2
Η συνέχιση τού πολέμου. Ο Γουσταύος Αδόλφος, ο καρδινάλιος Ρισελιέ και οι Αψβούργοι. Η αυξανόμενη σημασία τής Γαλλίας
![]() |
![]() |
Όταν ο Τίλλυ κατάφερε στις 6 Αυγούστου (1623) συντριπτική νίκη επί τού Κρίστιαν, τού «τρελλού τού Χάλμπερστατ», καταστρέφοντας τις δυνάμεις του στο Στάτλον επί τού ποταμού Μπέρκελ, δυτικά τού Μύνστερ, ολοκληρώθηκε ο αυστριακός-βαυαρικός θρίαμβος. Ο Φρήντριχ τού Παλατινάτου αναγκάστηκε να αποσυρθεί για κάποιο διάστημα από τον ανταγωνισμό, ενώ το ίδιο έκανε και ο Ερνστ φον Μάνσφελντ, που αναζήτησε καταφύγιο και απασχόληση στην Αγγλία. Αλλά τώρα ο αγώνας Αψβούργων-Βαλώνων τού προηγούμενου αιώνα φαινόταν ότι θα ανανεωνόταν, γιατί ο Αρμάν ντυ Πλεσσί, ο καρδινάλιος ντε Ρισελιέ (από το 1622), αναλάμβανε τα ηνία τής διακυβέρνησης στη Γαλλία ως πρωθυπουργός τού Λουδοβίκου ΙΓ’. Ο Ρισελιέ θεωρούσε επικίνδυνη και οδυνηρή την εδαφική περικύκλωση τής Γαλλίας των Βουρβώνων από τούς Αψβούργους, όπως την είχαν θεωρήσει και οι Βαλώνοι. Επίσης, όπως κι εκείνοι, ο Ρισελιέ άρχιζε να ενδιαφέρεται για την Ιταλία.
Οι Ισπανοί δεν ήσαν δημοφιλείς στην Αγγλία, ιδιαίτερα από τότε που ο Τζέημς Α’ απέτυχε να παντρέψει τον γιο του Κάρολο (Α’) με την ινφάντη Μαρία.1 Τότε η Ανριέτ-Μαρί, κόρη τού Ερρίκου Δ’ και αδελφή τού Λουδοβίκου ΙΓ’, φάνηκε ξαφνικά ελκυστική στο Ουεστμίνστερ.2 Καθώς ο τροχός τής τύχης περιστρεφόταν, φάνηκε για μικρό χρονικό διάστημα ότι θα μπορούσαν να χαλαρώσουν οι νίκες των Αψβούργων. Στις 6 Αυγούστου 1623, τη μέρα που ο Τίλλυ αντιμετώπιζε τον στρατό τού Χάλμπερστατ στο Σάτλον, ο Μαφφέο Μπαρμπερίνι εκλεγόταν πάπας ως Ούρμπαν Η’. Είχε διατελέσει παπικός λεγάτος στη Γαλλία, αντιπαθούσε και φοβόταν τούς Αψβούργους, που είχαν παγιδεύσει την Αγία Έδρα στη μιλανέζικη-ναπολιτάνικη μέγγενη. Σχεδόν αλματωδώς το 1624-1625 οι εχθροί των Αψβούργων συσπειρώθηκαν σε σειρά από ξεχωριστές συνθήκες: η Γαλλία, η προτεσταντική Ολλανδία, η Αγγλία και το Βρανδεμβούργο, ακόμη και οι αντίπαλες Δανία και Σουηδία, καθώς και η Βενετία και η Σαβοΐα.3
Οι Γάλλοι, οι Ενετοί, οι τής Σαβοΐας, οι Ελβετοί Προτεστάντες και ο ίδιος ο Ούρμπαν Η’ ήθελαν να εκδιώξουν τούς Αψβούργους από τη Βαλτελλίνα4 και το έκαναν το 1624-1625, αλλά έχασαν και πάλι την κοιλάδα από τούς Ισπανούς το επόμενο έτος, όταν οι Γάλλοι αναγκάστηκαν να κάνουν ειρήνη με τον Φίλιππο Δ’ τής Ισπανίας.5 Οι επίδοξοι σύμμαχοι στην πραγματικότητα δεν ήσαν ακόμη έτοιμοι για συντονισμένη δράση κατά των Αψβούργων. Ο Ρισελιέ είχε κινηθεί πάρα πολύ γρήγορα. Δεν θα μπορούσε να λύσει το πρόβλημα των Ουγενότων μέχρι να πάρει τη Λα Ροσέλ, πράγμα που δεν συνέβη μέχρι το 1628, όταν ο ίδιος βρέθηκε σε ανόητο πόλεμο με τούς Άγγλους υπό τον Ζωρζ Βιγιέ, τον πρώτο δούκα τού Μπάκιγχαμ (πεθ. 1628), ο οποίος προσπάθησε μάταια να βοηθήσει τούς Ουγενότους. Ο Ρισελιέ έπρεπε λοιπόν να συμφιλιωθεί με την Ισπανία. Έπρεπε να αναβάλει, αλλά φυσικά όχι να εγκαταλείψει, τα σχέδιά του εναντίον των Αψβούργων.
Από τη Βιέννη το ευρωπαϊκό τοπίο είχε αρχίσει για κάποιο διάστημα να φαίνεται θολό, αλλά στις 5 Ιουνίου 1625 ο Γενουάτης-Ισπανός στρατηγός Αμπρόζιο Σπίνολα απέσπασε από τούς Ολλανδούς το σημαντικό φρούριο τής Μπρέντα στο βόρειο Μπραμπάντ. Κάθε επισκέπτης τού μουσείου Πράδο στη Μαδρίτη έχει θαυμάσει τον ζωγραφικό πίνακα τού Βελάσκεθ για την παράδοση τής Μπρέντα. Με τα σύννεφα τού πολέμου να πυκνώνουν στα δυτικά, ο Φερδινάνδος Β’ ήθελε να διατηρήσει την ειρήνη στο ανατολικό του σύνορο, ανανεώνοντας τη συνθήκη τού Ζιτβατόροκ με τον σουλτάνο Μουράτ Δ’ (στις 26 Μαρτίου 1626).6 Ύστερα από άλλη μια σύγκρουση με τον Γκάμπριελ Μπέτλεν, η ειρήνη αποκαταστάθηκε τον Δεκέμβριο (1626). Ο Τρανσυλβανός παρέμενε ηγεμόνας τής αυτοκρατορίας και θα κρατούσε για τη διάρκεια τής ζωής του τις επτά κομητείες τού Άνω Τάις, που τού είχαν χορηγηθεί «από την καλοσύνη τής μεγαλειότητάς του» (par la bénignité de sa Majesté).7
Ανά πάσα στιγμή σε όλους τούς τόπους φαινόταν ότι οι πλούσιοι και ισχυροί επιδίωκαν να επωφεληθούν από τη θέση τους. Ο Μπέτλεν δεν αποτελούσε εξαίρεση. Στις 3 Μαρτίου 1627 η Ενετική Γερουσία ψήφισε με μεγάλη πλειοψηφία, «προς ικανοποίηση τού Άρχοντα Ηγεμόνα τής Τρανσυλβανίας» (in gratificatione del Signor Prencipe di Transilvania), να τού επιτρέψει να εξάγει ορισμένα προϊόντα χωρίς να πληρώσει δασμούς πενήντα δουκάτων.8 Για έναν Ενετό πολίτη πενήντα δουκάτα δεν ήταν μικρό ποσό. Για τη Σινιορία δεν ήταν τίποτε. Γιατί να μην ευχαριστούσε τον Μπέτλεν; Ίσως μια μέρα ήταν χρήσιμος. Όμως στις 19 Νοεμβρίου τού ίδιου έτους η Γερουσία δεν ενέκρινε το αίτημα των εκπροσώπων τού Μπέτλεν να παραιτηθεί από εξαγωγικούς δασμούς 400 δουκάτων, παρά την προφανή επιθυμία πολλών μελών «να διατηρήσουν καλή συνεννόηση με τον ηγεμόνα τής Τρανσυλβανίας» (tenir buona intelligenza col Prencipe di Transilvania).9 Η Σινιορία γνώριζε καλά τούς πολιτικούς κινδύνους που συνεπαγόταν η θέσπιση όχι συνετών προηγουμένων. Μήπως ο Μπέτλεν ζητούσε να αποφύγει δασμούς χιλίων δουκάτων την επόμενη φορά; Ποιοι άλλοι θα περίμεναν άραγε να τούς γίνουν παρόμοιες παραχωρήσεις;
Ο Φερδινάνδος Β’ προσπαθούσε να βρει λύσεις για τα πολλά προβλήματά του, ένα προς ένα. Έκανε τη μοναρχία τής Βοημίας κληρονομική στην οικογένεια των Αψβούργων με τα γνωστά διατάγματα τού 1627, απελαύνοντας όλους τούς μη-Καθολικούς από το βασίλειο και θεσπίζοντας τον ανώτερο Καθολικό κλήρο ως την κυρίαρχη Τάξη (Estate) στο βασίλειο, το οποίο γινόταν τώρα απλό προσάρτημα τής Αυστρίας. Η δίαιτα τής Βοημίας απογυμνώθηκε από κάθε νομοθετική εξουσία, η αριστοκρατία τής Βοημίας συντρίφτηκε, οι αγρότες υποβιβάστηκαν σε ταπεινό καθεστώς δουλοπαροικίας, ενώ έγιναν κατασχέσεις περιουσιών σε ευρεία κλίμακα.10 Τα γερμανικά ανακηρύχθηκαν σε επίσημη γλώσσα μαζί με τα τσεχικά, αλλά η δεύτερη αυτή γλώσσα παρέμεινε υποτονική μέχρι την τσεχική λογοτεχνική αναβίωση των αρχών τού 19ου αιώνα.
Προσπαθώντας να ψαρέψει στα θολά νερά τής βόρειας Γερμανίας το 1625-1626, ο Χριστιανός Δ’ τής Δανίας, κουνιάδος τού Τζέημς Α’ τής Αγγλίας, πνίγηκε σχεδόν στον χείμαρρο τής δικής του φιλοδοξίας. Οι προσπάθειές του να εξασφαλίσει τον έλεγχο των εκκοσμικευμένων επισκοπών τής Βρέμης, τού Όσναμπρυκ, τού Βέρντεν, τού Μίντεν, τού Χάλμπερστατ και τού Μαγδεβούργου, καθώς και να κυριαρχήσει στην περιοχή των εκβολών τού ποταμού Έλβα στη Βόρεια Θάλασσα και εκείνων τού Όντερ στη Βαλτική, ματαιώθηκαν όλες από αποτυχίες στο πεδίο τής μάχης. Εφοδιασμένος με αγγλικά χρήματα, ο Ερνστ φον Μάνσφελντ είχε επιστρέψει στην ήπειρο, αλλά τώρα νικιόταν από τον Βάλλενσταϊν στη γέφυρα τού Ντέσσαου (στις 25 Απριλίου 1626). Τέσσερις μήνες αργότερα ο ίδιος ο Χριστιανός Δ’ συνετρίβη από τον Τίλλυ κοντά στο χωριό Λούττερ αν Μπαρενμπέργκε στο Μπράουνσβαϊκ (στις 27 Αυγούστου). Τα δουκάτα τού ίδιου τού Χριστιανού, το Σλέσβιχ και το Χόλσταϊν, λεηλατήθηκαν από τούς Τίλλυ και Βάλλενσταϊν. Τώρα ο Μάνσφελντ πέθαινε υποχωρώντας προς τη Δαλματία. Για άλλη μια φορά οι δυνάμεις των αυτοκρατορικών και εκείνες τής Καθολικής Ένωσης είχαν νικήσει παντού, παρά την παρέμβαση τής Γαλλίας και τής Αγγλίας εναντίον των Αψβούργων. Το μέλλον τού Προτεσταντισμού στον γερμανικό βορρά, στο «σπίτι» (Heimat) τού ίδιου τού Λούθηρου, βρισκόταν προφανώς σε κίνδυνο.11 Όμως η Ευρώπη παρασυρόταν σχεδόν σε χάος, με τη διαφθορά τού νομίσματος στην Ισπανία, τη Βοημία και σε ολόκληρη την αυτοκρατορία, τη διαταραχή των συναλλαγών και τού εμπορίου, τις εκτεταμένες δημεύσεις αστικής και ακίνητης περιουσίας των Προτεσταντών (και άλλων επαναστατικών υπηκόων), την επανεγκαθίδρυση τού Καθολικισμού εκεί όπου μπορούσε να φτάσει ο βραχίονας των Αψβούργων, την εκδίωξη των Καλβινιστών και (παρά τα προηγούμενα σύμφωνα) των Λουθηρανών, καθώς και με την απληστία των απλήρωτων ισπανικών στρατευμάτων στη Φλάνδρα, τη Ρηνανία και την περιοχή τού Μιλάνου.12
Παρ’ όλα αυτά οι Αυστριακοί Αψβούργοι τα πήγαιναν καλά, πολύ καλά. Λίγα ή τίποτε δεν είχαν να φοβούνται από τούς Τούρκους, τούς πιο επίφοβους εχθρούς τους, γιατί η συνθήκη τού Ζιτβατόροκ (της 11ης Νοεμβρίου 1606) είχε ανανεωθεί την 1η Ιουλίου 1615, την 1η Μαΐου 1616, στις 27 Φεβρουαρίου 1618 και στις 26 Μαΐου 1625. Τώρα ανανεωνόταν και πάλι για εικοσιπέντε χρόνια στις 13 Σεπτεμβρίου 1627.13 Το επόμενο έτος (στις 20 Ιουλίου 1628) ο Χανς Λούντβιχ φον Κούφσταϊν έφευγε από τη Βιέννη ως απεσταλμένος τού Φερδινάνδου Β’ στην Πύλη. Η ακολουθία του ήταν φορτωμένη με δώρα για τον σουλτάνο Μουράτ Δ’ και τούς πιο σημαντικούς συμμετέχοντες στις υποθέσεις τής Οθωμανικής αυλής. Σκοπός τού Κούφσταϊν ήταν να ξεκαθαρίσει διάφορες αποκλίσεις μεταξύ τού λατινικού και τού τουρκικού κείμενου αυτής τής τελευταίας συνθήκης τού 1627. Έπρεπε να προχωρήσει με προσοχή και να μη διαταράξει αδικαιολόγητα τούς Τούρκους, γιατί εκείνο που δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί αμέσως, μπορούσε να κερδηθεί σε κάποια στιγμή στο μέλλον με τη δύναμη των όπλων. Μαθαίνει κανείς πολλά για τις συνθήκες στην Τουρκία και τη ζωή στην αυλή τού σουλτάνου από το ημερολόγιο και την αλληλογραφία τού Κούφσταϊν. Επέστρεψε στη Βιέννη στις 8 Δεκεμβρίου (1628) και είχε μακρά ακρόαση από τον αυτοκράτορα την επόμενη μέρα.14
Στη Βιέννη στις 25 Μαρτίου 1629 ο Φερδινάνδος Β’ δημοσίευσε το κείμενο (με ημερομηνία 6 Μαρτίου) τού πολυαναμενόμενου Διατάγματος τής Αποκατάστασης, που επέστρεφε στους Καθολικούς όλες τις εκκλησιαστικές περιουσίες και δικαιώματα που είχαν σφετεριστεί οι Προτεστάντες από την εποχή τής ειρήνης τού Πάσσαου (του 1552). Σε αυτό συμπεριλαμβάνονταν φυσικά οι αρχιεπισκοπές Βρέμης και Μαγδεβούργου, καθώς και οι επισκοπές Μίντεν, Βέρντεν, Χάλμπερστατ και εννέα άλλες. Όμως, όπως θα μπορούσε κανείς να υποθέσει, οι τρέχουσες απαιτήσεις τού εκλέκτορα τής Σαξωνίας έπρεπε τελικά να αναγνωριστούν. Αν ήταν δυνατόν να τεθεί το διάταγμα εξ ολοκλήρου σε ισχύ, πράγμα που δεν έγινε, περισσότερες από εκατό σημαντικές ηγουμενικές και μοναστηριακές περιουσίες, νοσοκομεία και άλλα ιδρύματα, θα είχαν επιστραφεί στους Καθολικούς. Η πιο πρόσφατη προτεσταντική αριστοκρατία θα είχε εξαθλιωθεί, χάνοντας το κοινωνικό κύρος που συνοδεύει τον πλούτο. Ήταν αμαρτωλό και παράνομο να αγοράζει κανείς, να πουλά ή να σφετερίζεται εδάφη τής εκκλησίας. Ανεξάρτητα από τον τρόπο με τον οποίο είχε αποκτήσει κανείς εκκλησιαστική περιουσία μετά το Πάσσαου, έπρεπε να παραιτηθεί από αυτήν. Επίσης το διάταγμα αναγνώριζε μόνο Καθολικούς και οπαδούς τής Ομολογίας τού Άουγκσμπουργκ (του 1530), «εκείνους τής παλαιάς Καθολικής θρησκείας και εκείνους τής Ομολογίας τού Άουγκσμπουργκ που δεν είχαν αλλάξει» (ceux de l’ancienne religion Catholique et ceux de la Confession d’Ausbourg non changée), γιατί όλα τα άλλα δόγματα και αιρέσεις εξαιρούνταν και απαγορεύονταν «και δεν πρέπει να υποστηρίζονται», πράγμα που σήμαινε τον αποκλεισμό των Καλβινιστών.15
Η αντιπαλότητα μεταξύ των Αψβούργων και των Βίττελσμπαχ τής Βαυαρίας για τη διακυβέρνηση των αμφισβητούμενων επισκοπών είχε καθυστερήσει την έκδοση τού διατάγματος αποκατάστασης τού αυτοκράτορα Φερδινάνδου. Επίσης ο Μαξιμιλιανός φοβόταν την αυξανόμενη δύναμη τού Βάλλενσταϊν. Οι προσπάθειες για την επίτευξη κάποιου είδους συμφιλίωσης μεταξύ τού πρώην παλατινού εκλέκτορα Φρήντριχ Ε’ και τού Φερδινάνδου Β’ αποδείχθηκαν μάταιες,16 ενώ στον γιο και συνονόματο τού αυτοκράτορα Φερδινάνδο [Γ’], τώρα βασιλιά Ουγγαρίας και Βοημίας, απονεμήθηκε ο εκλεκτορικός τίτλος που συνόδευε το στέμμα τού δεύτερου βασιλείου.17 Οι Αυστριακοί Αψβούργοι σημείωναν επιτυχία στη Γερμανία και την Ανατολική Ευρώπη. Επιπλέον ο δεσμός με τούς Ισπανούς εξαδέλφους τους ενισχύθηκε όταν ετοιμάστηκε στη Βιέννη γαμήλιο συμβόλαιο μεταξύ τού νεότερου Φερδινάνδου και τής ινφάντης Μαρίας, αδελφής τού Φιλίππου Δ’ τής Ισπανίας, συμβόλαιο το οποίο επικυρώθηκε στη Μαδρίτη τον Σεπτέμβριο τού 1628.18 Αυτή ήταν η νύφη την οποία ο Τζέημς Α’ είχε αποτύχει να εξασφαλίσει για τον γιο και διάδοχό του Κάρολο.
Οι αυτοκρατορικές αξιώσεις τού Φερδινάνδου Β’ και οι συμπαγείς δυνάμεις τού Βάλλενσταϊν γίνονταν ανεξέλεγκτες, πράγμα που ήταν εξίσου οδυνηρό για τούς Καθολικούς και για τούς Προτεστάντες. Στα τέλη τού 1628 και στις αρχές τού 1629 οι τέσσερις Καθολικοί εκλέκτορες, οι Γκέοργκ Φρήντριχ φον Γκράιφφενκλαου τού Μάιντς, Φίλιπ Κρίστοφ φον Σότερν τού Τριρ, Φερδινάνδος φον Βίττελσμπαχ τής Κολωνίας και ο αδελφός του Μαξιμιλιανός Α’ τής Βαυαρίας, επέλεξαν απεσταλμένους για να επισκεφτούν τον αυτοκράτορα Φερδινάνδο και να κάνουν έκκληση για ειρήνη στην «πληγείσα αυτοκρατορία, την προσφιλή και πολύτιμη ειρήνη την οποία λαχταρούν όλοι οι καλοί πατριώτες». Η μεγαλειότητά του είχε καταστήσει όλη την αυτοκρατορία αφοσιωμένη σε αυτόν. Δεν υπήρχε πλέον εχθρός, τον οποίον έπρεπε να φοβάται. Οι εκλέκτορες έλπιζαν ότι ο Φερδινάνδος θα ελάφρυνε τώρα την αυτοκρατορία από το βάρος των στρατιωτών, απολύοντας και απομακρύνοντας τούς πολεμιστές (gens de guerre), κάνοντας σταθερή ειρήνη και πραγματοποιώντας την «επανένταξη τής γερμανικής πίστης στα κράτη τής αυτοκρατορίας» (réintégration de la foi germanique entre les états de l’Empire).
Για την επίτευξη αυτού τού σημαντικού στόχου δηλωνόταν ότι ήταν απολύτως απαραίτητη «μια αυτοκρατορική δίαιτα» (une diette impériale).19 Οι εκλέκτορες έπρεπε να συμμετάσχουν προσωπικά στη δίαιτα, για να εκθέσουν τις διαφορές τους και να τις επιλύσουν. Οι Προτεστάντες τής Ομολογίας τού Άουγκσμπουργκ θα προστατεύονταν και θα αφήνονταν στην πίστη τους. Οι εκλέκτορες διαμαρτύρονταν για τον στρατηγό τού αυτοκράτορα, τον Άλμπρεχτ φον Βάλλενσταϊν, τον δούκα τού Φρήντλαντ, ο οποίος παρενοχλούσε τα στρατεύματά τους και εκείνα τής Καθολικής Ένωσης, στερώντας τους τα καταλύματά τους. Οι τέσσερις Καθολικοί εκλέκτορες ήθελαν τούς κύκλους τής Φρανκονίας και τής Σουηβίας για τις δικές τους δυνάμεις. Παρεμπιπτόντως η αυτοκρατορία ήταν διαιρεμένη σε δέκα «κύκλους» (όπως είχε συμβεί από τα τέλη τού 15ου αιώνα), που συχνά ακολουθούσαν καθένας τον δικό του δρόμο, προσθέτοντας στην απελπιστική σύγχυση για το τι ήταν πραγματικά η διακυβέρνηση τής αυτοκρατορίας.
Οι εκπρόσωποι τού Χριστιανού Δ’ τής Δανίας υπέβαλαν επίσης προτάσεις επί των οποίων θα μπορούσε να επανεγκαθιδρυθεί η ειρήνη, κάνοντας έκκληση για την επαναφορά τής «προ τού πολέμου κατάστασης» (status quo ante bellum). Οι αυτοκρατορικές απαιτήσεις ήσαν όμως σκληρές, γιατί ο Φερδινάνδος ήθελε να παραιτηθεί ο Χριστιανός από τα δουκάτα των Σλέσβιχ και Χόλσταϊν, καθώς και να κάνει άλλες σημαντικές παραχωρήσεις, με τις οποίες οι εκπρόσωποι τής Δανίας δεν μπορούσαν να συμφωνήσουν.20
Οι Προτεστάντες είχαν βρεθεί με ανεπαρκή ηγεσία. Όντας ηττημένοι, τούς πατούσαν κάτω. Όμως οι αυτοκρατορικοί στρατηγοί Βάλλενσταϊν και Τίλλυ είχαν ενοχληθεί από τις πολεμικές προετοιμασίες τού Γουσταύου Αδόλφου, τού Προτεστάντη βασιλιά τής Σουηδίας. Θέλοντας να λύσει το πρόβλημα τής Δανίας, ώστε να καθαρίσει η ατμόσφαιρα, ο Βάλλενσταϊν υποστήριζε την ειρήνη με τον Χριστιανό Δ’, ο οποίος ήταν στην ευχάριστη θέση να αποδεχθεί τη συνθήκη τού Λύμπεκ τον Μάιο τού 1629. Η ειρήνη αυτοκρατορίας-Δανίας προέβλεπε την τήρηση φιλίας μεταξύ Φερδινάνδου Β’ και Χριστιανού. Οι απόγονοι και διάδοχοί τους έπρεπε πάντοτε να τηρούν την ειρήνη «αιώνια, διατηρώντας μεταξύ τους δίκαιη, αχρωμάτιστη φιλία στο νερό και στη στεριά» (zu ewigen Zeiten untereinander rechtschaffene ungefärbte Freundschafft zu Wasser und Land (zu) halten). Ο αυτοκράτορας δεν θα παρέμβαινε στις υποθέσεις τής Δανίας, ούτε ο βασιλιάς τής Δανίας σε εκείνες τής αυτοκρατορίας, δηλαδή ο Χριστιανός εγκατέλειπε κάθε αξίωση για τις εκκοσμικευμένες αρχιεπισκοπές και επισκοπές στη Γερμανία. Ο αυτοκράτορας δεν θα επιδίωκε πολεμική αποζημίωση από τη Δανία, παρά τις ζημιές που είχε προκαλέσει ο Χριστιανός. Τα δουκάτα τού Σλέσβιχ και τού Χόλσταϊν θα επιστρέφονταν στον Χριστιανό (και θα παρέμεναν δανέζικα μέχρι την εισβολή των Πρώσων το 1864-1866), με επιφύλαξη των φεουδαρχικών δικαιωμάτων που είχε ο αυτοκράτορας στα εν λόγω δουκάτα και σε οποιαδήποτε άλλα εδάφη, πόλεις και φρούρια, τα οποία ο αυτοκράτορας επέστρεφε τώρα στον Χριστιανό. Οι βασιλείς τής Ισπανίας και τής Πολωνίας, καθώς και ο Μαξιμιλιανός τής Βαυαρίας και οι άλλοι εκλέκτορες, περιλήφθηκαν όλοι στη συνθήκη.21
Ο οίκος των Αψβούργων και ο Καθολικισμός φαίνονταν ότι είχαν προκύψει θριαμβευτές από τα πρώτα δώδεκα χρόνια τού Τριακονταετούς Πολέμου. Η Βοημία δεν ήταν πια προτεσταντική και είχε σχεδόν εξαφανιστεί από τον πολιτικό χάρτη τής Ευρώπης. Η Δανία είχε υποταγεί. Αριθμός εκκοσμικευμένων επισκοπών είχαν επιστραφεί στον Καθολικισμό. Ολόκληρο το Παλατινάτο βρισκόταν σε Καθολικά χέρια. Οι Προτεστάντες είχαν διωχτεί από τη σεβάσμια λουθηρανική πόλη τού Άουγκσμπουργκ, ελεύθερη πόλη τής αυτοκρατορίας, τον Αύγουστο τού 1629. Το Διάταγμα Αποκατάστασης (Restitutionsedikt) τού Φερδινάνδου έσπερνε τον όλεθρο.
Οι περισσότεροι Καθολικοί ηγεμόνες, ιδιαίτερα ο Μαξιμιλιανός τής Βαυαρίας, ο οποίος φοβόταν και μισούσε τον Βάλλενσταϊν, είχαν καταστεί εξαιρετικά ανήσυχοι από την έκταση τής επιτυχίας των Αψβούργων. Φαίνεται ότι δεν είχαν σκεφτεί διάφοροι Καθολικοί ηγέτες ότι ίσως χρειάζονταν την ανδρεία τού Βάλλενσταϊν στο πεδίο τής μάχης, ούτε καν όταν στις 25 Σεπτεμβρίου 1629 ο Σουηδός καγκελλάριος Άξελ Οξενστιέρνα συνήψε εξαετή ειρήνη με τον Σίγκισμουντ Γ’ Βάζα τής Πολωνίας,22 προφανώς για να απελευθερώσει τις δυνάμεις τού βασιλιά Γουσταύου Αδόλφου Β’ για κάθοδο στη Γερμανία.
Η «αυτοκρατορική δίαιτα» (diette impériale) την οποία είχαν ζητήσει οι Καθολικοί εκλέκτορες πραγματοποιήθηκε στο Ρέγκενσμπουργκ το καλοκαίρι και το φθινόπωρο τού 1630. Παρά το γεγονός ότι οι Προτεστάντες εκλέκτορες Γιόχαν Γκέοργκ Α’ τής Σαξωνίας και Γκέοργκ Βίλελμ τού Βρανδεμβούργου αρνήθηκαν να εμφανιστούν στη δίαιτα (ή Kurfürstentag), ο αυτοκράτορας Φερδινάνδος δεν τα πήγε καλά. Οι παρόντες εκλέκτορες απέρριψαν τις προσπάθειές του να εξασφαλίσει τον προσδιορισμό τού γιου τού Φερδινάνδου [Γ’] ως βασιλιά των Ρωμαίων (και κατά συνέπεια ως διάδοχό του). Αρνήθηκαν να υποστηρίξουν τον αυτοκρατορικό-ισπανικό υποψήφιο για τα δουκάτα τής Μάντουας και τού Μομφερράτ. Και χορήγησαν απαλλαγή στον Φρήντριχ Ε’ τού Παλατινάτου, υπό τον όρο ότι θα παραιτιόταν από τα δεδηλωμένα δικαιώματά του στο στέμμα τής Βοημίας και θα παρέδιδε τον εκλεκτορικό του τίτλο και την ψήφο του (πράγμα που αρνήθηκε να κάνει). Φαινόταν ότι ο Μαξιμιλιανός Α’ τής Βαυαρίας και οι σύμμαχοί του τής Καθολικής Ένωσης είχαν υποστηρίξει με επιτυχία τον έλεγχό τους πάνω στη Γερμανία, αφήνοντας στον Φερδινάνδο Β’ εκείνα τα δικαιώματα που τού παρείχε ο αυτοκρατορικός τίτλος και φυσικά τα βασίλεια τής Ουγγαρίας και τής Βοημίας, το αρχιδουκάτο τής Αυστρίας και τα κληρονομικά εδάφη των Αψβούργων.23
Ο Μαξιμιλιανός τής Βαυαρίας φοβόταν το αυξανόμενο μεγαλείο τού Βάλλενσταϊν ο οποίος, από την επιτυχία του στο πεδίο τής μάχης και με την αρχική υποστήριξη των δύο πλουσίων συζύγων του, είχε δημιουργήσει το δουκάτο τού Φρήντλαντ (το 1625), είχε αγοράσει εκείνο τού Σάγκαν (το 1628) και είχε κατακτήσει εκείνο τού Μέκλεμπουργκ (το 1628).24 Όντας στρατιωτικός επιχειρηματίας, ο Βάλλενσταϊν στρατολογούσε τις δικές του δυνάμεις και τις πλήρωνε καλά, ανακουφίζοντας το αυτοκρατορικό θησαυροφυλάκιο, αλλά επιβάλλοντας τρομερό βάρος στη γη στην οποία ήσαν εγκατεστημένα τα στρατεύματα. Όμως τα δικά του τεράστια κτήματα τα διοικούσε με κάποιο μέτρο ανοχής, αποκομίζοντας με καπιταλιστικό τρόπο πλούσια οφέλη οικονομικής φύσης. Ο Βάλλενσταϊν σχεδίαζε προφανώς την ενοποίηση τής γερμανικής αυτοκρατορίας υπό τούς Αψβούργους (προφανώς σε βάρος των ηγεμόνων) και προσέβλεπε στην κυριαρχία επί τής Σουηδίας, τής Δανίας, τού Βρανδεμβούργου και τής Σαξωνίας, καθώς και επί τής Πολωνίας και τής Βαυαρίας, ύστερα από την οποία λεγόταν ότι το όνειρό του ήταν μεγάλο κίνημα εναντίον των Τούρκων, των πιο τρομερών εχθρών των Αψβούργων. Όμως, καθώς περνούσαν τα χρόνια, ο Βάλλενσταϊν έχτιζε κάστρα στον αέρα σε διάφορα σημεία, ανάλογα με το που πίστευε ότι εξυπηρετιόταν η ιδιοτέλειά του. Όμως ήταν σαφές στους Γερμανούς ηγεμόνες ότι το δικό τους προσωπικό συμφέρον δεν ταυτιζόταν με το δικό του και έτσι ο Φερδινάνδος Β’ υποχρεώθηκε τελικά να τον απολύσει στα μέσα Αυγούστου 1630.
Έχοντας κάνει ειρήνη με τούς Πολωνούς (και τούς Μοσχοβίτες), ο Γουσταύος Αδόλφος δέχτηκε εμπορική συνθήκη με την πόλη τού Ντάντσιχ (Γκντανσκ) στις 28 Φεβρουαρίου 1630,25 και στη συνέχεια εισήλθε στην Πομερανία, όπου στις 20 Ιουλίου (1630) έκανε συνθήκη συμμαχίας με τον Μπόγκισλαους, τον δούκα τού Στέττιν, «με πολύ μεγάλη συμπόνια» (avec très-grande compassion), δηλώνοντας ότι ο Μπόγκισλαους είχε για τρία χρόνια υποφέρει «πολύ οδυνηρή και ανήκουστη καταπίεση» (les très-griefves et inouies oppressions). Το 1628 ο Βάλλενσταϊν έθεσε (ανεπιτυχώς) υπό πολιορκία τη σημαντική πόλη Στράλσουντ, στρατηγικά τοποθετημένη στην Πομερανία σε έξοδο στη Βαλτική θάλασσα. Η συνθήκη τού Γουσταύου Αδόλφου με τον Μπόγκισλαους ήταν για αμοιβαία άμυνα, «όχι για επίθεση» (non point pour l’offence). Σύμφωνα με το κείμενο δεν κατευθυνόταν ούτε εναντίον τής ιερής μεγαλειότητας τού αυτοκράτορα, ούτε εναντίον τής αυτοκρατορίας, αλλά είχε ως μόνο στόχο τη διατήρηση τής θρησκευτικής ελευθερίας και τής κοσμικής ειρήνης. Το Στράλσουντ κατέχει σημαντική θέση στη συνθήκη. Με ορισμένες επιφυλάξεις ο Γουσταύος Αδόλφος οριζόταν ως διάδοχος τού Μπόγκισλαους, αν ο τελευταίος πέθαινε «χωρίς αρσενικούς απογόνους».26 Αφαιρώντας την πολυλογία η συνθήκη σήμαινε ότι οι Σουηδοί είχαν καταλάβει την Πομερανία, προς θλίψη τού Γκέοργκ Βίλελμ τού Βρανδεμβούργου.
Στο μεταξύ στη Γαλλία ο πρωθυπουργός τού Λουδοβίκου ΙΓ’, ο καρδινάλιος Αρμάν ντε Ρισελιέ, έχοντας φροντίσει για το γαλλικό πρόβλημα των Ουγενότων με την κατάληψη τής Λα Ροσέλ (το 1628) και την ειρήνη τού Αλέ (το 1629), ήταν έτοιμος να επιχειρήσει στο εξωτερικό και να κάνει όση ζημιά μπορούσε στους Αψβούργους στην Αυστρία, καθώς και στην Ισπανία. Τον Μάρτιο τού 1630 έκανε αμυντική συμμαχία με τον Μαξιμιλιανό Α’ τής Βαυαρίας και την Καθολική Ένωση, κάτι που φαινόταν πρέπον για ένα καρδινάλιο τής Ρωμαϊκής Εκκλησίας. Ο Ρισελιέ όμως είχε τα μάτια του σταθερά καρφωμένα πάνω στον γενναίο Λουθηρανό Γουσταύο Αδόλφο, ο οποίος το καλοκαίρι τού 1630 δημοσίευσε διακήρυξη, εκθέτοντας τούς λόγους που τον υποχρέωναν να πάρει τα όπλα και να εισέλθει στη Γερμανία.
Μάλιστα, σύμφωνα με τον Γουσταύο, δεν υπήρχε ανάγκη να μακρηγορήσει για τούς λόγους του, γιατί ήσαν γνωστοί σε όλους τούς λαούς και τα κράτη τής Χριστιανοσύνης, ήσαν «δηλαδή τα αιώνια σχέδια των Ισπανών και τού οίκου τής Αυστρίας για παγκόσμια μοναρχία» (sçavoir est le dessein perpétuel des Espagnols et Maison d’Austriche à la monarchie universelle). Σε κάθε περίπτωση, πάντοτε σύμφωνα με τον Γουσταύο, οι Αψβούργοι τής Ισπανίας και τής Αυστρίας σκόπευαν στην κατάκτηση των κρατών τής δυτικής Χριστιανοσύνης και ιδιαίτερα των ηγεμονιών και των ελευθέρων πόλεων τής Γερμανίας. Παρά το γεγονός ότι οι λόγοι τού Γουσταύου για να ξεκινήσει τον «δίκαιο πόλεμό του» λεγόταν έτσι ότι ήσαν καλά γνωστοί, τούς εξέθεσε σε μεγάλη έκταση.27
Απαντώντας σε πρεσβεία που τού έστειλε ο Ρισελιέ τον Ιούνιο τού 1630, ο Γουσταύος Αδόλφος έγραψε στον Λουδοβίκο ΙΓ’ και στον Ρισελιέ από το Στράλσουντ (στις 17 Σεπτεμβρίου), ζητώντας, με τον συνηθισμένο κυκλικό τρόπο τής εποχής, πόρους για να συγκεντρώσει στρατεύματα για το κοινό καλό.28 Ο Μαξιμιλιανός και η Καθολική Ένωση είχαν προφανώς εγκαταλείψει τούς Αψβούργους. Ο πάπας Ούρμπαν Η’ Μπαρμπερίνι δεν ήταν φίλος τού οίκου τής Αυστρίας και τώρα ο Ρισελιέ ήταν διατεθειμένος να χρηματοδοτήσει τον «δίκαιο πόλεμο» τού Γουσταύου εναντίον τού Φερδινάνδου Β’.
Με τη γνωστή συνθήκη τού Μπαρβάλντε στις 23 Ιανουαρίου 1631 μεταξύ Λουδοβίκου ΙΓ’ και Γουσταύου Αδόλφου, οι γαληνότατοι ηγεμόνες τής Γαλλίας και τής Σουηδίας αναλάμβαναν την υπεράσπιση των κοινών τους φίλων και την ασφάλεια τής Βαλτικής Θάλασσας και τού Ατλαντικού Ωκεανού. Θα επανέφεραν τις συνθήκες στην Ευρώπη στην κατάσταση στην οποία αυτές βρίσκονταν «πριν από τον γερμανικό πόλεμο». Για τον σκοπό αυτόν ο βασιλιάς τής Σουηδίας αναλάμβανε να βάλει 30.000 πεζούς και 6.000 ιππείς στο πεδίο τής μάχης στη Γερμανία «με δικά του έξοδα». Για να βοηθήσει στην κάλυψη τής εν λόγω δαπάνης, ο βασιλιάς τής Γαλλίας θα συνεισέφερε ετησίως «400.000 αυτοκρατορικά δολλάρια» (quadringenta millia talerorum imperialium), όπου το μισό ποσό έπρεπε να καταβληθεί στις 15 Μαΐου και το άλλο μισό στις 15 Νοεμβρίου, στο Παρίσι ή στο Άμστερνταμ, όπου θεωρούσαν καλύτερο οι Σουηδοί σύμβουλοι.
Στρατιώτες και ναυτικοί μπορούσαν να στρατολογούνται είτε σε γαλλικό ή σε σουηδικό έδαφος. Πλοία και στρατιωτικός εξοπλισμός μπορούσαν να εξάγονται από την επικράτεια τής κάθε δύναμης χωρίς επιβαρύνσεις. Αν ο Θεός χορηγούσε στον βασιλιά τής Σουηδίας επιτυχία σε περιοχές τής αυτοκρατορίας και σε άλλα μέρη, «στα οποία θα βρεθεί η άσκηση τής Ρωμαιοκαθολικής θρησκείας», δεν θα διατάρασσε την πίστη. Ο Γουσταύος έπρεπε να διατηρήσει φιλία «ή τουλάχιστον ουδετερότητα» με τον δούκα τής Βαυαρίας και την Καθολική Ένωση, αν τον αντιμετώπιζαν με παρόμοιο τρόπο. Η γαλλο-σουηδική συνθήκη επρόκειτο να διαρκέσει πέντε χρόνια. Καθώς ο Γουσταύος είχε ήδη αντιμετωπίσει πολλά έξοδα στον τρέχοντα πόλεμο, θα έπαιρνε αμέσως 400.000 αυτοκρατορικά δολλάρια κατά την υπογραφή αυτής τής συνθήκης, ποσό το οποίο δεν έπρεπε να προσμετράται στην από εκεί και πέρα πενταετή επιδότηση.29
Ο πόλεμος είχε αρχίσει για τα καλά. Στις αρχές Απριλίου 1631 ο Γιόχαν Γκέοργκ τής Σαξωνίας, ο Γκέοργκ Βίλελμ τού Βρανδεμβούργου και οι Προτεστάντες σύμμαχοί τους υπέγραψαν συμφωνία στη Λειψία, για την υπεράσπιση τής «αγαπημένης μας πατρίδας τού γερμανικού Έθνους» (unser geliebtes Vaterlandt Teutseher Nation), που δοκιμαζόταν σοβαρά «από τη δίκαιη οργή τού Θεού για τις πολλαπλές αμαρτίες μας». Θρηνούσαν για τις περιβόητες παραβιάσεις των «συνταγμάτων τής αυτοκρατορίας» (Reichsconstitutionen), για την περιφρόνηση τής αξιοπρέπειας και των προνομίων των ηγεμόνων και για τον απόλυτο ξεπεσμό τής γερμανικής ελευθερίας. Ο αυτοκράτορας Φερδινάνδος Β’ έπρεπε να λάβει υπόψη την προειδοποίησή τους. Δεν έλεγαν ότι ως Προτεστάντες θα ενώνονταν με τον Γουσταύο Αδόλφο, αλλά ο υπαινιγμός ότι θα το έκαναν μπορούσε εύκολα να διαβαστεί ανάμεσα στις γραμμές. Με τη Σαξωνία και το Βρανδεμβούργο ενώθηκαν εικοσιπέντε ή περισσότεροι χαμηλότεροι ηγεμόνες με κάποια σημασία, καθώς και εκπρόσωποι από το Στρασβούργο, τη Νυρεμβέργη, το Λύμπεκ, τη Φρανκφούρτη τού Μάιν, το Μυλχάουζεν, το Νορντχάουζεν και «τις ευαγγελικές πόλεις τής Σουηβίας».30 Η άποψη ήταν ότι αν ο Φερδινάνδος ανακαλούσε το Διάταγμα τής Αποκατάστασης και έφτανε σε ικανοποιητικό συμβιβασμό με τούς Προτεστάντες, τότε, ως Γερμανοί, προφανώς θα ενώνονταν μαζί του για την υπεράσπιση τής πατρογονικής χώρας (Vaterlandt) εναντίον τού Γουσταύου Αδόλφου, που ήταν Λουθηρανός αλλά ξένος.
Όμως στις 13 Απριλίου (1631) ο Γουσταύος Β’ εισέβαλε στην πόλη τής Φρανκφούρτης επί τού Όντερ, πράγμα που αποτελούσε καλή αρχή. Ο αυτοκρατορικός στρατός υπό τον Τίλλυ αποσυντίθετο λόγω έλλειψης οικονομικής υποστήριξης, αλλά ο ίδιος και ο υπαρχηγός του, ο Γκόττφρηντ τσου Πάππενχαϊμ, απέβλεπαν στην κατάληψη τού προτεσταντικού φρουρίου τού Μαγδεβούργου επί τού Έλβα. Ο Πάππενχαϊμ είχε την πόλη υπό πολιορκία για κάποιο διάστημα. Ο Γουσταύος έστειλε τον Ντήτριχ φον Φάλκενμπεργκ να ηγηθεί τής άμυνάς της, ενώ απεύθυνε έκκληση προς τούς συναδέλφους του Προτεστάντες, τούς εκλέκτορες τής Σαξωνίας και τού Βρανδεμβούργου, να ενωθούν μαζί του και να σώσουν την απειλούμενη πόλη. Δεν έκαναν τίποτε. Ο Γουσταύος δεν μπορούσε να καταλάβει με ποια πλευρά βρίσκονταν και μάλλον ούτε οι ίδιοι ήξεραν. Οι δύο Προτεστάντες εκλέκτορες ήθελαν να υπερασπιστούν τη Γερμανία, αλλά και να παραμείνουν ουδέτεροι. Η πολιτική τους βρισκόταν σε αντίθεση με τον εαυτό της.
Η ουδετερότητα τού Βρανδεμβούργου, το οποίο είχε ισχνούς πόρους, έσπασε όταν ο Γουσταύος κατέλαβε το Σπαντάου ακριβώς στα δυτικά τού Βερολίνου και έκανε τον εκλέκτορα απρόθυμο σύμμαχό του. Ο Γουσταύος, δυστυχώς για το Μαγδεβούργο, δίσταζε, όντας αβέβαιος για τον Γιόχαν Γκέοργκ τής Σαξωνίας, ο οποίος ίσως έμπαινε ή δεν έμπαινε στο πεδίο τής μάχης εναντίον του. Ο Σαξωνίας ήταν αναξιόπιστος, ακόμη και όταν ήταν νηφάλιος. Οι Τίλλυ και Πάππενχαϊμ ενέτειναν τις προσπάθειές τους για να καταλάβουν το Μαγδεβούργο, ελπίζοντας να αποκτήσουν αρκετά λάφυρα, ώστε να έχουν τις απολύτως απαραίτητες προμήθειες, καθώς και μισθούς για τούς απείθαρχους στρατιώτες τους.
Τελικά το πρωί τής 20ής Μαΐου (1631), ύστερα από τρεις πλήρεις ημέρες αδιάκοπου κανονιοβολισμού, οι αυτοκρατορικές δυνάμεις υπό τον Πάππενχαϊμ έκαναν έφοδο και κατέλαβαν την πόλη τού Μαγδεβούργου, η οποία υποβλήθηκε σε ανελέητη άλωση και σφαγή. Πριν μπορέσουν όμως να συγκεντρώσουν πολλή λεία, ξέσπασαν φωτιές σε διάφορα σημεία. Ο Φάλκενμπεργκ, ο οποίος σκοτώθηκε κατά την τελική επίθεση τού Πάππενχαϊμ, ίσως είχε σχεδιάσει τις πυρκαγιές εκ των προτέρων. Οι αυτοκρατορικοί διέσωσαν τα στρατεύματά τους με δυσκολία, έχοντας κερδίσει λίγα πράγματα σε προμήθειες και μετρητά. Κάπου είκοσι χιλιάδες άνθρωποι τού Μαγδεβούργου έχασαν τη ζωή τους στη μαζική καταστροφή τής πόλης τους, η οποία τρομοκράτησε την Ευρώπη, αν και ήταν συνηθισμένη σε σφαγές και πυρπολήσεις, ενώ η καταστροφή αυτή παρέμενε στη μνήμη των ανθρώπων ως η μεγαλύτερη τού Τριακονταετούς Πολέμου.31
Μετά το Μαγδεβούργο ο Γκέοργκ Βίλελμ τού Βρανδεμβούργου υποχρεώθηκε να επικυρώσει τη συμφωνία του με τον Γουσταύο Αδόλφο, παραδίδοντας ουσιαστικά τις οχυρωμένες πόλεις Σπαντάου (λίγα χιλιόμετρα δυτικά τού Βερολίνου) και Κύστριν (επί τού Όντερ) στους εμπόλεμους Σουηδούς, σύμφωνα με τη συνθήκη με ημερομηνία 22 Ιουνίου 1631.32 Ο Γουσταύος σημείωνε πρόοδο. Στις 30 Μαΐου είχε υπογραφεί συνθήκη στο Φονταινεμπλώ ανάμεσα στον Λουδοβίκο ΙΓ’ και τον Μαξιμιλιανό Α’ τής Βαυαρίας, οι οποίοι «θέλουν … να επιβεβαιώσουν καλή φιλία και αμοιβαία άμυνα» (désirans … confirmer une bonne amitié et une mutuelle deffense). Ήταν σύμφωνο αμοιβαίας υποστήριξης και επρόκειτο να διαρκέσει οκτώ χρόνια. Ο Λουδοβίκος, ή μάλλον ο Ρισελιέ, ανέλαβε να εφοδιάσει τον Μαξιμιλιανό με εννέα χιλιάδες πεζούς και δύο χιλιάδες ιππείς, «με όπλα και προμήθειες κατάλληλες και αναγκαίες για την υπεράσπιση τού εκλέκτορα τής Βαυαρίας και των κληρονομικών επαρχιών του και των αποκτημένων όταν υπήρχε εχθρότητα» (avec canons et provisions convenables et nécessaires pour la défense de l’Électeur de Bavière et de ses provinces héréditaires et acquises en cas que l’on y entrast hostilement). Ο Μαξιμιλιανός μπορούσε να επιλέξει είτε τα προαναφερθέντα στρατεύματα ή χρήματα «κατ’ αναλογία».
Από την άλλη πλευρά ο Μαξιμιλιανός έπρεπε να θέτει στη διάθεση των Γάλλων τρεις χιλιάδες πεζούς και χίλιους ιππείς «για την υπεράσπιση τού χριστιανικότατου βασιλιά και των κληρονομικών και κατακτημένων εδαφών του». Ο Λουδοβίκος ΙΓ’, όπως ο νέος σύμμαχός του, μπορούσε επίσης να απαιτήσει χρήματα αντί των στρατευμάτων. Οι Γάλλοι δεν θα παρείχαν ούτε άνδρες ούτε χρήματα σε όποιον πρότεινε να «παρενοχλήσει ή να βλάψει τον εν λόγω εκλέκτορα ή τα εδάφη του». Οι Γάλλοι υπόσχονταν να αναγνωρίζουν, να προασπίζονται και να διατηρούν τον Μαξιμιλιανό και τούς Βαυαρούς Βίττελσμπαχ στον τίτλο τού εκλέκτορα. Η γαλλο-βαυαρική συνθήκη έπρεπε να κρατηθεί μυστική, αλλά η εν λόγω συνθήκη δεν έπρεπε με κανένα τρόπο να θεωρείται ότι παραβίαζε τις υποσχέσεις και τις δεσμεύσεις τής Βαυαρίας προς τον αυτοκράτορα Φερδινάνδο Β’ και την αυτοκρατορία. Και σε απόδειξη καλής πίστης ο χριστιανικότατος βασιλιάς υπέγραψε τη συνθήκη με το ίδιο του το χέρι.33
Οι Γάλλοι λοιπόν αναλάμβαναν τη δέσμευση τής διατήρησης τού Μαξιμιλιανού στο εκλεκτορικό του αξίωμα, το οποίο ο Γουσταύος Αδόλφος πρότεινε να επιστρέψει στον Φρήντριχ Ε’ τού Παλατινάτου. Συμφωνούσαν επίσης να υπερασπιστούν τον Μαξιμιλιανό από επιθέσεις, αλλά ο στρατηγός τού τελευταίου, ο Τίλλυ, δεν ήταν μόνο αρχιστράτηγος των αυτοκρατορικών, αλλά και τής Καθολικής Ένωσης, επικεφαλής τής οποίας ήταν ο Μαξιμιλιανός, ο οποίος συνεισέφερε στην αυτοκρατορική χρηματοδότηση τής υπεράσπισης τού Καθολικισμού και τής γερμανικής αυτοκρατορίας. Καθώς ο Τίλλυ έπρεπε να πάρει από κάπου λάφυρα, για να εφοδιάσει τα στρατεύματά του με τρόφιμα και χρήματα, βρισκόταν ο ίδιος σε απελπιστική κατάσταση. Ως αυτοκρατορικός στρατηγός βρισκόταν σε πόλεμο με τον Γουσταύο. Ως Βαυαρός διοικητής ήταν σύμμαχος των ομόσπονδων τού Γουσταύου, δηλαδή τού Λουδοβίκου ΙΓ’ και τού Ρισελιέ. Οι Γάλλοι δεν θα διέθεταν ούτε άνδρες ούτε χρήματα, σύμφωνα με τη μυστική συνθήκη τής 30ής Μαΐου (1631), σε όποιον επιδίωκε να «παρενοχλήσει ή να βλάψει τον εν λόγω εκλέκτορα ή τα εδάφη του». Χρηματοδοτούσαν σε πολύ μεγάλο βαθμό την εκστρατεία τού Γουσταύου. Τι θα έκαναν άραγε, αν και όταν οι Σουηδοί εισέρχονταν σε βαυαρικό έδαφος με εχθρική πρόθεση;
Από απελπιστική ανάγκη να βρει προμήθειες για τα στρατεύματά του, ο Τίλλυ τελικά εισήλθε στην επικράτεια τού εκλέκτορα Γιόχαν Γκέοργκ τής Σαξωνίας, με τον οποίο ο Μαξιμιλιανός δεσμευόταν επίσης ως σύμμαχος από την προτεσταντική απόφαση τής Λειψίας (της 2ας Απριλίου 1631). Η πράξη τού Τίλλυ οδήγησε αμέσως τον Γιόχαν Γκέοργκ στην αγκαλιά τού Γουσταύου Αδόλφου, με τον οποίο υπέγραψε σύμφωνο αμοιβαίας άμυνας την 1η Σεπτεμβρίου στο Τόργκαου επί τού Έλβα, πόλη ιερή για τούς Λουθηρανούς, τριάντα περίπου μίλια βορειοανατολικά τής Λειψίας. Ο Γουσταύος επιβεβαίωσε επίσης το σύμφωνο στο στρατόπεδό του στο χωριό τού Βέρμπεν, δεκατρία περίπου μίλια νοτιοανατολικά τού Βιττενμπέργκε. Το Βέρμπεν ήταν η θέση διοίκησης τού Γουσταύου από τότε που οι Τίλλυ και Πάππενχαϊμ είχαν καταστρέψει το Μαγδεβούργο, όπου οι Σουηδοί έλπιζαν να εδραιώσουν τις δυνάμεις τους.
Ο Γουσταύος δεσμευόταν επίσημα να υπερασπιστεί τον εκλέκτορα τής Σαξωνίας, τα εδάφη του και τούς υπηκόους του εναντίον όλων των εχθρών και ιδιαίτερα εναντίον τού στρατηγού «Γκραφ φον Τίλλυ», ο οποίος αναφέρεται στο κείμενο.34 Ο Γιόχαν Γκέοργκ συμφωνούσε να ενώσει τις δυνάμεις του με εκείνες τού Γουσταύου μόλις η σουηδική του μεγαλειότητα διέσχιζε τον ποταμό Έλβα προς νότο και να τού δώσει «πλήρη κατεύθυνση» τής επερχόμενης εκστρατείας, «όσο συνεχιζόταν ο κίνδυνος από τον εχθρό» (so lange die Gefahr von dem Feinde wehren wird).35
Στο μεταξύ ο Τίλλυ εργαζόταν σκληρά στη Σαξωνία, καταλαμβάνοντας το Χάλλε αν ντερ Ζάαλε, είκοσι περίπου ή περισσότερα μίλια βορειοδυτικά τής Λειψίας, καθώς και το Άισλεμπεν στα δυτικά τού Χάλλε και το Μέρσεμπουργκ στα νότια. Κάθε κατάκτηση ενίσχυε τη θέση του εναντίον τής Λειψίας, την οποία κατέλαβε στα μέσα Σεπτεμβρίου (1631). Τα σουηδικά και σαξωνικά στρατεύματα ενώνονταν τώρα στην πόλη (Μπαντ) Ντύμπεν, στις όχθες τού ποταμού Μούλντε, δώδεκα μίλια ανατολικά τού Μπίττερφελντ. Το Ντύμπεν βρίσκεται λίγο περισσότερο από είκοσι μίλια βόρεια τής Λειψίας. Οι αντίπαλες δυνάμεις βρίσκονταν όλο και πιο κοντά και ο απερίσκεπτος Πάππενχαϊμ αποτόλμησε μόνος του έξω από την περιοχή τής Λειψίας, για να προσδιορίσει τη θέση τού Γουσταύου Αδόλφου και τού Γιόχαν Γκέοργκ τής Σαξωνίας. Όταν τούς βρήκε, έστειλε επείγουσα έκκληση στον Τίλλυ να ενωθεί μαζί του, πράγμα που εκείνος έκανε με σοβαρές επιφυλάξεις.
Η περίφημη μάχη έλαβε χώρα στο Μπράιτενφελντ, λίγα μίλια βορειοδυτικά τής Λειψίας, την Τετάρτη 17 Σεπτεμβρίου (1631). Καθώς οι δύο στρατοί αντιμετώπιζαν ο ένας τον άλλο στο πεδίο, αντάλλασσαν πυρά κανονιών για αρκετές ώρες, πριν κάθε πλευρά ξεκινήσει να κάνει επίθεση. Λιγότερο από τα μισά τού δρόμου πριν από την επακόλουθη βία τής σύγκρουσης ο Γιόχαν Γκέοργκ τράπηκε σε φυγή από το πεδίο. Το σαξωνικό πεζικό διαλύθηκε γρήγορα. Οι πυροβολητές έτρεξαν μακριά, αφήνοντας το βαρύ πυροβολικό πίσω. Το μεγαλύτερο μέρος τού ιππικού ακολούθησε τον εκλέκτορα, σταματώντας στον δρόμο για να κλέψουν ό,τι μπορούσαν από τον σουηδικό συρμό αποσκευών πίσω από τις γραμμές.
Εγκαταλειμμένοι από τούς Σάξωνες συμμάχους τους, ο Γουσταύος Αδόλφος και ο σουηδικός στρατός έπρεπε να αντιμετωπίσουν τα αυτοκρατορικά στρατεύματα μόνοι τους. Για αρκετή ώρα φαινόταν ότι το λάβαρο τού αυτοκράτορα με τον δικέφαλο αετό είχε πράγματι ξεδιπλωθεί για νίκη, πράγμα που ήταν απρόσμενο, γιατί τα συνδυασμένα σαξωνικά-σουηδικά στρατεύματα υπερίσχυαν αριθμητικά των αυτοκρατορικών δυνάμεων. Τώρα οι Τίλλυ και Πάππενχαϊμ θα είχαν το πλεονέκτημα, αλλά ανέτειλε νέα εποχή στον τρόπο διεξαγωγής τού πολέμου.
Οι μικρές, χαλαρά αναπτυγμένες διμοιρίες ιππικού τού Γουσταύου, διασπαρμένες ανάμεσα σε ομάδες πεζικού, με μικρές σειρές μουσκετοφόρων ανάμεσά τους κατά διαστήματα, αντιμετώπισαν τις πολύ λιγότερο ευέλικτες μάζες ιππικού και πεζικού τού Τίλλυ και τελικά τις νίκησαν σε παρατεταμένες και αιματηρές συγκρούσεις. Ο ηλικιωμένος Τίλλυ, τώρα στις αρχές των εβδομήντα, τραυματίστηκε σοβαρά. Αποχώρησε από το πεδίο τής μάχης και διέφυγε τη σύλληψη. Ο Γουσταύος, δυνατός πολεμιστής, απαράμιλλος στρατηγός, πέτυχε τη νίκη στο Μπράιτενφελντ λόγω τής δικής του τόλμης, καθώς και λόγω τής παράξενης ικανότητάς του για ηγεσία.36 Έγινε το είδωλο τής προτεσταντικής Ευρώπης, καθώς το Μπράιτενφελντ κατέληξε να σημαίνει τη σωτηρία τού Προτεσταντισμού στη Γερμανία. Όπως και στην περίπτωση τής Ναυπάκτου, οι άνθρωποι τής εποχής ίσως υπερέβαλλαν τη στρατιωτική σημασία τού Μπράιτενφελντ, αλλά, και πάλι όπως με τη Ναύπακτο, αυτή παρέμεινε για πολύ καιρό πηγή έμπνευσης για εκείνους, των οποίων οι πρόγονοι είχαν σημειώσει τη νίκη.
Μετά τη συντριπτική ήττα στο Μπράιτενφελντ, ο Τίλλυ ελίχθηκε προς τα νοτιοδυτικά για τριακόσια περίπου μίλια μέχρι το Νόρντλινγκεν, για να ανασυντάξει ό,τι είχε απομείνει από τις δυνάμεις του και να στρατολογήσει όσο περισσότερους πρόσθετους στρατιώτες μπορούσε να βρει. Ο Πάππενχαϊμ κινήθηκε προς τα δυτικά στην κοιλάδα τού Βέζερ, για να περιμένει την επόμενη εξέλιξη των γεγονότων. Αν ο Γουσταύος Αδόλφος νικούσε τούς αυτοκρατορικούς, όπως ο ίδιος έλπιζε (και όπως είχε τώρα πετύχει), είχε την πρόθεση να βαδίσει εναντίον τής Βιέννης. Αλλά δεν εμπιστευόταν τον Γιόχαν Γκέοργκ τής Σαξωνίας, ο οποίος μπορούσε κάλλιστα να κάνει ειρήνη με τον Φερδινάνδο Β’ πίσω από την πλάτη του. Αφήνοντας τον Σάξωνα εκλέκτορα να προχωρήσει εναντίον των εδαφών τού Φερδινάνδου στον βαθμό που τολμούσε να το κάνει, ο Γουσταύος κατευθύνθηκε στον «διάδρομο των ιερωμένων» (Pfaffengasse), στο γερμανικό κέντρο Καθολικού πλούτου και εξουσίας.
Από τις αρχές Οκτωβρίου μέχρι το τέλος Δεκεμβρίου (1631) ο Γουσταύος Αδόλφος κατέλαβε, τη μία μετά την άλλη, έξι σημαντικές Καθολικές πόλεις, τις Έρφουρτ, Βύρτσμπουργκ, Χάναου, Ασάφφενμπουργκ, Φρανκφούρτη επί τού Μάιν και Μάιντς. Η Φρανκφούρτη ήταν ο τόπος των αυτοκρατορικών εκλογών. Η αρχιεπισκοπική έδρα τού Μάιντς αποτελούσε η ίδια θέση εκλέκτορα. Στο Χεχστ στις 19 Νοεμβρίου (1631), κατά τη στιγμή τής εισόδου τού Γουσταύου στο Έσσεν, μεταξύ τής κατάληψης τού Χάναου και εκείνης τού Ασάφφενμπουργκ, ο λανδγράβος Γκέοργκ τού Έσσεν-Ντάρμστατ παρέδωσε σε αυτόν τη σημαντική πόλη-φρούριο τού Ρούσσελχαϊμ. Τρεις ημέρες αργότερα, στη Φρανκφούρτη επί τού Μάιν, ο Γουσταύος υποσχέθηκε να επιστρέψει στον λανδγράβο το Ρούσσελχαϊμ, το οποίο βρίσκεται λίγα μόνο μίλια ανατολικά τού Μάιντς, «μόλις η παρούσα κατάσταση πολέμου οδηγηθεί στο τέλος της».37
Λίγες ώρες μετά την κατάληψη τού Μάιντς από τον Γουσταύο, ο αρχιεπίσκοπος εκλέκτορας τού Τριρ, ο Φίλιπ Κρίστοφ φον Σότερν, έθετε τον εαυτό του, τούς υπηκόους του και τις πόλεις του, το Τριρ, το Σπέγιερ «και άλλες» (et autres) υπό την προστασία τού Λουδοβίκου ΙΓ’ τής Γαλλίας. Οι διάφορες πολεμικές κινήσεις οι οποίες, όπως έλεγε ο Φίλιπ Κρίστοφ, συνέβαιναν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, «κυρίως γύρω από την αρχιεπισκοπή και την επισκοπή τού Τριρ και τού Σπέγιερ» (principalement és environs de nos archevêché et évêché de Trèves et Spire), τον οδηγούσαν να επιδιώξει διαβεβαίωση ασφάλειας από τον βασιλιά. Οι γείτονές του στο Μάιντς και το Βύρτσμπουργκ είχαν καταστραφεί. Τα στρατεύματα τού αυτοκράτορα είχαν αποσυρθεί από τη μάχη. Ο βασιλιάς τής Ισπανίας δεν μπορούσε να εγγυηθεί την ασφάλεια των δικών του υπηκόων «εναντίον τόσο πολλών ισχυρών δυνάμεων, που είχαν ενωθεί» (contre tant de puissantes forces jointes ensemble). Ο Κρίστοφ λοιπόν έστελνε μήνυμα σε όλους τούς υπηκόους του ότι έπρεπε να αναγνωρίσουν τον γαληνότατο βασιλιά τής Γαλλίας ως «άρχοντα βοηθό» (seigneur assistant) και να δεχτούν τούς στρατιώτες του σε όλες τις φρουρές τού Κρίστοφ.38
Στα μέσα Νοεμβρίου (1631) ο Βάλλενσταϊν, που ήταν τελευταία ο ουσιαστικός ηγεμόνας τής γενέτειράς του Βοημίας, εγκατέλειψε την Πράγα σε αινιγματική κίνηση. Θα μπορούσε εύκολα να κρατήσει την πόλη εναντίον τού στρατηγού τού Γιόχαν Γκέοργκ, τού Χανς Γκέοργκ φον Άρνιμ, ο οποίος κατέλαβε την πρωτεύουσα τής Βοημίας μια περίπου βδομάδα αργότερα. Ο χειμώνας τού 1631-1632 ήταν η μεγάλη περίοδος τής ζωής τού Γουσταύου Αδόλφου. Υπήρχε άφθονη χαρά μεταξύ των οπαδών του στο Μάιντς και στην Φρανκφούρτη επί τού Μάιν, όπου περνούσε τον περισσότερο χρόνο του. Ήταν στο Μάιντς στις 29 Ιανουαρίου (1632) όπου υπέγραψε με το χέρι του συνθήκη ουδετερότητας με τον Μαξιμιλιανό Α’ τής Βαυαρίας και την Καθολική Ένωση, παρά το γεγονός ότι είχαν πάρει το μέρος τού αυτοκράτορα «και τούς άξιζε μόνο εχθρότητα». Ύστερα όμως από μεσολάβηση τού βασιλιά τής Γαλλίας, ο Γουσταύος θα τούς απένειμε καθεστώς ουδετερότητας,
εφόσον ο δούκας τής Βαυαρίας και οι ηγεμόνες και τα κράτη τής Καθολικής Ένωσης τής Γερμανίας θεσπίσουν σταθερή και διασφαλισμένη ουδετερότητα, την οποία θα τηρούν θρησκευτικά και απαραβίαστα και δώσουν επαρκείς εγγυήσεις γι’ αυτήν στον βασιλιά τής Σουηδίας …. στα βασίλεια, τα εδάφη και τούς υπηκόους του, τόσο κληρονομικά όσο και αποκτημένα στη Γερμανία, καθώς επίσης και στους συμμάχους του, τούς εκλέκτορες, ηγεμόνες, κόμητες, ευγενείς, πόλεις, κράτη, κοινότητες και θρησκευτικά τάγματα και ιδιαίτερα στον εκλέκτορα τής Σαξωνίας.
Ο δούκας τής Βαυαρίας και οι Καθολικοί συνεργάτες του όφειλαν να απέχουν από κάθε πράξη εχθρότητας προς τη σουηδική του μεγαλειότητα και τούς Προτεστάντες ηγεμόνες και κράτη, ενώ έπρεπε να επιστρέψουν στους Προτεστάντες, «στην κατάσταση που βρίσκονται» (de quelque condition qu’ils soient), όλα όσα είχαν πάρει από αυτούς από το έτος 1618, «το έτος κατά το οποίο άρχισε αυτός ο πόλεμος». Αυτό σήμαινε την επιστροφή όλων των κάστρων, οχυρών, πόλεων, εδαφών και επαρχιών τής Κάτω Σαξωνίας, που έπρεπε να επιστραφούν στους νόμιμους ιδιοκτήτες τους «στην ίδια κατάσταση, όπως ήσαν πριν από τον πόλεμο». Ο δούκας και οι Καθολικοί σύμμαχοί του έπρεπε να αποσύρουν τις δυνάμεις τους από όλες τις κτήσεις των Ευαγγελικών ηγεμόνων.
Ο δούκας και οι Καθολικοί σύμμαχοί του έπρεπε επίσης να μειώσουν τις ένοπλες δυνάμεις τους σε δέκα ή δώδεκα χιλιάδες άνδρες, οι οποίοι θα διασπείρονταν και θα κατανέμονταν σε όλες τις πόλεις και τα εδάφη τους. Τέτοιες δυνάμεις, καθώς και εκείνες που επρόκειτο να απολυθούν από τον Καθολικό δούκα και τούς συμμάχους του, δεν έπρεπε να τεθούν στη διάθεση ή την υπηρεσία τού αυτοκράτορα, «ούτε ανοιχτά, ούτε κρυφά», ούτε θα μπορούσαν ο οίκος τής Αυστρίας ή άλλοι εχθροί τής σουηδικής του μεγαλειότητας να προσλαμβάνουν στρατεύματα στη Βαυαρία και σε άλλες χώρες τής Καθολικής Ένωσης. Όσο για τον βασιλιά τής Σουηδίας και τούς συμμάχους του, αυτοί υπόσχονταν να τηρούν την ουδετερότητα με τον δούκα τής Βαυαρίας και τούς συμμάχους του τής Καθολικής Ένωσης, αν εκείνος αποδεχόταν τούς όρους που προαναφέρθηκαν, καθώς και ορισμένες άλλες μικρότερες απαιτήσεις.39
Φαινόταν σχεδόν σαν να βρισκόταν η Γερμανία στα πόδια τού βασιλιά τής Σουηδίας. Ως συνέπεια τής επιτυχίας του, επικυρώθηκε στρατιωτική συμμαχία στη Βιέννη στις 14 Φεβρουαρίου 1632 μεταξύ τού Φιλίππου Δ’ τής Ισπανίας και τού Φερδινάνδου Β’, ηγεμόνα τής Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, «μέσω τής ανώτερης δύναμης τής οποίας, για οκτακόσια και περισσότερα χρόνια, οι υποθέσεις τής Χριστιανοσύνης έχουν σαφώς προστατευτεί, τόσο αντέχοντας τη μανία βάρβαρων λαών, όσο και προωθώντας τη φιλία μεταξύ των χριστιανών ηγεμόνων». Η συμμαχία κατευθυνόταν, όπως αναφέρεται στο κείμενο τής συνθήκης, εναντίον τού Γουσταύου Αδόλφου, βασιλιά Σουηδίας (rex Sueciae). Για την καταπολέμηση των άδικων επιθέσεών του ο Φερδινάνδος θα διέθετε τουλάχιστον 30.000 πεζούς και 8.000 ιππείς, ενώ ο Φίλιππος θα διέθετε 21.000 πεζούς και 5.000 ιππείς, «με όλα όσα απαιτούνται για μια αποτελεσματική εκστρατεία».
Η συμμαχία θα διαρκούσε έξι χρόνια. Εκείνοι που θα ενώνονταν με τον Φερδινάνδο και τον Φίλιππο εναντίον των Σουηδών έπρεπε να προχωρήσουν στις κατάλληλες συνεισφορές σε άνδρες ή χρήματα. Οι μισθοί για τούς αξιωματικούς και τούς στρατιώτες θα υπολογίζονταν σε χρυσά νομίσματα και στα ισοδύναμα αυτοκρατορικά, ισπανικά, γερμανικά, ιταλικά και Βελγικά νομίσματα τής εποχής. Αν ο πόλεμος τελείωνε πριν από την παρέλευση έξι ετών, η συμμαχία θα εξακολουθούσε να συνεχίζεται για το προσδιορισμένο χρονικό διάστημα, «για μεγαλύτερη σταθεροποίηση τής ειρήνης» (pro majori pacis stabilimento). Αν όμως ο πόλεμος διαρκούσε περισσότερο από έξι χρόνια, η συμμαχία έπρεπε να επεκταθεί «σε μεταγενέστερο χρόνο» (ad aliud tempus).40
Ο Μαξιμιλιανός τής Βαυαρίας, συγκλονισμένος από τη σουηδική επιτυχία και απογοητευμένος από τούς όρους ουδετερότητας τού Γουσταύου Αδόλφου, ενώθηκε την 1η Απριλίου (1632) στο Ίνγκολστατ με τον στρατηγό του, τον στρατηγό Γιόχαν Τσέρκλαες, κόμη τού Τίλλυ. Όπως έχουμε δει, ο Τίλλυ ήταν ο στρατιωτικός διοικητής τόσο των αυτοκρατορικών στρατευμάτων όσο και εκείνων τής Καθολικής Ένωσης. Ο Μαξιμιλιανός φοβόταν για τη Βαυαρία. Ο Ρισελιέ θα μπορούσε ακόμη να τον θεωρεί ουδέτερο και τη Βαυαρία ως πέρα από την εμβέλεια τής σουηδικής επίθεσης, αλλά στη συνέχεια ο Γουσταύος θα μπορούσε να θεωρεί την επικράτεια τού Μαξιμιλιανού μόνο ως εχθρική επικράτεια. Καθώς ξεκινούσε η νέα εκστρατευτική περίοδος στη Γερμανία, σχεδόν κάθε ηγεμόνας, Καθολικός ή Προτεστάντης, έψαχνε για συμμάχους. Ο Γκέοργκ Βίλελμ τού Βρανδεμβούργου έκανε σύμφωνο τριών ετών με τις Ηνωμένες Επαρχίες στη Χάγη (στις 2 Απριλίου 1632).41
Ο Φίλιπ Κρίστοφ φον Σότερν, ο εκλέκτορας τού Τριρ, δεσμευόταν πιο στενά με τον Λουδοβίκο ΙΓ’, ο οποίος ανέλαβε να βάλει φρουρά χιλίων πεζών και εκατό ιππέων στο κάστρο τού Κρίστοφ στο Έμπερνσταϊν, «το οποίο είναι το πιο σημαντικό στην αρχιεπισκοπή μας τού Τριρ» (qui est le plus considérable de nostre archevêché de Trèves). Με βάση τη συμφωνία τής 9ης Απριλίου (1632), οι Γάλλοι θα κρατούσαν και θα φρουρούσαν το κάστρο μέχρι τη σύναψη ειρήνης στη Γερμανία, μετά την οποία θα το επέστρεφαν στον Κρίστοφ ή στον διάδοχό τού στην ίδια κατάσταση με εκείνη στην οποία βρισκόταν όταν ανέλαβαν την κατοχή του. Καθώς ο Κρίστοφ αισθανόταν ιδιαίτερα πιεζόμενος για χρήματα λόγω των «πρόσφατων καταστροφών» στο εκλεκτοράτο του, ήθελε να πληρώσει μόνο το ένα τρίτο τού κόστους διατήρησης τής γαλλικής φρουράς στο κάστρο τού Έμπερσταϊν, μέχρι να μπορέσουν οι υπήκοοί του να αντιμετωπίσουν τις σημαντικές εμπλεκόμενες δαπάνες.
Μόλις οι Γάλλοι ανέλαβαν το κάστρο, έδιωξαν από την αρχιεπισκοπή τού Τριρ «όχι μόνο τα στρατεύματα τής σουηδικής του μεγαλειότητας, αλλά όλους τούς άλλους που βρήκαν εκεί». Όταν ο Έμπερσταϊν βρέθηκε με ασφάλεια υπό γαλλική προστασία, ο Κρίστοφ πρότεινε επίσης να θέσουν «το κάστρο μας τού Φίλιπσμπουργκ στα χέρια τής χριστιανικότατης μεγαλειότητάς του, κάτω από τις ίδιες συνθήκες και με τον ίδιο τρόπο», δηλαδή, όπως στην περίπτωση τού Έμπερσταϊν, το Φίλιπσμπουργκ θα έπαιρνε γαλλική φρουρά χιλίων πεζών και εκατό ιππέων. Ο Λουδοβίκος ΙΓ’ ή μάλλον ο πρωθυπουργός τού Ρισελιέ έπρεπε επίσης να εξασφαλίσουν, «ότι ο βασιλιάς τής Σουηδίας και οι οπαδοί του θα εκκενώσουν όλη την επισκοπή τού Σπέγιερ και όλα τα (άλλα) μέρη τού κράτους μας». Στις 30 Απριλίου (1632) ο Λουδοβίκος ΙΓ’ επικύρωσε τη συμφωνία με τον Κρίστοφ στο βασιλικό κάστρο τού Σαιν Ζερμαίν-αν-Λαι βορειοδυτικά τού Παρισιού.42
Στο Μάιντς στις 22 Απριλίου ο Σουηδός καγκελλάριος Άξελ Οξενστιέρνα είχε επιβάλει αυστηρούς όρους ουδετερότητας στον Κρίστοφ, τούς οποίους εκείνος είχε αποδεχθεί.43 Καθώς ο Οξενστιέρνα είχε πια γίνει το άλλο εγώ τού Γουσταύου Αδόλφου, η συμφωνία με τη χάρη του τον αρχιεπίσκοπο Τριρ θα ίσχυε κατά πάσα πιθανότητα, αλλά περίμενε ακόμη επιβεβαίωση τού βασιλιά. Παρά το γεγονός ότι ο Ρισελιέ βοηθούσε στην επιδότηση των διαφόρων ενόπλων δυνάμεων τού Γουσταύου στη Γερμανία, ο βασιλιάς ακολουθούσε τον δικό τού δρόμο, αγνοώντας τις επιθυμίες και τις επιφυλάξεις των Γάλλων. Ο Ρισελιέ, ενοχλημένος από την ανεξαρτησία των Σουηδών, ήθελε όμως να τούς κρατήσει στο πεδίο τής μάχης κατά των Αψβούργων. Ο Γουσταύος χρειαζόταν τα κεφάλαια τού καρδιναλίου για την προώθηση τής προτεσταντικής υπόθεσης στη Γερμανία και, όπως έλπιζε, για να αποκτήσει την Πομερανία για τη Σουηδία.
Ο Γουσταύος Αδόλφος ίσως ήταν πρόθυμος να θεωρεί ουδέτερο τον Φίλιπ Κρίστοφ τού Τριρ, αλλά σίγουρα όχι τον εκλέκτορα τής Βαυαρίας, ο οποίος είχε ενωθεί με τούς Καθολικούς στρατούς υπό τον Τίλλυ. Τα δεινά τού εκλέκτορα Μαξιμιλιανού έγιναν απελπιστικά, όταν στις 15 Απριλίου (1632) ο Γουσταύος νίκησε για μια ακόμη φορά τον Τίλλυ κοντά στην πόλη Ράιν, έξι μίλια νοτιοανατολικά τού Ντόναουβορτ. Η μάχη έλαβε χώρα δίπλα στον ποταμό Λεχ, που χύνεται στον Δούναβη τρία περίπου μίλια βόρεια τού Ράιν. Οι αυτοκρατορικοί είχαν μείνει εμβρόντητοι. Άραγε δεν υπήρχε τρόπος να αναχαιτιστεί ο βασιλιάς τής Σουηδίας; Ήταν αδάμαστος; Άραγε θα πατούσε κάτω την Καθολική Γερμανία και τον οίκο τής Αυστρίας; Παρά το γεγονός ότι ο Μαξιμιλιανός απέσυρε τις συντριμμένες Καθολικές δυνάμεις από τούς αγρούς δίπλα στον Λεχ, ο Τίλλυ είχε τραυματιστεί θανάσιμα στη μάχη και προς το τέλος Απριλίου πέθανε μέσα στα γερά τείχη τής αυτοκρατορικής πόλης τού Ίνγκολστατ, που ήταν κέντρο Ιησουιτών.
Καθώς οι Αψβούργοι αντιμετώπιζαν την καταστροφή, την οποία περίμενε ο Βάλλενσταϊν, εκείνος τελικά υπέκυψε στις ικεσίες τους να επανέλθει στις τάξεις τους και να υπερασπιστεί την Καθολική υπόθεση. Αβεβαιότητα εξακολουθεί να καλύπτει τούς ακριβείς όρους, με βάση τούς οποίους ο Βάλλενσταϊν έθεσε τον δικό του μεγάλο στρατό και τούς προφανώς απεριόριστους πόρους του στην υπηρεσία τού οίκου τής Αυστρίας και των συμμάχων του. Οι όροι ήσαν όμως τέτοιοι, που αποκτούσε απόλυτο σχεδόν έλεγχο τής πολιτικής και των στρατευμάτων των Αψβούργων, τουλάχιστον για όσο χρονικό διάστημα ο βασιλιάς τής Σουηδίας ρήμαζε τούς κάποτε ευημερούντες λόφους και κοιλάδες τής Καθολικής Γερμανίας.
Προς ακραία ενόχληση τού Γουσταύου Αδόλφου και προς δικό του κίνδυνο, οι σαξωνικές δυνάμεις υπό τον Προτεστάντη στρατηγό Χανς Γκέοργκ φον Άρνιμ τώρα έβγαιναν από τη Βοημία και στις 25 Μαΐου (1632) ο Βάλλενσταϊν επέστρεφε στην Πράγα, ύστερα από απουσία λίγο μεγαλύτερη από έξι μήνες. Φαινόταν σαν να υπήρχε συμπαιγνία μεταξύ φον Άρνιμ και Βάλλενσταϊν. Όταν τα σαξωνικά στρατεύματα αποσύρθηκαν από τη Βοημία, αναζητώντας κάλυψη στην εμπόλεμη Σιλεσία, ο Γουσταύος δεν τόλμησε να συνεχίσει προς τη Βιέννη, γιατί θα μπορούσε να πιαστεί ανάμεσα στον στρατό τού Βάλλενσταϊν στη Βοημία και τούς αυτοκρατορικούς στην Αυστρία. Ανησυχούσε επίσης μήπως ο Γιόχαν Γκέοργκ έκανε ειρήνη με τον Φερδινάνδο Β’, γιατί ο Σάξωνας εκλέκτορας ήταν τόσο δειλός, όσο και ο άλλος επισφαλής σύμμαχος των Σουηδών, ο Γκέοργκ Βίλελμ τού Βρανδεμβούργου.
Τα δουκάτα τού Βάλλενσταϊν αποτελούσαν αποθήκες τεραστίων ποσοτήτων τροφίμων και στρατιωτικών εφοδίων. Νεοσύλλεκτοι έσπευδαν στους ταμίες του σε μεγάλους αριθμούς, ακόμη και όπως είχαν προηγουμένως ανταποκριθεί στις νίκες τού Γουσταύου, όταν η σουηδική επιτυχία στο πεδίο τής μάχης είχε ανοίξει μεγάλες ευκαιρίες λεηλασίας Καθολικών εδαφών. Αν ο Γουσταύος υφίστατο σοβαρή ήττα —περίπτωση για την οποία δεν φαινόταν να κάνει πρόβλεψη, επειδή η εμπειρία είχε δείξει ότι ο Θεός βρισκόταν στο πλευρό του— θα μπορούσε άραγε να συγκεντρώσει τις διάσπαρτες δυνάμεις τού στη Γερμανία ή να επιστρέψει με ασφάλεια στη Σουηδία για να αναπληρώσει τις απώλειες του; Άραγε δεν θα επιτίθετο ο Βάλλενσταϊν στα νώτα του από τη Βοημία;
Από τον Φεβρουάριο μέχρι τον Νοέμβριο τού 1632 ο βασιλιάς τής Σουηδίας μετακινήθηκε από την περιοχή των Μάιντς, Χάναου και Φρανκφούρτης επί τού Μάιν ανατολικά προς το Σβάινφουρτ και τη Νυρεμβέργη και από εκεί νοτιοδυτικά προς το Νόρντλινγκεν. Στις 7 Απριλίου βρισκόταν στο Ντόναουβορτ, μετά το οποίο (όπως είδαμε) νίκησε τον Τίλλυ κοντά στον ποταμό Λεχ και στη συνέχεια πήγε στο Άουγκσμπουργκ (στις 24 Απριλίου). Ύστερα, προς τα τέλη Απριλίου, κατευθύνθηκε βόρεια και ανατολικά προς το καλά οχυρωμένο Ίνγκολστατ, το οποίο δεν προσπάθησε να καταλάβει. Στρέφοντας νότια, έφτασε στο Μόναχο στα μέσα Μαΐου, καταστρέφοντας τις καλλιέργειες και λεηλατώντας τις πόλεις και τα χωριά καθώς διέσχιζε την ύπαιθρο. Στο Μόναχο στις 20 Μαΐου επικύρωσε το σύμφωνο ουδετερότητας, το οποίο ο Φίλιπ Κρίστοφ, ο εκκλησιαστικός εκλέκτορας τού Τριρ, είχε καταφέρει να εξασφαλίσει από τον Σουηδό καγκελλάριο Οξενστιέρνα ως αποτέλεσμα τής γαλλικής παρέμβασης.44
Ο Γουσταύος Αδόλφος έμεινε μέσα και γύρω από το Μόναχο για τρεις περίπου εβδομάδες και στη συνέχεια πήρε τον μακρύ δρόμο προς βορρά, προς τη Νυρεμβέργη, στην οποία έφτασε στις 20 Ιουνίου. Παρέμεινε για κάποιο χρονικό διάστημα στην ευρύτερη περιοχή τής Νυρεμβέργης, όπου η πείνα και οι ασθένειες αποδεκάτισαν τις δυνάμεις του. Στα τέλη Οκτωβρίου ο Γουσταύος επιχείρησε βορειότερα στο Άρνστατ τής Θουριγγίας, όπου τον περίμεναν ο Μπέρναρντ φον Ζάξεν-Βάιμαρ και τα στρατεύματά του, φτάνοντας περίπου στις 2 Νοεμβρίου. Από εκεί συνέχισε βόρεια και ανατολικά μέσω Νάουμπουργκ και Μέρσεμπουργκ προς τη Λειψία και το Λύτσεν, πίσω στην περιοχή τής μεγάλης του νίκης στο Μπράιτενφελντ.
Στο μεταξύ ο Βάλλενσταϊν είχε πορευτεί προς τα δυτικά από την Πράγα τα εκατόν πενήντα περίπου μίλια μέχρι το Έγκερ (Τσεμπ) τής Βοημίας, στους πρόποδες απόληξης τής οροσειράς Φίχτελ (Fichtelgebirge). Παρεκκλίνοντας νοτιοανατολικά περιέζωσε τη Νυρεμβέργη και προχώρησε τα δέκα μίλια μέχρι το Σβάμπαχ, όπου ενώθηκε με τον Μαξιμιλιανό τής Βαυαρίας (στις 11 Ιουλίου 1632). Όμως ο Μαξιμιλιανός τον άφησε σύντομα σε έχθρα και διαφωνία και επέστρεψε στη Βαυαρία, την οποία οι Σουηδοί είχαν λεηλατήσει με φοβερό τρόπο. Η καταστροφή τους ήταν τραγικό θέαμα για τον Μαξιμιλιανό, που είχε κυβερνήσει και αγαπούσε τη Βαυαρία για τριανταπέντε χρόνια. Η οικογένειά του, ο νεότερος κλάδος των Βίττελσμπαχ, κατείχε την εξουσία στη Βαυαρία από το 1180 (και μάλιστα όταν η Βαυαρική γενεαλογική γραμμή τής οικογένειας εξέπνευσε τον Δεκέμβριο τού 1777, το δουκάτο πέρασε στον παλαιότερο, τον Παλατινό κλάδο τής οικογένειας, που κρατούσε τα ηνία τής διακυβέρνησης μέχρι το 1918). Μετά την αναχώρηση τού Μαξιμιλιανού από το Σβάμπαχ, ο Βάλλενσταϊν κάλεσε τον Πάππενχαϊμ από την κοιλάδα τού Βέζερ (στην περιοχή τού Γκόττινγκεν) και στη συνέχεια προχώρησε προς βορρά, στην καρδιά τής παλαιάς Σαξωνίας προς το Βάισσενφελς, το Μέρσεμπουργκ, τη Λειψία, και το Λύτσεν.
Οι Γουσταύος Αδόλφος και Βάλλενσταϊν είχαν προσεγγίσει ο ένας τον άλλον αργά και από κυκλικές διαδρομές. Αναζητούσαν ο ένας τον άλλο με προσοχή. Σε κάποιο σημείο τής άτακτης πορείας τους θα συγκρούονταν. Αυτό το κάπου αποδείχθηκε ότι ήταν η μικρή πόλη Λύτσεν. Στις 16-17 Νοεμβρίου (1632), σε μάχη που δόθηκε με απελπισμένο πείσμα στους αγρούς στα νοτιοανατολικά τού Λύτσεν, ο Γουσταύος νίκησε πάλι τούς αυτοκρατορικούς, αλλά για τελευταία φορά, γιατί σκοτώθηκε στη σύγκρουση, όπως σκοτώθηκε και το δεξί χέρι τού Βάλλενσταϊν, ο θυελλώδης Πάππενχαϊμ. Οι Γουσταύος και Πάππενχαϊμ βρίσκονταν και οι δύο σε ηλικία τριανταοκτώ ετών. Ο Βάλλενσταϊν, ζωντανός αλλά άρρωστος, υποχώρησε από την αιμόφυρτη σκηνή τα λίγα προς βορρά μίλια μέχρι το Χάλλε. Η αποτυχία στο Λύτσεν είχε μειώσει τη φήμη του και είχε αποθαρρύνει τούς αυτοκρατορικούς, οι οποίοι βρίσκονταν επίσης σε αμηχανία. Ενώ ο θάνατος τού Πάππενχαϊμ ήταν σοβαρή απώλεια, πώς άραγε θα τα κατάφερναν οι Σουηδοί χωρίς τον πολεμοχαρή βασιλιά τους; Ποια θα ήτα η αλλαγή, αν υπήρχε τέτοια, στην πολιτική τού Ρισελιέ;45
Ο θάνατος τού πολεμιστή βασιλιά τής Σουηδίας δεν έφερε ειρήνη στην Ευρώπη. Ο καγκελλάριος Άξελ Οξενστιέρνα και οι συμπατριώτες του πίστευαν ότι οι Σουηδοί έπρεπε να κρατήσουν την Πομερανία, πράγμα που καθιστούσε αναγκαίο για τον εκλέκτορα Γκέοργκ Βίλελμ τού Βρανδεμβούργου να πάρει εδαφική αποζημίωση αλλού στον βορρά. Αυτό σήμαινε συνέχιση τής διαμάχης, ενώ το ίδιο σήμαινε και η αποφασιστικότητα τού καρδινάλιου ντε Ρισελιέ να διατηρήσει τη θέση τής Γαλλίας στον Ρήνο. Οι Αψβούργοι στην Ισπανία, καθώς και στην Αυστρία, έτρεφαν επίσης φιλοδοξίες, που μπορούσαν να ικανοποιηθούν μόνο με πόλεμο. Ευρείες περιοχές τής Γερμανίας βρίσκονταν σε ερείπια. Η Βοημία ήταν χέρσα περιοχή. Άστεγοι αγρότες και κάτοικοι πόλεων βασανίζονταν από την πείνα και την πανούκλα.
Παρά το γεγονός ότι ο εκλέκτορας Γιόχαν Γκέοργκ τής Σαξωνίας και ο στρατιωτικός του διοικητής Χανς Γκέοργκ φον Άρνιμ ήθελαν την αποκατάσταση τής ειρήνης στην αυτοκρατορία, ο Οξενστιέρνα κατάφερε να διαπραγματευτεί συνθήκη συμμαχίας μεταξύ τού στέμματος τής Σουηδίας και των προτεσταντικών κρατών των τεσσάρων Κύκλων τού «εκλεκτοράτου τού Ρήνου», τής Φρανκονίας, τής Σουηβίας και τού Άνω Ρήνου (die Evangelische Stände des Churfürstlichen Rheinischen, Fränckischen, Schwäbischen, und Ober-Rheinischen Creysses). Η συνθήκη κηρύχθηκε σε ισχύ στο Χάιλμπρον στις 23 Απριλίου 1633. Σκοπός της ήταν να υπερασπιστεί και να διατηρήσει τον Προτεσταντισμό στην «Ιερή Αυτοκρατορία τού γερμανικού Έθνους», που σήμαινε συνέχιση τού πολέμου εναντίον των Αυστριακών Αψβούργων. Έγινε πρόβλεψη (με μη ρεαλιστικό τρόπο) για τη διατήρηση μεγάλου στρατού ιππέων και πεζών. Τον έλεγχο τής Ένωσης τού Χάιλμπρον αναλάμβανε ο καγκελλάριος Οξενστιέρνα, ο οποίος θα συνέχιζε τώρα να λειτουργεί στη θέση τού αποθανόντος Γουσταύου Αδόλφου.46
Δύο μέρες αργότερα, στις 25 Απριλίου, ο Οξενστιέρνα ζήτησε τη βοήθεια των ελεύθερων ιπποτών των τεσσάρων Κύκλων.47 Όμως η επιτυχία του στο Χάιλμπρον μετριάστηκε από την παρουσία τού απεσταλμένου τού Ρισελιέ, τού Μανασσή ντε Πα, μαρκησίου ντε Φωκέρ, ο οποίος παρακίνησε τούς Προτεστάντες να τεθούν κάτω από την αιγίδα τής Γαλλίας, καθώς και κάτω από εκείνη τής Σουηδίας. Επιπλέον ο Φωκέρ ρύθμισε, ώστε η γαλλική στρατιωτική επιδότηση να δοθεί στο όνομα τής νεοσύστατης Ένωσης και όχι σε εκείνο τής Σουηδίας. Σε κάθε περίπτωση ο Γιόχαν Γκέοργκ τής Σαξωνίας, ο υπερασπιστής τής ειρήνης, έχανε οποιαδήποτε προοπτική να γίνει ο ηγέτης τής προτεσταντικής Γερμανίας. Ο θάνατος τού Γουσταύου Αδόλφου είχε ενισχύσει τις φιλοδοξίες τόσο των Αυστριακών όσο και των Ισπανών Αψβούργων, οι οποίοι αγωνιούσαν να διώξουν τούς Γάλλους από τη Ρηνανία και να ματαιώσουν τη φιλοδοξία τους να αποκτήσουν το νότιο τμήμα των ισπανικών Κάτω Χωρών.
Η καταρρέουσα υγεία και οι αλλοπρόσαλλες πολιτικές τού αυτοκρατορικού στρατηγού Άλμπρεχτ φον Βάλλενσταϊν, δούκα τού Φρήντλαντ, δεν προκαλούσαν λιγότερη καχυποψία στη Βιέννη, τη Μαδρίτη και τις Βρυξέλλες, από τη σύγχυση που προκαλούσαν στο Παρίσι και στους εκλέκτορες Σαξωνίας και Βαυαρίας. Φοβούνταν πολύ και μισούσαν ευρέως τον Βάλλενσταϊν. Δεν φαινόταν πια να είναι νομιμόφρων στον αυτοκράτορα. Με μυστικό διάταγμα με ημερομηνία 24 Ιανουαρίου 1634 ο Φερδινάνδος Β’ αφαίρεσε από τον Βάλλενσταϊν τη διοίκηση των αυτοκρατορικών δυνάμεων, πράγμα που οδήγησε στην περίφημη (ή κακόφημη) συνωμοσία εναντίον τού αρχιστράτηγου. Ο Βάλλενσταϊν μαχαιρώθηκε μέχρι θανάτου στην κρεβατοκάμαρά του στο Έγκερ (Τσεμπ) από τον Άγγλο στρατιώτη Ουώλτερ Ντέβερω τη νύχτα τής 25ης Φεβρουαρίου (1634). Όμως η εναντίον του συνωμοσία σχεδιαζόταν επί τουλάχιστον ένα μήνα. Επικεφαλής συνωμότες ήσαν ο ιταλικής καταγωγής στρατηγός Οττάβιο Πικκολομίνι και ο Ιταλο-Αυστριακός Ματίας Γκάλλας (Γκαλάσσο), μαζί με τον Γιόχαν φον Άλντρινγκεν. Είχαν τη βοήθεια δώδεκα ακόμη κατώτερων αξιωματικών, συμπεριλαμβανομένων των Βάλτερ Μπούτλερ, Φάμπιο και Τζούλιο Ντιοντάτι, Ροντόλφο Κολλορέντο και Μπαλτάζαρ Μαρράντας. Η απομάκρυνση τού Βάλλενσταϊν από τη σκηνή βοήθησε για λίγο την αποσαφήνιση των θεμάτων και εχθροπραξιών, που θα παρέτειναν τον πόλεμο για άλλα δεκατέσσερα χρόνια. Περισσότερο από ενάμιση αιώνα μετά τον θάνατο τού Βάλλενσταϊν, καθώς η μνήμη τού ήταν ζωντανή στη Γερμανία, ο δραματουργός Σίλλερ απεικόνισε την πτώση του ως τη θυσία ενός ήρωα μπροστά στο αναπόφευκτο τής μοίρας. Ο Βάλλενσταϊν, που αποτελούσε κάτι σαν αίνιγμα για τούς συγχρόνους του, εξακολουθεί να παραμένει αίνιγμα και για εμάς σήμερα.48
Μετά τον θάνατο τού Βάλλενσταϊν οι αυτοκρατορικοί κατέλαβαν τις δύο σημαντικές παραδουνάβιες πόλεις Ρέγκενσμπουργκ και Ντόναουβορτ, αλλά η επιτυχία τους θα ήταν απλώς το προοίμιο για μια πολύ πιο σημαντική νίκη. Στις 6 Σεπτεμβρίου (1634) ο αυστριακός και ο ισπανικός στρατός υπό την κοινή διοίκηση των νεαρών Αψβούργων εξαδέλφων, τού Φερδινάνδου (Γ’), βασιλιά τής Ουγγαρίας και τού καρδινάλιου-ινφάντη Φερδινάνδου, αδελφού τού Φιλίππου Δ’, νίκησαν τις γερμανικές και σουηδικές δυνάμεις υπό τον Μπέρναρντ τής Σαξωνίας-Βαϊμάρης και τον στρατάρχη Γκουστάβους Χορν στους αγρούς στα νότια τής Νόρντλινγκεν. Ο κόμης Ματίας Γκάλλας είχε συνοδεύσει τούς δύο Φερδινάνδους. Σε όχι μικρό βαθμό η νίκη ήταν συνέπεια τής παρουσίας του. Η μάχη ήταν καταστροφή για τον Προτεσταντισμό. Όπως το έχει θέσει ο Ουέτζγουντ, «ό,τι είχε χαθεί στο Λύτσεν, κερδήθηκε και πάλι στο Νόρντλινγκεν». Ο Χορν συνελήφθη. Ο Μπέρναρντ διέφυγε στην πόλη Γκέππινγκεν επί τού ποταμού Φιλς στη βόρεια Βύρττεμπεργκ.49
Ο Άξελ Οξενστιέρνα έχασε την κυριαρχία του στην προτεσταντική Γερμανία, γιατί η σουηδική ηγεμονία έπαυσε με τη μάχη τού Νόρντλινγκεν. Ο Μπέρναρντ τής Σαξωνίας-Βαϊμάρης έχασε το δουκάτο τής Φρανκονίας, που τού είχε παραχωρήσει πρόσφατα ο Οξενστιέρνα. Οι αυτοκρατορικοί γρήγορα επέδραμαν στη Βύρττεμπεργκ και στη συνέχεια στο σύνολο σχεδόν τής κεντρικής και νότιας Γερμανίας. Ο μαρκήσιος ντε Φωκιέρ, απεσταλμένος τού Ρισελιέ, βάδισε στα βήματα τού Οξενστιέρνα. Η Γαλλία ανέλαβε την πολιτική καθοδήγηση και οικονομική υποστήριξη αυτού που είχε απομείνει από την Ένωση τού Χάιλμπρον. Με την προφανή εξάλειψη τής Σουηδίας, ο Τριακονταετής Πόλεμος μετατρεπόταν σε εδαφική, δυναστική διαμάχη μεταξύ Βουρβώνων και Αψβούργων.
Στο Παρίσι στις αρχές Νοεμβρίου 1634 συμφωνήθηκε συνθήκη μεταξύ τού Λουδοβίκου ΙΓ’ τής Γαλλίας και των Προτεσταντών ηγεμόνων, «για τη δημιουργία καλής και ασφαλούς ειρήνης στην αυτοκρατορία και ομοίως στη Χριστιανοσύνη τώρα και στο μέλλον …» (pour l’ établissement d’une bonne et sure paix dans l’Empire et mesme dans la Chrestienté maintenant et à l’avenir…). Επρόκειτο να είναι γενική ειρήνη «μεταξύ των χριστιανών ηγεμόνων και ιδιαίτερα στη Γερμανία». Η Αυτού μεγαλειότητα και ο άρχοντας Οξενστιέρνα, μεγάλος καγκελλάριος τού στέμματος τής Σουηδίας, μαζί με τούς συμμάχους τους, «δεν έχουν κανέναν άλλο σκοπό εκτός από το κοινό καλό τής αυτοκρατορίας και δηλώνουν με την παρούσα συνθήκη ότι συμφωνούν να χρησιμοποιήσουν ειλικρινά ό,τι μπορούν για να βοηθήσουν να κατευναστούν οι τωρινές αναταραχές στη Γερμανία …» (n’aians autre dessein que le bien commun de l’Empire: déclarent et conviennent par ce présent traité de s’emploier sincèrement et a tout leur pouvoir pour aider à pacifier les présens troubles de l’Allemagne…). Η μεγαλειότητά του δεσμευόταν να διαθέσει ο ίδιος, σε περίπτωση διαμάχης, «12.000 πεζούς, Γερμανούς ή άλλου έθνους». Υποσχόταν επίσης την έγκαιρη καταβολή 500.000 λιρών για την υποστήριξη τού ιππικού και των άλλων στρατευμάτων των (Προτεσταντών) συμμάχων, «προκειμένου να τούς δώσει τα μέσα να ξαναδιασχίσουν σύντομα τον Ρήνο και να αναλάβουν δράση εναντίον τού εχθρού».
Οι εκλέκτορες τής Σαξωνίας και τού Βρανδεμβούργου, καθώς και τα άλλα κράτη και ηγεμόνες τής Άνω και Κάτω Σαξωνίας, είχαν ήδη εκφράσει τη διακαή επιθυμία τους για τη διατήρηση τής ελευθερίας τους «και την επιστροφή στους ηγεμόνες και κράτη τής αυτοκρατορίας των ασυλιών, προνομίων και απαλλαγών, σύμφωνα με τα συντάγματα τής Ιεράς Αυτοκρατορίας». Οι δώδεκα χιλιάδες πεζοί, τούς οποίους ο Λουδοβίκος ΙΓ’ πρότεινε να διατηρεί «πέρα από τον Ρήνο», θα σχημάτιζαν ενιαίο σώμα. Διοικητής τους θα ήταν ένας από τούς συμμαχικούς ηγεμόνες, αν και η μεγαλειότητά του θα διόριζε τον υποδιοικητή.
Η Καθολική πίστη θα προστατευόταν στη Γερμανία και έπρεπε να δοθεί στους Γάλλους η κατοχή των Μπένφελντ και Σέλεστατ. Οι δύο πόλεις βρίσκονταν (και βρίσκονται) στην Αλσατία, απέχοντας δέκα μίλια, επί τού ποταμού Ιλ. Οι Γάλλοι έπρεπε επίσης να έχουν τον έλεγχο τής γέφυρας στο Στρασβούργο, το οποίο βρισκόταν ακριβώς βόρεια των Μπένφελντ και Σέλεστατ, όπου και τα τρία αυτά μέρη βρίσκονται στην κοιλάδα τού κάτω Ρήνου. Χρειάζονταν «προκειμένου να περνούν και να ξαναπερνούν τα στρατεύματα, τα οποία η μεγαλειότητά του θα έκρινε αναγκαίο για το κοινό καλό…» (pour y faire passer et repasser les troupes que Sa Majesté jugera estre requises pour le bien commun…). Η μεγαλειότητά του ήθελε διαβεβαίωση ότι οι εκλέκτορες τής Σαξωνίας και τού Βρανδεμβούργου, καθώς και οι άλλοι ηγεμόνες και κράτη τής Άνω και Κάτω Σαξωνίας, δεν θα έκαναν ανακωχή ή ειρήνη με τον Αψβούργο εχθρό.50 Παρά τη βασιλική επιθυμία που εκφραζόταν με την τελευταία αυτή ρήτρα, ο Λουδοβίκος ΙΓ’ και ο Ρισελιέ ήταν απίθανο να κερδίσουν τη συνεργασία των εκλεκτόρων Σαξωνίας και Βρανδεμβούργου, οι οποίοι ήθελαν την ειρήνη στην αυτοκρατορία.
Στο μεταξύ στη Χάγη οι άρχοντες των Ηνωμένων Επαρχιών τής Ολλανδίας είχαν επιτρέψει (στις 30 Μαΐου 1634) την αποστολή πρεσβείας στη γαλλική αυλή, για να συζητήσει με τη μεγαλειότητά του το σημαντικό ζήτημα τής ισπανικής επιθετικότητας, «τη συντήρηση και διατήρηση τής κοινής υπόθεσης ενάντια στην αύξηση τής φιλοδοξίας τού βασιλιά τής Ισπανίας» (le maintien et subsistance de la cause commune contre les progrés de l’ambition du Roy d’Espagne). Οι Γάλλοι ήσαν φυσικά έτοιμοι για τη συνέχιση τού πολέμου εναντίον των Αψβούργων. Στις 30 Ιανουαρίου 1635 ο Λουδοβίκος ΙΓ’ υπέγραψε στο Παρίσι συνθήκη συμμαχίας με τις Ηνωμένες Επαρχίες τής Ολλανδίας εναντίον τού αυτοκράτορα Φερδινάνδου Β’ και τού εξαδέλφου του Φιλίππου Δ’ τής Ισπανίας και των οπαδών τους, όπου σκοπός τού Λουδοβίκου ήταν «να στηρίξουμε και να βοηθήσουμε τούς συμμάχους μας, ώστε να βοηθήσουμε τη διατήρησή τους εναντίον των επιχειρήσεων των εχθρών τους». Όταν η κόκκινη και χρυσή σφραγίδα των Ηνωμένων Επαρχιών μπήκε στο κείμενο τής συνθήκης, οι αξιωματικοί τού βασιλιά πρόσθεσαν τη βασιλική σφραγίδα, «τη σφραγίδα των όπλων μας» (le cachet de nos armes) στις 8 Φεβρουαρίου (1635).
Ο Λουδοβίκος ΙΓ’ δεσμευόταν να στείλει στρατό 25.000 πεζών και 5.000 ιππέων στην Ολλανδία, μαζί με κανόνια και όλα τα άλλα απαραίτητα συνοδευτικά (accoutrements) τού πολέμου. Οι Ολλανδοί συμφωνούσαν επίσης να βάλουν στο πεδίο 25.000 πεζούς και 5.000 ιππείς, «μαζί με τα κανόνια και τα απαραίτητα σύνεργα για ένα τέτοιο σώμα» (avec le canon et attirail necessaire à un tel corps). Οι Ισπανοί θα διώχνονταν από τις πόλεις των ολλανδικών Κάτω Χωρών. Έπρεπε να υπάρχει τμήμα εδάφους μεταξύ των Γάλλων και των Ολλανδών συμμάχων, η περιοχή τού Λουξεμβούργου, ενώ οι κομητείες τής Ναμύρ και τού Αινώ, τού Αρτουά και τής Φλάνδρας, αποδίδονταν στους Γάλλους.51
Τρεις εβδομάδες αργότερα, στις 28 Φεβρουαρίου (1635), μια ανακωχή (Waffenstillstand) αποτέλεσε αντικείμενο διαπραγμάτευσης μεταξύ τού αυτοκράτορα Φερδινάνδου Β’ και τού εκλέκτορα Γιόχαν Γκέοργκ τής Σαξωνίας. Η συμφωνία υπογράφηκε στο Λάουν, στις όχθες τού ποταμού Όρε στη βορειοδυτική Βοημία.52 Την ακολούθησε η μακροσκελής, περίπλοκη συνθήκη τής Πράγας στις 30 Μαΐου (1635) μεταξύ Φερδινάνδου Β’ και Γιόχαν Γκέοργκ, με την οποία οι αυτοκρατορικοί αναγνώριζαν μόνο τούς Λουθηρανούς, υποστηρικτές τής Ομολογίας τού Άουγκσμπουργκ (του 1530), ως νόμιμα κατέχοντες το δικαίωμα στην ελεύθερη άσκηση τής πίστης τους, δηλαδή υπήρχε τώρα «θρησκευτική φιλία» (Religionsfriede) μεταξύ Καθολικών και Λουθηρανών στη Γερμανία. Οι εκκλησιαστικές γαίες και περιουσίες, για τις οποίες ο αυτοκράτορας δεν είχε άμεση απαίτηση και οι οποίες είχαν αναληφθεί πριν από τη θρησκευτική ειρήνη τού Πασσάου (την οποία διαπραγματεύτηκαν οι Αψβούργοι με τον Μωρίς τής Σαξωνίας το 1552), θα παρέμεναν στο διηνεκές στην κατοχή των τωρινών τους ιδιοκτητών. Άλλες τέτοιες εκκλησιαστικές γαίες και περιουσίες θα παρέμεναν για σαράντα χρόνια (από τις 12 Νοεμβρίου 1627 με το νέο ημερολόγιο) στα χέρια των τωρινών τους ιδιοκτητών και στη συνέχεια, αν δεν γίνονταν περαιτέρω νομικές προσαρμογές, θα κατέχονταν με τον τρόπο που κατέχονταν το 1627.
Ο Γιόχαν Γκέοργκ τής Σαξωνίας παρέλαβε ολόκληρη τη Λουσατία (γερμ. Lausitz, πολ. Luzyca) ως μόνιμη κτήση του και στον δεύτερο γιο του, τον δούκα Αύγουστο, δόθηκε η αρχιεπισκοπή τού Μαγδεβούργου για τη διάρκεια τής ζωής του (seine Lebtage). Πολλές πολιτικές και θρησκευτικές λεπτομέρειες τής σκηνής τής εποχής εξετάστηκαν στη συνθήκη τής Πράγας. Διακηρύχθηκε γενική αμνηστία (Amnisti) και όσοι επιθυμούσαν μπορούσαν να προσχωρήσουν στους όρους τής Πράγας και να γίνουν δεκτοί ως χριστιανοί σύμμαχοι, αλλά οι επαναστάτες τής Βοημίας αποκλείονταν, όπως και οι εξόριστοι Βίττελσμπαχ, οι διεκδικητές τού Παλατινάτου. Ο αυτοκράτορας επιθυμούσε να διατηρήσει φιλικές σχέσεις και ελευθερία εμπορίου (freie Commercia) με την υπόλοιπη Ευρώπη και έλπιζε για ευρεία επέκταση τής ειρήνης.53 Η θρησκευτική έχθρα είχε μειωθεί αρκετά, αλλά δεν θα υπήρχε ειρήνη και ελευθερία εμπορίου. Οι Γάλλοι θα φρόντιζαν γι’ αυτό.
Οι Γάλλοι, αφού συνέτριψαν τούς φιλο-αυτοκρατορικούς δούκες, τον Κάρολο Δ’ τής Λωρραίνης και τον ηλικιωμένο Κάρολο Εμμανουήλ τής Σαβοΐας (ο οποίος είχε πεθάνει στα τέλη Ιουλίου 1630), έκαναν τελικά συνθήκη στις 11 Ιουλίου 1635 με τον διάδοχο τού τελευταίου, τον Βιττόριο Αμαντέο, κατά τής Ισπανίας, η οποία «αυτά τα τελευταία χρόνια καταπατούσε τη γενική ελευθερία τής Ιταλίας». Σκοπός τού συμφώνου Γαλλίας-Σαβοΐας ήταν η κατάκτηση τού ταλαιπωρούμενου από την πανούκλα ισπανικού δουκάτου τού Μιλάνου, «σύμφωνα με την Ένωση, που απαιτούσε να κάνουν ανοιχτό πόλεμο εναντίον τού βασιλιά τής Ισπανίας» (en exécution de laquelle (ligue) ils s’obligent de faire guerre ouverte contre le Roi d’Espagne). Ο Λουδοβίκος ΙΓ’ θα προσκόμιζε 12.000 πεζούς και 1.500 ιππείς, καθώς και τούς 6.000 πεζούς και 500 ιππείς που διατηρούσε τότε στη «Βαλτελλίνα», την κοιλάδα τού άνω Άντα. Ο Γάλλος δούκας τής Μάντουας, ο Κάρολος των Γκονζάγκα-Νεβέρ, θα συμμετείχε επίσης στην Ένωση, προσφέροντας 3.000 πεζούς και 300 ιππείς όπως και ο Οντοάρντο, δούκας τής Πάρμας, που θα πρόσθετε 4.000 πεζούς και 500 ιππείς στις δυνάμεις τους.54 Οι Γάλλοι σχεδίαζαν προσεκτικά το πόλεμο που βρισκόταν μπροστά.
Στις 27 Οκτωβρίου (1635) ο Λουδοβίκος ΙΓ’ συνήψε σύμφωνο με τον Μπέρναρντ τής Σαξωνίας-Βαϊμάρης, ο οποίος ήταν πια στρατιωτικός διοικητής των δυνάμεων τής αντι-αυτοκρατορικής συνομοσπονδίας των γερμανικών κρατών και ηγεμόνων. Ο Μπέρναρντ έπρεπε να συγκεντρώσει και να διατηρεί στρατό 18.000 ανδρών, για τον οποίο οι Γάλλοι θα παρείχαν ετήσια επιχορήγηση 4.000.000 λιρών Τουρ (livres tournois), με αφετηρία τις 15 τού επόμενου μήνα. Οι πληρωμές θα γίνονταν σε τριμηνιαία βάση. Ο Μπέρναρντ δεν έπρεπε να καταλήξει σε κανενός είδους «διευκόλυνση» με τον αυτοκράτορα και τούς συμμάχους του, ενώ πρωταρχική του δέσμευση θα ήταν εκείνη απέναντι στη χριστιανικότατη μεγαλειότητά του τής Γαλλίας. Το κείμενο τής συνθήκης αυτής, όπως παρέχεται από τον Ντυμόν, δίνει ελάχιστη ή καθόλου προσοχή στο γεγονός ότι για τις υπηρεσίες του προς το γαλλικό στέμμα ο Μπέρναρντ έπαιρνε υπόσχεση για την Αλσατία.55
Τελικά, στις 20 Μαρτίου 1636, έγινε συνθήκη συμμαχίας μεταξύ τού Λουδοβίκου ΙΓ’ και τής μικρής βασίλισσας Χριστίνας τής Σουηδίας. Η συμφωνία υπεγράφη στο Βίζμαρ (στον κόλπο τού Βίζμαρ) στη νοτιοδυτική ακτή τής Βαλτικής, στο Μέκλενμπουργκ. Οι Λουδοβίκος και Ρισελιέ, έχοντας εγκαθιδρύσει «την ειρήνη και την ηρεμία στα κράτη μας» (la paix et le repos dans nos états) για μερικά χρόνια, ήσαν έτοιμοι να φροντίσουν για την κύρια υπόθεσή τους, την υποστήριξη των συμμάχων τους απέναντι στον εχθρό, «τους αυτοκρατορικούς και τούς Ισπανούς (les Imperiaux et Espagnols). Έλεγαν (ή τουλάχιστον έλεγε ο Λουδοβίκος) ότι είχαν πάντοτε ιδιαίτερη αγάπη για τα κράτη τής Γερμανίας και για το στέμμα τής Σουηδίας. Ήθελαν τώρα να επιβάλουν στους Ισπανούς τέτοιους όρους, που θα εξασφάλιζαν την ειρήνη τής Χριστιανοσύνης. Ο κύριος σκοπός τής συμμαχίας τού Βίζμαρ ήταν όχι μόνο να εξασφαλίσει την υπεράσπιση των δύο βασιλείων, αλλά επίσης (όπως λεγόταν) «να προστατεύσει τις ασυλίες (les franchises) και την ελευθερία (liberies) τής Γερμανίας».
Οι Γάλλοι θα μετέφεραν τον πόλεμο στις κληρονομικές επαρχίες τού οίκου τής Αυστρίας «πέρα από τον Ρήνο», ενώ οι Σουηδοί θα το έκαναν «και σε άλλες κληρονομικές επαρχίες τού εν λόγω οίκου, δηλαδή στο βασίλειο τής Βοημίας και Σιλεσίας». Οι συνθήκες και οι υποθέσεις των κρατών θα αποκαθίσταντο όπως ήσαν όταν αρχικά ξεσπούσε ο πόλεμος το 1618. Τόσο οι Γάλλοι όσο και οι Σουηδοί θα επέτρεπαν την «ελεύθερη άσκηση τής θρησκείας» στα εδάφη που θα καταλάμβαναν. Κάθε χρόνο ο Λουδοβίκος ΙΓ’ θα πλήρωνε στη βασίλισσα τής Σουηδίας, σύμφωνα με το κείμενο τής συνθήκης τού Βίζμαρ, 1.000.000 λίρες Τουρ (livres tournois) σε δύο δόσεις, καθώς και επιπλέον 500.000 λίρες «για το παρελθόν» (pour le passé). Καμία πλευρά δεν θα έκανε ξεχωριστή ειρήνη ή ανακωχή με «τον αυτοκράτορα και τούς οπαδούς του». Η συνθήκη θα διαρκούσε για δέκα χρόνια. Κυρώθηκε από τον Λουδοβίκο ΙΓ’ στην πόλη τού Σεν Ζερμαίν-αν-Λαι, δεκατρία μίλια βορειοδυτικά τού Παρισιού, στις 15 Απριλίου (1636).56
Ο Άξελ Οξενστιέρνα, έχοντας την τάση σε αυτούς τούς ταραχώδεις χρόνους να υποστηρίζει και τις δύο πλευρές τής διαμάχης, απέφευγε οποιαδήποτε επίσημη σουηδική επικύρωση τής συνθήκης τού Βίζμαρ. Τα χρόνια 1635-1636 ήσαν πολύ δύσκολα για τούς Γάλλους. Μια εισβολή στην κοιλάδα τού Σομ από στρατό Ισπανών και αυτοκρατορικών, που κατέβαιναν από τη νότια Ολλανδία, έληξε στις 14-15 Αυγούστου 1636 με την από πλευράς τους κατάληψη τού φρουρίου τής πόλης Κορμπί, δέκα μίλια ανατολικά τής Αμιένης, στον δρόμο προς το Παρίσι. Στη γαλλική πρωτεύουσα ο λαός τρομοκρατήθηκε. Χωρίς τη συνεπή υποστήριξη τού Λουδοβίκου ΙΓ’ ο Ρισελιέ θα είχε πέσει από την εξουσία. Οι Γάλλοι δεν ανέκτησαν το Κορμπί μέχρι τις 9 Νοεμβρίου. Ο καρδινάλιος είχε ατέλειωτα προβλήματα, γιατί τώρα η Γαλλία δεν είχε ούτε τη στρατιωτική, ούτε την οικονομική δυνατότητα να ξεκινήσει μεγάλης κλίμακας ανοικτό πόλεμο εναντίον των Αψβούργων και των Γερμανών συμμάχων τους.
Με αναποτελεσματικούς στρατιώτες, αναξιόπιστη αριστοκρατία και αποδιοργανωμένη φορολογική διοίκηση οι Λουδοβίκος ΙΓ’ και Ρισελιέ σύντομα προσπαθούσαν να διατηρήσουν στρατούς διαφορετικής δυναμικότητας στην Ολλανδία, τη Λωρραίνη, τη Σαβοΐα, τη Βαλτελλίνα και τη Ρηνανία. Κύριοι σύμμαχοι τού χριστιανικότατου βασιλιά και τού Καθολικού καρδινάλιου ήσαν οι Προτεστάντες Οξενστιέρνα και Μπέρναρντ τής Σαξωνίας-Βαϊμάρης. Βέβαια ο βασιλιάς και ο καρδινάλιος ήσαν σε τελευταία ανάλυση εχθροί όλων των Αψβούργων, αλλά φοβούνταν τον Φίλιππο Δ’ περισσότερο από τον Φερδινάνδο Β’, γιατί η Μαδρίτη και η ισπανική Ολλανδία βρίσκονταν πιο κοντά στα γαλλικά σύνορα απ’ όσο η Βιέννη.
Καθώς οι Γάλλοι παράδερναν, ο Φερδινάνδος Β’ κατάφερε τελικά να εξασφαλίσει την εκλογή τού γιου τού Φερδινάνδου [Γ’] ως βασιλιά των Ρωμαίων στις 22 Δεκεμβρίου 1636, προς το τέλος τής εκλογικής συνέλευσης στο Ρέγκενσμπουργκ.57 Τέθηκαν οι συνήθεις περιορισμοί στην αυτοκρατορική εξουσία, αλλά οι Αψβούργοι είχαν κατορθώσει να διατηρήσουν τον τίτλο τού αυτοκράτορα στην οικογένειά τους. Όμως, καθώς οι Γάλλοι τα πήγαιναν άσχημα, οι Σουηδοί σύμμαχοί τους φαίνονταν ξαφνικά να βιώνουν στρατιωτική αναγέννηση. Ο Οξενστιέρνα είχε αφήσει τον Ρισελιέ να ανησυχεί για τη Ρηνανία και είχε επιστρέψει στη Στοκχόλμη, για να αναλάβει και να σφίξει τα ηνία τής κυβέρνησης. Φρόντισε ώστε οι δυνάμεις τής χώρας του να εφοδιαστούν τώρα με άνδρες και πυρομαχικά, πράγμα που ξεκινούσε νέα εποχή σουηδικής επιθετικότητας.
Αποσύροντας τον στρατό του από την Πομερανία, ο Σουηδός στρατιωτικός διοικητής Γιόχαν Μπάνερ πέτυχε αξιοσημείωτη νίκη επί των αυτοκρατορικών και Σαξώνων υπό τον Μέλχιορ φον Χάτσφελτ στις 4 Οκτωβρίου (1636) στο Βίττστοκ, επί τού ποταμού Ντόσσε στο Βρανδεμβούργο. Το Βίττστοκ συνετέλεσε πολύ στην αποκατάσταση τής αυτοπεποίθησης και τής φήμης των Σουηδών.58 Ο Γκέοργκ Βίλελμ. ο εκλέκτορας τού Βρανδεμβούργου, έμεινε αβοήθητος σε δίλημμα, ενώ ο συνάδελφός του Προτεστάντης αυτοκρατορικός Γιόχαν Γκέοργκ, ο εκλέκτορας τής Σαξωνίας, βρισκόταν τώρα ο ίδιος σε κάποιο κίνδυνο. Ο αυτοκράτορας Φερδινάνδος Β’ πέθανε στη Βιέννη στις 15 Φεβρουαρίου 1637, αλλά στην ευρωπαϊκή σκηνή μικρό αντίκτυπο είχε η άνοδος στον θρόνο τού γιου του και συνονόματου Φερδινάνδου Γ’. Οι Ολλανδοί τα πήγαιναν καλά, γιατί στις 10 Οκτωβρίου 1637 ο Φρειδερίκος Ερρίκος, ο ηγεμόνας τής Οράγγης (και γιος τού Γουλιέλμου τού Σιωπηλού), ανέκτησε τελικά τη Μπρέντα από τούς Ισπανούς, οι οποίοι κατείχαν το φρούριο τής πόλης για δώδεκα περίπου χρόνια.
Το έτος 1637 ξεκίνησε καλά για τον Μπάνερ, ο οποίος πήρε την Έρφουρτ και το Τόργκαου και απείλησε τη Λειψία, αλλά η χρονιά τελείωνε άσχημα όταν ο Μπάνερ αναγκάστηκε να υποχωρήσει στο Στέττιν (Szczecin) στην Πομερανία. Οι αυτοκρατορικοί κατέλαβαν μεγάλο μέρος τής αμφισβητούμενης επαρχίας, και όλα όσα είχε κερδίσει ο Μπάνερ στο Βίττστοκ φαίνονταν ότι κινδύνευαν να χαθούν. Η κακή κατάσταση στην οποία βρισκόταν τώρα η Σουηδία οδήγησε λοιπόν τον Οξενστιέρνα με τη συνθήκη τού Αμβούργου στις 5 Μαρτίου 1638 «στην ανταλλαγή επικυρώσεων τής συνθήκης που συνήφθη στο Βίσμαρ στις 20 Μαρτίου 1636 μεταξύ των πρέσβεων τού βασιλιά τής Γαλλίας και τής βασίλισσας τής Σουηδίας, όπως έχουν παρουσιαστεί μέχρι τώρα για διάφορους λόγους» (l’échange des ratifications du Traité conclu à Wismar le 20 Mars 1636 entre les ambassadeurs du Roi de France et de la Reine de Suède, aiant esté remis jusqu’ à présent pour plusieurs raisons). Κατά τη διάρκεια των τριών επομένων ετών, δηλαδή από τις 15 Μαΐου 1638 «μέχρι την ίδια μέρα τού έτους 1641», οι Σουηδοί θα εισέπρατταν (στο Άμστερνταμ) ετήσια επιχορήγηση ενός εκατομμυρίου λιρών Τουρ από τούς Γάλλους, δηλαδή θα γίνονταν πληρωμές 500.000 λιρών δύο φορές τον χρόνο. Δεν θα γινόταν ειρήνη με τούς Αψβούργους ούτε από τη Γαλλία ούτε από τη Σουηδία, «παρά μόνο με αμοιβαία συναίνεση». Η διαχείριση των γαλλικών υποθέσεων θα γινόταν στην Κολωνία και εκείνων τής Σουηδίας στο Αμβούργο ή στο Λύμπεκ.59
Παρά το γεγονός ότι οι Γάλλοι θα δυσκολεύονταν να συνεχίσουν αυτές τις πληρωμές, ήταν σαφές ότι ο πόλεμος επρόκειτο να ανανεωθεί με σθένος. Η προσοχή εκτρεπόταν τώρα από τον Μπάνερ στον Μπέρναρντ τής Σαξωνίας-Βαϊμάρης, ο οποίος ήταν διοικητής των γαλλικών δυνάμεων (κυρίως Γερμανών μισθοφόρων) στο πεδίο. Στις 3 Μαρτίου 1638 ο Μπέρναρντ νίκησε τούς αυτοκρατορικούς στο Ραϊνφέλντεν και στη συνέχεια κατέλαβε την πόλη (στις 24 Μαρτίου). Ένα μήνα αργότερα πήρε το Φράιμπουργκ (στη νοτιοδυτική Βύρττεμπεργκ), νίκησε τούς αυτοκρατορικούς στο Βιττενβάιχερ (στις 9 Αυγούστου) και ύστερα από φοβερή πολιορκία κατέλαβε το Μπράιζαχ στη δεξιά όχθη τού Ρήνου (στις 17 Δεκεμβρίου). Το Μπράιζαχ, στην ακριβώς απέναντι όχθη τού ποταμού από το γαλλικό Νεφ Μπριζάχ, όπου ο Βωμπάν θα έχτιζε αργότερα γνωστό φρούριο, ήταν το σημείο εισόδου στη Βύρττεμπεργκ.
Η κατοχή τού Μπράιζαχ ενίσχυε τον έλεγχο τού Μπέρναρντ επί τής Αλσατίας, για την οποία διεκδικούσε πλήρες δικαίωμα κατοχής, γιατί αυτό διασφαλιζόταν (όπως το έβλεπε) από το συμβόλαιό του με τούς Γάλλους στη συνθήκη τού Σαιν Ζερμαίν (της 27ης Οκτωβρίου 1635). Αρνιόταν να παραδώσει το Μπράιζαχ και ορισμένους άλλους τόπους. Όμως είχε αρρωστήσει για κάποιο χρονικό διάστημα και στα μέσα Ιουλίου 1639 ο Ρισελιέ απαλλάχθηκε από ένα άλυτο ίσως πρόβλημα με τον θάνατο τού Μπέρναρντ στην ηλικία των τριανταπέντε ετών. Ο Μπέρναρντ κληροδοτούσε την Αλσατία στον μεγαλύτερο αδελφό του Βίλελμ,60 ενώ αν εκείνος δεν μπορούσε να την αποδεχθεί (και δεν θα μπορούσε), η Αλσατία θα πήγαινε στον Λουδοβίκο ΙΓ’, ο οποίος επιθυμούσε (όπως δήλωνε) τη διατήρηση «της γερμανικής ελευθερίας» (la liberté germanique).
O στρατός τού Μπέρναρντ φον Ζάξεν-Βάιμαρ αφέθηκε στην πραγματικότητα στον επικεφαλής του αξιωματικό Γιόχαν Λούντβιχ φον Έρλαχ, ο οποίος δεν είχε άλλη εναλλακτική λύση παρά να αποδεχθεί γαλλική σύμβαση εργασίας. Ο Καρλ Λούντβιχ, ο οποίος διεκδικούσε το εκλεκτοράτο τού Παλατινάτου ως γιος τού Φρήντριχ Ε’, φιλοδοξούσε να αναλάβει τη διοίκηση τού στρατού τού Μπέρναρντ, αλλά, διερχόμενος ανόητα μέσα από τη Γαλλία, συνελήφθη στη Μουλέν και στη συνέχεια φυλακίστηκε στη Βενσέν. Ο στρατός έπρεπε να πληρωθεί. Πού άραγε θα εύρισκε ο Καρλ Λούντβιχ τα χρήματα; Πώς θα μπορούσε να αντισταθεί στον Ρισελιέ; Ο Έρλαχ είχε μακρά εμπειρία πολέμου. Ήταν σαραντατεσσάρων ετών όταν πέθανε ο Μπέρναρντ. Στις 9 Οκτωβρίου 1639 ο Έρλαχ και οι συνάδελφοί του αξιωματικοί έκαναν «συνθήκη» με τον Λουδοβίκο ΙΓ’, ο οποίος συμφωνούσε να δεχτεί τον στρατό τού Μπέρναρντ «ως ένα σώμα, όπως (ο άρχοντας δούκας τής Βαϊμάρης) κατέθεσε την επιθυμία στη διαθήκη του…» (en un corps ainsi que (Monsieur le Duc de Weimar) a témoigné le désirer par son testament…), δηλαδή οι δυνάμεις τής Βαϊμάρης θα παρέμεναν ανέπαφες κάτω από τούς τότε διοικητές τους, που θα κρατούσαν όλο το πυροβολικό τού Μπέρναρντ.
Αν ο στρατός υφίστατο οποιαδήποτε «κακή συνάντηση ή αναπόφευκτο ατύχημα» (mauvaise rencontre ou accident inévitable), ο Γάλλος βασιλιάς υποσχόταν στον Έρλαχ και στους συναδέλφους του αξιωματικούς την πλήρη αποκατάσταση τού ιππικού και τού πεζικού, για το οποίο προφανώς αναλαμβάνονταν τώρα γενναιόδωρες οικονομικές δεσμεύσεις, «κάτω από, και σύμφωνα με, τις διομολογήσεις που είχαμε με τον αείμνηστο δούκα τής Βαϊμάρης» (suivant et conformément aux capitulations que l’on avoit avec feu M. le Duc de Weymar). Οι συμφωνίες υπογράφηκαν (στις 9 Οκτωβρίου) στο Μπράιζαχ, πόλη τής οποίας κυβερνήτης διορίστηκε ο Έρλαχ, έχοντας αναγνωρίσει γαλλική επικυριαρχία επί τής Αλσατίας, καθώς και επί τού Μπράιζαχ και τού Φράιμπουργκ.61 Κατά την άποψη ορισμένων ιστορικών ο Μπέρναρντ γινόταν κάπως Γερμανός εθνικιστής την εποχή τού θανάτου του —τα στρατεύματά του ήσαν βέβαια σχεδόν όλοι Γερμανοί— ενώ η συνθήκη τής 9ης Οκτωβρίου έχει ονομαστεί «η προδοσία στο Μπράιζαχ».
Ενώ οι Γερμανοί εθνικιστές (ας τούς αναφέρουμε ως τέτοιους) μπορεί να αισθάνονταν προδομένοι στο Μπράιζαχ, πολύ χειρότερη «προδοσία» περίμενε τον Φίλιππο Δ’ τής Ισπανίας και τον πρωθυπουργό του Γκάσπαρ ντε Γκούζμαν, τον κόμη-δούκα τού Ολιβάρες. Το 1640 τόσο οι Καταλανοί όσο και οι Πορτογάλοι επαναστάτησαν εναντίον τής Ισπανίας. Τα γεγονότα είναι γνωστά. Στις 16 Δεκεμβρίου (1640) ο Λουδοβίκος ΙΓ’ συνήψε «αιώνια συνθήκη συμμαχίας και αδελφοσύνης με την … ηγεμονία τής Καταλωνίας, την κομητεία τής Σερντάνια, … και την κομητεία τού Ρουσσιγιόν, που βρίσκονται υπό την εξουσία των Καταλανών…». Οι Γάλλοι θα διέθεταν στους αντάρτες αξιωματικούς τού στρατού, για να διοικούν τα στρατεύματά τους, «ιππικό και πεζικό, καθώς και το πυροβολικό τους». Η Αυτού μεγαλειότητα θα διέθετε επίσης στους Καταλανούς έξι χιλιάδες πεζούς και δύο χιλιάδες ιππείς, «δηλαδή τρεις χιλιάδες πεζούς και χίλιους ιππείς τώρα και τούς υπόλοιπους τον ερχόμενο μήνα Μάρτιο….». Οι Καταλανοί θα λάμβαναν επίσης όπλα και πυρομαχικά και σε αντάλλαγμα για τη νομιμοφροσύνη τους προς τη Γαλλία θα προστατεύονταν πλήρως από την καταπίεση τού βασιλιά τής Ισπανίας. Σε συνέλευση στη Βαρκελώνη στις 23 Ιανουαρίου 1641, οι εκπρόσωποι τής Καταλωνίας, τής Σερντάνια και τού Ρουσσιγιόν υπέβαλαν υπακοή στον Λουδοβίκο ΙΓ’ υπό ορισμένους όρους και προϋποθέσεις, τούς οποίους εκείνος αποδέχθηκε στο Περόν στις 19 Σεπτεμβρίου.62 Για την Ισπανία αυτό ήταν κάτι περισσότερο από απλώς κακό, αλλά φυσικά δεν ήταν μόνο αυτό.
Η Πορτογαλία είχε επίσης ξεσηκωθεί σε εξέγερση και ο δούκας Ιωάννης τής Μπραγκάντσα ανακηρύχθηκε βασιλιάς ως Ιωάννης Δ’, παίρνοντας την υποστήριξη των τριών τάξεων τού βασιλείου, «δηλαδή τής εκκλησίας, των Αρχόντων και τού Λαού τού βασιλείου τής Πορτογαλίας». Η ανακήρυξη έγινε πρώτα στη Λισαβώνα την 1η Δεκεμβρίου 1640 και αιτιολογήθηκε και επικυρώθηκε με γραπτή δήλωση στις 28 Ιανουαρίου (1641).63 Όπως ήταν αναμενόμενο, ο Ιωάννης Δ’ σύντομα αναγνωρίστηκε από τη Γαλλία και τού δόθηκε υπόσχεση για βοήθεια εναντίον τής Ισπανίας (την 1η Ιουνίου 1641).64 Τη συνθήκη με τη Γαλλία ακολούθησε αμέσως λεπτομερές εμπορικό σύμφωνο με τούς Ολλανδούς, που θέσπιζε ειρήνη, φιλία και αμοιβαία συνδρομή μεταξύ Πορτογαλίας και Ηνωμένων Επαρχιών τόσο στη στεριά όσο και στη θάλασσα και εκτεινόταν από τις Ανατολικές Ινδίες και τη Βραζιλία μέχρι την ευρωπαϊκή ήπειρο.65 Οι Ηνωμένες Επαρχίες είχαν ήδη συνάψει συμμαχία και εμπορικό σύμφωνο με τη Σουηδία, που τούς εγγυόταν (έλπιζαν) «ελευθερία ναυσιπλοΐας και εμπορίου» (libertas navigationis et commerciorum) στη Βαλτική και τη Βόρεια Θάλασσα.66 Οι Λουδοβίκος ΙΓ’ και Ρισελιέ στράφηκαν επίσης προς τη Σουηδία, για να βοηθήσουν στη διατήρηση των «προνομίων και ελευθεριών» τής Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, καθώς και για «να αποκτήσουν καλή γενική ειρήνη για τη Χριστιανοσύνη»,67 πράγμα που σήμαινε ότι οι Γάλλοι ήσαν πια καλά προετοιμασμένοι, για να προχωρήσουν πιο δυναμικά στον πόλεμο εναντίον των Αψβούργων.
Η καταστροφή και ερήμωση στα γερμανικά κράτη ήταν τρομακτική. Οι περισσότεροι ηγεμόνες λαχταρούσαν ειρήνη. Μετά τον θάνατο τού Μπέρναρντ τής Σαξωνίας-Βαϊμάρης, ο Γιόχαν Μπάνερ είχε φέρει τη σουηδική νίκη στη βόρεια Γερμανία. Οι Γάλλοι αποτελούσαν απειλή στον νότο. Κατά το διάρκειας ενός έτους Ράιχσταγκ τού Ρέγκενσμπουργκ (1640-1641) ο αυτοκράτορας Φερδινάνδος Γ’ έκανε προφανώς ειλικρινή και λογική προσπάθεια επίτευξης γερμανικής ειρήνης (pax Germanica) στη βάση τροποποίησης τής ειρήνης τής Πράγας. Στο τέλος υποχώρησε ακόμη και από το Διάταγμα Αποκατάστασης, παρά τις παπικές αντιρρήσεις. Όσοι είχαν στην κατοχή τους εκκλησιαστική περιουσία από το 1627, θα τη διατηρούσαν. Όμως οι προσπάθειες τού Φερδινάνδου ματαιώθηκαν, όταν την 1η Δεκεμβρίου 1640 πέθανε ο Γκέοργκ Βίλελμ, ο εκλέκτορας τού Βρανδεμβούργου (σε ηλικία σαραντατριών ετών).68 Η εποχή τής εξουσίας του είχε αποτελέσει σύγχυση. Όντας Καλβινιστής, κυβερνούσε λουθηρανικό λαό. Ο πρωθυπουργός του, ο Άνταμ φον Σβάρτσενμπεργκ, ήταν Καθολικός και πάντοτε έπαιζε φιλο-αυτοκρατορικό παιχνίδι.
Τον εύκολα φοβούμενο και συνήθως αναποφάσιστο Γκέοργκ Βίλελμ διαδέχθηκε ο τολμηρός και υπολογιστής γιος του, ο Φρήντριχ Βίλελμ, που θα γινόταν γνωστός ως ο Μεγάλος Εκλέκτορας. Ο Φρήντριχ Βίλελμ θα δημιουργούσε το μεγαλείο τού οίκου των Χοεντσόλλερν. Επωφελούμενος από τις κακουχίες και τις απογοητεύσεις τού πατέρα του, ο Φρήντριχ Βίλελμ είχε προφανώς καταλήξει στο συμπέρασμα ότι για να είναι επιτυχής ένας πολιτικός, έπρεπε να μάθει να υψώνεται πάνω από αρχές. Ο Γκέοργκ Βίλελμ ήταν σύμμαχος τού αυτοκράτορα έχοντας υπογράψει την Ειρήνη τής Πράγας. Τα στρατεύματά του είχαν ηττηθεί βαριά στο πεδίο και οι Σουηδοί είχαν λεηλατήσει τα εδάφη του, οδηγώντας τον στο Κένιγκσμπεργκ στην Πρωσία (το 1638). Ο γιος του και διάδοχος Φρήντριχ Βίλελμ χρειαζόταν ειρήνη και χρόνο, καθώς και χρήματα για να πληρώσει τα χρέη τού πατέρα του και να αποκαταστήσει το κακοποιημένο εκλεκτοράτο τού Βρανδεμβούργου (που βρισκόταν τώρα σε κομμάτια) σε κάποια επίφαση τής προηγούμενης κατάστασής του.
Ήδη από τον Φεβρουάριο τού 1641 ο διοικητής των Αψβούργων Οττάβιο Πικκολομίνι έβλεπε τα πρώτα σημάδια τής πιθανής αποστασίας τού Φρήντριχ Βίλελμ από την αυτοκρατορική υπόθεση, πράγμα θα καθιστούσε δύσκολο να δοθεί αποτελεσματικό πλήγμα κατά τού εχθρού, δηλαδή των Σουηδών.69 Ήταν δύσκολη περίοδος για τούς αυτοκρατορικούς. Οι Γάλλοι είχαν εισβάλει στη Βύρττεμπεργκ και λεηλατούσαν την περιοχή. Υπήρχε επίσης ο φόβος τουρκικής εισβολής στην Ουγγαρία.70Ο Σουηδός αρχιστράτηγος Γιόχαν Μπάνερ πέθανε στο Χάλμπερστατ στις 10/20 Μαΐου 1641, ύστερα από ασθένεια επτά εβδομάδων.71 Είχε υπάρξει σε μεγάλο βαθμό στρατιωτικά επιτυχής, αλλά ακόμη και οι Σουηδοί συνάδελφοί του εύρισκαν τον Μπάνερ απείθαρχο και αναξιόπιστο. Παρ’ όλα αυτά εκείνη τη στιγμή φαινόταν να είναι ο μόνος σημαντικός στρατιώτης τής Σουηδίας.
Ο Φρήντριχ Βίλελμ είχε βέβαια κάνει ήδη ανοίγματα προς τούς Σουηδούς, που προφανώς έγιναν πιο δεκτικοί μετά τον θάνατο τού Μπάνερ. Μάλιστα στις 24 Ιουλίου οι Σουηδοί συμφώνησαν να απέχουν από εχθροπραξίες με το Βρανδεμβούργο. Όμως όταν πέθανε ο αντι-αυτοκρατορικός δούκας Γκέοργκ τού Μπράουνσβαϊκ-Λύνεμπουργκ (το 1641), οι διάδοχοί του έκαναν ειρήνη με τον Φερδινάνδο Γ’. Έτσι, αν ο τελευταίος είχε χάσει την ενεργό υποστήριξη τού Βρανδεμβούργου, οι Σουηδοί είχαν χάσει εκείνη τού Μπράουνσβαϊκ-Λύνεμπουργκ. Η Ευρώπη είχε κουραστεί πολύ από τον πόλεμο. Οι διαπραγματεύσεις για την ειρήνη διεξάγονταν από εκπροσώπους τής Βιέννης, τού Παρισιού και τής Στοκχόλμης, αλλά κανείς δεν ήθελε να εγκαταλείψει κάποιο έδαφος ή πλεονέκτημα που νόμιζε ότι είχε κερδίσει. Κανείς δεν ήθελε να αποδεχθεί τις ζημίες που είχε υποστεί72 και παρ’ όλα αυτά, όπως φαινόταν, όλοι ήθελαν ειρήνη.73 Η ζωή ήταν σκληρή. Θα συνέχιζε να είναι. Η ταραχή, η εξέγερση και η επανάσταση εξαπλώνονταν σε όλη την Ευρώπη, όχι μόνο στην Πορτογαλία και την Καταλωνία, αλλά και στην Αγγλία και τη Γαλλία, τη Νάπολη και την Ολλανδία. Το ανυπότακτο πνεύμα φαινόταν να είναι μεταδοτικό, αν και διαφορετικές πολιτικές και οικονομικές δυσκολίες ενέπνεαν την ανυποταξία σε διαφορετικούς τόπους, την οποία μεγάλωναν εθνικιστικές συγκρούσεις, οι οποίες, όσο κι αν καλύπτονταν, υπέβοσκαν από καιρό στην Ευρώπη. Ο θρησκευτικός ανταγωνισμός παρέμενε επίσης ισχυρή δύναμη.
Την αλλοπρόσαλλη διοίκηση τού Γιόχαν Μπάνερ επί των καταρρεουσών σουηδικών δυνάμεων ανέλαβε ο ταλαιπωρούμενος από ποδάγρα αλλά αυστηρός Λένναρτ Τόρστενσσον, ο οποίος (στο εικοστό όγδοο έτος του) είχε την ευθύνη τού πυροβολικού τού Γουσταύου Αδόλφου στο Μπράιτενφελντ το 1631 και στο Λεχ κατά το επόμενο έτος. Ο Τόρστενσσον έφερε χρήματα, πυρομαχικά και ενισχύσεις στον σουηδικό στρατό στη βόρεια Γερμανία. Ισχυρός και βάναυσος οπαδός τής πειθαρχίας, ξανάφτιαξε τον στρατό στρατολογώντας αγρότες, ταΐζοντάς τους και παρέχοντάς τους ευκαιρίες για λεηλασία. Με αφετηρία την άνοιξη τού 1642 ο Τόρστενσσον προχώρησε σε σειρά θεαματικών νικών. Συνέτριψε σαξωνικό στρατό στο Σβάιντνιτς τής Κάτω Σιλεσίας, κατέλαβε την πόλη και συνέχισε μπαίνοντας στη Μοραβία, όπου τον Ιούνιο κατέλαβε και λεηλάτησε την πόλη τού Όλμουτς (Όλομουτς) στη βορειοκεντρική Μοραβία (Τσεχοσλοβακία).
Στις αρχές Νοεμβρίου (1642) ο Τόρστενσσον κατέβαλε τις αυτοκρατορικές δυνάμεις υπό τον αρχιδούκα Λέοπολντ Βίλελμ στη δεύτερη μάχη τού Μπράιτενφελντ, σκοτώνοντας και συλλαμβάνοντας μερικές χιλιάδες στρατιώτες τού αρχιδούκα. Στη συνέχεια ο Τόρστενσσον κατέλαβε τη Λειψία, πέντε περίπου μίλια νότια τού πεδίου τής μάχης τού Μπράιτενφελντ, αποσπώντας από τούς κατοίκους της 400.000 αυτοκρατορικά δολλάρια. Η περίοδος 1642-1643 ήταν καταστροφική για τούς Αψβούργους, πολύ περισσότερο για τον ισπανικό απ’ όσο για τον αυστριακό κλάδο τής οικογένειας. Όμως η περιοχή τής Λειψίας δέχτηκε ισχυρό πλήγμα. Η ίδια η πόλη είχε τεθεί υπό πολιορκία πέντε περίπου φορές κατά τη διάρκεια τής προηγούμενης δεκαετίας (1631-1642), ενώ τώρα θα καταλαμβανόταν από τούς Σουηδούς, από το 1642 μέχρι το 1650.
Παρά το γεγονός ότι πέθανε ο καρδινάλιος ντε Ρισελιέ (στις 4 Δεκεμβρίου 1642) και τον ακολούθησε σύντομα ο Λουδοβίκος ΙΓ’ (στις 14 Μαΐου 1643), ο νεαρός προστατευόμενος τού καρδιναλίου, ο Λουί Β’ ντε Μπουρμπόν, δούκας τού Ωνγκέν, αργότερα γνωστός ως ο Μεγάλος Κοντέ, κατέστρεψε τον ισπανικό στρατό (τους tercios) υπό τον Φρανσίσκο ντε Μέλο, κυβερνήτη τής Ολλανδίας, στο Ροκρουά στις 18-19 Μαΐου 1643.74 Η αποφασιστική γαλλο-ισπανική σύγκρουση στο Ροκρουά (στις Αρδέννες, στη βόρεια Γαλλία) ήταν η πρώτη μάχη στην οποία ο ντ’ Ωνγκέν επέδειξε αυτή την εξαιρετική ικανότητα για πόλεμο, την οποία θα εξακολουθούσε να διαθέτει για περισσότερο από τριάντα χρόνια, μέχρι τις τελευταίες του εκστρατείες το 1674-1675. Ύστερα η αρρώστια και η κούραση τον ανάγκασαν σε απόσυρση, την οποία ανακούφιζε η αφοσίωση στη θρησκεία και η αφιέρωση στη λογοτεχνία. Το Ροκρουά ήταν λοιπόν η αρχή τής σταδιοδρομίας τού Μεγάλου Κοντέ. Ήταν επίσης το τέλος τής στρατιωτικής υπεροχής τής Ισπανίας στην Ευρώπη.
Η δεύτερη μάχη τού Μπράιτενφελντ υπήρξε επίσης σοβαρό πλήγμα για την Αυστρία, γιατί οι Ισπανοί είχαν προσφέρει στους Αψβούργους αυτοκράτορες πολλή βοήθεια κατά τη διάρκεια των ετών, αποτελώντας εμπόδιο για την γαλλική και ολλανδική επέκταση στην Ευρώπη και αλλού. Ο ικανός καρδινάλιος-ινφάντης Φερδινάνδος, που αποτελούσε απειλή για τη Γαλλία καθώς και για την Ολλανδία, είχε πεθάνει στις 9 Νοεμβρίου 1641, ενώ ο Ισπανός πρωθυπουργός Ολιβάρες έπεσε από την εξουσία τον Ιανουάριο τού 1643. Αν οι Αψβούργοι είχαν προβλήματα, οι Γάλλοι επίσης είχαν τα δικά τους.
Τέσσερις ημέρες μετά τον θάνατο τού Λουδοβίκου ΙΓ’ η χήρα του Άννα τής Αυστρίας, αδελφή τού Φιλίππου Δ’ και κουνιάδα τού Φερδινάνδου Γ’, ανακηρύχθηκε αντιβασιλέας τής Γαλλίας από το Κοινοβούλιο τού Παρισιού (στις 18 Μαΐου 1643). Ήταν Ισπανίδα. Ο φίλος και υπουργός της καρδινάλιος Ζυλ Μαζαρέν ήταν Ιταλός. Ως ξένοι έπρεπε να προχωρήσουν προσεκτικά με την εξωτερική πολιτική τής Γαλλίας. Μετά το Ροκρουά, όταν οι Γάλλοι φαίνονταν να βρίσκονται στο αποκορύφωμα νίκης, θα ήταν δύσκολο να κάνουν οποιαδήποτε παραχώρηση στην Αυστρία για την επίτευξη τής ειρήνης.
Σε κάθε περίπτωση η Άννα τής Αυστρίας παρέδωσε την άσκηση τής γαλλικής εξωτερικής πολιτικής στον Μαζαρέν, ο οποίος ήταν εχθρικός προς τούς Αψβούργους. Σε μεγάλο όμως βαθμό η περισσότερη Ευρώπη ήθελε ειρήνη και οι Αυστριακοί και οι Γερμανοί, οι Γάλλοι και οι Σουηδοί, ζητούσαν να σταματήσουν τον μακροχρόνιο καταστροφικό πόλεμο με διάφορους έμμεσους τρόπους. Ενώ η Άννα τής Αυστρίας και ο Μαζαρέν συνέχιζαν την εξωτερική πολιτική τού Ρισελιέ, η Γαλλία φαινόταν να κερδίζει, αλλά στην εικοσιπενταετή περίοδο 1618-1643, οι γαλλικές πολεμικές δαπάνες είχαν αυξηθεί κατά 600%, από 8.017.934 σε 48.550.314 λίρες Τουρ.75
Η Γαλλία είχε περισσότερο από οικονομικά προβλήματα. Παρά τις επιτυχίες των ντ’ Ωνγκέν και Τουρέν, σύντομα έχασε τον σημαντικό στρατηγό Ζαν Μπατίστ Γκεμπριάν, ο οποίος είχε πετύχει αριθμό νικών στο πεδίο, νικώντας τούς αυτοκρατορικούς στις μάχες τού Βολφενμπύτελ (το 1641) και τού Κέμπεν (το 1642). Έχοντας πρόσφατα λάβει το σκήπτρο τού στρατάρχη τής Γαλλίας, ο Γκεμπριάν πολιόρκησε στις 7 Νοεμβρίου 1643 το Ροτβάιλ επί τού ποταμού Νέκαρ, στη νότια Βύρττεμπεργκ. Δέκα μέρες αργότερα σκοτώθηκε από πυροβολισμό φαλκονέτου.76 Λίγο αργότερα ο αυτοκρατορικός-βαυαρικός στρατός υπό τούς Φραντς φον Μέρσυ και Γιόχαν φον Βερτ υπέστη συντριπτική ήττα από τις γαλλικές δυνάμεις στην περιοχή των Ροτβάιλ και Τύτλινγκεν, οδηγώντας τον Τουρέν πίσω προς τον Ρήνο και αποτρέποντας την περαιτέρω προέλασή του στη Βύρττεμπεργκ.
Ο Τριακονταετής Πόλεμος φαίνεται μερικές φορές να είναι σε μεγάλο βαθμό σειρά από φρικτές μάχες, προκαλώντας τρομακτικές απώλειες ζωών και εκτεταμένες καταστροφές εκκλησιών, δημαρχείων, σπιτιών, κτημάτων, καθώς και έργων τέχνης. Η καταστροφή είχε γίνει τρόπος ζωής. Η πείνα και η πανούκλα ήσαν θανάσιμα εκτεταμένες.77 Όσο στενοχωρημένοι κι αν ήσαν, οι Γερμανοί είχαν σχεδόν συνηθίσει στην καταστροφή. Καθώς οι Γάλλοι προσπαθούσαν να κινηθούν προς τα ανατολικά από τον Ρήνο, ο διοικητής των Αυτοκρατορικών-Βαυαρών Φραντς φον Μέρσυ προσπαθούσε να σταματήσει την προέλασή τους με τα στρατεύματα τού Μαξιμιλιανού Α’. Στις 27 Ιουλίου (1644) ο Μέρσυ κατέλαβε την πόλη τού Φράιμπουργκ ιμ Μπράισγκαου, που βρίσκεται δέκα περίπου μίλια ανατολικά τού Ρήνου και (όπως πετάει το κοράκι) 150 περίπου μίλια δυτικά από τα πεδία μαχών τού Ροτβάιλ και τού Τύτλινγκεν. Ο Τουρέν περίμενε την άφιξη τού ντ’ Ωνγκέν στην περιοχή των Νεφ Μπριζάχ και Μπράιζαχ, ενώ όταν έφτασε ο ντ’ Ωνγκέν με τις αναγκαίες ενισχύσεις, πέρασαν τα στρατεύματά τους στην απέναντι όχθη τού Ρήνου.
Η λεγόμενη μάχη τού Φράιμπουργκ υπήρξε σειρά από τρεις ξεχωριστές συγκρούσεις μεταξύ των Γάλλων υπό τούς ντ’ Ωνγκέν και Τουρέν και τού αυτοκρατορικού-βαυαρικού στρατού υπό τον Μέρσυ. Οι μάχες έγιναν στις 3-5 και 9-10 Αυγούστου 1644. Και οι δύο πλευρές υπέστησαν σοβαρές απώλειες ανθρώπινου δυναμικού. Όμως, ύστερα από παρατεταμένους ελιγμούς, οι Γάλλοι υποχρέωσαν τον Μέρσυ να αποσυρθεί στο Ρότενμπουργκ ομπ ντερ Τάουμπερ. Παρά την υποχώρηση τού Μέρσυ, οι Γάλλοι δεν επιτέθηκαν στο Φράιμπουργκ, αν και λέγεται ότι ο Μαξιμιλιανός είχε διατάξει τον στρατηγό του να μην επιδιώξει άμεση επανέναρξη των εχθροπραξιών με τούς Γάλλους. Ο ντ’ Ωνγκέν προχώρησε προς την οχυρωμένη πόλη Φίλιπσμπουργκ, την οποία κατέλαβε, όπως και τις πόλεις Μάνχαϊμ στη δεξιά όχθη τού Ρήνου και Σπέγιερ στην αριστερή όχθη. Ο Τουρέν κατέλαβε την περίφημη πόλη Βορμς, επίσης επί τού Ρήνου, δώδεκα μίλια βόρεια τού Μάνχαϊμ, καθώς και το Όππενχαϊμ στην αριστερή όχθη (δώδεκα μίλια νότια τού Μάιντς) και το Λάνταου, δέκα περίπου μίλια δυτικά τού Ρήνου στο νότιο Παλατινάτο. Τώρα οι Γάλλοι ενεργούσαν ως άρχοντες τής Ρηνανίας από το Κόμπλεντς στον βορρά μέχρι τη Βασιλεία στον νότο, αλλά ο Μέρσυ τούς κρατούσε ακόμη έξω από τον Μέλανα Δρυμό.78
Στον αδιάκοπο πόλεμο αυτών των ετών ο Φραντς φον Μέρσυ ανέκτησε το Μάνχαϊμ και επέφερε εκπληκτική ήττα στον Τουρέν στη μάχη τού Μέργκενταϊμ στην Φρανκονία (στις 15 Μαΐου 1645). Όμως οι Μέρσυ και Γιόχαν φον Βερτ έμαθαν σύντομα και πάλι ότι η μπαρόκ θεά Τύχη ήταν πάντοτε άστατη, γιατί όταν στις 3 Αυγούστου αντιμετώπισαν τούς ντ’ Ωνγκέν και Τουρέν στο πεδίο τού Άλλερχαϊμ κοντά στο Νόρντλινγκεν στη Σουηβία, οι Γάλλοι κέρδισαν τη μάχη. Ο Μέρσυ σκοτώθηκε από πυροβολισμό μουσκέτου. Και οι δύο πλευρές υπέστησαν βαριές απώλειες, αλλά οι Γάλλοι είχαν σίγουρα νικήσει.
Στο μεταξύ, κατά τη διάρκεια τού χειμώνα τού 1642-1643, οι Σουηδοί είχαν αποκτήσει σταθερή κατοχή τής βόρειας και κεντρικής Μοραβίας, από την οποία ο Αυστριακός στρατηγός Ματίας Γκάλλας δεν μπορούσε να αποσπάσει τον Λένναρτ Τόρστενσσον, ο οποίος είχε σαρώσει κατεβαίνοντας από τη Σαξωνία για να ενισχύσει τη σουηδική κατοχή τής απειλούμενης οχυρωμένης πόλης Όλομουτς (Όλμουτς). Ο πόλεμος βρισκόταν παντού στην Ευρώπη, συμπεριλαμβανομένης τής Αγγλίας, όπου άρχιζαν τώρα ένοπλες συγκρούσεις μεταξύ των βασιλοφρόνων και των παρλιαμενταριστών (Roundheads). Το 1643-1644 ο Τόρστενσσον και ο Σουηδός στρατηγός Χανς Κρίστοφ, κόμης τού Κένιγκσμαρκ, ενεργώντας κατόπιν εντολών από τη Στοκχόλμη, επέκτειναν την περιοχή των συγκρούσεων εισβάλλοντας στη Δανία. Οι ιδιοτελείς γελοιότητες τού Χριστιανού Δ’ είχαν αποτελέσει αφόρητη ενόχληση για τη σουηδική κυβέρνηση. Ένα από τα αδικήματα των Δανών ήταν η παρέμβασή τους στα σουηδικά πλοία στη Βαλτική και στον πορθμό Κάττεγκατ. Οι Σουηδοί κατέλαβαν το Σλέσβιχ και το Χόλσταϊν και εισήλθαν στη Γιουτλάνδη, οδηγώντας τον Χριστιανό σε φυγή ύστερα από μάταιη προσπάθεια των αυτοκρατορικών να τον βοηθήσουν. Ο Χριστιανός ταπεινώθηκε με την ειρήνη τού Μπρέμσεμπρο (στις 13/23 Αυγούστου 1645), η οποία διαβεβαίωνε για την ασφάλεια των σουηδικών πολεμικών και εμπορικών πλοίων.79
Η απρόσμενη σουηδική εισβολή στη Δανία είχε προκαλέσει την αγανάκτηση των Προτεσταντών Ολλανδών και τις υποψίες των Καθολικών Γάλλων. Ήταν όμως τετελεσμένο γεγονός και μολονότι η ειρήνη τού Μπρέμσεμπρο είχε σε μεγάλο βαθμό απομακρύνει τη Δανία από τη διπλωματική καθώς και τη στρατιωτική σκηνή, ο πόλεμος φυσικά συνεχιζόταν, προς αυξανόμενη δυσαρέσκεια των περισσότερων από τούς παρενοχλούμενους και μαστιζόμενους από τη φορολόγηση κατοίκους τής Ευρώπης. Όταν το μεγαλύτερο μέρος των σουηδικών δυνάμεων υπό τον Τόρστενσσον αποσύρθηκε από τη Μοραβία (στις αρχές Σεπτεμβρίου 1643), οι αυτοκρατορικοί επέστρεψαν στην περιοχή. Οι δυστυχείς Μοραβοί γίνονταν και πάλι μάρτυρες εκτεταμένης καταστροφής. Μάλιστα οι Σουηδοί κρατήθηκαν στο Όλομουτς και ορισμένες άλλες οχυρωμένες πόλεις μέχρι το καλοκαίρι τού 1650, όταν πια έγινε ειρήνη και οι Σουηδοί έφυγαν τελικά από τη Σιλεσία και το κάστρο Φρήντλαντ τού Βάλλενσταϊν, που είναι τώρα μουσείο στη βόρεια Βοημία.
Πάντοτε ταλαιπωρούμενος από ποδάγρα, ο Τόρστενσσον αναγκαζόταν συχνά να μετακινείται από τόπο σε τόπο με φορείο, αλλά το πνεύμα του ήταν τόσο ισχυρό, όσο καταβεβλημένο ήταν το σώμα του. Αφήνοντας το δανέζικο πρόβλημα στον Σουηδό στρατηγό και ναύαρχο Καρλ Γκούσταβ Βράνγκελ, ύστερα από τούς ελιγμούς τού Χριστιανού Δ’ στα ανοιχτά τής ακτής τής Πομερανίας, ώστε να αποκρούσει σουηδική επίθεση εναντίον τής Κοπεγχάγης, ο Τόρστενσσον εισήλθε και πάλι στη Γερμανία, νικώντας τούς αυτοκρατορικούς στο Γιούτερμπογκ τού Βρανδεμβούργου (στις 23 Νοεμβρίου 1644) και στη συνέχεια κερδίζοντας κι άλλη εντυπωσιακή νίκη επί των αυτοκρατορικών στο Γιάνκαου (Γιάνκοφ) στη νότια Βοημία (στις 6 Μαρτίου 1645),80 ανοίγοντας τούς δρόμους προς την Πράγα και τη Βιέννη, αλλά ποτέ δεν έφτασε στα τείχη καμιάς από αυτές τις πόλεις. Μέχρι τον Δεκέμβριο (1645) τα στρατεύματα τού Τόρστενσσον είχαν όλα φθαρεί, όπως και ο ίδιος. Παραδίδοντας τη διοίκηση των σουηδικών δυνάμεων στον Βράνγκελ, ο Τόρστενσσον επέστρεψε στη Στοκχόλμη, όπου το 1647 η βασίλισσα Χριστίνα αναγνώρισε τα επιτεύγματά του κάνοντάς τον κόμη και αναθέτοντάς του μια διοίκηση στη Σουηδία. Πάντοτε βασανιζόμενος από ασθένεια, ο Τόρστενσσον πέθανε στη Στοκχόλμη σε ηλικία σαρανταοκτώ ετών (στις 7 Απριλίου 1651), όταν πια ο μεγάλος και φοβερός πόλεμος είχε τελειώσει.