11. Η απόσυρση των Ενετών από την Αθήνα. Η αφαίρεση των αρχαιοτήτων. Η αποτυχία στο Νεγκροπόντε

<-10. Ο Φραντσέσκο Μοροζίνι, η εισβολή στην Αττική και η καταστροφή τού Παρθενώνα 12. Η επιτυχία τού Κορνέρ στη Μονεμβασία. Η αποτυχία τού Μοτσενίγκο στο Αιγαίο. Ο θάνατος τού Μοροζίνι->

11
Η απόσυρση των Ενετών από την Αθήνα. Η αφαίρεση των αρχαιοτήτων. Η αποτυχία στο Νεγκροπόντε

Image Image

Παρά τις εκδόσεις των σύγχρονων λογίων, η ιστορία τής ενετικής κατοχής τής Αθήνας το 1687-1688 φαίνεται καλύτερα μέσα από τις αναφορές τού Μοροζίνι και από τα πρακτικά τού πολεμικού συμβουλίου, τού οποίου προέδρευε. Σε συνάντηση τού συμβουλίου στις 31 Δεκεμβρίου (1687) ο Μοροζίνι επανεξέταζε τις σημαντικές αποφάσεις και γεγονότα των προηγούμενων τρεισήμιση μηνών. Ξεκινούσε με την απόφαση που εγκρίθηκε από το συμβούλιο (στις 14 Σεπτεμβρίου) να απαιτήσουν μεγάλο ποσό από τούς Αθηναίους και (σε περίπτωση αποτυχίας τους να πληρώσουν) να επιτεθούν εναντίον τής πόλης τους. Πρωταρχικός σκοπός τής επίθεσης θα ήταν να μετακινήσουν τούς Τούρκους από την εγγύτητά τους προς τον Ισθμό τής Κορίνθου και να προστατεύσουν έτσι το «μαστιζόμενο από πόλεμο βασίλειο τού Μορέως». Ο Μοροζίνι υπογράμμιζε το γεγονός ότι, όταν είχε καταληφθεί η Αθήνα, το Συμβούλιο αποφάσισε στις 2 Οκτωβρίου να θεσπίσει χειμερινά καταλύματα στην πόλη και στο λιμάνι τού Πειραιά, εγκαταλείποντας την ιδέα διαχείμασης στον Μοριά λόγω τής επιδημίας τής πανούκλας. Αναπτύσσοντας τα πλεονεκτήματα τής Αθήνας και τού Πειραιά, ανέφερε τούς διορισμούς τού Τομέο Πομπέι στη φρουρά τής Ακρόπολης και τού Ντανιέλε Ντολφίν στη διακυβέρνηση τής πόλης, ενώ φυσικά ο φον Κένιγκσμαρκ παρέμενε στη διοίκηση τού στρατού ξηράς. Είχαν χτιστεί πυροβολεία κατά μήκος τού δρόμου από την πόλη τού Πειραιά, για να εξασφαλίζεται για τον στρατό η πρόσβαση στη θάλασσα.

Όμως σύντομα θα προέκυπτε το ερώτημα τι να κάνουν με την Αθήνα, γιατί όταν η ενετική ανώτατη διοίκηση είχε καταλάβει την πόλη, δεν είχε την πρόθεση να την κρατήσει επ’ αόριστον (così non vi era allora intentione di sostenerlo). Αν εγκατέλειπαν την πόλη, τι θα συνέβαινε άραγε στους Αθηναίους; Συζητώντας τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα των προβλημάτων τους, ο Μοροζίνι ανέφερε ότι οι κεφαλές (li primati) τής ελληνικής κοινότητας, τόσο με προσωπικές επισκέψεις όσο και με επιστολές, εκλιπαρούσαν την ανώτατη διοίκηση να τούς λυπηθεί και να τούς βοηθήσει να διατηρήσουν μόνιμη διαμονή στην πόλη τους. Οι Έλληνες προσφέρονταν να δώσουν την περιουσία τους και τη ζωή τους, στον μεγαλύτερο βαθμό που μπορούσαν, για να βοηθήσουν τούς Ενετούς να κρατήσουν την Αθήνα. Υπήρχαν 3.000 περίπου άνδρες ικανοί να φέρουν όπλα, συμπεριλαμβανομένων των Αλβανών που είχαν αναζητήσει καταφύγιο στην πόλη, αλλά ως επί το πλείστον ήσαν άοπλοι και δεν μπορούσαν να ελπίζουν να αντέξουν εναντίον των Τούρκων χωρίς τη βοήθεια στρατιωτικής δύναμης ικανής να προσφέρει «αξιόλογη αντίσταση» στον εχθρό μετά την αποχώρηση των ενετικών δυνάμεων.

Καθώς εξέταζε την πιθανότητα να προσπαθήσει να κρατηθεί στην Αθήνα, ο Μοροζίνι έβαλε τον Σαν Φελίτσε και τον Ενετό μηχανικό Τζιάκομο Βερνέντα να ετοιμάσουν σχέδια τής πόλης και τού φρουρίου, τα οποία μελετούσε μαζί με τις σημειώσεις τους. Η οχύρωση τής Αθήνας ήταν ανέφικτη. Η κατοικημένη περιοχή ήταν πολύ εκτεταμένη. Το έργο θα κόστιζε πάρα πολύ, ενώ υπήρχε πολύ λίγος χρόνος διαθέσιμος για την κατασκευή του. Μάλιστα ο χρόνος τούς έβαζε σε προβλήματα. Είτε οι Ενετοί επέλεγαν να διατηρήσουν τις δυνάμεις τους στην Αθήνα ή να εγκαταλείψουν την πόλη, οποιαδήποτε από τις εναλλακτικές λύσεις θα τούς ενέπλεκε σε προσπάθεια πολλών μηνών. Αν εγκατέλειπαν την πόλη, έπρεπε να εγκαταστήσουν αλλού τούς Έλληνες, για να τούς προστατεύσουν από τούς εκδικητικούς Τούρκους. Αν οι ενετικές δυνάμεις παρέμεναν στην Αθήνα, διέτρεχαν τον σοβαρό κίνδυνο των Τούρκων που θα έρχονταν με μεγάλες ενισχύσεις, τις οποίες, λαμβάνοντας υπόψη τον φόρο σε ζωές που έπαιρνε η πανούκλα από τα στρατεύματά του, ο Μοροζίνι δεν ήταν καθόλου πρόθυμος να αντιμετωπίσει σε οποιουδήποτε είδους μάχη. Δεν ήταν διατεθειμένος «να υποχωρήσουμε σε βιαστική αταξία και ύστερα να αφήσουμε αυτούς τούς φτωχούς ανθρώπους να χαθούν άθλια σε σφαγή βαρβαρικής σκληρότητας».

Αν η ενετική ανώτατη διοίκηση προσπαθούσε να μετακινήσει τον λαό από την Αθήνα δια θαλάσσης, αυτό θα ήταν ζήτημα παροχής μεταφοράς για περισσότερους από 6.000 Έλληνες, χωρίς να συνυπολογίζονται οι Αλβανοί. Ήταν βέβαια δυνατό να οδηγηθούν οι άνθρωποι από τον Πειραιά σε κάποια ασφαλή αποβίβαση και από εκεί να προχωρήσουν μόνοι τους προς τον Μοριά μέσα από τούς ορεινούς δρόμους. Αν οι Έλληνες παρέμεναν στην πόλη και προσπαθούσε κανείς να την κάνει προπύργιο, πώς άραγε θα εύρισκαν τρόφιμα, ιδιαίτερα με δεδομένη την εκτεταμένη φτώχεια υπό την οποία προσπαθούσαν; Οι Έλληνες είχαν ενημερώσει τον Μοροζίνι ότι θα μπορούσαν να βρουν τα μέσα για να συντηρηθούν για κάποιο διάστημα, αν οι Τούρκοι αποσύρονταν προσπαθώντας να αντιμετωπίσουν περαιτέρω εισβολές των Ενετών.

Ο Μοροζίνι έλεγε στο πολεμικό συμβούλιο ότι έπρεπε να καταλήξουν σε απόφαση σε τρία σημεία: Θα διατηρούσαν άραγε το φρούριο (την Ακρόπολη) ή απλά θα κατεδάφιζαν κάθε δομή πάνω σε αυτό; Όσο για την κάτω πόλη, θα προσπαθούσαν άραγε να την κρατήσουν ή απλά θα την εγκατέλειπαν; Και τέλος, αν επρόκειτο να κρατήσουν την πόλη, σε ποιο βαθμό έπρεπε άραγε να περιορίσουν την προς οχύρωση περιοχή; Η Αθήνα όπως ήταν, ήταν πολύ μεγάλη για να περιβληθεί με επάλξεις οποιουδήποτε είδους. Αν η ανώτατη διοίκηση πρότεινε να εγκαταλείψουν την Αθήνα, άραγε θα κατέστρεφαν την πόλη ή απλώς θα απέσυραν τις δυνάμεις τους; Σε κάθε περίπτωση έπρεπε να παράσχουν κάποια μορφή μεταφοράς για μεγάλο αριθμό ανθρώπων και να καταλήξουν σε ποιο τόπο θα τούς εγκαθιστούσαν.

Ναι, ο Μοροζίνι ήταν μακροσκελής, αλλά ήταν διεξοδικός. Έχοντας συζητήσει τα θέματα αυτά με κάθε λεπτομέρεια, το πολεμικό συμβούλιο κατέληγε στο ομόφωνο συμπέρασμα ότι ήταν εντελώς ανέφικτο να ξεκινήσουν το έργο τής οχύρωσης τής Αθήνας. Μια πρόχειρη άμυνα δεν θα εξυπηρετούσε κανένα σκοπό. Θα χρειάζονταν περισσότερους από 3.000 εργάτες και «ολόκληρα χρόνια» ταξιδιών των πληρωμάτων πάνω-κάτω στην απόσταση των έξι μιλίων από τον Πειραιά. Δεν θα έμεναν πίσω στρατιώτες για να υπερασπιστούν τούς αγρότες όταν θα ερχόταν η άνοιξη, γιατί ο στόλος και ο στρατός έπρεπε να προχωρήσουν στον επόμενο στόχο τους (που θα ήταν το Νεγκροπόντε).

Ο Σουηδός στρατηγός φον Κένιγκσμαρκ πίστευε επίσης ότι ήταν καλύτερα να εγκαταλείψουν κάθε σκέψη για προσπάθεια διατήρησης τής Αθήνας, που θα αποδεικνυόταν άσκοπή δαπάνη εργασίας και χρημάτων. Ο φον Κένιγκσμαρκ συμβούλευε το πολεμικό συμβούλιο να εγκαταλείψει την ιδέα για ερήμωση τής πόλης και των σπιτιών της, προκειμένου να μην οδηγήσουν τούς φτωχούς Έλληνες στην απόγνωση, γιατί κάποια μέρα ίσως προσπαθούσαν να επιστρέψουν στα σπίτια, στα οποία δεν θα μπορούσαν να παραμείνουν με ασφάλεια ύστερα από την ενετική αναχώρηση. Παρ’ όλα αυτά, προκειμένου οι Έλληνες να γνωρίζουν τη μεγάλη συμπάθεια και αγάπη που ένιωθε γι’ αυτούς η Βενετία, το πολεμικό συμβούλιο αναγνώριζε ότι έπρεπε να τούς παράσχουν ασφαλή διέλευση σε καταφύγιο στον Μοριά ή σε άλλους τόπους που ενδεχομένως θα καταλάμβαναν οι Ενετοί, όπου θα μπορούσαν να τούς δοθούν σπίτια και προμήθειες σύμφωνα με τις ανάγκες τους, «έτσι ώστε να παρηγορούνται από κάθε άποψη με την ευγενή φροντίδα τής σεβάσμιας, ευγενέστατης Σινιορίας».1

Στην επόμενη συνεδρίαση τού πολεμικού συμβουλίου (που πραγματοποιήθηκε στις 2 Ιανουαρίου 1688) ο Μοροζίνι θρηνούσε για την τρομερή εξάπλωση τής πανούκλας στον Μοριά. Στην αρχή φαινόταν ότι με τη βοήθεια τού Θεού και την έλευση τού χειμώνα η «μεταδοτική ασθένεια» (mal contagiosa) θα «μετρίαζε το πάθος της» και θα έβλεπαν τη φλόγα τού λοιμού να σβήνει. Αλλά όχι, έκαιγε πιο έντονα από ποτέ και φτάνοντας σε τέτοια έκταση, που ο Μοροζίνι φοβόταν για την καλή υγεία και την ασφαλή επιβίωση τού στρατού. Από τη Νάπολι ντι Ρομάνια (Ναύπλιο) και τη Μεθώνη η φοβερή ασθένεια είχε περάσει με ύπουλο τρόπο στα χωριά, «λόγω των ελεύθερων συναλλαγών των αγροτών», που χωρίς την παραμικρή μέριμνα για τον κίνδυνο είχαν πάει παντού, παρά τούς συνεχείς περιορισμούς και τις απαγορεύσεις τού Μοροζίνι. Οι συνθήκες είχαν γίνει ιδιαίτερα κακές στον Μυστρά, με τη διασπορά διαφόρων αγαθών και λαφύρων που είχαν αποκτηθεί από τούς Τούρκους.

Οι πανούκλα είχε εξαπλωθεί στη συνέχεια στην Πάτρα, στο Καστέλ Τορνέζε και στα φρούρια τής Ναυπάκτου και τής Ρούμελης, ενώ τώρα πάλι είχε ανακαλυφθεί σε σπίτι στην πόλη τού Ναυπλίου (Νάπολι ντι Ρομάνια). Είχε επίσης βρεθεί σε ενετικό σκάφος στην ακτή τής Κορίνθου. Η φοβερή ασθένεια είχε εξαπλωθεί στη Θήβα, στα Τάλαντα, σε όλο το μήκος τού πορθμού τού Νεγκροπόντε και στο νησί τής Σκοπέλου στις Σποράδες. Είχε διαδοθεί «με τέτοιο τρόπο, που από όλες τις πλευρές αυτές οι ναυτικές και στρατιωτικές δυνάμεις περιβάλλονται από την επικείμενη καταστροφή, που έχει έρθει τόσο κοντά, καθώς αυτές τις τελευταίες ημέρες η υποψία τής μόλυνσης έχει εμφανιστεί στην Αθήνα, πράγμα που με ανάγκασε αμέσως να κάψω τρία σπίτια!»

Τώρα είχαν πεθάνει δύο άτομα στο νησί τής Αίγινας με όλες τις ενδείξεις τής μετάδοσης. Εν όψει τού κίνδυνου που υπεισερχόταν, υπήρξε ομόφωνη απόφαση τού πολεμικού συμβουλίου ότι «έπρεπε κατ’ αρχήν να κηρυχθεί και να επισπευστεί η αποχώρηση των Ελλήνων από την Αθήνα και να υπάρξει φροντίδα για τη μεταφορά τους αλλού». Πάνω απ’ όλα, βέβαια, χρειαζόταν προστασία ο στρατός κι έτσι το πολεμικό συμβούλιο αποφάσισε να δημιουργήσει «δικαστικό σώμα για την υγεία» (magistrato alla sanità) αποτελούμενο από τρεις «πατρίκιους υπηκόους», οι οποίοι έπρεπε να έχουν πλήρη και απόλυτη δικαιοδοσία σε θέματα που αφορούσαν τη γενική υγεία των ενετικών δυνάμεων.2

Σε αναφορά τής 2ας Φεβρουαρίου (1688) ο Μοροζίνι υπενθύμιζε στον δόγη και τη Γερουσία, οι οποίοι δεν χρειάζονταν υπενθύμιση ότι ο στρατός τους είχε καταλάβει την Αθήνα για να απομακρύνει τούς Τούρκους από εύκολη πρόσβαση στον Ισθμό τής Κορίνθου, «για τη μεγαλύτερη ασφάλεια και ηρεμία τής κατακτημένης επικράτειας τού Μορέως». Η αναφορά αποτελεί μακρά επανάληψη γεγονότων και φόβων, τούς οποίους γνωρίζουμε καλά. Αλλά ο λοιμός είχε όντως μπει στην Αθήνα και ο εκτεθειμένος λαός έπρεπε να παραμένει μακριά από τούς στρατιώτες. Επιπλέον, ο Μοροζίνι χρειαζόταν ναυτικούς και στρατιώτες, μπαρούτι, βόμβες και μεγάλη ποσότητα φυτιλιών (michia) για την ανάφλεξη των πυροβόλων όπλων. Κατήγγειλε την απάτη των αξιωματικών που είχαν την ευθύνη των μισθοφόρων, για διατήρηση στους καταλόγους στρατολόγησης των ονομάτων νεκρών στρατιωτών, των οποίων τούς μισθούς έβαζαν στις τσέπες τους, αλλά είχε ενθαρρυνθεί από τούς πέντε λόχους Αλβανών, τούς οποίους είχε στρατολογήσει στην υπηρεσία του η Δημοκρατία.3 Οι Ενετοί είχαν μακρά εμπειρία τής στρατιωτικής ανδρείας των Αλβανών, οι οποίοι έτειναν να είναι αντι-Τούρκοι, αν και είχαν προσφέρει στην Πύλη πολλούς μεγάλους βεζύρηδες.

Το αθηναϊκό πρόβλημα σύγχυζε. Οι ενετικές δυνάμεις είχαν αποσπάσει την Ακρόπολη από τούς Τούρκους. Φαινόταν, σε μερικούς τουλάχιστον, σχεδόν υποτιμητικό να αποτραβηχτούν και να αφήσουν το μεγάλο φρούριο στον εχθρό. Το ζήτημα τέθηκε και πάλι σε ενδιαφέρουσα συνεδρίαση τού πολεμικού συμβουλίου στις 12 Φεβρουαρίου (1688), όταν ο Μοροζίνι παρουσίασε στο Συμβούλιο τις απόψεις τού στρατηγού φον Κένιγκσμαρκ, όπως αυτές αναπτύσσονταν σε επιστολές τής 30ής Ιανουαρίου. Οι επιστολές αυτές είχαν φυσικά γραφτεί στον ενετικό καταυλισμό στην Αθήνα.

Ο φον Κένιγκσμαρκ τόνιζε ότι μια αποτελεσματική φρουρά στην Ακρόπολη θα απαιτούσε 300 στρατιώτες. Δεδομένου ότι πολλοί Έλληνες ήσαν απρόθυμοι να εγκαταλείψουν την Αθήνα, ο φον Κένιγκσμαρκ πρότεινε να γίνουν δεκτές κάποιες «οικογένειες αγροτών» στα γκρεμισμένα σπίτια στην Ακρόπολη (και ενδεχομένως στις υψηλότερες περιοχές τής Πλάκας), αν ήσαν πρόθυμοι να αναλάβουν καταφύγιο εκεί και ήσαν σε θέση να πληρώσουν για την ανοικοδόμηση των σπιτιών με δικά τους έξοδα. Έπρεπε επίσης να εξασφαλίζουν τον δικό τους εφοδιασμό με τρόφιμα για δεκαέξι μήνες, παρά το γεγονός ότι θα ήταν δύσκολη και σχεδόν μάταιη υποχρέωση, αν η γύρω ύπαιθρος ήταν «πάντοτε μολυσμένη από τούς Τούρκους».

Η ίδια η Ακρόπολη θα χρειαζόταν στρατιωτικό εξοπλισμό και τρόφιμα τουλάχιστον για ένα έτος, αν το φρούριο επρόκειτο να κρατηθεί εναντίον των Τούρκων. Πέρα από τούς 300 πεζούς στρατιώτες έπρεπε να συνυπολογιστούν άλλα εκατό άτομα, αξιωματικοί, πυροβολητές, γραμματείς (ministri), μισθωμένη βοήθεια και τυφεκιοφόροι. Σε πρόσφατη επιστολή τής 8ης Φεβρουαρίου ο φον Κένιγκσμαρκ είχε σημειώσει ότι τα 400 εμπλεκόμενα άτομα θα χρειάζονταν 200.000 γαλέτες, που θα ήταν δύσκολο να προσκομιστούν, λαμβάνοντας υπόψη τις περιορισμένες προμήθειες και την αργή υπηρεσία που είχε προσφέρει η Βενετία μέχρι τότε.

Στη συνέχεια ο Μοροζίνι παρουσίασε τις απαιτήσεις σε κρασί, οι οποίες για το προσδιορισμένο χρονικό διάστημα θα ανέρχονταν σε 1.440 βαρέλια, ενώ αν οι Έλληνες αγρότες παρέμεναν με τη φρουρά, οι ανάγκες θα αυξάνονταν σε 2.160 βαρέλια. Οι ένοικοι τού φρουρίου θα κατανάλωναν περίπου 36.000 μέτρα ρυζιού και 20.000 βαρέλια λαδιού. Οι αξιωματικοί και οι άλλοι λαϊκοί όμοιοί τους θα χρειάζονταν κρέας και παστά ψάρια, τυριά και άλλα τέτοια είδη. Όπως σημειωνόταν συχνά στις αναφορές τού Μοροζίνι, τρόφιμα μπορούσαν να έλθουν μόνο από τη θάλασσα και η Αθήνα απείχε αρκετά από τον Πειραιά.

Στην Ακρόπολη το νερό αποτελούσε πρόβλημα. Υπήρχαν δεκαέξι δεξαμενές και όταν ήσαν όλες γεμάτες και λειτουργούσαν, δεν απέφεραν περισσότερες από 12.200 μετσαρόλες.4 Τέτοια παροχή νερού, αν κατανεμόταν μεταξύ χιλίων ατόμων (συνυπολογίζοντας τούς Έλληνες), θα διαρκούσε μόνο για τρεις περίπου μήνες. Η μεγαλύτερη όμως δεξαμενή βρισκόταν στο «θέατρο τού Βάκχου» (δηλαδή το θέατρο τού Διονύσου), το οποίο βρισκόταν έξω από τον περιτειχισμένο περίβολο τού φρουρίου. Οι Τούρκοι θα μπορούσαν εύκολα να την καταλάβουν ή να την αχρηστεύσουν, πράγμα που θα σήμαινε ότι θα χάνονταν 5.800 μετσαρόλες. Προσθέτοντας τις ανάγκες σε νερό για τα ζώα και τις γαλέρες, η παροχή νερού δεν θα διαρκούσε περισσότερο από πενήντα ημέρες. Αυτά ήσαν θέματα, είπε ο Μοροζίνι, «που έπρεπε να εξεταστούν προσεκτικά».

Πιθανώς η μεγάλη δεξαμενή κάτω από τον Παρθενώνα, «τον περίφημο ναό τού τεμένους» (il tempio famoso della moschea), δεν είχε υποστεί σοβαρές ζημιές, όταν ανατινάχθηκε η οροφή από την εμπρηστική οβίδα. Αλλά πόσο πόσιμο θα ήταν άραγε το νερό και ποια θα ήταν η επίδρασή του πάνω στην υγεία των «δύστυχων στρατιωτών» που θα βασίζονταν σε αυτό; Η περιορισμένη παροχή νερού στην Ακρόπολη καθιστά σαφή τον λόγο για τον οποίο η πυρκαγιά που ακολούθησε την έκρηξη στον Παρθενώνα έκαιγε για δύο ολόκληρες ημέρες. Οι Τούρκοι δεν είχαν νερό αρκετό ούτε για να πιούν, πόσο μάλλον για να σβήσουν τη φωτιά.

Μια αποτελεσματική φρουρά έπρεπε να αποτελείται από τούς καλύτερους αξιωματικούς και τούς πιο γενναίους βετεράνους. Όταν ερχόταν η άνοιξη, τέτοιοι στρατιώτες θα χρειάζονταν για την πολιορκία τού Νεγκροπόντε. Ο λόγος για τη χρησιμοποίηση των ενετικών δυνάμεων εναντίον τής Αθήνας, όπως ήταν γνωστό, ήταν για να αφαιρέσουν από τούς Τούρκους ένα φρούριο που βρισκόταν τόσο κοντά στην είσοδο τού Μοριά. Έχοντας επιτύχει αυτόν τον σκοπό θα είχαν εγκαταλείψει την πόλη, αν η πανούκλα που είχε εξαπλωθεί στον Μοριά δεν τούς είχε αναγκάσει να διαχειμάσουν στην Αττική. Και έτσι ύστερα από άλλη μια σε βάθος (και επαναλαμβανόμενη) στάθμιση των υπέρ και των κατά, το πολεμικό συμβούλιο ψήφιζε ομόφωνα, «ότι προς το παρόν πρέπει να εγκαταλείψουμε το φρούριο τής Αθήνας, όπως είναι σήμερα». Θα απομάκρυναν όλα τα κανόνια, πυρομαχικά, στρατιωτικά και άλλα συνοδευτικά, αλλά δεν θα διέλυαν τα τείχη γιατί, με τη βοήθεια τού Παντοδύναμου, ίσως ανακαταλάμβαναν την Αθήνα κάποια στιγμή στο μέλλον, αν αυτό εξυπηρετούσε τα συμφέροντα τής Δημοκρατίας.5

Καθώς ο Μοροζίνι παρέμενε κατά τη διάρκεια τού χειμώνα στον Πειραιά, στέλνοντας λεπτομερείς αναφορές στον δόγη και τη Γερουσία, δεν μπορούσε να είναι απολύτως βέβαιος ότι κάθε επικοινωνία τού θα έφτανε στον προορισμό της. Οι αναφορές του εξετάζονταν από το Κολλέγιο πριν υποβληθούν στη Γερουσία. Η σύνθεση και των δύο σωμάτων, ιδιαίτερα τού Κολλέγιου, άλλαζε από μήνα σε μήνα, πράγμα που μπορεί να βοηθήσει στην εξήγηση των συνεχών επαναλήψεων στις αναφορές, γιατί ήθελε να κρατά την κυβέρνηση πλήρως ενημερωμένη. Έτσι για μια ακόμη φορά στις 18 Μαρτίου (1688) έγραφε ότι η πιο αυστηρή λογική είχε πείσει το πολεμικό συμβούλιο να ψηφίσει «την εγκατάλειψη τής πόλης τής Αθήνας» (l’abbandono della città d’Atene). Επίσης είχε αποφασιστεί οριστικά ότι το φρούριο δεν θα ήταν δυνατό να κρατηθεί όταν θα αποσύρονταν τα στρατεύματα, για να ξεκινήσουν την επόμενη εκστρατεία, η οποία θα ήταν εναντίον τού Νεγκροπόντε.

Οι περισσότεροι Έλληνες έπρεπε να απομακρυνθούν από την Αθήνα και να σταλούν στη Νάπολι ντι Ρομάνια (Ναύπλιο) και σε άλλες οχυρωμένες πόλεις τού Μοριά. Αναμενόταν ότι οι Αλβανοί και κάποιοι από τούς φτωχότερους Έλληνες θα αναζητούσαν καταφύγιο σε ορισμένες σπηλιές στα βουνά κοντά στον Ισθμό τής Κορίνθου και θα λεηλατούσαν για βιοπορισμό τουρκικά εδάφη. Όμως όλοι αυτοί οι άνθρωποι ήσαν σοβαρά ταραγμένοι από τη θλιβερή μοίρα, που τούς ανάγκαζε να τραπούν σε φυγή από τα σπίτια και από την πατρίδα τους. Οι εκτοπισμένοι Έλληνες δεν θα μπορούσαν να πληρώσουν τον συμφωνημένο φόρο τιμής (9.000 ρεάλια). Ίσως ο Μοροζίνι υποχρεωνόταν να τούς βοηθήσει με κάποιο μέτρο φιλανθρωπίας.

Η Πάτρα και το Καστέλ Τορνέζε (Χλεμούτσι) ήσαν λιμάνια με άφθονο εμπόριο. Η Βενετία δεν μπορούσε να τα αφήσει να χαθούν «και πολύ λιγότερο τα ΄Δαρδανέλλια΄ τού Λεπάντο», τα οποία βρίσκονταν στην είσοδό του και επέβλεπαν «αυτόν τον περίφημο κόλπο» [της Κορίνθου], που συμμετείχε με τον τρόπο του μαζί με την Ακροκόρινθο στην άμυνα και επιμέλεια τού βασιλείου τού Μοριά. Ο Μοροζίνι έστελνε στη Σινιορία το σχέδιο τού Ισθμού τής Κορίνθου, με όλα τα μίλια και τις μετρήσεις του, καθώς και λεπτομερή περιγραφή που είχε εκπονηθεί από τον υπαρχηγό Τζιάκομο Βερνέντα, που αποδείκνυαν την εμπειρία και την ικανότητα τού τελευταίου. Πρόσφεραν επίσης εντυπωσιακή απόδειξη ότι δεν έπρεπε να χαθεί χρόνος και έπρεπε να γίνει κάθε προσπάθεια, για να εξασφαλίζεται η ασφάλεια τού ισθμού, από την οποία εξαρτιόταν η ειρηνική κατοχή τού μεγάλου βασιλείου τού Μοριά.6

Μπορεί κανείς να φανταστεί τον γενικό διοικητή Μοροζίνι να βηματίζει πέρα-δώθε στη μικρή καμπίνα τής ναυαρχίδας του, υπαγορεύοντας αναφορά στον δόγη και τη Γερουσία, σταματώντας συχνά, αναδιατυπώνοντας αυτό ή εκείνο και αφήνοντας στον γραμματέα του λεκτικό κουβάρι για ξετύλιγμα. Συχνά θα επιθυμούσε κανείς να ήταν ο γραμματέας πιο έμπειρος στο ξετύλιγμα τού κουβαριού, όπως στη μακροσκελή αναφορά τού Μοροζίνι, χρονολογημένη στον Πειραιά στις 19 Μαρτίου (1688). Εδώ ο γενικός διοικητής εξέφραζε την ανησυχία του για τούς κατοίκους των Αντικυθήρων (Τσιριγόττο), το νησί των οποίων ήταν πάντοτε εκτεθειμένο σε «ενοχλήσεις» (infestationi) από τις τουρκικές γαλιότες, καθώς και για τούς κατοίκους τής πόλης Βάτικα στη νοτιοανατολική προεξοχή τού Μοριά, που δεν απείχαν πολύ από τούς Τούρκους τής Μονεμβασίας. Όμως η πανούκλα ήταν μεγαλύτερο πρόβλημα στον Μοριά από τις επιθέσεις από τουρκικές γαλιότες.

Οι Εβραίοι στον Μυστρά είχαν συμφωνήσει να αυξήσουν την ετήσια εισφορά τους στα ενετικά ταμεία σε χίλια ρεάλια —άλλωστε δεν είχαν εναλλακτική λύση— πέρα από τα 5.000 ρεάλια που είχαν ήδη πληρώσει στο «δημόσιο ταμείο» (publica cassa). Αναχωρώντας από το Άργος ύστερα από πρόσφατο ταξίδι στην περιοχή τού γραφικού φρουρίου Μπούρτζι, ο Μοροζίνι είχε διατάξει τον Ζόρζι Μπενζόν να επιστρέψει στον Μυστρά, για να φροντίσει για τη μεταφορά στον Κελεφά (στην ανατολική ακτή τού Κόλπου τής Κορώνης) αριθμού όπλων που ήσαν αποθηκευμένα στον Μυστρά, φαλκονέτων, καταπελτών και όλμων «διαφόρων ειδών», καθώς και περίπου 28.000 μέτρων πυρίτιδας, την οποία ο Τούρκος καπουδάν πασάς είχε αφήσει πίσω την εποχή τής «ήττας και επαίσχυντης φυγής» του. Ο Μοροζίνι έστελνε στη Σινιορία μια ζωγραφιά κι ένα σχέδιο τού ψηλού παλαιού βυζαντινού κάστρου τού Μυστρά, το οποίο φρουρούσαν ντόπιοι αγρότες μέχρι να αναλαμβάνονταν άλλες ρυθμίσεις.

Εκτός από τη μεταφορά όπλων και πυρίτιδας, ο Μοροζίνι κατεύθυνε την προσοχή του στην παραγωγή και στις διαθέσιμες ποσότητες ελαιόλαδου στα τρία γειτονικά φρούρια Κορώνης, Μεθώνης και Ναυαρίνου και ιδιαίτερα στην Κορώνη, όπου μεγάλες ποσότητες φορτώνονταν συνήθως σε πλοία. Ο Μπενζόν θα έσπευδε στο Ναύπλιο και στην Κόρινθο για να διαβουλευθεί με τον Μοροζίνι. Ο Ισθμός τής Κορίνθου θα γινόταν «πλατεία των όπλων» (piazza d’armi), όπου, σύμφωνα με τις απόψεις τού άρχοντα στρατηγού φον Κένιγκσμαρκ, θα συγκεντρώνονταν όλες οι πολεμικές συσκευές για την επερχόμενη εκστρατεία. Η συγκέντρωση ανδρών και πυρομαχικών έπρεπε να πραγματοποιηθεί πριν μπορέσουν οι Τούρκοι να χρησιμοποιήσουν τη μεγάλη αύξηση τής δύναμής τους για επίθεση εναντίον τού ισθμού.

Με αυτόν τον τρόπο θα καλυπτόταν ο Μοριάς, πριν ξεκινήσουν οι ενετικές δυνάμεις άλλη εισβολή σε τουρκικό έδαφος. Έπρεπε να συγκεντρωθούν προμήθειες στον Ισθμό τής Κορίνθου και να μαζευτούν άλογα από ολόκληρο τον Μοριά. Υπήρχαν καλά βοσκοτόπια γύρω από τις πεδιάδες τού Ναυπλίου. Οι αποστολές ψωμιού έπρεπε να γίνονται με μαρτσιλιάνε από το νησί τής Ζακύνθου στον κόλπο τής Ναυπάκτου, δηλαδή στην Κόρινθο. Ο Μοροζίνι προσευχόταν στον Παντοδύναμο να αποτρέψει την επανάληψη των τρομερών ελλείψεων, από τις οποίες είχαν υποφέρει οι ναυτικοί και στρατιώτες για κάποιο διάστημα. Επίσης, δυστυχώς, ο λοιμός είχε επανεμφανιστεί στην Αθήνα. Είχε καταστεί αναγκαία η μεταφορά των στρατιωτών στον Πειραιά, για να προστατευτούν από τις μολύνσεις που εξαπλώνονταν.

Εκ των υστέρων ο Μοροζίνι ένιωθε θλίψη που δεν είχε μοιραστεί αρκετά τις δικές του περιορισμένες προμήθειες ψωμιού με τούς Έλληνες. Έπρεπε πρώτα απ’ όλα να φροντίζει για τον στόλο. Το βάρος βασάνιζε το μυαλό του για τούς σαρανταπέντε μήνες, από τότε που είχε αναλάβει την ανώτατη ναυτική διοίκηση στα ελληνικά ύδατα. Εξέφραζε τη λύπη του για το γεγονός ότι δεν είχε μπορέσει να βοηθήσει τούς Έλληνες στην άγονη περιοχή των Βάτικων. Είχαν αναγκαστεί να ζουν τρώγοντας μείγμα από κουκούτσια ελιάς, σπόρους σταφυλιών και το χορτάρι των πεδιάδων, «έτσι ώστε απελπισμένοι από τη ζωή δεν αποτελούσαν την κύρια δύναμη ανησυχίας για τη Μονεμβασία» (di modo che disperrati per vivere è mancato il principal vigore d’angustiar Malvasia). Ο φτωχός λαός των Βάτικων ήταν πολύ πεινασμένος για να δώσει στους Ενετούς μεγάλη βοήθεια στην παρατεταμένη πολιορκία τής Μονεμβασίας. Αν δεν υπήρχε η ζημιά την οποία προκαλούσε η έλλειψη τροφής (la penuria del biscotto) στη χερσόνησο των Βάτικων, οι Τούρκοι κατά πάσα πιθανότητα δεν θα είχαν αντέξει την πολιορκία.

Κατά τη διάρκεια τού ταξιδιού του στο Άργος ο Μοροζίνι είχε την ευκαιρία να επισκεφθεί το Ναύπλιο, όπου ήταν στην ευχάριστη θέση να δει σε καλή κατάσταση «όλα εκείνα τα μεγάλα έργα (της οχύρωσης) που είχα ανεγείρει εκεί τον προηγούμενο χειμώνα». Τα μικρά πράγματα που εύρισκε στραβά μπορούσαν γρήγορα να διορθωθούν. Ήταν επίσης ικανοποιημένος με το τριπλό φρούριο που είχε κατασκευαστεί στο μεγάλο ύψωμα τού Παλαμηδιού, το οποίο δεσπόζει πάνω από το Ναύπλιο και από το μικρό νησί-φρούριο Μπούρτζι. Δύο αιώνες μετά την ιστορική επίσκεψη τού Μοροζίνι, μπρούτζινα κανόνια με το ενετικό λιοντάρι τού Αγίου Μάρκου και τη χρονολογία 1687 υπάρχουν ακόμη ανάμεσα στα ερείπια των οχυρώσεων που καταρρέουν.7 Ο μηχανικός, ο λοχαγός Τζιοβάννι Μπασσινιάνι, είχε δώσει την τελευταία πινελιά τελειότητας στα σχέδια τής περιτείχισης τού Παλαμηδιού —και πιθανώς και τής Ακροναυπλίας πιο κάτω— πράγμα που αποτελούσε «ένδοξο πολυτιμότατο απόκτημα» (glorioso preciosissimo acquisto). Επισυναπτόμενη σε αντίγραφο των σχεδίων τού Μπασσινιάνι, ο Μοροζίνι έστελνε στη Σινιορία αίτηση τού μηχανικού για κάποια οικονομική αναγνώριση τής υποδειγματικής του υπηρεσίας προς το κράτος.

Τέλος, στην κατάληξη αυτής τής αναφοράς τής 19ης Μαρτίου, ο Μοροζίνι σημείωνε ως εκ των υστέρων σκέψη ότι, καθώς η εγκατάλειψη τής Αθήνας ήταν επικείμενη, ήθελε να πάρει μαζί του μερικά από τα πιο ευγενή στολίδια τής πόλης. Είχε διατάξει την απόσπαση (από το δυτικό αέτωμα τού Παρθενώνα) τής «φιγούρας ενός Δία» (la figura d’un Giove), με την οποία θα μπορούσε κανείς να ενισχύσει τη λαμπερή ομορφιά τής Βενετίας. Στην πραγματικότητα δεν ήταν Δίας (Jupiter), αλλά μάλλον Ποσειδώνας (Neptune) εκείνο, τού οποίου την αφαίρεση από το δυτικό αέτωμα είχε διατάξει ο Μοροζίνι, όπου για περισσότερο από δύο χιλιετίες οι Αθηναίοι και οι επισκέπτες στην πόλη τους είχαν θαυμάσει την εικόνα σε μάρμαρο τού ανεπιτυχούς ανταγωνισμού τού Ποσειδώνα με την Αθηνά «για τη γη», δηλαδή, για την κατοχή τής Αττικής. Ο Παυσανίας προσδιόριζε τη σκηνή για εμάς το έτος 174 και ένας καλλιτέχνης στην ακολουθία τού μαρκησίου Σαρλ ντε Νουαντέλ, πρεσβευτή τού Λουδοβίκου ΙΔ’ στην Πύλη, το σχεδίασε για εμάς το 1674, έχοντας μόλις προλάβει.

Ο Μοροζίνι ήθελε επίσης να αφαιρέσει από το δυτικό αέτωμα, όπως μάς λέει ο ίδιος, «τα ανάγλυφα δύο πολύ όμορφων αλόγων από την προμετωπίδα τού Ναού τής Αθηνάς, στην οποία βλέπει κανείς τα πιο αξιόλογα γλυπτά». Αλλά ύστερα συνεχίζει λέγοντας ότι

μόλις κάποιος έβαλε το χέρι του στην επιφάνεια τού μεγάλου θριγκού για να αφαιρέσει (τα γλυπτά), έπεσαν όλα κάτω από αυτό το ασυνήθιστο ύψος και συντρίφτηκαν. Ήταν θαύμα το γεγονός ότι κανένας από τούς εργαζόμενους δεν τραυματίστηκε. Η αιτία (της πτώσης) αποδίδεται στο ότι η δομή είναι χωρίς κονίαμα, οι πέτρες έχουν ενωθεί η μια με την άλλη με ευφυές τέχνασμα, αλλά στη συνέχεια αποσυναρμολογήθηκαν όλες ως αποτέλεσμα τής έκρηξης τής βόμβας.

Η αδυναμία στησίματος ικριώματος εκεί και μεταφοράς μέχρι το φρούριο των καταρτιών των γαλερών και άλλων εργαλείων για την κατασκευή ενός εργάτη (είδους γερανού) απομακρύνει κάθε ιδέα να προχωρήσουμε σε άλλες επικίνδυνες προσπάθειες, στις οποίες βάζω τέλος, πολύ περισσότερο επειδή όλα τα υπόλοιπα είναι κατώτερα, με τίποτε ιδιαίτερα ενδιαφέρον και [από ορισμένα αγάλματα] λείπουν τα άκρα που έχουν φαγωθεί με τα χρόνια. Εν πάση περιπτώσει, έχω αποφασίσει να πάρω μια λέαινα, φτιαγμένη με όμορφο τρόπο, αν και με ζημιές στο κεφάλι, η οποία όμως μπορεί κάλλιστα να επισκευαστεί με ένα κομμάτι παρόμοιο μάρμαρο, που σκοπεύω να στείλω μαζί της».8

Σύμφωνα με επιστολή τής 8ης Ιουνίου (1688), που γράφηκε από Ενετό αξιωματικό από το νησί τού Πόρου, ακριβώς νότια τής Αίγινας, ο Μοροζίνι είχε αποτραβήξει τον στρατό από την Αθήνα, «από το φρούριο και την πόλη» (la fortezza e città) στις 4 τού προηγούμενου Απριλίου. Οι στρατιώτες είχαν φύγει μαζικά (in isquadrone) για τον Πειραιά και επιβιβάστηκαν τρεις ημέρες αργότερα για το «Πόρτο Πόρρο» στο νότιο άκρο τού Πόρου. Ο αξιωματικός, κατά κάποιον τρόπο κλασσικός μελετητής, δεν είχε φτάσει στην Αθήνα μέχρι τις 18 Δεκεμβρίου (1687). Έκανε ενθουσιώδη περιήγηση τής πόλης, η οποία, όπως έλεγε με κάποια υπερβολή, περιλάμβανε έξι περίπου χιλιάδες σπίτια. Τον είχε συναρπάσει (estatico) ο Παρθενώνας, ευλαβικά φυλαγμένος στα ερείπιά του.9 Μια βδομάδα μετά την αποχώρηση από τον Πειραιά, ο Μοροζίνι έστελνε στον δόγη και τη Γερουσία δύο αναφορές, στην πρώτη από τις οποίες ανέφερε, όπως θα σημειώσουμε σύντομα ότι η επιβίβαση όλων των ενετικών δυνάμεων πραγματοποιήθηκε το πρωί τής 8ης Απριλίου (1688) .

Θλιμμένος από τη συνέχιση και την προφανή αύξηση τού λοιμού τής Αθήνας και με πρόθεση τη διάσωση «του πιο πολύτιμου κεφαλαίου όλων αυτών των δυνάμεων τής θάλασσας και τής ξηράς» (il capitale precioso di tutte queste forze di mar e di terra), όπως είχε γράψει ο Μοροζίνι στην πρώτη αναφορά του στις 15 Απριλίου 1688, είχε τελικά μετακινήσει τον στόλο και τον στρατό στον Πόρο (Porto Poro). Το πολεμικό συμβούλιο είχε συζητήσει αυτή τη δράση για βδομάδες. Τώρα την είχαν πραγματοποιήσει. Ο Μοροζίνι έγραφε στον δόγη και τη Γερουσία ότι το Πόρτο Πόρο ήταν η κατάλληλη θέση στην οποία θα μπορούσε να καλυφθεί ο στόλος, λόγω των πολλών ορμίσκων στο νησί, τής αφθονίας πόσιμου νερού, τής εύκολης διαθεσιμότητας τροφίμων από την Αργολίδα και τής εγγύτητας προς το λιμάνι τής Κορίνθου. Η κίνηση είχε αποτελέσει δύσκολη και κοπιαστική επιχείρηση, πρώτα απ’ όλα γιατί έπρεπε να μεριμνήσουν για την εκκένωση τής πόλης από τούς Αθηναίους, «ώστε να μην τούς αφήσουμε στη λυσσαλέα αρπαγή των Τούρκων μετά την αποχώρηση τής πολιτοφυλακής μας».

Ήταν πραγματικά επίπονη εργασία, που είχε απαιτήσει τη μεταφορά των οικογενειών και των υπαρχόντων τους για τα «πέντε ή έξι μίλια» μέχρι τις ακτές τού Πειραιά, απ’ όπου μεταφέρθηκαν με μαούνες ρυμουλκούμενες από γαλέρες στα νησιά τής Αίγινας και τής Κούλουρης (Σαλαμίνας). Άλλοι είχαν σταλεί στη Ζάκυνθο με το πίνκο Σαν Ζόρζι και άλλοι πάλι στο Ναύπλιο με διάφορα σκάφη, μερικά από τα οποία ήσαν ταρτάνε. Όλοι μπήκαν σε αυστηρότατη καραντίνα (sotto le risserve di rigorosa contumacia), αλλά είχαν βοηθηθεί με κάθε τρόπο από την πατρική φιλανθρωπία, την οποία η ένδοξη Σινιορία τής Βενετίας δεν αποτύγχανε ποτέ να επιδεικνύει. Και τώρα οι Αθηναίοι θα ήσαν απαλλαγμένοι από τη βάρβαρη δουλεία στην οποία είχαν περιπέσει κάτω από τούς Τούρκους. Θα ήσαν επίσης φτωχοί και άστεγοι.

Ο Μοροζίνι είχε προειδοποιήσει τον φον Κένιγκσμαρκ ότι έπρεπε να φροντίσουν ώστε οι δικοί τους στρατιώτες να μη μπουν στα εγκαταλειμμένα σπίτια των Ελλήνων, για να αποφύγουν περαιτέρω ατυχίες. Η θανατική ποινή που επιφυλάχθηκε για τούς πρώτους παραβάτες λειτούργησε ως περιορισμός για τούς υπόλοιπους. Στο θέμα αυτό ο φόβος δεν ήταν για λιποτάκτες κρυμμένους στα σπίτια, πράγμα που ήταν σχεδόν αδύνατο, αλλά για τον κίνδυνο τής πανούκλας ο οποίος εξαπλωνόταν. Ο επιστάτης Ντολφίν έκαιγε άγρυπνα τις πιο μολυσμένες κατοικίες μαζί με το περιεχόμενό τους. Λαμβάνοντας όμως υπόψη την ευρεία έκταση τής πόλης, ήταν αδύνατο να βάλει φρουρούς παντού. Προσθέτοντας τούς στρατιώτες στον τοπικό πληθυσμό, λεγόταν ότι 20.000 περίπου άτομα είχαν εμπλακεί στη σύγχυση. Η καύση των μολυσμένων κατοικιών προφανώς δεν προχωρούσε αρκετά γρήγορα και η πανούκλα χτυπούσε καθημερινά τούς στρατιώτες.

Το πιο σοβαρό πρόβλημα ανακαλύφθηκε μεταξύ των ξένων στρατιωτών, οι οποίοι, όντας υπό τούς δικούς τούς διοικητές, είχαν αποκρύψει για κάποιο χρονικό διάστημα την εμφάνιση τής νόσου στις τάξεις τους. Η ασθένεια ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένη στο σύνταγμα τής Έσσης, γιατί είχαν εξαπατηθεί ως προς την κακόβουλη φύση τής ασθένειας και είχαν παραλείψει να πάρουν προληπτικά μέτρα, όπως ο διαχωρισμός των ατόμων που είχαν προσβληθεί και η καύση των μολυσμένων αντικειμένων. Η επιδημία ήταν λοιπόν πιο έντονη ανάμεσά τους και πέθαιναν από τη νόσο περισσότεροι στρατιώτες τής Έσσης απ’ όσο οποιοιδήποτε άλλοι στρατιώτες.

Ο Μοροζίνι περιλάμβανε στην αναφορά του αντίγραφο τής έκθεσης των γιατρών ως προς τη φύση τής επιδημίας που τούς καταδίωκε. Το κακό που τούς έπληττε ήταν είδος επιδημικής μόλυνσης, την οποία προκαλούσε η ανάποδη εισροή, που είχε πλήξει αυτές τις περιοχές για τόσο πολύ καιρό, προσβάλλοντας πιο σοβαρά εκείνους που είχαν εξασθενημένα ή άσχημα διαμορφωμένα σώματα, τρεφόμενοι με κακή τροφή, ενώ η μόνη θεραπεία ήταν εκείνη τής αποβολής τής δηλητηριώδους κακοήθειας με σιρόπια και εφιδρωτικά.10 Παρά την εμπεριστατωμένη αυτή αξιολόγηση τής ασθένειας και τού τρόπου θεραπείας της, το πρόβλημα συνεχιζόταν αμείωτο και φαινόταν ως μόνος αποτελεσματικός τρόπος αντιμετώπισης η καραντίνα.

Οι Μοροζίνι και φον Κένιγκσμαρκ ανέβασαν όλους τούς «πολιτοφύλακες», σύνταγμα προς σύνταγμα, μαζί με την φρουρά τής Ακρόπολης, πάνω σε γαλεάσες, γαλέρες και ιστιοφόρα πλοία. Ανέβασαν επίσης τα άλογα και τα μουλάρια, καλά πλυμένα με θαλασσινό νερό. Ο Μοροζίνι αντιμετώπιζε μεγάλη δυσκολία στην εξεύρεση θέσεων για τούς υπόλοιπους στρατιώτες, έχοντας βάλει στην άκρη τη ναυαρχίδα Σαν Ζουάννε για τον Κένιγκσμαρκ και τη Σκάλα ντι Τζακόμπ για τον αρχιλοχία Ωρ, για να τούς προστατεύσει από τούς κινδύνους τής μόλυνσης. Κατά τη μεταφορά όμως των στρατιωτών και των ναυτικών στο νησί τού Πόρου, ήταν αδύνατο να χωρίσουν αυτούς που ήσαν καλά από τούς ύποπτους για ασθένεια, γιατί οι δεύτεροι αποτελούσαν την πλειοψηφία.

Είχαν βάλει τούς τραυματίες μαζί σε μαούνες για να τούς ρυμουλκήσουν στον προορισμό τους.

και πραγματικά ήταν δώρο τής Θείας Πρόνοιας ότι η επιβίβαση πραγματοποιήθηκε το πρωί τής ογδόης τού τρέχοντος μηνός (8 Απριλίου) και ότι έχουμε αποβιβαστεί εδώ (στο Πόρτο Πόρο) με ασφάλεια το ίδιο βράδυ, με αποτέλεσμα να βρεθούν οι στρατιώτες πάνω στον στόλο για όχι περισσότερο από δύο μέρες και μια νύχτα. Έτσι δεν υπήρξαν μεταξύ τους περαιτέρω απώλειες, εκτός από τα πλοία Πάτσε, Αμποντάντσα, Σαν Ντομένικο, Ποστιλιόνε και το πίνκο Σαν Νικολό, όπου κάποιοι ναυτικοί βρέθηκαν μολυσμένοι. Οι υπόλοιποι παρέμειναν στην προηγούμενη κατάσταση τής καλής υγείας τους.

Ο Μοροζίνι είχε οδηγήσει τούς στρατιώτες και τούς ναυτικούς στο Πόρτο Πόρο με ασφάλεια, αλλά ο λοιμός είχε μετατραπεί σε θορυβώδη φλόγα, για την κατάσβεση τής οποίας δεν εύρισκε τα μέσα: «τώρα έχει εξαπλωθεί η μόλυνση σε τέτοιο βαθμό, που δεν ξέρω ποιος κανόνας μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την κατάσβεση μιας τέτοιας πυρκαγιάς» (s’è di presente sparsa l’infettione a termine tale che non so qual regola potrà valere all’estintione di tanto incendio). Εξήντα με εβδομήντα άνδρες αρρώσταιναν κάθε μέρα και περισσότεροι από τριάντα από αυτούς πέθαιναν. Η μόνη ανακούφιση από την επιδημία φαινόταν να έγκειται στην άσκηση τού θείου ελέους, όταν ο Παντοδύναμος θα αποφάσιζε να παρέμβει. Η διανομή τού ψωμιού ήταν άλλο πρόβλημα, γιατί οι ξένοι στρατιώτες είχαν εξαπατηθεί από τούς δικούς τούς αξιωματικούς. Τουλάχιστον το πίνκο Μαρία Ινγκλέζε είχε φέρει ρύζι, ενώ χρήματα, «η ψυχή τού πολέμου», είχαν έρθει από τη Βενετία. Έξι σκάφη είχαν φτάσει με γαλέτα. Ο Μοροζίνι είχε λάβει επίσης μπαρούτι, βόμβες, άγκυρες και άλλα εξαρτήματα αγκυροβόλησης και ειδικευμένους εργάτες, καθώς και φάρμακα, γιατρούς και χειρουργούς, μαζί με ενίσχυση ογδονταέξι σκλάβων γαλέρας (condannati), που θα υπηρετούσαν ως κωπηλάτες στις γαλέρες, οι οποίες ήσαν ήδη καλά επανδρωμένες με υποδουλωμένους Τούρκους από τον Μυστρά. Ο Μοροζίνι θα μπορούσε μάλιστα να αυξήσει τον εξοπλισμό του κατά μια ακόμη γαλέρα, αν βρισκόταν διαθέσιμο ένα τέτοιο κέλυφος.

Ο Μοροζίνι είχε βρει τούς Μυστριώτες να αποτελούν «πολύ μεγάλη ενόχληση». Τούς είχε προσφέρει την ελευθερία τους για 200.000 ρεάλια (στα τέλη Αυγούστου 1687), πράγμα το οποίο ο Φραντσέσκο Μουάτσι νόμιζε ότι θα κατάφερναν (summa considerabile non impossibile alle facoltà Mistriotte), αλλά είχαν πει ότι δεν μπορούσαν να πληρώσουν τέτοιο ποσό. Αν και συμφωνήθηκαν σύντομα άλλοι όροι παράδοσης, η επιδημία παρέμενε σοβαρό πρόβλημα στον Μυστρά και η πόλη τέθηκε σε καραντίνα. Τον Φεβρουάριο τού (1688) ο επιστάτης Ζόρζι Μπενζόν ανάγκασε τούς Μυστριώτες να παραδώσουν την πόλη, όταν φαινόταν ότι η επιδημία είχε κοπάσει. Ανακαλύφθηκε όμως ότι οι Τούρκοι είχαν παραβιάσει τούς όρους τής συνθηκολόγησης, παρακρατώντας όπλα που έπρεπε να είχαν παραδώσει, κλέβοντας κεχρί από τις ενετικές προμήθειες και (μεταξύ άλλων κατηγοριών) διαφεύγοντας στη Μονεμβασία, αγνοώντας τις εντολές για καραντίνα. Το αποτέλεσμα ήταν ότι τον Μάρτιο οι αρτιμελείς άνδρες στάλθηκαν στις γαλέρες, 312 παιδιά (putti) διανεμήθηκαν ως σκλάβοι μεταξύ τού στόλου και τού στρατού, ενώ οι γυναίκες και οι ηλικιωμένοι άνδρες πετάχτηκαν στις ακτές τού Πόρτο Λεόνε και αφέθηκαν εκεί «για μεγαλύτερη σύγχυση τού εχθρού» (λίγο πριν από την αναχώρηση των ενετικών δυνάμεων στις 8 Απριλίου). Η επιβίωση των γυναικών και των ηλικιωμένων ανδρών θα εξαρτιόταν από τη λήψη βοήθειας από τη Θήβα ή το Νεγκροπόντε, αλλά ο Μοροζίνι είχε απαλλαγεί από την «αμηχανία» του.

Ο Μοροζίνι έκλεινε αυτή την πρώτη αναφορά τής 15ης Απριλίου με άγρια επίθεση στις «απαίσιες διαδικασίες» των Γάλλων, οι οποίοι δεν σταματούσαν ποτέ να βοηθούν τούς Τούρκους. Το λυπηρό γεγονός ήταν, σύμφωνα με τον Μοροζίνι ότι οι Γάλλοι είχαν μεταφέρει στη Μονεμβασία πυρομαχικά καθώς και τρόφιμα για την τουρκική φρουρά στο βραχώδες ύψωμα, παρά την ενετική προσπάθεια να διατηρείται η πόλη υπό πολιορκία. Ο Μοροζίνι εύρισκε τις φιλο-οθωμανικές συμπάθειες των Γάλλων πολύ παράξενες, γιατί πρόσφατα μια γαλλική ταρτάνα στο Πόρτο Γαύριο, στο βόρειο άκρο τού νησιού τής Άνδρου, είχε δεχθεί επίθεση από τουρκική γαλιότα «κάτω από τον μανδύα τής φιλίας», χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η σημαία τού βασιλιά. Όλο το γαλλικό πλήρωμα είχε κοπεί σε κομμάτια από τούς βαρβάρους. Το φορτίο είχε αφαιρεθεί και είχε σταλεί στους Τούρκους στο Νεγκροπόντε, ενώ το γαλλικό σκάφος είχε βυθιστεί έξω από τον κυματοθραύστη στο Πόρτο Γαύριο.11 Τέτοια ήταν η φιλία των Τούρκων για τον χριστιανικότατο βασιλιά.

Ο Μοροζίνι ξεκινούσε τη δεύτερη αναφορά του τής 15ης Απριλίου (1688) προς τον δόγη και τη Γερουσία με ανανεωμένη αναφορά στα σχέδια τού Τζιάκομο Βερνέντα για την οχύρωση τής Κορίνθου. Τα σχέδια αυτά, τα οποία περιλάμβαναν ακριβείς μετρήσεις και λεπτομερείς σημειώσεις, ο Μοροζίνι υπέθετε ότι μέχρι τα μέσα Απριλίου έπρεπε να είχαν φτάσει στη Βενετία με το πεττάκιο Ρεντεντόρ. Ανέφερε ότι τώρα συμφωνούσε με τούς φον Κένιγκσμαρκ και Βερνέντα ότι θα ήταν καλύτερο να αυξήσουν τις άμυνες τής Ακροκορίνθου επεκτείνοντας τις οχυρώσεις και προς τις δύο πλευρές τού τεράστιου φρουρίου. Αυτό θα παρείχε πιο αποτελεσματικό φράγμα εναντίον τής επανεισόδου των Τούρκων στον Μοριά, από την προσπάθεια «να δημιουργηθούν οχυρώσεις στο στενό».

Ο Μοροζίνι μελετούσε το ενδεχόμενο ανασκαφών στο ανατολικό άκρο τού Κόλπου τής Ναυπάκτου (του Κορινθιακού κόλπου), αν η Eνετική Σινιορία παρείχε τα απαραίτητα εργαλεία και μηχανικούς, προκειμένου να προετοιμάσει αναγκαίο καταφύγιο για τον επερχόμενο χειμώνα για τουλάχιστον μια ολόκληρη μοίρα από γαλέρες. Ήταν λιγότερο φιλόδοξο έργο από εκείνο που είχαν σκεφτεί κάποτε ο ίδιος και ο φον Κένιγκσμαρκ (κατά τα μέσα Αυγούστου 1687), την κατασκευή δηλαδή ενός καναλιού από τον κόλπο τής Κορίνθου στον Σαρωνικό.12 Οι ναυτικοί θα έπρεπε να περιμένουν άλλα διακόσια χρόνια για τη διώρυγα τής Κορίνθου (μέχρι το 1881-1893).

Υποβάλλοντας στη Σινιορία τον λογαριασμό που είχε ζητήσει ο δόγης Τζουστινιάν για τις δαπάνες που είχαν πραγματοποιηθεί κατά τη διάρκεια τού έτους για να συντηρηθούν όλες οι ενετικές φρουρές στον Μοριά, καθώς και για τα έσοδα που είχαν συλλεγεί στο επονομαζόμενο Βασίλειο (Regno) κατά τη διάρκεια τής ίδιας περιόδου, ο Μοροζίνι έγραφε ότι μπορούσε να αναφερθεί μόνο στα στοιχεία που προέρχονταν από τούς Ενετούς αξιωματούχους. Τα στοιχεία που διέθεσε στον δόγη δεν περιλαμβάνονται στην αναφορά του. Οι φρουρές όμως είχαν απόλυτη ανάγκη από ενισχύσεις σε στρατιώτες, κανονιοβολιστές και κάθε είδους οπλίτες. Τα ογκώδη μητρώα αναφορών, γραμμένα σε κάθε τόπο τού Μοριά, μπορούσαν να αποσταλούν για επιθεώρηση. Θα ήσαν μάλλον υπερβολικά λεπτομερή, γιατί ο Μοροζίνι είχε πάντοτε επιβάλει την αυστηρότερη οικονομική επαγρύπνηση σε όλους. Ο Μπενζόν, ο οποίος τότε προσπαθούσε να ελέγξει την επιδημία στην οχυρωμένη πόλη τής Κορώνης και στη γειτονική περιοχή, βρισκόταν πάντοτε σε επιφυλακή. Αλλά ο λοιμός, που μάστιζε επίσης τις περιοχές τής Πάτρας και τής Ναυπάκτου, αποτελούσε φυσικά τον κύριο λόγο για τα σποραδικά έσοδα που είχαν συγκεντρωθεί στο μωραΐτικο βασίλειο.

Μακροπρόθεσμα όμως τα έσοδα από το Βασίλειο θα υπερέβαιναν κατά πολύ την τότε τρέχουσα επιβάρυνση των δαπανών. Μόνο από το ελαιόλαδο θα προέκυπταν σημαντικά ποσά, γιατί σε κάθε απομακρυσμένη γωνία τού Μοριά υπήρχε άφθονη παροχή ελαιόλαδου, ιδιαίτερα στην περιοχή τής Κορώνης, όπου στις τοπικές εισφορές και οικειοποιήσεις από τούς Τούρκους ο Μπενζόν είχε πάρει 960 βαρέλια λαδιού. Το αλάτι θα μπορούσε επίσης να μετατραπεί σε καλή πηγή εισοδήματος.

Στο μεταξύ ο Μοροζίνι προέτρεπε τον δόγη και τη Γερουσία να μην καθυστερήσουν την προβλεπόμενη αποστολή τού γενικού επιστάτη των όπλων (proveditor general deli armi) και των άλλων αξιωματούχων, που είχαν «διοριστεί για την καλή διακυβέρνηση εκείνου τού αναστατωμένου βασιλείου (του Μορέως)», στο οποίο θα πήγαιναν όλοι οι Αθηναίοι για να αναζητήσουν καταφύγιο. Όντας άοπλοι χρειάζονταν προστασία και όσο μεγαλύτερη θα ήταν η καθυστέρηση να τούς δοθεί αυτή η προστασία, τόσο μεγαλύτερη θα ήταν και η αγωνία και η δυσαρέσκειά τους. Ο Μοροζίνι δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει όλες τις έκτακτες περιπτώσεις και «ως εκ τούτου διαμαρτύρομαι στη Γαληνότητά σας ότι, στενάζοντας κάτω από αυτό το τραγικό βάρος, το κακοποιημένο πνεύμα μου θα είναι θαύμα από τον Θεό, αν έχει ακόμη τη δύναμη να αντέξει σε αυτή την πέμπτη εκστρατεία, την οποία περιμένω με αγωνία και με τα αξιολύπητα βάσανα που σάς έχω ήδη περιγράψει».

Ο Μοροζίνι έκλεινε αυτή τη δεύτερη αναφορά τής 15ης Απριλίου (1688) με τόνο θλιβερού αυτο-οικτιρμού. Όπως έχουμε δει, συχνά λυπόταν τον εαυτό του. Όμως, επικαλούμενος τη βοήθεια τού Παντοδύναμου σε κάθε περίπτωση, έγραφε στον δόγη και τη Γερουσία ότι θα κρατούσε τη σταθερότητα τής καρδιάς του, θα έφερε τον ζυγό τής κόπωσης και θα αντιμετώπιζε κάθε είδους έκτακτες ανάγκες που ενδεχομένως θα προέκυπταν κατά τη «λατρευτή υπηρεσία προς την πατρίδα». Αλλά είχε κουραστεί αρκετά, περισσότερο από αρκετά,

και σε αυτό το σημείο με βαθύ σεβασμό, ανανεώνοντας τις ταπεινές εκκλήσεις μου στον βασιλικό θρόνο τής δημόσιας μεγαλειότητας, παρακαλώ για μια αχτίδα αυτής τής φιλάνθρωπης καλοσύνης, που βλέπω να χορηγείται σε τόσο πολλούς πολίτες με γενναιόδωρες παραχωρήσεις και στο μεταξύ ζητώ ως πράξη φιλανθρωπίας την εκλογή τού διαδόχου, την οποία η εξοχότατη Γερουσία μού έχει υποσχεθεί καλοκάγαθα πολλές φορές. Ως εκ τούτου, στο τέλος τής εκστρατείας θα αναγκαστώ, αν ο Παντοδύναμος (il Supremo Motore) μού επιτρέψει να ζήσω, να απαλλαγώ από το βάρος, επειδή είμαι πια αδύναμος και φορτωμένος με κούραση. Δεν θα χρειαστεί να αισθανθώ λύπη αν υπάρξει άρνηση τής δέουσας προσοχής, ούτε (λύπη) ύστερα από πέντε χρόνια επίπονου μόχθου και τίμιου ιδρώτα που χύθηκε για την κοινή δόξα, αν εμφανίζομαι ενώπιον τής εξοχότητας τής Γαληνότητάς σας με το πρόσχημα υποτιθέμενης αναξιότητας…

Ενώ η συνείδησή του και η άποψη τής Σινιορίας για τη δικαιοσύνη ίσως βρίσκονταν σε αντίθεση, ο Μοροζίνι υπέγραφε τώρα την αναφορά προς τον δόγη,13 προφανώς με αναστεναγμό.

Η αναφορά έφτασε στη Βενετία στις 7 Μαΐου. Όπως έχουμε αναφέρει περισσότερες από μία φορά, είχε ημερομηνία 15 Απριλίου. Ο δόγης Μαρκ’ Αντόνιο Τζουστινιάν είχε πεθάνει στις 23 Μαρτίου (1688).14 Ο Μοροζίνι είχε επιλεγεί ως διάδοχός του στις 3 Απριλίου. Φαίνεται λοιπόν σαν να έγραφε ο Μοροζίνι διαμαρτυρόμενος προς τον εαυτό του. Η Σινιορία έσπευδε να ενημερώσει τον Μοροζίνι για την άνοδό του στο αξίωμα τού δόγη. Αν η αναφορά του έφτασε στη Βενετία σε εικοσιδύο μέρες, μπορεί κανείς να είναι βέβαιος ότι έλαβε την καλή είδηση της εκλογής του και τον σκούφο (berretta) τού δόγη πριν από το τέλος τού Απριλίου, ενώ πραγματικά η είδηση έφτασε στον Μοροζίνι και στον ενετικό στόλο στις 28 Απριλίου.15 Αποτελώντας από καιρό αντικείμενο λατρείας στη Βενετία, όπου η θριαμβική του αψίδα στέκεται ακόμη στην άκρη τής Αίθουσας Ψηφοφορίας (Scrutinio) στο Ανάκτορο των Δόγηδων, ο Μοροζίνι κληροδοτούσε ζοφερή κληρονομιά στην ιστορία. Στις διακόσιες ημέρες ενετικής κυριαρχίας στην Αθήνα και στην Ακρόπολη είχε γίνει πιο σοβαρή ζημιά απ’ όση κατά τα προηγούμενα δύο χιλιάδες χρόνια.

Το αξίωμα τού δόγη ήταν ο υπέρτατος τίτλος στην Ενετική Δημοκρατία, αλλά ο δόγης, αν και μπορούσε να έχει προσωπική επιρροή, ήταν τελετουργικός φαινομενικός ηγέτης, που είχε από καιρό απογυμνωθεί από την εξουσία να παίρνει σημαντικές αποφάσεις. Απευθύνοντας τις αναφορές τού μήνα μετά τον μήνα στον «γαληνότατο ηγεμόνα» (serenissimo principe), ο Μοροζίνι στην πραγματικότητα έγραφε στο Κολλέγιο, το οποίο θα υπέβαλλε τα μηνύματά του στη Γερουσία. Ακόμη και μετά την εκλογή τού ως δόγης, ο Μοροζίνι συνέχιζε λοιπόν να απευθύνει τις αναφορές του στον «γαληνότατο ηγεμόνα». Έπρεπε να γράφει σε κάποιον και οι αξιωματικοί σπάνια ή ποτέ δεν έγραφαν απευθείας στη Σινιορία ή τη Γερουσία. Η επόμενη μακροσκελής αναφορά τού Μοροζίνι τής 6ης Μαΐου (1688) άρχιζε με τη συνήθη έκφραση υπακοής στον «γαληνότατο ηγεμόνα», ενώ κρατώντας τα δύο αξιώματά του ξεχωριστά το ένα από το άλλο, δεν έκανε καμία αναφορά στην επιστολή που είχε μόλις λάβει και η οποία τον ενημέρωνε για την εκλογή του. Ο Φραντσέσκο Μουάτσο, μεταξύ άλλων, σημειώνει ότι λίγο μετά την αποχώρησή του από την Αθήνα, ο Μοροζίνι έλαβε την είδηση τής ανύψωσής του στη θέση τού δόγη (li giunge la nuova d’esser fatto doge).16

Ο Μοροζίνι ακολουθούσε πιο χαρούμενο ύφος στην αναφορά του τής 6ης Μαΐου. Ο Κύριος ο Θεός είχε ανοίξει τούς θησαυρούς τής φιλάνθρωπης καλοσύνης του στους ταλαιπωρούμενους στρατιώτες και ναύτες. Το ποσοστό θνησιμότητας εκείνων που είχαν πληγεί από την επιδημία είχε πέσει τώρα από εξήντα ή εβδομήντα τη μέρα στον πιο συμπονετικό αριθμό των είκοσι. Οι συνθήκες βελτιώνονταν αργά επί ένα μήνα από το Πάσχα (18 Απριλίου) και ο κίνδυνος μόλυνσης εξαφανιζόταν πια από τα σκάφη τού στόλου, αλλά δυστυχώς εξακολουθούσε να υπάρχει το θλιβερό γεγονός, «ότι σε καθεμία από τις δύο γαλέρες Μπέμπο και Κορνέρ έχει ανακαλυφθεί κωπηλάτης με τη βουβωνική μόλυνση» (che nelle due galere Bembo e Corner in caduna de quali s’è un remigante col bubone scoperto).

Η πανούκλα βρισκόταν στη μεγαλύτερη έξαρση όταν οι ενετικές δυνάμεις αποσύρονταν από την Αθήνα και σε αυτό μπορούσε κανείς να δει καθαρά το σημάδι ότι η απόφαση να εγκαταλείψουν την μολυσμένη πόλη και το φρούριό της είχε έρθει από τον Παντοδύναμο, «τον κινητή των πάντων» (il Supremo Motore). Σύμφωνα με τα στοιχεία που καταρτίστηκαν μετά την εγκατάλειψη τής Αθήνας, 574 άτομα είχαν πεθάνει στο στρατόπεδο και 52 στον στόλο στον Πειραιά. Ο Μοροζίνι ανέφερε τα ονόματα δώδεκα εξαιρετικών στρατιωτών που είχαν χάσει τη ζωή τους από την πανούκλα, πιο τρομερό αντίπαλο από τούς Τούρκους. Παρ’ όλες τις δυσκολίες, κατά τη διάρκεια συνεδρίασης τού πολεμικού συμβουλίου (στις 18 Απριλίου) είχε αποφασιστεί να χτυπήσουν στο Νεγκροπόντε μόλις αυτό φαινόταν δυνατό, με προκαταρκτική προσποίηση προς τη Θεσσαλονίκη, για να αγχώσουν τούς Τούρκους. Ταυτόχρονα μια μοίρα ενετικών ελαφρών γαλερών τού Αρχιπελάγους θα έκανε γρήγορη επίθεση εναντίον ορισμένων μουσουλμανικών γαλερών, για να δημιουργήσει τη μεγαλύτερη δυνατή σύγχυση και φόβο. Μόλις υπογράφηκε η εντολή, ο Λορέντσο Βενιέρ, έκτακτος διοικητής των πλοίων (capitan estraordinario delle navi), ξεκίνησε με οκτώ από τα καλύτερα πολεμικά σκάφη και ένα εξοπλισμένο δικάταρτο εμπορικό πλοίο (παλάντρα). Χρησιμοποιούσαν συχνά την παλάντρα για τη μεταφορά κανονιών, τα οποία τοποθετούσαν πλευρικά. Είχε αφεθεί στην κρίση τού Βενιέρ, καθώς ταξίδευε προς Θεσσαλονίκη, να κάνει μια δοκιμή βομβαρδισμού τής λιμένιας πόλης, προκειμένου να αποσπάσει ό,τι μπορούσε από τούς κατοίκους «για να βοηθήσουν το δημόσιο ταμείο».

Πάντοτε σε εγρήγορση, ο Μοροζίνι είχε κατά νου τον ενδεχόμενο κίνδυνο να βρεθεί απροετοίμαστος για την αντιμετώπιση, αν ήταν απαραίτητο, των τουρκικών σκαφών, τα οποία στα μέσα Μαΐου ήταν πιθανό να πήγαιναν από την Ισταμπούλ μέσω Αιγαίου στην Αλεξάνδρεια, όπου εργάτες θα πισσάριζαν τις καρίνες τους και θα τα εξόπλιζαν. Έλπιζε ότι οι χριστιανοί κουρσάροι θα ενώνονταν σωστά στη Χίο, προκειμένου να επιδιώξουν τον ευγενή στόχο τής παρενόχλησης των Τούρκων. Αφήνοντας τον Κουρίνι, τον διοικητή στις γαλιότες, να φροντίζει τον στόλο, καθώς και τούς φον Κένιγκσμαρκ και Ντανιέλε Ντολφίν να φροντίζουν τις στρατιωτικές υποθέσεις, ο Μοροζίνι ξεκίνησε από το Πόρτο Πόρο το πρωί τής 26ης Απριλίου με δεκαεννέα γαλέρες, κατευθυνόμενος στο νησί τής Άνδρου και ύστερα στο Κάβο Ντόρο, ακριβώς βόρεια τού όρους Προφήτης Ηλίας στο νοτιοανατολικό άκρο τού νησιού τού Νεγκροπόντε (Εύβοια). Στη συνέχεια κινήθηκε δυτικά προς τη νότια είσοδο τού «καναλιού» τού Νεγκροπόντε, σταματώντας για λίγο στα ανοικτά τού Καστέλ Ρόσσο (Κάρυστου) και των Πεταλιών (νησιά Σπήλι), όπου κάτω από τα μάτια των βαρβάρων και την αγωνία τους οι γαλέρες τού Μοροζίνι ανεφοδιάστηκαν με νερό.

Για τέσσερις ολόκληρες ημέρες ο Μοροζίνι κινιόταν στην περιφέρεια, πλέοντας μέσα από τις γειτονικές περιοχές. Τελικά αποσύρθηκε από τη σκηνή, αλλά με τον κατάλληλο τρόπο (έλεγε), ώστε οι Τούρκοι να μη καθησυχαστούν πολύ γρήγορα από την αναχώρησή του. Επίσης τούς άφησε (έλεγε) με τον παρατεταμένο φόβο ότι οι ενετικές δυνάμεις ίσως επανεμφανίζονταν ανά πάσα στιγμή και ξεκινούσαν την εισβολή στο «βασίλειο» τού Νεγκροπόντε. Στην πραγματικότητα όμως λίγα μπορούσε να κάνει ο Μοροζίνι εκείνη τη στιγμή, γιατί οι δυνάμεις του βρίσκονταν ακόμη σε αποδυναμωμένη κατάσταση (in debole costitutione).

Δεν υπήρχε αμφιβολία στο μυαλό τού Μοροζίνι ότι αυτή η απρόσμενη επίδειξη ναυτικής ανδρείας είχε προκαλέσει σύγχυση στους Τούρκους, οι οποίοι θα ήταν λιγότερο πιθανό, για κάποιο διάστημα, να προσπαθήσουν να επιτεθούν στον Ισθμό τής Κορίνθου. Αλλά η Σινιορία έπρεπε να τού στείλει όλες τις απαραίτητες πολεμικές συσκευές, αλλιώς καμία αξιόλογη επιχείρηση εναντίον των Τούρκων δεν θα ήταν εφικτή. Η πρώτη σοβαρή συνάντηση μαζί τους ήταν πιθανό να οδηγήσει σε ναυμαχία, την οποία δύσκολα θα μπορούσε κανείς να διακινδυνεύσει στην αρχή τής εκστρατευτικής περιόδου. Όταν παιρνόταν η απόφαση για εισβολή στο νησί τού Νεγκροπόντε, μπορούσε κανείς να είναι σίγουρος για σκληρή σύγκρουση και επίπονη πολιορκία τού φρουρίου τής πόλης Νεγκροπόντε, δηλαδή τής Χαλκίδας. Οι Τούρκοι είχαν οχυρώσει το φρούριο με εξωτερικές εργασίες και τάφρους επενδεδυμένες με περιφράγματα. Είχαν υψώσει εξωτερικό φρούριο πάνω στο βραχώδες ύψωμα τού Καράμπαμπα («Μαύρου Πατέρα») στην ηπειρωτική χώρα, στην είσοδο τής γέφυρας που οδηγούσε στην πόλη τού Νεγκροπόντε.17

Σύμφωνα με τον Μοροζίνι (και άλλες πηγές) όλα τα έργα στο ηπειρωτικό φυλάκιο τού Καράμπαμπα, προτάθηκαν και διευθύνθηκαν από κάποιον Τζιρολάμο Γκαλλόπι από τη Γκουαστάλλα, ο οποίος ήταν δραγώνος στο σύνταγμα τού Κορμπόν. Κατά τη στιγμή τής επίθεσης στη Νάπολι ντι Ρομάνια (Ναύπλιο), «οδηγούμενος από κακά ένστικτα» (mosso da diabolico istinto), ο Γκαλόππι είχε διαφύγει με εξωφρενικό τρόπο στους Τούρκους (στο Νεγκροπόντε) και είχε απαρνηθεί την Καθολική πίστη, προδοσία για την οποία, ο Μοροζίνι ήταν σίγουρος, ο Θεός θα έριχνε πάνω του το εκδικητικό σπαθί τής ενετικής δικαιοσύνης. Παρά το γεγονός ότι στις 6 Μαΐου, καθώς έγραφε αυτή την αναφορά, ο Μοροζίνι δεν μπορούσε να γνωρίζει τι επρόκειτο να συμβεί, η οχύρωση τού Καράμπαμπα από τον Γκαλόππι θα οδηγούσε στην αποτυχία των ενετικών δυνάμεων να πάρουν το Νεγκροπόντε στα τέλη καλοκαιριού και το φθινόπωρο τού 1688.

Μετά την επιστροφή τού Μοροζίνι στο Πόρτο Πόρο με τις δεκαεννέα γαλέρες που είχε οδηγήσει στις ακτές τού Καστέλ Ρόσσο και των Πεταλιών, έβαλε να πισσάρουν αμέσως τις καρίνες, κάνοντας τη δουλειά σε διάφορα καλά επιλεγμένα μέρη. Είχε ευχαριστηθεί βρίσκοντας ότι ο ναύαρχος Πιέτρο Ζαγκούρι είχε επιστρέψει από την Ζάκυνθο με τα πλοία Βένερε Αρνούττα, Γκουλιέλμο, Νταβίντ και Κόστα, καθώς και με δύο άλλα σκάφη με κυβερνήτες τούς Φίλιππο Πετρίνα και Σίμον Μπενεντέττι, τη Τζένοβα και το Ντούκα ντι Ιζορένα, που είχαν επισκευαστεί στην Κέρκυρα έχοντας υποστεί ζημιές από καταιγίδα. Είχαν έρθει με πεντακόσιους πεζούς στρατιώτες παρμένους από τα φρούρια τής Αγίας Μαύρας και τής Πρέβεζας, πέρα από τούς πέντε λόχους που βρίσκονταν πάνω στα άλλα πλοία που αναφέρονταν από τον Μοροζίνι, μαζί με στρατιωτικό εξοπλισμό και τεράστιο απόθεμα ψωμιού. Και με μερικά άλλα στοιχεία που σχετίζονταν με τα πλοία και το ψωμί, ο Μοροζίνι έφερνε στο τέλος της άλλη μια μακροσκελή, ενημερωτική αναφορά.18

Το τελευταίο κείμενο που υπογράφεται από τον Μοροζίνι στο μητρώο των πρωτότυπων αναφορών του στα ενετικά αρχεία έχει ημερομηνία 19 Μαΐου (1688). Όπως έγραφε τώρα στη Σινιορία, η περίοδος προχωρούσε με γοργούς ρυθμούς, γεγονός που καθιστούσε ακόμη πιο επείγουσα την ανάγκη επίσπευσης τής παράδοσης των στρατευμάτων και προμηθειών, που θα ήσαν απαραίτητα για την επερχόμενη εκστρατεία. Παρά την έλλειψη χρημάτων που τον στενοχωρούσε, ο Μοροζίνι είχε προχωρήσει και είχε ναυλώσει ένα εμπορικό πλοίο αρκετά μεγάλης χωρητικότητας (του εμπορίου τής Σμύρνης), καθώς και το ολλανδικό πίνκο Αγία Άννα. (Το πίνκο ήταν τρικάταρτο εμπορικό πλοίο). Είχε αποφασίσει πρόσφατα να απομακρύνει από τον στόλο τα δύο κρατικά πλοία Σαν Νικολό και Βενέρε, μαζί με τα πίνκο Σαν Νικολό και Σαν Ιζέππο. Έστελνε τη μοίρα στο νησί τής Ζακύνθου υπό τις διαταγές τού ναυάρχου Ζαγκούρι, πράγμα που μπορούσε τώρα να γίνει χωρίς μεγάλο κίνδυνο. Το πίνκο Σαν Ζόρζι παρέμενε στη Ζάκυνθο λόγω έλλειψης φορτίου.

Όμως αυτά τα σκάφη όλα μαζί μπορούσαν να μεταφέρουν στην Ελλάδα τόσα, όσα μετέφεραν στη Ζάκυνθο τα πλοία που μισθώνονταν για το δρομολόγιο Βενετίας-Ζακύνθου. Η σκέψη ενθάρρυνε τον Μοροζίνι να πιστεύει ότι θα έφτανε τώρα η μεγάλη νηοπομπή υπό τον Κορνέρ, τον γενικό επιστάτη των όπλων (proveditor general dell’armi). Ο Μοροζίνι ανέμενε τον Κορνέρ και τη νηοπομπή με μεγάλη αγωνία με δεδομένες τις τρέχουσες συνθήκες, εκφράζοντας ιδιαίτερη εκτίμηση για τις «μεγάλες δυνατότητες» (elevantissimi talenti) τού Κορνέρ. Ο Μοροζίνι προσέβλεπε στην άφιξη των άλλων αξιωματούχων που έφερνε μαζί του ο Κορνέρ, γιατί θα αναλάμβαναν τη βαριά ευθύνη τής «οικονομικής και πολιτικής διακυβέρνησης τού κατακτημένου βασιλείου τού Μοριά, έτσι ώστε να σταματήσει αυτή η επιδείνωση, η οποία, με την απουσία των κατάλληλων αρχών, έχει προκαλέσει αταξία και σύγχυση».

Ο Μοροζίνι είχε γράψει συχνά στον δόγη και τη Γερουσία ότι σίγουρα δεν είχε αποτύχει να προσέχει άγρυπνα τις μωραΐτικες υποθέσεις, στον μέγιστο δυνατό βαθμό που τού επέτρεπε η απόσταση, όταν βρισκόταν στην Αθήνα. Η διαταραγμένη κατάσταση τού Μοριά γέμιζε την ψυχή του με θλίψη. Είχε αναθέσει στον Ζόρζι Μπενζόν, έκτακτο επόπτη (proveditor estraordinario) στον Μοριά, να στρέψει το πάθος τού πνεύματός του στο πρόβλημα τής επερχόμενης συγκομιδής. Οι καλλιέργειες σιταριού που ανήκαν στο κράτος (di publico ragione), δεν έπρεπε να διασκορπίζονται, αλλά να βρίσκονται υπό τον έλεγχο τής κυβέρνησης, έτσι ώστε το σιτάρι (και άλλα δημητριακά) να μην απομακρύνονται από τον Μοριά «με εμπορικές κινήσεις».

Ο πρωταρχικός στόχος έπρεπε να είναι η διανομή τής σωστής αναλογίας ψωμιού, τουλάχιστον για να συντηρούνται οι φρουρές και να αποτρέπεται η υπερβολική κατανάλωση γαλέτας. Ο Μοροζίνι ήθελε «το ένα τρίτο και τη δεκάτη» των καλλιεργειών που θα λαμβάνονταν από τα Τουρκιά αποθέματα, καθώς και τη «γενική δεκάτη» όλων των άλλων καλλιεργειών, που θα λαμβάνονταν από τις αγροτικές εκμεταλλεύσεις. Αναμενόταν πλούσια συγκομιδή σε ολόκληρο τον Μοριά, ως αποτέλεσμα των πρόθυμων προσπαθειών και των δεινών τού λαού (villici) τής χώρας κατά τον προηγούμενο χειμώνα, «οι οποίοι έχουν θάψει στο έδαφος ακριβώς εκείνο, που θα τούς παρείχε τώρα να φάνε αρκετά». Η υπόγεια αποθήκευση αποτελούσε διαδεδομένη πρακτική.

Ένα απόθεμα σιταριού θα ήταν πολύτιμο για πώληση (per le comprede) όταν αποφασιζόταν να φτιαχτούν κτίρια στον Μοριά προορισμένα για την παραγωγή γαλέτας. Κατά την ταπεινή γνώμη τού Μοροζίνι το φρούριο τής πόλης τής Νάπολι ντι Ρομάνια (Ναύπλιο) θα ήταν το καλύτερο μέρος για τη δημιουργία τέτοιων αρτοποιείων. Το Ναύπλιο ήταν επίσης ο τόπος τον οποίο ο Μοροζίνι θεωρούσε καλύτερο για να κατασκευαστούν πυριτιδαποθήκες, αποθήκες κάθε είδους πυρομαχικών, καθώς και αποθήκες για τρόφιμα και για πολεμικό εξοπλισμό. Θα υπήρχε σε όλες αυτές εύκολη πρόσβαση για τον στόλο, ενώ η συγκέντρωση τέτοιων πόρων στο Ναύπλιο θα έφερνε ανακούφιση από το βαρύ κόστος, στο οποίο αναγκάζονταν να υποβάλλονται με τη ναύλωση τόσο πολλών σκαφών.

Στην πραγματική όμως παραγωγή γαλέτας ο Μοροζίνι δεν φοβόταν κανένα άλλο μειονέκτημα, εκτός από την ποσότητα που θα μπορούσε να παραχθεί με την επικρατούσα έλλειψη εργατικού δυναμικού. Σε κάθε περιοχή υπήρχαν βέβαια κάποιοι μύλοι, που δεν είχαν το πλεονέκτημα πραγματικών ποταμιών, τα οποία σε άλλα μέρη παρείχαν την ενέργεια για τη διαδικασία τής άλεσης και οι οποίοι κατά καιρούς μόλις και μετά βίας ανταποκρίνονταν στις ανάγκες τού κράτους. Ναι, μπορούσε κανείς να δει εύκολα ότι αυτό θα ήταν ένα από τα κύρια εμπόδια για την υλοποίηση τού τόσο χρήσιμου σχεδίου που είχε στο μυαλό του. Ο Μοροζίνι είχε πάντοτε τα μάτια του στο παντοδύναμο δουκάτο και ενδιαφερόταν επίσης για την είσπραξη δασμών καθώς και για την πώληση και αποστολή ελαιόλαδου.

Ο Μοροζίνι πίεζε όμως τον Μπενζόν και θεωρούσε ότι εκείνη τη στιγμή ήταν πιο σημαντικό, να μη χαθεί άλλος χρόνος για την καταστολή τού θράσους των Τούρκων στη Μονεμβασία, οι οποίοι, αντί να αντιμετωπίζουν σε μάχη τούς ατάκτους στρατιώτες που πολιορκούσαν την πόλη-φρούριο, έκαναν απρεπείς επιδρομές στην ύπαιθρο. Ο Μοροζίνι ανακουφιζόταν όμως από το γεγονός ότι τη διχόνοια μεταξύ των κατοίκων των Βάτικων δεν προκαλούσε η δυσαρέσκεια αλλά η πείνα, ως αποτέλεσμα τής οποίας είχαν υποχρεωθεί να αποχωρήσουν από τη θέση τους στην πολιορκία πριν από την άφιξη τού διοικητή Λάσκαρι με τούς στρατιώτες τής Μάνης και τής Λακωνίας. Οι κάτοικοι των Βάτικων έπρεπε να ενωθούν μαζί του ή να τον ακολουθήσουν. Ο Μοροζίνι αποφάσισε ότι οι πιο άποροι από τούς κατοίκους των Βάτικων έπρεπε να πάρουν κάποια βοήθεια με τη μορφή γαλέτας μέχρι την επόμενη συγκομιδή ή να βοηθηθούν με μικρή παροχή χρημάτων αντί για ψωμί, αν ο στόλος χρειαζόταν το δεύτερο.

Ο Μοροζίνι προσπαθούσε να πιέσει τον Λάσκαρι για σφίξιμο τής πολιορκίας τής Μονεμβασίας, ώστε να οδηγήσει τούς Τούρκους σε απόγνωση, αναπτύσσοντας στην είσοδο τού υπερυψωμένου δρόμου (al ponte) μερικούς δυνατούς μαχητές, που θα εμπόδιζαν την έξοδο των Τούρκων από την υψηλή πόλη-φρούριο. Όταν οι πολιορκημένοι έβγαιναν στην ηπειρωτική χώρα, ο Λάσκαρι έπρεπε να εξασφαλίσει ότι θα τούς έκοβαν σε κομμάτια. Κατά τα υπόλοιπα ο Μοροζίνι είχε λάβει από τον Μπασαντόννα, τον έκτακτο επιστάτη (proveditor estraordinario) τού Ναυαρίνου, το σχέδιο τού κάστρου τής Αρκαδίας (Κυπαρισσίας), μαζί με αναφορά σχετική με αυτό από τον κυβερνήτη Ναπόλεον. Έστελνε το σχέδιο και την αναφορά στη Βενετία, όπου η Σινιορία έπρεπε να κάνει την επόμενη κίνηση.

Ο Μοροζίνι θεωρούσε σημαντική την κατασκευή σωστών οχυρώσεων στην Αρκαδία, «ιδιαίτερα επειδή οι κάτοικοι τού τόπου έχουν αποκαταστήσει με δικά τους έξοδα την καταστροφή που προξένησε η έκρηξη, την οποία προκάλεσαν οι Τούρκοι όταν εγκατέλειπαν (την πόλη)». Το κάστρο τής Αρκαδίας, στη δυτική ακτή τού Μοριά, ήταν αξιόλογη θέση και υψηλής στρατηγικής αξίας. Ο λοχαγός Μπαρτολομμέο Σάλαμον είχε τοποθετηθεί εκεί με μια ντουζίνα στρατιώτες. Σκοπός του ήταν πάνω απ’ όλα να φρουρεί τα πέντε μεγάλα μπρούτζινα κανόνια, τα πενηνταεννέα μπρούτζινα πυροβόλα (gunbarrels) και εννέα σιδερένια κανόνια, καθώς και κάποιους «αρσενικούς όλμους» (petriere mascoli) και άλλα πράγματα που αναφέρονταν στο σημείωμα, το οποίο ο Μοροζίνι έστελνε με την αναφορά του. Εν πάση περιπτώσει, τα στοιχεία που αφορούσαν την Αρκαδία έδειχναν τη σημασία τού τόπου και έτσι την ανάγκη υπεράσπισής του τουλάχιστον από έναν από τούς «συνήθεις λόχους».

Καθώς ο Μοροζίνι ετοίμαζε αυτή την αναφορά (της 19ης Μαΐου 1688), ο Λορέντσο Βενιέρ, ο «έκτακτος διοικητής των ιστιοφόρων» (capitan estraordinario delle navi), είχε μόλις επιστρέψει από το ταξίδι που είχε κάνει στη Σκιάθο και τη Θεσσαλονίκη, για να προσπαθήσει να αποσπάσει χρήματα από τούς Τούρκους. Ο Μοροζίνι συμπέραινε από την αναφορά τού Βενιέρ ότι τα είχε καταφέρει καλά, αλλά δεν είχε πάρει καθόλου χρήματα από τούς κατοίκους τής πόλης, λόγω τής παρουσίας εκεί τού Ισμαήλ πασά, τού πρώην σερασκέρη τού Μοριά, ο οποίος κατοικούσε τότε στη Θεσσαλονίκη ως πρώτος διοικητής. Ο Ισμαήλ δεν είχε συναινέσει στο ενετικό αίτημα για «συνεισφορά». Ο Βενιέρ είχε επιδιώξει να αποσπάσει τα χρήματα με κάθε δυνατό τρόπο, συμπεριλαμβανομένου βαρέος βομβαρδισμού τού λιμανιού για να παρενοχλήσει τούς ανθρώπους, αλλά όλα μάταια. Σε κάθε περίπτωση οι «λίγες βόμβες» που μπόρεσε να ρίξει ο Βενιέρ στο «απέραντο εσωτερικό» τής καλοτειχισμένης πόλης είχαν το «καλό αποτέλεσμα» να βάλουν φωτιά σε αριθμό σπιτιών, η οποία έκαιγε για μισή μέρα και μια νύχτα και «δεν αισθάνθηκαν τόσο σημαντική τη ζημιά και τα βάσανα που είχε σχεδιάσει για την ψυχή τους» (non può che riputarsi considerabile il danno e l’afflittioni che havran gl’animi loro concepito).

Ο Βενιέρ είχε επιδείξει καλή κρίση γνωρίζοντας πότε να σταματήσει τον βομβαρδισμό τής Θεσσαλονίκης, γιατί ένας αξιωματικός και τέσσερις ναύτες στη δικάταρτη κανονιοφόρο (παλάντρα) είχαν διαφύγει από τη μοίρα του με καΐκι, πριν βγει αυτός από το λιμάνι. Ήξεραν όλοι τον κακό εξοπλισμό των πλοίων τού Βενιέρ και θα ενημέρωναν τούς Τούρκους. Παρ’ όλα αυτά η αποστολή του είχε εκπληρωθεί με μεγάλη τιμή για τα ενετικά όπλα και διατάραξη τής πόλης και τής γύρω περιοχής. Οι απόψεις τού Μοροζίνι δεν είναι πάντοτε συνεπείς. Αν και η επιχείρηση τού Βενιέρ είχε σίγουρα αναστατώσει την περιοχή τής Θεσσαλονίκης, δεν είχε αποφέρει καθόλου χρήματα για το «ταμείο» (erario) τού Μοροζίνι, ενώ οι πέντε λιποτάκτες είχαν αποκαλύψει την ευπάθεια τμήματος τού ενετικού στόλου.

Ο Μοροζίνι χαιρόταν παρ’ όλα αυτά με την ευρεία ανάνηψη των ναυτικών από την πανούκλα, αν και ήταν γεγονός ότι ύστερα από περίπου τέσσερις έως έξι μέρες καθησυχαστικής απαλλαγής από μολύνσεις, είχαν εμφανιστεί στον στρατό ορισμένες περιπτώσεις. Ήταν σαφές, στον Μοροζίνι τουλάχιστον ότι ο «Θεός τού ελέους» (Dio delle misericordie) δεν σκόπευε να επιτρέψει την αναβίωση τής σοβαρής ασθένειας. Το μικρό υπόλειμμα λοίμωξης είχε εμφανιστεί σε σύνταγμα τού ηγεμόνα τού Μπράουνσβαϊκ, ο οποίος ήταν βέβαιος ότι σύντομα θα είχε απαλλαγεί εντελώς από την επιδημία. Ο Μοροζίνι φοβόταν πάνω απ’ όλα «την αργοπορημένη άφιξη όλων των δυνάμεων εδώ (στο Πόρτο Πόρο), η οποία καθυστερεί την έναρξη τής εκστρατείας (κατά τού Νεγκροπόντε)». Ακόμη κι έτσι, χαιρόταν με την αποκατάσταση τής υγείας των ναυτικών και των στρατιωτών, την οποία προφανώς θεωρούσε καλό προμήνυμα για την επόμενη επιχείρησή τους.19

Ένα μήνα αργότερα, στις 20 Ιουνίου (1688), η Άννα Άκερχελμ, κυρία επί των τιμών τής κόμισσας φον Κένιγκσμαρκ, έγραφε στον αδελφό τής Σάμουελ Μάνσσον ότι «έχουμε φοβηθεί από την πανούκλα», αλλά είχε ατονήσει. Η καραντίνα είχε σχεδόν εξ ολοκλήρου αρθεί, αν και μερικοί άνθρωποι εξακολουθούσαν να περιορίζονται σε απομόνωση. Οι ενετικές ένοπλες δυνάμεις, που αριθμούσαν 16.000 άνδρες,20 παρέμεναν απασχολημένες σε συνεχείς στρατιωτικές ασκήσεις, περιμένοντας εντολές για να μάθουν που θα πήγαιναν στη συνέχεια. Η Άννα είχε ήδη γράψει στον αδελφό της ότι ο γενικός διοικητής Φραντσέσκο Μοροζίνι είχε εκλεγεί δόγης τής Βενετίας, αλλά θα παρέμενε στα ανατολικά ύδατα μέχρι το τέλος τής εκστρατείας. Όταν ο Μοροζίνι είχε λάβει την είδηση της εκλογής του, είχε παραμείνει στη γαλέρα του. Ο διοικητής τού στρατού ξηράς Όττο Βίλελμ φον Κένιγκσμαρκ και δύο ή τρεις από τις άλλες πιο σημαντικές προσωπικότητες στις ένοπλες δυνάμεις είχαν ανέβει στο πλοίο για να τού υποβάλουν τα σέβη τους.

Όταν ο φον Κένιγκσμαρκ εξέφρασε τη χαρά του για την εκλογή τού Μοροζίνι στο αξίωμα τού δόγη, ο δόγης απάντησε, «Αν χαίρεστε για την τιμή που μού γίνεται, έχω λόγους να σάς ευχαριστήσω, γιατί αυτή είναι συνέπεια τής δικής σας ανδρείας». Παρά το γεγονός ότι δεν μπορούμε να καθυστερήσουμε με τις ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες στην επιστολή τής Άννας Άκερχελμ, πρέπει να σημειώσουμε ότι μέρος των πυροτεχνημάτων και των άλλων επιδείξεων που συνόδευαν τον εορτασμό για την εκλογή τού Μοροζίνι ήταν το μοντέλο ενός φρουρίου με τζαμί στο κέντρο, που παρέπαιε πάνω στο νερό. «Δεν είμαι σίγουρος ότι ήθελαν να παραστήσουν το Νεγκροπόντε με αυτόν τον πίνακα και δεδομένου ότι αυτό δεν έχει ακόμη αποφασιστεί, θα απέχω από εικασίες». Ο δόγης είχε φύγει από το Πόρτο Πόρο για τον Χάνδακα, όπου λεγόταν ότι υπήρχε εξέγερση. Όπως όμως προσθέτει η Άννα σε υστερόγραφο τής επιστολής της, ο Μοροζίνι επέστρεψε στο Πόρτο Πόρο το βράδυ τής 19ης Ιουνίου, αλλά περίμενε ακόμη την άφιξη των Μαλτέζων.21

Στις 7 Αυγούστου (1688) η Άννα Άκερχελμ έγραφε στον αδελφό της πάνω από το πλοίο Σανκτ Γιοχάνες, στα ανοιχτά τού Νεγκροπόντε, ενημερώνοντάς τον ότι

επιβιβαστήκαμε στο Πόρτο Πόρο στις 6 Ιουλίου, σύμφωνα με το νέο ημερολόγιο, με υπέροχη ένοπλη δύναμη. Οι Μαλτέζοι ήσαν μαζί μας, αλλά άρχισαν να αρρωσταίνουν σε μεγάλους αριθμούς. … Αφήσαμε το λιμάνι στις 7 Ιουλίου. Οι περισσότεροι στρατιώτες, αξιωματικοί και εθελοντές έπρεπε να επανεπιβιβαστούν στις γαλέρες και γαλιότες, ώστε να μην εμποδίζει την άφιξή τους ο αντίθετος άνεμος, ο οποίος είχε ξεκινήσει και διαρκούσε για μερικές ημέρες. Γνωρίζουν ότι αυτός ο άνεμος, αυτή την εποχή τού έτους, μπορεί να κρατήσει ένα μήνα και ακόμη περισσότερο. … Φτάσαμε στο Κάβο Κολόννα (Σούνιο) με τα πλοία στις 9 Ιουλίου.

Οι δυσμενείς άνεμοι συνεχίζονταν. Τα διάφορα σκάφη τού στόλου έπρεπε να αναζητήσουν καταφύγιο στο ένα ή το άλλο λιμάνι. Μερικά επέστρεψαν μάλιστα στο Πόρτο Πόρο για να πάρουν φρέσκο νερό. Επί τού παρόντος το Σανκτ Γιοχάνες έπιασε στο Πόρτο Ράφτη, στην ανατολική ακτή τής Αττικής. Γαλέρες στέλνονταν εδώ κι εκεί κατά μήκος αυτής ή τής άλλης ακτής, για να εντοπίσουν πλοία που είχαν ξεστρατίσει. Ο κόμης και η κόμισσα φον Κένιγκσμαρκ αποβιβάστηκαν στο νησί τού Νεγκροπόντε στις 13 Ιουλίου. Υπήρχαν τα συνήθη παράπονα (για οποιονδήποτε λόγο) μεταξύ των μελών τής ακολουθίας τους. Οι Τούρκοι δεν προσπάθησαν να αποτρέψουν την αποβίβασή τους. Ο φον Κένιγκσμαρκ περιχαρακώθηκε κοντά στην οχυρωμένη πόλη τού Νεγκροπόντε (Χαλκίδα), σε δύο λόφους, πάνω στους οποίους δημιούργησε οχυρώσεις υποστηριζόμενες από κανόνια μεγάλου διαμετρήματος. Θα ήταν δύσκολο να τον μετακινήσουν από εκεί. Κατά μήκος τού πορθμού τού Νεγκροπόντε υπήρχε το τουρκικό φρούριο τού Καράμπαμπα (Μαύρου Πατέρα). Η Άννα Άκερχελμ έγραφε στον αδελφό της ότι «είναι ο πατέρας δύο θυγατέρων, τού Μοριά και τού Νεγκροπόντε».

Θα μπορούσε να γίνει η ερώτηση, όταν εγκαταλείφθηκε η πολιορκία τού Νεγκροπόντε, γιατί άραγε η ενετική ανώτατη διοίκηση δεν υπέταξε το φρούριο τού Καράμπαμπα, το οποίο βρισκόταν στο βόρειο άκρο τού δρόμου από τη Θήβα προς το Νεγκροπόντε, πριν επιτεθεί στην τελευταία αυτή πόλη; Αν είχε γίνει εδώ κάποιο λάθος, τότε ήταν σίγουρα ο Μοροζίνι εκείνος που το είχε κάνει.

Τα ιστιοφόρα πλοία, ακολουθώντας προφανώς τις γαλέρες και γαλιότες, έφτασαν στις 23 Ιουλίου, με την Άννα πάνω τους. «Οι πυροβολαρχίες έχουν ετοιμαστεί από τις 30 τού μηνός και χρησιμοποιούμε συνεχώς εικοσιοκτώ πυροβόλα μεγάλου διαμετρήματος καθώς και οκτώ όλμους που ρίχνουν βόμβες. Ο Θεός, που παραχωρεί τη νίκη, ας καταδεχθεί να ευλογήσει τα όπλα τής Χριστιανοσύνης για την αγάπη τού Ιησού Χριστού». Παρά το γεγονός ότι ο ναύαρχος Βενιέρ είχε αγκυροβολήσει με μεγάλο αριθμό πλοίων στον πορθμό τού Νεγκροπόντε, οι Τούρκοι στο νησιωτικό φρούριο έπαιρναν όλη τη βοήθεια που ήθελαν από το φρούριο τού Καράμπαμπα στην ηπειρωτική χώρα. Ο φον Κένιγκσμαρκ δεν ήταν καθόλου καθησυχασμένος με τον τρόπο με τον οποίο γινόταν η επίθεση στο Νεγκροπόντε και

το χειρότερο απ’ όλα είναι ότι ο στρατός υποφέρει όλο και περισσότερο από ασθένειες. Μεταξύ των Ιπποτών τής Μάλτας υπάρχουν εξήντα άρρωστοι πέρα από τον στρατηγό τους. Βίαιοι πυρετοί έχουν επίσης χτυπήσει όλους τούς άλλους στρατηγούς, με αποτέλεσμα να παίρνει στα μάτια μας κακή προοπτική η κατάσταση.

Το χειρότερο απ’ όλα, όπως το έβλεπε η Άννα Άκερχελμ, ήταν ότι ο ίδιος ο φον Κένιγκσμαρκ είχε τώρα πέσει σε βίαιο, διαλείποντα πυρετό.

Ο Μοροζίνι προσπαθούσε να πείσει τον αρχηγό τού στρατού ξηράς να επιστρέψει στο πλοίο του, ώστε να είναι λιγότερο αναστατωμένος και περισσότερο απαλλαγμένος από το άγχος, καθιστώντας έτσι πιο αποτελεσματικά τα φάρμακα που έπαιρνε. Ο φον Κένιγκσμαρκ δεν ήταν πρόθυμος να το κάνει, αλλά τελικά ενέδωσε στις ικεσίες τής συζύγου του. Τη μέρα που έγραφε η Άννα Άκερχελμ, στις 7 Αυγούστου, ο πυρετός τού φον Κένιγκσμαρκ είχε κοπάσει κάπως. Έφερε βαριά υπευθυνότητα. Ο στρατός προσπαθούσε συνεχώς να πλησιάσει πιο κοντά στην πόλη τού Νεγκροπόντε. Οι Τούρκοι έκαναν νυχτερινές εξορμήσεις που δεν προκαλούσαν ζημιά. Μερικοί Τούρκοι είχαν λιποτακτήσει από τούς συναδέλφους τους και είχαν έρθει στον χριστιανικό καταυλισμό. Ήσαν απλήρωτοι για μήνες. Είχαν φτάσει ενισχύσεις στον Καράμπαμπα, «τις οποίες οι άνδρες μας είχαν δει», αλλά είχαν φύγει και πάλι. Ο κανονιοβολισμός των χριστιανών προξενούσε στον εχθρό μεγάλη ζημιά. Οι Τούρκοι λιποτάκτες διαβεβαίωναν «τους άνδρες μας» ότι δεν υπήρχαν νάρκες τοποθετημένες στα τείχη και στα αναχώματα τού Νεγκροπόντε. Δεν χρειαζόταν να το πιστεύει κανείς.22

Καθώς κυλούσαν οι μέρες, ο Μοροζίνι γινόταν όλο και περισσότερο προβληματισμένος και, όπως έγραφε κάποιος Αλεσσάντρο Σάντι Άντζελι στον επιστάτη Ζόρζι Μπενζόν από το Νεγκροπόντε στις 23 Αυγούστου (1688),

την περασμένη Παρασκευή, που ήταν η 20ή τού τρέχοντος μηνός, η Γαληνότητά τού αποφάσισε να ξεκινήσει γενική επίθεση εναντίον των τουρκικών χαρακωμάτων, αντίθετα με τις συμβουλές όλων των διοικητών. Αλλά η τύχη, που υπήρξε πάντοτε ευνοϊκή για τη Γαληνότητά του, δεν τον εγκατέλειψε ούτε σε αυτή την περίπτωση, με αποτέλεσμα, έχοντας ξεπεράσει με αποφασιστικότητα τις δυσκολίες που εμπόδιζαν σε μεγάλο βαθμό την προέλασή μας και έχοντας καταβάλει τούς Τούρκους με μάζα πυροβολισμών και τη δύναμη τού θάρρους, να αναγκάσει τον εχθρό σε υποχώρηση. Έχασαν τα πάντα. Πολλούς Τούρκους πετσόκοψε το ιππικό μας, που αντιμετώπισε το δικό τους σε τρομακτική σύγκρουση. Κάποιοι αφέθηκαν νεκροί στο πεδίο, ενώ οι απώλειές τους υπολογίζονται σε δύο περίπου χιλιάδες, προσμετρώντας και εκείνους που πήραμε ως σκλάβους. Θα αυξήσουμε τούς πόνους και τα βάσανά τους με βομβαρδισμούς και κανονιοβολισμούς. … Έχουμε αποκτήσει εικοσιέξι κανόνια και τέσσερις μπρούτζινους όλμους διαμετρήματος 500, καθώς και κάποια άλλα μουσκέτα (spingarde). Πιστέψτε με Εξοχότατε, ποτέ, ούτε στο παρελθόν ούτε στον παρόντα πόλεμο έχει ποτέ αναληφθεί πιο δύσκολη και μπορεί κανείς να πει πιο ανέφικτη επιχείρηση. Υπάρχουν οκτώ περίπου χιλιάδες γενναίοι υπερασπιστές (στο Νεγκροπόντε) και όποιος δεν έχει δει τα αμυντικά τους έργα δύσκολα μπορεί να κατανοήσει (το πρόβλημά μας).

Σύμφωνα με τον Αλεσσάντρο Σαντ’ Άντζελι οι χριστιανικές απώλειες σε νεκρούς και τραυματίες ανέρχονταν σε εκατόν πενήντα περίπου. Ο Τζιρολάμο Γκαρτσόνι, ο επιστάτης τού στόλου (proveditor d’armata), είχε σκοτωθεί. Το εντυπωσιακό επιτάφιο μνημείο του, όπως είδαμε, υπάρχει ακόμη στην εκκλησία τού Φράρι στη Βενετία. Ο ηγεμόνας ντ’ Αρκούρ είχε τραυματιστεί, όπως και οι ηγεμόνες Τουρέν και Μπράουνσβαϊκ. Ο σερασκέρης Μουσταφά πασάς και ο γιος του είχαν προφανώς σκοτωθεί και οι δύο. Ο Κορμπόν είχε αναδειχθεί σε ήρωα τής μάχης, η οποία, αν και όχι καθοριστική, φαινόταν στους χριστιανούς δημοσιολόγους ότι υποσχόταν πολλά,23 αλλά η υπόσχεση δεν επρόκειτο να τηρηθεί.

Η Άννα Άκερχελμ έγραφε και πάλι στον αδελφό της, κατά πάσα πιθανότητα στις 13 Σεπτεμβρίου (1688), σημειώνοντας ότι ο φον Κένιγκσμαρκ είχε βασανιστεί έντεκα φορές από τον πυρετό που επικρατούσε, αν και τώρα φαινόταν ότι τον είχε αφήσει. Περιέγραφε επίσης τη μεγάλη επίθεση τής 20ής Αυγούστου εναντίον των Τούρκων, ενημερώνοντάς μας ότι οι ενετικές δυνάμεις είχαν καταφέρει να πάρουν το προάστειο (borgo ή faubourg) τής πόλης, «όπου οι άνδρες μας προχώρησαν σε μεγάλη σφαγή τού εχθρού», τις απώλειες τού οποίου ανέβαζε σε περισσότερους από χίλιους. Ο Αλεσσάντρο Σαντ’ Άντζελι ανέφερε επίσης την καταπάτηση τού μπόργκο στην επιστολή του προς τον Μπενζόν.24

Η Άννα λέει, όμως ότι τριακόσιοι χριστιανοί σκοτώθηκαν και πολλοί τραυματίστηκαν. Στις 22 Αυγούστου οι Τούρκοι έκαναν μεγάλη έξοδο από τα τείχη τού Νεγκροπόντε. Χτύπησαν το Φλωρεντινό σύνταγμα, το οποίο, μη διαθέτοντας επαρκή δύναμη, αναγκάστηκε να υποχωρήσει. Οι Τούρκοι σχεδόν ανακατέλαβαν ένα από τα οχυρωμένα υψώματα τού μπόργκο, αλλά έφτασαν έγκαιρα ενισχύσεις, για να τούς αναγκάσουν να υποχωρήσουν στην πόλη. Μια νύχτα, πριν από μια περίπου βδομάδα, οι Τούρκοι είχαν κάνει εξόρμηση, που είχε αναγκάσει τούς Φλωρεντινούς να εγκαταλείψουν τα χαρακώματά τους με πολλούς νεκρούς και τραυματίες, αν και ο συνταγματάρχης Χέρμαν Φίλιπ φον Ωρ και ο ταξίαρχος Καρλ Σπάρρε έφτασαν έγκαιρα, για να αναγκάσουν τον εχθρό να υποχωρήσει πίσω από τα τείχη.

Φοβούμενος για την ευημερία των στρατιωτών, ο άρρωστος φον Κένιγκσμαρκ άφησε το πλοίο του, προφανώς στις 23 Αυγούστου (1688), φέρνοντας χαρά και κάποια αυτοπεποίθηση στους πιεζόμενους στρατιώτες. Την επόμενη μέρα, μαθαίνοντας ότι οι Τούρκοι ετοίμαζαν μία από τις συχνές εξόδους τους, ανέβηκε σε άλογο και μπήκε επικεφαλής των στρατιωτών. Ήταν άσκοπος συναγερμός, αφού δεν υπήρξε έξοδος των Τούρκων, πράγμα που ήταν καλό, αλλά ο πυρετός επέστρεψε, κράτησε αρκετές ημέρες και ανάγκασε τον φον Κένιγκσμαρκ να παραμείνει στο κρεβάτι στη σκηνή του. Και πάλι ο δόγης Μοροζίνι τον προέτρεψε να επιστρέψει στο πλοίο του, όπως αναγκάστηκε να κάνει στις 28 Αυγούστου. Από καιρό σε καιρό ο φον Κένιγκσμαρκ ήταν τόσο αδύναμος, που δεν μπορούσε ούτε να μιλήσει, ούτε να καταλάβει τι έλεγε κάποιος. Η ασθένειά του ήταν σοβαρή, διαιρούσε τη διοίκηση των στρατευμάτων στη στεριά και προφανώς δεν αποτελούσε καλό οιωνό για την ενετική προσπάθεια να αποσπάσουν το Νεγκροπόντε από τούς Τούρκους.

Η σημαντική επιστολή τής Άννα Άκερχελμ (της 13ης Σεπτεμβρίου) προς τον αδελφό τής είναι αντιφατική. Πιθανώς συντάχθηκε κατά τη διάρκεια αρκετών ημερών και χωρίς αμφιβολία κάτω από μεγάλη πίεση. Αρχίζει λέγοντας ότι ο πυρετός τού φον Κένιγκσμαρκ είχε κοπάσει, ύστερα μάς πληροφορεί ότι «σήμερα είναι η εικοστή πρώτη ημέρα τού τελευταίου πυρετού του» και αμέσως μετά αναφέρει ότι «ο πυρετός, ο οποίος τον κρατά χωρίς διακοπή από τις 30 Αυγούστου μέχρι τις 13 Σεπτεμβρίου, έρχεται και πάλι κάθε μέρα σε διαφορετικές ώρες», όλα αυτά σε μια επιστολή χρονολογημένη λάθος στις 3 Σεπτεμβρίου και στις δύο εκδόσεις τού Λαμπόρντ.25 Σε κάθε περίπτωση, παρά τη φροντίδα που πρόσφερε αφειδώς η κόμισσα Καταρίνα Σαρλόττα φον Κένιγκσμαρκ στον σύζυγό της μέρα και νύχτα, χωρίς να τρώει, ούτε να κοιμάται, όπως μπορούσε να ξέρει η Άννα, ο διοικητής τού στρατού ξηράς πέθανε στις 15 Σεπτεμβρίου (1688).26

Οι ενετικές γαλέρες στον πορθμό τού Νεγκροπόντε και οι στρατιώτες στη στεριά παρακολουθούσαν όλη τη βοήθεια που έπαιρναν οι Τούρκοι στην πολιορκούμενη πόλη από το φρούριο τού Καράμπαμπα στην ηπειρωτική χώρα. Οι χριστιανοί αναμφίβολα αποκαρδιώθηκαν, όταν στις 27 Αυγούστου (1688), όπως αναφέρει η Άννα Άκερχελμ στο Ημερολόγιό της (Dagbok), εμφανίστηκε στο προσκήνιο τουρκική ενίσχυση 1.500 ανδρών. Υπήρχαν λίγα ή καθόλου καλά νέα. Ο γενναίος μαρκήσιος ντε Κορμπόν σκοτώθηκε από βολή μουσκέτου από το φρούριο τού Καράμπαμπα στις 8 Οκτωβρίου. Παρά το γεγονός ότι ο δόγης Μοροζίνι ήθελε να ενισχύσουν οι στρατιώτες τον καταυλισμό τους στο Νεγκροπόντε και να παραμείνουν στο πεδίο όλο τον χειμώνα, οι ηγεμόνες αρνήθηκαν να το πράξουν, ιδιαίτερα ο άρχοντας τού Ντάρμστατ, ο οποίος είχε τέσσερα ή πέντε συντάγματα υπό τις διαταγές του. Ήταν σαφές ότι η πολιορκία τού Νεγκροπόντε είχε αποτύχει.

Η επιβίβαση των ασθενών και των τραυματιών ξεκίνησε στις 18 Οκτωβρίου, όταν οι στρατιώτες άρχισαν επίσης να φορτώνουν το πυροβολικό στα πλοία. Οι υγιείς στρατιώτες διατηρούσαν τη διάταξή τους για μάχη μπροστά στο μπόργκο μέχρι τη νύχτα τής 20-21 Οκτωβρίου, αλλά πολύ νωρίς το πρωί τής 21ης τού μηνός είχαν ανέβει όλοι στις γαλιότες και στις γαλέρες. Ξεκίνησαν καθώς ανέτειλε ο ήλιος. Ο καιρός ήταν απάνεμος. Ο δόγης Μοροζίνι εμφανίστηκε με τη γαλέρα του για να τραβήξει το πλοίο Σανκτ Γιοχάνες έξω από τον πορθμό τού Νεγκροπόντε, γιατί βρίσκονταν πάνω του η τώρα χήρα κόμισσα φον Κένιγκσμαρκ και η Άννα Άκερχελμ. Οι περισσότεροι από τούς Έλληνες παρέμεναν στην ακτή και σκέφτονταν το δυσοίωνο μέλλον τους. Εκείνοι που είχαν βάρκες ή μπορούσαν να βρουν μεταφορά συνόδευαν τις χριστιανικές δυνάμεις. Έχοντας καθυστερήσει για μια μέρα και δυο νύχτες από κακό καιρό, η κόμισσα και η Άννα Άκερχελμ έφτασαν στο Καστέλ Ρόσσο (Κάρυστος) το μεσημέρι στις 24 Οκτωβρίου. Εκεί βρήκαν τις γαλέρες και τις γαλιότες με τις χριστιανικές δυνάμεις πάνω τους.

Την επόμενη μέρα, στις 25 Οκτωβρίου, η κόμισσα, η Άννα Άκερχελμ και η ακολουθία τους έφτασαν

σε λιμάνι ανάμεσα στην Ύδρα και τον Μοριά, κοντά στο φρούριο Καστρί, σαράντα περίπου μίλια από το Ναύπλιο (Νάπολι ντι Ρομάνια). Αποβιβαστήκαμε στις ακτές τού Μοριά, όπου περάσαμε τρεις ή τέσσερις ώρες, περιμένοντας εντολές για αναχώρηση. Οι Φλωρεντινοί μάς είχαν ήδη αφήσει κατά τη διάρκεια τής νύχτας. Υπήρχε η άποψη ότι, αν ήταν δυνατόν, ο δόγης θα ήθελε να επιτεθεί στο Καστέλ Ρόσσο, προκειμένου να έχει πάτημα στο νησί και δεδομένου ότι υπήρχαν εκείνοι που καταλάβαιναν ότι είχαν ξεκινήσει διαπραγματεύσεις για την ειρήνη, οι Ενετοί θα είχα έτσι ισχυρότερες διεκδικήσεις για το Νεγκροπόντε…

Οι στρατιώτες χωρίστηκαν σε πλοία, που θα πήγαιναν κάποια στη Νάπολι ντι Ρομάνια [Ναύπλιο] και τα υπόλοιπα στη Μεθώνη και στο Ναυαρίνο. Η ώρα περνούσε σε αναμονή και φτάσαμε στις 4 Νοεμβρίου. Βγήκαμε δύο φορές στη στεριά. Υπήρχε αφθονία εδώδιμων μανιταριών. Ο ηγεμόνας τής Τουρέν έστειλε να ενημερώσουν την κόμισσα ότι σκόπευε να φύγει εκείνη τη νύχτα, μη θέλοντας να περιμένει άλλο για τη νηοπομπή και ρωτούσε αν ήθελε εκείνη να φύγει μαζί του. Η κόμισσα δεν μπορούσε να αποφασίσει χωρίς να πάρει εντολές από τον δόγη, που ήθελε να τις αναθέτει επιστολές. Στις 5 Νοεμβρίου, νωρίς το πρωί, οι γαλέρες βγήκαν από το λιμάνι ύστερα από σήματα τού «διοικητή των πλοίων» (Λορέντσο Βενιέρ) τα οποία τηρούσαν. Τη δέκατη ώρα τού πρωινού σηκώθηκαν οι άγκυρες. Ο καιρός ήταν απάνεμος. Αναγκαστήκαμε να καρφωθούμε ανάμεσα στα νησιά Ύδρα και Ντεζέρτα [Δοκός;] για μια ολόκληρη μέρα και μια ολόκληρη νύχτα.

Το πρωί στις 6 Νοεμβρίου είδαν τελικά το νησί των Σπετσών (Σπέτσια), όπου έπρεπε να περιμένουν και πάλι εντολές. Τότε οι γαλέρες βρίσκονταν κοντά σε αυτό το νησί. Ο γραμματέας τού δόγη (Φελίτσε) Γκάλλο ήρθε το απόγευμα, φέρνοντας μεγάλη αναφορά που απευθυνόταν από τον δόγη στη Δημοκρατία. Ευχήθηκε στην κόμισσα, εξ ονόματος τού δόγη, ασφαλές και ευχάριστο ταξίδι.27 «Ύστερα συνεχίσαμε το ταξίδι μας με ούριο άνεμο, με τρία πλοία μπροστά μας και άλλα τρία πίσω μας». Με τα πρώτα (τρία πλοία), πάνω στο Αγία Άννα, ταξίδευε ο ηγεμόνας τής Τουρέν. Τα άλλα τρία μετέφεραν τα τρία παλαιά συντάγματα τού Λούνεμπουργκ, που επέστρεφαν στη Βενετία έχοντας υπηρετήσει για τη διάρκεια τής θητείας τους. Οι ηγεμόνες τού Ντάρμστατ με τούς στρατιώτες τους βρίσκονταν πάνω σε κάποια άλλα πλοία, κατευθυνόμενοι σε χειμερινά καταλύματα στη Μεθώνη και το Ναυαρίνο.

Στη συνέχεια η κόμισσα φον Κένιγκσμαρκ και η Άννα Άκερχελμ πέρασαν στα ανοιχτά τής τουρκοκρατούμενης Μονεμβασίας «με τον καλύτερο άνεμο που θα μπορούσε κανείς να ελπίζει», φτάνοντας στα νερά τού Τσιρίγο (Κυθήρων) και από εκεί στην Κορώνη, τη Μεθώνη και το Ναυαρίνο, στο νησί Προντάνο (Πρώτη) και σε εκείνο τής Ζακύνθου, «ενώ εκεί προφτάσαμε το πλοίο τού ηγεμόνα τής Τουρέν, που είχε αγκυροβολήσει πριν από εμάς». Οι κυρίες τής Ζακύνθου ήρθαν να επισκεφτούν την κόμισσα, η οποία πέρασε δύο νύχτες στο νησί τους. Κι έτσι συνεχιζόταν το ταξίδι, ενώ έτσι συνεχίζεται και το Ημερολόγιο τής Άννας Άκερχελμ, ημερολόγιο μεγάλης αξίας, που καλύπτει την ενετική επιχείρηση στον Μοριά, την Αττική και το Νεγκροπόντε από τον Σεπτέμβριο τού 1686 μέχρι την αποτυχία τής μακράς, σκληρής πολιορκίας το φθινόπωρο τού 1688. Προς το τέλος Νοεμβρίου τού ’88 η κόμισσα και η Άννα έφτασαν στο Μαλαμόκκο και μπήκαν σε περιορισμό στην καραντίνα τού νησιού Σαν Λάζαρο για επτά σχεδόν εβδομάδες. «Μείναμε εκεί μέχρι το βράδυ τής 14ης Ιανουαρίου και στη συνέχεια μπήκαμε στη Βενετία». Στις 22 Φεβρουαρίου (’89) η Άννα κατέγραφε στο ημερολόγιό της: «Το καρναβάλι τελειώνει σήμερα με μεγάλη ευθυμία. Έχω βγει δύο φορές να δω τις μάσκες και μερικές φορές έχω πάει στην Όπερα, ενώ έχω επίσης πάει στην εκκλησία τής υγείας (Σαλούτε), ναό μεγάλης ομορφιάς».28

Η πολιορκία τού Νεγκροπόντε είχε αποτελέσει δαπανηρή αποτυχία. Πριν καν προλάβουν ο Μοροζίνι και οι ηγεμόνες να αποσύρουν τούς στρατιώτες, άρχισαν οι προβληματισμοί για τα αίτια τού αξιοθρήνητου αποτελέσματος. Η λαμπρότητα των μωραΐτικων εκστρατειών των Μοροζίνι και φον Κένιγκσμαρκ είχε αμαυρωθεί και, όταν ύστερα από λίγο περισσότερο από ένα χρόνο (στις 10 Ιανουαρίου 1690) ο άρρωστος Μοροζίνι επέστρεφε στη Βενετία (εν μέσω εορτασμών), είχε ακόμη λόγους να δυσανασχετεί με τις σκληρές επικρίσεις για την ηγεσία τού στην εκστρατεία τού Νεγκροπόντε.29 Οι επικρίσεις αυτές αρχίζουν με επιστολή τής 4ης Νοεμβρίου (1688), που γράφτηκε από ένα συμμετέχοντα (ή κάποιον που ισχυριζόταν ότι ήταν συμμετέχων) στην εκστρατεία. Ο συγγραφέας τής επιστολής ήταν σίγουρα καλά ενημερωμένος, παρέχοντάς μας στοιχεία που δεν υπάρχουν αλλού. Πέρα από την υποτίμησή του για την ηγεσία τής εκστρατείας (και είναι ιδιαίτερα σκληρός με τον νεαρό Μαξιμίλιαν Βίλελμ τού Μπράουνσβαϊκ-Λύνεμπουργκ), ο συγγραφέας κατηγορούσε την ανώτατη διοίκηση ότι δεν ασχολήθηκε πρώτα με την τουρκική φρουρά στον λόφο τού Καράμπαμπα, για να σταματήσει τη ροή ανδρών, πυρομαχικών και προμηθειών προς το Νεγκροπόντε.30

Γιατί λοιπόν οι Μοροζίνι και φον Κένιγκσμαρκ δεν ανέλαβαν δράση εναντίον τού φρουρίου τού Καράμπαμπα στην κορυφή τού λόφου, πριν προχωρήσουν εναντίον τού Νεγκροπόντε; Η απάντηση που έπρεπε να δοθεί στην επίκριση φαίνεται προφανής: θα εξέθεταν τις δυνάμεις τους σε επιθέσεις από τα τουρκικά οχυρά στη Θήβα και τη Λιβαδειά, καθώς και σε εξορμήσεις από το Νεγκροπόντε, όπου υπήρχε μεγάλη φρουρά. Κρίνει κανείς τις στρατιωτικές επιχειρήσεις από τα αποτελέσματα και από στρατιωτική άποψη οι εκστρατείες στον Μοριά και εναντίον τής Αθήνας τα είχαν πάει εξαιρετικά καλά. Λαμβάνοντας υπόψη τη φθορά των χριστιανικών δυνάμεων, την οποία προκαλούσε η πανούκλα, ίσως ο Μοροζίνι δεν έπρεπε να αναλάβει την πολιορκία τού Νεγκροπόντε. Αλλά χωρίς τόλμημα δεν υπάρχει κέρδος και εκείνη την εποχή οι στρατιώτες και οι ναύτες, σαν τζογαδόροι, γνώριζαν πολύ καλά το γεγονός.

Ο ιστορικός γνωρίζει κι άλλο γεγονός. Η Βενετία δεν μπορούσε να αντέξει οικονομικά τα τεράστια έξοδα των εκστρατειών τού Μοροζίνι από το 1684 μέχρι το 1688 και αυτός, όχι παράλογα, ανησυχούσε πάντοτε για τα άδεια ταμεία του (cassa, erario). Η ενετική επιτυχία στην κατάκτηση τού Μοριά, που επιβεβαιώθηκε με τη συνθήκη τού Κάρλοβιτς το 1699, οφειλόταν σε πολύ μεγάλο βαθμό στην ακόμη πιο εντυπωσιακή επιτυχία των Αυστριακών εναντίον των Τούρκων, που ήσαν υποχρεωμένοι να στέλνουν τα καλύτερα στρατεύματά τους στην Ουγγαρία και την Τρανσυλβανία, για να αντιμετωπίζουν στην επίθεση των Αψβούργων, την οποία ο Κάρολος τής Λωρραίνης (και στη συνέχεια ο Ευγένιος τής Σαβοΐας) οδηγούσαν εναντίον τής κλυδωνιζόμενης Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Στο μεταξύ ο άλλοτε αντίπαλος τού Μοροζίνι, ο Τζιρολάμο Κορνέρ, τα είχε καταφέρει πολύ καλά στη Δαλματία και, όπως θα δούμε σε λίγο, σύντομα θα καταλάμβανε τη Μονεμβασία, το τελευταίο φρούριο που βρισκόταν ακόμη στα χέρια των Τούρκων στο «βασίλειο τού Μορέως».

<-10. Ο Φραντσέσκο Μοροζίνι, η εισβολή στην Αττική και η καταστροφή τού Παρθενώνα 12. Η επιτυχία τού Κορνέρ στη Μονεμβασία. Η αποτυχία τού Μοτσενίγκο στο Αιγαίο. Ο θάνατος τού Μοροζίνι->
error: Content is protected !!
Scroll to Top