία στο Μύνστερ και στο Όσναμπρυκ ίσως σχεδόν τόσο, όσο και οι ιδιοτροπίες τού πολέμου. Η Γαλλία δεν έδινε προβάδισμα στη Σουηδία, ούτε η τελευταία στη Γαλλία. Έτσι ήταν καλύτερα που οι διαπραγματεύσεις τους με τούς αυτοκρατορικούς δεν πραγματοποιούνταν στον ίδιο τόπο. Αν, για παράδειγμα, οι πρεσβευτές των δύο βασιλείων βρίσκονταν μαζί, δεν θα επέτρεπαν ο ένας στον άλλο να μπει σε αίθουσα πριν από αυτόν, να καθίσει πιο πάνω από αυτόν σε συνέλευση ή δείπνο, να υπογράψει έγγραφο πριν βάλει αυτός πάνω του τη δική του υπογραφή, με αποτέλεσμα ο ανταγωνισμός να συνεχίζεται επ’ αόριστον, όπως είχαν ορισμένες φορές καταστήσει οδυνηρά σαφές οι απεσταλμένοι και ιερωμένοι στη Σύνοδο τού Τρεντ. Τέτοιες διπλωματικές συγκρούσεις, είτε ενέπλεκαν πρεσβευτές ή απλούς εκπροσώπους, ήσαν αναπόφευκτες. Ήσαν επίσης χρονοβόρες, γιατί ο ένας από τούς δύο ανταγωνιζόμενους θα εγκατέλειπε τη σκηνή και τίποτε δεν θα γινόταν.17 Έτσι η Γαλλία και η Σουηδία χρειαζόταν να κάνουν ξεχωριστή συνθήκη με την αυτοκρατορία. Ο Γάλλος και ο Σουηδός πρεσβευτής ήσαν όμως διατεθειμένοι να αναγνωρίσουν την υψηλότερη θέση, την οποία μακραίωνη παράδοση είχε αναγνωρίσει στον αυτοκράτορα και ως εκ τούτου και στον πρεσβευτή του.
Έτσι μια συνθήκη ειρήνης έγινε δεκτή στο Μύνστερ στη Βεστφαλία στις 24 Οκτωβρίου 1648 από τούς εκπροσώπους τού αυτοκράτορα Φερδινάνδου Γ’ και τούς υποστηρικτές του, τον βασιλιά Λουδοβίκο ΙΔ’ και τούς δικούς του συμμάχους και υποστηρικτές (foederati et adhaerentes) και τούς εκλέκτορες, ηγεμόνες και κράτη τής Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Από τούς συμμάχους (foederati) τού Λουδοβίκου ΙΔ’ η βασίλισσα Χριστίνα τής Σουηδίας ήταν η πιο σημαντική και περιλήφθηκε στην ειρήνη. Παρόμοια συνθήκη έγινε και υπογράφηκε την ίδια μέρα στο Όσναμπρυκ στη Βεστφαλία από τούς πληρεξουσίους τού αυτοκράτορα, τη βασίλισσα τής Σουηδίας, καθώς και τούς εκπροσώπους των εκλεκτόρων, ηγεμόνων και κρατών τής αυτοκρατορίας. Ο αυτοκράτορας περιλάμβανε, από την πλευρά του, τον βασιλιά τής Ισπανίας, τη Χανσεατική Ένωση, τον δούκα τής Σαβοΐας και ορισμένους άλλους άρχοντες και ηγεμόνες. Μεταξύ των «συμμάχων και υποστηρικτών» της, η βασίλισσα τής Σουηδίας έθετε ως πρωταρχικό τον Λουδοβίκο ΙΔ’ (principalement le Roi Très-Chrestien), καθώς και (ως επί το πλείστον) τούς ηγεμόνες και άρχοντες τούς οποίους ο Φερδινάνδος κατέτασσε μεταξύ των «συμμάχων και υποστηρικτών» (alliez et adhérens), όλοι από τούς οποίους περιλήφθηκαν έτσι στην αυτοκρατορική-σουηδική ειρήνη.18 Στο Μύνστερ όμως ο παπικός νούντσιος Φάμπιο Τσίγκι, ο οποίος επρόκειτο να εκλεγεί πάπας ως Αλέξανδρος Ζ’ (τον Απρίλιο τού 1655), διαμαρτυρήθηκε για τη ζημιά που γινόταν στην Καθολική Εκκλησία και στην πίστη με διάφορα άρθρα των συνθηκών και (στις 26 Νοέμβριο 1648) ο πάπας Ιννοκέντιος Ι’ πρόσθεσε τη δική του επίσημη διαμαρτυρία εναντίον τής κακής ειρήνης.19
Η ειρήνη τής Βεστφαλίας άλλαζε την πολιτική και κοινωνική δομή τής Ευρώπης. Έδινε στους Προτεστάντες το δικαίωμα να διατηρούν όλα τα εκκλησιαστικά εδάφη που είχαν πάρει και που εξακολουθούσαν να κατέχουν την 1η Ιανουαρίου 1624,20 σε αντίθεση με τις πιο περιορισμένες κτήσεις τούς που αναγνωρίζονταν από τη συνθήκη τού Πάσσαου (1552) και τη θρησκευτική ειρήνη τού Άουγκσμπουργκ (1555). Η αρχή «εκείνου που είναι η περιοχή, είναι και η θρησκεία» (cuius regio, eius religio), η οποία είχε περιοριστεί στους Καθολικούς των αυτοκρατορικών κρατών και στους υποστηρικτές τής Ομολογίας τού Άουγκσμπουργκ (1530), εγκαταλειπόταν τώρα σε μεγάλο βαθμό. Παρά το γεγονός ότι χορηγήθηκε θρησκευτική ελευθερία στους κατοίκους τής Σιλεσίας, ο Φερδινάνδος Γ’ αρνήθηκε ανοχή στα κληρονομικά εδάφη τού οίκου τής Αυστρίας (Casa d’Austria). Ο Καθολικισμός παρέμενε η μόνη επιτρεπόμενη πίστη στις «κληρονομικές γαίες» (Erblande) των Αψβούργων. Κατά τα λοιπά στη Γερμανία, καθώς και στο μεγαλύτερο μέρος τής Ευρώπης, ο Καλβινισμός γινόταν αποδεκτή πίστη. Όμως η «εκκλησιαστική επιφύλαξη» διατηρούνταν και έτσι αν ένας Καθολικός αρχιεπίσκοπος, επίσκοπος, ή ιεράρχης, άλλαζε το θρήσκευμά του, έπρεπε να παραιτηθεί από το εκκλησιαστικό του αξίωμα και όλα τα συνακόλουθα εισοδήματά του, πράγμα το οποίο, σύμφωνα με την αυτοκρατορική-σουηδική συνθήκη, δεν έβλαπτε ούτε την τιμή, ούτε τη φήμη του.21
Λόγω των παραχωρήσεων προς τούς Προτεστάντες (κάτω από σουηδική πίεση στο Όσναμπρυκ) από τον αυτοκράτορα Φερδινάνδο Γ’, τον εκλέκτορα Μαξιμιλιανό Α’ τής Βαυαρίας και τον Γιόχαν Φίλιπ φον Σόνμπορν, ο οποίος είχε διοριστεί πρόσφατα (εκκλησιαστικός) εκλέκτορας τού Μάιντς, η Βεστφαλία φαινόταν να αποτελεί νίκη για τούς Προτεστάντες και ήττα για τούς Γερμανούς Καθολικούς και την Εκκλησία τους. Οι ηγεμόνες, πόλεις και κωμοπόλεις είχαν ήδη αρπάξει μεγάλο μέρος τής εκκλησιαστικής περιουσίας και τώρα οι Καθολικοί έχαναν επίσης δύο αρχιεπισκοπές, δώδεκα επισκοπές και έξι μοναστήρια. Ως κύριος εκπρόσωπος τού αυτοκράτορα, ο κόμης Μαξιμιλιανός φον Τράουττμαννσντορφ γνώριζε καλά ότι ο αυτοκράτορας χρειαζόταν ειρήνη για αρκετούς σημαντικούς λόγους, μεταξύ των οποίων ένας ήταν η σουηδική απειλή για την Πράγα, άλλος η πρόσφατη γαλλική νίκη επί των Ισπανών συμμάχων των αυτοκρατορικών στη Λενς κι ένας τρίτος η πάντοτε παρούσα πιθανότητα ανανεωμένης τουρκικής επιθετικότητας.22 Παρ’ όλα αυτά και παρά την ευκαιρία που πρόσφερε η συνεχής εμπλοκή των Αψβούργων στον Τριακονταετή Πόλεμο, οι Τούρκοι είχαν κατευθύνει τη φιλοπόλεμη προσοχή τους προς τη Βενετία, όπως θα δούμε, γιατί φαινόταν ότι το έπαθλο που ήθελαν να αποκτήσουν ήταν η Κρήτη.
Κατά τη διάρκεια τού Μακροχρόνιου Πολέμου τα θρησκευτικά ζητήματα είχαν δώσει σταδιακά (σε κάποιο βαθμό) τη θέση τους στις πολιτικές και οικονομικές ανάγκες και φιλοδοξίες των μαχομένων. Οι επιμέρους συνθήκες τής Βεστφαλίας είναι πάρα πολύ εκτεταμένες και λεπτομερείς, ώστε να επιτρέπουν πλήρεις περιλήψεις σε μια έρευνα τόσο συνοπτική όσο αυτή εδώ, αλλά η Γαλλία τελικά λάμβανε αυτοκρατορική αναγνώριση τής διαρκούς και αμετάκλητης κατοχής των επισκοπών και πόλεων Μετς, Τουλ και Βερντέν, τις οποίες κρατούσε από την εποχή τού Καρόλου Ε’ (από το 1552). Επίσης ο αυτοκράτορας και η αυτοκρατορία «παραχωρούσαν και μεταβίβαζαν» στον χριστιανικότατο βασιλιά τής Γαλλίας την πόλη και το φρούριο τού Πινερόλο στο Πεδεμόντιο (Πιεμόντε), όπου λεγόταν ότι ήταν φυλακισμένος στα τέλη τού 17ου αιώνα ο «Άνθρωπος με το Σιδηρούν Προσωπείον», καθώς και την «πόλη τού Μπράιζαχ, το λανδγραβιάτο τής Άνω και Κάτω Αλσατίας, … και τη διακυβέρνηση των επαρχιών των δέκα αυτοκρατορικών πόλεων στην Αλσατία», όπου και οι δέκα προσδιορίζονταν φυσικά στο κείμενο. Δεδομένου ότι αυτές οι πόλεις παρέμεναν εντός τής αυτοκρατορίας, η Γαλλία αποκτούσε έτσι το δικαίωμα να εκπροσωπείται στο Ράιχσταγκ.23
Όμως στις 15 Νοεμβρίου (1648) ο Φίλιππος Δ’ τής Ισπανίας εξέδωσε μακροσκελή και λεπτομερή διαμαρτυρία στο όνομα τού «Βουργουνδικού Κύκλου» εναντίον τής αυτοκρατορικής-γαλλικής συνθήκης, την οποία ο αυτοκράτορας είχε αποδεχθεί χωρίς τη σύμφωνη γνώμη τής Ισπανίας. Ο βασιλιάς τής Ισπανίας και ο αυτοκράτορας είχαν πάντοτε τούς ίδιους εχθρούς. Ο οίκος των Αψβούργων στη Μαδρίτη είχε πάντοτε βοηθήσει τα ξαδέλφια τους στη Βιέννη και τώρα η ισπανική κυβέρνηση και τα ισπανικά όπλα είχαν εγκαταλειφθεί ντροπιαστικά.24
Οι Γάλλοι ίσως είχαν κερδίσει περισσότερα απ’ όσα είχαν κερδίσει στο πεδίο τής μάχης, αλλά τώρα άρχιζαν οι εξεγέρσεις που έγιναν γνωστές ως «Λα Φροντ» (1648-1653) εναντίον τής ολοένα αυξανόμενης δύναμης τού Στέμματος. Την κυβέρνηση τού Μαζαρέν αντιπολιτευόταν το Κοινοβούλιο τού Παρισιού (Parlement de Paris), το οποίο αρνιόταν να δεχθεί εντολή για αύξηση τής φορολογίας. Η απείθαρχη γαλλική αριστοκρατία βρισκόταν σύντομα στα όπλα. Ο λαός ήταν κουρασμένος από τον πόλεμο και από τα οικονομικά βάρη που τού φορτώνονταν. Η Φροντ θα αποδεικνυόταν τελικά σκαλοπάτι στη σχεδόν απολυταρχική εξουσία τού Στέμματος, αλλά στο μεταξύ η θέση τού Μαζαρέν απειλούνταν σοβαρά. Ο ίδιος χρειαζόταν την ειρήνη περισσότερο απ’ όσο τη χρειαζόταν η Γαλλία. Έτσι οι Γάλλοι εκπρόσωποι στο Μύνστερ είχαν πάρει εντολή να καταλήξουν σε συμφωνία με τον αυτοκράτορα και τούς συμμάχους του όσο πιο σύντομα μπορούσαν. Ναι, ο Μαζαρέν ήξερε ότι χρειαζόταν ειρήνη, αλλά όχι με την Ισπανία. Ο γαλλο-ισπανικός πόλεμος συνεχίστηκε για περισσότερο από μια δεκαετία, μέχρι την ειρήνη των Πυρηναίων το 1659,25 μέχρι δύο περίπου χρόνια από τον θάνατο τού Μαζαρέν (το 1661).
Η βασίλισσα και το βασίλειο τής Σουηδίας θα κρατούσαν πια ως φέουδα τής αυτοκρατορίας το δουκάτο τής Πομερανίας και την ηγεμονία τού Ρύγκεν, πέρα από τα οποία δόθηκαν στους Σουηδούς, «ως διαρκές και άμεσο φέουδο τής αυτοκρατορίας» (en fief perpétuel et imméediat de l’Empire), η πόλη και το λιμάνι τού Βίζμαρ καθώς και η αρχιεπισκοπή τής Βρέμης και η επισκοπή τού Βέρντεν, για να κατέχονται ως κοσμικά δουκάτα. Με την κατοχή των δουκάτων τής Βρέμης, τού Βέρντεν και τής Πομερανίας, τής ηγεμονίας τού Ρύγκεν και τής πόλης τού Βίζμαρ, οι άρχοντες τής Σουηδίας θα καλούνταν κανονικά στις συνελεύσεις τού αυτοκρατορικού Ράιχσταγκ. Ξεγλιστρώντας από διάφορες επιπλοκές, μπορούμε τελικά να σημειώσουμε ότι τα εκλεκτοράτα, οι ηγεμονίες και τα άλλα κράτη τής αυτοκρατορίας έπρεπε να προσκομίσουν στο στέμμα τής Σουηδίας 5.000.000 αυτοκρατορικά δολλάρια (risdales, Reichstaler) για την αποστράτευση των πολυάριθμων μισθοφορικών στρατευμάτων, τα οποία οι Σουηδοί είχαν ακόμη στο πεδίο.26 Από τη στιγμή που οι πληρεξούσιοι και οι πρεσβευτές θα έθεταν την υπογραφή τους στην αυτοκρατορική-σουηδική συνθήκη, κάθε εχθροπραξία έπρεπε να σταματήσει και να αρχίσει η θέση σε ισχύ των πολυάριθμων διατάξεων που ορίζονταν στη συνθήκη.
Ο Μαξιμιλιανός Α’ τής Βαυαρίας διατηρούσε το (ανατολικό) Άνω Παλατινάτο και τον εκλεκτορικό του τίτλο, ενώ συμφωνούσε με την ακύρωση χρέους 13.000.000 αυτοκρατορικών δολλαρίων και εγκατέλειπε κάθε αξίωση επί τής Άνω Αυστρίας. Ο Μαξιμιλιανός θα παρέδιδε στον αυτοκράτορα όλα τα έγγραφα που σχετίζονταν με αυτό το χρέος, «για να σχιστούν και να ακυρωθούν» (pour estre cassez et annullez). Φτιαχνόταν τώρα μια όγδοη θέση εκλέκτορα για τον Καρλ Λούντβιχ, τον γιο τού Φρήντριχ Ε’, «του βασιλιά τού χειμώνα».27 Ο Καρλ Λούντβιχ περιοριζόταν έτσι στο Κάτω Παλατινάτο ή Παλατινάτο τού Ρήνου, που εκτεινόταν από την αριστερή όχθη τού Ρήνου μέχρι το Σάαρλαντ και τα γαλλικά σύνορα, με πρωτεύουσά του την κατεστραμμένη πόλη τής Χαϊδελβέργης.28
Για να υπάρξει κατάλληλη αποζημίωση για τον Φρήντριχ Βίλελμ, τον εκλέκτορα τού Βρανδεμβούργου, «ο οποίος, για να προωθήσει την υπόθεση τής οικουμενικής ειρήνης, έχει παραιτηθεί από τα δικαιώματα που είχε στην Έσω Πομερανία, το Ρύγκεν και τις επαρχίες και τούς τόπους που συνδέονται με αυτά», ο Βρανδεμβούργου έπαιρνε τώρα τις επισκοπές των Χάλμπερστατ, Μίντεν και Κάμμιν (Κάμιεν) «ως διαρκές και άμεσο φέουδο τής αυτοκρατορίας» (en fief perpétuel et immédiat de l’Empire). Περιττό να προσθέσουμε ότι ο Φρήντριχ Βίλελμ κατείχε «θέση και φωνή, στο όνομά του, στις αυτοκρατορικές δίαιτες» (en ce nom scéance et voix aux Diètes Impériales). Στον Φρήντριχ Βίλελμ χορηγήθηκε επίσης «το προσδόκιμο τής αρχιεπισκοπής τού Μαγδεβούργου, εφόσον κενωθεί η θέση είτε από τον θάνατο τού τότε διαχειριστή δούκα Αύγουστου τής Σαξωνίας, ή με την άνοδο τού τελευταίου στη θέση τού εκλέκτορα (Σαξωνίας)».29 Όσο για τον γέρο Γιόχαν Γκέοργκ, τον εκλέκτορα τής Σαξωνίας, δεν πέτυχε τίποτε περισσότερο από το να κρατήσει τη Λουσατία, την οποία είχε αποκτήσει στη συνθήκη τής Πράγας (του 1635), αλλά αυτό ήταν σημαντικό κέρδος.
Ήσαν αυτά χρόνια δοκιμασίας για τον αυτοκράτορα Φερδινάνδο Γ’, ο οποίος δεν εύρισκε τρόπο να βοηθήσει στη σύναψη ειρήνης μεταξύ τού Αψβούργου εξαδέλφου του στην Ισπανία και τής κυβέρνησης τού Λουδοβίκου ΙΔ’. Οι Τούρκοι ήσαν όμως ήσυχοι, ακόμη και φιλικοί, γιατί την 1η Ιουλίου 1649 η Πύλη ανανέωσε τη συνθήκη τού Ζιτβατόροκ, που αποτελούσε τον ακρογωνιαίο λίθο των γενικά ειρηνικών σχέσεων μεταξύ Οθωμανικής και Καθολικής αυτοκρατορίας για περισσότερα από σαράντα χρόνια.30 Η κυβέρνηση τού αγοριού-σουλτάνου Μεχμέτ Δ’ μαστιζόταν από εσωτερική διαφωνία και δυσκολευόταν να συνεχίσει τον πόλεμο που είχε ξεκινήσει με τη Βενετία πριν από τέσσερα χρόνια, σε προσπάθεια να αποσπάσει το νησί τής Κρήτης από τη Σινιορία.
Οι Ολλανδοί και οι Ελβετοί ήσαν ικανοποιημένοι, γιατί η ανεξαρτησία των Ηνωμένων Επαρχιών, μαζί με εκείνη των καντονιών Ούρι, Σβάιτς, Ουντερβάλντεν και των υπόλοιπων, ήταν πια διεθνώς αναγνωρισμένη. Όμως υπήρχε διαδεδομένος φόβος στην Ευρώπη, με τον μεγάλο αριθμό μισθοφόρων που είχαν ελάχιστη ή καμία προοπτική απασχόλησης ότι ίσως ο πόλεμος δεν είχε πραγματικά τελειώσει. Μάλιστα τα σουηδικά στρατεύματα, που στάθμευαν στη Βέχτα, στο Όλντενμπουργκ (στη βορειοδυτική Γερμανία), περίπου τριάντα ή περισσότερα μίλια βορειοανατολικά τού Όσναμπρυκ, δεν έφυγαν από το προσκήνιο μέχρι την άνοιξη τού 1654. Οι ανταρσίες ήσαν συχνές. Πολλοί πρώην μισθοφόροι στρέφονταν στη ληστεία για τα προς το ζην. Η Βοημία, η Γερμανία και οι άλλες περιοχές που ενεπλάκησαν στον Τριακονταετή Πόλεμο δεν είχαν μόνο υποστεί εκτεταμένες καταστροφές, αλλά είχαν επίσης υποφέρει χρόνο με τον χρόνο από τον τυφοειδή πυρετό (mal di petecchie), τη μάστιγα των στρατευμάτων κατά τον 16ο και 17ο αιώνα και μερικές φορές τον όλεθρο των πληθυσμών στους οποίους αυτός παρεισέφρεε. Η πείνα γινόταν ευρέως διαδεδομένη σε περιοχές αναστατωμένες από τον πόλεμο. Η βουβωνική πανώλη η οποία, όπως θα σημειώσουμε, χτύπησε τον μισθοφορικό στρατό που έστειλε η Βενετία στην Ελλάδα δύο γενιές μετά την ειρήνη τής Βεστφαλίας, πήρε επίσης τον δικό της φόρο σε ζωές κατά τη διάρκεια αυτών των τριάντα ετών θλιβερής σύγκρουσης. Το ίδιο έκαναν και η δυσεντερία και η γρίππη, αλλά οι Γερμανοί γλίτωσαν γενικά από τη χολέρα και την ελονοσία, που χτύπησαν αργότερα τούς Ενετούς στην Ελλάδα. Τουλάχιστον οι Γερμανοί γλίτωσαν κάτι, γιατί μέχρι το 1648 μεγάλο μέρος τής πατρίδας τους βρισκόταν σε χάος.
Ήταν καταστροφική και ταραγμένη εποχή, που προκαλούσε ακόμη μεγαλύτερη σύγχυση στους ανθρώπους της απ’ όση στους σύγχρονους ιστορικούς. Ο Αλβίζε Κονταρίνι, ο Ενετός απεσταλμένος στις διαπραγματεύσεις στη Βεστφαλία, ήταν ένας από τούς πιο οξυδερκείς παρατηρητές τού ρεύματος γεγονότων τής εποχής του.31 Το 1650 ο Κονταρίνι παρουσίασε στη Σινιορία αναδρομική περίληψη των στόχων των κορυφαίων δυνάμεων καθώς και μερικά από τα σημαντικότερα προβλήματα που είχε δημιουργήσει ο Τριακονταετής Πόλεμος. Φαινόταν ακόμη να παρηγορείται από την ανάμνηση ότι το 1643 είχε τελικά καταστεί σαφές ότι επρόκειτο να υπάρξει ευρωπαϊκή διάσκεψη. Οι μεσολαβητές και πληρεξούσιοι τού αυτοκράτορα και των άλλων εστεμμένων κεφαλών είχαν μαζευτεί στο Μύνστερ και στο Όσναμπρυκ. Οι διαδικασίες άρχισαν στις 10 Απριλίου (1643), όταν ψάλθηκε η λειτουργία τού Αγίου Πνεύματος, «για να ικετεύσουν για θεϊκή βοήθεια στη διαχείριση αυτής τής σημαντικής επιχείρησης». Στη συνέχεια ο Κονταρίνι βυθιζόταν στα προβλήματα που προκαλούσε η αρχική αποχή των Ισπανών από τη διαδικασία. Ο παπικός νούντσιος Φάμπιο Τσίγκι παρέμενε επίσης απόμακρος, πράγμα που δεν απασχολούσε τούς Προτεστάντες.
Ο Κονταρίνι έχει δείξει λαμπρά τον τρόπο με τον οποίο τα μεταβαλλόμενα γεγονότα κατά τη διάρκεια των έξι τελευταίων ετών τού πολέμου είχαν καθορίσει τις ποικίλες συμπεριφορές και στάσεις των υπουργών και πληρεξουσίων στο Μύνστερ και στο Όσναμπρυκ. Είχε γίνει ειρήνη τον Αύγουστο τού 1645 μεταξύ των στεμμάτων Σουηδίας και Δανίας, ειρήνη συμφέρουσα για τη Σουηδία, ντροπιαστική για τη Δανία, «με ένδοξη μεσολάβηση τής Γαλλίας» (per Francia mediatrice gloriosa). Η πολιτική τού αυτοκράτορα Φερδινάνδου Γ’ «μεταβαλλόταν ανάλογα με την ικανότητα που επιδείκνυαν τα σουηδικά όπλα». Μεταξύ των πολλών προβλημάτων, με τα οποία πάλευαν οι διαπραγματευτές στη Βεστφαλία, ήσαν δύο στα οποία οι σύγχρονοι ιστορικοί έχουν δώσει λίγη προσοχή. Το πρώτο ήταν το ζήτημα τού αν θα χορηγούνταν διαβατήρια στους εκπροσώπους τού Γεωργίου Α’ Ράκοζυ, τού ηγεμόνα τής Τρανσυλβανίας, ο οποίος βρισκόταν σε πόλεμο με τον αυτοκράτορα το 1644-1645. Το δεύτερο σχετιζόταν με την Πορτογαλία και «την ελευθερία τού πρίγκηπα Έντουαρντ τής Μπραγκάντσα, αδελφού τού βασιλιά τής Πορτογαλίας, τώρα φυλακισμένου στο Καστέλλο τού Μιλάνου», το οποίο δεν χρειάζεται να μάς απασχολήσει εδώ και δεν ανησυχούσε τον Κονταρίνι.
Το αίτημα τού Ράκοζυ να εκπροσωπηθεί στη Βεστφαλία ήταν άλλο ζήτημα. Ο Ράκοζυ δεν είχε περιληφθεί στα προκαταρκτικά τής διάσκεψης (γιατί οι εκπρόσωποί του δεν είχαν πάρει διαβατήρια) και επίσης, λέει ο Κονταρίνι, «γιατί ήξερα ότι με τέτοια μέσα οι Τούρκοι σίγουρα θα ήσαν σε θέση να διεισδύσουν στην καρδιά αυτών των διαπραγματεύσεων. Προσπάθησα και πέτυχα να αποτρέψω τον ερχομό (των εκπροσώπων του) και παρά το γεγονός ότι το ζήτημα αυτό συνεχιζόταν για μερικούς μήνες, τελικά έληξε ήσυχα, γιατί σύντομα ο Ράκοζυ έκανε ειρήνη με τον αυτοκράτορα».32
Στις περισσότερες περιγραφές τής Βεστφαλίας λίγη προσοχή δίνεται στους Τούρκους.33 Σε κάποιο όμως σημείο τής διαδικασίας οι διαπραγματευτές πήραν υπόψη τούς Τούρκους. Ο Τράουττμαννσντορφ, «μαζί με τα κράτη τής αυτοκρατορίας», δήλωνε ότι στον Φερδινάνδο
ως αυτοκράτορα και αρχιδούκα Αυστρίας δεν έπρεπε να επιτραπεί να βοηθήσει τούς Ισπανούς χωρίς τη συγκατάθεση τής αυτοκρατορίας, αλλά [σύμφωνα με τον Τράουττμαννσντορφ] ως βασιλιάς τής Ουγγαρίας δεν θα μπορούσε να αποτύχει να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις τής σχέσης αίματος και των αμοιβαίων συμφερόντων των δύο οίκων [Αψβούργων] στη Γερμανία και την Ισπανία.
Σε αυτό βέβαια οι Γάλλοι διαφώνησαν αμέσως, υποστηρίζοντας ότι υπό το πρόσχημα τού βασιλιά τής Ουγγαρίας ο αυτοκράτορας θα παρείχε πλήρη υποστήριξη στους Ισπανούς κατά τής Γαλλίας. Σύμφωνα με τον Κονταρίνι οι διαπραγματευτές, αναζητώντας λύση αυτού τού προβλήματος,
είχαν την ευκαιρία να προτείνουν πόλεμο εναντίον των Τούρκων, ιδιαίτερα στη βάση κάποιου μυστικού άρθρου, σύμφωνα με το οποίο οι Γάλλοι δεσμεύονταν να σπεύσουν σε βοήθεια τού αυτοκράτορα σε μια τόσο [ευγενή] υπόθεση [!], αλλά στο τέλος η πρόταση δεν κατέληξε πουθενά, λόγω τού φόβου που είχε και εξακολουθεί να έχει για τούς Τούρκους η αυλή τής Βιέννης. Οι διαπραγματευτές δήλωσαν ότι ο πόλεμος εναντίον των Τούρκων θα αποτελούσε εγγύηση, χωρίς καμία άλλη νομική δήλωση ότι ο αυτοκράτορας δεν θα πρόσφερε βοήθεια στους Ισπανούς, αλλά οι Γάλλοι και τα κράτη τής αυτοκρατορίας πήραν αντίθετη θέση, επιμένοντας ότι ο αυτοκράτορας δεν έπρεπε να αφεθεί δυνατά οπλισμένος για οποιονδήποτε λόγο, επειδή αν και τα όπλα του υποτίθεται ότι θα χρησιμοποιούνταν εναντίον των Τούρκων, θα μπορούσαν επίσης να χρησιμοποιηθούν είτε κατά τής Γαλλίας ή απλώς για να ανανεώσουν την καταπίεση (των Αψβούργων) μέσα στην αυτοκρατορία. Υπήρχε μεγαλύτερο μίσος για την Αυστρία απ’ όσο για τούς Τούρκους. Όλες οι προσπάθειες που καταβλήθηκαν για πρόταση [εναντίον των Τούρκων] δεν κατέληξαν πουθενά. Μακάρι να ευχαριστεί τον Θεό ότι τέτοιες απόψεις, καθώς και ο εκτεταμένος φόβος, δεν θα εξακολουθούν να επικρατούν σήμερα (δηλαδή το 1650) ως αντιρρήσεις για πόλεμο εναντίον των Τούρκων.
Όμως οι τρέχουσες συνθήκες, κατά την ενετική άποψη τού Κονταρίνι, ήσαν τέτοιες, που οι αυτοκρατορικοί δεν θα είχαν ποτέ ξανά τόσο μεγάλη ευκαιρία, όπως εκείνη που υπήρχε τότε, «για να επωφεληθούν από τον κοινό εχθρό».34 Σε κάθε περίπτωση, λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι οι Τούρκοι είχαν ξεκινήσει τον πόλεμο με τη Βενετία πριν από πέντε χρόνια για την κατοχή τού νησιού τής Κρήτης, η Σινιορία δεν θα μπορούσε να επιθυμεί τίποτε περισσότερο από έναν Ευρωπαίο σύμμαχο εναντίον τής Πύλης.
Ο Κονταρίνι μάς πληροφορεί με κάποιες λεπτομέρειες για την άφιξη τού Τράουττμαννσντορφ στο Μύνστερ τον Δεκέμβριο τού 1645, την αναχώρησή του τον Ιούλιο τού 1647 και την επιστροφή του στη συνέχεια στη διάσκεψη. Όταν επέστρεψε, έκανε κάθε δυνατή προσπάθεια για να φέρει και πάλι κοντά τον αυτοκράτορα Φερδινάνδο Γ’ και τον Μαξιμιλιανό τής Βαυαρίας, «αποσπώντας αυτόν (τον Μαξιμιλιανό) από τη φιλία με τούς Γάλλους» (distraendo questo (Maximilian) dall’amicitia de’ Francesi). Όμως δεν μπόρεσε να το κάνει, επειδή ο Μαξιμιλιανός δεν εμπιστευόταν τον αυτοκράτορα. Ο Κονταρίνι φαίνεται να βγάζει στεναγμό ανακούφισης, όταν φτάνει στο σημείο ότι «ακολούθησε τελικά, με την εύνοια τού Κυρίου τού Θεού, η υπογραφή τής ειρήνης τής αυτοκρατορίας με τα στέμματα Γαλλίας και Σουηδίας στις 24 Οκτωβρίου 1648» (seguì finalmente col favore del Signor Dio la sottoscritione della pace d’Impero con le Corone di Francia e Suezzia a 24 d’Ottobre 1648).
Τη μέρα που υπογράφηκαν οι συνθήκες τής Βεστφαλίας, λέει ο Κονταρίνι, στάλθηκαν αγγελιοφόροι στη Βιέννη, το Παρίσι και τη Στοκχόλμη, με οδηγίες να φέρουν πίσω επικυρώσεις από τις αυτοκρατορικές και βασιλικές αυλές εντός δύο μηνών. Άλλοι αγγελιοφόροι στάλθηκαν στους στρατηγούς των στρατών στο πεδίο τής μάχης, για «να αναστείλουν τις εχθροπραξίες». Στο Μύνστερ (και στο Όσναμπρυκ) στις 25 Οκτωβρίου η υπογραφή των συνθηκών τής ειρήνης γιορτάστηκε με ομοβροντίες κανονιών, για να σηματοδοτήσει «την αγαλλίαση ολόκληρης τής Γερμανίας ύστερα από τριάντα χρόνια πολύ επώδυνου και αποτρόπαιου πολέμου».35
Μετά την υπογραφή των συνθηκών ακολούθησαν δύο χρόνια ανάρρωσης (convulencenza), όπως την αποκαλεί ο Κονταρίνι, κατά τη διάρκεια τής οποίας τα στρατεύματα έπρεπε να διαλυθούν και οι στρατιώτες να πληρωθούν. Οι πληρεξούσιοι δεν είχαν την εξουσία και τις πληροφορίες που απαιτούνταν για την πραγματοποίηση αυτής τής οριστικής επίλυσης των υπολοίπων προβλημάτων τού μεγάλου πολέμου
και με αυτά τα δεδομένα ανατέθηκαν στις σουηδικές εθνοφυλακές επτά από τούς δέκα «κύκλους» τής αυτοκρατορίας, μέχρι να μπορέσει ο αυτοκράτορας να τούς πληρώσει τα πέντε εκατομμύρια δολλάρια (tollari) που είχαν συμφωνηθεί για την αποστράτευσή τους. Ο κύκλος τής Αυστρίας κρατήθηκε ως καταλύματα των εθνοφυλακών τού αυτοκράτορα, εκείνος τής Βαυαρίας για τις Βαυαρικές (εθνοφυλακές) και εκείνος τής Βουργουνδίας παραμένει ελεύθερος, επειδή το κράτος αυτό έχει αποκλειστεί από τη συνθήκη για τούς προαναφερθέντες λόγους (ο Κονταρίνι είχε ήδη ασχοληθεί με τη Βουργουνδία).
Οι Σουηδοί στους επτά κύκλους εξοφλήθηκαν τόσο, που όταν έφυγα από το Μύνστερ πήραν, όλοι μαζί, ως επιβεβλημένες εισφορές 108.000 δολλάρια την ημέρα, λέω την ημέρα, ποσό σχεδόν απίστευτο, το οποίο όμως αποτελεί απόδειξη τής δύναμης αυτής τής μεγάλης κοινωνίας (corpo) τής Γερμανίας, παρά το γεγονός ότι έχει χτυπηθεί από τόσα πολλά δεινά για τόσα πολλά χρόνια. Δεν αποτελεί λοιπόν έκπληξη ότι η Διάσκεψη τής Νυρεμβέργης, που έχει συγκληθεί για να φέρει σε πέρας (τους όρους τής ειρήνης), έχει εργαστεί για δύο ολόκληρα χρόνια, προκειμένου να το πράξει. Όσο για τον διακανονισμό με τις εθνοφυλακές, υπήρχαν πολλές αντιρρήσεις για τα 5.000.000 δολάρια που είχαν τελικά συμφωνηθεί, γιατί η Γερμανία θα είχε εξοικονομήσει πολύ περισσότερα, αν αντί για καταλύματα (που παρέχονται για τα στρατεύματα), είχε αποφασιστεί από την αρχή άμεση αποζημίωση, επειδή έχουν πληρωθεί δέκα φορές περισσότερα χρήματα.36
Ο Κονταρίνι σταματά για μια στιγμή στα δύο από τα πολλά πλεονεκτήματα, τα οποία η ειρήνη τής Βεστφαλίας έφερε στους συμμετέχοντες. Το πρώτο σχετιζόταν με όλα τα κράτη που συνόρευαν με την αυτοκρατορία, τα οποία σε παλαιότερες εποχές είχαν υποφέρει από τις φιλοδοξίες ή προκαταλήψεις των Αψβούργων. Τώρα οι συνθήκες είχαν αλλάξει, προς όφελος κυρίως τής Ιταλίας, αλλά πάνω απ’ όλα τής Βενετίας, η οποία είχε από πολύ καιρό προβλήματα με τούς Αψβούργους. Ως αποτέλεσμα όμως τής ειρήνης, οι Αψβούργοι υπόκεινταν στους νόμους τής αυτοκρατορίας όχι λιγότερο απ’ όσο στην παρουσία τής Γαλλίας και τής Σουηδίας, όπου και οι δύο είχαν στην πραγματικότητα εισέλθει με κάποιο τρόπο στην αυτοκρατορία. Σε μία από τις αναφορές του (με ημερομηνία 30 Μαρτίου 1646), δύο χρόνια πριν από τον διακανονισμό τής Βεστφαλίας, ο Κονταρίνι εξέφραζε την πεποίθηση ότι η Γαλλία, η Σουηδία και η Ολλανδία σχημάτιζαν τότε «τριάδα ιδιοτέλειας», αλλά κάτω από τον αυξανόμενο φόβο τής γειτονικής Γαλλίας η Ολλανδία σύντομα αποσύρθηκε από την τριάδα. Όσο για το άλλο εν λόγω πλεονέκτημα, ο Κονταρίνι δήλωνε ότι το εκμεταλλευόταν μόνο η Βενετία. Ήταν η ευγνωμοσύνη που αισθάνονταν πλέον οι ηγεμόνες και οι πόλεις τής Γερμανίας ως συνέπεια τής αποτελεσματικότητας τής ενετικής διπλωματίας στην αντιμετώπιση όλων των εμπλεκομένων μερών, αλλά, δυστυχώς, με μικρό όφελος για τη Δημοκρατία όσον αφορά τον πόλεμο με τον Τούρκο, παρά τη συμπόνια και τούς επαίνους τους, γιατί καμία μεγάλη υποστήριξη δεν ήταν ακόμη επικείμενη.37 Παρ’ όλα αυτά, τόσο ο Αυστριακός Τράουττμαννσντορφ όσο και ο παπικός λεγάτος Φάμπιο Τσίγκι είχαν υποστηρίξει τη βοήθεια προς τη Βενετία εναντίον τής Πύλης:
Αντίθετα ο νούντσιος (Φάμπιο Τσίγκι) διαμαρτυρήθηκε εναντίον αυτής τής ειρήνης και στις διαμαρτυρίες τον τελευταίο καιρό έχει δοθεί κύρος με παπική βούλλα, που ακυρώνει οποιαδήποτε συμφωνία έγινε από τούς Καθολικούς όσον αφορά την αλλοτρίωση τής εκκλησιαστικής περιουσίας, απαλλάσσοντάς τους από οποιαδήποτε υπόσχεση ή όρκο έδωσαν γι’ αυτό το ζήτημα. … Και αυτό αφήνει την πόρτα ανοιχτή στους Καθολικούς να ανακτήσουν οι ίδιοι ό,τι εγκατέλειψαν, όταν η τύχη των όπλων θα είναι ευνοϊκή, όπως συνέβη μετά τη λεγόμενη «Θρησκευτική Ειρήνη» τού 1555, εναντίον τής οποίας είχαν διαμαρτυρηθεί ορισμένοι από τούς πιο ένθερμους ιεράρχες τής Γερμανίας, λόγω τής αλλοτρίωσης τής εκκλησιαστικής περιουσίας που έλαβε χώρα εκείνη την εποχή. Όμως, ως αποτέλεσμα αυτής τής διαμαρτυρίας, πολλές τέτοιες περιουσίες ανακτήθηκαν όταν επικράτησαν τα Καθολικά όπλα, γεγονός το οποίο προς το παρόν αναγκάζει τούς Προτεστάντες να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί, για να διατηρήσουν μεταξύ τους τις κτήσεις που απέκτησαν από τούς Καθολικούς.38
Σε αυτό το σημείο ο Κονταρίνι αισθανόταν ότι είχε τουλάχιστον «αγγίξει» τα πιο σημαντικά τμήματα των κειμένων τής Βεστφαλίας, που κάλυπταν τα κέρδη τής Γαλλίας και τής Σουηδίας, τής Βαυαρίας και τού Παλατινάτου τού Ρήνου, «ως των πιο ωφελημένων, ενώ οι υπόλοιποι έφευγαν για να αποφύγουν μεγαλύτερες απώλειες» (come il più beneficati—il resto ho tralasciato per evitare le maggiori longhezze). Σε κάθε περίπτωση, πίστευε ότι δεν υπήρχε ηγεμόνας, ούτε κράτος, ούτε πόλη, ούτε τοπικός άρχοντας, που δεν θα ήθελε να κατονομάζεται σε μια τόσο μεγάλη συνθήκη ειρήνης, κάποιοι για να αυξήσουν τα εδάφη τους και άλλοι για να έχουν ισχυρότερη επιβεβαίωση των προνομίων τους.39 Στη συνέχεια ο Κονταρίνι ασχολείται με την οριστική επίλυση των μεγάλων προβλημάτων και με τις διάφορες προσωπικότητες που ήσαν κυρίαρχες στις παρατεταμένες διαπραγματεύσεις στο Μύνστερ και το Όσναμπρυκ.40
Ο τερματισμός τού πολέμου σήμαινε την αποστράτευση δεκάδων χιλιάδων στρατιωτών, οι οποίοι έπρεπε να πληρωθούν με τη λήξη τής υπηρεσίας τους. Έπρεπε επίσης να μετακινηθούν από τις πολυάριθμες φρουρές στις οποίες στάθμευαν και από τις εκτεταμένες περιοχές που κρατούσαν. Ήταν πρόβλημα να σταλούν στην πατρίδα. Πολλοί από αυτούς δεν είχαν άλλο σπίτι πέρα από το σύνταγμα στο οποίο ζούσαν. Όμως για τρία σχεδόν χρόνια, από τα τέλη τού 1648 μέχρι τα μέσα καλοκαιριού τού 1651, γίνονταν προσπάθειες σε διεθνή διάσκεψη που πραγματοποιήθηκε στη Νυρεμβέργη, για να βρεθούν εφικτοί τρόποι να τεθούν σε ισχύ οι συνθήκες τής Βεστφαλίας.41 Το πιο πιεστικό πρόβλημα ήταν να βρουν και να κατανείμουν τα κονδύλια για τη διάλυση των στρατευμάτων, αλλά τελικά οι διαπραγματευτές βρήκαν τον δρόμο, μέσα από εκείνο που φαινόταν συχνά να είναι αδιέξοδο. Το μεγαλύτερο μέρος τής Ευρώπης θα μπορούσε να χαίρεται σε ειρήνη.
Η εμπορική επιχειρηματικότητα και οι στρατιωτικές μεταρρυθμίσεις των Ολλανδών είχαν κάνει μεγάλη εντύπωση στην Ευρώπη. Με εύκολη πρόσβαση στη Μεσόγειο καθώς και στον Ατλαντικό, το διεθνές εμπόριό τους είχε αυξηθεί αλματωδώς. Στις αρχές πια τού 17ου αιώνα οι Γερμανοί και οι Αυστριακοί πιθανώς είχαν μείνει πίσω οικονομικά, ενώ το ίδιο προφανώς συνέβαινε και με τούς Ενετούς, αν και οι τελευταίοι μπορούσαν ακόμη να ζουν άνετα με τις μεταφορές που πραγματοποιούσαν στη Μεσόγειο. Οι Γάλλοι προωθούνταν τώρα περισσότερο από όλους. Η τακτική αποτελεσματικότητα των Κοντέ και Τουρέν στο πεδίο τής μάχης και, όσο περνούσε ο καιρός, η επιδέξια διαχείριση των γαλλικών οικονομικών πόρων από τον Κολμπέρ, είχαν επίσης μεγάλο αντίκτυπο στην Ευρώπη. Οι κυβερνήσεις έτειναν πλέον να δίνουν μεγαλύτερη προσοχή στις τεχνολογικές βελτιώσεις στον τομέα τής βιομηχανίας, καθώς και στον πόλεμο. Οι Αυστριακοί και οι Γερμανοί είχαν μάθει πολλά για την τακτική και τούς εξοπλισμούς κατά τη διάρκεια τού Τριακονταετούς Πολέμου.
Οι Τούρκοι και οι Ισπανοί όμως, αν και ήσαν κυρίαρχοι στα χωρικά ύδατα τής Ανατολικής και τής δυτικής Μεσογείου αντίστοιχα, έμεναν πίσω από τούς Γάλλους, Άγγλους, Ολλανδούς, Γερμανούς και Αυστριακούς στις διάφορες πτυχές των μαθηματικών, τής επιστήμης και τής τεχνολογίας, με τις οποίες συνδέουμε τα ονόματα των Μπαρτολομμέο Κρεσέντσιο (πεθ. 1607), Τζιοβάννι Μπράνκα (πεθ. 1645), Μαρίν Μερσέν (πεθ. 1648), Ατανάσιους Κίρχερ (πεθ. 1680) και Όττο φον Γκουέρικε (πεθ. 1686). Μηχανισμοί μετάδοσης είχαν αρχίσει να γίνονται χρήσιμοι στη βιομηχανία και τον πόλεμο. Έχοντας αναφέρει αλλού τούς τρόπους με τούς οποίους οι Ισπανοί και οι Τούρκοι έμεναν πίσω από τούς Ευρωπαίους συγχρόνους τους, φοβάμαι ότι για το θέμα αυτό δεν μπορώ να κάνω κάτι καλύτερο, από το να επαναλάβω αυτό που έχω ήδη πει:
Υπάρχει μακρινή ομοιότητα μεταξύ Ισπανικής και Οθωμανικής αυτοκρατορίας στον χρόνο και τις αιτίες τής παρακμής τους. Η καθεμιά συνδέθηκε με πρακτικές τού παρελθόντος, με την «παράδοση», σε πνευματική στασιμότητα που σήμαινε αποτυχία να συμβαδίσουν με τις τεχνολογικές καινοτομίες τού ύστερου 16ου και τού 17ου αιώνα. Η καθεμιά δεν ήταν λοιπόν σε θέση να μοιραστεί σε οποιονδήποτε αξιόλογο βαθμό τις προόδους που σημειώνονταν στον τομέα τής εξόρυξης και μεταλλουργίας, τής ιατρικής και φαρμακολογίας, τής παραγωγής υλικών, υφαντικών υλών, γυαλιού, ρολογιών και ιδιαίτερα πυροβόλων όπλων και τής ναυπηγικής βιομηχανίας. Οι Ισπανοί και οι Τούρκοι παρεμποδίζονταν και οι δύο από αναποτελεσματικές κυβερνήσεις και από την αποτυχία να παράγουν μεσαία τάξη αρκετά ισχυρή, ώστε να αντιμετωπίσει την αύξηση τού οικονομικού ανταγωνισμού τού 17ου αιώνα.
Η ισπανική Εκκλησία και η Ιερά Εξέταση αποτελούσαν εμπόδια για την κοινωνική αλλαγή και την επιστημονική πρόοδο στην Ισπανία, ενώ η ανάπτυξη τού μουσουλμανικού φανατισμού μεταξύ των Τούρκων είχε ακόμη πιο επιβλαβή επίδραση επί τής κατανόησης και χρήσης κάθε επιστημονικής βελτίωσης ή οργάνου. Αποδυναμωμένες κεντρικές κυβερνήσεις, πιεζόμενες σκληρά για χρήματα, αντιμετώπιζαν αυξανόμενες δυσκολίες στη συντήρηση τής υποδομής δρόμων, καναλιών, αναχωμάτων, γεφυρών, αποθηκών και αποβαθρών, που ήσαν όλα απαραίτητα για την εμπορική, στρατιωτική και ναυτική αποδοτικότητα.42
Η καταστροφή είχε ποικίλει από περιοχή σε περιοχή. Κάποιες πόλεις και χωριά είχαν σχεδόν γλιτώσει, άλλες είχαν γίνει ακατοίκητες ή σχεδόν ακατοίκητες. Οι συνθήκες ήσαν για παράδειγμα πολύ χειρότερες στη Βύρττεμπεργκ απ’ όσο στην Κάτω Σαξωνία. Παρά το γεγονός ότι εξακολουθεί να υπάρχει αφθονία τοπικών στοιχείων, που επιβεβαιώνουν την ερήμωση τού ενός ή τού άλλου χωριού, υπήρξε δύσκολο να επιτευχθεί συμφωνία ως προς τη συνολική απώλεια σε ζωές. Αναμφίβολα η παρατεταμένη πείνα και οι αρρώστιες συνέβαλαν περισσότερο στον αποδεκατισμό τού πληθυσμού απ’ όσο το μακελειό τού πεδίου τής μάχης και η λεηλασία τής υπαίθρου από τούς μισθοφόρους. Ανυπεράσπιστες περιοχές έχαναν τούς ανθρώπους τους, όταν εκείνοι κατέφευγαν μέσα στα τείχη κοντινών ή λιγότερο κοντινών πόλεων. Γενικεύσεις για τα αποτελέσματα τού Τριακονταετούς Πολέμου δεν είναι εύκολο να διατυπωθούν, γιατί έχει αναπτυχθεί μεγάλη βιβλιογραφία (και σχεδόν εξίσου μεγάλη διαμάχη) κατά τη διάρκεια τού τελευταίου περίπου αιώνα.43 Σε κάθε περίπτωση, η λήξη αυτής τής σύγκρουσης καθόλου δεν έφερε το τέλος τού πολέμου στην Ευρώπη στα μέσα τού 17ου αιώνα.
Τον Ιούνιο τού 1654 η βασίλισσα Χριστίνα τής Σουηδίας παραιτήθηκε από τον θρόνο τού πατέρα της και την διαδέχθηκε ο φιλόδοξος εξάδελφός της Κάρολος Ι’, η άνοδος τού οποίου στον θρόνο έφερε περαιτέρω συγκρούσεις στη βόρεια Ευρώπη. Κατά τη σύντομη περίοδο τής βασιλείας του ο Κάρολος ξεκίνησε τέσσερα περίπου χρόνια πολέμου με την Πολωνία, πράγμα που οδήγησε τούς Δανούς και τούς Ρώσους να εισέλθουν στον αγώνα εναντίον τής Σουηδίας. Ο Κάρολος μάλιστα κατέλαβε τη Βαρσοβία και την Κρακοβία, τις δύο σημαντικότερες πόλεις τής Πολωνίας (το 1655), αλλά όταν, ύστερα από παρατεταμένη πολιορκία, απέτυχε να πάρει το μοναστήρι στο ύψωμα τής Γιάζνα Γκόρα στην Τσεστοχόβα, οι Πολωνοί ανταποκρίθηκαν στην έμπνευση που τούς πρόσφερε η Μαύρη Παναγία τής Τσεστοχόβα, που εξακολουθεί να αποτελεί το κύριο αντικείμενο λατρείας στην Πολωνία, με αποτέλεσμα να αναγκαστεί ο Κάρολος να αποχωρήσει από τη χώρα. Εισέβαλε στη Δανία το 1657, έκανε σύμμαχο και στη συνέχεια εχθρό τον Φρήντριχ Βίλελμ τού Βρανδεμβούργου44 και σχεδόν εξάντλησε τούς πόρους τής Σουηδίας. Όμως με τον θάνατο τού πολεμοχαρούς Καρόλου στα μέσα Φεβρουαρίου 1660, η ειρήνη επέστρεψε για λίγο στον Βορρά με τη συνθήκη τής Όλιβα τής 3ης Μαΐου 1660 ανάμεσα στους Σουηδούς και τον βασιλιά Ιωάννη Κάζιμιρ τής Πολωνίας και τούς ομοσπόνδους του (foederati), δηλαδή τον αυτοκράτορα Λεοπόλδο Α’ και τον Φρήντριχ Βίλελμ τού Βρανδεμβούργου, με την οποία συνθήκη η Πολωνία παραχωρούσε τη Λιβονία στους Σουηδούς.45 Ο νέος βασιλιάς τής Σουηδίας, ο Κάρολος ΙΑ’, κατέληξε σε συμφωνία και με τον Φρειδερίκο Γ’ τής Δανίας τον Ιούνιο τού 1660. Η συνθήκη έγινε «στο κάστρο μας στην Κοπεγχάγη» και στη συνέχεια επικυρώθηκε στη Στοκχόλμη.46 Οι εμπόλεμοι είχαν κουραστεί. Φαινόταν να υπάρχει ειρήνη στην ατμόσφαιρα. Ένα χρόνο αργότερα, τον Ιούλιο τού 1661, ο Κάρολος ΙΑ’ υπέγραψε «αιώνια ησυχία και ειρήνη» (perpetua quies et pax) με τον μεγάλο δούκα των Μοσχοβιτών.47 Αλλά θα υπήρχε λίγη ή καθόλου ειρήνη για το υπόλοιπο τού αιώνα. Όταν η Γαλλία αναδείχθηκε ως κυρίαρχη δύναμη στην Ευρώπη, ο Λουδοβίκος ΙΔ’ βύθισε την ήπειρο σε τρεις ακόμη πολέμους (1667-68, 1672-78 και 1688-97), επιδιώκοντας πάντοτε να προσθέσει εδάφη στη βασιλική του επικράτεια.
Κατά τη γνώμη πολλών ιστορικών, τόσο τού παρελθόντος όσο και σημερινών, η ειρήνη τής Βεστφαλίας παρέμεινε το θεμέλιο τής ισορροπίας δυνάμεων στην Ευρώπη μέχρι το τέλος τής Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (το 1806), όταν πια, φυσικά, οι θρησκευτικοί πόλεμοι στη Γερμανία, στη Γαλλία και αλλού στην Ευρώπη αποτελούσαν κάτι περισσότερο από οδυνηρή ανάμνηση. Η Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία τερματίστηκε το 1806, αλλά οι Αψβούργοι ήσαν σταθερά εδραιωμένοι στις αυτοκρατορικές κτήσεις (kaiserliche Erblande) και έγιναν αυτοκράτορες τής λεγόμενης Αυστρο-Ουγγρικής Αυτοκρατορίας. Στο μεταξύ όμως, μετά το 1648, η Αυστρία δεν θα εμπλεκόταν σε πόλεμο με τη Γαλλία για κάποιο χρονικό διάστημα, αν και η τουρκική προέλαση στο ανατολικό μέτωπο επέφερε την ανανέωση τού πολέμου με την Οθωμανική αυτοκρατορία το 1663-1664.
Η εμπειρία τού Τριακονταετούς Πολέμου οδήγησε σταδιακά τούς χριστιανούς μπροστά από τούς Τούρκους σε στρατιωτικές τακτικές και εξοπλισμούς. Παρά τις ελλείψεις και τις διαφορές μεταξύ των κρατών στη Δυτική και Κεντρική Ευρώπη και παρά τη συνεχιζόμενη θρησκευτική δυσαρέσκεια, οι χριστιανοί είχαν αναπτυχθεί και διατηρούσαν πιο αποτελεσματικές κυβερνητικές διοικήσεις από τούς Τούρκους. Παρά το γεγονός ότι η διαφθορά διαφόρων ειδών ήταν σχεδόν ανεξέλεγκτη στον στρατιωτικό όσο και στον δημόσιο τομέα διαφόρων χριστιανικών κρατών, ήταν πολύ λιγότερο καταστροφική από την εκτεταμένη επιδείνωση στην οθωμανική κοινωνία. Η χριστιανική στρατιωτική οργάνωση, κυρίως στη Σουηδία, τη Γαλλία, το Βρανδεμβούργο-Πρωσία, τη Βαυαρία και την Αυστρία, ήταν πιο αποτελεσματική από το στρατιωτικό σύμφυρμα των Τούρκων, το πεζικό σώμα των γενιτσάρων, τούς έφιππους σπαχήδες, διάφορα άλλα σώματα πεζικού και ιππικού, τούς ακιντζή και τον συνοδεύοντα όχλο. Οι χριστιανικοί στρατοί έμπαιναν στις απαρχές σύγχρονου καλουπιού κατά τη διάρκεια τού 17ου αιώνα, με διαχειρίσιμες μονάδες σε συντάγματα, τάγματα, μοίρες και λόχους.
Ο Γουσταύος Αδόλφος (πεθ. 1632), όπως σημειώσαμε, ήταν στρατιωτικός οργανωτής και ιδιοφυής καινοτόμος, που πολέμησε επιτυχώς εναντίον τής Δανίας, τής Ρωσίας, τής Πολωνίας και τής Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Ο Ραϊμόντο Μοντεκουτσόλι (πεθ. 1680), Ιταλός στρατηγός στην υπηρεσία των Αψβούργων, ομότιμος και αντίπαλος των Κοντέ και Τουρέν, προώθησε επίσης αξιοσημείωτες εξελίξεις στις στρατιωτικές τέχνες τής εποχής του. Στρατιώτης με τεράστια εμπειρία στο πεδίο τής μάχης, ο Μοντεκουτσόλι νίκησε τον μεγάλο βεζύρη Αχμέτ Κιοπρουλού στη σημαντική μάχη τού Σανκτ Γκότταρντ την 1η Αυγούστου 1664, αν και ο αυτοκράτορας Λεοπόλδος Α’, ο οποίος είχε διαδεχθεί τον πατέρα του Φερδινάνδο Γ’ πριν από έξι χρόνια, δεν αποκόμισε παρά μικρό πλεονέκτημα από την αυστρο-τουρκική συνθήκη τού Βάζβαρ τής 10ης Αυγούστου, η οποία όμως προέβλεπε εικοσαετή ειρήνη μεταξύ Αγίας Ρωμαϊκής και Οθωμανικής αυτοκρατορίας.48 Ο Μοντεκουτσόλι άφησε πίσω του το γνωστό Μνήμες τού πολέμου (Memorie della guerra), το οποίο βοήθησε να προσδιοριστούν οι τρόποι πολέμου μέχρι τον 19ο αιώνα. Λοχαγός πεζικού στις αρχές τής σταδιοδρομίας του, ο Μοντεκουτσόλι έφτασε στην κορυφή ως διοικητής ιππικού και σε κατάλληλο χρόνο έστρεψε την προσοχή του στα μουσκέτα με φυτίλι καθώς και στο πυροβολικό πεδίου. Μεταξύ των στρατιωτικών τεχνών στις οποίες ο Μοντεκουτσόλι αφιέρωσε χρόνο και σκέψη ήταν εκείνη τής οχύρωσης, η οποία τον οδήγησε να μετατρέψει τη σημαντική βόρεια ουγγρική πόλη Ράαμπ (Γκυόρ) σε σχεδόν απόρθητο φρούριο, τουλάχιστον για τον πολιορκητικό εξοπλισμό τού 17ου αιώνα. Όταν η συνθήκη τού Βάζβαρ έφτασε στη λήξη της —στην πραγματικότητα η οθωμανική κυβέρνηση παραβίασε τούς όρους της κατά ένα χρόνο, ανανεώνοντας την επιθετικότητά της το 1683— οι οχυρώσεις στο ανατολικό μέτωπο καθυστέρησαν την προέλαση των Τούρκων και βοήθησαν να σωθεί η πόλη τής Βιέννης από κατάκτηση, που θα μπορούσε να ήταν καταστροφική για την Ευρώπη.49