12. Η επιτυχία τού Κορνέρ στη Μονεμβασία. Η αποτυχία τού Μοτσενίγκο στο Αιγαίο. Ο θάνατος τού Μοροζίνι

<-11. Η απόσυρση των Ενετών από την Αθήνα. Η αφαίρεση των αρχαιοτήτων. Η αποτυχία στο Νεγκροπόντε 13. Ο πόλεμος τής Ένωσης τού Άουγκσμπουργκ. Οι συνθήκες τού Κάρλοβιτς και τού Ράιζβαϊκ. Η ειρήνη μεταξύ Βενετίας και Πύλης->

12
Η επιτυχία τού Κορνέρ στη Μονεμβασία. Η αποτυχία τού Μοτσενίγκο στο Αιγαίο. Ο θάνατος τού Μοροζίνι

Image Image

Ο πόλεμος τού Χάνδακα είχε υπάρξει καταστροφικός για το ενετικό εμπόριο στην Ανατολική Μεσόγειο. Οι πατρίκιοι είχαν αποσυρθεί από το εμπόριο σε μεγάλο βαθμό. Η τάξη των ευγενών (nobiltà) υιοθετούσε την κοινωνική στάση τής αριστοκρατίας άλλων τόπων, στην πραγματικότητα όλων των τόπων τής Ευρώπης. Οι Ενετοί πατρίκιοι προσπαθούσαν να διατηρήσουν την κοινωνική τους θέση και στο σύνολό τους το πετύχαιναν, αποκτώντας μεγάλες εκτάσεις γης μέσω γάμου και αγοράς. Η Βόρεια Ιταλία και το Βένετο υπέφεραν από πολέμους και επιδημίες. Ο ενετικός λοιμός τού 1630 είναι πάρα πολύ γνωστός για να χρειάζεται σχολιασμό. Όταν η επιδημία μειώθηκε και σταμάτησε, η ευγνώμων Δημοκρατία φρόντισε για την κατασκευή τού μεγαλοπρεπούς ναού τής Σάντα Μαρία ντέλλα Σαλούτε (Παναγία τής υγείας).

Η πειρατεία αποτελούσε σταθερό εμπόδιο στη συνέχιση τού αποδοτικού εμπορίου. Οι νηοπομπές γίνονταν μεγαλύτερες και πιο δαπανηρές. Ο Μαρίν Γκρίττι, διευθυντής νηοπομπής (direttore di convoglio), σε αναφορά του προς τον δόγη και τη Γερουσία με ημερομηνία 3 Νοεμβρίου 1684, αποτίει φόρο τιμής στην «ενθουσιώδη ακρίβεια αυτών των ευγενών ανδρών, των κυρίων Ζόρζι Μπενζόν και Αντρέα Ναβαγκέρο» (zelante pontualità di questi nobili huomini Ser Zorzi Benzon et Ser Andrea Navagier). Ο Μπενζόν, όπως είδαμε, ήταν εμφανής στις ελληνικές εκστρατείες τού Μοροζίνι. Ο Μοροζίνι συχνά στενοχωριόταν όταν μια νηοπομπή αποτύγχανε να φτάσει τότε που την περίμενε και τη χρειαζόταν. Η μεγάλη νηοπομπή ήταν δύσκολο να ακολουθήσει και να τηρήσει κάποιο είδος δρομολόγιου.

Στις 20 Δεκεμβρίου (1684) η νηοπομπή τού Γκρίττι καθυστέρησε, φτάνοντας στην Κέρκυρα μόνο «ύστερα από σαράντα μέρες παρενοχλούμενου ταξιδιού, εμποδιζόμενου πάντοτε από αντίθετους ανέμους» (doppo quaranta giorni di molesto viaggio contrasto sempre da venti contrarii). Υπήρχαν αιώνια παράπονα για «την αντίθεση τού χρόνου προς τον καιρό τής εποχής, για τον έξαλλο άνεμο σιρόκο» (la contrarietà de’ tempi nella intemperie della stagione, il vento furioso di sirocco) κλπ. Έγγραφα τής εποχής ενημερώνουν για νηοπομπές υπό τούς Μαρίν Γκρίττι, Ιζέππο Μορεζίνι, Πιέτρο Μπέμπο, Αλβίζε Πριούλι, Ντανιέλε Ντολφίν, Τζιάκομο ντα Μόστο, Νικκολό Βεντραμίν, Άντζελο Μπέμπο, Ζόρζι Κουρίνι, Αλβίζε Μοτσενίγκο Γ’, Αντόνιο Κανάλ, Τζιρολάμο Πριούλι, Αντόνιο Μπολλάνι, Μάρκο Κάλμπο, Μπαρτόλο Μόρο, Τζιάκομο Κονταρίνι και Τζιρολάμο Μαρτσέλλο. Αυτές οι νηοπομπές μετέφεραν προμήθειες και πόρους, καθώς και γερμανικά και άλλα στρατεύματα στον Μοροζίνι, «και άλλες δημόσιες ετοιμασίες για τις ανάγκες τού στόλου» (et altri publici apprestamenti per l’occorrenze dell’armata).1 Οι δύο πόλεμοι των Ενετών με τούς Τούρκους (1645-1669, 1684-1699) είχαν υπάρξει δαπανηροί και είχαν μειώσει τα εμπορικά έσοδα τής Δημοκρατίας σε καταστροφικά χαμηλά επίπεδα. Και φυσικά κατά τη διάρκεια αυτής τής περιόδου οι Άγγλοι, Ολλανδοί και Γάλλοι αναλάμβαναν την κατοχή μεγάλου μέρους τού εμπορίου τής Ανατολικής Μεσογείου.

Οι Αυστριακοί τα είχαν πάει καλά, πολύ καλά, στην Ιερά Συμμαχία και, όπως έχουμε δει σε κάποια λεπτομέρεια, μεταξύ 1685 και 1689 είχαν αποσπάσει από τούς Τούρκους το Έστεργκομ (Γκραν), το Νόβε Ζάμκυ (Νοϊχάουζελ), τη Βούδα[Πέστη], τη Σιμοντόρνυα, το Σίκλος, το Φυνφκίρχεν (Πετς), το Σέγκεντ, το Όσιγιεκ (Έσσεγκ), το Έγκερ (Έρλαου), το Πετροβάραντιν (Πετερβαρντάιν), το Βελιγράδι, το Σεκεσφέχερβαρ (Στουλβάισσενμπουργκ), τη Νις, το Βιδίνι (Βίντιν) και πολλές άλλες οχυρωμένες πόλεις.2 Αυτά τα χρόνια σηματοδοτούσαν επίσης την έναρξη μιας από τις πιο τολμηρές, λαμπρές και επιτυχημένες στρατιωτικές σταδιοδρομίες στη μακρά ιστορία τής Ευρώπης, εκείνη τού Ευγένιου τής Σαβοΐας, αλλά θα περνούσε ακόμη λίγος χρόνος, μέχρι να μπορέσει να αφήσει το διαρκές του αποτύπωμα στις γενιές που θα ακολουθούσαν.

Μετά την εκλογή τού Φραντσέσκο Μοροζίνι ως δόγη (στις 3 Απριλίου 1688) και την επιστροφή του στη Βενετία (στις 10-11 Ιανουαρίου 1690), ο Τζιρολάμο Κορνέρ, ναυτικός γενικός επιστάτης, ήταν ο επικεφαλής διοικητής τής Δημοκρατίας στα ελληνικά ύδατα. Ο Κορνέρ κρατούσε τη Μονεμβασία (Μαλβάζια) κάτω από σφιχτή πολιορκία και στις 25 Σεπτεμβρίου 1689 ο Αντόνιο Μολίν, έκτακτος επόπτης στο Βασίλειο (του Μοριά) (proveditor estraordinario in Regno), έγραφε στον Κορνέρ ότι είχε λάβει πολύτιμες πληροφορίες «από Έλληνα Χριστιανό, που απέδρασε σήμερα το πρωί από τη Μαλβάζια».3 Όσο πολύτιμες κι αν ήσαν οι πληροφορίες τού Μολίν, προφανώς δεν ήσαν πολύ χρήσιμες για τον Κορνέρ, ο οποίος δεν κατόρθωσε να καταλάβει το μεγάλο κάστρο τής Μονεμβασίας για μια ακόμη χρονιά.

Ενώ συνεχιζόταν η πολιορκία τής Μονεμβασίας, ο Κορνέρ άρχισε να ενδιαφέρεται για την Αθήνα, που είχε υποφέρει πολύ από την ενετική κατοχή. Ο Κορνέρ έστειλε «αξιόπιστο άτομο … στην Αθήνα, για να διερευνήσει τις διαθέσεις των Τούρκων» (persona confidente … in Athene per esplorar gl’andamenti de’ Turchi). Προφανώς το αποτέλεσμα ήταν αναφορά με ημερομηνία 6 Οκτωβρίου 1689, σύμφωνα με την οποία τρεις περίπου χιλιάδες χριστιανοί αγρότες και ξένοι εγκαθίσταντο στην πόλη. Διατηρούσαν καλές σχέσεις με τούς Τούρκους,

λαμβάνοντας υπόψη την ανάγκη που αισθάνονταν να έχουν φρουρά στο φρούριο (την Ακρόπολη), για να τούς προστατεύει από την κακοποίηση από τούς χριστιανούς και τούς απελευθερωμένους σκλάβους των γαλερών. Σκέφτονται να βάλουν οκτώ κανόνια στο φρούριο και να πάνε οι γαλέρες στο Πόρτο Ράφτη, θέση από την οποία ο Ιμπραήμ πασάς θα έρθει από τη στεριά στο φρούριο, αλλά οι Αθηναίοι λένε ότι δεν είναι συνετό, στον βαθμό που ο στόλος (του Κορνέρ) δεν αποσύρεται. Ο σερασκέρης (ο Οθωμανός στρατιωτικός διοικητής) έχει τη γνώμη ότι ίσως περάσει τον χειμώνα στην Αθήνα, όταν το φρούριο θα έχει φρουρά Έχει μαζί του 800 ιππείς και περίπου 1.400 πεζούς. Ένας πασάς είχε έρθει στην Αθήνα με άλλους 500 στρατιώτες. Δεν ξέρω πού βρίσκεται …. αλλά πιστεύει κανείς ότι μόνο ο βεζύρης μπορεί να εγκαταστήσει τούς κατοίκους σε αυτόν τον τόπο. Αυτές είναι οι πληροφορίες που μπόρεσα να συγκεντρώσω για την περιοχή (της Αθήνας).4

Αυτά ήσαν τα χρόνια κατά τα οποία ο Σερ Ουίλλιαμ Τράμπαλ, ο φίλος των Ντράυντεν και Ποπ, ήταν ο Άγγλος πρεσβευτής στην Πύλη. Επιφυλακτικός και μάλλον κακότροπος χαρακτήρας, ο Τράμπαλ ήταν κλασσικιστής και είχε επίσης εκπαιδευτεί ως δικηγόρος. Ο διορισμός του στην πρεσβεία είχε γίνει τον Νοέμβριο τού 1686. Είχε ξεκινήσει για την Ισταμπούλ στις 16 Απριλίου 1687. Και πηγαίνοντας μέσω Σμύρνης, όπως συνήθιζαν, είχε φτάσει στην τουρκική πρωτεύουσα στις 17 Αυγούστου 1687. Είχε ικανοποιήσει τούς Άγγλους εμπόρους στον Βόσπορο και στη Σμύρνη σε τέτοιο βαθμό, που ονομάστηκε και πάλι πρεσβευτής στην Πύλη τον Νοέμβριο τού 1689 και συνέχισε στη θέση μέχρι το τέλος Ιουλίου 1691. Τέσσερα περίπου χρόνια αργότερα θα διοριζόταν υπουργός εξωτερικών (στις 3 Μαΐου 1695). Ο Τράμπαλ βρισκόταν συνεπώς στην Ισταμπούλ ήδη για δύο ολόκληρα χρόνια, όταν στις 31 Οκτωβρίου 1689 έστειλε στο Ουάιτχωλ την ακόλουθη αναφορά για τις αυστριακές επιτυχίες και τα τουρκικά προβλήματα:

… Ύστερα από την τελευταία κατατρόπωση στη Νύσσα (Νις) και την κατάληψη τού τόπου από τούς Γερμανούς, στραγγαλίστηκε ο σερασκέρης, ο Αράμπ Ρετζέμπ πασάς και μπήκε στη θέση του ο Ιμπραήμ πασάς, ο οποίος ήταν πριν αγάς των γενιτσάρων, ύστερα πασάς τής Βαγδάτης και ο οποίος τον τελευταίο χρόνο υπερασπίστηκε το Νεγκροπόντε. Επίσης ο βεζύρης, φοβούμενος μήπως οι αυτοκρατορικοί προχωρήσουν προς τη Σόφια, έστειλε εντολές στον Οσμάν πασά, σερντάρη στο Βιδίνι (Βίντιν, στη Βουλγαρία) και στον Τέκελυ (Ίμρε Τόκολυ) να έρθουν με τις δυνάμεις τους σε αυτόν.

Στις 9 αυτού τού μηνός έφτασε ο Τέκελυ με 80 περίπου ιππείς και τον υποδέχθηκαν με την ίδια τελετή όπως συνήθως τούς πρεσβευτές, πρώτα ο πασάς των τσαούσηδων και αρκετοί τσαούσηδες. Αφίππευσε μόνο όταν έφτασε στη σκηνή τού κεχαγιά τού βεζύρη και από εκεί οδηγήθηκε πεζός στον βεζύρη, ο οποίος (ύστερα από τις συνήθεις φιλοφρονήσεις), τον ρώτησε τι νέα είχε από τον αυτοκρατορικό στρατό. Είπε ότι βρίσκονταν κοντά στο Βίντιν, όταν ερχόταν.

Και ενώ μιλούσαν, έφτασε αγγελιοφόρος από τον χάνο των Τατάρων (ο οποίος είχε έρθει με τον γιο του στη Νικόπολη από τη Βλαχία), φέρνοντας νέα ότι το Βιδίνι κατελήφθη, ακούγοντας τα οποία ο βεζύρης διέταξε τούς Τέκελυ και Οσμάν να επιστρέψουν με κάθε ταχύτητα στη Νικόπολη (όπου θα τούς ακολουθούσε) και να διαβουλευθούν με τον χάνο των Τατάρων για τον καλύτερο τρόπο απώθησης των Γερμανών από το Βιδίνι και διασφάλισης εκείνων των τόπων.

Αυτός [ο βεζύρης] είπε στον Τέκελυ πολύ καλά λόγια, διαβεβαιώνοντάς τον για την ιδιαίτερη εύνοια τού Μεγάλου Άρχοντα και ότι δεν θα αποτύγχανε να τον ανταμείψει για τις νομιμόφρονες υπηρεσίες του προς την Πύλη. Τού δώρισε επίσης γούνινο γιλέκο, δαχτυλίδι με τοπάζι, άλογο καλά εξοπλισμένο και 2.000 δολλάρια. Ζήτησε άδεια από τον βεζύρη να μιλήσει με τον Γάλλο πρεσβευτή, αλλά ο βεζύρης τού είπε ότι δεν θα εξυπηρετούσε πια να χάνει χρόνο σε συζητήσεις, αλλά ότι έπρεπε να ακολουθήσει το ταξίδι του με κάθε σπουδή. Όμως την τέταρτη περίπου ώρα τής νύχτας (αφού έφαγε και ήπιε πολύ στη σκηνή τού κεχαγιά τού βεζύρη) πήγε ιδιωτικά στο κατάλυμα τού Γάλλου πρέσβη στη Σόφια, όπου έμεινε μέχρι το πρωί και έτσι αναχώρησε…5

Το τέλος τής μακράς και δαπανηρής βασιλείας τού σουλτάνου Μεχμέτ Δ’ ήταν γεμάτο αναταραχή, η οποία συνεχίστηκε και κατά το σύντομο χρονικό διάστημα τής διαδοχής τού αδελφού του, τού Σουλεϊμάν Β’ (1687-1691). Στα μέσα Δεκεμβρίου 1687 οι αυτοκρατορικοί πήραν το Έγκερ (Έρλαου) στη βόρεια Ουγγαρία. Οι Τούρκοι κατείχαν την πόλη για ένα σχεδόν αιώνα (από το 1596). Το κύριο τζαμί έγινε εκκλησία τού Αγίου Λεοπόλδου ενώ, όπως σημείωνε ο φον Χάμμερ-Πούργκσταλ πριν από ενάμιση αιώνα, ένας μοναχικός μιναρές στέκεται ακόμη (και τώρα), ως υπενθύμιση τού τουρκικού παρελθόντος.6 Η οθωμανική κυβέρνηση ήταν απελπιστικά ασταθής. Ύστερα από εξηνταεννέα μέρες εξουσίας ως μεγάλος βεζύρης, ο Ισμαήλ πασάς αντικαταστάθηκε στις 2 Μαΐου 1688 από τον πρώην αγά των γενιτσάρων, τον Μουσταφά πασά τής Ραιδεστού (Ροντοστό και τώρα Τεκιρντάγ στη θάλασσα τού Μαρμαρά), ο οποίος ήταν ο δήμιος τού Καρά Μουσταφά πασά στο Βελιγράδι, μετά την αποτυχία τού «Μαύρου» Μουσταφά ενώπιον τής Βιέννης. Υπήρξε περαιτέρω διαφθορά τού νομίσματος. Ο καπνός φορολογιόταν. Μάλιστα επιβολές και φόροι τού ενός ή τού άλλου είδους επιβάλλονταν σχεδόν παντού στα οθωμανικά εδάφη. Τα μέτρα αυτά αύξαναν την εκτεταμένη αναταραχή.

Το πιο εντυπωσιακό χτύπημα που δέχονταν όμως οι Τούρκοι αυτή τη στιγμή, ήταν η κατάληψη από τούς αυτοκρατορικούς τού Βελιγραδίου, τού κύριου οχυρού τους στην Ευρώπη. Όπως είδαμε, η πόλη καταλήφθηκε στις 6 Σεπτεμβρίου 1688. Ήταν η πιο σημαντική απώλεια των Τούρκων, αλλά οι αυτοκρατορικοί αποκτούσαν τώρα σειρά κι άλλων τουρκικών πόλεων και κωμοπόλεων. Ο σουλτάνος Σουλεϊμάν Α’ είχε πάρει το Βελιγράδι τον Αύγουστο τού 1521.7 Οι Τούρκοι κατείχαν λοιπόν την πόλη για περισσότερο από ενάμιση αιώνα. Οι Αυστριακοί την έχασαν σύντομα, αλλά την ξαναπήραν το 1717, κρατώντας την από την ειρήνη τού Πασσάροβιτς (το 1718) μέχρι την ειρήνη τού Βελιγραδίου (το 1739). Και πάλι οι Τούρκοι ανέκτησαν την πολιορκούμενη πόλη, αλλά και πάλι οι Αυστριακοί την κατέλαβαν (το 1789). Η πολυτάραχη ιστορία τού Βελιγραδίου ήταν αντίστοιχη τής ιστορίας των Βαλκανίων στη διάρκεια περιόδου μερικών αιώνων. Μάλιστα κατά τη διάρκεια τού Α’ Παγκοσμίου Πολέμου οι Αυστριακοί ξαναμπήκαν στην πόλη (το 1914 και το 1915-1918). Πρωτεύουσα πια τής Γιουγκοσλαβίας και τής Σερβίας, το Βελιγράδι φαίνεται να είναι πιο ασφαλές απ‘ όσο μέχρι σήμερα.

Κατά τις δύο τελευταίες δεκαετίες τού 17ου αιώνα τίποτε στην Οθωμανική αυτοκρατορία δεν φαινόταν ασφαλές. Ύστερα από έξι χρόνια πολέμου (1683-1688), συνεχείς σχεδόν αποτυχίες (και ανταρσίες) είχαν εξαντλήσει το τουρκικό ταμείο και ούτε ο στρατός, ούτε η διοίκηση είχαν στις τάξεις τους κάποιο ξεχωριστό πρόσωπο. Μια οθωμανική πρεσβεία, με επικεφαλής τον Σουλφικάρ εφέντη και τον με επιρροή μεγάλο δραγουμάνο Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, είχε επισκεφθεί τον Μαξ Εμμάνουελ, τον εκλέκτορα τής Βαυαρίας, ο οποίος ήταν επικεφαλής των αυτοκρατορικών δυνάμεων στο Βελιγράδι τον Σεπτέμβριο τού 1688, όταν η πόλη έπεσε στα χέρια των χριστιανών. Η Υψηλή Πύλη ήθελε ειρήνη με έντιμους όρους.

Όμως μήνες εθιμοτυπίας καθυστερούσαν την πρόσβαση τής Οθωμανικής πρεσβείας στη Βιέννη και ενώπιον τού αυτοκράτορα, έχοντας σταματήσει τούς πρεσβευτές στο Πόττεντορφ, στα νότια τής Βιέννης. Αφού συμφώνησαν να ακολουθήσουν ορισμένες τελετουργικές απαιτήσεις, επιτράπηκε στους Σουλφικάρ εφέντη και Μαυροκορδάτο να εισέλθουν στη Βιέννη (στις 8 Φεβρουαρίου 1689) και στη συνέχεια έγιναν δεκτοί ενώπιον τού αυτοκράτορα. Τον Σουλφικάρ συνόδευαν πέντε Τούρκοι,8 τον Μαυροκορδάτο τέσσερις Έλληνες, συμπεριλαμβανομένου τού Ενετού δραγουμάνου Τομμάζο Ταρσία. Η οικογένεια Ταρσία είχε υπηρετήσει εδώ και καιρό τη Σινιορία ως δραγουμάνοι.

Αφήνοντας κατά μέρος τις λεπτομέρειες τού πρωτοκόλλου και τής τελετουργίας, που ήσαν σημαντικές εκείνες τις ημέρες και υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες, υπήρχε κατ’ αρχήν το ερώτημα, αν οι δύο Τούρκοι απεσταλμένοι ήσαν πραγματικά πρεσβευτές ή απλώς μεσολαβητές (internuncios), γιατί στις διαπιστευτήριες επιστολές τους οι Σουλφικάρ και Μαυροκορδάτος ορίζονταν ως διαπραγματευτές, χωρίς καμία ένδειξη για την έκταση τής ευθύνης τους. Όσο για τον Μαυροκορδάτο, ήταν γνωστός στους δυτικούς ως ένας από τούς κύριους πολιτικούς στην Ισταμπούλ. Χρόνια αργότερα (το 1700-1710) ο γιος τού Νικόλαος Μαυροκορδάτος θα γινόταν ο πρώτος Φαναριώτης οσποδάρος τής Μολδαβίας.

Οι πληρεξούσιοι υπουργοί τής χριστιανικής συμμαχίας, που είχαν συγκεντρωθεί στη Βιέννη για να εκπροσωπήσουν την Αυστρία, την Πολωνία και τη Βενετία, συμφώνησαν να θεωρήσουν τούς Σουλφικάρ και Μαυροκορδάτο ως πρεσβευτές. Οι δύο πρεσβευτές είχαν επιστολή από τον σουλτάνο Σουλεϊμάν Β’ και άλλη από τον μεγάλο βεζύρη, οι οποίες επιστολές τούς έδιναν οδηγίες, αλλά καμία εξουσιοδότηση να δεσμεύουν την Πύλη. Σε συνεδρίαση στις 12 Φεβρουαρίου (1689) οι Τούρκοι απεσταλμένοι ξεκίνησαν απαιτώντας την επιστροφή στην Πύλη των διαφόρων οχυρωμένων πόλεων ως πρώτο βήμα προς μια συνθήκη ειρήνης, πράγμα το οποίο, φυσικά, οι αυτοκρατορικοί αρνήθηκαν, ζητώντας αντ’ αυτού την καταβολή αποζημιώσεων. Ο Σουλφικάρ δήλωσε ότι ο αυτοκράτορας Λεοπόλδος μπορούσε να κρατήσει τις κατακτήσεις του, υπό τον όρο ότι θα επέστρεφε την Τρανσυλβανία, πράγμα που οι αυτοκρατορικοί δεν είχαν καμία πρόθεση να κάνουν.

Οι διασκέψεις συνεχίζονταν κάθε βδομάδα, όλες χωρίς αποτέλεσμα, αλλά τελικά, στις 12 Μαρτίου, οι Αυστριακοί παρουσίασαν τις απαιτήσεις τους στους Τούρκους εκπροσώπους: οι αυτοκρατορικοί έπρεπε να πάρουν την κατοχή τής Ουγγαρίας με τις εξαρτήσεις της, το δικαίωμα να οχυρώσουν τις παραμεθόριες πόλεις τους, ελευθερία εμπορίου, ανταλλαγή αιχμαλώτων, την επιμέλεια τού Παναγίου Τάφου στην Ιερουσαλήμ, μια αποζημίωση για τη Βενετία, καθώς και την επιστροφή όλων των εδαφών που είχαν καταλάβει οι Τάταροι στη Μολδαβία. Οι όροι αυτοί έπρεπε να γίνουν δεκτοί εντός τριάντα ημερών και να τεθούν σε ισχύ εντός έξι μηνών. Οι αυτοκρατορικοί ανέμεναν επίσης να δουν τούς Τούρκους να αναχωρούν από την Τρανσυλβανία. Ακόμη κι αν οι Σουλφικάρ και Μαυροκορδάτος είχαν πλήρη εξουσιοδότηση, που δεν είχαν, προφανώς δεν θα μπορούσαν να υποκύψουν στις απαιτήσεις των αυτοκρατορικών.

Προς το τέλος Μαρτίου (1689) οι Τούρκοι αντιπρόσωποι έλαβαν τις ενετικές προϋποθέσεις για την ειρήνη: η Σινιορία απαιτούσε, εκτός από την πλήρη αναγνώριση των κατακτήσεων τής Δημοκρατίας, την τουρκική αποχώρηση από την οχυρωμένη πόλη και το νησί τού Νεγκροπόντε, καθώς και από την Αθήνα και άλλα μέρη. Η Σινιορία έπρεπε επίσης να έχει όλη την επικράτεια μεταξύ Όμπροβατς και ποταμού Μπογιάνα μέχρι τα βουνά τής Βοσνίας και τής Ερζεγοβίνης, μαζί με το Αντίβαρι (Μπαρ) και το Ντουλτσίνιο (Ούλτσιν). Ο φόρος τιμής που η Σινιορία είχε συμφωνήσει παλαιότερα να πληρώνει για την κατοχή τού νησιού τής Ζακύνθου έπρεπε να καταργηθεί και η Πύλη έπρεπε να επιστρέψει τα χρήματα, 225.000 ρεάλια, που είχε αποσπάσει ο μεγάλος βεζύρης Καρά Μουσταφά πασάς από τον βαΐλο Τζιοβανμπαττίστα Ντονά το 1683. Η Βενετία θα είχε το δικαίωμα να οχυρώσει τα σύνορά της και στη συνέχεια να διαπραγματευτεί με τούς Τούρκους για το εμπόριο, για την καταστολή τής πειρατείας, καθώς και για άλλα θέματα με σημασία για τη Σινιορία και την Πύλη.

Τελικά, με βάση οδηγίες τού Ιωάννη Γ’ Σομπιέσκι και τού Κοινοβουλίου (Σέιμ), οι Πολωνοί εκπρόσωποι παρουσίασαν στους Τούρκους απεσταλμένους τις δικές τους απαιτήσεις για την ειρήνη: οι Πολωνοί έπρεπε να πάρουν αποζημίωση για τη ζημιά που τούς είχαν προξενήσει οι Κοζάκοι και οι Τάταροι και οι δεύτεροι έπρεπε να αποσυρθούν αμέσως από την Κριμαία και από ορισμένες άλλες περιοχές σημαντικές για την Πολωνία. Οι Πολωνοί ήθελαν επίσης την επιστροφή των Αγίων Τόπων (συμπεριλαμβανομένης προφανώς τής επιστροφής τού Παναγίου Τάφου στους Φραγκισκανούς), όπως αυτή κατοχυρωνόταν με τη συνθήκη τής Ζουράβνα.9

Οι πολωνικές απαιτήσεις περιλάμβαναν την ελευθερία για την κατασκευή νέων εκκλησιών και επισκευή παλαιών, το δικαίωμα να χτυπούν οι καμπάνες των εκκλησιών (στο οποίο οι Τούρκοι είχαν πάντοτε αντιρρήσεις) και την άδεια να πηγαίνουν στην Ιερουσαλήμ χωρίς την καταβολή οποιουδήποτε φόρου ή δασμού. Τέλος οι Πολωνοί επέμεναν για την απελευθέρωση Πολωνών κρατουμένων από τούς Τούρκους και, πάνω απ’ όλα, για την επιστροφή στο πολωνικό στέμμα τού Κάμενετς, τής πρωτεύουσας τής Ποντόλια. Επέμεναν επίσης για την εκκένωση από τούς Τούρκους μεγάλων περιοχών τής Ουκρανίας. Ακούγοντας την ανανέωση ορισμένων αιτημάτων των αυτοκρατορικών, λέγεται ότι οι Τούρκοι απεσταλμένοι ρώτησαν: «Γιατί δεν ζητάτε και την Κωνσταντινούπολη;» Ακόμη κι αν οι Σουλφικάρ και Μαυροκορδάτος είχαν εξουσιοδοτηθεί να κάνουν μεγάλες παραχωρήσεις, η ειρήνη θα ήταν εξαιρετικά δύσκολη, γιατί η αυτοκρατορία, η Βενετία και η Πολωνία είχαν δεσμευτεί όλες να μην κάνουν ξεχωριστή συνθήκη με τούς Τούρκους και η Πύλη δεν θα μπορούσε ποτέ να συναινέσει στις σαρωτικές απαιτήσεις και των τριών συμμάχων.10

Καθώς δεν υπήρχε προοπτική σύναψης ειρήνης με τούς χριστιανούς συμμάχους, ο σουλτάνος Σουλεϊμάν Β’ (ή Γ’) έστησε το περίπτερό του μπροστά στο σεράι στην Αδριανούπολη (Εντίρνε). Επρόκειτο να συμμετάσχει στην επερχόμενη εκστρατεία. Η διοίκηση τού στρατού στον Δούναβη είχε ανατεθεί στον Αράμπ Ρετζέμπ πασά, τον κυβερνήτη τής Σόφιας, αλλά τα πήγε άσχημα και σύντομα αποκεφαλίστηκε. Η οθωμανική κυβέρνηση ήταν γεμάτη αναστάτωση. Έπεφταν κεφάλια και αντικαθίσταντο διοικητές. Ο σουλτάνος αντιμετώπιζε αποθαρρυντικά γεγονότα στον πόλεμο τού 1689. Όπως έχουμε ήδη αναφέρει, η σημαντική πόλη τής Νις στη νοτιοανατολική Σερβία έπεσε στα χέρια των Αυστριακών. Ενώ οι Τούρκοι αντιστέκονταν κατά τής Ρωσίας, τής Πολωνίας και τής Βενετίας, οι Αυστριακοί τους προξενούσαν βαριές απώλειες. Οι Πολωνοί όμως αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την πολιορκία τού Κάμενετς-Ποντόλσκι, ενώ ο Φραντσέσκο Μοροζίνι απέτυχε να καταλάβει τη Μονεμβασία, αφήνοντας την πολιορκία στον άλλοτε αντίπαλό τού Τζιρολάμο Κορνέρ. Ο μεγάλος βεζύρης Μουσταφά πασάς τής Ραιδεστού απομακρύνθηκε από το αξίωμα και αντικαταστάθηκε από τον Μουσταφά Κιοπρουλού, ο οποίος ήταν υπεύθυνος σε μεγάλο βαθμό για την εκθρόνιση τού Μεχμέτ Δ’.

Τον Μουσταφά Κιοπρουλού, τότε πενηνταδύο περίπου ετών, θαύμαζαν ως ένθερμο υπερασπιστή των νόμων τού Ισλάμ. Όπως είχαμε την ευκαιρία να σημειώσουμε ήταν γιος τού γενναίου γέρου Μεχμέτ και αδελφός τού έξυπνου Αχμέτ, τού κατακτητή τού Χάνδακα. Εχθρός των χριστιανών, «εγκρατής, εχθρός τού κρασιού» (abstemio, nemico del vino), ο Μουσταφά Κιοπρουλού είχε αρκετή πολιτική εμπειρία αλλά λίγη στρατιωτική (politico ma non ha nissuna prattica di guerra). Όταν υπέβαλε φόρο τιμής στον σουλτάνο, ο Μουσταφά Κιοπρουλού κάλεσε τις ηγετικές φυσιογνωμίες τής αυλής και τής αυτοκρατορίας σε συνεδρίαση τού ντιβάν, τού αυτοκρατορικού συμβουλίου, υπενθυμίζοντάς τους το καθήκον τους ως μουσουλμάνων και τούς κινδύνους που απειλούσαν την Οθωμανική αυτοκρατορία. Η επόμενη εκστρατεία, έλεγε, μπορούσε να δει τον εχθρό κάτω από τα τείχη τής Ισταμπούλ. Ακύρωσε διάφορους φόρους, αλλά δήμευσε τις περιουσίες διαφόρων πλούσιων παράνομων, εκτελώντας τους ως ανταμοιβή για τις πράξεις τους. Οι κεντρικές και επαρχιακές διοικήσεις τής Οθωμανικής αυτοκρατορίας αναδιοργανώθηκαν σχεδόν εξ ολοκλήρου.11 Αλλά οι Τούρκοι βρίσκονταν σε πόλεμο με τη Χριστιανοσύνη και πώς θα τα πήγαιναν άραγε, αφού ο νέος μεγάλος βεζύρης δεν ήταν πολεμιστής;

Ήταν τότε (στις 6 Νοεμβρίου 1689), που ο Σερ Ουίλλιαμ Τράμπαλ, ο Άγγλος πρεσβευτής στην Πύλη, έγραφε στον Τσαρλς Τάλμποτ, τον κόμη (και αργότερα δούκα) τού Σριούσμπερι, για την άνοδο τού Μουσταφά Κιοπρουλού στη θέση τού μεγάλου βεζύρη και για ορισμένες από τις κυβερνητικές αλλαγές που συνεπαγόταν αυτή. Η επιστολή απευθυνόταν στον Σριούσμπερι κατά τη διάρκεια τής πρώτης και μάλλον σύντομης θητείας του ως υπουργός εξωτερικών υπό τούς βασιλείς Ουίλλιαμ και Μαρία. Ο Τράμπαλ είχε μόλις «ενημερωθεί για την αλλαγή τού βεζύρη, πράγμα που μάς υποχρέωσε να σταματήσουμε αυτό το πλοίο (που είχε προορισμό τη Βενετία) για να μεταδώσουμε αυτή τη σύντομη περιγραφή»:

Ύστερα από τις τελευταίες ήττες, ο βεζύρης (Μουσταφά πασάς τής Ραιδεστού) είχε απολύσει όλους τούς στρατιώτες, τόσο σπαχήδες όσο και γενίτσαρους, που είχαν απομείνει στον στρατό κοντά στη Σόφια, φοβούμενος μήπως ξεκινήσει ανταρσία μεταξύ τους, όπως ο ίδιος είχε καλούς λόγους να πιστεύει από τις υπερβολικές συζητήσεις τους. Οι περισσότεροι από αυτούς επιτίθεντο δημοσίως στον Μεγάλο Άρχοντα και σε αυτόν (τον βεζύρη) και καταριούνταν τον Νόμο και τον Προφήτη τους. Εκείνος όμως ήθελε να εξασφαλίσει το βασικό σημείο, δηλαδή να κρατήσει τον Μεγάλο Άρχοντα κοντά του, ο οποίος έχοντας καταληφθεί από πανικό (μετά την κατάληψη τής Νις) πείστηκε εύκολα από τον κιζλάραγα (τον αρχιευνούχο του) και άλλους ευνοούμενους τού Σεράι, να το σκάσει στην Αδριανούπολη και να αφήσει πίσω τον βεζύρη να δώσει τις απαραίτητες εντολές και να συσκεφθεί με τον χάνο των Τατάρων και τον Τέκελυ (Ίμρε Τόκολυ) για το τι έπρεπε να γίνει εναντίον των Γερμανών. Μόλις έφυγε ο Μεγάλος Άρχοντας και πήγε στην Αδριανούπολη, τέθηκε σε εφαρμογή η τουρκική αρχή τής αξιολόγησης με βάση την επιτυχία, γιατί δεν είχε ξανασυμβεί να παραμένει ένας βεζύρης στη θέση του, όταν ο στρατός του είχε ηττηθεί.

Δεν έχω μάθει ακόμη τις επιμέρους μηχανορραφίες ή ποιοι ήσαν οι αυτουργοί αυτής τής αλλαγής (μερικοί πιστεύουν ότι ο χάνος των Τατάρων ήταν ο κύριος επινοητής, που έβαλε τούς καδήδες [δικαστές] και τούς δικηγόρους σε αυτό, και μπορεί να έχουν κάποια περαιτέρω σχέδια γι’ αυτή την αυτοκρατορία), ούτε γνωρίζω πόσο θα διαρκέσει. Γνωρίζω όμως με βεβαιότητα ότι ο Μεγάλος Άρχοντας διέταξε μια γαλέρα να πάει στον Κουπερλί (Κιοπρουλού), που ήταν πασάς τής Χίου, για να τον φέρει από εκεί στην Καλλίπολη και έτσι να σπεύσει μετά στην Αδριανούπολη, ενώ στάλθηκε επίσης μακριά ο μποσταντζήμπασης, να βρει τον παλιό βεζύρη Μουσταφά στη Σόφια, να τού πάρει τις σφραγίδες και να τον φέρει πίσω αιχμάλωτο στην Αδριανούπολη. Ο Κουπερλί είχε ήδη φτάσει εκεί και είχε ανακηρυχθεί βεζύρης. Δεν είναι ακόμη γνωστό αν ο προηγούμενος βεζύρης θα στραγγαλιστεί ή θα εξοριστεί, αλλά θα εγκαλέσουν αυτόν και τούς αξιωματικούς του (μερικοί από τούς οποίους έχουν φυλακιστεί) με τη σοβαρή κατηγορία για όλο τον θησαυρό που πέρασε από τα χέρια τους και για τούς τελευταίους έκτακτους φόρους που επιβλήθηκαν για την πληρωμή των στρατιωτών.

Αυτός ο Κουπερλί ογλού είναι μικρότερος αδελφός τού διάσημου Αχμέτ πασά (καλύτερα γνωστού με το όνομα Κουπερλί βεζύρης) και τώρα (πέρα από κάθε παράδειγμα στην τουρκική ιστορία), τον διαδέχεται στη θέση τού ανώτατου υπουργού, όπως ο εν λόγω αδελφός του είχε διαδεχθεί τον πατέρα του. Θεωρείται πολύ αυστηρό και δίκαιο άτομο, πολύ εκπαιδευμένος στον Νόμο τους, τον οποίο τηρεί άκαμπτα. Απαλλαγμένος από απληστία και εκβιασμούς, θεωρείται ότι προωθήθηκε στη θέση τού βεζύρη μάλλον από την άποψη τού κόσμου για την ακεραιότητά του, παρά για οποιαδήποτε σχέση με το Σεράι. Τον προηγούμενο βεζύρη κακολογούν ήδη ως άνδρα ιδιαίτερα δοσμένο στον σοδομισμό και το κρασί και με μεγάλη αδιαφορία για τις δημόσιες υποθέσεις, αφήνοντας τον εαυτό του να κυβερνάται εξ ολοκλήρου από τούς γύρω τού αξιωματικούς, που έπαιρναν μεγάλα χρηματικά ποσά από όλους τούς διεκδικητές. Εν ολίγοις ότι ήταν ακατάλληλος και ανίκανος γι’ αυτή την εμπιστοσύνη…

Ο νέος βεζύρης έχει ήδη δηλώσει την πρόθεσή του να οργανώσει αυτή την κυβέρνηση, σύμφωνα με τις αρχαίες μεθόδους τους, έχοντας πάντοτε επτά βεζύρηδες τού ντιβανιού μαζί του και ακούγοντας τις συμβουλές τους και συγκαλώντας δημόσια αυτοκρατορικά συμβούλια για όλα τα σημαντικά θέματα, πράγμα που έχει σταματήσει εδώ και πολλά χρόνια, καθώς οι διαδοχικοί βεζύρηδες, έχοντας δώσει στους εαυτούς τους απολυταρχική εξουσία, έκαναν μόνο εκείνο που τούς υποδείκνυε το δικό τους πνεύμα, πάθος ή συμφέρον.

Την περασμένη βδομάδα ο στόλος τού Μεγάλου Άρχοντα ήρθε σε αυτό το λιμάνι (Ισταμπούλ), αποτελούμενος μόνο από 9 γαλεάσες (στην κατάσταση που βρίσκονται) και 15 γαλέρες, μαζί με το λιβορνέζικο καράβι Καπετάν Πάολος ως έπαθλο (που το συνέλαβαν οι Αλγερινοί, αλλά το παρέδωσαν στον καπουδάν πασά ως δώρο για τον Μεγάλο Άρχοντα), μια ενετική γαλέρα και δύο μπριγαντίνια, που ήταν όλο το κέρδος από την εκστρατεία αυτού τού έτους στη θάλασσα…12

Σε μακροσκελή αναφορά χρονολογημένη στη Μονεμβασία στις 23 Μαΐου 1690, ο Τζιρολάμο Κορνέρ έστελνε στον δόγη Φραντσέσκο Μοροζίνι και στη Γερουσία λεπτομερή απολογισμό των διαφωνιών του με τον συμμαχικό διοικητή «για την ανάληψη τής επίθεσης στο χωριό τής Μονεμβασίας» (per l’intrapresa dell’attacco del borgo di Malvasia). Περιέγραφε επίσης την κατάσταση των οικονομικών του, των εφοδίων, τού πυροβολικού, των πυρομαχικών, καθώς και των στρατιωτικών και ναυτικών προβλημάτων του, συμπεριλαμβανομένης μιας κάπως δαπανηρής σύγκρουσης με τον εχθρό στη Μονεμβασία. Ενημέρωνε επίσης για την άφιξη μιας σημαντικής νηοπομπής, για τις κινήσεις των Τούρκων διοικητών και των στρατιωτών τους στην Τένεδο, στο Νεγκροπόντε, στη Λάρισα, στη Θήβα και αλλού. Σε γενικές γραμμές, παρά τη διάρκεια και το κόστος τής πολιορκίας, η Μονεμβασία παρέμενε ακόμη στα χέρια των Τούρκων13 και η εκ μέρους τους διατήρηση τής κατοχής τού φρουρίου με αυτόν τον επίμονο τρόπο ήταν μία από τις λίγες επιτυχίες τους.14

Μήνα με τον μήνα ο Τζιρολάμο Κορνέρ, ο Ενετός ναυτικός γενικός επιστάτης (proveditor general da mar), συνέχιζε την πολιορκία. Ήταν, όπως ο ίδιος υπενθύμιζε στον δόγη Φραντσέσκο Μοροζίνι, κουραστική επιχείρηση, αλλά ποτέ δεν χαλάρωνε τις προσπάθειές του για να πάρει το φρούριο από τούς Τούρκους. Η Μονεμβασία ήταν εφοδιασμένη με περισσότερα τρόφιμα (και μεγαλύτερο εξοπλισμό) απ’ όσο πίστευαν οι Ενετοί, πράγμα που υπήρξε προφανώς η αιτία τής μεγάλης διάρκειας τής πολιορκίας ή μάλλον τού αποκλεισμού.15

Τελικά στις 12 Αυγούστου 1690 ο Τζιρολάμο Κορνέρ μπορούσε να γράφει στον δόγη Φραντσέσκο Μοροζίνι και τη Γερουσία ότι η Μονεμβασία, «φρούριο μεγάλης σημασίας» (piazza dell’importanza ben nota), είχε καταληφθεί με τη βοήθεια και την εύνοια τού Παντοδύναμου. Τώρα ολόκληρο το «βασίλειο» τού Μορέως ήταν υπήκοο τής Γαληνότητας τού δόγη και τής Σινιορίας. Ο μεγάλος ανταγωνισμός για το φρούριο το είχε κάνει διάσημο «και ακόμη πιο πολύ για τη μεγάλη αντίστασή του» (e tanto più hora per la lunga sua ressistenza). Ο αποκλεισμός είχε κρατήσει δεκαεπτά ολόκληρους μήνες. Η Μονεμβασία ήταν φωλιά κακών παράνομων, καταφύγιο των πειρατών τής Μπαρμπαριάς που λυμαίνονταν τα ανατολικά ύδατα και διατάρασσαν το ενετικό εμπόριο με τη Ρωμανία.

Μετά την παράδοση τού φρουρίου εμφανίστηκαν 1.200 Τούρκοι, από τούς οποίους 300 ήσαν ικανοί να φέρουν όπλα. Στα χέρια τού Κορνέρ είχαν περάσει εβδομηνταοκτώ κανόνια, μερικά μπρούτζινα, άλλα σιδερένια, καθώς και δύο όλμοι, γαλέτα αρκετή για μερικούς μήνες, πυρίτιδα και διάφορα άλλα κομμάτια στρατιωτικού εξοπλισμού. Στους νεκρούς και τραυματίες «από αυτές τις γενναίες ενετικές δυνάμεις» συγκαταλέγονταν ίσως όχι περισσότεροι από περίπου τετρακόσιους, «ενώ οι τραυματίες θα ανακάμψουν όλοι με την καλή διάθεση τού Κυρίου τού Θεού». Μόλις μπήκαν οι Ενετοί στη Μονεμβασία, ο Κορνέρ μετέτρεψε το μεγαλύτερο τζαμί στο πάνω περίβλημα τού φρουρίου σε εκκλησία αφιερωμένη στην Παναγία, πράγμα που είχε την πρόθεση να κάνει ο Μοροζίνι όταν ξεκινούσε για πρώτη φορά τον αποκλεισμό και ο Κορνέρ ήταν ευχαριστημένος που είχε έτσι μπορέσει να πραγματοποιήσει την πρόθεση τού Μοροζίνι.16

Η περίοδος προχωρούσε (τώρα είχαμε φτάσει στις 20 Αυγούστου 1690) και παρά το γεγονός ότι οι Ενετοί ονειρεύονταν πάντοτε την ανάκτηση τού από καιρό χαμένου Νεγκροπόντε, το φρούριο είχε πολύ καλή υπεράσπιση για να προσπαθήσει ο Κορνέρ να το πάρει, «φρούριο των Τούρκων καλά προστατευμένο, εφοδιασμένο με καλές οχυρώσεις και φρουρούμενο από πολυάριθμη φρουρά» (piazza da Turchi ben premunita, risarcite le fortificationi, e guardata da numeroso pressidio). Από την άλλη πλευρά, όπως διαβεβαίωνε ο Κορνέρ τη Σινιορία. ο Ισθμός τής Κορίνθου προστατευόταν καλά από κάθε πιθανή τουρκική εισβολή. Δυστυχώς όμως δεν υπήρχαν διαθέσιμα κεφάλαια για να πληρώσει τούς στρατιώτες για τον μήνα Σεπτέμβριο, ενώ παρά το γεγονός αυτό ο Κορνέρ σχεδίαζε επίθεση κατά τής Αυλώνας, την οποία οι Τούρκοι είχαν πάρει από τη Βενετία το 1464, «αν αποφασιστεί στο όνομα τού Κυρίου τού Θεού να προχωρήσουμε με τον στόλο στην Αλβανία, για να αναλάβουμε επίθεση κατά τής Αυλώνας ή κάποιου άλλου από εκείνα τα [τουρκικά] φρούρια». Έτσι ενημέρωνε ο ίδιος τον δόγη και τη Γερουσία και αυτό μάλιστα παρά το προχωρημένο τής εποχής, τούς ισχυρούς βόρειους ανέμους και άλλα εμπόδια και αβεβαιότητες. Και παρά τα άλλα σημαντικά γεγονότα που παρέχονται σε αυτή τη μακροσκελή αναφορά, πρέπει να προχωρήσουμε πιο κάτω.17

Σε αναφορά τής 9ης Σεπτεμβρίου (1690) ο Τζιρολάμο Κορνέρ ενημέρωνε τον δόγη Μοροζίνι και τη Γερουσία ότι είχε αφήσει τα νερά τής Μονεμβασίας το προηγούμενο βράδυ, φτάνοντας στο ακρωτήριο Ματαπά «με ευνοϊκό άνεμο» (con prospero vento). Είχε σοβαρή έλλειψη χρημάτων, αλλά είχε καταφέρει κατά την πορεία του να μαζέψει τόσα, τα οποία (λαμβάνοντας υπόψη τις ανάγκες του) μπορούσαν να θεωρηθούν μικρά ποσά. Περνώντας από τις κατεχόμενες από τούς Ενετούς Κορώνη και Μεθώνη, ο Κορνέρ είχε μάθει ότι και από τις δύο πόλεις-φρούρια έλειπαν δυστυχώς προμήθειες. Τα τείχη και οι οχυρώσεις βρίσκονταν «σε κακή κατάσταση και χρειάζονται περαιτέρω αποκατάσταση». Καταγράφοντας κάθε ρωγμή στον ενετικό ναυτικό εξοπλισμό και στις οχυρωμένες πόλεις,18 ο Κορνέρ κατευθυνόταν στην Κάνινα (Κνιν) και την Αυλώνα, αν και τώρα είχε πέσει πάνω του ο μήνας Σεπτέμβριος. Η σχεδόν απερίσκεπτη απόφασή του να συνεχίσει την επιθετική του πολιτική ήταν απόλυτα δικαιολογημένη, γιατί στις 19 Σεπτεμβρίου μπορούσε να γράφει στον δόγη και τη Γερουσία ότι (πριν από δύο μέρες) είχε πάρει τόσο την Αυλώνα όσο και την Κάνινα.19

Τώρα η προχωρημένη περίοδος αποθάρρυνε τον Κορνέρ από επιχείρηση πολιορκίας τού Δυρραχίου και, προφανώς υποκύπτοντας στους «κακοήθεις πυρετούς», διαδεδομένους εκείνη την εποχή, πέθανε την 1η Οκτωβρίου 1690. Τότε δόθηκε η διοίκηση στη θάλασσα με το βαθμό τού γενικού διοικητή στον Ντομένικο Μοτσενίγκο. Δεν ήταν φτιαγμένος από το ίδιο υλικό όπως ο Μοροζίνι ή ο Κορνέρ και η περίοδος τής δικής του διοίκησης υπήρξε κακοτυχία για τη Βενετία.20 Ο Κορνέρ προφανώς σκόπευε να κρατήσει τις κατακτήσεις του βελτιώνοντας τις οχυρώσεις τους. Ο μηχανικός Τζιοβάννι Μπασσινιάνι ήταν δραστήριος στην περιοχή Αυλώνας και Κάνινα και στις αρχές Ιανουαρίου 1691, όταν ο Μοτσενίγκο ξεκινούσε ως γενικός διοικητής,21 ο Μπασσινιάνι εξέταζε τις οχυρώσεις των δύο πόλεων, σε προσπάθεια να αξιολογήσει αν ήταν εφικτό να κρατηθούν απέναντι στους Τούρκους.

Οι αρχειακές πηγές επιτρέπουν σε εμάς να εισερχόμαστε στα πολεμικά συμβούλια τής ενετικής γενικής διοίκησης, καθώς και στις αίθουσες τής Γερουσίας και τού Μεγάλου Συμβουλίου. Όσο για τούς γενικούς διοικητές, μόνο οι αρχειακές λεπτομέρειες αποκαλύπτουν την έκταση τής αναποφασιστικότητάς τους στη μέση μιας εκστρατείας, όπως έχουμε ήδη παρατηρήσει στην περίπτωση τού Φραντσέσκο Μοροζίνι κατά τη διάρκεια των ετών 1684-1688. Η αβεβαιότητα ως προς την πορεία που έπρεπε να ακολουθηθεί, η ανησυχία για την επόμενη επίθεση, τα σχέδια τού εχθρού, η δύναμή του και ούτω καθεξής, ήσαν όλα χαρακτηριστικά μιας ναυτικής εκστρατείας, όπως και μιας χερσαίας εκστρατείας. Οι επιπλοκές αυξάνονταν όταν κάποιος αποφάσιζε να αποβιβάσει ναυτικές δυνάμεις για να αντιμετωπίσει τον εχθρό στη στεριά. Όπως και ο Μοροζίνι πριν από αυτόν, ο Μοτσενίγκο είχε τα προβλήματά του.

Ο Μοτσενίγκο προέδρευσε συνεδρίασης τού πολεμικού συμβουλίου στην Κέρκυρα στις 20 Ιανουαρίου 1691 (ενετική χρονολόγηση 1690). Φοβούμενος τον εχθρό, είχε διατάξει την κατεδάφιση τής Κάνινα στις 26 Δεκεμβρίου (1690). Η οχυρωμένη πόλη βρισκόταν λοιπόν εν μέρει σε ερείπια την εποχή που συναντήθηκε με το συμβούλιο. Τον ανησυχούσαν αναφορές από την Αυλώνα και από τον Μοριά για «τις αποφασιστικές προθέσεις τού εχθρού και τις προετοιμασίες του», όπως τον ανησυχούσε και η ανύψωση τού Χαλίλ πασά «στην ανώτατη διοίκηση στην Αλβανία». Ο Χαλίλ είχε ήδη φτάσει στο Μπεράτ, απόσταση ταξιδιού μιας ημέρας από την Αυλώνα, με 6.000 γενίτσαρους, καθώς και με «μεγάλο πλήθος Αλβανών», κανόνια και άλλα εργαλεία τού πολέμου, τα οποία είχαν μεταφερθεί από το Νεγκροπόντε για επίθεση κατά τής Αυλώνας. Το Μπεράτ βρίσκεται τριάντα μόνο μίλια βορειοανατολικά τής Αυλώνας. Ο Μοτσενίγκο είχε λόγους για ανησυχία, αλλά όχι ίσως για απογοήτευση. Ο Κάρλο Πιζάνι, ο διοικητής των γαλερών των καταδίκων (που δεν μπορούσε να παραστεί στη συνεδρίαση τού πολεμικού συμβουλίου λόγω τής απουσίας του), είχε γράψει στον Μοτσενίγκο ότι ο Καπλάν πασάς είχε εμφανιστεί στην περιοχή τής Κάνινα, «για να διακόψει το έργο τής κατεδάφισης στην Κάνινα και για να εμποδίσει τη μεταφορά των υλικών». Ο Καπλάν είχε μαζί του δύναμη δύο περίπου χιλιάδων ανδρών, «η οποία, ακόμη κι αν απωθηθεί από το θάρρος των ανδρών μας, χρησιμεύει για να καταστούν σαφείς οι αυξάνοντες αριθμοί τού εχθρού και τα σχέδιά τοτ για ακόμη μεγαλύτερες επιχειρήσεις».

Κατά τη γνώμη τού Μοτσενίγκο, η συνεχιζόμενη υπεράσπιση τής Αυλώνας έβαζε σε κίνδυνο την κατοχή τού Μοριά από τούς Ενετούς. Λεγόταν ότι οι μηχανικοί είχαν βρει τις οχυρώσεις ανεπαρκείς. Οι Τούρκοι συγκέντρωναν δύναμη. Οι συνθήκες ήσαν πολύ διαφορετικές πριν από τέσσερις μήνες, σύμφωνα με τον Μοτσενίγκο,

όταν η σύνεση και ο ζήλος τού πολεμικού συμβουλίου, η ανδρεία και το θάρρος τού επιφανέστατου άρχοντα γενικού διοικητή Τζιρολάμο Κορνέρ, είχαν διευθετήσει το ζήτημα τής επιχείρησης στην Αλβανία. Εκείνη την εποχή οι Τούρκοι βρίσκονταν σε κατάσταση κατάπληξης Οι αυτοκρατορικοί είχαν την κατοχή τού Βελιγραδίου, ήσαν νικηφόροι στο πεδίο, έχοντας φτάσει στα ίδια τα σύνορα (είχαν καταλάβει τη Νις). Η Εξοχότητά του ήταν επίσης πολύ βέβαιος ότι οι άνθρωποι θα δήλωναν ότι βρίσκονται στο πλευρό του και πίστευε ότι θα μπορούσε εύκολα να προελάσει στο εσωτερικό τής επαρχίας (της Αλβανίας).

Αλλά ο θάνατος τού Κορνέρ είχε οδηγήσει αυτό το όνειρο σε τέλος.

Οι καιροί είχαν αλλάξει και οι Ενετοί έπρεπε να προσαρμόσουν τη χρήση των πόρων τους σε αυτή την αλλαγή: «Όλοι αυτοί οι λόγοι μού δίνουν το κίνητρο να προσφύγω στην ωριμότητα τού συμβουλίου» (Tutte queste ragioni mi danno motivo di proponere alla maturità del congresso). Ο Μοτσενίγκο τελικά συμπέραινε, «ότι πρέπει επίσης να κατεδαφιστεί η Αυλώνα…» (che anche la Vallona si demolisca …) και η απόφασή του έγινε δεκτή από τον Αγκοστίνο Σαγκρέντο, επιστάτη τού στόλου (proveditor dell’armata), τον Αλβίζε Φόσκαρι Γ’, έκτακτο διοικητή στις γαλεάσες (capitanio estraordinario delle galleazze), τον Μπενέττο Σανούντο, διοικητή στις γαλεάσες (capitanio delle galleazze), τον Αλεσσάντρο Μπον, διοικητή τού Κόλπου, (capitan del Golfo), δηλαδή τής Αδριατικής και τον Φίλιππο Ντονά, επίτροπο πληρωμών (commissario pagador).

Μια επιστολή τού Κάρλο Πιζάνι «κυβερνήτη των κατάδικων» (governatore de’condannati), που χρονολογείται στην Αυλώνα στις 17 Ιανουαρίου 1691 (ενετική χρονολόγηση 1690), ενημέρωνε τον Μοτσενίγκο με κάποιες λεπτομέρειες για τις τουρκικές κινήσεις στην περιοχή Κάνινα-Μπεράτ-Αυλώνας, όπως και μια ανώνυμη επιστολή τής 15ης Ιανουαρίου. Μάλιστα οι διάφορες επιστολές και αναφορές στον φάκελλο Μοτσενίγκο είναι κατάφορτες με πληροφορίες για τούς Τούρκους, ενώ στους Έλληνες και τούς Αλβανούς δίνεται λίγη μάλλον προσοχή.22

Ο Μοτσενίγκο ενημέρωνε συνεδρίαση τού πολεμικού συμβουλίου (la consulta di guerra) στις 23 Ιανουαρίου 1691 ότι είχε έρθει πληροφορία από τον Πιζάνι στην Αυλώνα, «ότι ο σερασκέρης (ο Τούρκος στρατιωτικός διοικητής), έχοντας αναχωρήσει από το Μπεράτ, βρισκόταν ήδη στην πορεία με όλες του τις δυνάμεις και με έξι κανόνια, κατευθυνόμενος προς Αυλώνα». Ο Μοτσενίγκο ήταν όμως αισιόδοξος ότι ο Πιζάνι είχε ήδη αρχίσει «την κατεδάφιση τής Αυλώνας» (la demolitione di Vallona). Η ενετική ανώτατη διοίκηση θα είχε σύντομα δύο απόψεις για την Αυλώνα, γιατί λόγω τής τρέχουσας «κατάστασης των πραγμάτων» ίσως αποδεικνυόταν αδύνατο να κατεδαφίσουν την οχυρωμένη πόλη. Επομένως ίσως ήταν καλύτερα να την υπερασπιστούν, όπως έγραφε ο Μοτσενίγκο στον δόγη στις 30 Ιανουαρίου. Όχι, η Αυλώνα δεν έχει ακόμη μετατραπεί σε ερείπια και ο Πιζάνι, μαζί με τον στρατηγό Καρλ Σπάρρε υποχρεώνονταν να υπερασπιστούν την πόλη με φρουρά 1.200 βετεράνων, απέναντι σε τουρκική δύναμη 16.000 περίπου ανδρών, από τούς οποίους 8.000 ήσαν «επιλεγμένοι άνδρες, εν μέρει ιππικό, εν μέρει πεζικό» (huomini scielti, parte cavalleria, parte infanteria), όπως ενημέρωνε τώρα ο Μοτσενίγκο τον δόγη σε αναφορά τής 7ης Φεβρουαρίου.

Η τουρκική πολιορκία τής Αυλώνας (Βαλόνα) ήταν φοβερή δοκιμασία για τούς Ενετούς. Ο Σπάρρε σκοτώθηκε, ο Πιζάνι κρατήθηκε «με ατρόμητο ζήλο» (con intrepido fervore). Έτσι έγραφε ο Μοτσενίγκο την 1η Μαρτίου (1691).23 Στα μέσα Μαρτίου οι Ενετοί αποσύρθηκαν τελικά από την Αυλώνα, μάλιστα κατεδαφίζοντάς την και στη συνέχεια εισήλθαν οι Τούρκοι, «καταστρέφοντας ολοκληρωτικά αυτό το φρούριο και οχυρώνοντας την Κάνινα με πασσάλους σε εκείνα τα μέρη, όπου υπήρχαν τα βράχια» (havendo demolita totalmente quella piazza, e fortificata Canina con pallificate in quella parte, dove erano fatte le brecchie).24 Παρά το γεγονός ότι, όπως είδαμε, η κατεδάφιση τής Κάνινα είχε διαταχθεί «με το διάταγμα τής 26ης Δεκεμβρίου (1690)», προφανώς η πόλη δεν είχε καταστραφεί εντελώς και τώρα οι Τούρκοι τής έδιναν προσωρινές οχυρώσεις μέσω περιφραγμάτων. Η δαλματική-αλβανική επιχείρηση τού Τζιρολάμο Κορνέρ δεν είχε αποφέρει τίποτε. Στις 22 Απριλίου (1691) ο Μοτσενίγκο περιέγραφε μια επανένωση των συγγενών τού Καρλ Σπάρρε και των συναδέλφων του αξιωματικών, που πραγματοποιήθηκε στην Κέρκυρα στις 7 Απριλίου, στην οποία απέτισαν φόρο τιμής στον αποθανόντα πολεμιστή.25

Ένα περίπου μήνα αργότερα (στις 16 Μαΐου) ο Μοτσενίγκο ετοίμασε ενδιαφέρουσα αναφορά προς τον δόγη και τη Γερουσία για την κατάσταση των ενετικών οχυρωμένων πόλεων στον Μοριά και αλλού. Είχε κάνει πρόσφατα περιοδεία επιθεώρησης:

Έχοντας αφήσει την Κέρκυρα το βράδυ τής 7ης (Μαΐου), είχα τη δυνατότητα σε αυτές τις λίγες ημέρες να κάνω βιαστικές επισκέψεις στην Πρέβεζα, την Αγία Μαύρα και το Λεπάντο και να ρίξω μια ματιά στα Δύο Κάστρα (της «Ρούμελης» (Αντίρριο) και τού «Μοριά» (Ρίο), τα ερείπια των οποίων εξακολουθούν να φρουρούν το Στενό τής Ναυπάκτου) και συνεχίζοντας το ταξίδι προς το Ναυαρίνο, είχα τη δυνατότητα να δω και το φρούριο τής Πάτρας. Η Πρέβεζα κατά τη γνώμη των μηχανικών που είχα πάρει μαζί μου δεν είναι φρούριο ικανό να αντέξει σε μεγάλη αντίσταση, γιατί οι εξωτερικές οχυρώσεις, οι οποίες προστέθηκαν αφού αποκτήσαμε τον τόπο, είναι στενές και αδύνατες.

Τα σπίτια στην Πρέβεζα είναι σε μεγάλο βαθμό ερείπια και πέφτουν, έτσι ώστε να πιστεύω ότι είναι καλύτερα να τα ρίξουμε εντελώς και να χρησιμοποιήσουμε τα υλικά για την κατασκευή άλλων πολύ χαμηλότερων, για να χρησιμεύσουν ως στρατώνες (quartieri) γύρω από τα τείχη, ως καταλύματα για τη φρουρά. Έξω υπάρχουν τέσσερις πύργοι, σε απόσταση βολής μουσκέτου από το εντός των τειχών περίβλημα, όπου στέκονται και φρουρούν μερικοί στρατιώτες, όχι χωρίς κίνδυνο να αιφνιδιαστούν και να υποδουλωθούν (από τούς Τούρκους), ιδιαίτερα τη νύχτα. Πιστεύω ότι όταν χτίστηκαν οι πύργοι, είχαν κάποια χρησιμότητα, αλλά τώρα δεν εξυπηρετούν κανένα σκοπό και κατά την κρίση των μηχανικών θα ήταν καλύτερα να τούς κατεδαφίσουμε.

Το Λεπάντο (Ναύπακτος) είναι φορτωμένο με ελαττώματα, χτυπημένο από όλες τις πλευρές και μάλλον μη επανοχυρώσιμο, ούτε θα μπορούσε κανείς να το διατηρήσει (υπό πολιορκία), παρά μόνο με στρατό στο πεδίο είτε ανώτερο ή τουλάχιστον ίσο με εκείνον τού εχθρού. Έτσι τα Δύο Κάστρα και εκείνο τής Πάτρας λίγη άμυνα μπορούν να προσφέρουν. Όλες οι οχυρώσεις βρίσκονται σε κακή κατάσταση. Θα ήταν δύσκολο να αντιμετωπιστούν οι ατέλειές τους. Μόνο στην Αγία Μαύρα μπορεί κανείς να εγκαθιδρύσει σταθερή βάση, αρκεί να φροντίζει τις εξωτερικές οχυρώσεις, γιατί λίγη γη υπάρχει και προς τις δύο πλευρές, (είτε) προς το νησί ή προς την ηπειρωτική χώρα, ενώ όλη η υπόλοιπη περιοχή είναι γεμάτη έλη και βαλτώδεις περιοχές. Η πρόσβαση θα είναι πολύ δύσκολη για τον εχθρό και αν βελτιωθεί με τον κατάλληλο τρόπο, η Αγία Μαύρα θα μπορούσε να θεωρηθεί διαρκές απόκτημα για τη Δημοκρατία.

Σε όλα τα παραπάνω φρούρια έχω παρατηρήσει πολλές ελλείψεις, ιδιαίτερα στην Αγία Μαύρα, την Πρέβεζα και το Λεπάντο, το οποίο έχω βρει να έχει μόνο δεκατέσσερα βαρέλια καλή πυρίτιδα. Έχω γράψει λοιπόν στον άριστο άρχοντα γενικό επιστάτη Ναβαγκέρο, να διαθέσει 200 βαρέλια πυρίτιδας από εκείνη που υπάρχει στις αποθήκες εφοδιασμού τής Κέρκυρας, καθώς και μολύβι και φυσίγγια, από τα οποία υπήρχε έλλειψη. Το πυροβολικό σε αυτά τα οχυρά έχει σχεδόν διαλυθεί. Γι’ αυτό απευθύνω έκκληση στην Εξοχότητά του να φροντίσει για την αποκατάστασή του και να απομακρύνει και να στείλει στη Βενετία με την πρώτη ευκαιρία πολλά κομμάτια τουρκικών κανονιών, μουσκέτων και άλλων άχρηστων όπλων, καθώς επίσης να μεταφερθεί στην Κέρκυρα η χαλασμένη τουρκική πυρίτιδα που βρίσκει κανείς στα οχυρά, για να φροντίσουμε για τη βελτίωσή της και την επαναφορά της σε κατάσταση χρησιμότητας για περίπτωση ανάγκης.

Ο Μοτσενίγκο είχε βρει τον έκτακτο επόπτη (proveditor straordinario) στην Αγία Μαύρα, τον Μπαρτόλο Γκραντενίγκο, καθώς και τον προκάτοχό του Τζιρολάμο Πριούλι, δραστήριους στην αφοσίωσή τους στη δημόσια υπηρεσία. Όλα όμως τα χωριά στις δικαιοδοσίες τού Λεπάντο και τής Αγίας Μαύρας είχαν στείλει τούς γέροντές τους (vecchiardi) στον Μοτσενίγκο να διαμαρτυρηθούν για το γεγονός ότι ούτε οι ζωές τους, ούτε οι περιουσίες τους προστατεύονταν από τις επιδρομές τού Μανιάτη ηγέτη Λιβέριου Γερακάρη, γνωστού ως Λυμπεράκη (Liberacchi) και τις επιδρομές κάποιου καπετάν Ηλία, ο οποίος με πολύ καταπιεστικό τρόπο αποσπούσε από τις φλέβες αυτών των φτωχών λαϊκών φόρο τιμής μεγαλύτερο από 50.000 ρεάλια κάθε χρόνο.

Ο Λυμπεράκης, Έλληνας Μανιάτης, είχε προσχωρήσει στους Τούρκους, οι οποίοι τον είχαν κάνει «μπέη τής Μάνης». Κατέχει σημαντική θέση στην ιστορία τού Λοκατέλλι τού «Ενετικού πολέμου στην Ανατολική Μεσόγειο».26 Αργότερα ο Λυμπεράκης εγκατέλειψε τούς Τούρκους και πήρε το μέρος των Ενετών, οι οποίοι, έχοντας αρκετούς λόγους να μην τον εμπιστεύονται, τον φυλάκισαν στη Μπρέσσια, όπου και πέθανε.

Ο Μοτσενίγκο είχε υποσχεθεί να βοηθήσει τούς απογοητευμένους Έλληνες τής Ναυπάκτου και τής Αγίας Μαύρας και τώρα συνιστούσε να σταλούν στις απειλούμενες περιοχές ευμεγέθεις μονάδες πεζικού και ιππικού. Δύο από τις γαλέρες τού νησιού και τέσσερις γαλιότες, έγραφε στον δόγη, έπρεπε να σταθμεύουν στην Αγία Μαύρα.

Με πρόσληψη ανθρώπινου δυναμικού τού Μοριά, των νησιών και τής περιοχής τής Ναυπάκτου, ο Μοτσενίγκο πίστευε ότι μπορούσε να συγκροτηθεί σώμα τεσσάρων έως πέντε χιλιάδων στρατιωτών, το οποίο θα μπορούσε εύκολα να καταστρέψει ή να διώξει από την ύπαιθρο «τους κακούς εκείνους ανθρώπους που την κρατούν σε υποταγή». Έτσι κι αλλιώς δεν υπήρχαν πολλοί Τούρκοι σε αυτές τις περιοχές. Ο Μοτσενίγκο πρότεινε να πληρώνει η Σινιορία σε κάθε στρατιώτη μηνιαίο μισθό δύο ζεκίνια, να παρέχει σέλλες για το ιππικό «και να πληρώνει για τα όπλα σε μηνιαία τιμή τεσσάρων λιρών ανά άτομο». Το ιππικό δεν έπρεπε να ασκεί βία στην αγροτιά, η οποία είχε δείξει προθυμία να τούς διαθέτει σανό και ζωοτροφές, «προκειμένου να βρεθούν και πάλι ελεύθεροι από την καταπίεση των εγκληματιών, ενώ θα προσπαθήσω να αυξήσω τη φρουρά στο Λεπάντο σε επτακόσιους πεζούς και να στείλω εκεί διακόσιους ιππείς, αν όχι άμεσα, τουλάχιστον στο τέλος τής εκστρατείας».27

Χωρίς Ενετό βαΐλο να στέλνει αναφορές προς τον δόγη και τη Γερουσία, βασιζόμαστε στις εκθέσεις τού Άγγλου πρέσβη προς το Ουάιτχωλ. Στις 15 Ιουνίου (1691), καθώς ο Σερ Ουίλλιαμ Τράμπαλ ετοιμαζόταν να φύγει από την Ισταμπούλ (όπου θα τον διαδεχόταν ο Σερ Ουίλλιαμ Χάσσεϋ), έστειλε στον Ντάνιελ Φιντς, κόμη τού Νόττιγχαμ και υπουργό στρατιωτικών υποθέσεων, ενδιαφέρουσα περιγραφή τής έντασης που είχε προκαλέσει στον Βόσπορο ο θάνατος τού σουλτάνου Σουλεϊμάν Β’.

«Τολμώ αυτές τις λίγες γραμμές», έγραφε ο Τράμπαλ, με μεγάλη αβεβαιότητα, για να ενημερώσω την Εξοχότητά σας ότι ο Μεγάλος Άρχοντας, ύστερα από παρατεταμένη ασθένεια υδρωπικίας και κήλης (για τις οποίες είχα γράψει στην Εξοχότητά σας), πέθανε τη νύχτα τής 10ης τού μηνός η το πρωί τής 11ης στην Αδριανούπολη και χτες το σώμα του μεταφέρθηκε και θάφτηκε εδώ στο τζαμί τού Σουλεϊμάν τού Μεγαλοπρεπούς.

Ο βεζύρης, μαθαίνοντας ότι πλησίαζε ο θάνατος τού σουλτάνου, αναχώρησε από την Αδριανούπολη με μεγάλη βιασύνη με τούς λίγους στρατιώτες που είχε (σχεδόν 4.000) για να αποτρέψει οποιαδήποτε σχέδια ανάμεσά τους για την επαναφορά στον θρόνο τού έκπτωτου σουλτάνου Μεχμέτ (Μεχμέτ Δ’) ή ενός από τούς γιους του, για τον μεγαλύτερο από τούς οποίους (τον Μουσταφά), τόσο ο στρατός όσο και ο λαός έχουν γενικά καλή γνώμη και θα το είχαν πετύχει κατά πάσα πιθανότητα, αν ο θάνατος τού σουλτάνου είχε συμβεί πριν φύγουν από την πόλη. Το συμφέρον τού βεζύρη ήταν εναντίον οποιουδήποτε από αυτή την οικογένεια και έτσι έπεισε τον μουφτή και εκείνους τούς άλλους τού νόμου, τούς οποίους είχε αφήσει πίσω του στην Αδριανούπολη γι’ αυτόν τον σκοπό, να ανακηρύξουν Μεγάλο Άρχοντα τον Αχμέτ, τον μικρότερο αδελφό τού νεκρού.

Ο σουλτάνος Ιμπραήμ άφησε πέντε γιους, τούς Μεχμέτ, Σουλεϊμάν, Ορχάν, Αχμέτ και Σελήμ. Οι Ορχάν και Σελήμ πέθαναν πριν από αρκετά χρόνια. Ο Μεχμέτ και οι δύο γιοι του είναι ζωντανοί και βρίσκονται στη φυλακή. Αυτός ο Αχμέτ είναι σαρανταπέντε περίπου ετών, έχει κρατηθεί υπό περιορισμό όλη του τη ζωή και λέγεται ότι είναι ηλίθιος και ότι ξεδίνει κυρίως χτυπώντας ένα τύμπανο και κάνοντας πολλές παράφρονες ενέργειες, ενώ ο αποθανών Μεγάλος Άρχοντας ήταν ηλίθιος με πιο ήπια ιδιοσυγκρασία, περνώντας όλο τον χρόνο του στην ανάγνωση τού Κορανίου.

Δεν μπορεί να προβλεφθεί με ποιον τρόπο η παρούσα ανάγκη των υποθέσεών τους θα κάνει τον στρατό και τον λαό να υποταγούν σε αυτόν τον αυτοκράτορα, ούτε με ποιον τρόπο θα μπορέσει ο βεζύρης να συγκεντρώσει χρήματα για να δώσει στους στρατιώτες το συνηθισμένο δώρο, το οποίο με μέτριο υπολογισμό θα ανέλθει σε 2.500 πορτοφόλια, αν και επιβεβαιώνεται ότι ο βεζύρης (προβλέποντας αυτό) πήρε μαζί του μεγάλο ποσό, προκειμένου να εξαγοράσει τον στρατό. Όμως υπάρχει σίγουρα γενική δυσαρέσκεια από την επιλογή ενός τέτοιου προσώπου, έτσι ώστε να μην μπορεί ενδεχομένως να υπάρξει υποταγή για καιρό, ενώ αν η αυλή τής Βιέννης έχει τώρα μεγαλύτερη διάθεση για ειρήνη απ’ όση φαινόταν ότι είχε από τις οδηγίες τους προς τον διάδοχό μου, νομίζω ότι ο βεζύρης θα την αντιμετώπιζε ευνοϊκά. Ο διάδοχος τού Σερ Ουίλλιαμ Χάσσεϋ (ο διάδοχος τού Τράμπαλ) θα βρίσκεται εδώ την Πέμπτη στις 18 τού μηνός. Δεν πρέπει να απασχολήσω την Εξοχότητά σας με τις διαπραγματεύσεις του στην Αδριανούπολη, για τις οποίες έχει στείλει ο ίδιος περιγραφή στην Εξοχότητά σας…28

Ήταν ο Αχμέτ Β’ φυσικά εκείνος που διαδέχθηκε τον Σουλεϊμάν Β’. Το γεγονός έκανε λίγη ή καθόλου διαφορά στους Ενετούς, οι οποίοι βρίσκονταν σε πόλεμο με την Υψηλή Πύλη. Στις 16 Ιουνίου (1691) συνεδρίασε το πολεμικό συμβούλιο, ως συνήθως πάνω στη γαλέρα τού Ντομένικο Μοτσενίγκο, αυτή τη φορά στο λιμάνι τού Ναυπλίου. Ο Μοτσενίγκο σημείωνε ότι η έλευση των μαλτέζικων γαλερών για να ενταχθούν στον ενετικό στόλο, μαζί με την αναμενόμενη άφιξη των τεσσάρων ακόμη γαλερών υπό τον διοικητή τού Κόλπου, έπρεπε να κάνει το συμβούλιο να σκεφτεί τι θα μπορούσε να γίνει με την τρέχουσα εκστρατεία, «για δημόσιο όφελος, τιμή των όπλων, υπεράσπιση τού κράτους και προσβολή των εχθρών» (a beneficio publico, decoro dell’armi, difesa de’stati, et offesa de’ nemici). Σύμφωνα με τις τελευταίες πληροφορίες που είχαν έρθει στον Μοτσενίγκο, η τουρκική αρμάδα είχε αφήσει πρόσφατα τα Δαρδανέλλια (Castelli). Περιλάμβανε μόνο εικοσιδύο γαλέρες, δέκα «σουλτάνες» και τρία σκάφη από την ακτή τής Μπαρμπαριάς. Οι τουρκικές χερσαίες δυνάμεις που βρίσκονταν τότε σε περιοχές στις οποίες θα επιχειρούσαν οι Ενετοί, δεν ήσαν πολύ μεγάλες. Οι φρουρές στις οχυρωμένες πόλεις τους ήσαν μόνο μεσαίας δύναμης (mediocri). Φαινόταν να περιμένει κάποια ευκαιρία τον ενετικό στόλο στα μωραΐτικα νερά.

Ο Τούρκος σερασκέρης στην ηπειρωτική Ελλάδα είχε μόλις πάνω από πεντακόσιους άντρες στη διάθεσή του. Η κυβέρνηση στην Ισταμπούλ έστρεφε την προσοχή της στην Ουγγαρία. Παρά το γεγονός ότι ο Μοτσενίγκο δεν είχε τη δυνατότητα να το γνωρίζει, η Πύλη βρισκόταν σε κάτι σαν δίλημμα, λόγω τού θανάτου τού Σουλεϊμάν Β’. Δεν ήταν πιθανό να δει κανείς πολύ ισχυρές τουρκικές δυνάμεις στην περιοχή τού Μοριά για κάποιο χρονικό διάστημα. Παρ’ όλα αυτά ο Μοτσενίγκο θεωρούσε ότι δεν ήταν συνετό «να απομακρυνθούμε πολύ από τον Μοριά» και να προωθηθούν με τα όπλα πέρα από το Αρχιπέλαγος. Δεν θα μπορούσαν να πάνε πολύ μακριά, γιατί αυτό δεν θα εξυπηρετούσε το «κοινό καλό». Επίσης δεν θα ήταν φρόνιμο, πίστευε, να επιδιώξουν κατακτήσεις σε ενδοχώρα (terra ferma), «επειδή είναι πιο εύκολες να χαθούν» (perchè sono più facil a perdersi), γιατί θα ήσαν πληρέστερα εκτεθειμένες σε τουρκική επίθεση. Οι θέσεις που θα αποκτούσαν στην ηπειρωτική χώρα θα απαιτούσαν μεγάλες φρουρές για τη διατήρησή τους. Όχι, οι ενετικές δυνάμεις έπρεπε να παραμείνουν προσκολλημένες στη θάλασσα, όπου μπορούσαν να υποθέσουν ότι οι κατακτήσεις τους θα διαρκούσαν περισσότερο. Έπρεπε να αποβλέπουν στα νησιά που κατέχονταν από τούς Τούρκους.

«Όσο για τις επιχειρήσεις που μπορούν να αναληφθούν στα νησιά», έλεγε ο Μοτσενίγκο στο πολεμικό συμβούλιο, σκέφτομαι το βασίλειο τού Χάνδακα, το Νεγκροπόντε, τη Χίο, τη Μυτιλήνη, την Τένεδο, τη Λήμνο και την Κω. Οι δυνάμεις μας αποτελούνται από οκτώ περίπου χιλιάδες πεζικό, συμπεριλαμβανομένων και των βοηθητικών, με επτακόσιους έως οκτακόσιους ιππείς. Αυτό όμως που πρέπει να λάβουμε πολύ σοβαρά υπόψη, είναι το γεγονός ότι δεν διαθέτουμε στρατιωτικό διοικητή για να κατευθύνει τις επιχειρήσεις κατά τη διάρκεια χερσαίας εκστρατείας, ιδιαίτερα όταν θα υπάρχουν αμφιβολίες για πιθανή εμπλοκή με τον εχθρό. Θεωρώ απαραίτητο να χρησιμοποιηθεί ο στόλος (και το μεγαλύτερο μέρος τής ανθρώπινης δύναμής του) μόνο στη θάλασσα.

Δεν θα είναι ποτέ σωστή πολιτική, αν αποβιβάσουμε όλα τα στρατεύματα και αφήσουμε τον στόλο εκτεθειμένο στο έλεος τού εχθρού, ο οποίος θα μπορούσε, απομένοντας κύριος τής θάλασσας (restando padrone del mare), είτε να μάς καταλάβει εξ απήνης ή με την απλή του εμφάνιση να μάς υποχρεώσει απότομα να επανεπιβιβάσουμε (τις δυνάμεις μας), κατά τη διάρκεια μιας επιχείρησης που θα είχε φανεί πολλά υποσχόμενη. Αυτό θα σήμαινε απώλεια φήμης και σοβαρό κίνδυνο που θα μπορούσε να έχει σοβαρές συνέπειες. Τουλάχιστον τρεις χιλιάδες πεζικό απαιτείται για τη φύλαξη τού στόλου κι έτσι θα απέμεναν μόνο πέντε χιλιάδες άνδρες για αποβίβαση.

Τέτοιου είδους ήταν το πρόβλημα τού πολεμικού συμβουλίου. Η ασφάλεια τού στόλου έπρεπε να είναι το πρωταρχικό μέλημα σε όλα τα σχέδια που έκαναν. Από τη Βενετία δεν μπορούσαν να περιμένουν περισσότερους από άλλους χίλιους άνδρες. Σε κάθε περίπτωση οι άνδρες θα έρχονταν καθυστερημένα ή «όπως συνηθιζόταν» (com’era solito), «με πολλούς άρρωστους και σε κατάσταση που θα πρόσφεραν λίγη ή καμία υπηρεσία».

Στη συνέχεια ο Μοτσενίγκο ανέπτυσσε ένα προς ένα τα σχεδόν ανυπέρβλητα προβλήματα που συνδέονταν με την «επιχείρηση στο βασίλειο τού Χάνδακα» (l’impresa del regno di Candia). Όσο για το Νεγκροπόντε, οι αναφορές που είχε λάβει έδειχναν ότι το νησιωτικό φρούριο υπερασπίζονταν όχι περισσότεροι από 1.500 άνδρες «και θέλω να πιστεύω ότι δεν είναι δύσκολο να καταλάβουμε τα υψώματα που δεσπόζουν στον χώρο».

Η εμπειρία όμως τού παρελθόντος είχε δείξει ότι θα ήταν απαραίτητο να επιτεθούν σε δύο οχυρά, πρώτα στον Καράμπαμπα και στη συνέχεια στο νησιωτικό οχυρό τού ίδιου τού Νεγκροπόντε. Θα ήταν πολύ δύσκολο να κάνουν τις δύο επιθέσεις ταυτόχρονα. Έχοντας καταλάβει τον Καράμπαμπα, θα ήταν σκόπιμο να αφήσουν απόσπασμα τουλάχιστον δύο χιλιάδων ανδρών στις οχυρώσεις στην κορυφή τού λόφου, πράγμα που θα σήμαινε το πολύ κάτι περισσότερο από πέντε χιλιάδες για να καταλάβουν το κύριο προπύργιο τού Νεγκροπόντε και ταυτόχρονα να φρουρούν τον στόλο. Θα μπορούσαν επίσης να καταλήξουν σε εχθρική σύγκρουση με τον σερασκέρη, ο οποίος, αν και ο Μοτσενίγκο δεν αναφέρει το γεγονός, θα μπορούσε να προσλάβει στρατεύματα από τη Θήβα, τη Λειβαδιά και αλλού.

Η Χίος φαινόταν λογικός στόχος. Ήταν εύκολο να αποβιβαστούν στο νησί και ο συνηθισμένος τόπος αποβίβασης δεν ήταν μακριά από το φρούριο. Λεγόταν ότι η τουρκική φρουρά αριθμούσε μόνο 1.300 άνδρες. Οι κάτοικοι τής Χίου ήσαν φυσικά σε μεγάλο βαθμό Έλληνες, «ευνοϊκά διακείμενοι στην τουρκική εξουσία, λόγω των μεγάλων απαλλαγών και προνομίων που απολαμβάνουν» (ben affetti al dominio turchesco per le grandi esentioni e privilegi che godono). Οι δραστήριοι Έλληνες ήσαν βέβαια κυρίως έμποροι, όχι εξοικειωμένοι με τη χρήση όπλων. Δεν χρειαζόταν να νιώθουν κανένα φόβο γι’ αυτούς. Με τον ενετικό στόλο στη θάλασσα, ο Μοτσενίγκο θεωρούσε ότι θα ήταν εύκολο να εμποδίζουν την παροχή βοήθειας στην τουρκική φρουρά. Ο Μοτσενίγκο είχε στείλει αξιόπιστο πρόσωπο, καλό εκτιμητή των οχυρώσεων, να ρίξει «λίγο περισσότερο φως γι’ αυτόν τον τόπο», καθώς επίσης και για τη Μυτιλήνη, «η οποία καταλαβαίνω ότι είναι λιγότερο ισχυρή ακόμη και από τη Χίο, ενώ σε γενικές γραμμές είναι και τα δύο καλά νησιά». Καμία από τις δύο επιχειρήσεις —εναντίον τής Χίου ή τής Μυτιλήνης— δεν θα ήταν ιδιαίτερα δαπανηρή για τη Δημοκρατία. Η επιτυχία θα στερούσε από τούς Τούρκους τα δύο λιμάνια, τα οποία ήσαν μεταξύ των κύριων καταφύγιών τους στο Αρχιπέλαγος.

Η Τένεδος, «που καταλαμβάνει μεγάλη ιδέα στη «γνώμη των ανθρώπων, που εντυπωσιάζονται ότι από τη θέση της μπορεί να προκαλέσει ελλείψεις τροφίμων στην πόλη τής Κωνσταντινούπολης» (che occupa gran concetto nell’opinione degl’huomini, impressi che per la sua situatione possa causar penuria di viveri alla città di Costantinopoli), ήταν κατά την άποψή τού Μοτσενίγκο πολύ υπερεκτιμημένο νησί. Δεν κατείχε θέση από την οποία θα μπορούσε κανείς να εμποδίσει την παράδοση τροφίμων στην Πύλη. Κάτι τέτοιο θα απαιτούσε τη μακροχρόνια διατήρηση πλοίων στο στόμιο των Δαρδανελλίων, για να αποτρέπει την είσοδο και την έξοδο από τα νερά τής τουρκικής πρωτεύουσας. Σχεδόν οι μόνοι κάτοικοι τής Τενέδου ήσαν εκείνοι μέσα στο φρούριο, «το οποίο, όντας γεμάτο ελαττώματα, θα ήταν εύκολο να παρθεί», αλλά κατά τη γνώμη τού Μοτσενίγκο ακόμη κι έτσι θα αποτελούσε μεγαλύτερο μπελά απ’ όσο άξιζε (ma più d’impegno che d’utile) .

Όσο για τη Λήμνο και την Κω (Στάνκιο), σχεδόν «θα πέσουν από μόνες τους, αλλά δεν τις θεωρώ τόσο σημαντικές, ώστε να πρέπει να αποτελέσουν τούς στόχους μας στην παρούσα εκστρατεία». Ίσως το καλύτερο πράγμα για τη Βενετία θα ήταν να νικήσει την τουρκική αρμάδα στη θάλασσα, αλλά, σύμφωνα με τον Μοτσενίγκο, οι Τούρκοι ήσαν δειλοί και προσπαθούσαν να αποφύγουν τούς κινδύνους. «Φαίνεται επίσης ότι ο καπουδάν πασάς έχει εντολές να αποφύγει τις μάχες και να διατηρήσει την αρμάδα για ασφαλείς ευκαιρίες και έτσι είναι αμφίβολο το ερώτημα αν, αναζητώντας την αρμάδα τους, χάνουμε το καλύτερο μέρος τής εκστρατευτικής περιόδου». Παρ’ όλα αυτά, ύστερα από κατάλληλη σκέψη, το πολεμικό συμβούλιο αποφάσισε, όταν κάθε μέλος είχε εκφράσει την άποψή του ότι θα ήταν καλύτερο, αν ήταν δυνατό, να συναντήσουν και να επιτεθούν στην τουρκική αρμάδα στη θάλασσα (doversi applicar a combattere l’armata nemica), γιατί έτσι κι αλλιώς στερούνταν διοικητή για αντιμετώπιση τού εχθρού στη στεριά.29

Στις 6 Ιουλίου (1691) ο Μοτσενίγκο έγραφε στον δόγη Φραντσέσκο Μοροζίνι και στη Γερουσία ότι συνέχιζε να πλέει αναζητώντας τούς Τούρκους: «Υποθέτοντας ότι θα μπορούσαμε να τούς βρούμε στη Φότσα [Φώκαια] ή στη Μυτιλήνη [Λέσβο], έχω εμφανιστεί σε αυτά τα λιμάνια, τα συνήθη καταφύγια για την τουρκική αρμάδα».30 Τρεις ημέρες πιο πριν (στις 3 Ιουλίου) ο Μοτσενίγκο είχε ενημερώσει το πολεμικό συμβούλιο ότι όλες οι μέχρι τώρα έρευνες τον είχαν οδηγήσει να πιστεύει ότι υπήρχαν εικοσιδύο γαλέρες και δώδεκα πλοία (navi) μέσα στα Δαρδανέλλια. Υποψιαζόταν λοιπόν ότι οι Τούρκοι, λαμβάνοντας υπόψη τη ναυτική «αδυναμία» τους, πιθανώς δεν θα επιχειρούσαν στα ανοιχτά, «και κατά συνέπεια το σχέδιό μας να τούς επιτεθούμε είναι απίθανο να προκύψει, γι’ αυτό θα φαινόταν πιο παραγωγική χρήση τού χρόνου μας η σκέψη για κάποια άλλη πιο κερδοφόρα επιχείρηση». Είχαν ήδη συζητήσει το γεγονός και είχαν αποφασίσει ότι οι δυνάμεις τους δεν επαρκούσαν για να ξανακερδίσουν το σημαντικό νησί τού Νεγκροπόντε.

Εξάλλου ο Μοτσενίγκο εξακολουθούσε να παραμένει αβέβαιος για τη σκοπιμότητα προσπάθειας εναντίον τού νησιού τής Χίου. Ήταν βέβαια ένα από τα πιο εμφανή νησιά τού Αρχιπελάγους, εύφορο και πλούσιο, ενώ ο Μεγάλος Άρχοντας αποσπούσε μεγάλα εισοδήματα από αυτό. Αν η Δημοκρατία μπορούσε να πάρει τη Χίο, ακόμη και μέρος των εσόδων θα συντηρούσαν εύκολα μια φρουρά εκεί. Ακόμη κι έτσι, «εκείνο που θεωρώ ακόμη πιο σημαντικό», έλεγε ο Μοτσενίγκο στο πολεμικό συμβούλιο (στις 3 Ιουλίου), «είναι ότι πρέπει να πάρουμε από τούς εχθρούς ένα από τα κύρια λιμάνια που έχουν στο Αρχιπέλαγος, όπου βρίσκουν καταφύγιο οι αρμάδες τους και στα οποία πιάνουν τα «καραβάνια» από την Ισταμπούλ προς τη Συρία καθώς και προς άλλες περιοχές…».

Έχοντας περιγράψει τα «πλεονεκτήματα» που μπορούσε να κερδίσει ο ενετικός στόλος από οποιαδήποτε αξιόλογη επιχείρηση, περιλαμβανομένης τής σκοπιμότητας κατάληψης τής Χίου, ο Μοτσενίγκο περνούσε στα «μειονεκτήματα» (svantaggi), τα οποία ήσαν πολύ μεγαλύτερα από εκείνα που είχε αναφέρει στο πολεμικό συμβούλιο τής 16ης Ιουνίου:

Το φρούριο (της Χίου) δεν είναι τόσο άσχημα εφοδιασμένο με ένοπλους άνδρες, όπως είχε φανεί από τις πρώτες αναφορές μας, ενώ αν και η Χίος δεν έχει ιππικό και αρκετούς Τούρκους, για να σχηματίσουν στρατό και να προβάλουν αντίσταση σε εκστρατεία, υπάρχουν τόσοι πολλοί άνθρωποι εκεί, που θα μπορούσαν να καταστήσουν την επίθεσή μας, αν όχι αβέβαιη, τουλάχιστον δύσκολη και αιματηρή. Το νησί κατοικείται από πλήθος Ελλήνων, οι οποίοι δεν είναι άσχημα διατεθειμένοι απέναντι στους Τούρκους, κάτω από τούς οποίους απολαμβάνουν άφθονα προνόμια, γιατί είναι έμποροι και όχι στρατιώτες…

Οι Έλληνες ήσαν μάλλον ικανοποιημένοι όντας υποταγμένοι στην τουρκική κυριαρχία και προστατεύοντας τη ζωή και την περιουσία τους. Θα ήταν πράγματι απίθανο να κάνουν οποιαδήποτε κίνηση για λογαριασμό των Ενετών. Μάλιστα ο πασάς τής Χίου είχε κλείσει μεγάλο αριθμό Ελλήνων στο φρούριο για να τούς δεσμεύσει στην υπεράσπιση τού τόπου, ενώ κρατούσε έξι από τούς πιο επιφανείς κατοίκους τής Χίου ως ομήρους. Η διαθέσιμη δύναμη των Ενετών σε στρατιώτες ήταν πολύ περιορισμένη. Οι μάχες και οι λιποταξίες αποσπούσαν τον δικό τους φόρο σε άνδρες. Και, ίσως πάνω απ’ όλα, η έλλειψη έμπειρου διοικητή των χερσαίων δυνάμεων, όταν τα ενετικά στρατεύματα θα αποβιβάζονταν στη Χίο, προκαλούσε μεγάλη ανησυχία στον Μοτσενίγκο, καθώς και στο πολεμικό συμβούλιο, το οποίο αποφάσισε να μην προχωρήσει στην προταθείσα επίθεση κατά τής Χίου.31

Το πολεμικό συμβούλιο συνεδρίασε και πάλι στα ύδατα ανοιχτά τής Τενέδου στις 17 Ιουλίου (1691). Αυτή τη φορά ήταν παρών και ο στρατηγός των μαλτέζικων γαλερών. Ο Μοτσενίγκο μίλησε και πάλι εκτεταμένα για τη δυσκολία να αντιμετωπίσουν σε μάχη τούς Τούρκους, οι οποίοι εύρισκαν πάντοτε καταφύγιο μέσα στα «στόματα» των Δαρδανελλίων, όταν εμφανιζόταν ο ενετικός στόλος. Υπήρχε η φήμη ότι οι Τούρκοι είχαν αφοπλίσει κάποια πλοία για να μεταφέρουν τα πληρώματα στις φρουρές τής Μυτιλήνης και τής Χίου. Έβλεπαν τις γαλέρες τους αγκυροβολημένες στο Φρούριο τής Ρούμελης (Castello di Rumelia), στην ευρωπαϊκή πλευρά των Δαρδανελλίων. Η είσοδος στον πορθμό για ναυμαχία εναντίον τους απαιτούσε «σοβαρές σκέψεις» (gravissimi riflessi). Έπρεπε να περιμένουν πολύ ισχυρό άνεμο για να αντισταθμίσει το ρεύμα και στη συνέχεια να περάσουν ανάμεσα στα πυρά των πυροβολαρχιών στην ευρωπαϊκή και την Ασιατική πλευρά τού πορθμού. Οι κίνδυνοι θα ήσαν μεγάλοι και δεν άξιζαν τον κόπο, γιατί ο εχθρός θα χρησιμοποιούσε τον χρόνο που χρειάζονταν οι Ενετοί για να μπουν στον πορθμό, προκειμένου να αποσυρθεί ακόμη περισσότερο προς τα ανατολικά (από το Τσανάκκαλε στη θάλασσα τού Μαρμαρά). Θα «ματαίωναν την επιμέλειά μας με φυγή». Η διείσδυση στα Δαρδανέλλια ήταν «περισσότερο επικίνδυνη παρά συνετή». Προφανώς όμως η ενετική ανώτατη διοίκηση έπρεπε να βρει κάποιον άλλο τρόπο να χτυπήσει τούς Τούρκους, «έτσι ώστε να μην περάσει αυτή η εκστρατεία χωρίς να έχουμε προξενήσει κάποια σημαντική ζημιά στον εχθρό».

Καθώς ο ενετικός στόλος βρισκόταν ήδη «στα νερά τής Τενέδου» (nell’acque del Tenedo), η κατάληψη τού νησιωτικού οχυρού θα αποτελούσε «λογικό πλήγμα» για τούς Τούρκους. Δεν θα εμπόδιζε ιδιαίτερα «την είσοδο κι έξοδο στα Δαρδανέλλια» (l’ingresso e l’uscita dai Dardanelli), αλλά θα αποσπούσε από τον εχθρό βολικό καταφύγιο, στο οποίο διέφευγε από τις επιθέσεις τού ενετικού στόλου. Μάλιστα μια επίθεση κατά τής Τενέδου ίσως έβγαζε τα τουρκικά πλοία και γαλέρες από το προστατευτικό τείχος των Δαρδανελλίων. Οι στρατιωτικοί διοικητές και οι μηχανικοί είχαν συμφωνήσει με τον Μοτσενίγκο. Η Τένεδος μπορούσε να καταληφθεί εύκολα. Το φρούριο βρισκόταν σε άθλια κατάσταση και περιβαλλόταν από λόφους, πάνω στους οποίους οι ενετικές δυνάμεις θα έστηναν τις πυροβολαρχίες τους. Η φρουρά στην Τένεδο ήταν συνήθως όχι μεγαλύτερη από τριακόσιους έως τετρακόσιους άνδρες. Δεν θα μπορούσαν να αντισταθούν για πολύ σε μια επίθεση.

Η Τένεδος ήταν διαφορετική από τη Χίο. Το χωριό ήταν μικρό. Το κατοικούσαν μόνο λίγοι χωρικοί (villani), οι οποίοι θα το εγκατέλειπαν με την πρώτη εμφάνιση των ενετικών δυνάμεων. Η Τένεδος ήταν διάσημο μέρος. Ξεσηκωνόταν κατακραυγή κάθε φορά που καταλαμβανόταν. «Θα το θεωρούσα δημόσια υπηρεσία», έλεγε ο Μοτσενίγκο στο πολεμικό συμβούλιο, «αν την κατεδαφίζαμε με την ικανοποίηση ότι έχουμε πάρει από τούς Τούρκους αυτό το καταφύγιό τους, ακριβώς κάτω από τα μάτια τού στόλου τους, με πλεονέκτημα για τη φήμη των όπλων μας». Δεν υπήρχε λόγος να κρατηθεί η Τένεδος, γιατί ήταν άχρηστη για τη Βενετία.

Έπρεπε πρώτα απ’ όλα να υπερασπιστούν τον Μοριά και διάφορα άλλα μέρη. Όταν τελείωσε ο Μοτσενίγκο, κάθε μέλος τού πολεμικού συμβουλίου είχε κάτι να πει, δίνοντας διέξοδο στους «πιο βαρυσήμαντους στοχασμούς». Ακόμη και αδύναμα φρούρια μπορούσαν να προβάλουν αντίσταση, όταν ήσαν καλά φρουρούμενα. Το πολεμικό συμβούλιο αποφάσισε ότι έπρεπε να επιδειχθεί η μεγαλύτερη επιμέλεια, σε προσπάθεια να εξακριβωθεί «η ποιότητα και το μέγεθος τής φρουράς που ίσως βρίσκεται τώρα στην Τένεδο», προκειμένου να γινόταν σαφές, αν η προτεινόμενη επίθεση ήταν δικαιολογημένη. Στο μεταξύ ο ενετικός στόλος έπρεπε να προωθηθεί στο στόμιο των Δαρδανελλίων «σε διάταξης μάχης» για να τον δουν οι Τούρκοι, πράγμα που ήταν απαραίτητο με βάση τις αποφάσεις και τις εντολές που είχαν ήδη συμφωνηθεί και φυσικά ως τρόπος υπεράσπισης τής τιμής τής Σινιορίας στη θάλασσα.32

Στην επόμενη συνεδρίαση τού πολεμικού συμβουλίου στις 23 Ιουλίου (1691) ο Μοτσενίγκο δήλωσε ότι είχε δείξει μεγάλη επιμέλεια, σε προσπάθεια να ρίξει κάποιο «νέο φως» στις συνθήκες στην Τένεδο, σε συμφωνία με την πρόσφατη απόφαση τού συμβουλίου. Είχε στείλει τις προάλλες ένα μπριγαντίνι να αποβιβάσει μερικούς άνδρες στο νησί. Είχαν μάθει από τρεις «σκλάβους», τούς οποίους είχαν κατά πάσα πιθανότητα συλλάβει ότι στην πραγματικότητα το μέγεθος τής τουρκικής φρουράς είχε αυξηθεί σε περισσότερους από τρεις χιλιάδες άνδρες. Οι Τούρκοι είχαν επίσης προσθέσει στις οχυρώσεις, είχαν σκάψει χαρακώματα μπροστά από την κύρια πύλη, καθώς και «στους μύλους», ενώ ήσαν σαφώς έτοιμοι να υπερασπιστούν το νησί εναντίον πιθανής επίθεσης.

Ο Μοτσενίγκο αναγνώριζε ότι ο ίδιος και οι «στρατιωτικοί διοικητές και μηχανικοί» είχαν κάνει λάθος στην εκτίμησή τους ότι θα μπορούσαν να καταλάβουν εύκολα την Τένεδο. Τώρα ήταν σαφές ότι οι «ατέλειες» τής φρουράς και τού φρουρίου είχαν διορθωθεί, «αλλά», έλεγε, «δεν θεωρώ την Τένεδο τόσο σημαντική, ώστε να δικαιολογεί την κούραση (μιας επίθεσης) και την αιματοχυσία». Θα ήταν καλύτερα να απέχουν από κάθε επιχείρηση, «στην οποία θα μπορούσαν να χαθούν περισσότερα απ’ όσα κερδίζονται» (dove si possa perdere più di quel che s’acquista). Μέχρι τώρα είχαν κάνει οτιδήποτε δυνατόν, ώστε να μην αφήσουν την εκστρατευτική περίοδο να γλιστρήσει χωρίς κάποιο αξιόλογο επίτευγμα. Όμως οι ενετικές δυνάμεις ήσαν περιορισμένες. Δεν διέθεταν έμπειρους στρατιωτικούς διοικητές. Ήταν σοφό που δεν είχαν κάνει προσπάθεια εναντίον ούτε τη Χίου ούτε τής Μυτιλήνης.

Έχοντας έτσι εγκαταλείψει κάθε σκέψη και ελπίδα κατάληψης τής Τενέδου, τής Χίου και τής Μυτιλήνης, άραγε υπήρχε τίποτε άλλο μπροστά στον ενετικό στόλο; Τουλάχιστον είχαν κερδίσει «τη φήμη να στέκονται στο στόμιο των Δαρδανελλίων και να προκαλούν σε ναυμαχία τον τουρκικό στόλο» (riputatione d’essere stati alle Bocche (de’ Dardanelli) ed haver provocato a battaglia l’armata Turchescha). Τούς έλειπε η στρατιωτική ηγεσία (όπως έχουμε ακούσει πολλές φορές), καθώς και το ανθρώπινο δυναμικό για μεγάλη επιχείρηση στη στεριά και έτσι το πολεμικό συμβούλιο αποφάσιζε τώρα ότι «για τον λόγο αυτό δεν πρέπει να αναλάβουμε την επίθεση κατά τής Τενέδου, ούτε να διακινδυνεύσουμε στρατεύματα για κατάκτηση που θεωρείται άχρηστη, ανυπόστατη και που δεν πρέπει να επιχειρηθεί με σκοπό άλλο, εκτός από την καταστροφή (του φρουρίου)».

Επειδή έτσι δεν φαινόταν να υπάρχουν άλλες επιχειρήσεις που θα ήσαν εύκολες (altre imprese facili), το πολεμικό συμβούλιο αποφάσιζε ότι έπρεπε να φυλάξουν τις πενιχρές δυνάμεις τής Σινιορίας με την ελπίδα για καλύτερη χρονιά το 1692. Παρ’ όλα αυτά, για να κρατήσουν την τουρκική αρμάδα περιορισμένη μέσα στα Δαρδανέλλια, οι ενετικές δυνάμεις θα παρέμεναν στη θέση τους για κάποιο χρονικό διάστημα «και στο μεταξύ θα επισκέπτονταν τη Μύκονο και την Πάρο (στις Κυκλάδες), προκειμένου να αυξήσουν τα αποθέματα κρασιού και τροφίμων, για να ανακουφίσουν την ταλαιπωρία στην οποία βρίσκεται τώρα ο στόλος».33

Το φθινόπωρο τού 1691 συνέβη ανταρσία των Γάλλων στρατιωτών πάνω στη ναυαρχίδα τού Μπαρτόλο Κονταρίνι, τού διοικητή των ιστιοφόρων. Ο Κονταρίνι τραυματίστηκε. Η ανταρσία κατεστάλη. Η αναταραχή μεταξύ των Γάλλων στρατιωτών έπρεπε να αναμενόταν, γιατί ο Λουδοβίκος ΙΔ’ δεν κρατούσε πια την ουδετερότητά του στον χριστιανικό πόλεμο με το Ισλάμ. Υποστήριζε τούς Τούρκους με μυστικό, καθώς και με όχι τόσο μυστικό τρόπο. Τον Δεκέμβριο (1691) η δυσαρεστημένη φρουρά στη Γραμβούσα, στη δυτική άκρη τού νησιού τής Κρήτης, παρέδωσε το φρούριο στους Τούρκους. Ύστερα από περαιτέρω συνεδριάσεις τού πολεμικού συμβουλίου αποφασίστηκε να γίνει προσπάθεια εναντίον των Τουρκοκρατούμενων Χανίων, επίσης στη δυτική Κρήτη και στις 17 Ιουλίου 1692 ο Μοτσενίγκο αποβίβασε τις δυνάμεις του στα Χανιά με μικρή παρέμβαση από τούς Τούρκους. Είχε πάνω-κάτω υπό τις διαταγές του 34 γαλέρες και 27 πλοία, μεταξύ των οποίων τέσσερις παπικές και οκτώ μαλτέζικες γαλέρες, γεγονός που περιόριζε κάπως τη γενική του εξουσία.

Οι χριστιανοί σύμμαχοι εμπόδισαν τουρκική προσπάθεια ανακούφισης τής πολιορκίας στις 8 Αυγούστου. Όταν όμως Τούρκοι αιχμάλωτοι ενημέρωσαν τον Μοτσενίγκο ότι ο καπουδάν πασάς κατευθυνόταν στα Χανιά με μεγάλη ναυτική δύναμη, τον κατέλαβε η συνηθισμένη επιφυλακτικότητά του και αποφάσισε να αποσύρει τον ενετικό στόλο και τις συμμαχικές μοίρες. Παρά το γεγονός ότι ο παπικός και ο Μαλτέζος στρατηγός πρότειναν ότι έπρεπε και οι τρεις να χρησιμοποιήσουν τη ναυτική τους δύναμη εναντίον τής αρμάδας τού καπουδάν πασά, όταν και αν αυτή έφτανε στο προσκήνιο, αρνήθηκε την προσφορά τους με το επιχείρημα ότι έβαζε τα ενετικά σκάφη σε αδικαιολόγητο κίνδυνο. Έτσι στις 29 Αυγούστου (1692) οι σύμμαχοι εγκατέλειψαν την πολιορκία των Χανίων. Κι έτσι ο παπικός και ο Μαλτέζος διοικητής έπλευσαν προς τα δυτικά με τις γαλέρες τους, ενώ ο ενετικός στόλος βρέθηκε σύντομα στον δρόμο προς το Ναύπλιο, όπου επρόκειτο να περάσει τον χειμώνα. Ο Μοτσενίγκο ανακλήθηκε στη Βενετία και παραπέμφθηκε σε δίκη. Κρίθηκε αθώος για την κατηγορία τής προδοσίας, αλλά η δειλία και η ανικανότητα είχαν τερματίσει τη ναυτική του σταδιοδρομία.34

Η σημασία τής άκαρδης εγκατάλειψης από τον Ντομένικο Μοτσενίγκο τής πολιορκίας των Χανίων κατανοήθηκε καλά στην Ισταμπούλ, όπως καθιστά σαφές ο Τόμας Κοκ σε αναφορά τής 29ης Οκτωβρίου 1692 προς τον κόμη τού Νόττιγχαμ στο Ουάιτχωλ:

…Οι Ενετοί έχουν λύσει την πολιορκία τους στα Χανιά με ζημιά και δυσφήμηση, η οποία καταλογίζεται στους Γάλλους, που ενημέρωσαν τούς Τούρκους για το σχέδιό τους και εκατοντάδες Γάλλοι στον ενετικό στρατό, μόλις αποβιβάστηκαν στον Χάνδακα (Κρήτη), πήγαν με το μέρος των Τούρκων και βοήθησαν στην υπεράσπιση τού τόπου. Αυτή η καλή επιτυχία από την πλευρά τους, καθώς και το ότι οι αυτοκρατορικοί δεν έχουν κάνει τίποτε στην Ουγγαρία, φοβάμαι ότι θα ανυψώσει τούς Τούρκους. Η μεγαλύτερη ζημιά που έχουν υποστεί αυτοί είναι από τούς χάιντουκ ή κλέφτες στα βουνά μεταξύ Σόφιας και Βελιγραδίου, που διέπραξαν μεγάλο αδίκημα σε αυτόν τον δρόμο, παίρνοντας εκατό χιλιάδες δολλάρια, που στέλνονταν από την Αδριανούπολη στον στρατό και συνοδεύονταν από 400 άνδρες…35

Μετά τη θλιβερή αποτυχία τού Ντομένικο Μοτσενίγκο, τα μάτια τής Βενετίας καρφώνονταν επάνω στον δόγη Φραντσέσκο Μοροζίνι ως επόμενο ναυτικό γενικό διοικητή. Όταν οι γερουσιαστές συγκεντρώθηκαν στην Αίθουσα Ψηφοφορίας (Sala dello Scrutinio) στο Παλάτι των Δόγηδων την ημέρα των Χριστουγέννων τού 1692 για να κάνουν τούς διορισμούς τους, ο Μοροζίνι έλαβε 95 ψήφους, ο Τζιρολάμο Ντολφίν 27 και 22 άλλοι μοιράστηκαν τις υπόλοιπες 46 ψήφους. Σε ηλικία εβδομηντατεσσάρων ετών και σε κακή κατάσταση υγείας, ο Μοροζίνι δεν ήθελε να αποδεχθεί το επαχθές καθήκον, αλλά τελικά ενέδωσε σε δάκρυα και ικεσίες. Επιστρέφοντας στην Αίθουσα τού Μεγάλου Συμβουλίου, οι γερουσιαστές δεν χρειάστηκε να περιμένουν για την επίσημη ψηφοφορία προκειμένου να ενεργήσουν με την υπόθεση ότι είχε εκλεγεί. Όταν όμως ήρθε το αποτέλεσμα τής ψηφοφορίας, με 847 ευγενείς παρόντες, υπήρχαν 797 ψήφοι υπέρ (de parte), 34 κατά (de non) και 12 χωρίς δέσμευση (non sinceri). Την επόμενη μέρα στη Γερουσία ο Μοροζίνι σηκώθηκε από την καρέκλα του, έβγαλε το καπέλο με κέρατα τού δόγη (όπως γινόταν όταν ο νεοεκλεγείς δόγης ευχαριστούσε για την ανύψωσή του σε αυτή τη θέση) και πρόσφερε τη ζωή του στη Δημοκρατία.

Ύστερα από περίτεχνες λιτανείες και τελετές στην πλατεία και την εκκλησία τού Σαν Μάρκο στις 24-25 Μαΐου 1693, ο Μοροζίνι πήγε στο Λίντο στις 26 τού μηνός με το Μπουτσιντόρο, την καταστόλιστη κρατική γαλέρα, συνοδευόμενος από τούς δύο συμβούλους του, τον Ζόρζι Μπενζόν και τον Αγκοστίνο Σαγκρέντο, τον υπασπιστή τού Φραντσέσκο Μοτσενίγκο και άλλους αξιωματούχους. Επιβιβάστηκε στη ναυαρχίδα του στο Λίντο και στη συνέχεια έπλευσε μερικές ημέρες αργότερα για τη Μονεμβασία, όπου είχε συγκεντρωθεί ο ενετικός στόλος. Ήταν η τέταρτη κλήση του στα όπλα ως ναυτικός γενικός διοικητής.

Ο Μοροζίνι ενίσχυσε τις φρουρές ορισμένων οχυρωμένων πόλεων τού Μοριά, ιδιαίτερα εκείνη τής Κορίνθου. Στη συνέχεια σκέφτηκε να προχωρήσει προς τα Δαρδανέλλια, αλλά οι αντίθετοι άνεμοι ήσαν πολύ ισχυροί. Καταδίωξε Αλγερινούς πειρατές και έχοντας μάθει την προσέγγιση τού Τούρκου σερασκέρη τής Λιβαδειάς, έσπευσε να υπερασπιστεί την Κόρινθο. Όμως, για να κατορθώσει οποιαδήποτε αξιόλογη επιτυχία, χρειαζόταν περισσότερους άνδρες, χρήματα και γαλέτα. Κατέλαβε μερικά μικρά νησιά στον Σαρωνικό κόλπο και σε εκείνο τής Αργολίδας, αλλά υπέφερε από τα δεινά τού γήρατος, όπως πέτρες στα νεφρά και ελαττωματική ουροδόχο κύστη (…adeo vehementer sub ipsum saevientis mali exordium, quod a calculi vi asperabatur, vexari incepit).

Υποχωρώντας στο Ναύπλιο (Νάπολι ντι Ρομάνια), όπου σκόπευε να περάσει τον χειμώνα, ο Μοροζίνι πέθανε στις 6 Ιανουαρίου 1694.36 Σήμερα, καθώς ο τουρίστας εισέρχεται στην Αίθουσα Ψηφοφορίας (Sala dello Scrutinio) στο Παλάτι των Δόγηδων, βλέπει στον μακρινό τοίχο θριαμβική αψίδα (φτιαγμένη το 1694), που εσωκλείει την πόρτα που οδηγεί στην μεγάλη σκάλα που κατεβαίνει στην αυλή. Η αψίδα φέρει την αναμνηστική επιγραφή «Η Γερουσία προς τον Φραντσέσκο Μοροζίνι Πελοποννησιακό, 1694» (Francisco Mauroceno Peloponnesiaco Senatus MDCVIC). Ο Μοροζίνι θάφτηκε αργότερα με μεγάλη τελετή στην εκκλησία τού Σάντο Στέφανο, όπου ο τουρίστας συναντά (μπαίνοντας από την κύρια πύλη) μεγάλη χάλκινη σφραγίδα στο δάπεδο, με την επιγραφή «Οστά τού Φραντσέσκο Μοροζίνι Πελοποννησιακού, ηγεμόνα των Ενετών, 1694» (Francisci Mauroceni Peloponnesiaci, Venetiarum principis, ossa 1694). Ο Φραντσέσκο Μοροζίνι και ο παλαιός Ενρίκο Ντάντολο είναι ίσως οι πιο διάσημοι από όλους τούς δόγηδες τής Βενετίας.

<-11. Η απόσυρση των Ενετών από την Αθήνα. Η αφαίρεση των αρχαιοτήτων. Η αποτυχία στο Νεγκροπόντε 13. Ο πόλεμος τής Ένωσης τού Άουγκσμπουργκ. Οι συνθήκες τού Κάρλοβιτς και τού Ράιζβαϊκ. Η ειρήνη μεταξύ Βενετίας και Πύλης->
error: Content is protected !!
Scroll to Top