01. Οι Αυστριακοί και οι Τούρκοι στον Μακροχρόνιο Πόλεμο (1592-1606). Η διαδοχή στη Βοημία. Το ξέσπασμα τού Τριακονταετούς Πολέμου

<- Πρόλογος τού συγγραφέα 2. Η συνέχιση τού πολέμου. Ο Γουσταύος Αδόλφος, ο καρδινάλιος Ρισελιέ και οι Αψβούργοι. Η αυξανόμενη σημασία τής Γαλλίας->

1
Οι Αυστριακοί και οι Τούρκοι στον Μακροχρόνιο Πόλεμο (1592-1606). Η διαδοχή στη Βοημία. Το ξέσπασμα τού Τριακονταετούς Πολέμου

Image Image

Ήταν Σάββατο 7 Μαρτίου 1573, μέρα που θα θυμούνταν στην Ευρώπη και στην Ανατολική Μεσόγειο. Εκείνη τη μέρα στο Πέρα, στο προάστειο τής Ισταμπούλ βόρεια τού Κεράτιου κόλπου, οι Ενετοί έκαναν ειρήνη με τον σουλτάνο Σελήμ Β’, εγκαταλείποντας τη συμμαχία τους με την Ισπανία και την Αγία Έδρα και παραδίδοντας το νησί τής Κύπρου στους Τούρκους. Το σημείο μεγαλύτερου ενδιαφέροντος στον Κυπριακό πόλεμο ήταν η χριστιανική νίκη στη Ναύπακτο (Λεπάντο), η οποία γρήγορα αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για ζωγράφους και ποιητές, ιστορικούς, ανθρώπους των ειδήσεων και τυπογράφους. Όμως η ναυμαχία τής Ναυπάκτου αποδείχθηκε ότι δεν είχε παρά μικρή μόνο ναυτική σημασία για τη Χριστιανοσύνη, επειδή οι Τούρκοι σύντομα ξανάφτιαξαν τον στόλο τους, καταλαμβάνοντας τον Αύγουστο τού 1574 το δεύτερο λιμάνι τής Τυνησίας, τη Γκολέττα, ύστερα από πολιορκία ενός μηνός και κατακτώντας την οχυρωμένη πόλη τής Τύνιδας τον Σεπτέμβριο. Οι Τούρκοι παρέμεναν λοιπόν κύριοι τής Ανατολικής Μεσογείου και ενίσχυαν την κυριαρχία τους στο Μαγκρέμπ, στη «Δύση», δηλαδή στην Τριπολίτιδα και την Τυνησία, στην Αλγερία, καθώς και στο Μαρόκο. Μακροχρόνια ειρήνη ακολουθούσε συνήθως έναν τουρκο-ενετικό πόλεμο. Έτσι, ύστερα από τα αξιοσημείωτα γεγονότα τού 1573-1574, η Γαληνοτάτη Δημοκρατία και η Υψηλή Πύλη απείχαν από μεταξύ τους σοβαρές εχθροπραξίες για εβδομήντα ολόκληρα χρόνια, μέχρις ότου το 1645 οι Τούρκοι ξεκίνησαν την κατάκτηση τής ενετικής Κρήτης με τον μακροχρόνιο «πόλεμο τού Χάνδακα».

Όμως από πολλές απόψεις αυτά τα εβδομήντα χρόνια δεν ήσαν χρόνια ειρήνης. Φαίνεται ότι οι χριστιανοί αποτελούσαν αποδιοργανωτική δύναμη στη Μεσόγειο περισσότερο από τούς μουσουλμάνους. Μία ή περισσότερες μοίρες γαλερών από την Ισπανία, την Τοσκάνη, τη Νάπολη, τη Σικελία και τούς Ιωαννίτες έκαναν ετήσια ταξίδια στην Ανατολή, φτάνοντας μέχρι τη Ρόδο, την Κύπρο, την Τένεδο, ακόμη και τα Δαρδανέλλια, λεηλατώντας τις τουρκικές νηοπομπές στη διαδρομή μεταξύ Αλεξάνδρειας και Ισταμπούλ. Oι πιο επιθετικοί ήσαν οι Ιωαννίτες Ιππότες τής Μάλτας, οι λεγόμενοι Ιππότες τού Αγίου Ιωάννη τής Ιερουσαλήμ. Οι χριστιανοί, συνήθως πιο δραστήριοι στη θάλασσα από τούς Τούρκους, επιτίθεντο στα οχυρά τής Μπαρμπαριάς, δηλαδή στη Γκολέττα και την Τύνιδα, την Τρίπολη, τη Μπιζέρτα και το Αλγέρι. Ισπανο-Ιταλοί εκπρόσωποι τού Φιλίππου Γ’, προς θλίψη των Ενετών, οι οποίοι φοβούνταν πάντοτε εμπλοκή με τούς Τούρκους, ενθάρρυναν τούς ντόπιους τής Μάνης στην κεντρική από τις τρεις απολήξεις τού Μοριά, καθώς και εκείνους τής Συρίας, να εξεγερθούν εναντίον τής Πύλης, εφοδιάζοντάς τους με όπλα και προμήθειες, ώστε να ενισχύουν την ανυπακοή τους.

Οι Ενετοί σπανίως τα πήγαιναν καλά με τον Οίκο τής Αυστρίας (Casa d’Austria), ενώ τώρα είχαν προβλήματα και με τον εξάδελφο των Αψβούργων στη Μαδρίτη. Παρ’ όλα αυτά ο Φίλιππος Γ’ τής Ισπανίας μεσολάβησε τον Σεπτέμβριο τού 1617, για να βοηθήσει στη ρύθμιση ειρήνης μεταξύ τής Ενετικής Σινιορίας και των Αυστριακών Αψβούργων, οι οποίοι, όπως θα δούμε, είχαν δικές τους δυσκολίες. Συμφωνήθηκε ότι οι Ούσκοκ έπρεπε να εκδιωχθούν από τη Σένια (Σεν) και άλλους τόπους που ανήκαν στον Οίκο τής Αυστρίας και σε αντάλλαγμα οι Ενετοί θα επέστρεφαν στους Αψβούργους ορισμένους τόπους που είχαν καταλάβει στην Ίστρια και στο Φριούλι.1 Οι Ούσκοκ ήσαν πειρατές, μάστιγα για την ενετική ναυτιλία στην Αδριατική και αδιάκοπη ενόχληση για τούς Τούρκους στις παραμεθόριες περιοχές τής Δαλματίας. Μάλιστα οι Ούσκοκ παρενοχλούσαν τούς Ενετούς και τούς Τούρκους για ένα σχεδόν αιώνα, ζήτημα το οποίο δεν στενοχωρούσε ποτέ τούς Αυστριακούς Αψβούργους. Η μεσολάβηση τού Φιλίππου Γ’ βοήθησε να ηρεμήσουν τα ταραγμένα νερά. Οι συγκρούσεις στη θάλασσα ανάμεσα στις ενετικές και τις ισπανο-ιταλικές (δηλαδή τις ναπολιτάνικες) γαλέρες είχαν υπάρξει συχνές. Πολεμική σχεδόν κατάσταση είχε επικρατήσει στη διάρκεια μεγάλου μέρους τής δεύτερης δεκαετίας τού 17ου αιώνα, ιδιαίτερα κάθε φορά που οι γαλέρες τού Φιλίππου Γ’ εισέρχονταν στον «Ενετικό κόλπο», δηλαδή στην Αδριατική.2 Βέβαια από καιρό σε καιρό κάποια τουρκική αρμάδα έμπαινε στα ισπανο-ιταλικά ύδατα. Μάλιστα οι Τούρκοι λεηλάτησαν το Ρέτζιο ντι Καλάμπρια (το 1594) και τη Μανφρεντόνια (τον Αύγουστο τού 1620).

Οι τρόποι τού ναυτικού πολέμου άλλαζαν, ιδιαίτερα περίπου από το έτος 1600, καθώς ιστιοφόρα πλοία με τετράγωνα πανιά, «θωρηκτά», με βαριά πλευρικά κανόνια, αντικαθιστούσαν τις γαλέρες ως πιο αποτελεσματικός εξοπλισμός στη θάλασσα. Καθώς περνούσε ο καιρός, κατασκευάζονταν πλοία «με τρία καταστρώματα», με βαριά κανόνια και στα τρία επίπεδα, όπου τα χαμηλότερου διαμετρήματος τοποθετούνταν στο ανώτερο κατάστρωμα. Γράφονταν εγχειρίδια για την καθοδήγηση των πυροβολητών στη χρησιμοποίηση των κανονιών τους σε ναυμαχίες. Οι Ιωαννίτες, οι «Ιππότες τής Μάλτας», ακολουθώντας το παράδειγμα των Ολλανδών και των Άγγλων, άρχιζαν να χρησιμοποιούν σκάφη με τετράγωνα πανιά πιο γρήγορα από τούς Ενετούς, ενώ (ακόμη περισσότερο από τούς Ενετούς), οι Τούρκοι φαίνονταν να βρίσκουν την αλλαγή δύσκολα αποδεκτή. Όμως προς το τέλος τού 17ου αιώνα οι Ενετοί προφανώς βασίζονταν σε μεγάλο βαθμό στο θωρηκτό με τα τετράγωνα πανιά τόσο όσο και στη γαλεάσα, η οποία είχε κερδίσει τη ναυμαχία τής Ναυπάκτου. Τα πλευρικά κανόνια των μεγάλων θωρηκτών με τετράγωνα πανιά καθιστούσαν παρωχημένες τις πολεμικές πρακτικές «εμβολισμού και επιβίβασης» των γαλερών.

Τα τελευταία χρόνια τού 16ου αιώνα και τα πρώτα τού 17ου ήσαν γεμάτα πόλεμο στη στεριά και σε πολύ μικρότερο βαθμό στη θάλασσα, επιφέροντας αλλαγές στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη, οι οποίες θα διαρκούσαν για καιρό. Καθώς οι Τούρκοι κινούνταν στην κατεύθυνση μιας άλλης εισβολής στην Ευρώπη, η Χριστιανοσύνη έμοιαζε με σπίτι διαιρεμένο εναντίον τού εαυτού του (…πᾶσα πόλις ἢ οἰκία μερισθεῖσα καθ’ ἑαυτῆς οὐ σταθήσεται, Κατὰ Ματθαῖον, 12:25). Οι Προτεστάντες ηγεμόνες και αστοί στη Γερμανία και η προτεσταντική αστική τάξη στην Ολλανδία, Γαλλία και Αγγλία, καθώς και οι Ενετοί ευγενείς και έμποροι, βρίσκονταν σε συνεχή σύγκρουση με τούς Αψβούργους στην Αυστρία και την Ισπανία, την Αγία Έδρα, τα κυριαρχούμενα από Ισπανούς κράτη στην Ιταλία και το Καθολικό βασίλειο τής Πολωνίας. Οι Προτεστάντες στα βορειοδυτικά είχαν κοινά στοιχεία με τούς Καλβινιστές (και Λουθηρανούς) στην Ουγγαρία και την Τρανσυλβανία. Στα χρόνια πριν και μετά το 1600 οι Αψβούργοι βρίσκονταν επίσης στο ναδίρ τής ιστορίας τους και λόγω τής αναποτελεσματικότητας των Αψβούργων οι Τούρκοι αποτελούσαν και πάλι μεγάλη απειλή.

Καθώς οι Προτεστάντες στην Ολλανδία αγωνίζονταν να επιβιώσουν και να διατηρήσουν την ανεξαρτησία τους, συνθήκες κάθε είδους αποτελούσαν αντικείμενο διαπραγμάτευσης από τούς εκπροσώπους των Ηνωμένων Επαρχιών, με την Αγγλία το 1585,3 με τούς Γάλλους το 15894 και με το Παλατινάτο τού Ρήνου και τούς εκλέκτορες τού Βρανδεμβούργου το 1605.5 Κατά τη διάρκεια αυτών των ετών οι Ολλανδοί έκαναν γιγάντια οικονομικά και στρατιωτικά βήματα προς τα εμπρός και η Ισπανία δεν θα μπορούσε ποτέ πια να επαναβεβαιώσει την κυριαρχία της στη βόρεια Ολλανδία. Μάλιστα σε αυτά τα κρίσιμα χρόνια πριν και μετά το 1600 η οικονομική και στρατιωτική κυριαρχία στην Ευρώπη μετατοπιζόταν από τον Μεσογειακό κόσμο τής ιταλικής και ισπανικής χερσονήσου προς τα βορειοδυτικά, την Ολλανδία, την Αγγλία και τις Γερμανίες. Οι Ενετοί αισθάνονταν τις επιπτώσεις τής ολλανδικής και αγγλικής ναυτικής δραστηριότητας στα λιμάνια τής Ανατολικής Μεσογείου. Η παράξενη ενίσχυση των Γερμανιών επεκτεινόταν στην Αυστρία και συνέβαλλε στην παρακμή τής Οθωμανικής αυτοκρατορίας.

Οι Ολλανδοί, ψάχνοντας παντού στη μη-Καθολική Ευρώπη και στη Μεσόγειο για οικονομικά πλεονεκτήματα και στρατιωτικές συμμαχίες, κατάφεραν να αποκτήσουν πλούσια εμπορική «διομολόγηση» από τον Αχμέτ Α’, τον δέκατο τέταρτο σουλτάνο τού οίκου των Οθωμανών. Ήταν σημαντική παραχώρηση, που υπογράφηκε στην Ισταμπούλ στις αρχές Ιουλίου 1612. Από τότε έβλεπε κανείς τούς Ολλανδούς στα ανατολικά ύδατα, όπως τούς Γάλλους και τούς Άγγλους, «να διαπραγματεύονται και να εμπορεύονται με όλους» (trafiquant et négociant par tout), κάτω από την προστατευτική αιγίδα τού σουλτάνου, «άρχοντα και προστάτη τού φρουρίου τής αρετής» (seigneur et patron de la forteresse des vertus).6 Υπήρχε μακροχρόνια συνεννόηση μεταξύ Γαλλίας και Οθωμανικής αυτοκρατορίας, μάλιστα από το 1536.7 Όμως κατά τα άλλα ο Προτεσταντισμός αποτελούσε πάντοτε πλεονέκτημα στην ενασχόληση με τούς Τούρκους, οι οποίοι σπάνια έβαζαν στην άκρη την εχθρότητά τους προς τούς Καθολικούς Αψβούργους.8

Ο κόσμος τού πολέμου άλλαζε, ιδιαίτερα στην Ολλανδία και στον ευρωπαϊκό βορρά, όπως θα έχουμε την ευκαιρία να σημειώσουμε και πάλι. Βελτιωνόταν ευρύ φάσμα όπλων, επινοούνταν νέα κατά τη διάρκεια τού ύστερου 16ου και σε ολόκληρο τον 17ο αιώνα, κανόνια και κανονάκια (culverins), φαλκόνια και φαλκονέτα, με διαφορετικά διαμετρήματα και βάρη, αρκεβούζια και πετρονέλια που πυροδοτούνταν με σπινθήρες που προκαλούνταν από οδοντωτό τροχό, μουσκέτα που πυροδοτούνταν με φυτίλια και τσακμακόπετρες, με ποικιλία μηκών, βαρών και ονομάτων (calivers, curriers, carbines, blunderbusses, dragons κλπ.), πιστόλια (dags), χειροβομβίδες, εμπρηστικές βόμβες, ρηξίπυλα (petards) και τροχοφόρες εξέδρες φορτωμένες με εκρηκτικά, τις οποίες κυλούσαν προς τα κάτω εναντίον τού εχθρού. Στα μέσα τού 16ου αιώνα οπλουργοί και χυτήρια υπήρχαν παντού στην Ευρώπη, όπως υπήρχαν και μύλοι πυρίτιδας, που έφτιαχναν μπαρούτι από νιτρικό κάλιο, κάρβουνο και θειάφι. Οι συνταγές κατασκευής πυρίτιδας ήσαν διαφορετικές από τόπο σε τόπο, αλλά τα συστατικά ήσαν πάντοτε τα ίδια.

Τα μεσαιωνικά τόξα (βαλλίστρες, arbalests) είχαν γίνει σχεδόν άχρηστα για την αντιμετώπιση των πυροβόλων όπλων στο πεδίο τής μάχης. Χρησιμοποιούνταν φυσικά ως σημαντικό όπλο κατά τον 17ο αιώνα. Οι κυνηγοί χρησιμοποιούσαν βαλλίστρες για αγώνες σκοποβολής ακόμη και κατά τον 18ο αιώνα, αλλά αυτό ήταν άθλημα, όχι πόλεμος. Την εποχή τής βαλλίστρας ο μισθοφόρος ήταν ιδιοκτήτης των όπλων του και η πρακτική αυτή συνεχίστηκε σε κάποιο βαθμό και κατά την εποχή των πυροβόλων όπλων. Μέχρι την οργάνωση «μόνιμου στρατού» (stehendes Heer) προς το τέλος τού 17ου αιώνα, οι πυροβολητές ήσαν μερικές φορές επιχειρηματίες, που διέθεταν τα δικά τους όπλα ή εργάζονταν για εκείνους που τα διέθεταν. Στην πραγματικότητα ήσαν πολίτες, κυριολεκτώντας, όχι μέρος τού στρατού. Διέθεταν ακόμη και τις άμαξες για τη μεταφορά των πυροβόλων τους και η περιουσία τους μισθωνόταν για υπηρεσία, όταν προσλαμβάνονταν στρατεύματα με το ξέσπασμα πολέμου. Και όταν τελείωνε ο πόλεμος, όπως και οι μισθοφόροι, βρίσκονταν χωρίς εργασία.

Τέτοιοι πυροβολητές δεν ήσαν λοιπόν διαφορετικοί από τούς καπετάνιους γαλερών και πλοίων μεταφοράς, τα οποία μισθώνονταν συχνά από ιδιώτες (ενώ κατά τον 17ο αιώνα οι Τούρκοι μίσθωναν μερικές φορές αγγλικά και ολλανδικά πλοία, τα οποία ανάγκαζαν να παίρνουν μέρος σε ναυμαχίες). Οι πυροβολητές, όπως οι καπετάνιοι, πιθανότατα ανησυχούσαν περισσότερο για την προστασία τής δικής τους περιουσίας ή αυτής των εργοδοτών τους, απ’ όσο για την έκβαση μιας χερσαίας μάχης πεδίου ή μιας ναυμαχίας. Με την εμφάνιση όμως τού μόνιμου στρατού, το πυροβολικό έγινε σταδιακά υπάκουος κλάδος τής κρατικής υπηρεσίας, ενώ τα πυροβόλα ανήκαν στο κράτος και μεταφέρονταν από αυτό και οι πυροβολητές στρατολογούνταν και εκπαιδεύονταν στη χρήση των κρατικών όπλων (Geschützbedienungsmannschaft).9

Παρά το γεγονός ότι τα χρόνια είχαν δώσει αδέξια πολυπλοκότητα στην οθωμανική στρατιωτική οργάνωση, οι Τούρκοι παρέμεναν πάντοτε τρομερός εχθρός, ασκώντας φοβερή επίδραση στον αντίπαλό τους με τούς ήχους από τύμπανα, ντέφια, σάλπιγγες και διάφορα άλλα όργανα. Όταν όμως αποτύγχανε η πρώτη επίθεση, μικρή πιθανότητα υπήρχε για αποτελεσματική τακτική, ενώ οι Τούρκοι δεν διέθεταν κινητό πυροβολικό πεδίου. Μάλιστα η ανόμοια δομή τού οθωμανικού στρατού, με τις διάφορες μονάδες να τείνουν να ακολουθούν καθεμιά τον δικό της δρόμο στο αποκορύφωμα μιας κρίσιμης στιγμής, έκανε την τακτική σχεδόν αδύνατη μετά την αρχική επίθεση. Κατά τον 17ο αιώνα οι Τούρκοι, όπως και οι Ισπανοί, έτειναν να ακολουθούν πρακτικές τού παρελθόντος. Οι Ισπανοί είχαν παγιδευτεί σε εποχή θρησκευτικής μισαλλοδοξίας, οι Τούρκοι σε ανανέωση τού ισλαμικού φανατισμού, ενώ κανένας από αυτούς τούς δύο λαούς δεν μπορούσε να παρακολουθήσει τις τεχνολογικές καινοτομίες, που άλλαζαν την ευρωπαϊκή κοινωνία τουλάχιστον από τα μέσα τού 16ου αιώνα.

Η οθωμανική κυβέρνηση είχε κάνει ειρήνη με τη Βενετία το 1573 και με τούς Αψβούργους και την Πολωνία το 1577. Οι Τούρκοι, με ειρήνη στο ευρωπαϊκό μέτωπο, ξεκινούσαν δώδεκα περίπου χρόνια δαπανηρού, εξαντλητικού πολέμου με την Περσία (1578-1590), από τον οποίο η Πύλη φαινόταν να βγαίνει νικήτρια, έχοντας εδραιώσει επίφαση εξουσίας επί τού Κουρδιστάν, τής Γεωργίας, τού Αζερμπαϊτζάν, τού Σιρβάν και τού Νταγκεστάν. Ο νεαρός Αμπάς, αργότερα γνωστός ως «Μεγάλος», που είχε γίνει σούφι ή σάχης τής Περσίας το 1587, δεν είχε άλλη επιλογή παρά να αποδεχθεί τη δυσμενή ειρήνη τού 1590, η οποία φαινόταν να εξασφαλίζει στην Πύλη ευρεία πολιτική και οικονομική κυριαρχία δυτικά και νότια τής Κασπίας θάλασσας. Η Υψηλή Πύλη είχε όμως πληρώσει βαρύ τίμημα για την προφανή επιτυχία των Τούρκων.

Παρά την υποτιθέμενη ειρήνη που υπήρχε μεταξύ Αυστρίας και Πύλης από την εποχή τής ανόδου τού Ροδόλφου Β’ στον αυτοκρατορικό θρόνο (το 1576), οι Τούρκοι είχαν κάνει συχνές επιδρομές στο βασίλειο τού αυτοκράτορα στην Ουγγαρία. Το 1590 όχι μόνο τελείωσε ο Περσικός πόλεμος, αλλά η Πύλη έκανε πάλι ειρήνη με την Πολωνία. Αφθονία στρατιωτών υπήρχε τώρα διαθέσιμη και οι Τούρκοι αντιμετώπιζαν οικονομικό πρόβλημα. Θα χρησιμοποιούσαν σε πόλεμο τα στρατεύματα, για τα οποία η λεηλασία ίσως μπορούσε να πάρει τη θέση των μισθών. Τον Ιούνιο τού 1592 οι Τούρκοι κατέλαβαν την αυτοκρατορική πόλη τού Μπίχατς (Βίχιτς), επί τού ποταμού Ούνα στη νότια Κροατία, προς θλίψη τού Κλήμεντος Η’, ο οποίος είχε πρόσφατα εκλεγεί πάπας. Ο Κλήμης πρότεινε τώρα ένωση εναντίον των Τούρκων, όπως είχαν κάνει συχνά οι προκάτοχοί του. Από το Μπίχατς οι Τούρκοι μπορούσαν να κινηθούν προς βορρά στη Λιουμπλιάνα και από εκεί στο Φριούλι, αλλά δεν ήταν δυνατό να παρακινηθεί η Eνετική Σινιορία για να συμμετάσχει σε αντι-τουρκική συμμαχία, η οποία θα μπορούσε φυσικά να διαταράξει το εμπόριο στην Ανατολική Μεσόγειο.

Σύμφωνα με «εφημερίδα πολεμικών νέων από την Ουγγαρία, το Γκρατς και τη Βιέννη» τής εποχής (warhafftige newe Zeitung aus Ungern, Graitz und Wien), οι Τούρκοι είχαν σκοτώσει πέντε χιλιάδες χριστιανούς και είχαν αρπάξει οκτακόσια παιδιά, όταν κατέλαβαν το Μπίχατς.10 Από τον Ιούλιο μέχρι τον Οκτώβριο τού 1592 οι επιδρομές τού Χασάν πασά τής Βοσνίας στις περιοχές τού Νοϊχάουζελ (Νόβε Ζάμκυ) στη Βοημία, τού Κάρλστατ (Κάρλοβατς) στην Κροατία και τού Ράαμπ (Γκυόρ) στην Ουγγαρία λεγόταν ότι είχαν αποφέρει στους Τούρκους 35.000 αιχμαλώτους.11

Από την εποχή τής τουρκικής κατάληψης τής πόλης τού Μπίχατς (Βίχιτς) το 1592 μέχρι το τέλος τού Μακροχρονίου Πολέμου (το 1606), δημοσιογράφοι, φυλλαδιογράφοι, ιεροκήρυκες και προπαγανδιστές κρατούσαν την Ευρώπη καλά ενημερωμένη με κατακλυσμό από εφημερίδες (Zeitungen), περιγραφές (Beschreibungen), ειδοποιήσεις (avvisi), πληροφορίες (ragguagli), επιτάφιους (orationes) και διάφορες άλλες δημοσιεύσεις. Έβγαιναν από τα πιεστήρια στη Νυρεμβέργη, τη Λειψία, το Γκρατς, την Πράγα, τη Δρέσδη, το Φράιμπουργκ, τη Βιέννη, τη Φρανκφούρτη επί τού Μάιν, το Παρίσι, το Λονδίνο, τη Ρώμη, τη Φλωρεντία, τη Βερόνα και αλλού. Εκατοντάδες δημοσιεύτηκαν, υπενθυμίζοντας τα αντι-τουρκικά κατορθώματα τού Σκεντέρμπεη, τo Φυλλάδιο από τον πόλεμο κατά των Τούρκων (Βüchlein vom Krieg wider den Türcken) τού Μαρτίνου Λούθηρου, τη χριστιανική νίκη στη «Στριγκόνια» (Γκραν, Έστεργκομ), την «Ήττα των Τούρκων στη Γερμανία, στην πόλη Σίσσακ, στις 22 τού περασμένου Ιουνίου τού 1593» (la faite des Turcs en Allemagne devant la ville de Sissik, le 22 de Ιuin dernier, 1593) και ούτω καθ’ εξής χρόνο με τον χρόνο. Το Σίσακ (Σίσεκ) βρίσκεται στη βόρεια Κροατία, στις όχθες τού ποταμού Σάβα και ήταν αλήθεια ότι ο Χασάν πασάς είχε ηττηθεί στο Σίσακ, το τότε ουγγρικό Σίσεκ.12

Η χαρά δεν κράτησε όμως πολύ, γιατί οι Τούρκοι κατέλαβαν την πόλη Σίσακ στα τέλη Αυγούστου (1593), όπως περιγράφουν λυπημένα άλλες «εφημερίδες» (Ζeitungen). Κάθε χριστιανική ή τουρκική νίκη ή ήττα αποτελούσε αντικείμενο φυλλαδίου ή «εφημερίδας», που παραμένουν μεταξύ των κυρίων πηγών για τα στρατιωτικά κατορθώματα και τις τραγωδίες τής εποχής.13 Όπως συμβαίνει όμως με όλες τις εφημερίδες, θα ήταν λάθος να πιστεύει κανείς όλες τις λεπτομέρειες που αφηγούνται, αλλά σε ευθυγράμμιση με άλλες πηγές βοηθούν να καταστεί σαφής ο βαθμός, στον οποίο οι τελευταίες δεκαετίες τού 16ου αιώνα αποτελούσαν περίοδο αναταραχής και σύγχυσης.

Οι περισσότερες γενικεύσεις για την οθωμανική κοινωνία, ίσως όπως για κάθε κοινωνία, τείνουν να καταρρέουν υπό το βάρος των πραγματικών στοιχείων. Όμως η ιστορική καταγραφή καθιστά σαφές ότι με την έλευση τού 17ου αιώνα η επέκταση των Τούρκων στην Ουγγαρία και στα Δυτικά Βαλκάνια, καθώς και ανατολικά στην Περσία, είχε φτάσει στα όρια των δυνατοτήτων τους για κατάκτηση. Καθώς χτίζονταν κάστρα και οχυρώνονταν πόλεις, ιδιαίτερα στη Δύση, ενώ η ύπαιθρος λεηλατιόταν από χρόνο σε χρόνο, οι τουρκικές εκστρατείες γίνονταν πιο δύσκολες και λιγότερο κερδοφόρες.

Κατά κανόνα οι μεγάλοι στρατοί δεν παρέμεναν στο πεδίο κατά τη διάρκεια τής ψυχρής περιόδου. Τα χειμερινά καταλύματα δεν ήσαν δημοφιλή. Οι περισσότερες τουρκικές εκστρατείες ξεκινούσαν από την Ισταμπούλ-Αδριανούπολη και η εκστρατευτική περίοδος είχε σε μεγάλο βαθμό τελειώσει όταν ο στρατός έφτανε στην Ουγγαρία των Αψβούργων ή στην Περσία. Όσο για τις τουρκικές επιχειρήσεις στην Ουγγαρία, μια ματιά στον χάρτη είναι παραπλανητική. Στη μεσαιωνική και πρώιμη σύγχρονη εποχή ο Δούναβης ήταν φτωχό πέρασμα. Το εμπόριο περιοριζόταν σε στενά όρια. Η πλοήγηση ήταν πάντοτε δύσκολη. Ο κατάπλους εμποδιζόταν από πολιτικές και εθνοτικές συγκρούσεις, οχυρωμένα φυλάκια, νερόμυλους και ληστές. Οι ληστές δεν παρέμβαιναν όπου υπήρχαν οθωμανικά στρατεύματα, αλλά ο ανάπλους ήταν δύσκολος. Παρά τις επίπονες προσπάθειες, η μετάβαση από την Ισταμπούλ-Αδριανούπολη στη Βούδα [Πέστη] διαρκούσε συνήθως δώδεκα περίπου βδομάδες. Οι εκστρατευτικές δυνάμεις συνήθως αντιμετώπιζαν έντονες βροχοπτώσεις, φουσκωμένα ποτάμια, πλημμυρισμένες πεδιάδες, σπασμένες γέφυρες και ξεπλυμένους δρόμους, καθώς κινούνταν μέσα και έξω από την κοιλάδα τού Δούναβη.

Καθώς τα δυτικά σύνορα οχυρώνονταν πιο βαριά και οι αυτοκρατορικές δυνάμεις εξοπλίζονταν καλύτερα για να αντιμετωπίσουν τούς Τούρκους, οι στρατιώτες τού σουλτάνου συγκέντρωναν λιγότερη λεία. Τα στρατεύματά του απαιτούσαν περισσότερες αμοιβές και είχαν γίνει λιγότερο πειθαρχημένα, ιδιαίτερα οι γενίτσαροι, το κεντρικό σώμα των οθωμανικών ενόπλων δυνάμεων, οι οποίοι ξεκινούσαν δύο πλήρεις αιώνες λεηλασιών, ληστειών και εξεγέρσεων. Οι σπαχήδες, οι βαθμοφόροι και οπλίτες τού ιππικού, δεν είχαν καλύτερη συμπεριφορά. Τα ατίθασα στρατεύματα προκάλεσαν την πτώση και τον θάνατο πολλών μεγάλων βεζύρηδων. Ακόμη και ο σουλτάνος δεν ήταν ασφαλής στην Ισταμπούλ. Αλλά, όπως παρατήρησε κάποτε ο Σερ Τζων Φιντς, ο Άγγλος πρεσβευτής στην Πύλη κατά τον ύστερο 17ο αιώνα, «ο Τούρκος δεν μπορεί να ζήσει χωρίς πόλεμο».14 Κι έτσι οι Τούρκοι πήγαν σε πόλεμο με την Αυστρία και με τα κληρονομικά κράτη των Αψβούργων το καλοκαίρι τού 1593, ξεκινώντας τον «Μακροχρόνιο Πόλεμο»,15 ο οποίος επρόκειτο να διαρκέσει μέχρι το 1606. Διαμορφώθηκαν εκτιμήσεις και στάσεις, που θα διαρκούσαν έναν αιώνα και περισσότερο.

Στο μεταξύ, όπως έγραφε στον δόγη και τη Γερουσία (στις 24 Ιουλίου 1593) ο Ματτέο Ζάνε, ο Ενετός βαΐλος στην Ισταμπούλ (1591-93), «πολλοί εδώ πιστεύουν ότι το άγχος τού σουλτάνου για τον πόλεμο προκλήθηκε από τον φόβο εξέγερσης των στρατευμάτων, που έχουν μόλις επιστρέψει στην πατρίδα από τον Περσικό πόλεμο». Όταν ο Άγγλος πρεσβευτής στην Ισταμπούλ, ο Έντουαρντ Μπάρτον, παρέδωσε στην Πύλη επιστολές από τη βασίλισσα Ελισσάβετ, συνιστώντας τη διατήρηση τής ειρήνης μεταξύ Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και Τούρκων και ζητώντας την εκπλήρωση «των δεσμεύσεων που έχουν επανειλημμένα αναληφθεί απέναντί της, να επιτεθούν στην Ισπανία και να την υποστηρίξουν στον [Αγγλικό] πόλεμο (με την Ισπανία)…», προκάλεσε στον μεγάλο βεζύρη Σινάν πασά μεγάλη έξαψη. Η Ελισσάβετ είχε γράψει ότι «η έναρξη ενός πολέμου βρισκόταν στα χέρια των ηγεμόνων, αλλά η επιτυχής ολοκλήρωσή του στα χέρια τού Θεού». Ο Μπάρτον παρατηρούσε ότι «ο κόσμος δεν θεωρεί υπεύθυνους τούς αυτοκρατορικούς για ό,τι συνέβη στη Βοσνία, ενώ η βασίλισσα έλπιζε πάντοτε ότι ο πόλεμος έπρεπε να γίνει εναντίον τής Ισπανίας και ότι δεν ήταν σκόπιμη η κίνηση προς τόσο πολλές κατευθύνσεις».

Όταν το άκουσε αυτό,

ο πασάς οργίστηκε και δήλωσε ότι οι δυνάμεις τού σουλτάνου ήσαν τόσο πολλές, ώστε να μπορεί να αντιμετωπίζει όλο τον κόσμο. Και αυτός ο πόλεμος δεν θα τελείωνε στην Ουγγαρία, αλλά θα εξαπλωνόταν στη Βιέννη, ενώ ο ίδιος δεν θα ήταν ικανοποιημένος μέχρι να ισοπεδώσει τα τείχη τής Ρώμης. Προκειμένου να αποδείξει ότι αυτός ο πόλεμος ήταν δίκαιος, δήλωσε ότι οι αυτοκρατορικοί είχαν καταλάβει τόπο στην Κροατία, όπου είχαν παρακινηθεί να μετατρέψουν τα τζαμιά σε ταβέρνες και χοιροστάσια. Οι Τούρκοι δεν πολεμούσαν για να κερδίσουν εδάφη ούτε υπηκόους, γιατί είχαν πολλούς, αλλά από υπακοή στους νόμους τους. Ακόμη κι αν δεν νικούσαν, ήταν μεγάλη τύχη να πεθάνουν ως μάρτυρες, αλλά η νίκη ήταν βέβαιη. Πρόσθεσε ότι αν ο αυτοκράτορας επέλεγε να παραδώσει όλες τις κτήσεις του στην Ουγγαρία, τότε θα ήταν δυνατό να συμφωνηθεί ειρήνη και να τού επιτραπεί να απολαύσει τις υπόλοιπες με ησυχία. Αλλά αν επρόκειτο να προσφέρει τριάντα φόρους τιμής, τότε οι προτάσεις θα εύρισκαν κουφά αυτιά. Ο πασάς καυχήθηκε ότι σε δεκαπέντε μέρες είχε συγκεντρώσει και στείλει πολύ ισχυρό στρατό, κατόρθωμα που κανένας άλλος δεν θα μπορούσε να πετύχει. Όσο για τον βασιλιά τής Ισπανίας, ο πασάς ανακοίνωσε ότι θα κηρυσσόταν πόλεμος στη θάλασσα. Και ότι αυτό δεν είχε γίνει πιο πριν, λόγω των επιχειρήσεων στην Περσία.16

Η αντίδραση τού Κλήμεντος Η’ στην επιθετικότητα των Τούρκων ήταν σίγουρα άμεση. Έσπευσε να στείλει αποστολές στον αυτοκράτορα Ροδόλφο Β’, στον Φίλιππο Β’ τής Ισπανίας και σε άλλους ηγεμόνες. Στις αρχές τού έτους 1594 ο Κλήμης έστειλε τον Αλεξάνταρ Κομούλοβιτς, εφημέριο τής νοτιοσλαβικής εκκλησίας τού Σαν Τζιρολάμο στη Ρώμη και ηγούμενο τής Νόνα, σε παρατεταμένη πρεσβεία στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη. Ο Κομούλοβιτς πήγε μέσω Βενετίας, Τρεντ, Ίννσμπρουκ και Βιέννης στην Άλμπα Ιούλια (Βάισσενμπουργκ, Γκυουλαφέχερβαρ), την πρωτεύουσα τής Τρανσυλβανίας. Σκοπός του ήταν να προσπαθήσει να πείσει τον ηγεμόνα τής Τρανσυλβανίας, τούς βοεβόδες τής Μολδαβίας και τής Βλαχίας, τον βασιλιά τής Πολωνίας και τον τσάρο των Μοσχοβιτών να ενταχθούν σε δυτική συμμαχία εναντίον των Τούρκων.

Ο Κομούλοβιτς έπρεπε επίσης να προσπαθήσει να στρατολογήσει εναντίον των Τούρκων τη βοήθεια των Κοζάκων Ζαπαρόζιε τού κάτω Δνείπερου. Οι Κοζάκοι μπορούσαν να είναι χρήσιμοι. Όντας θεωρητικά υπήκοοι τής Πολωνίας, έκαναν συχνές επιδρομές σε τουρκική επικράτεια και στο χανάτο των Τατάρων τής Κριμαίας, που ήταν υπήκοο τής Υψηλής Πύλης. Επιπλέον ο Κομούλοβιτς έπρεπε να απευθύνει έκκληση προς τούς Σέρβους να απελευθερωθούν από τούς Τούρκους. Την άνοιξη ή το καλοκαίρι τού 1597, ύστερα από μακρά και επίπονη διαδρομή, ο Κομούλοβιτς ξεκίνησε το ταξίδι τής επιστροφής του, σταματώντας στην Πράγα, όπου πρότεινε στον αυτοκράτορα Ροδόλφο Β’ την ανάκτηση από τούς Τούρκους τού παραμεθόριου φρουρίου τής Κλις (Κλίσσα) στη νότια Κροατία, το οποίο οι τολμηροί Ούσκοκ είχαν καταλάβει για λίγο πριν από ένα περίπου χρόνο.17

Ο πόλεμος ξεκινούσε άσχημα για τούς αυτοκρατορικούς. Στις 2 Οκτωβρίου 1594, λόγω τής προφανούς ανικανότητας τού Αυστριακού διοικητή Φέρντιναντ φον Χάρντεγκ, οι Τούρκοι (με μεγάλη βοήθεια από τούς Τάταρους τής Κριμαίας) κατέλαβαν τη βαριά οχυρωμένη πόλη Ράαμπ (Γκυόρ) στη βόρεια Ουγγαρία, στη συμβολή τού ποταμού Ράαμπ με τον Δούναβη. Ήταν περίπτωση «των κοιμώμενων Γερμανών εναντίον των άγρυπνων Τούρκων» (die schlaffende Teutschen wider die wachende Türcken).18 Όμως οι Τούρκοι απέτυχαν να πάρουν το Κομάρνο τον Οκτώβριο19 και έτσι έληξε η εκστρατεία τού έτους. Η απώλεια τής Ράαμπ (ή μάλλον τού Γκυόρ) υπήρξε συγκλονιστική για την Αυστρία και την Αγία Έδρα, αλλά οι Τούρκοι θα έχαναν την οχυρωμένη πόλη τέσσερα χρόνια αργότερα.

Πριν μπορέσουν οι Τούρκοι να συνεχίσουν την επίθεσή τους το 1595, διαμορφώθηκε συμμαχία μεταξύ τού Ροδόλφου Β’ και τού Σίγκισμουντ Μπάτορυ, ηγεμόνα τής Τρανσυλβανίας. Οι βοεβόδες Μιχαήλ ο Γενναίος τής Βλαχίας και Ααρών τής Μολδαβίας ενώθηκαν επίσης με τούς αυτοκρατορικούς και άρχισαν να αναλαμβάνουν δράση κατά των Τούρκων.20 Η προσήλωσή τους στην υπόθεση των αυτοκρατορικών ήταν σοβαρή, γιατί η Βλαχία και η Μολδαβία ήσαν οι σιτοβολώνες τής Ισταμπούλ. Οι Τούρκοι πρόβαλλαν τις αξιώσεις τους για σιτηρά και τα έστελναν στον Βόσπορο από το Γαλάτσι, τη Βραΐλα και τη Σιλιστρία. Ο σουλτάνος Μουράτ Γ’ πέθανε στα μέσα Ιανουαρίου 1595, πολύ άκαιρα για την οθωμανική κυβέρνηση και τον στρατό της, λίγους μήνες πριν μπορέσουν τα τουρκικά στρατεύματα να μπουν στο πεδίο τής μάχης. Όμως την 1η Ιουλίου αυτοκρατορικός στρατός υπό τον ικανό κόμη Καρλ φον Μάνσφελντ πολιόρκησε την μεγάλη πόλη φρούριο τού Γκραν (Έστεργκομ), τη γενέτειρα τού Αγίου Στεφάνου (πεθ. 1038), τού «αποστολικού βασιλιά» τής Ουγγαρίας. Στις 4 Αυγούστου ο φον Μάνσφελντ νίκησε τουρκική δύναμη επικουρίας 20.000 (όπως λέγεται) ανδρών. Λίγο αργότερα ο φον Μάνσφελντ πέθανε, πράγμα που υπήρξε ανεπανόρθωτη απώλεια για τη χριστιανική υπόθεση.

Στα τέλη Αυγούστου ο αυτοκρατορικός στρατός ενισχύθηκε από αρκετές χιλιάδες παπικούς στρατιώτες επικουρίας υπό τις διαταγές τού ανηψιού τού Κλήμεντος Η’, τού Τζιαν Φραντσέσκο Αλντομπραντίνι. Άλλα ιταλικά στρατεύματα υπό τούς δικούς τους διοικητές, μεταξύ των οποίων ήταν ο δούκας Βιντσέντσο Α’ Γκονζάγκα τής Μάντουα, συμμετείχαν επίσης στην πολιορκία, βοηθώντας στην επίτευξη τής τουρκικής παράδοσης τού Γκραν στις 2 Σεπτεμβρίου.21 Στη συνέχεια ο Αλντομπραντίνι κατάφερε να πάρει το γειτονικό Βίζεγκραντ από τούς Τούρκους. Η ανάκτηση τού Γκραν από τούς χριστιανούς χαιρετίστηκε ως θαυματουργή νίκη. Λαμβάνοντας υπόψη την τοπογραφία και τις οχυρώσεις τής πόλης, σίγουρα φαινόταν σαν τέτοια. Οι Τούρκοι κατείχαν το Γκραν για περισσότερο από μισό αιώνα, αφού το είχαν πάρει στις 9 Αυγούστου 1543, όταν λεγόταν ότι είχαν σκοτώσει όλους όσους είχαν βρει εντός των τειχών.22

Παρά το γεγονός ότι οι αυτοκρατορικοί ανέκτησαν μερικές πόλεις στην Κροατία, η χριστιανική εκστρατεία τού 1595 είχε τελειώσει. Οι αυτοκρατορικοί αναζήτησαν καταφύγιο στους χειμερινούς καταυλισμούς τους. Οι παπικές δυνάμεις και οι σύμμαχοί τους ανακλήθηκαν στην Ιταλία. Οι επιδοτήσεις τού Κλήμεντος Η’ στους Αψβούργους και στην εκστρατεία κόστισαν στην Αγία Έδρα 600.000 περίπου σκούδα κατά τη διάρκεια των ετών 1594-1595.23 Εκ των υστέρων οι άνθρωποι εκείνης τής εποχής ίσως θεωρούσαν ότι δεν άξιζε την προσπάθεια και το κόστος, γιατί οι Τούρκοι ανέκτησαν σύντομα το Γκραν (το 1605) και το κράτησαν μέχρι τα τέλη Οκτωβρίου 1683, όταν, μετά την αποτυχία των Τούρκων μπροστά στη Βιέννη, αναγκάστηκαν να παραδώσουν την πόλη στον αυτοκρατορικό διοικητή Κάρολο τής Λωρραίνης και στον Ιωάννη Γ’ Σομπιέσκι τής Πολωνίας.24

Παρά το γεγονός ότι ο Σίγκισμουντ Μπάτορυ τής Τρανσυλβανίας, σε ένωση με τον Μιχαήλ τον Γενναίο τής Βλαχίας, κατόρθωσε κάποια επιτυχία κατά των Τούρκων, οι προσπάθειές τους αναιρέθηκαν από τη μεγάλη οθωμανική εκστρατεία τού 1596. Ο αυτοκρατορικός διοικητής, ο αρχιδούκας Μαξιμιλιανός, άρχισε επίσης με κάποιες επιτυχίες, καταλαμβάνοντας και αλώνοντας την πόλη Χάτβαν στη βόρεια Ουγγαρία. Τα απείθαρχα στρατεύματά του έσφαξαν τούς κατοίκους στις αρχές Σεπτεμβρίου (1596).25 Καθώς ο τουρκικός στρατός πλησίαζε στο Σέγκεντ, στη συμβολή των ποταμών Τάις (Τίσα) και Μάρος (Μούρες), ο Μαξιμιλιανός υποχώρησε προς τα δυτικά, προς το Γκραν (Έστεργκομ). Οι Τούρκοι στη συνέχεια προχώρησαν προς βορρά, μέχρι την κοιλάδα τού Τάις στο Έρλαου (Έγκερ), το οποίο είχαν αποτύχει να καταλάβουν τον Σεπτέμβριο και τον Οκτώβριο τού 1552 σε δραματική και μάλιστα φημισμένη πολιορκία.26

Αυτή τη φορά οι Τούρκοι πήραν το Έρλαου (Έγκερ, Άγκρια) στις 12 Οκτωβρίου 1596, ύστερα από πολιορκία τριών εβδομάδων και ενώ ο αρχιδούκας Μαξιμιλιανός έφτασε εκεί πολύ αργά για να μπορέσει να βοηθήσει την πόλη. Όμως, ως αποτέλεσμα τής έλευσης τού Σίγκισμουντ Μπάτορυ με ενισχύσεις, ο Μαξιμιλιανός αποφάσισε να αντιμετωπίσει τούς Τούρκους κατά μέτωπο. Η σκληρή μάχη άρχισε κοντά στην μικρή πόλη τού Μεζοκέρεστες στα νοτιοανατολικά τού Έρλαου, στις 23 Οκτωβρίου, κράτησε τρεις ημέρες με άγριες, επαναλαμβανόμενες συγκρούσεις και κατέληξε σε καταστροφή για τούς χριστιανούς συμμάχους την πολυθρηνημένη 26η Οκτωβρίου. Για μια ακόμη φορά οι Τάταροι τής Κριμαίας είχαν προσφέρει στους Οθωμανούς επικυρίαρχούς τους ανεκτίμητη υπηρεσία στο πεδίο τής μάχης. Οι δυνάμεις τού Σίγκισμουντ Μπάτορυ υπέστησαν βαριές απώλειες στο Μεζοκέρεστες.27

Η δύναμη τής τουρκικής κίνησης προς τα δυτικά αποτελούσε απειλή όχι μόνο για την Αυστρία και τα κληρονομικά εδάφη των Αψβούργων, αλλά και για την Ιταλία. Από την πτώση τής Κωνσταντινούπολης λεγόταν κατά καιρούς (και τώρα λεγόταν πάλι) ότι, ως διάδοχοι τού Κωνσταντίνου και των Βυζαντινών αυτοκρατόρων, οι σουλτάνοι διεκδικούσαν την Ιταλία ως νόμιμη κτήση τους. Η παπική κούρτη γνώριζε καλά την υποτιθέμενη οθωμανική φιλοδοξία. Ο Κλήμης Η’ επιδίωκε σε ολόκληρη τη διάρκεια τής παπικής του θητείας να κάνει ό,τι είχε κάνει ο Πίος Ε’ πριν από αυτόν, δηλαδή να δημιουργήσει αποτελεσματική Ιερά Συμμαχία εναντίον των Τούρκων, αλλά οι εκκλήσεις του προς την Ισπανία δεν ήσαν καθόλου παραγωγικές, ενώ εκείνες προς τη Βενετία ήσαν μάταιες. Μάλιστα οι Ενετοί υποστήριζαν ανοιχτά ότι η δημιουργία μιας Ιεράς Συμμαχίας θα οδηγούσε απλώς τούς Τούρκους σε αυξημένη προσπάθεια και βαρύτερο εξοπλισμό, ενώ, με ένωση ή χωρίς, τα χριστιανικά κράτη θα παρέμεναν αδύναμα και διχασμένα. Τα ενετικά φυλάκια τής Κέρκυρας, τής Ζάρας και τού Καττάρο καθώς και ο Χάνδακας, το Τσιρίγο (Κύθηρα) και το Ζάντε (Ζάκυνθος) ήσαν χριστιανικά προπύργια κατά τής δυτικής προέλασης των Τούρκων, είτε μέσα από τα νότια Βαλκάνια ή από τη Μεσόγειο.

Τον Νοέμβριο τού 1595 ο ιστορικός Πάολο Παρούτα επέστρεψε στην Βενετία από τη Ρώμη, όπου είχε υπηρετήσει τη Σινιορία για τριανταοκτώ μήνες ως πρεσβευτής στην Αγία Έδρα. Τώρα βρίσκεται θαμμένος στην εκκλησία τού Σάντο Σπίριτο στις Τσάττερε (Προβλήτες). Ο Παρούτα έκανε προφανώς την αναφορά του προς τον δόγη και τη Γερουσία μετά τον Φεβρουάριο τού 1596. Μάς παρέχει, όπως και στον δόγη και τη Γερουσία, εντυπωσιακά πλήρη και παρατηρητική περίληψη τού στάτους κβο τής Αγίας Έδρας κατά τη διάρκεια τής παπικής θητείας τού Κλήμεντος Η’. Μιλώντας για τον σχηματισμό των ενώσεων μεταξύ των χριστιανών ηγεμόνων σε περασμένες εποχές, ο Παρούτα σημείωνε ότι η συμμαχία με τον παπισμό ήταν υψίστης σημασίας, όχι λόγω των κοσμικών εξουσιών των παπών, «αν και αυτές είναι επίσης μεγάλης σημασίας», αλλά λόγω τής παπικής ικανότητας να κερδίζει οπαδούς για μια συμμαχία, να τής δίνει φήμη και να τονίζει το δίκαιο και τη νομιμότητά της. Αυτό ακριβώς συνέβη «στις επιχειρήσεις που αναλήφθηκαν εναντίον των απίστων», γιατί η σταυροφορία ήταν ιδιαίτερη ευθύνη τού ποντίφηκα ως κεφαλής τής Χριστιανοσύνης.

Στις ημέρες τού παρελθόντος, «όταν ο ζήλος για τη θρησκεία ήταν μεγαλύτερος», η επίδραση τού παπισμού αρκούσε για να εισέλθουν στο πεδίο τής μάχης μεγάλοι στρατοί «εναντίον των Σαρακηνών και άλλων απίστων» (contra Saraceni e altri infedeli). Ναι, ακόμη και πρόσφατα η Δημοκρατία είχε η ίδια υποχρεωθεί να προσφύγει στην Αγία Έδρα «για τον πόλεμο εναντίον των Τούρκων» (nelle guerre contra Turchi). Ο Παύλος Γ’ είχε πάρει την πρωτοβουλία να διαμορφώσει την Ιερά Συμμαχία τού 1537 και ο Πίος Ε’ εκείνη τού 1570. Αλλά οι πάπες δεν είχαν πάντοτε ενεργήσει με δικαιοσύνη. Είχαν χρησιμοποιήσει μερικές φορές τα πνευματικά τους όπλα για την επίτευξη κοσμικών σκοπών, όπως ο Ιούλιος Β’ στον πόλεμο τής Ένωσης τού Καμπραί, που κατευθυνόταν εναντίον τής Βενετίας. Συνετοί ηγεμόνες, λέει ο Παρούτα, είχαν μεριμνήσει για τη διατήρηση τής «φιλίας και χάρης» των παπών, συχνά παραβλέποντας «τεράστιες ατέλειες» (grandissime imperfezioni) πολλών από εκείνους που είχαν φτάσει στο αξίωμα τού ποντίφηκα. Ο Παρούτα είχε πολύ μεγαλύτερη επίγνωση των ατελειών των παπών παρά εκείνων των ιδιοτελών του συμπατριωτών, οι οποίοι πάντοτε στρέφονταν προς την Αγία Έδρα και τούς χριστιανούς ηγεμόνες, ικετεύοντας για βοήθεια εναντίον των επιθέσεων των Τούρκων (βοήθεια την οποία ο παπισμός έδινε πάντοτε), αλλά οι οποίοι ποτέ δεν πρόσφεραν βοήθεια σε άλλους, όταν εκείνοι δέχονταν επίθεση. Αυτή ήταν η κατάσταση όταν ο Παρούτα απευθυνόταν στη Γερουσία. Ο Κλήμης Η’ έριχνε τεράστια ποσά στις αυτοκρατορικές προσπάθειες εναντίον των Τούρκων. Οι Ενετοί δεν έκαναν τίποτε.

Κάνοντας περιστασιακές αναφορές στους Τούρκους, ο Παρούτα δεν αισθανόταν καμία ανάγκη να δικαιολογήσει στον δόγη και τη Γερουσία την απόφασή τους να μη σπεύσουν σε βοήθεια τού αυτοκράτορα Ροδόλφου Β’. Ο Κλήμης δεν είχε καλή γνώμη για τον αυτοκράτορα, ο οποίος βρισκόταν κάτω από το επίπεδο τής γενεαλογίας του και τού οποίου η νωθρότητα τον καθιστούσε αναντίστοιχο με τη μεγάλη ευθύνη του.28 Όμως για τον Σουηδό βασιλιά τής Πολωνίας Σίγκισμουντ Γ’ Βάζα (1587-1632) ο Κλήμης είχε τη μεγαλύτερη εκτίμηση, βλέποντας στο πρόσωπό του έναν ηγεμόνα ύψιστης αρετής, επαινώντας ιδιαίτερα την εκ μέρους του ένθερμη υπεράσπιση τής Καθολικής θρησκείας, η οποία στην πραγματικότητα θα συντόμευε την εκ μέρους του κατοχή τού βασιλείου τής Σουηδίας (1592-1599).

Ο Κλήμης ήταν ευχαριστημένος με τις αντι-τουρκικές υποσχέσεις και τα σχέδια τού Σίγκισμουντ. Όταν ο βασιλιάς αποτύχανε να κάνει κάτι ή προσπαθούσε να το κάνει πολύ αργά, ο πάπας θα το απέδιδε στις διαφωνίες των «βαρώνων τού βασιλείου», στην αδυναμία τού βασιλιά τής Πολωνίας, καθώς και στην έλλειψη χρημάτων. Για να βοηθήσει τον Σίγκισμουντ στα αντι-τουρκικά του σχέδια και για να τον ενθαρρύνει, ο Κλήμης είχε παροτρύνει συχνά την Eνετική Σινιορία να ενωθεί με την Αγία Έδρα και να βοηθήσει στη διάθεση των αναγκαίων πόρων. Ο Σίγκισμουντ είχε υποσχεθεί να πάρει τα όπλα εναντίον των Τούρκων «με ισχυρές δυνάμεις» (con potenti forze) έναντι ετήσιας επιχορήγησης 400.000 σκούδων. Ο Κλήμης τελευταία δεν πίεζε για το ζήτημα, σύμφωνα με τον Παρούτα, αλλά δεν είχε εγκαταλείψει την ιδέα.

Ο Κλήμης ήταν επίσης γεμάτος επαίνους για τον Σίγκισμουντ Μπάτορυ, τον ηγεμόνα τής Τρανσυλβανίας, «εξυμνώντας την καλοσύνη, τη θρησκευτικότητα, την πολιτική σύνεση και την πολεμική ανδρεία του» (lo lauda di bontà, di religione, di prudenza civile, e di valor militare). Όπως γνώριζαν καλά ο δόγης και η Γερουσία, ο Κλήμης έλπιζε ότι τελικά η Σινιορία θα συμφωνούσε κάποτε, ιδιαίτερα όταν οι υποθέσεις των αυτοκρατορικών θα άλλαζαν προς το καλύτερο, ώστε «να ενωθούν σε συμμαχία μαζί τους και με τούς άλλους χριστιανούς ηγεμόνες εναντίον των Τούρκων». Διασκέδαζε συχνά τον Παρούτα με φήμες για ταραχές στην τουρκική κυβέρνηση και τις ένοπλες δυνάμεις, που ήσαν αποτέλεσμα τού θηλυπρεπούς χαρακτήρα των δύο τελευταίων σουλτάνων, «των δοσμένων στη λεία τής απραξίας και των απολαύσεων» (dati in preda all’ozio e alle delizie). Μακρηγορώντας συνεχώς για την υποτιθέμενη αδυναμία τού οθωμανικού κράτους, ο Κλήμης είχε την τάση, κατά τη γνώμη τού Παρούτα, να μεγαλοποιεί ορισμένες πρόσφατες ήττες, που είχαν υποστεί οι Τούρκοι από τούς αυτοκρατορικούς και τον ηγεμόνα τής Τρανσυλβανίας.29 Ό, τι κι αν ίσχυε, ήταν σαφές ότι ο Κλήμης Η’ ήταν τόσο αφοσιωμένος όσο και ο Πίος Ε’ στην ιδέα μιας μεγάλης χριστιανικής επίθεσης εναντίον των Τούρκων.

Λίγα πράγματα επιτεύχθηκαν με τη χριστιανική εκστρατεία τού 1597, στην οποία ο Κλήμης Η’ συνέβαλε και πάλι με δύναμη επικουρίας υπό τον ανηψιό του, τον Τζιαν Φραντσέσκο Αλντομπραντίνι. Ο συμμαχικός στρατός συγκεντρώθηκε προς το τέλος Ιουλίου στο ουγγρικό Άλτενμπουργκ (το σημερινό Μοσονμαγκυάρορβαρ), είκοσι περίπου μίλια βορειοδυτικά τού Ράαμπ (Γκυόρ), στη βορειοδυτική Ουγγαρία. Στις 20 Αυγούστου οι χριστιανοί κατέλαβαν την πόλη Πάπα (μεταξύ Ράαμπ και Βέσπρεμ), απέτυχαν να ανακτήσουν το Ράαμπ από τούς Τούρκους, κατάφεραν να κρατήσουν εχθρική δύναμη σε απόσταση και έκλεισαν άλλο ένα θλιβερό έτος πολέμου εναντίον τού κληρονομικού εχθρού.30

Όμως η άνοιξη τού 1598 έφερε στους αυτοκρατορικούς εντυπωσιακή επιτυχία, γιατί ο Άντολφ φον Σβάρτσενμπεργκ και ο Ούγγρος διοικητής Νίκλας Πάλφφυ εμφανίστηκαν ξαφνικά μπροστά στο Ράαμπ στις 28 Μαρτίου και κατέλαβαν το φρούριο εξ εφόδου την επόμενη μέρα. Η ανάκτηση τού Ράαμπ ήταν γεγονός υψίστης σημασίας.31Το όνομα τού Σβάρτσενμπεργκ αντηχούσε σε ολόκληρη τη Χριστιανοσύνη και ο Άντολφ χρίστηκε αργότερα ιππότης από τον αυτοκράτορα Ροδόλφο Β’ στην Πράγα (στις 5 Ιουνίου 1599). Υπήρξαν κάποιες περαιτέρω κατακτήσεις στην εκστρατεία των αυτοκρατορικών τού έτους 1598, γιατί αφού ανέκτησαν το Ράαμπ προχώρησαν και κατέλαβαν το Άιζενστατ (Κίσμαρτον), το Βέσπρεμ και τη Βαρπαλότα. Καταλήφθηκε η Πέστη, δηλαδή το κάτω μέρος τής Βούδας (Όφεν) στην αριστερή όχθη τού Δούναβη, αλλά οι αυτοκρατορικοί δεν μπόρεσαν να προχωρήσουν στην άνω πόλη στη δεξιά όχθη, η οποία αποτελούσε το φρούριο. Εκείνη την εποχή η Πέστη είχε μικρή στρατηγική σημασία.

Τον Απρίλιο τού 1599 ο Σβάρτσενμπεργκ προσπάθησε και πάλι να κερδίσει το φρούριο τής Βούδας για τούς αυτοκρατορικούς, αλλά για μια ακόμη φορά η προσπάθεια στέφθηκε με αποτυχία. Οι Τούρκοι είχαν καταλάβει τη Βούδα στις αρχές τού Σεπτεμβρίου 154132 και επρόκειτο να την κρατήσουν μέχρι την ανακατάληψή της, μαζί με την Πέστη, από τον Κάρολο τής Λωρραίνης το 1686. Στο μεταξύ ο Σβάρτσενμπεργκ απέτυχε επίσης το 1599 σε προσπάθεια κατάληψης τού Στουλβάισσενμπουργκ (Άλμπα Ρέγκια, Σεκεσφέχερβαρ), τού τόπου στέψης των βασιλέων τής Ουγγαρίας. Ο Κλήμης Η’ είχε διαθέσει στους αυτοκρατορικούς τεράστιες επιδοτήσεις για να τούς βοηθήσει στον αγώνα τους κατά των Τούρκων. Ήταν επομένως πολύ στενοχωρημένος μαθαίνοντας για τις προσπάθειές τους να διαπραγματευτούν ειρήνη με την Υψηλή Πύλη. Μάλιστα, σύμφωνα με τον Τζιοβάννι (Ζουάν) Ντολφίν, ο οποίος είχε διαδεχθεί τον Πάολο Παρούτα ως Ενετός πρεσβευτής στην Αγία Έδρα, ο Κλήμης, κατά το δεύτερο εξάμηνο τού 1598, «έστειλε δύο φορές τον ανηψιό του [Τζιαν Φραντσέσκο Αλντομπραντίνι] στην Ουγγαρία με μεγάλή δύναμη πεζικού και ιππικού, με κόστος μεγαλύτερο από 1.500.000 χρυσά (σκούδα). Βοήθησε επίσης τούς Τρανσυλβανούς με χρήματα, ενώ θέλησε να δώσει στους Πολωνούς μεγάλο ποσό σε χρυσάφι για να τούς ενώσει με τούς άλλους».33

Ο Παρούτα μάς έχει ενημερώσει ότι εκείνη την εποχή τα έσοδα τής Αγίας Έδρας ανέρχονταν συνολικά (le entrate… in tutto fra obbligate e libere) σε περίπου 1.600.000 σκούδα. Από το ποσό αυτό στην πραγματικότητα μόνο 570.000 σκούδα ήσαν διαθέσιμα για δαπάνες, γιατί τα υπόλοιπα 1.030.000 σκούδα είχαν δαπανηθεί εκ των προτέρων ή δεσμευτεί ήδη με άλλο τρόπο.34 Δεν είναι λοιπόν παράξενο ότι ο Κλήμης θα είχε ταραχτεί όταν έμαθε για τις προσπάθειες των αυτοκρατορικών να διαπραγματευτούν ειρήνη με την Υψηλή Πύλη. Μεσολαβητής ήταν ο Γκαζί Γκιράυ, ο χάνος των Τατάρων τής Κριμαίας, μία από τις αξιόλογες προσωπικότητες στην ιστορία των ετών πριν και μετά το 1600. Οι αυτοκρατορικοί πρότειναν να ανταλλάξουν το Γκραν (Έστεργκομ) με το κατεχόμενο από τούς Τούρκους Έρλαου (Έγκερ). Ο σουλτάνος Μεχμέτ Γ’ απέρριψε την πρόταση. Η Υψηλή Πύλη ποτέ δεν εγκατέλειπε έδαφος κερδισμένο με το σπαθί.

Στο μεταξύ οι μεγάλες ελπίδες τού Σίγκισμουντ Μπάτορυ για ενωμένη χριστιανική επίθεση εναντίον των Τούρκων δε κατέληξαν πουθενά. Ο μελαγχολικός ηγεμόνας εγκατέλειψε την κυριαρχία του τον Μάιο τού 1598, αλλά ανέλαβε ξανά την εξουσία τον Αύγουστο τού ίδιου έτους. Όμως τον Μάρτιο τού 1599 παραιτήθηκε και πάλι και αντικαταστάθηκε ως ηγεμόνας Τρανσυλβανίας από τον εξάδελφό του, τον καρδινάλιο Άντρας Μπάτορυ. Ο τελευταίος σύντομα εκτοπίστηκε από τον Μιχαήλ «τον Γενναίο» τής Βλαχίας, ο οποίος όχι μόνο ανέλαβε την Τρανσυλβανία στα τέλη τού 1599, αλλά κατάφερε να επιβληθεί και στη Μολδαβία την άνοιξη τού 1600. Ο Mιχαήλ είχε εξάψει τη φαντασία και κερδίσει την υποταγή των Βλάχων (Ρουμάνων) στις τρεις ηγεμονίες. Είχε παρασυρθεί για λίγο από ισχυρό ρεύμα ρουμανικού εθνικισμού, γιατί υπήρχαν πολλοί που έλπιζαν ότι όταν αποτινασσόταν ο τουρκικός ζυγός, οι ηγεμονίες θα ενώνονταν σε ένα καθεστώς, όπως τον παλιό καιρό τής Βυζαντινής αυτοκρατορίας, την οποία φυσικά οι Τούρκοι είχαν καταστρέψει. Έτσι κι αλλιώς, ο προκάτοχος τού Μιχαήλ στη Μολδαβία, ο Γιάκομπους Ηρακλείδης, είχε κυβερνήσει την περίοδο 1561-1563 υπό τούς τίτλους «Βασιλεύς Μολδαβίας» και «υπερασπιστής τής ελευθερίας τής πατρίδας» (defensor libertatis patriae). Παρά το γεγονός ότι οι ρουμανικές ηγεμονικές οικογένειες είχαν συνδεθεί με τον Καθολικισμό, οι Προτεστάντες στις ηγεμονίες βρίσκονταν συχνά σε στενή επαφή με το ελληνικό Πατριαρχείο στην Ισταμπούλ και το δέλεαρ τής αντι-τουρκικής Ορθοδοξίας προφανώς βοήθησε τον Μιχαήλ κατά την επικίνδυνη πορεία του. Μικρές εξεγέρσεις εναντίον τής Πύλης ξεσπούσαν σε πολλές περιοχές σε ολόκληρα τα Βαλκάνια. Ο Μιχαήλ ο Γενναίος γινόταν θρύλος στην εποχή του κιόλας και ανείπωτος αριθμός χωρικών ήσαν πρόθυμοι να τον δουν να πορεύεται στο Βυζάντιο και να κυβερνά από εκεί ως «βασιλεύς».35

Η υπεροχή τού Μιχαήλ θα αποδεικνυόταν βραχύβια, αλλά υπήρξε οδυνηρή για τούς αυτοκρατορικούς, τούς Πολωνούς και τούς Τούρκους. Επίσης οδυνηρή για τούς αυτοκρατορικούς ήταν η είδηση της ανταρσίας των στρατευμάτων τού αυτοκράτορα στην Πάπα στα τέλη Ιουλίου 1600. Οι στρατιώτες ήσαν έτοιμοι να παραδώσουν την πόλη στους Τούρκους. Όταν ο Άντολφ φον Σβάρτσενμπεργκ προσπάθησε να τούς επαναφέρει στην υπακοή, σκοτώθηκε από πυροβολισμό μουσκέτου (στις 29 Ιουλίου). Και ο θάνατός του δεν ήταν η μόνη σοβαρή απώλεια που υπέστησαν οι αυτοκρατορικοί κατά το ζοφερό έτος 1600.

Στις 20 Οκτωβρίου τού ίδιου ζοφερού έτους οι Τούρκοι κατέλαβαν το φρούριο τής πόλης Ναγκυκάνισα, λιγότερο από είκοσι μίλια από τα σύνορα τού αυστριακού δουκάτου τής Στυρίας. Η απώλεια προκάλεσε ταραχή στην αυτοκρατορική αυλή και στην Αγία Έδρα. Ο Κλήμης Η’ αποφάσισε ότι έπρεπε να στείλει για τρίτη φορά ένοπλη δύναμη στην εμπόλεμη Ουγγαρία και το έκανε, για μια ακόμη φορά υπό τον ανηψιό του, τον Τζιαν Φραντσέσκο Αλντομπραντίνι, ο οποίος πέθανε από ασθένεια στην εκστρατεία και θάφτηκε αργότερα στην εκκλησία την Σάντα Μαρία σόπρα Μινέρβα στη Ρώμη.

Ο απρόβλεπτος Σίγκισμουντ Μπάτορυ αποκαταστάθηκε στην προηγούμενη κυριαρχία του από την δίαιτα τής Τρανσυλβανίας τον Ιανουάριο τού 1601 και τον επόμενο μήνα, με οθωμανική βοήθεια, ξεκίνησε προφανώς επιτυχημένη στρατιωτική εκστρατεία από την κατεχόμενη από τούς Τούρκους Τέμεσβαρ (Τιμισοάρα),36 πολεμώντας τώρα εναντίον των Αψβούργων, για να πετύχει κάποιο βαθμό ανεξαρτησίας στην Τρανσυλβανία. Η επιτυχία τού Σίγκισμουντ δεν θα διαρκούσε πολύ. Η από μέρους του αλλαγή πλευράς υπήρξε αποθαρρυντική για τον Κλήμεντα Η’ και την παπική κούρτη, αλλά στις 5 Απριλίου 1601 εμφανίστηκε ξαφνικά στη Ρώμη πρεσβεία από τον Αμπάς Α’, τον σάχη τής Περσίας.

Απεσταλμένοι ήσαν ο Χουσεΐν Αλή μπέης και ο Άγγλος τυχοδιώκτης Σερ Άντονυ Σίρλεϋ. Είχαν ήδη πάει στη Μόσχα, στην Πράγα και σε διάφορες γερμανικές αυλές. Έφερναν στον πάπα επιστολή από τον σάχη, στην οποία αυτός ανακοίνωνε την πρόθεσή του να προχωρήσει σε πόλεμο εναντίον των Τούρκων (πράγμα που έκανε ένα χρόνο αργότερα). Ο Αμπάς είχε χορηγήσει στους χριστιανούς εμπορική και θρησκευτική ελευθερία στην επικράτειά του προς μεγάλη χαρά τού Κλήμεντος, ο οποίος απάντησε στην πρεσβεία τού σάχη με επιστολή τής 2ας Μαΐου (1601), προτρέποντάς τον να πάρει τα όπλα εναντίον των Τούρκων και διαβεβαιώνοντάς τον για τη συνέχιση των παπικών και αυτοκρατορικών προσπαθειών εναντίον τής Πύλης.37

Ο Μιχαήλ τής Βλαχίας είχε ήδη εκδιωχθεί από τη Μολδαβία από τούς Πολωνούς και είχε ηττηθεί στην Τρανσυλβανία από τούς αυτοκρατορικούς. Τόσο οι Πολωνοί όσο και οι Τούρκοι εισέρχονταν στη Βλαχία. Απέφευγαν να συγκρουστούν μεταξύ τους, ενώ ο Μιχαήλ απέφευγε και τούς δύο. Αποκαθιστώντας τη συμφωνία του με την αυτοκρατορική αυλή στην Πράγα, ο Μιχαήλ ένωσε τις δυνάμεις του με τον στρατηγό τού αυτοκράτορα Τζιόρτζιο Μπάστα, για να διώξει τον Σίγκισμουντ Μπάτορυ από την Τρανσυλβανία. Όταν όμως ο Μιχαήλ προσπάθησε να χρησιμοποιήσει τούς Τούρκους εναντίον των αυτοκρατορικών, η «προδοσία» του ανακαλύφθηκε και θανατώθηκε από τον Μπάστα στα μέσα Αυγούστου 1601.

Ο αυστρο-τουρκικός πόλεμος ήταν πραγματικά «Μακροχρόνιος Πόλεμος», δαπανηρή επιχείρηση. Η αποτυχία συνόδευε την επιτυχία. Οι χριστιανοί κατέλαβαν το Στουλβάισσενμπουγκ (Σεκεσφέχερβαρ) τον Οκτώβριο (1601) και το έχασαν πάλι από τούς Τούρκους στα τέλη Αυγούστου τού επόμενου έτους. Ενώ οι ηγεμονίες είχαν καταλήξει σε χάος, στη σκηνή υπήρχε λιγότερος συνωστισμός. Ο Μιχαήλ τής Βλαχίας είχε φύγει. Η πολιτική σταδιοδρομία τού Σίγκισμουντ Μπάτορυ (πεθ. 1613) έληξε λίγο μετά από άλλη μια επιτυχημένη εκστρατεία στις αρχές τού 1602, εναντίον τού αυτοκρατορικού στρατηγού Τζιόρτζιο Μπάστα. Όμως μέχρι τα μέσα τού έτους ο Μπάστα είχε καταστεί η κυρίαρχη φυσιογνωμία στην Τρανσυλβανία, όπου σύντομα άρχιζε έντονη εκστρατεία εναντίον των Λουθηρανών, των Ουνιταριανών και άλλων «αιρετικών». Οι Καλβινιστές φαίνονταν να τη γλιτώνουν για λίγο. Ήσαν πάρα πολλοί για να μπορέσει να ασχοληθεί μαζί τους τόσο γρήγορα. Σε κάθε περίπτωση η αποχώρηση από το προσκήνιο τού Σίγκισμουντ Μπάτορυ και τού Μιχαήλ τής Βλαχίας φαινόταν για λίγο να μειώνει τη σύγχυση στα ανατολικά μέτωπα.

Μια πολιτική θρησκευτικής ανοχής στο βασίλειο τής Ουγγαρίας και στην ηγεμονία τής Τρανσυλβανίας θα μπορούσε ενδεχομένως να προσθέσει το μεγαλύτερο μέρος τού πρώτου κράτους και μεγάλο μέρος τού δεύτερου στις κτήσεις των Αψβούργων. Οι χριστιανοί ήσαν αντι-Τούρκοι, αλλά οι Τούρκοι ήσαν ανεκτικοί με τις ανόμοιες θρησκείες στην Ουγγαρία και την Τρανσυλβανία, υπό τον όρο ότι οι μη-μουσουλμάνοι πλήρωναν το χαράτσι (kharaj) ή κεφαλικό φόρο. Οι Αψβούργοι, ιδιαίτερα ο Ροδόλφος Β’ και ο αρχιδούκας Φερδινάνδος τής Στυρίας, ήσαν μη ανεκτικοί. Η παπική-αυτοκρατορική πολιτική είχε σχεδιαστεί για να επαναφέρει τον Καθολικισμό στη θρησκευτική κυριαρχία του τόσο στο βασίλειο όσο και στην ηγεμονία. Στα μέσα Ιουλίου 1603 ο Τζιόρτζιο Μπάστα συνέτριψε την τοπική θρησκευτική και εθνοτική αντιπολίτευση στην αυστριακή-καθολική εξουσία (ή προσπάθησε να το κάνει) στην Κροστάνδη (Μπρασόβ), στους πρόποδες των Τρανσυλβανικών Άλπεων, στο βασικό κέντρο των Λουθηρανών Σαξώνων στην παρενοχλούμενη ηγεμονία. Τέτοια σκληρότητα ήταν αναπόφευκτο να δημιουργήσει προβλήματα. Όμως, όσον αφορά την ελευθερία τής συνείδησης, πρέπει να παραδεχθούμε ότι οι Προτεστάντες δεν ήσαν καθόλου πιο ανεκτικοί από τούς Καθολικούς. Η παπική κούρτη και η αυλή των Αψβούργων φοβούνταν ότι η χορήγηση θρησκευτικής ελευθερίας σε περιοχές τής Ουγγαρίας και τής Τρανσυλβανίας (όπως στη Γερμανία), όπου οι Προτεστάντες αποτελούσαν την πλειοψηφία, θα οδηγούσε στην κατάληψη από τούς Προτεστάντες των Καθολικών επισκοπών, μοναστηριών, ιδιοκτησιών και δικαιοδοσίας ( κατά παράβαση τής θρησκευτικής ειρήνης τού Άουγκσμπουργκ), όπως στην πραγματικότητα είχαν κάνει συχνά.

Ο αυτοκράτορας Ροδόλφος Β’ ήταν κάπως διαταραγμένος και οι αρχιδούκες αδελφοί του ανίκανοι. Η λογική και η αυτοσυγκράτηση των Αυστριακών Αψβούργων κατά το παρελθόν είχε χαθεί. Ο Μπάστα προσπαθούσε να ξεριζώσει τον Προτεσταντισμό από την Τρανσυλβανία. Οι Καλβινιστές Μαγυάροι, οι Σέκελυ, οι Βλαχο-Ρουμάνοι, ακόμη και οι Λουθηρανοί Σάξωνες υποβάλλονταν σε απερίσκεπτη σφαγή και αχαλίνωτη λεηλασία, θρησκευτική καταπίεση και δήμευση περιουσίας. Χρόνια πολέμου, προστιθέμενα στο αδίστακτο καθεστώς τού Μπάστα, προκαλούσαν τη σχεδόν αναπόφευκτη πείνα και πανούκλα στην Τρανσυλβανία. Επομένως, δεν είναι περίεργο το γεγονός ότι παρά τις επιτυχίες τού Αμπάς, τού σάχη τής Περσίας και παρά τον ξαφνικό θάνατο τού σουλτάνου Μεχμέτ Γ’ (στις 22 Δεκεμβρίου 1603),38 οι αυτοκρατορικοί δεν σημείωσαν καμία πρόοδο εναντίον των Τούρκων. Ένα πνεύμα εθνικισμού, μια επιθυμία για θρησκευτική ελευθερία, καθώς και ο ανταγωνισμός προς τούς Αψβούργους —συναισθήματα καθόλου άγνωστα στην Ουγγαρία και την Τρανσυλβανία— εισχώρησαν στο βασίλειο και στην ηγεμονία. Η πολιτική τού Ροδόλφου Β’ καθόρισε την πορεία για έναν αιώνα και η ανατολική Ουγγαρία και η Τρανσυλβανία δεν θα ελευθερώνονταν από τούς Τούρκους μέχρι την συνθήκη τού Κάρλοβιτς το 1699.

Από τη στρατιωτική δίνη στην Ουγγαρία και την Τρανσυλβανία προέκυψαν δύο ευγενείς κατά το έτος 1601, Καλβινιστές και οι δύο, που ήσαν νομιμόφρονες στους Αψβούργους: ο Στέφεν Μπότσκαϋ και ο κύριος υποστηρικτής του, ο Γκάμπριελ (Γκάμπορ) Μπέτλεν. Ο Μπότσκαϋ ήταν συγγενής τού Σίγκισμουντ Μπάτορυ, τον οποίο είχε υπηρετήσει, και όπως κι εκείνος (αν και ο Σίγκισμουντ ήταν πάντοτε κάπως αμφίθυμος προς τούς Αψβούργους) ο Μπότσκαϋ είχε απογοητευτεί πολύ από τη σκληρή ηλιθιότητα τής αυτοκρατορικής πολιτικής στο βασίλειο και στην ηγεμονία. Γρήγορα οι Μπότσκαϋ και Μπέτλεν βρέθηκαν σε πόλεμο με τούς Αψβούργους. Αφού απόλαυσαν μικρή νίκη στο πεδίο στα μέσα Οκτωβρίου (1604), οι δυνάμεις τού Μπότσκαϋ νικήθηκαν δύο φορές από τον Τζόρτζιο Μπάστα τον επόμενο μήνα. Οι Τούρκοι ήρθαν αμέσως σε βοήθεια τού Μπότσκαϋ και οι περισσότεροι από τούς ορεσίβιους Χάιντουκ συσπειρώθηκαν στην υπόθεσή του. Στη Γερμανία οι Λουθηρανοί ηγεμόνες δεν είχαν καμία διάθεση να βοηθήσουν τον αυτοκράτορα Ροδόλφο να εξαλείψει τον Προτεσταντισμό στην Ουγγαρία και την Τρανσυλβανία. Μάλιστα η μία ή η άλλη μορφή Προτεσταντισμού αποτελούσαν τις κυρίαρχες θρησκείες στην Ουγγαρία και την Τρανσυλβανία, γιατί ο Καθολικισμός περνούσε σοβαρή παρακμή σε όλη τη Νοτιοανατολική Ευρώπη κατά τη διάρκεια τού ύστερου 16ου αιώνα.39

Ο Τούρκος σουλτάνος Αχμέτ Α’ αναγνώρισε τον Μπότσκαϋ όχι μόνο ως ηγεμόνα τής Τρανσυλβανίας, αλλά και ως βασιλιά τής Ουγγαρίας. Ο Μπότσκαϋ αρνήθηκε τον τελευταίο αυτό τίτλο, αλλά ενθρονίστηκε με πλήρη επισημότητα ως ηγεμόνας τής Τρανσυλβανίας στο φρούριο τής πόλης Μέντγκυες (Μέντιας), στα ανατολικά τής Άλμπα Ιούλια, στις 14 Σεπτεμβρίου 1605. Πολλοί από τούς παρόντες σε αυτή την τελετή πρέπει να θυμήθηκαν τον βίαιο θάνατο τού Λοντοβίκο Γκρίττι στο Μέντγκυες μια μέρα τού Σεπτεμβρίου, εβδομήντα περίπου χρόνια πριν (το 1534). Γιος τού Ενετού δόγη Αντρέα, ο Γκρίττι ήταν στην εποχή του μια από τις πιο ισχυρές φυσιογνωμίες στην Πύλη και λεγόταν ότι καλλιεργούσε ελπίδες να κερδίσει κάποια θέση σαν εκείνη που κέρδιζε τώρα ο Μπότσκαϋ.

Όσο για τούς Ενετούς, παρέμεναν σε ειρήνη με την Υψηλή Πύλη και συνέχιζαν να διορίζουν τούς δικούς τους «νεαρούς τής γλώσσας» (giovani della lingua), όπως είχαν κάνει επί πολλές γενιές. Έτσι στις 31 Οκτωβρίου 1609 η Γερουσία ενέκρινε την αίτηση τού νεαρού Μπαττίστα Ναβόν για την τουρκική υποτροφία. Ο πατέρας τού Μπαττίστα, ο Πασκουάλε, καθώς και ο αδελφός του Τομμάζο, είχαν υπηρετήσει πιστά τη Σινιορία ως δραγουμάνοι. Η τουρκική γλώσσα έτρεχε στην οικογένεια Ναβόν. Η δουλειά τού δραγουμάνου ήταν «επίπονο και κουραστικό φορτίο» (carico laborioso e travaglioso). Έπρεπε κανείς να μπορεί να διαβάζει, να γράφει και να μιλά τουρκικά με ευχέρεια και ακρίβεια. Ο κάτοχος τής υποτροφίας ζούσε και τρεφόταν στο σπίτι τού βαΐλου στην Ισταμπούλ. Υπήρχαν αρκετοί τέτοιοι σπουδαστές σε αυτό το σπίτι. Η αμοιβή τού Μπαττίστα θα ήταν πενήντα δουκάτα τον χρόνο, καθώς «και εκείνα τα δώρα που δίνονται και στους άλλους νεαρούς τής γλώσσας» (et quelle regalie che sono solite darsi a gli altri giovani della lingua).40

Οι σπουδαστές ήσαν σχεδόν πάντοτε Ενετοί πολίτες από γέννηση (cittadini originari). Η ανάγκη τής Σινιορίας για αξιόπιστους και νομιμόφρονες διερμηνείς ήταν προφανής. Ο βαΐλος δεν είχε άλλο τρόπο να επικοινωνήσει με τον σουλτάνο ή τον μεγάλο βεζύρη. Το Κολλέγιο δεν είχε άλλο τρόπο ανάγνωσης τουρκικών κειμένων, όταν αυτά παραδίδονταν στη Βενετία. Όταν ο σπουδαστής αποκτούσε την απαιτούμενη γλωσσική επάρκεια, διοριζόταν στο γραμματειακό προσωπικό στη Βενετία και μπορούσε τελικά να σταλεί ως μεταφραστής στον Βόσπορο. Όταν όμως η Δημοκρατία βρισκόταν σε πόλεμο με την Υψηλή Πύλη, προφανώς τέτοιες υποτροφίες συνήθως αναστέλλονταν.41

Η χριστιανική εξέγερση εναντίον των Αψβούργων το 1604 και η ανάδειξη τού Στέφεν Μπότσκαϋ σε ηγεμόνα τής Τρανσυλβανίας αποτελούσαν ευλογία για τούς Τούρκους, οι οποίοι τον θεωρούσαν υποτελή τους. Ο Μπότσκαϋ έδιωξε τούς αυτοκρατορικούς από την άνω Ουγγαρία, ενώ ο Γκάμπριελ Μπέτλεν, ο οποίος θα γινόταν αργότερα ηγεμόνας τής Τρανσυλβανίας (1613-1629), αποκτούσε τον έλεγχο τής ηγεμονίας στο όνομα τού Μπότσκαϋ. Οι Πολωνοί περιόριζαν τις φιλοδοξίες τους στην Τρανσυλβανία και τη Μολδαβία, λόγω τής απειλητικής στάσης των Τατάρων τής Κριμαίας και τής αυξανόμενης αποτελεσματικότητας των Τούρκων στρατιωτών. Οι δυνάμεις τού σουλτάνου τα πήγαιναν καλά στην Ουγγαρία, σε συμμαχία με τον Στέφεν Μπότσκαϋ, και αυτό παρά την παρατεταμένη εξέγερση των Τζελαλή στη Μικρά Ασία και την έναρξη νέου πολέμου με την Περσία, στον οποίο έχουμε ήδη αναφερθεί. Ο πόλεμος είχε αρχίσει το 1602-1603 και θα οδηγούσε τελικά στην απώλεια των κατακτήσεων των Τούρκων στον Καύκασο. Στο μεταξύ όμως, αν και λεγόταν ότι οι Τούρκοι ενδιαφέρονταν να κάνουν ειρήνη την άνοιξη τού 1605,42 κατά τη διάρκεια τού καλοκαιριού προχώρησαν για να ανακτήσουν το Βίζεγκραντ και το Γκραν (Έστεργκομ), τα οποία οι χριστιανοί είχαν αποσπάσει από αυτούς πριν από δέκα χρόνια.

Οι χριστιανικές απώλειες προκαλούσαν φόβο και θλίψη στην παπική κούρτη, αλλά ο Κλήμης Η’ είχε γλιτώσει την είδηση, γιατί είχε πεθάνει στις 5 Μαρτίου 1605. Τον διαδέχθηκε για εικοσιέξι μέρες ο Λέων ΙΑ’ ντε Μέντιτσι και στη συνέχεια ο Καμίλλο Μποργκέζε, ο οποίος κατά την εκλογή του στις 16 Μαΐου πήρε το όνομα Παύλος Ε’. Οι δυσκολίες τού Παύλου Ε’ με τη Βενετία είναι γνωστές.43 Μερικές φορές φαινόταν ότι ο Μακροχρόνιος Πόλεμος δεν θα τελείωνε ποτέ, αλλά σε αυτοκρατορικούς κύκλους μεγάλωνε ο φόβος ότι όταν τελείωνε, θα μπορούσε επίσης να σημαίνει το τέλος τής ηγεμονίας των Αψβούργων στην Ουγγαρία. Υποκείμενος σε ψυχικές διαταραχές, ο αυτοκράτορας Ροδόλφος Β’ πρόσθετε την αστάθεια στην ανικανότητα. Στις 25 Απριλίου 1606 οι αρχιδούκες Ματίας, Μαξιμιλιανός, Φερδινάνδος, Μαξιμίλιαν Ερνστ και αργότερα ο αρχιδούκας Άλμπρεχτ, «αδελφοί και εξάδελφοι από την πλευρά τού πατέρα», επιβεβαιώνοντας την αδυναμία τού Ροδόλφου να κυβερνά (ex quadam animi indispositione et infirmitate, quae sua periculosa intervalla habet), ανέθεσαν τις τύχες τού οίκου τους στον Ματίας, ο οποίος επρόκειτο να ασκεί τη «δύναμη και την εξουσία» τής αυτοκρατορίας.44

Στη συνέχεια, στις 23 Ιουνίου, ύστερα από μακρές διαπραγματεύσεις, ο Ματίας αποδέχθηκε τη συνθήκη τής Βιέννης με τον Στέφεν Μπότσκαϋ και τούς Ούγγρους οπαδούς τού τελευταίου, χορηγώντας περιορισμένη θρησκευτική ελευθερία στο βασίλειο τής Ουγγαρίας, «με την επιφύλαξη όμως τής Ρωμαιοκαθολικής θρησκείας», πράγμα που σήμαινε ότι οι Καθολικοί ιερείς και ναοί θα παρέμεναν ανενόχλητοι. Στην επόμενη συνάντηση τής ουγγρικής δίαιτας θα επιλεγόταν ένας παλατινός «σύμφωνα με την αρχαία συνήθεια» και μαζί με Ούγγρους συμβούλους ο παλατινός θα αναγνώριζε τον αρχιδούκα Ματίας, σύμφωνα με την πληρεξουσιοδότηση (plenipotentia) που τού είχε χορηγηθεί από τον αυτοκράτορα, ως ανώτατη αρχή στο βασίλειο τής Ουγγαρίας. Σε περίπτωση απουσίας τού Ματίας ο παλατινός θα τον εκπροσωπούσε «στις υποθέσεις τού βασιλείου» (in negotiis regni). Η αυτοκρατορική και βασιλική του μεγαλειότητα επρόκειτο στην πραγματικότητα να κατέχει (μέσω τού Ματίας) την Ουγγαρία και τις εξαρτήσεις της, δηλαδή τη Σλαβονία, την Κροατία και τη Δαλματία, αλλά όλα τα μεγάλα και μικρά αξιώματα στο βασίλειο θα απονέμονταν μόνο σε Ούγγρους, χωρίς θρησκευτικές διακρίσεις. Θα αποκαθίσταντο τα δικαιώματα και οι περιουσίες διαφόρων ουγγρικών οικογενειών.

Ο Στέφεν Μπότσκαϋ αναγνωρίστηκε ως ηγεμόνας τής Τρανσυλβανίας, ενώ τού δόθηκαν «με κληρονομικό δικαίωμα» (iure haereditario) το κάστρο (arx) τού Τόκαϊ και οι κομητείες Ούγκοσα, Μπέρεγκ και Σάτμαρ, οι οποίες όμως θα επανέρχονταν στο ουγγρικό στέμμα, αν πέθαινε χωρίς αρσενικούς διαδόχους. Ο Στέφεν Μπότσκαϋ δήλωσε ότι δεν είχε δεχτεί το στέμμα που τού είχε προσφερθεί από τον Τούρκο μεγάλο βεζύρη [Λάλα Μεχμέτ πασά] «κατά παρέκκλιση τού βασιλιά και τού βασιλείου τής Ουγγαρίας και τού αρχαίου στέμματος». Και σύμφωνα με την προηγούμενη παράδοσή τους, οι Τρανσυλβανοί έπρεπε να έχουν το δικαίωμα να εκλέγουν τούς δικούς τους ηγεμόνες.45 Ο Ροδόλφος επικύρωσε τη συνθήκη στις 6 Αυγούστου (1606), αν και διαμαρτυρήθηκε κρυφά ότι είχε ενεργήσει κάτω από πίεση. Η εκ μέρους του μυστική αποκήρυξη τής ειρήνης ήταν χωρίς νόημα, γιατί η συμφωνία τής Βιέννης τέθηκε άμεσα σε εφαρμογή, παρέχοντας το υπόβαθρο για άλλη μια συνθήκη, η οποία τελικά τερμάτιζε τον αυστρο-τουρκικό πόλεμο.

Ύστερα από μερικές εβδομάδες διαπραγματεύσεων στο «Ζιτβατόροκ», δηλαδή στο στόμιο (συμβολή) τού μικρού ποταμού Ζίτβα στον Δούναβη, οι εκπρόσωποι τής αυτοκρατορίας και τής Πύλης κατέληξαν σε συμφωνία στις 11 Νοεμβρίου 1606, «τη μέρα τής γιορτής τού Αγίου Μαρτίνου» (in festo S. Martini) για τον τερματισμό τού Μακροχρόνιου Πολέμου. Ο αυτοκράτορας Ροδόλφος επικύρωσε την ειρήνη τού Ζιτβατόροκ στις 9 Δεκεμβρίου. Σύμφωνα με το πρώτο άρθρο τής συνθήκης, ο σουλτάνος και ο αυτοκράτορας έπρεπε να συμπεριφέρονται ο ένας προς τον άλλο ως πατέρας και γιος (unus in patrem, alter vero in filium se suscipiant), ενώ με τον ίδιο τρόπο έπρεπε να αντιμετωπίζουν τούς πρέσβεις που έστελνε ο ένας στον άλλο. Σε όλα τα κείμενα και σε όλες τις περιπτώσεις έπρεπε να αναφέρεται ο ένας στον άλλο ως αυτοκράτορα, όχι ως βασιλιά, που σημαίνει ότι ήταν η πρώτη φορά που η Πύλη φαινόταν να αναγνωρίζει τον αυτοκράτορα ως ισότιμο τού πατισάχ. Επίσης η ειρήνη τού Ζιτβατόροκ ήταν η πρώτη συνθήκη που συνήψε η Πύλη έξω από την Ισταμπούλ.

Οι Τάταροι τής Κριμαίας είχαν συμπεριληφθεί στη συνθήκη και για όσο διάστημα διαρκούσε η ειρήνη δεν έπρεπε να προκαλούν απώλειες ή ζημιές σε χριστιανική εδάφη. Η ειρήνη θα ίσχυε μεταξύ των δύο αυτοκρατόρων παντού, στη στεριά και τη θάλασσα, «ιδιαίτερα στην Ουγγαρία», ενώ αν ο βασιλιάς τής Ισπανίας επιθυμούσε να συμπεριληφθεί στη συνθήκη, έπρεπε αυτό να τού επιτραπεί. Δεν θα υπήρχαν πια «επιδρομές» (excursiones). Οι πειρατές και οι ληστές θα φυλακίζονταν, θα αντιμετωπίζονταν από τοπικούς διοικητές «και τα κλοπιμαία θα επιστρέφονταν». Κανένα από τα συμβαλλόμενα μέρη δεν θα επιτίθετο ή καταλάμβανε φρούρια που ανήκαν στο άλλο. «Επίσης αυτά που έχουν χορηγηθεί στον επιφανέστατο άρχοντα [Στέφεν] Μπότσκαϋ πρέπει να παραμείνουν δικά του, σύμφωνα με την ειρήνη που έχει γίνει στη Βιέννη». Αιχμάλωτοι πολέμου θα ανταλλάσσονταν «στη βάση τής ισότητας». Δευτερεύουσες υποθέσεις έπρεπε να αντιμετωπίζονται σε τοπικό επίπεδο, «αλλά αν προκύψουν άλλα θέματα μεγάλης σημασίας, που δεν είναι δυνατό να αντιμετωπιστούν από τις τοπικές αρχές, τότε ίσως απαιτηθεί η προσοχή τού κάθε αυτοκράτορα».

Φρούρια μπορεί να ανακατασκευάζονταν στις προηγούμενες θέσεις τους (in suis antiquis locis), αλλά η συνθήκη απαγόρευε την ανέγερση νέων «κάστρων και φρουρίων» (castra et castella). Ο αυτοκράτορας έστελνε απεσταλμένο στην Ισταμπούλ με δώρα για τον σουλτάνο. Ο μεγάλος βεζύρης Μουράτ πασάς θα έστελνε απεσταλμένο στον αρχιδούκα Ματίας με δώρα, «και όταν οι απεσταλμένοι μας φτάσουν στην Ισταμπούλ για την επικύρωση τής ειρήνης, ο αυτοκράτορας των Τούρκων πρέπει επίσης να στείλει απεσταλμένο στην πόλη μας τής Πράγας [στον τόπο διαμονής τού Ροδόλφου] με μεγαλύτερα δώρα απ’ όσο συνηθίζει». Ο αυτοκρατορικός απεσταλμένος θα μετέφερε στην Πύλη δώρο 200.000 φλουριών, σύμφωνα με την υπόσχεση, το οποίο δώρο δεν θα επαναλαμβανόταν ποτέ (semel pro semper).

Η ειρήνη θα διαρκούσε είκοσι χρόνια, με αφετηρία την 1η Ιανουαρίου (1607). Θα ανταλλάσσονταν πρεσβείες ύστερα από τρία χρόνια με επιπλέον δώρα, χωρίς υποχρέωση, τα οποία έπρεπε να ονομάζονται δώρα, δηλαδή να μην αποτελούν οποιαδήποτε μορφή φόρου τιμής. Η ειρήνη θα διαρκούσε για τα εν λόγω είκοσι χρόνια, δεσμεύοντας στην τήρησή της τούς διαδόχους τόσο τού αυτοκράτορα όσο και τού σουλτάνου. Οι αυτοκρατορικοί απεσταλμένοι θα ήσαν ελεύθεροι να υποβάλλουν στον σουλτάνο οποιαδήποτε αιτήματα επιθυμούσαν. Δώδεκα περίπου χωριά, τα οποία προσδιορίζονταν στη συνθήκη, θα απαλλάσσονταν από τον «τουρκικό ζυγό». Ούγγροι ευγενείς που ζούσαν σε χωριά κάτω από οθωμανική κυριαρχία δεν θα πλήρωναν στους Τούρκους φόρο τιμής ή δεκάτης, αλλά θα ήσαν ελεύθεροι σε όλα τα πράγματα, «τόσο στην περιουσία τους όσο και στα άτομά τους». Εκείνοι που δεν πλήρωναν τίποτε στον νόμιμο επικυρίαρχό τους, δεν θα πλήρωναν τίποτε ούτε στους Τούρκους.46 Η Συνθήκη τού Ζιτβατόροκ αποτελεί ορόσημο στην ιστορία των οθωμανικών σχέσεων όχι μόνο με την Αυστρία, αλλά με το σύνολο τής Ευρώπης.

Η επιτυχία τού αυτοκράτορα Ροδόλφου Β’ και τού δούκα Μαξιμιλιανού Α’ τής Βαυαρίας τον Δεκέμβριο τού 1607 στην επιβολή τού Καθολικισμού στο σε μεγάλο βαθμό προτεσταντικό Ντόναουβορτ, «ελεύθερη πόλη» τής Σουηβίας (Σβάμπια), είκοσι περίπου ή περισσότερα μίλια βορειοδυτικά τού Άουγκσμπουργκ, οδήγησε σε μεγάλη αύξηση τής υποβόσκουσας θρησκευτικής αναταραχής στη Γερμανία. Το δημοτικό συμβούλιο στο Ντόναουβορτ είχε αρνηθεί να επιτρέψει ελευθερία λατρείας στην Καθολική μειονότητα τής πόλης. Ο Μαξιμιλιανός κατέλαβε το Ντόναουβορτ, επανεπέβαλε τον Καθολικισμό και συνέχιζε να κατέχει την πόλη προς οργισμένη δυσαρέσκεια των Προτεσταντών ηγεμόνων.47 Στα τέλη Απριλίου 1608 ο Καλβινιστής εκλέκτορας Φρήντριχ Δ’ τού Παλατινάτου και οι οπαδοί του αποχώρησαν θυμωμένα από το Ράιχσταγκ τού Ρέγκενσμπουργκ, όπου είχε γίνει μάταιη προσπάθεια αποκατάστασης και προσαρμογής τής παλαιάς θρησκευτικής ειρήνης τού Άουγκσμπουργκ τού 1555. Αμέσως μετά, την εβδομάδα 12-16 Μαΐου (1608) στο Αουχάουζεν μπάι Νόρντλινγκεν, αριθμός Προτεσταντών ηγεμόνων —ο εκλέκτορας Φρήντριχ, ο δούκας Γιόχαν Φρήντριχ τής Βύρττεμπεργκ, ο μαργράβος Γιόακιμ Ερνστ τού Βρανδεμβούργου-Άνζμπαχ, ο μαργράβος Γκέοργκ Φρήντριχ τού Μπάντεν-Ντύρλαχ, μαζί με τον Φίλιπ Λούντβιχ, παλατινό κόμη τού Νόιμπουργκ επί τού Ρήνου και τον Κρίστιαν, μαρκήσιο τού Κούλμπαχ— σχημάτισαν ένωση κατά των Καθολικών δυνάμεων. Ήταν δυσοίωνη αρχή, αλλά θα ακολουθούσαν περισσότερα.48

Την άνοιξη τού 1608 ο Ματίας, ο μεγαλύτερος από τούς τρεις επιζώντες αδελφούς τού Ροδόλφου, ήταν διατεθειμένος να μπει στο πεδίο τής μάχης με προτεσταντική βοήθεια, για να εφαρμόσει πλήρως τη δήλωση των Αψβούργων αρχιδουκών (της 25ης Απριλίου 1606), που τού χορηγούσε την άσκηση τής αυτοκρατορικής κυριαρχίας. Ο Ροδόλφος αναγκαζόταν τώρα από σειρά συμφώνων τού Ιουνίου τού 1608 να παραδώσει στον Ματίας την πλήρη εξουσία στο βασίλειο τής Ουγγαρίας, στο αρχιδουκάτο τής Αυστρίας και στο μαργραβιάτο τής Μοραβίας. Αν ο Ροδόλφος πέθαινε χωρίς αρσενικούς διαδόχους, θα τον διαδεχόταν ο Ματίας ως βασιλιάς τής Βοημίας. Επιπλέον ο Ροδόλφος έπρεπε να προτείνει εξ ονόματος τού Ματίας κατά την επόμενη συνεδρίαση τού Ράιχσταγκ ότι θα διατίθεντο πόροι «για την πληρωμή των πολεμιστών που διατηρούνται στα σύνορα των Τούρκων στην Ουγγαρία» (pour payer les gens de guerre qu’il fait entretenir sur les frontières du Turc en Hongrie). Όλα τα δικαιώματα, ελευθερίες και προνόμια των Τάξεων τής Βοημίας θα τηρούνταν απαραβίαστα.49

Οι Προτεστάντες στην Αυστρία υποστήριζαν το δικαίωμά τους στην ελεύθερη άσκηση τής ευαγγελικής πίστης (στις 30 Αυγούστου 1608)50 και ο Ροδόλφος παραχώρησε την ελεύθερη «άσκηση τής θρησκείας … και με τα δύο είδη» (exercitium religionis … sub utraque specie) στους ομοθρήσκους τους στη Βοημία (το 1609).51 Με διάταγμα που εκδόθηκε στην Πράγα στις 11 Ιουλίου (1609) ο Ροδόλφος επέκτεινε την ελευθερία τής λατρείας στους κατοίκους τής Σιλεσίας και τής Λουσατίας.52

Για να σταματήσει την άνοδο τού αδελφού του Ματίας στην εξουσία, ο Καθολικότατος αυτοκράτορας Ροδόλφος ήταν διατεθειμένος να κάνει σχεδόν κάθε παραχώρηση προς τούς Προτεστάντες, για να τούς παρασύρει μακριά από τον Ματίας. Ο Ροδόλφος αφιέρωνε τώρα όλο και περισσότερο χρόνο στην αλχημεία, στην οποία είχε δώσει τη μεγαλύτερη προσοχή του για πολλά χρόνια.53 Η υγεία του δεν πήγαινε καλά. Η λογική τού ξεγλιστρούσε. Δεν έδινε καμία προσοχή στις επίμονες εκκλήσεις τού πάπα Παύλου Ε’ να αποδεχθεί τη συμφιλίωση με τον επαναστατημένο αδελφό τού Ματίας και να βοηθήσει στην εξασφάλιση τής εκλογής τού τελευταίου ως βασιλιά των Ρωμαίων, ώστε να διασφαλίζεται ότι η διαδοχή στην αυτοκρατορία θα παρέμενε μέσα στον οίκο των Αψβούργων. Ο Ματίας είχε καταφέρει να εκλεγεί βασιλιάς τής Ουγγαρίας και στέφθηκε στις 19 Νοεμβρίου (1608), προς ολοένα αυξανόμενη αγανάκτηση τού Ροδόλφου, ο οποίος είχε καταλήξει να μισεί τον αδελφό του.

Μάλιστα για να κρατηθεί απέναντι στον Ματίας, στις 9 Ιουλίου 1609 ο Ροδόλφος υπέγραψε τη γνωστή «Επιστολή τής Αυτού μεγαλειότητας» (Majestsätsbrief) και στη συνέχεια αποδέχθηκε ένα «συμβιβασμό» (Vergleich) μεταξύ Καθολικών και Προτεσταντών, επεκτείνοντας σε ευρύ φάσμα κατοίκων τής Βοημίας το δικαίωμα να χτίζουν εκκλησίες και την πλήρη ελευθερία τής λατρείας (όπως έχουμε μόλις σημειώσει). Προς θλίψη τής παπικής κούρτης ο Ροδόλφος υποχρεώθηκε σύντομα να απευθύνει κι άλλη «Επιστολή τής Αυτού μεγαλειότητας» προς τούς κατοίκους τής Σιλεσίας. Για μια στιγμή φαίνονταν να μην υπάρχουν όρια στην επιτυχία τής Βοημικής Αδελφότητας και των συμμάχων της Προτεσταντών.54 Ο εθνικισμός έπαιζε επίσης τον ρόλο του, τείνοντας να διαχωρίζει τούς Ούγγρους, Βοημούς, Τρανσυλβανούς, Σιλέσιους και άλλους από τον αυστριακό-καθολικό οίκο των Αψβούργων.

Τον Μάρτιο τού 1609 πέθανε τελικά ο δούκας Γιόχαν Βίλελμ των Γιούλιτς, Κλέβες, Μπεργκ και Ράβενσμπουργκ. Μισότρελλος και άτεκνος, αποτελούσε σοβαρό πρόβλημα. Τα δουκάτα διεκδικούσαν ο Φίλιπ Λούντβιχ, παλατινός κόμης τού Νόιμπουργκ επί τού Ρήνου και ο Γιόχαν Σίγκισμουντ, ο εκλέκτορας τού Βρανδεμβούργου. Τα διεκδικούσε επίσης ο Κρίστιαν, ο εκλέκτορας τής Σαξωνίας. Οι τρεις διεκδικητές ήσαν όλοι Προτεστάντες. Οι Νόιμπουργκ και Μπράντενμπουργκ θεωρούσαν τα δουκάτα δικά τους, επειδή ήσαν συγγενείς μέσω γάμου με τον θανόντα Γιόχαν Βίλελμ. Ο Σαξωνίας βάσιζε την απαίτησή του για τα δουκάτα σε αυτοκρατορική υπόσχεση. Και στην Πράγα στις 7 Ιουλίου 1610 ο Ροδόλφος Β’, με ανασκόπηση τής πρόσφατης ιστορίας των δουκάτων, υπέγραψε επιστολή ανάθεσης, χορηγώντας στον Κρίστιαν τής Σαξωνίας τα δουκάτα τού Γιούλιτς, Κλέβες και Μπεργκ ως φέουδα τής αυτοκρατορίας.55 Η ανάθεση τού Ροδόλφου δεν τέθηκε σε ισχύ. Ο εκλέκτορας Σαξωνίας δεν πήρε τα δουκάτα.

Η διεκδίκηση των Γιούλιτς-Κλέβες έφερε δύο φορές την Ευρώπη στο χείλος τού πολέμου, αλλά, προς μεγάλη έκπληξη, διακανονίστηκε στις 12 Νοεμβρίου 1614 με την «προσωρινή» συνθήκη τού Σάντεν, διαιρώντας τα επίμαχα εδάφη σε δύο μέρη, χωρίς επιφύλαξη των απαιτήσεων ούτε τού εκλέκτορα τού Βρανδεμβούργου ούτε τού κόμη τού Νόιμπουργκ (sans préjudice de l’union d’iceux). Η προσωρινή συνθήκη επρόκειτο να διαρκέσει δύο αιώνες. Στον εκλέκτορα Βρανδεμβούργου ανατέθηκε το δουκάτο τού Κλέβες, η κομητεία τού Λα Μαρκ, το Ράβενσταϊν και η κομητεία τού Ράβενσμπουργκ, ενώ ο Νόιμπουργκ απέκτησε το Γιούλιτς και το Μπεργκ.56

Στο μεταξύ η αυτοκρατορία καθώς και ο οίκος των Αψβούργων φαίνονταν να καταρρέουν. Όμως στις 3 Ιουλίου 1610, με την παρέμβαση τού αρχιδούκα Φερδινάνδου τής Στυρίας, τού εκλέκτορα Ερνστ τής Κολωνίας και τού δούκα Χάινριχ τού Μπράουνσβαϊκ, έγιναν τελικά αποδεκτοί στη Βιέννη οι «Όροι Συμφιλίωσης» μεταξύ Ροδόλφου και Ματίας. Οι όροι είχαν σχεδιαστεί για να διατηρούν τον τίτλο τού Ροδόλφου ως αυτοκράτορα, βασιλιά Βοημίας, μαργράβου Μοραβίας «και πρώτου τού οίκου τής Αυστρίας» (et le premier de la maison d’Austriche) και να αναγνωρίζουν το βασιλικό δικαίωμα τού Ματίας στο στέμμα τής Ουγγαρίας. Γινόταν πρόβλεψη για την υπεράσπιση τής Ουγγαρίας, αν υπήρχε ανάγκη «πολέμου εναντίον των Τούρκων» (la guerre contre le Turc).57 Όπως και άλλες προσπάθειες αποκατάστασης τής ρήξης μεταξύ των αδελφών, τα Άρθρα τού Ιουλίου 1610 σύντομα αποδείχθηκαν μάταια.

Καθώς το θρησκευτικό καζάνι συνέχιζε να βράζει στην Κεντρική Ευρώπη, οι ξένοι πρόσθεταν κι άλλα συστατικά εχθρότητας στην επερχόμενη ανάφλεξη μεταξύ Καθολικών και Προτεσταντών. Ο βασιλιάς Ερρίκος Δ’ τής Γαλλίας, κάποτε Ουγενότος, έδωσε την υποστήριξή του για τη δημιουργία τής προτεσταντικής ή Ευαγγελικής Ένωσης, ενώ η αντίπαλη Καθολική Ένωση στράφηκε για υποστήριξη στην Ισπανία, τη Βαυαρία και την Αγία Έδρα. Ο Ερρίκος Δ’ ετοιμαζόταν για πόλεμο εναντίον των Αψβούργων, όταν δολοφονήθηκε από τον μισότρελλο δάσκαλο Φρανσουά Ραβαιγιάκ στα μέσα Μαΐου 1610. Ο θάνατός του, μαζί με εκείνον τού εκλέκτορα Φρήντριχ Δ’ τού Παλατινάτου τον Σεπτέμβριο, καθώς και η εμφανής ετοιμότητα των Βαυαρών για σύγκρουση, εξέτρεπαν την Ευαγγελική Ένωση από κάθε σοβαρή σκέψη για πόλεμο, τουλάχιστον προς το παρόν.

Από την Καθολική άποψη αυτό ήταν εξίσου καλό, γιατί δεν υπήρχε συμφιλίωση τού Ροδόλφου με τον αδελφό τού Ματίας. Την άνοιξη τού 1611 ο Ματίας βάδισε εναντίον τής Πράγας, απομάκρυνε τον Ροδόλφο από τον θρόνο και στέφθηκε ο ίδιος βασιλιάς Βοημίας.58 Ο Ματίας ανέλαβε επίσης τη Σιλεσία. Παρά το γεγονός ότι δεν είχε εκλεγεί βασιλιάς των Ρωμαίων όταν πέθανε ο Ροδόλφος (στις 20 Ιανουαρίου 1612), ο Ματίας διαδέχθηκε τον αδελφό του ως αυτοκράτορας, έχοντας επιλεγεί από τούς εκλέκτορες στις 13 Ιουνίου, ύστερα από σύντομη αλλά ανησυχητική μεσοβασιλεία. Στην εκλογική του διομολόγηση τής 18ης Ιουνίου ο Ματίας αναγνώριζε τις ευθύνες του ως υπέρμαχος και προστάτης τής Αγίας Έδρας και τής «Χριστιανικής Εκκλησίας» (Christliche Kirch). Διακήρυσσε επίσης την πρόθεσή του να διατηρεί την ειρήνη στις θρησκευτικές και τις κοσμικές υποθέσεις, σε συμφωνία με τον διατάγματα τού Ράιχσταγκ τού Άουγκσμπουργκ το 1555.59

Κατά τη διάρκεια των επτά ετών τής βασιλείας τού Ματίας (1612-1619) επικεφαλής υπουργός του ήταν ο Μέλχιορ Κλεζλ, επίσκοπος Βιέννης και Βίνερ Νόϊστατ. Η προαγωγή τού Κλεζλ στον βαθμό τού καρδιναλίου (στις 2 Δεκεμβρίου 1615) παρέμεινε μυστική (in pectore) μέχρι τις 11 Απριλίου 1616, όταν ο Παύλος Ε’ τη δημοσιοποίησε σε εκκλησιαστικό συμβούλιο. Γιος Προτεστάντη φούρναρη στη Βιέννη, ο Κλεζλ έγινε Καθολικός στα νιάτα του. Παρά το γεγονός ότι φαινόταν να είναι ειλικρινής εκκλησιαστικός στα μεταγενέστερα χρόνια τής ζωής του, ήταν επίσης πολιτικός. Προς μεγάλη οργή τόσο τού Μαξιμιλιανού Α’, δούκα τής Βαυαρίας και (από το 1623) αυτοκρατορικού εκλέκτορα, όσο και τού Φερδινάνδου, αρχιδούκα τής Στυρίας και (από το 1619) αυτοκράτορα τής Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, ο Κλεζλ ακολούθησε πολιτική θρησκευτικής μετριοπάθειας. Προς ενόχληση τού Παύλου Ε’ και τής παπικής κούρτης, ο Κλεζλ είχε συνεργαστεί στις παραχωρήσεις τού Ματίας προς τούς Προτεστάντες στην Ουγγαρία και την Τρανσυλβανία με τη συνθήκη τής Βιέννης τον Ιούνιο τού 1606.

Το 1608 ο εκλέκτορας Φρήντριχ Δ’ (πεθ. 1610) τού Παλατινάτου βοήθησε να δημιουργηθεί, όπως είδαμε, η Ευαγγελική Ένωση, ενώ κατά τη διάρκεια τού έτους 1609 ο Μαξιμιλιανός τής Βαυαρίας βοήθησε να ιδρυθεί η Καθολική Ένωση, μαζί με τούς τρεις εκκλησιαστικούς εκλέκτορες τού Μάιντς, τού Τριρ και τής Κολωνίας. Στο Βύρτσμπουργκ το 1610 τα άρθρα τής Καθολικής Ένωσης εγκρίθηκαν για εννέα χρόνια. Ο Μαξιμιλιανός αναγνωρίστηκε ως ηγέτης (zum Obersten) και οι επίσκοποι Βύρτσμπουργκ, Πάσσαου και Άουγκσμπουργκ προστέθηκαν στην ένωση.60

Ο Ματίας αποδείχθηκε λιγότερο ενεργητικός ως αυτοκράτορας απ’ όσο ως αντίπαλος τού αδελφού του, έχοντας σαφώς αποφασίσει να απολαύσει την αυτοκρατορία που τού είχε δώσει ο Θεός. Άφηνε σχεδόν όλες τις αποφάσεις στον Μέλχιορ Κλεζλ. Όπως και ο αδελφός του Ροδόλφος, ο Ματίας δεν είχε διάδοχο. Η αυτοκρατορική διαδοχή αποτελούσε το μεγαλύτερο πρόβλημα τού Καθολικισμού στην Κεντρική Ευρώπη. Ο Παύλος Ε’ έκανε επανειλημμένες εκκλήσεις στον Κλεζλ να βοηθήσει να επιτευχθεί η εκλογή ενός βασιλιά των Ρωμαίων, αλλά ο χρόνος περνούσε και τίποτε δεν γινόταν. Σε κάθε περίπτωση οι Τούρκοι ήσαν ήσυχοι. Στις αρχές Ιουλίου 1612 ο σουλτάνος Αχμέτ Α’ χορήγησε τα ίδια εκτεταμένα προνόμια στους Ολλανδούς εμπόρους, όπως εκείνα που διέθεταν ήδη οι Γάλλοι και οι Άγγλοι, «να πηγαίνουν και να έρχονται σε όλες τις πόλεις τής αυτοκρατορίας μου και … να εμπορεύονται ελεύθερα και ανενόχλητα» (aller et venir dans toutes les villes de mon empire et … trafiquer librement et sans être inquiettez).61 Ο Αχμέτ αποδέχθηκε επίσης την ανανέωση τής συνθήκης τού Ζιτβατόροκ για άλλα είκοσι χρόνια. Διατηρούνταν όλα τα παλαιά «σημεία και άρθρα» (puncta et articuli), ενώ προστίθεντο και ορισμένα νέα άρθρα. Ο Ματίας επικύρωσε τη συνθήκη στην Πράγα την 1η Δεκεμβρίου 1615.62

Αν οι Τούρκοι ήσαν ήσυχοι, οι Προτεστάντες δεν ήσαν. Εδώ και μερικά χρόνια είχαν θορυβηθεί από την Καθολική παλινόρθωση στην Ευρώπη. Στη Γερμανία η Καθολική ανάκαμψη ήταν ισχυρότερη στον νότο και οι Προτεστάντες άρχιζαν να τα πηγαίνουν πολύ άσχημα σε μέρη όπως το Μάιντς, το Τριρ και η Κολωνία, το Ρέγκενσμπουργκ, το Άουγκσμπουργκ, το Μπάμπεργκ, το Βύρτσμπουργκ, το Άιχστατ και το Πάσσαου. Υπό τον δούκα Μαξιμιλιανό Α’ η Βαυαρία ήταν οχυρό των Καθολικών. Ο Προτεσταντισμός ήταν χαμένη υπόθεση στο Τιρόλο. Ο καρδινάλιος Μέλχιορ Κλεζλ προσπαθούσε να ακολουθήσει πολιτική συμβιβασμού με τούς Προτεστάντες για να αποφευχθεί ο πόλεμος. Το μεγάλο πρόβλημα, γεμάτο κινδύνους, ήταν η αυτοκρατορική διαδοχή. Ο Κλεζλ ήθελε να αναβάλει τη συνεδρίαση τού εκλεκτορικού σώματος, μέχρι να μπορέσει να διαβεβαιώσει τούς Προτεστάντες για κάποιο μέτρο θρησκευτικής ελευθερίας, προς αγανάκτηση τού αδελφού τού αυτοκράτορα Ματίας, τού αρχιδούκα Μαξιμιλιανού, καθώς και τού εξαδέλφου του, τού αρχιδούκα Φερδινάνδου τής Στυρίας.

Οι Αψβούργοι αρχιδούκες είχαν αποφασίσει για τον Φερδινάνδο τής Στυρίας ως διάδοχο τού Ματίας, γιατί ο τελευταίος ήταν εξήντα ετών (το 1617), σε κακή κατάσταση υγείας και άτεκνος. Ο αδελφός τού Ματίας, ο Μαξιμιλιανός, ήταν πενηνταεννέα ετών και άτεκνος, ενώ ο άλλος επιζών αδελφός του, ο Άλμπρεχτ, ήταν πενηνταοκτώ και επίσης άτεκνος. Οι αρχιδούκες, φοβούμενοι για το μέλλον τού οίκου τους, επέμεναν για την άμεση εκλογή τού Φερδινάνδου ως βασιλιά των Ρωμαίων. Ο Φερδινάνδος είχε δύο γιους. Είκοσι περίπου χρόνια νεότερος από τούς εξαδέλφους του, ο Φερδινάνδος ήταν ένθερμος Καθολικός, έχοντας συντρίψει τον Προτεσταντισμό στη Στυρία, την Καρινθία και την Καρνιόλα. Τώρα τουλάχιστον τα γραφικά χωριά στις περιοχές αυτές δεν σπαράσσονταν από θρησκευτικές διαφωνίες και ταραχές, ενώ η ειρήνη βασίλευε ανάμεσα στους καταπράσινους λόφους, τα ελισσόμενα ποτάμια και τις ελατόφυτες πλαγιές των βουνών.

Η ενδεχόμενη εκλογή τού Φερδινάνδου ως αυτοκράτορα φαινόταν εξασφαλισμένη, γιατί την άνοιξη τού 1617, με προφανή εντολή τού Ματίας, ο βασιλιάς Φίλιππος Γ’ τής Ισπανίας ανανέωσε και επιβεβαίωσε για τον εαυτό του και τούς κληρονόμους του την αποποίηση τής μητέρας του Άννας (στις 29 Απριλίου 1571) για τα δικαιώματά της στη διαδοχή στα βασίλεια τής Ουγγαρίας και τής Βοημίας. Η Άννα (πεθ. 1580) ήταν κόρη τού αυτοκράτορα Μαξιμιλιανού Β’ (πεθ. 1576). Ήταν η τέταρτη (και τελευταία) σύζυγος τού Φιλίππου Β’ τής Ισπανίας. Ο Φίλιππος Γ’ παραχώρησε όλα αυτά τα δικαιώματα διαδοχής στον Φερδινάνδο τής Στυρίας και στους αρσενικούς διαδόχους του, μάλιστα μόνο στους αρσενικούς διαδόχους, γιατί οι γυναίκες απόγονοι τού Φερδινάνδου έπρεπε να παραδώσουν «σε μια τέτοια περίπτωση» (casu ita eveniente), στους αρσενικούς διαδόχους τού Ισπανού βασιλιά. Ο Φερδινάνδος αποδέχθηκε τον όρο και τα τελικά έγγραφα επικυρώθηκαν από τον Ματίας στο βασιλικό κάστρο στην Πράγα.63

Σε αντάλλαγμα για τη συμμόρφωσή του, ο Φίλιππος Γ’ έπαιρνε υπόσχεση για την Αλσατία, πράγμα που θα μπορούσε επίσης να αποτελεί πηγή προβλημάτων. Το 1617 ο Φερδινάνδος τακτοποίησε τις διαφορές του με τούς Ενετούς σε σχέση με τούς πειρατικούς Ούσκοκ,64 στρέφοντας όλη την προσοχή του στη Βοημία, όπου οι Τάξεις (Estates), παρά την προτεσταντική πλειοψηφία, τον εξέλεξαν ή μάλλον τον αποδέχθηκαν ως βασιλιά (στις 17 Ιουνίου 1617).65 Ως βασιλιάς Βοημίας ο Φερδινάνδος είχε μια ψήφο στο αυτοκρατορικό εκλεκτορικό σώμα. Μάλιστα είχε εκείνη που θα μπορούσε να είναι η καθοριστική ψήφος, γιατί ενώ οι αρχιεπίσκοποι-εκλέκτορες τού Μάιντς, τού Τριρ και τής Κολωνίας ήσαν προφανώς Καθολικοί, οι εκλέκτορες τής Σαξωνίας, τού Βρανδεμβούργου και τού Παλατινάτου ήσαν Προτεστάντες. Έτσι ο Φερδινάνδος φαινόταν σχεδόν σίγουρος για την εκλογή του ως αυτοκράτορας, γιατί θα μπορούσε, αν ήταν αναγκαίο, να ψηφίσει τον εαυτό του. Παρ’ όλα αυτά πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι ο εκλέκτορας τού Τριρ θα υποχρεωνόταν ίσως να υποκύψει στις επιθυμίες τής γαλλικής κυβέρνησης. Το 1618 ο Φερδινάνδος εκλέχτηκε βασιλιάς Ουγγαρίας. Αν και είχε αναγνωρίσει το δικαίωμα των Προτεσταντών να ασκούν την ελευθερία τής συνείδησής τους (με βάση τη θρησκευτική ειρήνη τού Άουγκσμπουργκ τού 1555 και την επιστολή τής Αυτού μεγαλειότητας), η Βοημική Αδελφότητα, οι Λουθηρανοί και οι Καλβινιστές σύντομα ανακάλυψαν ότι είχαν λόγους να μην τον εμπιστεύονται. Τον Ιούλιο τού 1618, μετά την ταραχή στην Πράγα (στην οποία ερχόμαστε τώρα), ο Φερδινάνδος συνέλαβε τον καρδινάλιο Μέλχιορ Κλεζλ, τον υποψήφιο ειρηνοποιό, και τον φυλάκισε σε κάστρο στο Τυρόλο. Αν και αργότερα απελευθερώθηκε, η πολιτική σταδιοδρομία τού Κλεζλ είχε τερματιστεί και υπήρχαν λίγοι σαφείς υποστηρικτές τής ειρήνης, που ήσαν σε θέση να ακουστούν.

Παρά την Ευαγγελική πλειοψηφία στη Βοημία, το 1617-1618 ο Γιόχαν Λόχελ, ο αρχιεπίσκοπος τής Πράγας, προώθησε με την υποστήριξη των Αψβούργων σειρά επιθέσεων κατά των Προτεσταντών, που αποτελούσαν όλες σοβαρή παραβίαση τής επιστολής τής μεγαλειότητας τού Ροδόλφου. Οι Προτεστάντες άρχισαν να καλούν τα ομόθρησκά τους μέλη τής Βοημικής Δίαιτας να συγκεντρωθούν και πάλι στην Πράγα, όπου συναντήθηκαν στις 21 Μαΐου (1618) για να προβούν σε επίσημη διαμαρτυρία προς τούς βασιλικούς συμβούλους. Την επόμενη μέρα ο κόμης Χάινριχ Ματίας φον Τουρν, ο Βέντσελ φον Ρούππα, ο Ούλριχ Κίνσκυ, ο Κολόννα φον Φελς και άλλοι ακραίοι πραγματοποίησαν μυστική συνάντηση, στην οποία αποφάσισαν να αναλάβουν δράση εναντίον των συμβούλων, τούς οποίους θεωρούσαν υπεύθυνους για την αντι-προτεσταντική πολιτική των Αψβούργων, την οποία ο Μέλχιορ Κλεζλ δεν είχε μπορέσει να αποτρέψει.

Την επόμενη μέρα, στις 23 Μαΐου, ο φον Τουρν και οι συνάδελφοί του εισέβαλαν στο «οχυρωμένο χωριό» (στη Μικρότερη Πόλη, τη Μάλα Στράνα) στο επιβλητικό ύψωμα τού Χράντσανυ. Μπήκαν στο Παλαιό Βασιλικό Ανάκτορο (Starý Královský Palác), δίπλα στον καθεδρικό ναό τού Αγίου Βίτου. Από την Αίθουσα Βλάντισλαβ πέρασαν σε μικρό δωμάτιο, την τότε καγκελλαρία, όπου συμμετείχαν σε εχθρικές ανταλλαγές με τέσσερις (από τούς δέκα) βασιλικούς συμβούλους που βρίσκονταν στο δωμάτιο και κατέληξαν να ρίξουν δύο από αυτούς, τον Γιάροσλαβ φον Μάρτινιτς και τον Βίλελμ φον Σλάβατα (μαζί με τον γραμματέα Φίλιπ Φαμπρίτσιους), έξω από το παράθυρο τού κάστρου, στην τάφρο που βρισκόταν τότε ογδόντα πόδια χαμηλότερα. Παραδόξως κανένας από τούς τρεις δεν τραυματίστηκε σοβαρά. Αυτή ήταν η «Εκπαραθύρωση τής Πράγας» (der Prager Fenstersturz).66 Ο Τριακονταετής Πόλεμος είχε αρχίσει.

Οι Προτεστάντες στη Σιλεσία, Μοραβία και Αυστρία πήραν το μέρος τού Χάινριχ Ματίας φον Τουρν. Οι Ολλανδοί θα ενώνονταν μαζί τους, αλλά αποτράπηκαν από την ουδετερότητα των Γάλλων και των Άγγλων. Θα μπορούσε κανείς να είναι επίσης βέβαιος για την ενετική ουδετερότητα, αν και τα συμφέροντα τής Δημοκρατίας φαίνονταν πάντοτε να βρίσκονται σε αντίθεση με εκείνα των Αψβούργων τόσο τής Βιέννης όσο και τής Μαδρίτης. Μετά τον θάνατο τού αυτοκράτορα Ματίας (στις 20 Μαρτίου 1619) οι Τάξεις τής Βοημίας αισθάνθηκαν υποχρεωμένες να επανεξετάσουν το μέλλον τους. Παρά το γεγονός ότι είχαν αποδεχθεί τον Φερδινάνδο τής Στυρίας ως βασιλιά Βοημίας (το 1617), τώρα προσέβλεπαν στην εκλογή νέου βασιλιά, καθώς οι Τάξεις συγκαλούνταν σε προτεσταντική συνέλευση. Οι Τάξεις αποτελούσαν είδος κοινοβουλίου, το οποίο συγκροτούσαν οι γαιοκτήμονες ευγενείς, οι ιππότες και οι κάτοικοι των πόλεων. Ψηφίζονταν τώρα εκατό άρθρα (στις 31 Ιουλίου 1619), που θα δέσμευαν τον επόμενο βασιλιά. Είχε υπάρξει ισχυρή υποστήριξη, ιδιαίτερα από τούς κόλπους τής ανώτερης αριστοκρατίας, για την ανύψωση στον θρόνο τής Βοημίας τού εκλέκτορα Γιόχαν Γκέοργκ τής Σαξωνίας, αλλά εκείνος είχε αρνηθεί επίμονα τον κίνδυνο και είχε αποφύγει τον πειρασμό. Δεν υπήρχε λοιπόν καμία αμφιβολία σε ποιον θα προσφερόταν ο θρόνος, ούτε αμφιβολία ότι εκείνος θα αποδεχόταν τούς όρους.

Ο προς εκλογή βασιλιάς δεν έπρεπε να χρησιμοποιεί Ιησουίτες σε συμβούλια ή λεγατινές αποστολές του. Μάλιστα οι Ιησουίτες και οι μαθητές τους (discipuli) έπρεπε να «απαγορευτούν για πάντα» και όλες οι περιουσίες τους να απαλλοτριωθούν για δημόσια χρήση. Ούτε ο βασιλιάς ούτε η βασίλισσα μπορούσαν να εισαγάγουν οποιοδήποτε «νέο τάγμα μοναχών στο βασίλειο». Ο βασιλιάς έπρεπε να τηρεί κάθε άρθρο και κάθε όρο τής «Επιστολής τής Αυτού μεγαλειότητας» τού Ροδόλφου Β’. Οι Ευαγγελικοί θα συνέχιζαν να κατέχουν όλες τις εκκλησίες που κατείχαν τότε, «σε όλες τις πόλεις, κωμοπόλεις και επαρχιακές περιοχές». Αν και οι Μοραβοί και οι Λουσάτιοι δεν είχαν Επιστολή τής Αυτού μεγαλειότητας, θα απολάμβαναν όμως τα ίδια δικαιώματα θρησκευτικής και πολιτικής ελευθερίας, γιατί η «άσκηση τής θρησκείας πρέπει να είναι ελεύθερη για τον καθένα» (exercitium religionis unicuique liberum sit).

Στις Καθολικές κοινότητες, μέλη τού τοπικού δημοτικού συμβουλίου (senatus) έπρεπε να αποκηρύξουν τα διατάγματα των Συνόδων τής Κωνσταντίας και τού Τρεντ, που ανέφεραν ότι δεν έπρεπε να παρέχεται ασφάλεια στις αιρετικές θρησκείες. Δεν έπρεπε να επιτρέπεται η κυριαρχία των Καθολικών σε εκκλησιαστικά θέματα. Σε μέρη στα οποία το δημοτικό συμβούλιο αποτελούσαν αποκλειστικά Καθολικοί, έπρεπε αυτό να αλλαχτεί, για να καταστεί δυνατή η συμμετοχή Προτεσταντών στον μισό τού συνολικού αριθμού. Από την άλλη πλευρά, όπου οι Ευαγγελικοί αποτελούσαν την πλειοψηφία, θα υπηρετούσαν μόνοι τους στο συμβούλιο (προφανής περικοπή των πολιτικών δικαιωμάτων των Καθολικών!). Ο εκλεγμένος βασιλιάς Βοημίας έπρεπε να τηρεί αυτά τα άρθρα, διαφορετικά, κανένας δεν θα τού όφειλε υπακοή.

Ο επόμενος βασιλιάς Βοημίας δεν θα μπορούσε να προχωρήσει σε πόλεμο χωρίς τη συγκατάθεση των Τάξεων. Μόνο οι Ευαγγελικοί —Βοημική Αδελφότητα, Ουτρακιστές, Λουθηρανοί— μπορούσαν να υπηρετούν στα γραφεία και υπουργεία τού βοημικού κυβερνητικού γραφείου. Στους αλλοδαπούς θα έδειχναν προσοχή και καλοσύνη. Τα δικαιώματα των αξιοσέβαστων Καθολικών θα προστατεύονταν από το παρόν σύμφωνο, αλλά αυτό δεν περιλάμβανε εκείνους που προσπαθούσαν να παραβιάσουν την Επιστολή τής Αυτού μεγαλειότητας. Θέματα μείζονος σημασίας θα αναφέρονταν στις Τάξεις. Οι Βοημοί υπήκοοι (subditi) θα εκπαιδεύονταν στις στρατιωτικές τέχνες, αλλά όχι οι αγρότες (coloni), στους οποίους δεν επιτρέπονταν τα όπλα. Σε περίπτωση ανάγκης η μια περιοχή τής Βοημίας έπρεπε να παράσχει βοήθεια στην άλλη μέσα σε τέσσερις εβδομάδες.

Οι Βοημοί θα διέθεταν εξοπλισμό ιππικού και πεζικού στους Σιλεσιανούς, Μοραβούς και Λουσατιανούς, που είχαν ενωθεί μαζί τους ως Προτεστάντες σύμμαχοι. Εκείνοι που βρίσκονταν σε αντίθεση με την προτεσταντική συνομοσπονδία θα τιμωρούνταν, ενώ εκείνοι που είχαν τεθεί υπό απαγόρευση θα παρέμεναν στην εξορία (extorres maneant). Οι περιουσίες τους θα δημεύονταν και θα πωλούνταν.67 Αυτοί ήσαν οι βασικοί όροι που προορίζονταν να αποτελέσουν τη βάση τής Βοημικής μοναρχίας, από την οποία καθαιρέθηκε ο Φερδινάνδος τής Στυρίας (στις 22 Αυγούστου 1619) και στην οποία εκλέχτηκε ο εκλέκτορας Φρήντριχ Ε’ τού Παλατινάτου (στις 26 Αυγούστου).68 Ο Φρήντριχ ήταν απόγονος τού παλαιότερου κλάδου τής οικογένειας Βίττελσμπαχ (ο Μαξιμιλιανός Α’ τής Βαυαρίας ήταν επικεφαλής τού νεότερου κλάδου). Ο Φρήντριχ είχε παντρευτεί την Ελίζαμπεθ Στιούαρτ, τη μοναχοκόρη τού Τζέημς Α’ τής Αγγλίας, από τον οποίο η Βοημία δεν θα έπαιρνε βοήθεια, γιατί ο Τζέημς αποφάσισε σύντομα να κρατηθεί έξω από τη συμπλοκή.

Οι αντάρτες τής Βοημίας, καθώς και οι Ούγγροι και Τρανσυλβανοί, θα ήσαν αναγκασμένοι αργά ή γρήγορα (και από καιρό σε καιρό) να στραφούν προς τούς Τούρκους, τούς εχθρούς των Αψβούργων, για βοήθεια τής μιας ή τής άλλης μορφής. Μάλιστα ο Τριακονταετής Πόλεμος ίσως φαινόταν να παρέχει στους Τούρκους θαυμάσια ευκαιρία, για να κινηθούν πιο δυτικά στην Ευρώπη. Στην πραγματικότητα όμως οι Τούρκοι είχαν εξαντληθεί από τον πόλεμό τους με την Περσία και τον Αμπάς τον Μεγάλο (1602-1618) και από τον Μακροχρόνιο Πόλεμο με την Αυστρία (1592-1606). Ο σουλτάνος Μουράτ Δ’ (πεθ. 1640) θα ήταν εξαιρετικά επιτυχής σε επόμενο πόλεμο με τούς Πέρσες και, όπως θα δούμε με κάποια λεπτομέρεια, οι Τούρκοι θα κατόρθωναν τελικά να αποσπάσουν ολόκληρο το νησί τής Κρήτης από τούς Ενετούς σε άλλο «μακροχρόνιο πόλεμο» (1645-1669). Επιπλέον, μέχρι να γίνουν μεγάλοι βεζύρηδες ο Μεχμέτ Κιοπρουλού (1656-1661) και ο γιος τού Αχμέτ (πεθ. 1676), δεν υπήρχε τέλος στην αναταραχή στην Ισταμπούλ. Παρά το γεγονός ότι τουρκικές επιδρομές στο ανατολικό χριστιανικό μέτωπο δεν ήσαν σπάνιες, ενώ υπήρξε κι άλλος αυστρο-τουρκικός πόλεμος το 1663-1664 (καθώς και οθωμανική διαμάχη με τούς Πολωνούς και τούς Ρώσους στη συνέχεια), υπήρχε εκπληκτικό μέτρο γαλήνης και ηρεμίας στο χριστιανικό ανατολικό μέτωπο (έχει αποκληθεί «στασιμότητα»), που κράτησε από την ειρήνη τού Ζιτβατόροκ (το 1606) μέχρι την πολιορκία τής Βιέννης (το 1683).69

Παρά το γεγονός ότι οι Ολλανδοί και οι Ενετοί ήσαν ανταγωνιστές για το εμπόριο τής Ανατολικής Μεσογείου, ο φόβος των Αψβούργων τούς έφερνε κοντά. Οι Ολλανδοί είχαν προσφέρει βοήθεια στη Βενετία κατά τη δεύτερη δεκαετία τού αιώνα, καθώς η Γαληνοτάτη προσπαθούσε να καταστείλει την πειρατεία των Ούσκοκ στην Αδριατική. Οι Ούσκοκ, προπύργιο των οποίων ήταν η Σένια (Σεν) στην Κροατία των Αψβούργων, ήσαν υπήκοοι τού αρχιδούκα τής Αυστρίας. Το 1619, καθώς η Δωδεκαετής Εκεχειρία μεταξύ Ισπανίας και Ολλανδίας πλησίαζε σε ανησυχητικό τέλος, οι Ενετοί και οι Ολλανδοί ενώθηκαν σε αμυντική συμμαχία. Αν οποιοδήποτε από τα συμβαλλόμενα μέρη δεχόταν επίθεση από δυνάμεις των Αψβούργων, το ένα μέρος θα βοηθούσε το άλλο σε έκταση 50.000 φλουριών τον μήνα. Αν δέχονταν και οι δύο επίθεση, η συνθήκη θα έπεφτε σε αχρηστία και κάθε κράτος θα αναλάμβανε τη δική του άμυνα.

Η ενετο-ολλανδική συνθήκη επρόκειτο να διαρκέσει δεκαπέντε χρόνια (1619-1634). Μάλιστα όταν η Ισπανία και η Ολλανδία επέστρεψαν στον πόλεμο ύστερα από την εκπνοή τής Δωδεκαετούς Εκεχειρίας (το 1621), η Βενετία ανταποκρίθηκε στις υποχρεώσεις της και λέγεται ότι εκταμίευσε περισσότερα από ένα εκατομμύριο δουκάτα για λογαριασμό των Ολλανδών συμμάχων της από τον Απρίλιο τού 1622 μέχρι τον Μάρτιο τού 1626. Η επανάληψη όμως τής ειρήνης μεταξύ Γαλλίας και Ισπανίας με τη συνθήκη τής Μονθόν (στις 5 Μαρτίου 1626),70 ο Πόλεμος τής Μαντοβάνικης Διαδοχής και η τρομερή πανούκλα τού 1630, η οποία αποδεκάτισε τούς Ενετούς, βοήθησαν όλα για την απομάκρυνση τής Γαληνοτάτης από τις σκηνές τής σύγκρουσης. Ήταν κι αυτό καλό, γιατί τώρα (το 1645) ένα τέταρτο αιώνα πολέμου με τούς Τούρκους βρισκόταν μπροστά στους Ενετούς για την κατοχή τού νησιού τής Κρήτης. Όταν έληξε το 1634 η δεκαπεντάχρονη συμμαχία με την Ολλανδία, οι Ολλανδοί ισχυρίστηκαν ότι η Βενετία καθυστερούσε πληρωμές 1.200.000 περίπου δουκάτων, πράγμα το οποίο η Γαληνοτάτη αρνιόταν με την αιτιολογία ότι ο ολλανδικός πόλεμος με την Ισπανία ήταν πλήρως τόσο επιθετικός όσο και αμυντικός.71 Αυτό ήταν το τέλος των εγκάρδιων σχέσεων μεταξύ Ολλανδίας και Βενετίας και εν πάση περιπτώσει ο εμπορικός ανταγωνισμός σπάνια προωθεί τη φιλία.

Οι Βοημοί είχαν τραβήξει την προσοχή όλης τής Ευρώπης και τής Ανατολικής Μεσογείου. Ο Χάινριχ φον Τουρν, ο ηγέτης τής εξέγερσης, είχε ήδη εισβάλει στην Αυστρία με ευρεία προτεσταντική υποστήριξη, φτάνοντας στα ίδια τα τείχη τής Βιέννης. Σύντομα όμως θα αναγκαζόταν να επιστρέψει στη Βοημία, γιατί ο σύμμαχός του Ερνστ φον Μάνσφελντ, ο μισθοφόρος στρατηγός τού Φρήντριχ τού Παλατινάτου (με κάποια οικονομική βοήθεια από τη Σαβοΐα), νικήθηκε στις 10 Ιουνίου 1619 κοντά στην σύγχρονη πόλη τού Χόρνι Βαλτάβιτσε δυτικά τού Μπούντβαϊς (Τσέσκε Μπουγιεντοβίτσε). Προς το τέλος καλοκαιριού (του 1619) ο Γκάμπριελ Μπέτλεν, ο Καλβινιστής ηγεμόνας τής Τρανσυλβανίας, εισήλθε στην Ουγγαρία, κατέλαβε το Πρέσσμπουργκ (Μπρατισλάβα) καθώς και αριθμό μικρότερων τόπων και σύντομα προέλαυνε εναντίον τής Βιέννης, την οποία θα υπέβαλλε για κάποιο χρονικό διάστημα σε άκαρπη πολιορκία. Με τον κόσμο γύρω του να καταρρέει, ο Φερδινάνδος τής Στυρίας, «άλλος βασιλιάς τής Βοημίας» (rex alter Bohemiae), όταν είδε ότι η Βιέννη ήταν ασφαλής, έσπευσε στη Φρανκφούρτη επί τού Μάιν, όπου στις 28 Αυγούστου 1619 επιλέχθηκε από το εκλεκτορικό σώμα ως αυτοκράτορας τής Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.72

Ως προσωπικότητα ο Φερδινάνδος ήταν κακοντυμένος και όχι εντυπωσιακός, αλλά αποδείχθηκε σχεδόν αδιατάρακτος. Βαθιά θρησκευόμενος, ήταν επίσης δραστήριος και συμπαθής. Ο Φρήντριχ Ε’ τού Παλατινάτου δεν μπορούσε να συγκριθεί μαζί του. Και η Ευαγγελική Ένωση δεν μπορούσε να συγκριθεί με την αναβιωμένη Καθολική Ένωση. Η Ευαγγελική Ένωση δυστυχώς δεν διέθετε κεφάλαια, ενώ ο Παύλος Ε’ άρχιζε τώρα να ρίχνει χρήματα στα ταμεία τού Φερδινάνδου.

Ο Παύλος έδινε επίσης οικονομική υποστήριξη στην Καθολική Ένωση και στη Βαυαρία, τής οποίας ο κυβερνήτης, ο δούκας Μαξιμιλιανός Α’, συμφώνησε με τη συνθήκη τού Μονάχου στις αρχές Οκτωβρίου (1619) να θέσει τούς δικούς του πόρους καθώς και εκείνους τής Ένωσης, τής οποίας ήταν επικεφαλής, στο πεδίο τής μάχης εναντίον τού Φρήντριχ τού Παλατινάτου.73 Στον Μαξιμιλιανό είχαν υποσχεθεί την κατοχή όποιων εδαφών αποσπούσαν οι δυνάμεις τής Συμμαχίας από το Παλατινάτο, καθώς και την ίδια τη θέση τού εκλέκτορα, την οποία θα στερούσαν από τον Φρήντριχ. Η μόνη υποστήριξη, όπως ήταν, που κατάφερε να πάρει ο Φρήντριχ, ήταν να βρεθεί στη συμμαχία που έκανε στο Πρέσσμπουργκ (Μπρατισλάβα) με τον Γκάμπριελ Μπέτλεν στις 15 έως 20 Ιανουαρίου 1620. Η συνθήκη έγινε μεταξύ τού Φρήντριχ ως βασιλιά Βοημίας, μαργράβου Μοραβίας, δούκα Σιλεσίας και μαργράβου Άνω και Κάτω Λουσατίας και τού Μπέτλεν ως «βασιλιά ή ηγεμόνα Ουγγαρίας … ηγεμόνα Τρανσυλβανίας) (rex vel princeps Ηungariaeprinceps Transylvaniae). Η συμμαχία τους θα διαρκούσε «αιώνια» (aeternum foedus, perpetuaque ac inviolubilis pax).74 Μια συνθήκη σχεδιασμένη για την αιωνιότητα δεν ήταν πιθανό να διαρκέσει πολύ, ενώ μια συνθήκη με τον Μπέτλεν δεν ήταν πιθανό να είναι ιδιαίτερα επωφελής για κανέναν άλλο εκτός από τον Μπέτλεν.75 Καλβινιστές και οι δύο, ο Φρήντριχ και ο ηγεμόνας τής Τρανσυλβανίας δεν μπορούσαν να επιστρατεύσουν τη βοήθεια των Λουθηρανών, που μισούσαν τούς Καλβινιστές και συνεχώς τούς ταύτιζαν με τούς μουσουλμάνους.

Η Ολλανδία, η Δανία, η Σουηδία, η Βενετία και η Ευαγγελική Ένωση αναγνώρισαν όλες τον Φρήντριχ τού Παλατινάτου ως βασιλιά Βοημίας, αλλά καμία σημαντική βοήθεια δεν ήρθε από καμία από αυτές. Ο Μπέτλεν ήταν τόσο αναξιόπιστος, όσο ήταν ικανός. Επίσης είχε τα δικά του προβλήματα στην Τρανσυλβανία. Τη μέρα μετά τη συμφωνία του με τον Φρήντριχ, ο Μπέτλεν δέχτηκε ανακωχή (στις 16 Ιανουαρίου 1620) με τον Φερδινάνδο Β’, η οποία επρόκειτο να διαρκέσει μέχρι τις 29 Σεπτεμβρίου. Η εκεχειρία αυτή ανανεώθηκε τον Φεβρουάριο.76 Ο Φρήντριχ δεν είχε ικανότητες για ηγεσία. Ωραίος και πολύ εγκάρδιος, ήταν εξ ολοκλήρου κάτω από την επιρροή τής φιλόδοξης συζύγου του και τού συμβούλου του Κρίστιαν φον Άνχαλτ.

Ως βασιλιάς όμως τής Βοημίας, ο Φρήντριχ είχε δύο εκλεκτορικές ψήφους, πράγμα που δεν τον έκανε προσφιλή στον Λουθηρανό εκλέκτορα Γιόχαν Γκέοργκ τής Σαξωνίας. Αν ο Φρήντριχ μπορούσε να κρατήσει τον θρόνο τής Βοημίας, θα γινόταν πολύ ισχυρός. Δεν αποτελεί λοιπόν έκπληξη ότι όταν στον Γιόχαν Γκέοργκ είχαν υποσχεθεί τη Λουσατία, καθώς και συνεχιζόμενη κατοχή τής εκκλησιαστικής περιουσίας που είχε απαλλοτριωθεί σε αντίθεση με τη θρησκευτική ειρήνη τού Άουγκσμπουργκ (του 1555), αυτός εντάχθηκε στις τάξεις των αυτοκρατορικών. Επίσης η εκλογή τού Καλβινιστή Φρήντριχ στον θρόνο τής Βοημίας ήταν ιδιαίτερα ενοχλητική για τον Λουθηρανό εκλέκτορα τής Σαξωνίας. Έτσι υπήρχε λόγος για να απογοητεύσει ο Γιόχαν Γκέοργκ τούς Προτεστάντες, ακριβώς όπως ο ίδιος θα εύρισκε λόγους να απογοητεύσει τον αυτοκράτορα το 1631 και τούς Σουηδούς το 1635. Και φυσικά οι ηγεμόνες, Προτεστάντες καθώς και Καθολικοί, δεν αντιμετώπιζαν ευγενικά τα δημοκρατικά συναισθήματα που εξέφραζαν οι επαναστάτες, ιδιαίτερα οι Καλβινιστές, στις πρόσφατες συνελεύσεις των Τάξεων στην Πράγα.

Παρά τη γαλλική εχθρότητα προς τούς Αψβούργους (η οποία θα αυξανόταν με την πάροδο των ετών), η κυβέρνηση τού νεαρού Λουδοβίκου ΙΓ’ πήρε το μέρος των αυτοκρατορικών και επιδίωξε την υποστήριξη τού Φερδινάνδου Β’ κατά τού Φρήντριχ τού Παλατινάτου με την αποστολή πρεσβευτών (wolansehenliche Gesandten) στη Γερμανία. Χωρίς εμπιστοσύνη στον Φρήντριχ, με φόβο για πιθανή γαλλική παρέμβαση και μη διαθέτοντας τούς απαραίτητους πόρους και δυνάμεις για να συνεχίσει εναντίον τής Καθολικής Ένωσης, η Ευαγγελική Ένωση υποχώρησε. Στο Ουλμ, στις 3 Ιουλίου 1620, ο Μαξιμιλιανός Α’, δούκας Βαυαρίας και στρατηγός τής Ένωσης και ο Γιόακιμ Ερνστ, μαρκήσιος Βρανδεμβούργου-Άνζμπαχ και υπαρχηγός-στρατηγός τής Ένωσης, μαζί με τούς συμμάχους τους, έκαναν συνθήκη, η οποία σχεδιάστηκε για να άρει την παρεξήγηση (Missverstand) που είχε προκύψει μεταξύ των δύο θρησκευτικών συνασπισμών. Το κείμενο τής συμφωνίας αναγνωρίζει τη σημασία τής γαλλικής παρέμβασης.77 Η Ευαγγελική Ένωση είχε εγκαταλείψει τον Φρήντριχ τού Παλατινάτου.

Έχοντας παρατάξει τις δυνάμεις τους, οι εχθροί τού Φρήντριχ σύντομα επιτέθηκαν εναντίον του. Ο Αμπρόζιο Σπίνολα, ο Γενουάτης-Ισπανός διοικητής στην Ολλανδία, εισήλθε στο Παλατινάτο και ο εκλέκτορας τής Σαξωνίας στη Λουσατία. Ο Μαξιμιλιανός τής Βαυαρίας και ο αυτοκρατορικός στρατός ανέλαβαν την αναμενόμενη επιθετική δράση εναντίον τής Βοημίας. Τώρα είχε έρθει η μέρα τής κρίσης, για την οποία περίμενε ο δυτικός κόσμος. Στο Λευκό Όρος (Bilá Hora), τέσσερα περίπου μίλια δυτικά τής Πράγας, οι προτεσταντικές δυνάμεις υπό τον Καλβινιστή στρατηγό Κρίστιαν τού Άνχαλτ νικήθηκαν από τον στρατό των αυτοκρατορικών και τής Καθολικής Ένωσης υπό τον Γιόχαν Τσέρκλαες, κόμη τού Τίλλυ. Η μάχη διεξήχθη στις 8 Νοεμβρίου 1620.78

Ο Κρίστιαν τού Άνχαλτ ήταν το δεξί χέρι τού Φρήντριχ Ε’ τού Παλατινάτου (πεθ. 1610) και είχε βοηθήσει να εδραιωθεί η Ευαγγελική Ένωση. Ισχυρός Καλβινιστής, ο Άνχαλτ ήταν ο μέντορας τού Φρήντριχ Ε’, που τώρα γινόταν ο «βασιλιάς τού χειμώνα». Τόσο ο ίδιος όσο και ο Άνχαλτ είχαν τεθεί υπό την απαγόρευση τής αυτοκρατορίας (στις 22 Ιανουαρίου 1621)79 ενώ, πράγμα που ήταν χειρότερο, ο Φρήντριχ θα έχανε σύντομα το Παλατινάτο από τον Μαξιμιλιανό τής Βαυαρίας. Στο μεταξύ, πέντε μέρες μετά το Λευκό Όρος, οι Τάξεις τής Βοημίας υπέβαλαν πλήρη υπακοή στον αυτοκράτορα Φερδινάνδο Β’ (στις 13 Νοεμβρίου), αναγνωρίζοντας το λάθος τους να τεθούν αντιμέτωπες τού πραγματικού βασιλικού και αυτοκρατορικού επικυρίαρχού τους. Υπόσχονταν να αναγνωρίζουν αυτόν και κανέναν άλλο ως βασιλιά τής Βοημίας, να παραμένουν ακλόνητες στη νομιμοφροσύνη που διακήρυσσαν τώρα και να εγκαταλείψουν όλες τις συμμαχίες και ενώσεις που βρίσκονταν σε αντίθεση με τα συμφέροντά του.80

Ο Γκάμπριελ Μπέτλεν αποδέχθηκε συνθήκη με τον Φερδινάνδο Β’ (στις 26 Ιανουαρίου 1622), με την οποία αποκήρυσσε τη διεκδίκηση που είχε προβάλει για τον τίτλο και το αξίωμα τού βασιλιά τής Ουγγαρίας και υποσχόταν να στείλει στον αυτοκράτορα το ιερό στέμμα τού μαγυάρικου βασιλείου. Συμφωνούσε επίσης να αποχωρήσει από όλα τα οχυρά που κατείχε τότε στα σύνορα. Καθένας μπορούσε να συνεχίσει να ασκεί τη θρησκεία που ακολουθούσε κατά τη στιγμή τής ανόδου τού αυτοκράτορα στον θρόνο. Οι Ιησουίτες μπορούσαν να επιστρέψουν σε όλους τούς τόπους από τούς οποίους είχαν διωχτεί, αλλά δεν μπορούσαν πια να αποκτούν ή να διαθέτουν ακίνητη περιουσία στην επικράτεια τού Μπέτλεν. Ο Φερδινάνδος έκανε τον Μπέτλεν ηγεμόνα τής αυτοκρατορίας «και αυτός αφηνόταν να απολαύσει τη ζωή του, όσο βρισκόταν στην Ουγγαρία, ως κόμης τής πόλης τής Κασσοβίας (Κάσσαου, Κόζιτσε)» (et lui laisseroit jouïr sa vie durant en la Hongrie de huict comtez avec la ville de Cassovie).81

Ο Προτεσταντισμός είχε υποστεί σοβαρό πλήγμα στη μάχη τού Λευκού Όρους. Υπήρξαν κατανοητοί πανηγυρισμοί στη Ρώμη, όπου ο ασθενής πάπας Παύλος Ε’ οδήγησε θριαμβευτική πομπή από την εκκλησία τής Σάντα Μαρία σόπρα Μινέρβα στη γερμανική εκκλησία τής Άνιμα κοντά στην Πιάτσα Ναβόνα. Καθώς περνούσαν οι μήνες και τα χρόνια, η Βοημία λεηλατιόταν και υποδουλωνόταν από τούς νικηφόρους Αψβούργους, που έθεταν τέρμα στον Προτεσταντισμό στη χώρα των Χουσσιτών και των Αδελφοτήτων, Λουθηρανών και Καλβινιστών. Η ανηλεής εκτέλεση όλων των συλλαμβανομένων αντιπάλων των Αψβούργων, η εκτεταμένη δήμευση περιουσιών, η διαφθορά τού νομίσματος, καθώς και η κατάργηση των παλαιών κοινοβουλευτικών και δικαστικών θεσμών, επέφεραν τον πλήρη αφανισμό τής Βοημίας. Ο Παύλος Ε’ πέθανε στις 28 Ιανουαρίου 1621 και στις 9 Φεβρουαρίου ο Γρηγόριος ΙΕ’ Λουντοβίζι εξελέγη ως διάδοχός του. Όπως ο Παύλος πριν από αυτόν, ο Γρηγόριος έριξε μεγάλα χρηματικά ποσά στα αυτοκρατορικά ταμεία, καθώς και σε εκείνα τής Βαυαρίας και τής Καθολικής Ένωσης. Ο Φερδινάνδος Β’ είχε τον αυστηρό έλεγχο τής Βοημίας, ενώ προς το τέλος τού 1621 οι δυνάμεις τού Μαξιμιλιανού Α’ τής Βαυαρίας επέδραμαν στο Άνω Παλατινάτο στην περιοχή τού ποταμού Μάιν, που συνόρευε με τη Βοημία. Τώρα ο πόλεμος συνεχιζόταν στο Κάτω Παλατινάτο ή Παλατινάτο τού Ρήνου.

Κύριοι υποστηρικτές τού Φρήντριχ Ε’ ήσαν ο φλογερός, νεαρός Κρίστιαν τού Μπράουνσβαϊκ-Βολφενμπύττελ, ο μαργράβος Γκέοργκ Φρήντριχ τού Μπάντεν-Ντύρλαχ και ο Ερνστ φον Μάνσφελντ. Ο Κρίστιαν, διαχειριστής τής επισκοπής τού Χάλμπερστατ, ήταν γνωστός ως «ο Χαλμπερστάτερ». Άλωσε την πόλη τού βορρά Πάντερμπορν και ερήμωσε την ύπαιθρο σε ευρεία περιοχή, συγκεντρώνοντας λάφυρα αρκετά για να χρηματοδοτήσουν τις στρατιωτικές τού προσπάθειες, ενώ ο Μάνσφελντ λεηλατούσε τις επισκοπές τού Σπέγιερ και τού Στρασβούργου στον νότο. Όμως στις 22 Μαΐου (1622) ο κόμης τού Τίλλυ και ο Ισπανός στρατηγός Γκονζάλες ντε Κόρδοβα κατέβαλαν τις δυνάμεις τού μαργράβου τού Μπάντεν στο Μπαντ Βίμπφλεν επί τού ποταμού Νέκαρ, επτά περίπου μίλια βορειοδυτικά τού Χάιλμπρον. Ο μαργράβος τού Μπάντεν αποσύρθηκε από τον αγώνα. Στη συνέχεια, στις 20 Ιουνίου (1622) οι Τίλλυ και Κόρδοβα νίκησαν τον Κρίστιαν στο Χεχστ, στη δεξιά όχθη τού Μάιν, ενώ στις 19 Σεπτεμβρίου κατέλαβαν τη Χαϊδελβέργη, την πρωτεύουσα τού Παλατινάτου. Έξι βδομάδες αργότερα (στις 2 Νοεμβρίου) κατέλαβαν το Μάννχαϊμ, σημαντικό εσωτερικό λιμάνι στη δεξιά όχθη τού Ρήνου.

Μετά την κατάληψη τής Χαϊδελβέργης ο Μαξιμιλιανός Α’ δώρισε την περίφημη Παλατινή Βιβλιοθήκη στον πάπα Γρηγόριο ΙΕ’, ενώ το 1622-1623 ο Έλληνας λόγιος Λέων Αλλάτιος (Λεόνε Αλλάτσι) συσκεύασε τη βιβλιοθήκη για αποστολή στη Ρώμη. Ο Αλλάτσι όχι μόνο συγκέντρωσε την Παλατινή Βιβλιοθήκη από την εκκλησία τού Αγίου Πνεύματος (Heiliggeistkirche) στη Χαϊδελβέργη, αλλά λεηλάτησε επίσης την ιδιωτική βιβλιοθήκη τού εκλέκτορα στο κάστρο, καθώς και εκείνες τού πανεπιστημίου και τού κολλεγίου τής Σαπιέντια (Σοφίας). Ο Αλλάτσι μετέφερε περίπου 3.500 χειρόγραφα και 5.000 τυπωμένα βιβλία από τη Χαϊδελβέργη στη Ρώμη μέσω Μονάχου σε 196 κιβώτια, πάνω σε πενήντα κάρρα, τα οποία φρουρούσαν Βαυαροί σωματοφύλακες. Τα βιβλία και τα χειρόγραφα έφτασαν στο Βατικανό υπό την καθοδήγηση τού Αλλάτσι δύο ή τρεις εβδομάδες μετά τον θάνατο τού Γρηγόριου ΙΕ’ (στις 8 Ιουλίου 1623). Η παπική απόκτηση τής Παλατινής Βιβλιοθήκης παραμένει, σε ιστορική αναδρομή, ένα από τα πιο σημαντικά αποτελέσματα τής εκστρατείας τού Τίλλυ το 1622.82 Αν η βιβλιοθήκη δεν είχε μεταφερθεί στη Ρώμη (το 1623), μπορούσε κάλλιστα να είχε λεηλατηθεί και διασκορπιστεί, όταν οι Γάλλοι ρήμαξαν τη Χαϊδελβέργη εβδομήντα χρόνια αργότερα.

Κατά τη διάρκεια αυτής τής περιόδου διάφοροι αυτοκρατορικοί αναδύθηκαν από την αφάνεια και έγινε περισσότερο από πλούσιοι. Έτσι το 1623 ο Άλμπρεχτ Βέντσελ Εουσέμπιους φον Βάλλενσταϊν (Βάλντσταϊν) είχε γίνει ηγεμόνας τής Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Σαράντα ετών τώρα, είχε υπηρετήσει τούς Αψβούργους με σημαντική διάκριση στο πεδίο τής μάχης. Τολμηρός και ευφυής, μορφωμένος και φιλόδοξος, ποθούσε την υπεροχή, ακόμη και το μεγαλείο, γνωρίζοντας ότι στην εποχή του (όπως και σήμερα) ο πλούτος αποτελούσε τη σκάλα προς την εξουσία. Μετά τη μάχη τού Λευκού Όρους απέκτησε τεράστια κτήματα για ασήμαντα ποσά. Μεταξύ των Προτεσταντών επαναστατών που θανατώθηκαν (το 1623) ήταν ο Βάτσλαβ (Βέντσεσλας) Μπούντοβετς τού Μπούντοβ, τού οποίου το μεγάλο κτήμα στο Μνίτσοβο Χράντιστε κατασχέθηκε και έπεσε στα χέρια τού Βάλλενσταϊν. Ένα μνημείο για τον Βάντσλαβ Μπούντοβετς βρίσκεται τώρα στη δυτική άκρη τού αρχοντικού ή λεγόμενου κάστρου τού Μνίτσοβο Χράντιστε.

Το 1627 ο Βάλλενσταϊν πούλησε ή έδωσε το πλούσιο κτήμα του στον ανηψιό του, τον Μαξιμίλιαν φον Βάλλενσταϊν. Το Μνίτσοβο Χράντιστε έγινε φέουδο στο δουκάτο Φρήντλαντ (Friedland, Frydlant) τού Βάλλενσταϊν. Βρίσκεται σε μικρή απόσταση με το αυτοκίνητο βόρεια τής Πράγας, ενώ αν και λίγοι τουρίστες πηγαίνουν να το δουν, το Μνίτσοβο Χράντιστε αξίζει πολύ μια επίσκεψη, ακόμη κι αν δεν είναι τόσο εντυπωσιακό όσο το ανάκτορο Βάλλενσταϊν στη Μάλα Στράνα τής Πράγας. Μετά την πτώση τού Βάλλενσταϊν (το 1634) το Μνίτσοβο Χράντιστε παρέμεινε στην οικογένεια για τρεις αιώνες. Πριν από μερικά χρόνια ένα σώμα, θεωρούμενο ότι ήταν αυτό τού Βάλλενσταϊν, μεταφέρθηκε στο Μνίτσοβο Χράντιστε και θάφτηκε στο παρεκκλήσι τής Αγίας Άννας, που βρίσκεται ακριβώς νότια τού αρχοντικού. Μια επιτύμβια πλάκα στο παρεκκλήσι δηλώνει ότι πρόκειται για το σημείο ταφής τού μεγάλου στρατιώτη.83

Τώρα που ο Γιόχαν Τσέρκλαες, ο κόμης τού Τίλλυ, ο οποίος υπηρετούσε τον Μαξιμιλιανό Α’ τής Βαυαρίας και την Καθολική Ένωση, είχε κατακτήσει το Κάτω Παλατινάτο, ο Φερδινάνδος, προχωρώντας προσεκτικά, απένειμε τελικά στον Μαξιμιλιανό το αξίωμα τού εκλέκτορα τού Παλατινάτου. Ο Γρηγόριος ΙΕ’ είχε κάνει ό,τι καλύτερο μπορούσε για να αποσπάσει τον τίτλο και την ψήφο τού εκλέκτορα από τον Καλβινιστή Φρήντριχ Ε’. Αλλά η αντιπολίτευση, που περιλάμβανε την Αγγλία και την Ισπανία, τη Σαξωνία και το Βρανδεμβούργο, υπήρξε μεγάλη. Έτσι χορηγήθηκε στον Μαξιμιλιανό ο τίτλος τού εκλέκτορα μόνο για τη διάρκεια ζωής του, με προστασία των δικαιωμάτων (όποια κι αν αποδεικνύονταν αυτά) των διαδόχων τού Φρήντριχ.84 Ο Γιόχαν Γκέοργκ Α’, ο εκλέκτορας τής Σαξωνίας, έπαιρνε τη Λουσατία.85 Έτσι φυτεύονταν οι σπόροι για άλλα εικοσιπέντε χρόνια καταστροφικού πολέμου.

<- Πρόλογος τού συγγραφέα 2. Η συνέχιση τού πολέμου. Ο Γουσταύος Αδόλφος, ο καρδινάλιος Ρισελιέ και οι Αψβούργοι. Η αυξανόμενη σημασία τής Γαλλίας->
error: Content is protected !!
Scroll to Top