13
Ο πόλεμος τής Ένωσης τού Άουγκσμπουργκ. Οι συνθήκες τού Κάρλοβιτς και τού Ράιζβαϊκ. Η ειρήνη μεταξύ Βενετίας και Πύλης
![]() |
![]() |
Όταν οι αυτοκρατορικοί πήραν τελικά το Βελιγράδι (στις 6 Σεπτεμβρίου 1688), ο Λουδοβίκος ΙΔ’ αποφάσισε να αγνοήσει τη συνθήκη ή «ανακωχή» τού Ρέγκενσμπουργκ (15 Αυγούστου 1684), σύμφωνα με την οποία ο ίδιος είχε δεσμευθεί σε εκεχειρία με τον Λεοπόλδο Α’ για είκοσι χρόνια (armistitium viginti annorum).1 Στη γαλλική αυλή ειπώθηκε ότι ο Λουδοβίκος είχε υπάρξει πολύ γενναιόδωρος. Αμέσως μετά την πτώση τού Βελιγραδίου ο Λουδοβίκος έστειλε στρατεύματα στο Παλατινάτο τού Ρήνου, όπου ξεκίνησαν εκτεταμένη καταστροφή. Στις αρχές τού έτους 1689, όπως είδαμε, οι Τούρκοι απεσταλμένοι Σουλφικάρ εφέντης και Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος είχαν προσπαθήσει να οργανώσουν ανακωχή ή ειρήνη με τούς αυτοκρατορικούς, τούς Ενετούς και τούς Πολωνούς, αλλά τίποτε δεν είχε προκύψει από τις προσπάθειές τους. Με τον Λουδοβίκο ΙΔ’ ως κοντινό τους σύμμαχο, οι Τούρκοι δεν ενδιαφέρονταν πια για ειρήνη με την αυτοκρατορία, εκτός αν ο Λεοπόλδος Α’ παραιτιόταν από το Βελιγράδι και άφηνε την Τρανσυλβανία στην Πύλη.2
Σύμφωνα με τον Τόμας Κοκ, οι Γάλλοι είχαν βοηθήσει τούς Τούρκους να υπερασπιστούν τα Χανιά. Προς το τέλος Οκτωβρίου 1692, όπως μάς πληροφορεί ο Κοκ, η επιτυχία φαινόταν να στρέφεται προς την πλευρά των Τούρκων, «… με τούς αυτοκρατορικούς να μην έχουν κάνει τίποτε στην Ουγγαρία». Καθώς οι Γάλλοι εξέτρεπαν σταδιακά την προσοχή των αυτοκρατορικών από το ανατολικό μέτωπο, οι Τούρκοι γίνονταν πιο επιτυχείς και μάλιστα τα είχαν ήδη πάει πολύ καλά κατά τη διάρκεια τού έτους 1690, ανακαταλαμβάνοντας τη Νις και το Βελιγράδι και διώχνοντας τον Χριστιανό εχθρό από το μεγαλύτερο μέρος τής Σερβίας, τής Βουλγαρίας και τής Τρανσυλβανίας.3 Όμως στις 19 Αυγούστου 1691 ο Λούντβιχ φον Μπάντεν νίκησε τούς Τούρκους σε αποφασιστική μάχη στο Σλάνκαμεν, στις όχθες τού Δούναβη στη βόρεια Σερβία. Ο μεγάλος βεζύρης Μουσταφά Κιοπρουλού σκοτώθηκε. Η μάχη ήταν καταστροφική για τούς Τούρκους και δαπανηρή για τούς Αυστριακούς,4 αλλά εξασφάλιζε στους Αψβούργους την κατοχή τής Ουγγαρίας και τής Τρανσυλβανίας. Ύστερα από άλλα έξι χρόνια ο Ευγένιος τής Σαβοΐας θα πρόσθετε το καθοριστικό του αποτύπωμα, ανατρέποντας τούς Τούρκους στη Ζέντα.
Στο μεταξύ, αν και οι αυτοκρατορικοί συνέχιζαν τον πόλεμο με τούς Τούρκους, ο Λουδοβίκος ΙΔ’ αποτελούσε σοβαρή απόσπαση τής προσοχής. Στην πραγματικότητα όμως, όπως θα δούμε, η Αυστρία δεν ήταν ο κύριος αντίπαλος τής Γαλλίας στον πόλεμο τής Ένωσης τού Άουγκσμπουργκ (1688-1697). Αν και μπορούμε να θεωρήσουμε τον Λεοπόλδο Α’ ως τον πρωτουργό των βασικών συμφώνων τής Ένωσης, ο Ουίλλιαμ Γ’ τής μεγάλης Βρετανίας θα ήταν ο πιο εμφανής και αποφασιστικός αντίπαλος τού Λουδοβίκου ΙΔ’. Ο Λουδοβίκος ήθελε να διατηρήσει τις περιοχές στην Αλσατία και τη Λωρραίνη, τις οποίες είχε κερδίσει στη Βεστφαλία (1648), καθώς και τις «επανενώσεις» (reunions) που είχε αρπάξει το 1680-1681, καμία από τις οποίες δεν είχε αναγνωρίσει ως έγκυρες ο Λεοπόλδος στην εκεχειρία τού Ρέγκενσμπουργκ.
Ο Λουδοβίκος ανησυχούσε πολύ με τον σχηματισμό τής Ένωσης τού Άουγκσμπουργκ στις 9 Ιουλίου 1686, η οποία επρόκειτο να διαρκέσει τρία χρόνια και περισσότερο, αν ήταν απαραίτητο. Την Ένωση αποτελούσαν ο αυτοκράτορας, ο βασιλιάς τής Ισπανίας ως δούκας τής Βουργουνδίας, το στέμμα τής Σουηδίας για τις επαρχίες που κατείχε στην Αυτοκρατορία, ο εκλέκτορας τής Βαυαρίας, οι «κύκλοι» τής Βαυαρίας, Φρανκονίας και Σουηβίας, οι δούκες τής Σαξωνίας και οι άλλοι ηγεμόνες τής αυτοκρατορίας «πέρα από τον Ρήνο», που δεσμεύονταν όλοι να τηρούν την ανακωχή που είχε συμφωνηθεί στο Ρέγκενσμπουργκ το 1684 μεταξύ Γαλλίας και αυτοκρατορίας, για τη διατήρηση τής ειρήνης και τής ηρεμίας σε όλη την αυτοκρατορία και για την κοινή υπεράσπιση των δικαιωμάτων και συμφερόντων των συμβαλλομένων μερών.5
Η Ένωση τού Άουγκσμπουργκ ήταν συμμαχία εναντίον τής Γαλλίας. Αν οι αυτοκρατορικοί κατάφερναν να προσθέσουν την Ουγγαρία και την Τρανσυλβανία στα εδάφη των Αψβούργων και μπορούσαν να κάνουν στη συνέχεια ειρήνη με την Υψηλή Πύλη, τότε προφανώς ο Λουδοβίκος ΙΔ’ βρισκόταν σε πρόβλημα, γιατί ο Λεοπόλδος θα ήταν σε θέση να μεταφέρει τούς στρατιωτικούς του πόρους από το ανατολικό στο δυτικό μέτωπο. Ο Λουδοβίκος ήξερε ότι έπρεπε να χτυπήσει όσο το σίδερο ήταν καυτό. Και το έκανε με δημόσια δήλωση ότι μόλις ο αυτοκράτορας έπαυε τις εχθροπραξίες με τούς Τούρκους, τότε αναμφίβολα θα επιτίθετο στη Γαλλία, ενώ η Ένωση τού Άουγκσμπουργκ ήταν απλώς γερμανική «ένωση» εναντίον των δικαιωμάτων και τού στέμματος τής Γαλλίας.6
Οι Ενετοί εύρισκαν δύσκολα τα έτη 1692-1693. Η αποτυχία να καταλάβουν τα Χανιά ήταν απογοητευτική και υπήρχε συνεχής φόβος τουρκικής επίθεσης.7 Η ανησυχία που επικρατούσε στη Βενετία και αλλού δεν ήταν αδικαιολόγητη. Κάθε χρόνο νέος στρατός φαινόταν να αναδύεται από το τουρκικό έδαφος. Στις 19 Φεβρουαρίου 1692 ο Τόμας Κοκ περιέγραφε την οθωμανική νοοτροπία σε αναφορά από την Ισταμπούλ προς τον κόμη τού Νόττιγχαμ :
… Παρά τις μεγάλες απώλειές τους, (οι Τούρκοι) ποτέ δεν αποτυγχάνουν να έχουν στρατό το επόμενο έτος και οι στρατιώτες τους είναι συνεχώς πληρωμένοι, ούτε θα λείπουν ποτέ από την αυτοκρατορία άνδρες ή χρήματα επαρκή, αν και όχι σε τέτοιο βαθμό όπως τότε που μεσουρανούσε, ενώ νομίζουν ότι οι Γερμανοί θα εξαντληθούν από αυτούς και αν πετύχουν μια νίκη στο πεδίο τής μάχης, σύντομα θα ανακτήσουν τις απώλειές τους…
Αυτοί οι άνθρωποι είναι πολύ περήφανοι, με επίμονο πνεύμα και ζήλο, θεωρώντας τώρα τον πόλεμο περισσότερο ως θρησκεία παρά ως κατάσταση και πιστεύουν, με δεδομένη την παρούσα κατάσταση τής Χριστιανοσύνης ότι δεν είναι δυνατό να χάσουν περισσότερα, ενώ μπορούν να ανακτήσουν εκείνα που έχουν χαθεί. Σε συζήτηση με μεγάλο υπουργό, συνετό, όχι παρασυρμένο από τούς Γάλλους, τού είπα ότι η πρώτη συμμαχία μας με την Πύλη δεν ήταν, όπως δείχνει τώρα, μόνο για το εμπόριο, αλλά επειδή η δύναμη τού οίκου τής Αυστρίας ήταν τότε τόσο τρομερή, όσο είναι τής Γαλλίας τώρα. Ενωθήκαμε (με την Πύλη) για να τής αντιταχθούμε και να σταματήσουμε την αύξησή της, πράγμα που ήταν πραγματικά προς το συμφέρον τους, καθώς και το δικό μας ότι η δύναμη τής Χριστιανοσύνης δεν έπρεπε να πέσει κάτω από ένα μονάρχη, ο οποίος θα τούς ενέπλεκε στην κοινή καταστροφή και (πράγμα που αποτελεί το πιο στέρεο επιχείρημα), αν δεν εκμεταλλεύονταν αυτή την ευκαιρία για ειρήνη, ο πόλεμος στη Χριστιανοσύνη ήταν πάρα πολύ καυτός, ώστε να συνεχιστεί για πολύ και ότι αν χτυπούσε προς τα εκεί, τότε ολόκληρος ο χείμαρρος θα στρεφόταν επάνω τους. Εκείνος μού απάντησε ότι «αυτές είναι οι πραγματικές σου σκέψεις και εικασίες. Μάς έχετε παρεξηγήσει. Κοιτάζουμε τις παρούσες συνθήκες, που μάς υποχρεώνουν να τις παίρνουμε υπόψη και όχι τις απομακρυσμένες επιπτώσεις, που μπορεί να συμβούν ύστερα από χρόνια. Αν αυτό είναι το θέλημα τού Θεού, τότε αυτό πρέπει να γίνει και όλες οι προφυλάξεις μας δεν μπορούν να το αποτρέψουν. Αυτές είναι οι αντιλήψεις τους και φοβάμαι ότι θα δούμε ειρήνη στη Χριστιανοσύνη, πριν δούμε με αυτούς…».8
Η διεθνής σκηνή περιπλεκόταν από πολλούς παράγοντες: από την εξασθένηση τού Καρόλου Β’ τής Ισπανίας, ο οποίος είχε ζήσει περισσότερο απ’ όσο θα περίμενε κανείς. Από τον ύποπτο θάνατο τής Γαλλίδας συζύγου του, τής Μαρί Λουίζ τής Ορλεάνης (στις 12 Φεβρουαρίου 1689). Από τη Βαυαρική διεκδίκηση για τον ισπανικό θρόνο, λόγω τού γάμου τού Μαξ Εμμάνουελ με τη Μαρία Αντόνια, την κόρη τού Λεοπόλδου Α’. Από τις προσπάθειες τού ίδιου τού Λεοπόλδου να εξασφαλίσει τον θρόνο για τον μικρότερο γιο του, τον αρχιδούκα Καρλ. Και από τη φιλοδοξία τού Λουδοβίκου ΙΔ’ να προσθέσει τα ισπανικά βασίλεια στα εδάφη τού οίκου των Βουρβώνων. Όμως ο Λουδοβίκος είχε ξανοιχτεί σε πιο άγρια θάλασσα απ’ όσο λογάριαζε, γιατί τώρα οι αντι-Καθολικές κοινοβουλευτικές δυνάμεις στην Αγγλία επέφεραν την Ένδοξη Επανάσταση (1688-1689), την εκθρόνιση τού Τζέημς Β’ και την άνοδο στον θρόνο τού Ουίλλιαμ Γ’ και τής Μαρίας Β’.
Επιτέλους, ο Ουίλλιαμ μπορούσε να δώσει διέξοδο στη μακροχρόνια εχθρότητά του προς τούς Γάλλους. Στις 12 Μαΐου (1689) ο Λεοπόλδος αποδέχθηκε στη Βιέννη αμυντική και επιθετική συμμαχία με τις Ηνωμένες Επαρχίες τού Βελγίου. Η συμμαχία αυτή στρεφόταν κατά των Γάλλων, λόγω τής πρόσφατης εισβολής τους στο αυτοκρατορικό Παλατινάτο και τής ολισθηρής αποτυχίας τους να συμμορφωθούν προς τις συνθήκες που είχαν υπογράψει (lubrica Gallorum in observandis tractatibus fides).9 Στο Χάμπτον Κωρτ, πέντε μέρες αργότερα (στις 17 Μαΐου), ο Ουίλλιαμ και η Μαρία κήρυσσαν τον πόλεμο κατά τού βασιλιά τής Γαλλίας, ως απάντηση στην εισβολή του στα κράτη τού αυτοκράτορα και στην αυτοκρατορία, καθώς και στην εκ μέρους του εξωφρενική παραβίαση των συνθηκών που είχαν επικυρωθεί από το αγγλικό στέμμα.10
Ο πόλεμος μεταξύ Αγγλίας και Γαλλίας δεν περιοριζόταν σε στρατούς και στόλους, αλλά επεκτεινόταν επίσης σε εμπορικά πλοία, που κυριαρχούσαν στο διεθνές εμπόριο, καθώς και στην πολιτική. Το 1695 για παράδειγμα, οι Γάλλοι επιτέθηκαν σε αγγλικά εμπορικά πλοία στις Αλυκές, το σημαντικό λιμάνι στον κόλπο τής Λάρνακας στην Κύπρο, καθώς και στη Σμύρνη και αλλού, όπως ανέφερε ο Σερ Ουίλλιαμ Πάτζετ, ο Άγγλος πρεσβευτής στην Ισταμπούλ, προς τον δούκα τού Σριούσμπερι, τον υπουργό εξωτερικών τού Ουίλλιαμ Γ’. Ούτε η Αγγλία, ούτε η Γαλλία βρίσκονταν σε πόλεμο με τούς Τούρκους. Η οθωμανική επικράτεια ήταν ουδέτερη και δεν έπρεπε να αποτελεί το σκηνικό μιας τέτοιας ένοπλης σύγκρουσης. Ο Πάτζετ, ο οποίος σύντομα θα διακρινόταν στις διαπραγματεύσεις που οδήγησαν στην ειρήνη τού Κάρλοβιτς, έγραφε στον Σριούσμπερι τον Σεπτέμβριο τού 1695: «Καθώς ο Μεγάλος Άρχοντας βρίσκεται στο εξωτερικό (ο Μουσταφά Β’ ήταν στο Βελιγράδι), δεν έχω τα μέσα για να καταστείλω αυτό το θράσος, ενώ όταν επιστρέψει, η μεροληψία τής αυλής υπέρ των Γάλλων με κάνει να καταλαβαίνω ότι δύσκολα θα πετύχουμε ικανοποίηση, αν και θα προσπαθήσω να την εξασφαλίσω με όλα τα δυνατά μέσα».11
Ο Πάτζετ ήταν δραστήριος πρεσβευτής, έχοντας εγκαθιδρύσει φιλικές σχέσεις με τον Κωνσταντίνο Μπρανκοβάν, τον ηγεμόνα τής Βλαχίας, έτσι ώστε «οι επιστολές μου περνούν καλύτερα και με μεγαλύτερη ασφάλεια απ’ όση κατά το παρελθόν». Ήθελε να γράψει ο Ουίλλιαμ Γ’ επίσημη ευχαριστήρια επιστολή προς τον Μπρανκοβάν, για «να τον ενθαρρύνουμε να συνεχίσει τις υπηρεσίες του».12 Με όλους σχεδόν σε πόλεμο, ο Πάτζετ αναμφίβολα σκεφτόταν την παλαιά παροιμία ότι ένας φίλος σε ανάγκη ήταν πράγματι φίλος (a friend in need was a friend indeed).
Στο Ουάιτχωλ, στις 22 Αυγούστου (1689), οι εκπρόσωποι τού Ουίλλιαμ Γ’ τής μεγάλης Βρετανίας και εκείνοι των Γενικών Τάξεων (Staten-Generaal) τής προτεσταντικής Ολλανδίας υπέγραφαν άλλη συνθήκη κατά τής Γαλλίας, σύμφωνα με την οποία η Αγγλία και η Ολλανδία απαγόρευαν κάθε είδους συναλλαγές και εμπόριο με τούς Γάλλους και αναλάμβαναν να επαναθεσπίσουν δίκαιη και λογική ειρήνη στη Χριστιανοσύνη.13 Τέσσερις μήνες αργότερα (στις 20-23 Δεκεμβρίου) ο Ουίλλιαμ εντάχθηκε στην αμυντική και επιθετική συμμαχία, που είχε συνάψει ο αυτοκράτορας Λεοπόλδος (στις 12 Μαΐου) με τις Συμμαχικές (Καθολικές) Επαρχίες τού Βελγίου.14 Έξι περίπου μήνες αργότερα ο Κάρολος Β’ τής Ισπανίας και ο Βιττόριο Αμαντέο, ο δούκας τής Σαβοΐας, εντάχθηκαν σε συμμαχία (στις 3 Ιουνίου 1690), «επειδή είχε έρθει γαλλικός στρατός στην Ιταλία, με σκοπό να δράσει ανοιχτά εναντίον τού κράτους τού Μιλάνου και παρέμενε στα κράτη τής βασιλικής του Υψηλότητας τής Σαβοΐας» (comme il est venu une Armée Françoise en Italie à dessein d’agir ouvertement contre l’État de Milan, et qu’elle s’est tenue dans les États de son Altesse royale de Savoye).15 Την επόμενη μέρα (στις 4 Ιουνίου) μια συνθήκη συμμαχίας εναντίον τής Γαλλίας έδενε τον Βιττόριο Αμαντέο με τον αυτοκράτορα Λεοπόλδο Α’. Δύο μέρες αργότερα ο Κάρολος Β’ τής Ισπανίας εισερχόταν στην «ομοσπονδία» τής 12ης Μαΐου 1689, σε νέα συμφωνία με τον Λεοπόλδο κατά τής Γαλλίας.16
Η Μεγάλη Συμμαχία μεγάλωνε. Ο Φρήντριχ Γ’, ο εκλέκτορας τού Βρανδεμβούργου, πρόσθεσε το όνομά του και την υπόσχεση για 20.000 στρατιώτες (με αυτοκρατορική επιχορήγηση) στον αντι-γαλλικό συνασπισμό (στις 6 Σεπτεμβρίου 1690),17 ενώ ένα μήνα αργότερα ο Βιττόριο Αμαντέο εισερχόταν στη Μεγάλη Συμμαχία με τον Ουίλλιαμ Γ’ τής μεγάλης Βρετανίας και τις Γενικές Τάξεις (Staten-Generaal) τής Ολλανδίας (στις 20 Οκτωβρίου 1690).18 Αυτοκρατορικοί, βασιλικοί και εκπρόσωποι ηγεμόνων ήσαν εμφανείς καθώς κινούνταν από το ένα κέντρο εξουσίας στο άλλο, διαπραγματευόμενοι και υπογράφοντας σύμφωνα εναντίον των Γάλλων. Αργότερα αυτά τα σύμφωνα ανανεώθηκαν, ενώ έγιναν και άλλα εναντίον τής Γαλλίας. Ο Λουδοβίκος ΙΔ’ είχε να αντιμετωπίσει μια σχεδόν ενωμένη Ευρώπη. Ο πόλεμος εναντίον των Τούρκων συνεχιζόταν, με κατά καιρούς επιδότηση από κάποιο Γερμανό ηγεμόνα,19 όπως συνεχιζόταν και ο πόλεμος στη Δύση, με περιοδική ανταλλαγή αιχμαλώτων. Τόσο πολλά κράτη είχαν εμπλακεί στον πόλεμο τής Ένωσης τού Άουγκσμπουργκ (1689-1697), που οι Ενετοί δεν είχαν καμία ελπίδα να βρουν επαρκή βοήθεια εναντίον των Τούρκων σε όλη τη διάρκεια τής τελευταίας δεκαετίας τού 17ου αιώνα, αλλά όταν έγινε τελικά ειρήνη, θα τα πήγαιναν στην πραγματικότητα αρκετά καλά.
Οι στρατιωτικοί ιστορικοί έχουν ενδιαφερθεί πολύ για τις διάφορες μάχες που δόθηκαν τόσο στη στεριά όσο και στη θάλασσα κατά τη διάρκεια τού πολέμου τής Ένωσης τού Άουγκσμπουργκ, ιδιαίτερα για τις νίκες τού Γάλλου στρατάρχη Φρανσουά ντε Λουξεμπούρ στο Φλόιρους στις 30 Ιουνίου 1690 (επί των Ολλανδών), στο Στέενκερκ στις 24 Ιουλίου 1692 (επί τού Ουίλλιαμ Γ’), στο Νεερβίντεν στις 29 Ιουλίου 1693 (και πάλι επί τού Ουίλλιαμ Γ’), καθώς και στην ήττα τού Γάλλου ναυάρχου Ανν-Ιλαριόν ντε Τουρβίλ από τις βρετανικές και ολλανδικές ναυτικές δυνάμεις στα ανοιχτά τού Σαιν-Βαστ-λα Χογκ στη χερσόνησο τού Χερβούργου (Μάιος 1692) και την ήττα του από τον βρετανικό στόλο στα ανοικτά τού Λάγκος (της νότιας Πορτογαλίας) ένα χρόνο αργότερα (στις 30 Ιουνίου 1693). Ο Ουίλλιαμ Γ’, με αποσπασμένη την προσοχή του από τον Βρετανικό πόλεμο στην Ιρλανδία, τα πήγε άσχημα στο πεδίο τής μάχης, αλλά ύστερα από πολιορκία τριών μηνών κατέλαβε τη Ναμύρ, προκαλώντας ενθουσιασμό στο Λονδίνο και δυσφορία στο Παρίσι, για «τη μια μεγάλη νίκη των δεκαέξι εκστρατειών του».20
Λόγω τής μεγάλης πίεσης που ασκούσαν επί των Τούρκων οι Αυστριακοί και οι Γερμανοί σύμμαχοί τους, οι Φραντσέσκο Μοροζίνι και Όττο Βίλελμ φον Κένιγκσμαρκ τα είχαν πάει ιδιαίτερα καλά στις εκστρατείες τους τη δεκαετία τού 1680. Οι Ενετοί δεν τα είχαν πάει τόσο καλά το 1692-1693, όπως σημειώσαμε, αλλά κάτω από την ατυχή διοίκηση τού Αντόνιο Ζένο πήραν από τούς Τούρκους το νησί τής Χίου στις 6-18 Σεπτεμβρίου 1694, αλλά αναγκάστηκαν να το παραδώσουν στις 21 Φεβρουαρίου 1695 έχοντας υποστεί σοβαρές απώλειες.21 Όπως και στην εγκατάλειψη τής πολιορκίας των Χανίων, η παραίτηση από τη Χίο υπήρξε επιζήμια για τη φήμη τής Βενετίας. Στις 22 Μαρτίου [παλαιό ημερολόγιο, δηλαδή 1 Απριλίου] 1695 ο Ουίλλιαμ Ραίη, ο Άγγλος πρόξενος στη Σμύρνη, έγραφε σε φίλο του στην Αγγλία:
«Δεν αμφιβάλλω ότι θα έχεις ακούσει για τη ντροπιαστική εγκατάλειψη τής Χίου από τούς Ενετούς, όπου πάρα πολλά στοιχεία δεν μπορούν να περιέλθουν με βεβαιότητα σε γνώση μας και όπου οι κύριες πληροφορίες που παίρνουμε είναι από τούς ίδιους τούς Τούρκους». Σύμφωνα με όσα είχε μάθει ο Ραίη στη Σμύρνη,
ο στόλος τού Μεγάλου Άρχοντα, αποτελούμενος από 20 πλοία και 23 γαλέρες, όντας καλά ενισχυμένος με άνδρες και όλα τα απαραίτητα πράγματα, επιτέθηκε στις 30 Ιανουαρίου (παλαιό ημερολόγιο, δηλαδή 9 Φεβρουαρίου) στον ενετικό στόλο, από τον οποίο, λόγω έλλειψης καλής διοίκησης ή λόγω τής ατυχίας τής νηνεμίας, λίγα ενετικά πλοία μπόρεσαν να αντισταθούν, ενώ κάηκαν τα πλοία τού ναυάρχου και τού αντιναυάρχου τους και καταστράφηκαν ένα ή δύο ακόμη.
Μη όντας ικανοποιημένοι με αυτή την επιτυχία, όπως μάς πληροφορεί ο Ραίη, δέκα μέρες αργότερα (στις 19 Φεβρουαρίου) οι Τούρκοι υποχρέωσαν τούς Ενετούς σε δεύτερη σύγκρουση,
στην οποία ο ενετικός στόλος συντρίφτηκε και αποδυναμώθηκε τόσο, που ήσαν ευτυχείς να υποχωρήσουν κάτω από το καταφύγιο τού κάστρου τους, και μη αμφιβάλλοντας ότι θα γινόταν και τρίτη προσπάθεια εναντίον τους, πήραν βιαστικές αποφάσεις να εγκαταλείψουν το νησί, πράγμα που έκαναν στις 11 τού περασμένου μήνα (παλαιού ημερολογίου, δηλαδή στις 21 Φεβρουαρίου) μέσα στη νύχτα, με τόσο μεγάλη σύγχυση και ταραχή, που όχι μόνο άφησαν το κάστρο ανέγγιχτο με τις πρόσθετες οχυρώσεις που είχαν κατασκευάσει, αλλά άφησαν επίσης πολλά άλογα και άνδρες και μεγάλες ποσότητες πυρομαχικών, κανόνια, όλμους, βόμβες, όπλα, μαστίχα, τα πάντα.
Ένα πλοίο προσάραξε και όλοι οι επιβαίνοντες έγιναν σκλάβοι. Οι περισσότεροι από τούς Λατίνους διέφυγαν μαζί με τούς Ενετούς. Η Χίος ήταν γενουάτικη αποικία από το 1346 μέχρι το 1566, όταν οι Τούρκοι κατέλαβαν το νησί. Από τούς Λατίνους που παρέμειναν στο νησί, έξι ή επτά από τούς πιο γνωστούς «κρεμάστηκαν με εντολή τού σερασκέρη». Οι Έλληνες εκτέθηκαν στη θρασύτητα και λεηλασία των Τούρκων στρατιωτών, αλλά προφανώς τούς άφησαν ήσυχους ύστερα από μια ή δύο μέρες. «Αλλά λέγεται ότι ο Μεγάλος Άρχοντας έχει κατασχέσει τα κάθε είδους κτήματα των κατοίκων, οικειοποιούμενος όλο το νησί για το Στέμμα».
Οι περισσότερες λατινικές εκκλησίες μετατράπηκαν σε τζαμιά, οι άνθρωποι υποβαθμίστηκαν στη δυστυχία, «ενώ όλα αυτά προέκυψαν από τη δυσαρέσκεια ή φιλοδοξία μερικών ζηλωτών τής Ρωμαϊκής Εκκλησίας, οι οποίοι έχουν έτσι υποδουλώσει τη χώρα τους, η οποία πριν από αυτό συνέχιζε πολύ χαρούμενη να απολαμβάνει πολλών εξαιρετικών προνομίων κάτω από αυτή την κυβέρνηση». Δύο μόλις εβδομάδες πριν από την ενετική απώλεια τής Χίου «ο Μεγάλος Άρχοντας (Αχμέτ Β’) πέθανε στην Αδριανούπολη από υδρωπικία (στις 6 Φεβρουαρίου 1695) και ο ανηψιός του, ο σουλτάνος Μουσταφά [Β’], ανέβηκε στον θρόνο και τον συνόδευσαν αμέσως τέτοιες επιτυχίες, που εξυψώνεται πολύ το πνεύμα των Τούρκων». Λεγόταν ότι ο νέος σουλτάνος σχεδίαζε να πάει προσωπικά στους πόλεμους και «εξοπλίζονται επίσης τα πλοία τους στην Κωνσταντινούπολη με κάθε ταχύτητα για να προχωρήσουν εναντίον τού Μοριά κι έτσι θα δούμε αν αυτές οι τελευταίες επιτυχίες θα τούς ενθαρρύνουν και πάλι να αντιμετωπίσουν τούς Ενετούς, οι οποίοι ελπίζεται ότι δεν θα διαπράξουν και πάλι τόσο μεγάλα λάθη…».22
Με την πάροδο τού χρόνου αναρωτιόταν κανείς πόσο θα ζούσε ακόμη ο πάντοτε άρρωστος Κάρολος Β’ τής Ισπανίας. Το έτος 1696 μπορούσε κανείς να υποθέσει ότι δεν θα ζούσε ακόμη για πολύ. Ακόμη και στην αυτοκρατορία η προσοχή στρεφόταν από το ανατολικό μέτωπο προς την Ισπανία. Ο Λουδοβίκος ΙΔ’ δεν ήθελε να προκύψει το ζήτημα τής Ισπανικής Διαδοχής όσο βρισκόταν σε πόλεμο με την Αγγλία και την Ολλανδία, την αυτοκρατορία, διάφορες γερμανικές ηγεμονίες και φυσικά με την Ισπανία. Κατ’ αρχήν ο Λουδοβίκος απέσπασε τον Βιττόριο Αμαντέο από τη Μεγάλη Συμμαχία με τη συνθήκη τού Τορίνο (της 29ης Αυγούστου 1696), αποδεχόμενος «παντοτινή ειρήνη, σταθερή και ειλικρινή, μεταξύ τού βασιλιά και τού βασιλείου του και τής βασιλικής του υψηλότητας τού δούκα τής Σαβοΐας και των κρατών του, σαν να μην είχε διαταραχθεί ποτέ…» (pour toujours une Paix stable et sincère entre le Roi et son royaume et Son Altesse Royale M. le Duc de Savoye et ses États, comme si elle n’avoit jamais été troublée…).
Ο Βιττόριο Αμαντέο εγκατέλειπε όλες τις δεσμεύσεις που είχε αναλάβει με τούς συμμάχους στον πόλεμο με τη Γαλλία. Ο Λουδοβίκος τού υποσχόταν την επιστροφή όλων των τόπων, τούς οποίους είχαν καταλάβει οι Γάλλοι στο έδαφος τής Σαβοΐας, καθώς και την οχυρωμένη πόλη Πινερόλο και τα φρούρια που ήσαν εξαρτημένα από αυτήν. Διάφορα οχυρά θα κατεδαφίζονταν με δαπάνη τής Γαλλίας, ενώ όλα τα εν λόγω εδάφη θα επανέρχονταν στον Βιττόριο Αμαντέο, τού οποίου η κόρη Μαρία Αδελαΐδα θα παντρευόταν τον εγγονό τού Λουδοβίκου, που ονομαζόταν επίσης Λουδοβίκος, τον τότε δούκα τής Βουργουνδίας.23
Στις αρχές Οκτωβρίου 1696 υπήρξε αναστολή των όπλων στην Ιταλία. Τα στρατεύματα τής αυτοκρατορίας, τής Ισπανίας και τής Σαβοΐας θα απείχαν από εχθροπραξίες με το Στέμμα τής Γαλλίας.24 Ο Βιττόριο Αμαντέο είχε βέβαια ήδη δώσει στον Λουδοβίκο ΙΔ’ υπόσχεση ουδετερότητας. Τελικά οι πολυαναμενόμενες συνθήκες ειρήνης, πολλοί από τούς όρους των οποίων είχαν ήδη συμφωνηθεί σε μυστικές διαπραγματεύσεις, υπεγράφησαν στο κάστρο τού Ουίλλιαμ Γ’ στο Ράιζβαϊκ, τρία μίλια νοτιοανατολικά τής Χάγης.
Στις 20 Σεπτεμβρίου 1697 υπογράφηκε συνθήκη ειρήνης μεταξύ τού Λουδοβίκου ΙΔ’ και των Γενικών Τάξεων των Ηνωμένων Επαρχιών τής Ολλανδίας. Επρόκειτο να είναι «ειρήνη καλή, σταθερή, πιστή και απαραβίαστη» (une Paix bonne, ferme, fidelle et inviolable), μαζί με «λήθη και γενική αμνηστία, για όλα όσα έχουν διαπραχθεί και από τις δύο πλευρές κατά τη διάρκεια τού τελευταίου πολέμου» (un oubli et amnistie générale de tout ce qui a esté commis de part et d’autre à l’occasion de la dernière guerre). Ο Λουδοβίκος θα περίμενε τον αυτοκράτορα Λεοπόλδο Α’ μέχρι την 1η Νοεμβρίου, για να αποδεχθεί τέτοια άρθρα, όπως εκείνα τής ολλανδικής συνθήκης, ενώ ύστερα από αυτή την ημερομηνία τα άρθρα θα έμπαιναν σε εφαρμογή, είτε είχαν την έγκριση τού αυτοκράτορα είτε όχι. Ξεχωριστή συνθήκη εμπορίου και ναυσιπλοΐας υπογράφηκε επίσης στις 20 Σεπτεμβρίου από τούς απεσταλμένους και πληρεξούσιους τού Λουδοβίκου ΙΔ’ και των Γενικών Τάξεων των Ηνωμένων Επαρχιών.
Ξεχωριστή συνθήκη ειρήνης μεταξύ Λουδοβίκου ΙΔ’ και Ουίλλιαμ Γ’ τής μεγάλης Βρετανίας υπογράφηκε επίσης στο Ράιζβαϊκ στις 20 Σεπτεμβρίου (1697) «για να σταματήσει τον πόλεμο ο οποίος τελευταία ταλάνιζε μεγάλο μέρος τής Χριστιανοσύνης» (de sopiendo bello quo magna pars orbis Christani nuper affligebatur), με τη συνήθη περίοδο αναμονής για αποδοχή από τον Λεοπόλδο Α’. Όλα τα εδάφη, φρούρια, νησιά και χώρες που είχαν καταληφθεί κατά τη διάρκεια τού πολέμου επιστρέφονταν τώρα στους πρώην ιδιοκτήτες τους. Την ίδια μέρα υπογράφηκε στο Ράιζβαϊκ συνθήκη μεταξύ των απεσταλμένων τού Λουδοβίκου ΙΔ’ και τού Καρόλου Β’ τής Ισπανίας, με την οποία όλα τα εδάφη και οι «επανενώσεις» (reunions) που είχε πάρει ο Λουδοβίκος από τον Κάρολο, στην Ισπανία καθώς και στις (Καθολικές) Κάτω Χώρες από την εποχή τής ειρήνης τού Ναϊμέγκεν (το 1678-1679), θα επιστρέφονταν, εκτός από ογδονταδύο πόλεις, χωριά και άλλους τόπους, που θα προσδιορίζονταν σε ξεχωριστό κατάλογο.25
Στις 22-23 Σεπτεμβρίου (1697) συμφωνήθηκε «αναστολή όπλων» μεταξύ Λεοπόλδου Α’ και Λουδοβίκου ΙΔ’, όπου οι απεσταλμένοι τού δεύτερου διαβεβαίωσαν τούς αυτοκρατορικούς ότι τα γαλλικά στρατεύματα δεν θα επιτίθεντο σε περιοχές τής αυτοκρατορίας μέχρι την 1η Νοεμβρίου.26 Τελικά στις 30 Οκτωβρίου, μια μέρα πριν από την εκπνοή τής αναστολής όπλων, οι απεσταλμένοι τού Λεοπόλδου και τού Λουδοβίκου υπέγραψαν συνθήκη, για την οποία υπήρχε η άποψη ότι θα θέσπιζε διαρκή ειρήνη και πραγματική φιλία μεταξύ αυτοκρατορίας και Γαλλίας, χρησιμοποιώντας τις προηγούμενες συνθήκες τής Βεστφαλίας και τού Ναϊμέγκεν ως δομικά στοιχεία μιας νέας ηρεμίας στη Χριστιανοσύνη.
Ο Λουδοβίκος παρέδιδε στον Λεοπόλδο και στην αυτοκρατορία όλες τις «επανενώσεις» (reunions) εκτός από εκείνες στην Αλσατία (quae extra Alsatiam sita … sunt), την οποία οι αυτοκρατορικοί δεν ανέκτησαν ποτέ. Παρέδιδε επίσης στον βασιλιά τής Σουηδίας, ως παλατινό κόμη τού Ρήνου, το δουκάτο τού Τσβαϊμπρύκεν (avitus ducatus Bipontinus liber et integer cum appertinentiis et dependentiis). Ο Λεοπόλδος υποχρεωνόταν να παραχωρήσει στον Λουδοβίκο τη σημαντική πόλη τού Στρασβούργου (urbs Argentinensis) «και οτιδήποτε ανήκει σε αυτή την πόλη στην αριστερή όχθη τού Ρήνου». Ο Λουδοβίκος είχε πάρει το Στρασβούργο το 1681.27 Ήταν ευτυχής που το κρατούσε, αλλά τώρα παρέδιδε το Φράιμπουργκ και το Μπράιζαχ στον Λεοπόλδο (με τα άρθρα xix-xx), καθώς και το Φίλιπσμπουργκ στην αυτοκρατορία (άρθρο xxii). Επίσης έδινε πίσω το δουκάτο τής Λωρραίνης στον δούκα Λεοπόλδο Α’, με διάφορες παραχωρήσεις και περιορισμούς (άρθρα xxiiι και εξής).28 Σε αυτή τη συνθήκη, καθώς και στις άλλες που υπογράφηκαν στο Ράιζβαϊκ, υπήρχαν βέβαια πολλές άλλες διατάξεις, τις οποίες δεν μπορούμε να εξετάσουμε εδώ.
Αν και οι Ενετοί δεν είχαν εμπλακεί στον πόλεμο τής Ένωσης τού Άουγκσμπουργκ, ανακουφίστηκαν πολύ από τις συνθήκες τού Ράιζβαϊκ. Η φθίνουσα όμως υγεία τού Καρόλου Β’ τής Ισπανίας, καθώς και η διεθνής μηχανορραφία που αναπτυσσόταν λόγω αυτής, προκαλούσαν εκτεταμένη ανησυχία στην Ευρώπη. Το ισπανικό ζήτημα παρέμενε άλυτο και οι Ενετοί δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτε γι’ αυτό. Θα μπορούσαν όμως να προσπαθήσουν να κάνουν κάτι για το «βασίλειο» τού Μορέως, το οποίο είχαν κερδίσει γι’ αυτούς ο Μοροζίνι, ο φον Κένιγκσμαρκ και ο Κορνέρ. Ο Μοριάς διαιρέθηκε σε τέσσερις επαρχίες, Ρωμανία, Λακωνία, Μεσσηνία και Αχαΐα, με τις πρωτεύουσές τους στο Ναύπλιο (Νάπολι ντι Ρομάνια), Μονεμβασία (Μαλβάζια), Νέο Ναυαρίνο (Ναβαρίνο Νουόβο) και Πάτρα. Κάθε επαρχία είχε επιστάτη (προββεντιτόρε) για τις στρατιωτικές επιχειρήσεις και για τα μεγαλύτερα προβλήματα διοίκησης, καθώς και πρύτανη (ρεττόρε) για αστικές και δικαστικές υποθέσεις και ταμία (καμερλένγκο) για τις οικονομικές λεπτομέρειες. Ένας άλλος επιστάτης (προββεντιτόρε), κυβερνήτης των «Τριών Νησιών» τής Κέρκυρας, τής Ζακύνθου και τής Κεφαλονιάς, κρατούσε επίσης τα ηνία τής Λευκάδας (Σάντα Μάουρα, Αγίας Μαύρας) και τής Ναυπάκτου (Λεπάντο).
Κατά τη διάρκεια τού έτους 1698 και στη συνέχεια οι Ενετοί αξιωματούχοι στον Μοριά φρόντιζαν προσεκτικά τα τρέχοντα προβλήματα που είχαν σχέση με τη γεωργία, την αλιεία, τα ορυχεία, τη λειτουργία (και μη λειτουργία) των νερόμυλων, την κατάσταση των ντόπιων Ελλήνων (και ορισμένων Τούρκων) κατοίκων και τις εδώ κι εκεί προσπάθειες αναδάσωσης. Οι αξιωματούχοι συνέτασσαν κτηματολόγια, έδιναν ιδιαίτερη προσοχή στη φροντίδα και αποκατάσταση των οχυρώσεων, ετοίμαζαν αναφορές για το διαθέσιμο πυροβολικό και πυρομαχικά στα μωραΐτικα φρούρια (piazze) και επιδίωκαν να εξασφαλίσουν την παροχή ψωμιού για τις πολιτοφυλακές, παίρνοντας υπόψη τον αριθμό των στρατιωτών που ήσαν καλά (sani) και εκείνων που ήσαν άρρωστοι (amalati). Αξιολογώντας τις διάφορες δαπάνες και πηγές εισοδήματος, οι εν λόγω αξιωματούχοι εκτιμούσαν το κόστος γιατρών και νοσοκομείων.29 Και, όπως θα ήταν αναμενόμενο, κατέγραφαν όλους τούς λογαριασμούς και τις παραχωρήσεις, που έπρεπε να καταχωρούνται σε κάθε επαρχιακό αρχείο (nell’archivio della loro provincia). Αναπόφευκτα υπήρχαν φυσικά προβλήματα με τούς Τούρκους τής ηπειρωτικής χώρας.
Σύμφωνα με δήλωση τής 16ης Απριλίου (1698) οι Έλληνες κληρικοί στην Τριπολιτσά (Τρίπολη) ή τουλάχιστον οι Έλληνες επίσκοποι έδειχναν να τα πηγαίνουν καλά: «Μένουν εκεί μερικοί επίσκοποι τού ελληνικού τελετουργικού και απολαμβάνουν δημόσιας αναγνώρισης» (vi soggiornano alcuni vescovi del rito greco, et godono publici assegnamenti). Στην Κόρινθο, υπό το φως αναφοράς τής 18ης Ιουλίου, μαθαίνουμε ότι στο πρώτο (ή χαμηλότερο) περιτείχισμα τής συμπαγούς πόλης-φρουρίου κατοικούσαν Έλληνες «και έχουν κάποια σπίτια γειτονικά προς τα τοιχώματα τού δεύτερου τείχους, σε αντίθεση με τον καλό κανόνα» (et hanno alcune habitationi contigue alle mura del secondo contro la buona regola). Οι κατοικίες κοντά στην κορυφή τού βραχώδους υψώματος είχαν «καταστραφεί σε μεγάλο βαθμό». Το πυροβολικό ήταν λιγοστό στην Κόρινθο και παρά το ύψος (της Ακροκορίνθου) τα τείχη ήσαν κατεστραμμένα και δεν θα μπορούσαν να προσφέρουν μεγάλη αντίσταση σε επίθεση. Μάλιστα μια εκτεταμένη επιθεώρηση είχε αποκαλύψει το γεγονός ότι όλα τα φρούρια στο «βασίλειο» βρίσκονταν στη θλιβερή ανάγκη τής άμεσης προσοχής. Στη φρουρά τής Κορίνθου υπήρχαν 26 άνδρες σε εμφανώς καλή υγεία, ενώ 34 ήσαν άρρωστοι. Το νοσοκομείο δεν διατηρούνταν σε καλή κατάσταση. Η ασφάλεια τής Κορίνθου ήταν ιδιαίτερα σημαντική, γιατί προστάτευε την είσοδο από την ηπειρωτική χώρα στον Μοριά. Υπήρχαν όμως σοβαρά προβλήματα παντού στο μωραΐτικο βασίλειο των Ενετών, αλλά για τα επόμενα λίγα χρόνια τα κείμενα τής εποχής δίνουν ελάχιστη ή καμία απόδειξη σημαντικών βελτιώσεων.30
O Μοριάς ευημερούσε κάτω από τούς Ενετούς, καθώς περνούσε ο καιρός, αλλά τελικά και αναπόφευκτα ο θρησκευτικός ανταγωνισμός μεταξύ Λατίνων Καθολικών και Ελλήνων Ορθοδόξων ήταν καταδικασμένος να εκφραστεί. Στην αρχή οι Έλληνες κληρικοί τα πήγαιναν όντως καλά και όχι μόνο στην Τριπολιτσά. Οι δεκαεννέα επίσκοποι στον Μοριά απολάμβαναν δημόσιας αναγνώρισης (publici assegnamenti). Πριν από την ενετική διακυβέρνηση τού Μοριά, ο Οικουμενικός Πατριάρχης στην «Κωνσταντινούπολη» διόριζε τούς επισκόπους, αλλά τώρα οι τοπικές κοινωνίες επέλεγαν τούς δικούς τους επισκόπους. Ο πατριάρχης διόριζε επίσης τούς επικεφαλής των σταυροπηγιακών μοναστηριών (των μοναστηριών στα θεμέλια των οποίων είχε τοποθετεί σταυρός που είχε σταλεί από τον πατριάρχη), επί των οποίων ασκούσε ορισμένα δικαιώματα ιδιοκτησίας. Αποτελούσαν σημαντική πηγή εισοδήματος για το πατριαρχείο, με ακίνητη περιουσία, μισθώσεις, εξαιρέσεις, δικαιώματα αγοράς και προνόμια, αλλά τώρα ο πατριάρχης έχανε μεγάλο μέρος των εσόδων που προέρχονταν από αυτή την πηγή.
Πριν από την περίοδο τής Ενετοκρατίας στον Μοριά, οι απαιτούμενες δωρεές προς την Εκκλησία από τούς ιερείς και τούς ενορίτες ισομοιράζονταν μεταξύ τής επισκοπής και τού Πατριαρχείου. Ο Μοροζίνι είχε κόψει αυτά τα δώρα (φιλότιμα) στο μισό, όπου τα υπόλοιπα ποσά πήγαιναν εξ ολοκλήρου στους επισκόπους, πράγμα που αποτελούσε άλλη οικονομική απώλεια για τον πατριάρχη, ο οποίος, όπως ολόκληρη η ελληνική συνοικία τής Ισταμπούλ (το Φανάρι), βρισκόταν πάντοτε υπό τη στενή επιτήρηση τής Οθωμανικής κυβέρνησης. Επίσης οι πλούσιοι και μορφωμένοι Έλληνες στο Φανάρι, οι Φαναριώτες, οι οποίοι απασχολούνταν συχνά επικερδώς από την Πύλη, προτιμούσαν την ανίκανη εξουσία των μουσουλμάνων στον Μοριά από την πιο αποτελεσματική Καθολική εξουσία. Καθώς περνούσαν τα χρόνια, η ενετική επαρχιακή διοίκηση είχε γίνει πιο αποτελεσματική και αυξημένη αποδοτικότητα σήμαινε αύξηση των φόρων. Παρά το γεγονός ότι η Σινιορία επέβαλλε περιορισμούς στο μωραΐτικο εμπόριο και τη βιομηχανία, φοβούμενη μήπως καταστούν κατά κάποιο τρόπο ανταγωνιστικές προς εκείνες τής Βενετίας, τα κυβερνητικά έσοδα και τα εισοδήματα των Ελλήνων εμπόρων και καλλιεργητών αυξάνονταν σημαντικά κατά τη διάρκεια των τριάντα περίπου ετών, που θα κρατούσε η Γαληνοτάτη Δημοκρατία τη χερσόνησο.
Στη σύγχυση που προκαλούσαν στη Δυτική Ευρώπη οι πολλοί συμμετέχοντες στον πόλεμο τής Ένωσης τού Άουγκσμπουργκ, ερχόταν τώρα να προστεθεί ένα στοιχείο περαιτέρω σύγχυσης στην Ανατολή. Στις 28 Ιουλίου 1696 ο Μέγας Πέτρος τής Ρωσίας κατέλαβε το τουρκικό φρούριο Αζόφ, στις εκβολές τού ποταμού Ντον, αποκτώντας έτσι εύκολη πρόσβαση στην Αζοφική Θάλασσα. Ίδρυσε επίσης ναυτική βάση στο Ταγκανρόγκ (Ταϊγάνιον) στη βορειοανατολική γωνία τής Αζοφικής Θάλασσας. Παρά το γεγονός ότι η τουρκική βάση στο Κερτς (το αρχαίο Παντικάπαιο στον Κιμμέριο Βόσπορο), η νότια έξοδος από την Αζοφική Θάλασσα, εμπόδιζε την είσοδο τού Πέτρου στη Μαύρη Θάλασσα, ήταν πολύ σαφές ότι η Ρωσία είχε γίνει σοβαρή απειλή για την Υψηλή Πύλη.31 Έτσι κι αλλιώς οι Ρώσοι είχαν εξαπολύσει επιθέσεις κατά τής Κωνσταντινούπολης ήδη από τα χρόνια 860 και 941. Ποιος άραγε μπορούσε να είναι βέβαιος ότι σύντομα δεν θα το έκαναν και πάλι; Όπως έχουμε ήδη παρατηρήσει (σε υποσημείωση), οι Άγγλοι και οι Ολλανδοί είχαν προσπαθήσει να πείσουν τούς Τούρκους να έρθουν σε συμφωνία με τούς Αψβούργους και τούς συμμάχους τους, ενώ οι απεσταλμένοι τού Λουδοβίκου ΙΔ’ είχαν προτρέψει τούς Τούρκους να παραμένουν σε εμπόλεμη κατάσταση.
Παρά το γεγονός ότι οι συνθήκες τού Ράιζβαϊκ είχαν τερματίσει τον πόλεμο τής Ένωσης τού Άουγκσμπουργκ, το ισπανικό ερώτημα πλησίαζε γρήγορα στη στιγμή που θα υπήρχε ανάγκη απάντησης. Φαινόταν καθαρά ότι οι Βουρβώνοι και οι Αψβούργοι θα ήσαν οι κύριοι διεκδικητές τού ισπανικού στέμματος όταν θα πέθαινε ο Κάρολος Β’, παρά τη διεκδίκηση τής Βαυαρίας (διεκδίκηση η οποία τελικά εξαφανίστηκε, όταν πέθανε ο μικρός γιος τού εκλέκτορα το 1699). Θα ήταν προφανώς χρήσιμο για τούς Γάλλους αν οι Τούρκοι συνέχιζαν τον πόλεμό τους με τούς Αψβούργους, πράγμα που προφανώς είχαν κάθε πρόθεση να κάνουν. Όμως η ιστορία τής Ανατολικής Ευρώπης, καθώς και εκείνη τής Τουρκίας, επρόκειτο να αλλάξουν και θα λάμβανε χώρα μια από τις πραγματικά αποφασιστικές μάχες τού 17ου αιώνα.
Καθώς ο ήλιος άρχιζε να δύει στις 11 Σεπτεμβρίου 1697, μεγάλος τουρκικός στρατός υπό τον σουλτάνο Μουσταφά Β’ και τον μεγάλο βεζύρη Ελμάς Μεχμέτ πασά συνάντησε τις αυτοκρατορικές δυνάμεις στη Ζέντα (Σέντα), στις όχθες τού ποταμού Τίσα (Τάις) στη βόρεια Σερβία. Διοικητής των αυτοκρατορικών, όπως γνωρίζει κάθε μαθητής τής ιστορίας, ήταν ο πρίγκηπας Ευγένιος τής Σαβοΐας, τότε τριαντατεσσάρων ετών, από τις πιο αξιόλογες στρατιωτικές προσωπικότητες τής σύγχρονης εποχής. Με τη συνηθισμένη του τόλμη τής άμεσης επίθεσης, ο Ευγένιος προξένησε συντριπτική ήττα στον εχθρό. Οι Τούρκοι έχασαν 25.000 άνδρες, συμπεριλαμβανομένου τού μεγάλου βεζύρη, των βεζύρηδων των Αδάνων (Σεϋχάν), τής Ανατολίας και τής Βοσνίας, καθώς και πάνω από τριάντα αγάδων των γενιτσάρων, σπαχήδων και σιλιχντάρ, όπως και επτά αλογοουρών (συμβόλων ανώτατης αρχής), 100 τεμαχίων βαρέος πυροβολικού, 423 λαβάρων και τής σεβαστής σφραγίδας, την οποία ο σουλτάνος εμπιστευόταν πάντοτε στον μεγάλο βεζύρη σε σημαντική εκστρατεία. Ο μεγάλος βεζύρης φορούσε τη σφραγίδα κρεμασμένη στον λαιμό του. Υπήρχαν πολλοί που πίστευαν ότι αυτή δεν είχε πέσει ποτέ στα χέρια τού εχθρού πριν από τη μάχη τής Ζέντα. Οι χριστιανοί υπέστησαν την απώλεια 28 αξιωματικών και 401 ανδρών νεκρών, καθώς και 133 αξιωματικών και 1.435 ανδρών τραυματιών. Στους ανθρώπους τής εποχής φαινόταν ότι είχε πληρωθεί μικρό τίμημα για μια τόσο εντυπωσιακή νίκη. Ο σουλτάνος Μουσταφά δεν ξαναμπήκε ποτέ στο πεδίο τής μάχης.32
Ο Τριακονταετής Πόλεμος και η αυστρο-τουρκική διαμάχη μετά το 1683 είχαν προκαλέσει πανωλεθρία στην Ανατολική Ευρώπη. Η Λαίδη Μαίρη Ουώρτλεϋ Μόνταγκυ είχε γοητευτεί από τα μεγαλοπρεπή παλάτια και την κοινωνική ζωή τής Βιέννης (τον Σεπτέμβριο τού 1716), όπως σημειώσαμε, αλλά καθώς συνέχιζε τα ταξίδια της, ανακάλυπτε ότι «το βασίλειο τής Βοημίας είναι το πιο έρημο από όσα έχουμε δει στη Γερμανία, με τα χωριά τόσο φτωχά και τα πανδοχεία τόσο άθλια. Το καθαρό άχυρο και νερό αποτελούν ευλογίες που δεν βρίσκονται πάντοτε, ενώ δεν πρέπει να ελπίζει κανείς για καλύτερη στέγαση». Η Πράγα βέβαια διατηρούσε κάτι από το βασιλικό της παρελθόν και εκείνοι που δεν άντεχαν οικονομικά να ζουν στη Βιέννη «επιλέγουν να ζουν εδώ, όπου έχουν συγκεντρώσεις, μουσική, καθώς και όλες τις άλλες εκτροπές (με εξαίρεση εκείνες μιας αυλής) σε πολύ λογικές τιμές, με όλα τα πράγματα να υπάρχουν εδώ σε μεγάλη αφθονία, ιδιαίτερα τα καλύτερα άγρια πτηνά που δοκίμασα ποτέ…».33
Όταν η Λαίδη Μαίρη πήγε βόρεια στη Σαξωνία, γοητεύτηκε από τη Δρέσδη, γιατί «η πόλη είναι η πιο τακτοποιημένη που έχω δει στη Γερμανία, τα περισσότερα σπίτια είναι νεόκτιστα, το Παλάτι τού εκλέκτορα πολύ όμορφο…».34 Όταν τελικά πήγε στην Ουγγαρία, βρήκε το Ράαμπ (Γκυόρ) αποδεκτό. Ο καθεδρικός ναός ήταν μεγάλος και καλοφτιαγμένος, «το μόνο αξιοσημείωτο που είδα στην πόλη». Καθώς όμως συνέχιζε προς την περιοχή τού Κομάρνο-Κόμαρομ, η ζωηρότητα τής μιλαίδης καταλάγιαζε:
Αφήνοντας το Κόμαρομ στην άλλη πλευρά τού ποταμού, πήγαμε στις 18 τού μηνός στο Νόσμουλ, ένα μικρό χωριό, όπου όμως στραφήκαμε για να βρούμε ανεκτή διαμονή. Συνεχίσαμε το ταξίδι για δύο μέρες ανάμεσα σε αυτόν τον τόπο και τη Βούδα, μέσα από τις καλύτερες πεδιάδες τού κόσμου, σαν να ήσαν στρωμένες, εξαιρετικά γόνιμες, αλλά στο μεγαλύτερο μέρος τους έρημες και ακαλλιέργητες, ερημωμένες από τον μακροχρόνιο πόλεμο μεταξύ τού Τούρκου και τού αυτοκράτορα και τον πολύ σκληρό εμφύλιο πόλεμο που προκλήθηκε από τη βάρβαρη δίωξη τής προτεσταντικής θρησκείας από τον αυτοκράτορα Λεοπόλδο. Αυτός ο ηγεμόνας έχει αφήσει πίσω του τον χαρακτήρα ασυνήθιστης ευσέβειας και είχε από τη φύση του ήπια, ευσπλαχνική ιδιοσυγκρασία, αλλά βάζοντας τη συνείδησή του στα χέρια ενός Ιησουίτη, υπήρξε πιο σκληρός και ύπουλος για τούς φτωχούς Ούγγρους υπηκόους του απ’ όσο έχει υπάρξει ποτέ ο Τούρκος για τούς χριστιανούς, παραβιάζοντας χωρίς ενδοιασμούς τον όρκο τής στέψης του και τον λόγο που είχε δώσει επισήμως σε πολλές δημόσιες συνθήκες. Πράγματι, τίποτε δεν μπορεί να είναι πιο μελαγχολικό από το ταξίδι μέσω τής Ουγγαρίας, όταν συλλογίζεται κανείς την προηγούμενη ανθηρή κατάσταση τού βασιλείου και βλέπει ένα τόσο ευγενές σημείο τής γης σχεδόν ακατοίκητο.
Η Λαίδη Μαίρη εύρισκε τη Βούδα καταθλιπτική,
κάποτε βασιλική έδρα των Ούγγρων βασιλέων, όπου το παλάτι τους θεωρούνταν ένα από τα πιο όμορφα κτίρια τής εποχής, τώρα εντελώς κατεστραμμένο, με κανένα μέρος τής πόλης να μην έχει επισκευαστεί ύστερα από την τελευταία πολιορκία, εκτός από τις οχυρώσεις και το κάστρο, που είναι η παρούσα κατοικία τού κυβερνήτη…
Καθώς προχωρούσε στο ταξίδι της κατευθυνόμενη προς νότο, προς το Μόχατς, σημείωνε δύο τόπους,
σημαντικές πόλεις και οι δύο όταν βρίσκονταν στα χέρια των Τούρκων … Τώρα ερειπωμένες. Μόνο τα απομεινάρια κάποιων τουρκικών πύργων δείχνουν κάτι από εκείνο που ήσαν. Αυτό το τμήμα τής χώρας είναι κατάφυτο από δάση και έτσι όχι πολυσύχναστο. Είναι απίστευτος ο τεράστιος αριθμός άγριων πτηνών που είδαμε, τα οποία συχνά ζουν εδώ μέχρι μεγάλη ηλικία και ανενόχλητα από τα όπλα, σε ήσυχο ύπνο.
Όταν η Λαίδη Μαίρη έφτασε στην περιοχή τού Δούναβη, μεταξύ τού Κάρλοβιτς (Σρέμσκι Κάρλοβτσι), όπου υπογράφηκαν οι συνθήκες τού 1699 (όπως θα δούμε σε λίγο) και τής πόλης τού Πετροβάραντιν (Πετερβάραντ), όπου ο Ευγένιος τής Σαβοΐας είχε νικήσει τούς Τούρκους στη μάχη τού «Πετερβαρντάιν» (στις 5 Αυγούστου 1716) και στη συνέχεια ξαναπήρε το Βελιγράδι, έμεινε έκπληκτη από το θέαμα τού πεδίου τής μάχης:
…Περάσαμε από τούς αγρούς τού Κάρλοβιτς, όπου κερδήθηκε η τελευταία μεγάλη νίκη από τον πρίγκηπα Ευγένιο εναντίον των Τούρκων. Τα σημάδια αυτής τής ένδοξης αιματηρής ημέρας είναι ακόμη πρόσφατα, αφού το πεδίο είναι γεμάτο κρανία και σκελετούς από άταφους άνδρες, άλογα και καμήλες. Δεν μπορούσα να κοιτάζω χωρίς τρόμο τέτοιους αριθμούς παραμορφωμένων ανθρώπινων σωμάτων, ενώ συλλογίζομαι την αδικία τού πολέμου, που κάνει τη δολοφονία όχι μόνο αναγκαία, αλλά και άξια. Τίποτε δεν μού φαίνεται ως απλούστερη απόδειξη τού παραλογισμού τής ανθρωπότητας (όσο έξοχους ισχυρισμούς κι αν προβάλλουμε ως δικαιολογίες), από την οργή με την οποία ανταγωνίζονται για ένα μικρό σημείο εδάφους, όταν τεράστια τμήματα εύφορης γης παραμένουν σχεδόν ακατοίκητα…35
Από τις τελευταίες δεκαετίες τού 16ου αιώνα η Αγγλία και η Ολλανδία διατηρούσαν πρεσβευτές στην Πύλη. Μάλιστα η αγγλική πρεσβεία ξεκίνησε το έτος 1583 με τον διορισμό τού Ουίλλιαμ Χάρμπορν ως αντιπρόσωπου τής πρόσφατα συσταθείσας Εταιρείας Ανατολικής Μεσογείου (Levant Company). Για δυόμιση σχεδόν αιώνες ο Άγγλος πρεσβευτής, είτε στην Ισταμπούλ είτε στην Αδριανούπολη, έπαιζε διπλό ρόλο ως απεσταλμένος τού Στέμματος και ως αντιπρόσωπος των εμπόρων που πλήρωναν τον μισθό του. Ο Ενετός βαΐλος και ο Γάλλος πρεσβευτής είχαν την έδρα τους στον Βόσπορο για πολύ μεγαλύτερη περίοδο, οι Ενετοί κυρίως για εμπορικούς λόγους (πράγμα που οδήγησε τούς Βρετανούς και Ολλανδούς να ακολουθήσουν το παράδειγμά τους) και οι Γάλλοι ως άξονα των πολιτικών τους εναντίον των Αψβούργων.
Οι Αυστριακοί και οι Πολωνοί απεσταλμένοι έρχονταν κι έφυγαν, καθώς τούς έστελναν οι κυβερνήσεις τους στη μια ή την άλλη αποστολή. Οι τουρκικές πρεσβείες ήσαν πολύ λιγότερο συχνές και, όπως μάς θυμίζει ο φον Χάμμερ-Πούργκσταλ, οι απεσταλμένοι τής Πύλης επέστρεφαν στην πατρίδα «χωρίς να έχουν μάθει τίποτε». Μόνο από τις αρχές τού 18ου αιώνα οι Τούρκοι πρέσβεις επέστρεφαν για να σκορπίσουν σε οθωμανικό έδαφος μερικούς από τούς σπόρους τού ευρωπαϊκού πολιτισμού, των εθίμων και των συμβάσεων.36 Στα πλαίσιο αυτά το έτος 1699 καθίσταται ιδιαίτερα σημαντικό.
Επί μερικά χρόνια ο λόρδος Ουίλλιαμ Πάτζετ είχε προτείνει τη σκοπιμότητα τής ειρήνης στην οθωμανική κυβέρνηση. Η μάχη τής Ζέντα είχε σίγουρα κάνει τούς Τούρκους πιο δεκτικούς στη συχνά επαναλαμβανόμενη συμβουλή του. Ύστερα από δεκατέσσερις περίπου μήνες παζαρεμάτων και συζητήσεων και τρεις περίπου μήνες επίπονων διαπραγματεύσεων,37 ο Πάτζετ μπορούσε τελικά να γράφει στον υπουργό εξωτερικών στο Ουάιτχωλ από την πόλη τού Κάρλοβιτς (Σρέμσκι Κάρλοβτσι) στον Δούναβη στη βόρεια Σερβία (στις 26 Ιανουαρίου 1699):
Η επείγουσα αυτή επιστολή στέλνεται για να δώσει στη μεγαλειότητά του την είδηση της σύναψης των συνθηκών ειρήνης που συζητιούνταν εδώ για πάνω από τρεις μήνες, με κίνδυνο διακοπής τούς αρκετές φορές. Ο Μοσχοβίτης σφράγισε τη συμφωνία του στις 14/24 τού μηνός. Οι πληρεξούσιοι πρεσβευτές τού αυτοκράτορα και ο πρέσβης τής Πολωνίας υπέγραψαν και σφράγισαν τα άρθρα τους σήμερα και ενώ ο Ενετός πρεσβευτής (Κάρλο Ρουτσίνι) δεν έχει μονογράψει και υπογράψει τα δικά του, ούτε φαίνεται να τού αρέσουν, αλλά έχουν συνταχθεί τόσο καλά και προσεκτικά με την παρέμβαση, βοήθεια και φιλοπονία των αυτοκρατορικών πρεσβευτών, που δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το κράτος τής Βενετίας θα τα εγκρίνει αμέσως, αλλά επειδή αυτός ο πρέσβης δεν έχει εντολές να συμφωνήσει, δίνεται κάποιος χρόνος μέχρι να υπογράψει αυτή τη συνθήκη. Έτσι δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η ειρήνη θα είναι γενική, αμέσως μόλις αυτός ο πληρεξούσιος πάρει έγκριση από τη Βενετία…38
Ο Πάτζετ και ο Ολλανδός απεσταλμένος Γιάκομπ Κόλυερ ήσαν σε μεγάλο βαθμό υπεύθυνοι για τη σημαντική Ειρήνη τού Κάρλοβιτς, η οποία διατηρεί την επίσημη ημερομηνία 26 Ιανουαρίου 1699, εμπλέκοντας τον αυτοκράτορα Λεοπόλδο Α’, τον σουλτάνο Μουσταφά Β’, τον βασιλιά Ουίλλιαμ Γ’, τις Συμμαχικές Επαρχίες τού Βελγίου και την προτεσταντική Ολλανδία και τερματίζοντας δεκαέξι περίπου χρόνια άγριου πόλεμου και αιματοχυσίας (… per sedecim hucusque annos saevum, exitiale et multa humani sanguinis effusione cruentum adeo bellum …). Ο βασιλιάς Αύγουστος Β’ και η Δημοκρατία τής Πολωνίας, καθώς και η Γαληνοτάτη Δημοκρατία τής Βενετίας υπέγραψαν επίσης γρήγορα την ειρήνη.39 Καθώς η Ρωσία εμπλεκόταν τώρα σε άλλο πόλεμο με τη Σουηδία, ο Πέτρος ο Μέγας έκανε επίσης ειρήνη με την Υψηλή Πύλη, όταν έγινε δεκτή η εκ μέρους του κατοχή τού Αζόφ.40 Από την εποχή τού Κάρλοβιτς το πνεύμα τής ευρωπαϊκής πολιτειακής οργάνωσης προσαρμόστηκε πάνω στους Τούρκους και στη συνέχεια η οθωμανική πολιτική και πρακτική εισήλθε στις παρόδους τής δυτικής διπλωματίας.
Κατά τη διάρκεια τής κρίσιμης περιόδου, η δύναμη χαρακτήρα τού Πάτζετ, η προκλητική ειλικρίνεια και η διπλωματική του ικανότητα τον έκαναν προσφιλή στους Τούρκους και τον Μάρτιο τού 1699 ο σουλτάνος και ο μεγάλος βεζύρης έγραψαν στον Ουίλλιαμ Γ’, ζητώντας τη συνέχιση τής παραμονής τού Πάτζετ στην Πύλη ως πρεσβευτή τής Βρετανίας. Ο Πάτζετ παρέμεινε απρόθυμα στην οθωμανική αυλή μέχρι τον Μάιο τού 1702, όταν έφυγε από την Αδριανούπολη «φορτωμένος με δώρα». Τον Ιούλιο έφτασε στη Βιέννη, όπου είχε διατελέσει πρεσβευτής και όπου φαίνεται ότι είχε διευθετήσει μια διαφωνία μεταξύ Λεοπόλδου Α’ και Μουσταφά Β’ σχετική με τις παραμεθόριες περιοχές τους στη Βοσνία. Ο Πάτζετ έφυγε από τη Βιέννη με «πολλά πλούσια δώρα», συνεχίζοντας προς την αυλή στο Μόναχο, για να χρησιμοποιήσει τις διαπραγματευτικές του ικανότητες σε προσπάθεια να αρθούν ορισμένες δυσκολίες μεταξύ τού Λεοπόλδου και τού Μαξιμιλιανού Εμμανουήλ, τού εκλέκτορα τής Βαυαρίας. Ο Πάτζετ επέστρεψε τελικά στο Λονδίνο τον Απρίλιο τού 1703, φέρνοντας στη βασίλισσα Άννα δώδεκα τουρκικά άλογα, που τού είχε δώσει ο σουλτάνος Μουσταφά.41
Στο μεταξύ από το Βελιγράδι, το οποίο είχαν πάρει οι Αυστριακοί το 1688 και οι Τούρκοι είχαν ανακτήσει σύντομα, ο Πάτζετ έστειλε στην πατρίδα επιστολή, που περιέγραφε συνοπτικά κάτι από την συνέχεια τής υπογραφής των πρώτων συνθηκών τού Κάρλοβιτς. Η επιστολή έχει ημερομηνία 11 Φεβρουαρίου 1699. Με ταπεινό τρόπο απεικονίζει επίσης τη σημασία που απέδιδαν οι Τούρκοι στη διαμεσολάβησή του στις διαπραγματεύσεις για την ειρήνη.
Μετά τη δημοσίευση τής ειρήνης τού Κάρλοβιτς (στις 16/26 Ιανουαρίου) οι Τούρκοι πρεσβευτές έμειναν εκεί μέχρι την Τετάρτη 25 Ιανουαρίου/4 Φεβρουαρίου, αναμένοντας την άφιξη γρήγορου αγγελιοφόρου από τη Βενετία, που θα έφερνε την εξουσιοδότηση τού πρέσβη να υπογράψει και να σφραγίσει τα άρθρα της, αλλά επειδή τίποτε δεν εμφανιζόταν τότε, υποχρεώθηκαν να ξεκινήσουν για την Αδριανούπολη, ενώ η επικύρωση τής Πύλης μπορούσε να παραπεμφθεί σε μένα μέσα στον προσδιορισμένο χρόνο κι έτσι έφυγαν από τη Σμύρνη (τη Σρέμσκα Μιτροβίτσα, το αρχαίο Σίρμιον) την 25η τού παλαιού ημερολόγιου (4 Φεβρουαρίου) και κατευθύνθηκαν στο Βελιγράδι, όπου έφτασαν τη νύχτα τής 26ης τού μηνός. Εμείς ξεκινήσαμε μαζί τους, αλλά προχωρούσαμε πιο χαλαρά, με αποτέλεσμα να μη φτάσουμε μέχρι το πρωί τής Παρασκευής τής 27ης τού παλαιού ημερολόγιου, αλλά στη συνέχεια έγινα δεκτός με εξαιρετικές τελετές και ασυνήθιστες περιστάσεις. … Ο Ολλανδός πρέσβης (Γιάκομπ Κόλυερ) ήρθε μερικές ώρες μετά από μένα και τον ψυχαγώγησαν επίσης καλά.
Από την άφιξή μου εδώ, έχω παρακινηθεί να σκεφτώ [από ορισμένες εκφράσεις, τις οποίες κάποιοι από την ακολουθία (του Ενετού πρέσβη) που ήρθε με τον Ολλανδό πρεσβευτή για να δει αυτό το μέρος, άφησαν να πέσουν] ότι ο Ενετός πρεσβευτής (Κάρλο Ρουτσίνι) δεν είχε μυαλό να επισπεύσει τις ανησυχίες του, γιατί παραπονιόταν ότι ο Γερμανός και ο Πολωνός πρεσβευτής ήσαν πολύ εύκολοι. Έλεγε ότι αν είχαν αντισταθεί λίγο, θα μπορούσαν να είχαν κερδίσει πολύ καλύτερους όρους, αυτή μού φαίνεται ότι είναι η γνώμη του, αλλά η δική μου είναι ότι αν οι άλλοι ήσαν τόσο γεμάτοι φαντασία, όσο εκείνος, θα είχαμε χωρίσει από καιρό από εδώ, χωρίς να έχουμε κάνει τίποτε. Έπρεπε να ευχόμαστε να έπαιρνε σαφείς εντολές από τούς προϊσταμένους του να υπογράψει τα άρθρα του πριν ή κατά την άφιξη τής αυτοκρατορικής επικύρωσης, διαφορετικά αυτή η δουλειά θα παραμείνει αβέβαιη και θα αντιμετωπίσει τα ίδια αναπάντεχα και ίσως άχαρα ατυχήματα, που μπορούν να καταστήσουν τη συνέχισή της δύσκολη και ο αυτοκράτορας μπορεί να εμπλακεί σε περιττές δυσκολίες.42
Σε εύθετο ή ίσως, κατά τη γνώμη τού Πάτζετ, σε όχι εύθετο χρόνο, η Eνετική Σινιορία έστειλε την εκ μέρους τής Δημοκρατίας «επικύρωση τής συνθήκης που έγινε από τούς αυτοκρατορικούς πρεσβευτές γι’ αυτήν στην τελευταία Διάσκεψη». Σύμφωνα με τον Πάτζετ, «στάλθηκε σε μένα (υπογεγραμμένη από τον δόγη) και έφτασε στα χέρια μου στις 13/23 Φεβρουαρίου». Έτσι ανέφερε ο Πάτζετ από το Βελιγράδι στις 20 Μαρτίου (1699), και
οι αυτοκρατορικές επικυρώσεις ανταλλάχθηκαν (από εμάς) στο Σλάνκαμεν στις 4/14 τού τρέχοντος μηνός (14 Μαρτίου). Με την τελετή τελείωσε χαρούμενα η δύσκολη επιχείρηση με την ικανοποίηση όλων των μερών και ετοιμάζομαι να επιστρέψω στην Αδριανούπολη και να πάω από εκεί στην Κωνσταντινούπολη, όπου αναμένω και ελπίζω να βρω τον διάδοχό μου.43
Όταν η Ενετική Γερουσία δέχτηκε τα άρθρα τής προτεινόμενης ειρήνης τού Κάρλοβιτς, ύστερα από στάθμιση των πλεονεκτημάτων και μειονεκτημάτων σε πολλές αναφορές τού Κάρλο Ρουτσίνι, τού πληρεξούσιου πρεσβευτή (ambasciatore plenipotentiario) τής Δημοκρατίας, έγινε πρόταση και ψηφίστηκε (στις 12 Μαρτίου 1699) να εκλέξουν «αξιότιμο ευγενή» ως «έκτακτο πρεσβευτή» (ambasciatore estraordinario) στους Τούρκους. Το πρόσωπο που θα επιλεγόταν για τη θέση έπρεπε να φύγει αμέσως για την Υψηλή Πύλη, για να πραγματοποιήσει την τελική, επίσημη επικύρωση τής τουρκο-ενετικής συνθήκης. Θα έπαιρνε 400 δουκάτα τον μήνα για τα έξοδα του, «χωρίς υποχρέωση απόδοσης λογαριασμού», καθώς και δώρο 5.000 σκούδων στην ισοτιμία των επτά λιρών ανά σκούδο. Θα έπαιρνε μαζί του δεκαπέντε άλογα, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων τού γραμματέα του, έναν υπηρέτη και τέσσερις ιπποκόμους. Θα έπαιρνε επίσης μαζί του γιατρό, στον οποίο θα δίνονταν εκατό ζεκίνια ως δώρο, καθώς και κουρέα-χειρουργό, που θα έπαιρνε πενήντα ζεκίνια. Ο γιατρός θα είχε έναν υπηρέτη. Η Σινιορία αναλάμβανε τις δαπάνες των «οδοιπορικών τους εξόδων» (le spese di bocca e di viaggio). Οι προβλέψεις που θεσπίζονταν για την επόμενη πρεσβεία, η οποία επρόκειτο να περιλαμβάνει (πέρα από τον γραμματέα τού πρέσβη) βοηθό, λογιστή και ιερέα, ήσαν σχεδόν ακριβώς οι ίδιες με εκείνες που είχαν γίνει για τον Αλβίζε ντα Μολίν, με την εκλογή του ως έκτακτου πρέσβη στην Πύλη πριν από τριάντα χρόνια (στις 18 Οκτωβρίου 1669).44
Ο Λορέντσο Σοράντσο εξελέγη πρέσβης στην Πύλη. Ύστερα από τις συνήθεις εκφράσεις εκτίμησης για τις υπηρεσίες του κατά το παρελθόν και εμπιστοσύνης για την ορθή εκπλήρωση των πολλαπλών ευθυνών τής επικείμενης αποστολής του, ο δόγης Σιλβέστρο Βαλιέρ και η Γερουσία εξέδωσαν το έγγραφο τής αποστολής του στις 27 Ιουνίου 1699. Τα πλοία Κρότσε και Ίριντε θα τον μετέφεραν στα Δαρδανέλλια, όπου θα εύρισκε άλλα πλοία και άλλους υπουργούς, αφού οι Aυστριακοί θα είχαν κάνει προφανώς τις περισσότερες από τις απαραίτητες ρυθμίσεις. Στις 27 Ιουνίου η Γερουσία ενέκρινε επίσης την αποστολή κατάλληλων επιστολών προς τον σουλτάνο, τον μουφτή, τον μεγάλο βεζύρη, τον καϊμακάμη και άλλους βεζύρηδες, καθώς και προς τη μητέρα τού σουλτάνου και «τη βασίλισσα σύζυγο τού Μεγάλου Άρχοντα» (alla regina sposa del Gran Signore).45
Κατά την άφιξή του στην Πύλη, ο Σοράντσο θα παρουσίαζε την επιστολή τού δόγη στον μεγάλο βεζύρη, καθιστώντας σαφές σε αυτόν ότι ο σκοπός τής αποστολής του ήταν πράγματι η επικύρωση τής ειρήνης που είχε συμφωνηθεί στο Κάρλοβιτς. Έπρεπε να εκφράσει χαρά και ικανοποίηση για την ανανέωση τής ηρεμίας, που θα έσωζε τόσο πολλούς θησαυρούς και θα σταματούσε την αιματοχυσία, «λαμβάνοντας υπόψη τίς ωφέλειες τού εμπορίου και επανεπιβεβαιώνοντας ότι από την πλευρά τής Δημοκρατίας θα τηρηθούν απαραβίαστα οι όροι αυτής τής ειρήνης» (considerando il vantaggio del commercio e raffermando che dalla parte della Republica sarano inviolabilmente osservate le conditioni di essa pace). Η Σινιορία ήθελε να δει να αποκαθίσταται η παλαιά φιλία μεταξύ Βενετίας και Υψηλής Πύλης και για να βοηθήσει να διατηρηθεί αυτή, είχε αποφασίσει να διορίσει βαΐλο, ο οποίος, όπως και στο παρελθόν, θα ήταν εγκατεστημένος στον Βόσπορο. Ο Σοράντσο έπρεπε να διαβεβαιώσει τον μεγάλο βεζύρη για τη μεγάλη εκτίμηση που έτρεφαν γι’ αυτόν ο δόγης και η Γερουσία. Αν ο μεγάλος βεζύρης δεν ήταν στην Ισταμπούλ, ο Σοράντσο έπρεπε να πάει στην Αδριανούπολη για να συζητήσει μαζί του, ενώ έπρεπε να τηρηθεί «η πιο αξιοπρεπής μεταχείριση που συνηθίζεται για τούς πρεσβευτές των εστεμμένων» (il più decoroso trattamento solito con ambasciatori di teste coronate), δηλαδή ο Σοράντσο έπρεπε να τύχει τής ίδιας τιμητικής υποδοχής, όπως εκείνη που είχε στο παρελθόν χορηγηθεί στους πρεσβευτές Μπαντοέρ, σε κάποιον παλαιότερο Σοράντσο και στους Φοσκαρίνι και Μολίν.46
Όταν ο Σοράντσο γινόταν δεκτός από τον σουλτάνο Μουσταφά Β’ (όπως η Σινιορία έλπιζε ότι θα γινόταν), έπρεπε να τού δώσει τον συνήθη χαιρετισμό «στο όνομα τής Δημοκρατίας μας», να παραδώσει τις διαπιστευτήριες επιστολές του και να παρουσιάσει στον σουλτάνο «τα συνήθη δώρα». Έπρεπε να μιλήσει για την επίσημη επιβεβαίωση τής ειρήνης και τής τουρκο-ενετικής φιλίας των προηγούμενων ετών «με σοβαρά και κατάλληλα λόγια». Πριν από την αναχώρησή του ο Σοράντσο θα έπαιρνε αντίγραφο τής συνθήκης τής Δημοκρατίας με την Πύλη, «δηλαδή των δεκαέξι αυθεντικών άρθρων στην τουρκική γλώσσα που υπογράφηκαν στο Κάρλοβιτς».47 Θα έπαιρνε επίσης αντίγραφο τής ειρήνης που είχε κάνει ο Αλβίζε ντα Μολίν με την Πύλη το 1670. Ο Σοράντσο έπρεπε να επιδιώξει όποιο επιπλέον πλεονέκτημα μπορούσε κατά την παραμονή του στην τουρκική αυλή και να πετύχει την ανταλλαγή των αιχμαλώτων, καταλόγους με τα ονόματα των οποίων θα έπαιρνε μαζί του. Έπρεπε να βρει τη μέθοδο, τον χρόνο και τον τόπο απελευθέρωσης αυτών των αιχμαλώτων, «ιδιαίτερα τού ευγενούς (Πιέτρο Αντόνιο) Μπέμπο»».48
Ο Σοράντσο έπρεπε να φροντίσει για τα εμπορικά πλεονεκτήματα που θα μπορούσε να κερδίσει για τη Δημοκρατία, εξασφαλίζοντας ότι όλα τα τουρκικά λιμάνια θα άνοιγαν για τούς Ενετούς εμπόρους, οι οποίοι δεν έπρεπε να υποχρεούνται να καταβάλλουν υψηλότερους δασμούς από εκείνους που πλήρωναν άλλα έθνη, δηλαδή ο δασμός πέντε τοις εκατό που πλήρωναν οι Ενετοί έμποροι έπρεπε να μειωθεί στο τρία τοις εκατό που πλήρωναν κάποιοι άλλοι. Μέχρι να φτάσει στην Ισταμπούλ ο νέος βαΐλος, ο Σοράντσο έπρεπε να αναλάβει τη φροντίδα τής «συνηθισμένης οικογένειας» (familia ordinaria) τής οικίας τού βαΐλου στο Πέρα. Εκτός από ορισμένους δραγουμάνους, ο Σοράντσο θα έπαιρνε μαζί του έξι «νεαρούς τής γλώσσας» (giovani di lingua), Ενετούς σπουδαστές των τουρκικών, που θα ζούσαν στην οικία τού βαΐλου (bailaggio), βάζοντας τα δυνατά τους για να μάθουν τη γλώσσα και να προσληφθούν στη συνέχεια από τη Σινιορία.
Τουλάχιστον ένας από αυτούς τούς σπουδαστές έπρεπε πάντοτε να συνοδεύει κάθε δραγουμάνο που πήγαινε στην Πύλη, για να τον βοηθά με κάθε δυνατό τρόπο, καθώς και για να αποκτά κάποια εμπειρία και περαιτέρω γνώση τής Οθωμανικής αυλής, για να προσφέρει μεγαλύτερη υπηρεσία στη Σινιορία. Μάλιστα ο Σοράντσο έπρεπε να φροντίσει για την επαναλειτουργία τού τουρκικού σχολείου στο σπίτι τού βαΐλου (bailaggio) και να ενημερώνει τη Γερουσία ποιοι γιοι ή ανηψιοί δραγουμάνων μπορούσαν αργότερα να χρησιμοποιηθούν από τη Σινιορία. Μερικοί από αυτούς έπρεπε να γραφτούν στο σχολείο σύμφωνα με πράξη τής Γερουσίας (της 27ης Δεκεμβρίου 1670).49
Ο Σοράντσο έπρεπε να μεριμνήσει για την ανοικοδόμηση τής εκκλησίας τού Σαν Φραντσέσκο ντι Πέρα στον Γαλατά, την οποία πάντοτε συντηρούσε η Βενετία, παρά την καταστροφή της από συχνές πυρκαγιές στο παρελθόν. Έπρεπε επίσης να επεκτείνει την προστασία τής Βενετίας στους πατέρες τού Παναγίου Τάφου τής Ιερουσαλήμ, όπως είχε γίνει στο παρελθόν. Και φυσικά ο Σοράντσο θα πλήρωνε τούς συνήθεις μισθούς, θα έδειχνε τη συνήθη φροντίδα και θα έδινε τα κατάλληλα δώρα στους γενίτσαρους, που αποτελούσαν τη φρουρά τής «οικίας βαΐλου» (casa bailaggia) στο Πέρα.50
Ο Σοράντσο δεν έφτασε στην Ισταμπούλ μέχρι τις 13 Νοεμβρίου (1699), έχοντας στείλει μπροστά τον Ενετό δραγουμάνο Τζιάκομο Ταρσία, όταν από το πλοίο του φάνηκε το νησί τής Τενέδου. Τού επιφυλάχθηκε σχεδόν βασιλική υποδοχή με πέντε τουρκικούς κανονιοβολισμούς, «όταν το πλοίο φάνηκε από την Τένεδο» (all’arrivo in facia del Tenedo). Οι Τούρκοι είχαν δείξει μεγάλο σεβασμό στον Ενετό πρεσβευτή.51 Μάλιστα ο πασάς τής Τενέδου επισκέφθηκε τον Σοράντσο φέρνοντάς του αναψυκτικά, στην οποία ευγένεια ανταποκρίθηκε δίνοντας στον Τούρκο γλυκά και κεριά, εκ των οποίων η Σινιορία ενημέρωσε τον Σοράντσο ότι θα τού έστελνε κι άλλη ποσότητα. Καθώς ο Σοράντσο έμπαινε στα Δαρδανέλλια, τον χαιρέτησαν με νέο κανονιοβολισμό και ο καπουδάν πασάς έστειλε έναν τσαούς και τον υιοθετημένο γιο του να προσφέρουν στον πρεσβευτή καλωσόρισμα στην Ισταμπούλ. Ο Σοράντσο εισήλθε στην τουρκική πρωτεύουσα ινκόγκνιτο, οπότε ο μεγάλος βεζύρης τού έστειλε αμέσως τον αγά του με περαιτέρω αναψυκτικά, ενώ και οι άλλοι πασάδες έκαναν παρόμοιες χειρονομίες.52
Η Γερουσία εξέφραζε την ικανοποίησή της επειδή ο Σοράντσο, ακολουθώντας το παράδειγμα των άλλων υπουργών και το έθιμο των Τούρκων, είχε στείλει τούς χαιρετισμούς του στον νέο Γάλλο πρεσβευτή, με καλωσόρισμα στη διπλωματική αποικία στον Βόσπορο, «μη περιμένοντας να σάς ενημερώσει αυτός για την άφιξή του», όπως είχε κάνει ο προκάτοχός του. Η ευγενική απάντηση τού Γάλλου πρέσβη ήταν σημαντική για τη Σινιορία, γιατί η διακριτικότητα και οι ευγενείς χειρονομίες ήσαν τα λιπαντικά τής εθιμοτυπίας και τής διπλωματίας. Αλλά φυσικά οι πρεσβευτές είχαν πάντοτε να αντιμετωπίζουν προβλήματα και, όπως προειδοποιούσε η Γερουσία τον Σοράντσο, «είναι σημαντικοί οι ελιγμοί των εκπροσώπων των Μοσχοβιτών, οι οποίοι, όπως φαίνεται, αναμένουν την άφιξη τού αυτοκρατορικού πρεσβευτή για να κάνουν κάποιες νέες προτάσεις, για τις οποίες πρέπει να καταβάλετε κάθε δυνατή προσπάθεια, ώστε να διαπιστώσετε κατά πόσον τείνουν προς εκεχειρία ή προς τη σύναψη πλήρους ειρήνης».53
Σε γενικές γραμμές ο Λορέντσο Σοράντσο ήταν πετυχημένος στην απόκτηση πληροφοριών για τη Σινιορία. Αυτό όμως που ήταν μεγαλύτερο, ήταν ότι όχι μόνο πραγματοποίησε εύκολα την επικύρωση τής τουρκο-ενετικής συνθήκης τού Κάρλοβιτς (που είχε υπογραφεί τόσο απρόθυμα από τον λεγόμενο πληρεξούσιο τής Δημοκρατίας Κάρλο Ρουτσίνι), αλλά κατάφερε να περάσει σε αυτήν σειρά από πρόσθετους όρους, οι οποίοι, αν και κρατήθηκαν για καιρό μυστικοί, ανανέωναν σε μεγάλο βαθμό τις ευνοϊκότερες «διομολογήσεις» των προηγούμενων τουρκο-ενετικών συνθηκών. Αλλά μια από τις μεγαλύτερες ανησυχίες τού Σοράντσο, κατά τη διάρκεια των ετών του στην Ισταμπούλ, ήταν η ανακαίνιση τής οικίας βαΐλου (casa baillagia), στην οποία δεν είχε δοθεί προσοχή κατά τη διάρκεια των πρόσφατων δεκαπέντε ετών πολέμου.54
Η Βενετία τα πήγε καλά με την ειρήνη τού Κάρλοβιτς, διατηρώντας το σύνολο τού «βασιλείου» τού Μοριά, τα επτά νησιά τού Ιονίου, τις δύο κρητικές οχυρωμένες πόλεις Σούδα και Σπιναλόγκα, το Βουθρωτό (Μπουντρίντο), την Πάργα, το Καττάρο (Κότορ), το Καστελνουόβο (Χέρτσεγκ Νόβι) και το Ρίζανo (Ρίζαν) στις δαλματικές ακτές, καθώς και τα νησιά τής Αίγινας και τής Τήνου στο Αιγαίο. Θα εγκατέλειπε κάθε διεκδίκηση επί τού φρουρίου τής Ναυπάκτου (la fortezza di Lepanto), ενώ θα κατεδαφιζόταν το «λεγόμενο φρούριο τής Ρούμελης» (castello detto di Rumelia), δηλαδή τού Αντιρρίου, κοντά στην είσοδο τού Κόλπου τής Κορίνθου.55 Όσο για την αυτοκρατορία, ο Λεοπόλδος Α’ διατηρούσε το βασίλειο τής Ουγγαρίας, όλο το μέρος τής Τρανσυλβανίας που βρισκόταν τότε στην κατοχή του, την Κροατία και τη Σλαβονία, ενώ ο σουλτάνος Μουσταφά Β’ κρατούσε το βανάτο τής Τέμεσβαρ (Arx Temisvariensis), την πόλη τού Βελιγραδίου, καθώς και ορισμένες άλλες περιοχές. Η συνθήκη ή «ανακωχή» θα διαρκούσε για εικοσιπέντε χρόνια.56 Και τελικά οι Τούρκοι αναγνώριζαν το δικαίωμα τής Πολωνίας στην Ποντόλια και στη δυτική Ουκρανία.57
Πρέπει να είχε δημιουργηθεί στα μυαλά πολλών το ερώτημα τού πόσο καιρό θα διαρκούσαν οι συμφωνίες αυτές, γιατί τα προβλεπόμενα εικοσιπέντε χρόνια ειρήνης υπογραμμίζονταν μόνο στην τουρκική συμφωνία με την αυτοκρατορία, όχι σε εκείνες με τη Βενετία και την Πολωνία. Οι Αυστριακοί τα είχαν πάει καλά όλα αυτά τα χρόνια. Από την άρση τής πολιορκίας τής Βιέννης το 1683 είχαν πετύχει εννέα αξιοσημείωτες νίκες σε δεκατέσσερις εκστρατείες. Επίσης είχαν καταλάβει ή διατηρήσει την κυριαρχία τους σε εννέα σημαντικές οχυρωμένες πόλεις, συμπεριλαμβανομένων τού Γκυόρ (Ράαμπ), τού Έστεργκομ (Γκραν), τής Βούδας [Πέστης], τού Σεκεσφέχερβαρ (Στουλβάισσενμπουργκ), τού Όσιγιεκ (Έσσεγκ, Έσεκ), τού Πετροβάραντιν (Πετερβαρντάιν, Πετερβάραντ) και τής Οράντεα (Γκροσβαρντάιν, Ναγκυβάραντ). Ήταν καλή συγκομιδή.
Συχνά πληρώνει κανείς το τίμημα τής επιτυχίας κι έτσι το πλήρωσε ο λόρδος Πάτζετ, επειδή, όπως σημειώσαμε, κατόπιν αιτήματος τού σουλτάνου Μουσταφά Β’ ο διορισμός του ως πρεσβευτή στην Πύλη θα συνεχιζόταν για άλλα τρία χρόνια. Το 1701 τον διαδέχθηκε ο Σερ Ρόμπερτ Σάττον, τού οποίου οι αναφορές προς το Ουάιτχωλ δείχνουν ότι από την άνοιξη τού 1702 υπήρχε μεγάλη ένταση μεταξύ Βενετίας και Πύλης, ως αποτέλεσμα τής κατάσχεσης από τούς Ενετούς τουρκικού σκάφους φορτωμένου με εμπορεύματα αξίας 200.000 δολλαρίων. Ο Γάλλος και ο Ολλανδός πρόξενος ήσαν επίσης έξω φρενών με τούς Ενετούς, γιατί οι εντολείς τους «είχαν συμφέροντα (στο πλοίο) ύψους 20.000 δολλαρίων ο καθένας». Επιπλέον, όπως έγραφε ο Σάττον στον υπουργό εξωτερικών στο Ουάιτχωλ στις 4 Μαΐου (1702), «Αυτό το ατύχημα συντελεί στο να δηλητηριάζονται τα μυαλά των Τούρκων κατά τής Δημοκρατίας, ενώ και πριν μπορούσε να παρατηρηθεί ότι δεν είναι σε θέση να ανεχτούν ότι έχουν χάσει τον Μοριά από τούς Ενετούς».58 Παρ’ όλα αυτά η ειρήνη μεταξύ Βενετίας και Πύλης συνεχίστηκε για άλλα δώδεκα χρόνια.
Οι Τούρκοι όμως μεγάλωναν τον στόλο τους, όπως ενημέρωνε ο Σάττον τον υπουργό εξωτερικών, συσσωρεύοντας «παραδόξως μεγάλα αποθέματα πυρομαχικών και προμηθειών κοντά στον Μοριά». Επίσης είχαν στείλει τούς καλύτερους και παλαιότερους στρατιώτες τους σε περιοχές κοντά στον Μοριά. Η βαλιδέ σουλτάνα, η μητέρα τού Μουσταφά Β’, «που έχει μεγάλη κυριαρχία επί τού Μεγάλου Άρχοντα, έχοντας χάσει μεγάλο μέρος των μισθωμάτων της, που βρίσκονται σε αυτό το βασίλειο», ενδιαφερόταν προφανώς να δει τούς Τούρκους να ξαναπαίρνουν τον Μοριά. Ο Σάττον θεωρούσε «αμφίβολο πόσο καιρό η Δημοκρατία θα είναι σε θέση να κρατήσει φιλία με αυτή την Αυτοκρατορία (την Πύλη), η οποία έχει πλήρη αίσθηση τής εύλογης ευκαιρίας που τής παρουσιάζεται, με ολόκληρη τη Χριστιανοσύνη μπλεγμένη σε πόλεμο», δηλαδή τον Πόλεμο τής Ισπανικής Διαδοχής που είχε μόλις αρχίσει. Ο Σάττον ήθελε λοιπόν να μάθει αν οι Τούρκοι επέλεγαν να πάνε σε πόλεμο, «αν η μεγαλειότητά του επιθυμεί να επιτρέψει να γίνουν προσπάθειες, για να τούς δείξουμε ότι είναι πιο συμφέρον γι’ αυτούς να τα σπάσουν με τούς Μοσχοβίτες παρά με τούς Ενετούς…».59
Ο Ενετός πρεσβευτής προσπαθούσε να ηρεμήσει την οργή των πασάδων με την καταβολή χρημάτων «για την επανόρθωση προσβολών και ζημιών …, αλλά προέκυψε νέα διαφορά που θα τα περιπλέξει κι άλλο». Μάλιστα ένας πειρατής τής θάλασσας είχε μόλις καταλάβει τουρκικό σαΐκι κοντά στο Νεγκροπόντε. Μερικοί από τούς άνδρες πάνω σε αυτό είχαν καταφέρει να ξεφύγουν και να φτάσουν στην Αδριανούπολη, «όπου έκαναν τις καταγγελίες τους» και προφανώς είχαν παρουσιάσει κάποιες αποδείξεις, «ότι ο κουρσάρος ανήκει στον Μοριά και κατά συνέπεια είναι υπήκοος τής Βενετίας».
Σύμφωνα με τον Σάττον, οι Γάλλοι σκάλιζαν τα κάρβουνα, προφανώς επιδιώκοντας «να μπλέξουν την Πύλη σε πόλεμο κατά τής Δημοκρατίας, αν όχι εναντίον των Γερμανών, για τούς οποίους ξέρουν ότι είναι αδύναμοι στην Ουγγαρία, έχοντας τα χέρια τους απασχολημένα αλλού». Οι Γερμανοί, δηλαδή οι Αυστριακοί, δεν είχαν στείλει απεσταλμένο ή υπουργό στην Ισταμπούλ και φαίνονταν να μην έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τις τουρκικές υποθέσεις. Όμως, όπως έγραφε ο Σάττον στον υπουργό εξωτερικών, «Δεν πρέπει να παραλείψω να ενημερώσω την Εξοχότητά σας ότι οι Ενετοί, αλλά πιο ειδικά οι Γάλλοι, δίνουν σημαντικά χρηματικά ποσά στην Πύλη για να πετυχαίνουν τούς σκοπούς τους, πλεονέκτημα το οποίο το αρνείται γενικά σε εμάς η χώρα μας».60
Εκτός από τις περιόδους κατά τις οποίες οι Κιοπρουλού ήσαν κυρίαρχοι στην Ισταμπούλ, οι μεγάλοι βεζύρηδες, καϊμακάμηδες, ρέις εφέντηδες και άλλοι υψηλοί αξιωματούχοι τής Πύλης εμφανίζονταν και εξαφανίζονταν με ανησυχητική ταχύτητα σε ολόκληρο τον 17ο αιώνα.61 Σε αναφορά τον Αύγουστο τού 1702 ο Σερ Ρόμπερτ Σάττον μάς μεταφέρει ανάμεσα από μερικούς σκοπέλους και υφάλους που έβαζαν σε κίνδυνο την τουρκική κυβέρνηση. Ο μουφτής ή επικεφαλής νομικός σύμβουλος τού ιερού νόμου στην Ισταμπούλ (σεΐντ φεϊζουλάχ), «έχει βρει το μυστικό τέτοιας μεταχείρισης τής βασίλισσας μητέρας (της βαλιδέ σουλτάνας), ώστε εκείνη να συμπλέει πλήρως με τα συμφέροντά του και αυτοί οι δύο, όταν ενώνονται, πράγμα που συμβαίνει τόσο συχνά, όσο ο ένας έχει την παραμικρή ανάγκη για βοήθεια από τον άλλο, διαμορφώνουν όλα τα πράγματα όπως τούς ευχαριστεί». Ο ρέις εφέντης, ο οποίος υπηρετούσε κάτω από τον μεγάλο βεζύρη (Αμουντσχαζάντε Χουσεΐν Κιοπρουλού) ως κάποιου είδους καγκελλάριος, ήταν πολύ έξυπνος και γνωρίζοντας πάρα πολύ καλά την επιρροή τού μουφτή επί τής αυλής, προσπαθούσε να κερδίσει την εύνοιά του. Εδώ και καιρό ο ρέις εφέντης (Αμπντούλ Κερίμ μπέης) είχε καταφέρει να κρατά τον μουφτή και τον μεγάλο βεζύρη σε καλές σχέσεις, αλλά ήξερε ότι αυτοί, όντας οι δύο κύριες φυσιογνωμίες στην αυλή, αναπόφευκτα θα τα έσπαγαν. Ο ρέις εφέντης λοιπόν πήρε σύντομα το μέρος τού μουφτή.
Αρχικά ο Αμπντούλ Κερίμ μπέης, ο ρέις εφέντης, αντιμετώπιζε προσεκτικά τον μεγάλο βεζύρη. Όταν όμως ο τελευταίος παραιτήθηκε από την εξυψωμένη του θέση (στις 5 Σεπτεμβρίου 1702), ο ρέις εφέντης, «άτομο όπως ο μουφτής, πάντοτε έτοιμο να ακολουθήσει το συμφέρον χωρίς κανένα ενδιαφέρον για δημόσια πίστη ή δεσμεύσεις», απέκτησε μεγάλο μέρος τής εξουσίας διακυβέρνησης τού μεγάλου βεζύρη. Ο μεγάλος βεζύρης, άνθρωπος με χαρακτήρα κατά τη γνώμη τού Σάττον, είχε κάνει ειρήνη με τούς εχθρούς τής Πύλης. Είχε ακολουθήσει τον δρόμο τής δικαιοσύνης. Τώρα είχε παραμεριστεί, «επειδή υπάρχουν σχέδια, τα οποία ίσως είναι πολύ δίκαιος για να εγκρίνει». Είχε αναλάβει ο μουφτής.
Ο διοικητής τού ιππικού τού Μεγάλου Άρχοντα, ο ανηψιός του, είχε στραγγαλιστεί. Ο ευνοούμενός του κεχαγιάς, «ένας αξιωματικός που κάνει σχεδόν όλες τις δουλειές κάτω από αυτόν», είχε απομακρυνθεί. Είχε μπει στη θέση του άλλος κεχαγιάς, υποτακτικός τού μουφτή. Ο Μεγάλος Άρχοντας (Μουσταφά B’), κατά την άποψη τού Σάττον, δεν είχε πραγματικά κανένα μέλλον, λαμβάνοντας υπόψη «την ηλικία και τις αδυναμίες του, τώρα βρίσκεται στο κρεβάτι με κάποιο πρόβλημα στο συκώτι του, όλα αυτά τον έχουν φέρει σε τόσο χαμηλή κατάσταση, που κατά πάσα πιθανότητα δεν θα κρατήσει πολύ». Στο ζήτημα αυτό θα αποδεικνυόταν ότι ο Σάττον είχε δίκιο.
Ο Σάττον πίστευε ότι με την αλλαγή τού βεζύρη «υπάρχει μεγάλος φόβος ότι δεν θα περάσει πολύς καιρός πριν ξεκινήσει η Πύλη πόλεμο στη μία ή την άλλη πλευρά». Ο πόλεμος ήταν πολύ πιθανό να στρεφόταν κατά των Ενετών επειδή, όπως ο Σάττον είχε ήδη ενημερώσει το γραφείο τού υπουργού στο Ουάιτχωλ, «οι Τούρκοι δεν ανέχονται την απώλεια τού Μοριά και δεν διστάζω να πω ανοιχτά ότι δεν μπορούν να αφήσουν χρόνο στη Δημοκρατία να χωνέψει μια τόσο μεγάλη μπουκιά». Θα ήταν εύκολο, πίστευε ο Σάττον, να αποσπάσουν οι Τούρκοι τον Μοριά από τούς Ενετούς. Οι Αυστριακοί, Πολωνοί και Μοσχοβίτες ήσαν μπλεγμένοι στις δικές τους διαμάχες. Μεγάλο μέρος των εσόδων τής βαλιδέ σουλτάνας προερχόταν από τον Μοριά. Πιθανώς εκείνη αναζητούσε την επιστροφή του. Μάλιστα το ότι ο Μοριάς ήταν ο κύριος στόχος των Τούρκων φαινόταν σαφώς από το γεγονός ότι «έχουν στείλει τούς πιο έμπειρους και καλύτερους στρατιώτες τους στα σύνορα τού Μοριά και έχουν λάβει ιδιαίτερη μέριμνα για να εφοδιάσουν καλά τις εκεί αποθήκες τους με πυρομαχικά και προμήθειες, μεγάλες ποσότητες των οποίων έχουν μεταφερθεί στο Λεπάντο, στο Νεγκροπόντε και αλλού».
Οι Τούρκοι μεγάλωναν επίσης τον στόλο τους, στον οποίο σκόπευαν να προσθέσουν 40 πλοία, ενώ «εκείνα που έχουν ήδη ανέρχονται σε περίπου 30, είναι σχεδόν όλα πολύ μεγάλα πλοία». Ένα νέο πλοίο στον Ναύσταθμο, τώρα έτοιμο να καθελκυστεί, είχε «τρύπες για 120 κανόνια». Υπήρχε κι άλλο στα σκαριά στην Ισταμπούλ, που θα μετέφερε 50 έως 60 κανόνια, ενώ πέντε ή έξι ακόμη τού ίδιου μεγέθους κατασκευάζονταν στην ακτή τής Μαύρης Θάλασσας. «Οι διαφορές τις οποίες οι υπουργοί τής Πύλης εγείρουν συνεχώς απέναντι στους Ενετούς δείχνουν την αποστροφή που έχουν γι’ αυτή τη Δημοκρατία και την ετοιμότητά τους να διαπληκτίζονται με αυτήν». Οι Τούρκοι είχαν επίσης θυμώσει πρόσφατα με τον αυτοκράτορα Λεοπόλδο, γιατί «ο αυτοκράτορας παραμελεί τις υποθέσεις του με την Πύλη σαν να αδιαφορεί αν θα συνεχίσει ή όχι την ειρήνη με αυτή την (Οθωμανική) αυτοκρατορία». Οι Γάλλοι χρησιμοποιούσαν «όποιο τέχνασμα μπορεί να φανταστεί κανείς, καθώς και χρήματα», για να μπλέξουν τούς Τούρκους σε νέες πολεμικές επιχειρήσεις με τούς Αυστριακούς ή τούς Ενετούς,62 πράγμα που θα αποτελούσε προφανές πλεονέκτημα για τούς Γάλλους, καθώς επιταχυνόταν ο Πόλεμος τής Ισπανικής Διαδοχής.
Όσο περισσότερο παρακολουθούσε ο Σάττον το πολιτικό δράμα στην Ισταμπούλ, τόσο πιο κακόκεφος γινόταν. Στις 12 Ιανουαρίου 1703 έγραφε στον υπουργό εξωτερικών στο Ουάιτχωλ ότι «υπάρχουν δύο ή τρεις μάγκες υπουργοί σε αυτή την κυβέρνηση, που συσσωρεύουν τεράστια πλούτη με τον πιο έμμεσο τρόπο». Φαίνεται να αναφερόταν στον μουφτή και τον ρέις εφέντη, τα ονόματα των οποίων δεν δίνει. Σε κάθε περίπτωση, οι ανίεροι δύο (ή τρεις) πωλούσαν «την προστασία τους σε εκείνους που διαπράττουν τις μεγαλύτερες αδικίες προς τα έθνη των Φράγκων», δηλαδή τούς Δυτικοευρωπαίους, για την ασφάλεια των περιουσιών και των ατόμων των οποίων ο Σάττον διατηρούσε τώρα μεγάλες αμφιβολίες. Οι δύο ή τρεις εν λόγω υπουργοί είχαν τέτοια ικανότητα για εξαπάτηση, που «ποτέ δεν δίνουν καμία ικανοποίηση εκτός από καλά λόγια, καταφέρνοντας να κατανικούν την επίδραση των ίδιων των εντολών τους για επανόρθωση ζημιών».
Τέτοιες παραβιάσεις τής δικαιοσύνης δεν γίνονταν ποτέ στο παρελθόν, σε περιόδους μεγάλης ευημερίας, παρά την αλαζονεία των βεζύρηδων. Οι εν λόγω υπουργοί δεν λάμβαναν υπόψη τις επιστολές των πρεσβευτών και «διασκεδάζουν με τις διαμαρτυρίες των δραγουμάνων μας». Αν συνέχιζαν με αυτό τον αλαζονικό τρόπο, ο Σάττον φοβόταν ότι μπορούσαν τελικά να παρασυρθούν «να εισβάλουν στις χώρες των γειτόνων τους», πράγμα που προκαλούσε στον Σάττον την ανησυχία ότι τα συμφέροντα των υπηκόων τής Αυτού μεγαλειότητας, εμπόρων και πλοιοκτητών, ήταν δυνατό να βρεθούν «σε πολύ χειρότερη κατάσταση, από εκείνη που ήσαν όταν η Πύλη ασχολιόταν ιδιαιτέρως με τον πόλεμο».63
Όπως προειδοποιούσε ο Σερ Ρόμπερτ Σάττον τη Βρετανική κυβέρνηση ότι οι μηχανορραφίες και η αναταραχή μέσα στην οθωμανική κυβέρνηση αποτελούσαν κίνδυνο για την Εταιρεία Ανατολικής Μεσογείου (Levant Company), ακριβώς έτσι και ο Αντόνιο Νάνι, γενικός επιστάτης (proveditor general) στον Μοριά, προειδοποιούσε την Eνετική Σινιορία (από το Άργος στις 28 Μαΐου 1703) ότι έπρεπε να προσέχουν τον Μοριά, «το προπύργιο τού κράτους στην Ανατολική Μεσόγειο» (l’antemurale del publico dominio in Levante). Ο ισχυρός τούς γείτονας, ο Τούρκος, που βρισκόταν πάντοτε σε εγρήγορση για να επωφεληθεί από ευκαιρίες, σίγουρα θα φιλοδοξούσε να αναλάβει την κατοχή τού ονομαζόμενου βασιλείου. Συνεπώς, η καλύτερη χρήση τής ειρήνης ήταν η προετοιμασία για πόλεμο. Ο Νάνι περιέγραφε, όπως είχαν κάνει άλλοι πριν από αυτόν, τα πλεονεκτήματα και τις αδυναμίες των κύριων οχυρωμένων πόλεων τού Μοριά, τού Ναυπλίου-Παλαμηδιού, τής Μονεμβασίας, τής Μεθώνης και Κορώνης, των δύο Ναυαρίνων (Παλαιού και Νέου) και τού σημαντικού κάστρου τού Μοριά (Ρίου), «που βρίσκεται στην έξοδο τού Κόλπου τής Ναυπάκτου και σε τόσο αξιόλογο σημείο, στη γειτνίαση τού οποίου βρίσκεται η Πάτρα με φρούριο παντελώς ατελές, πράγμα που το καθιστά (το κάστρο τού Μοριά) πιο σημαντικό και αξιόλογο» (situato all’imboccatura del Golfo di Lepanto e in se stesso un posto riguardevole, e la vicinanza in cui è di Patrasso, piazza totalmente mancante, lo rende più accreditato e considerable).64
Ο Νάνι προειδοποιούσε επίσης για τούς Μανιάτες τού Βραχίονα τής Μάνης (Brazzo di Maina) στο νότιο άκρο τού όρους Ταΰγετος στον Μοριά, «ανθρώπους που είναι ανήσυχοι και άγριοι (από τη φύση τους) και έχουν πάντοτε προκαλέσει ανησυχία στο μυαλό εκείνου που είχε εξουσία πάνω τους».65 Οι Μανιάτες ήσαν από καιρό γνωστοί για τη διαρκή εχθρότητά τους προς τούς Τούρκους. Άραγε πώς θα τα πήγαιναν οι Ενετοί μαζί τους;
Τον Αύγουστο τού 1702 ο Σάττον είχε ενημερώσει το υπουργείο εξωτερικών στο Ουάιτχωλ ότι ο Μεγάλος Άρχοντας Μουσταφά Β’ κατά πάσα πιθανότητα δεν θα μπορούσε να διαρκέσει πολύ περισσότερο. Και είχε δίκιο. Στις 4 Σεπτεμβρίου 1703 ο Αντόνιο Νάνι έγραφε στον δόγη και τη Γερουσία ότι ως συνέπεια «θορυβώδους εξέγερσης στην αυλή τής Κωνσταντινούπολης (στις 22 Αυγούστου 1703) οι αντάρτες είχαν βάλει το σκήπτρο στα χέρια τού Μουσταφά (έτσι ακριβώς!), αδελφού τού σουλτάνου Μεχμέτ, έχοντας κόψει σε κομμάτια το μουφτή (Φεϊζουλλάχ) και τον αγά των γενιτσάρων (Τσαλίκ), ενώ ο μεγάλος βεζύρης (Ράμι πασάς) είχε διαφύγει με τον υπουργό (Αλέξανδρο) Μαυροκορδάτο..». Ο επιστάτης τής Αχαΐας είχε επιβεβαιώσει την αναφορά που είχε λάβει ο Νάνι, προσθέτοντας ότι επί τρεις ημέρες στο Λεπάντο σαράντα βολές κανονιών γιόρταζαν τη «νέα στέψη». Τέτοια σοβαρή κρίση στην οθωμανική κυβέρνηση απαιτούσε σοβαρή σκέψη από την πλευρά τής Ενετικής Σινιορίας: «δυσαρεστημένος λαός, άνθρωποι που επιθυμούν καινοτομίες, νεαρός μονάρχης, με πνεύμα περήφανο και άγριο, που φυτεύτηκε στον θρόνο από υπηκόους που επαναστάτησαν εναντίον τού αδελφού του, όπλα σε κίνηση, όλα αυτά διαμορφώνουν δυστυχή προοπτική…» (popoli malcontenti, genti desiderosi di novità, monarca d’età giovanile, di spiriti superbi e feroci, piantato sul trono da sudditi ribelli al frattello, armi in moto formano un infelice aspetto…).66
Η εξέγερση είχε ξεσπάσει στον Βόσπορο και στην Αδριανούπολη και είχε διαρκέσει τριανταέξι περίπου μέρες, από τις 17 Ιουλίου μέχρι τις 22 Αυγούστου 1703, τελειώνοντας την τελευταία αυτή ημερομηνία, όταν ο Μουσταφά Β’, ο οποίος πέθανε το επόμενο έτος, αντικαταστάθηκε από τον νεότερο αδελφό του, τον Αχμέτ Γ’.67 Όσο για τον τελευταίο, ο Αντόνιο Νάνι έγραφε στον δόγη και τη Γερουσία στα μέσα Μαΐου 1704 ότι σύμφωνα με την είδηση που είχε λάβει πρόσφατα από έμπιστο, ο οποίος παρακολουθούσε με συνεχή προσοχή τα συμβαίνοντα στην Ισταμπούλ, ο νέος σουλτάνος ασχολιόταν πολύ με στρατιωτικές προετοιμασίες. Ο στρατός βρισκόταν ήδη στον δρόμο για την Αδριανούπολη, όπου είχε ιδρυθεί ένοπλο φρούριο. Ορισμένοι πίστευαν ότι ο νέος καπουδάν πασάς (Οσμάν) θα πήγαινε με τον στόλο στη Μαύρη Θάλασσα, «για να βοηθήσει στην κατασκευή τού κάστρου», που είχε ξεκινήσει το προηγούμενο έτος. Ο σερασκέρης λεγόταν ότι είχε πάρει εντολή να πάει από τη στεριά με σώμα στρατιωτών, για να βοηθήσει στην οικοδόμηση τού κάστρου και να προστατεύει τον καπουδάν πασά.
Η προσοχή που έδινε ο σουλτάνος στην ενίσχυση τού τουρκικού «θαλάσσιου εξοπλισμού» ήταν σίγουρα ανησυχητική. Παρά τις διαβεβαιώσεις για τις καλές προθέσεις τού σουλτάνου, ο Νάνι ήταν φοβισμένος, γιατί δεν υπήρχε αμφιβολία για το τρομερό και πολεμικό του πνεύμα και οι χριστιανοί γνώριζαν ότι ο όρκος ενός βάρβαρου ηγεμόνα ήταν άνευ αξίας. Επίσης ο νεαρός Αχμέτ Γ’ φλεγόταν από τη φιλοδοξία να ξεκινήσει κάποια επιχείρηση, για να φτιάξει όνομα και ίσως για να επωφεληθεί τής ενετικής αδυναμίας στον Μοριά.68
Ο Αντόνιο Νάνι έβλεπε πράγματι αδυναμία στις ενετικές δυνάμεις που στάθμευαν στον Μοριά. Η παλαιά πειθαρχία, η οποία είχε διατηρηθεί τόσο καλά κατά τη διάρκεια τού τελευταίου πολέμου, είχε μετατραπεί σε «σκουριασμένη και χαλαρή, ως αποτέλεσμα τής αδράνειας τής ειρήνης». Ο Νάνι λοιπόν έβαζε τούς υπό τις διαταγές του αξιωματικούς στο καθήκον. Η αποτελεσματικότητα των στρατιωτών είχε μειωθεί λόγω τής απροσεξίας των διοικητών τους. Οι άνδρες είχαν απονευρωθεί από την «απαθή αναψυχή» τους (latiguido riposo) και έπρεπε να μάθουν και πάλι να φέρουν το βαρύ φορτίο των εξοπλισμών.69 Στο μεταξύ ο Νάνι προσπαθούσε να παρακολουθεί την εξέλιξη των γεγονότων στην Αδριανούπολη και την Ισταμπούλ.
Στις 22 Φεβρουαρίου 1705 ο Νάνι έγραφε στον δόγη και τη Γερουσία ότι είχε επιβεβαιωθεί η είδηση για την απομάκρυνση τού Καλαϊλικιόζ Αχμέτ πασά από τη θέση τού μεγάλου βεζύρη. Είχε αντικατασταθεί από τον Μπαλτατζή Μεχμέτ πασά. Ο Καλαϊλικιόζ είχε πέσει από την εξουσία στις 25 Δεκεμβρίου 1704. Ο Νάνι είχε μάθει τα νέα από τον Ενετό βαΐλο στον Βόσπορο. Ο Μεχμέτ φαινόταν να είναι λάτρης τής ηρεμίας, γιατί ήταν ήρεμος από τη φύση του και απολάμβανε σαφώς την ειρήνη την οποία είχε πετύχει τότε ο σουλτάνος Αχμέτ Γ’, ο οποίος είχε θεωρηθεί υποψήφιος πολεμιστής (και μάλιστα τελικά θα αποδεικνυόταν ότι ήταν τέτοιος). Στο μεταξύ ο Νάνι ως γενικός επιστάτης στον Μοριά προσπαθούσε να διατηρήσει τις καλύτερες δυνατές σχέσεις (la migliore corrispondenza) με τούς Τούρκους γείτονές του, έτσι ώστε να μην υποβληθεί η Βενετία σε αδικαιολόγητες δυσκολίες.70
Στο μεταξύ η ζωή ήταν ειρηνική στον Μοριά. Την 1η Σεπτεμβρίου 1705 ο Αντόνιο Νάνι επιβεβαίωνε την παραλαβή «σεβαστής επιστολής από τον δόγη» με ημερομηνία 10 Ιουνίου, την οποία τού είχε στείλει η Γερουσία μαζί με απόφαση σχετική με τις ελεημοσύνες που είχαν συγκεντρωθεί στο Βένετο «για τη συντήρηση τού Παναγίου Τάφου τής Ιερουσαλήμ». Ο Νάνι είχε διανείμει αντίγραφα τού κειμένου τού διατάγματος σε όλους τις αρχιερείς και ενοριακούς ιερείς των μωραΐτικων επαρχιών, «εκείνους τού λατινικού καθώς και τού ελληνικού τελετουργικού», επιδιώκοντας να επιστρατεύσει την υποστήριξή τους στον ευσεβή στόχο τής Σινιορίας, στη συγκέντρωση χρημάτων για τη συντήρηση τού ναού (που είχε χτιστεί στην φερόμενη ως τοποθεσία ταφής τού Χριστού). Ο Νάνι διαβεβαίωνε τη Σινιορία ότι θα έκανε ό,τι καλύτερο μπορούσε, για να εξασφαλίσει ότι πράγματι θα συγκεντρώνονταν χρήματα και θα χρησιμοποιούνταν για τον ιερό σκοπό που προωθούσε η Γερουσία. Στην επιστολή όμως αυτή ανέπτυσσε επίσης την ανάγκη διατήρησης «εκείνης τής απόλυτης πειθαρχίας, που αποκτήθηκε με το τίμημα τού αίματος στον τελευταίο πόλεμο (με τούς Τούρκους) και τώρα απαιτεί την προσοχή όλων μας…».71
Όπως οι προκάτοχοι και οι διάδοχοί του ως γενικοί επιστάτες (proveditori generali) στον Μοριά, ο Αντόνιο Νάνι είχε πολλές ανησυχίες και ευθύνες. Οι αναφορές προς τη Σινιορία ασχολούνται με προβλήματα σχετικά με ναυτικούς, σκλάβους γαλερών και ναυάγια, φρουρές, διαθέσιμες δυνάμεις και ελλείψεις σε ανθρώπινη δύναμη, δασμούς, φόρους, λαθρεμπόριο, καθώς και με την έλλειψη πόρων που χρειάζονταν για διάφορους σκοπούς, με ιδιαίτερη προσοχή στην αλληλογραφία μεταξύ των τοπικών πασάδων και των Ενετών αξιωματούχων. Η αδυναμία των τριών συνταγμάτων δραγώνων και των άλλων δυνάμεων στον Μοριά ήταν ανησυχητική. Μάλιστα από τις 10 Ιανουαρίου μέχρι τις 26 Μαρτίου 1706 φαίνεται ότι υπήρχε δύναμη μόνο 2.045 πεζών στρατιωτών στην Κόρινθο για να σταματήσει την είσοδο των Τούρκων στον Μοριά. Υπήρχαν το πολύ χίλιοι ιππείς στην Κόρινθο.72
Οι πασάδες τού Νεγκροπόντε (Χαλκίδας) και τού Λεπάντο (Ναυπάκτου) λεγόταν ότι είχαν διαφορές λόγω «ζήλειας που μπορεί να φανταστεί κανείς, επειδή ο νέος πασάς στο Λεπάντο είχε μόνο 40 άτομα στην ακολουθία του και όχι περισσότερα» (gelosia imaginabile entro il nuovo bassà in Lepanto con sole 40 persone di seguito e non più).73 Προφανώς η τουρκική διοίκηση στα σύνορα τού Μορέως ήταν τώρα τόσο πιεσμένη για ανθρώπινη δύναμη όσο και οι Ενετοί, οι οποίοι είχαν και πολλά άλλα παράπονα. Οι φόροι δεκάτης δεν καταβάλλονταν κανονικά στην Αρκαδία (Κυπαρισσία), στο Φανάρι, στην Ανδρούσα, στην Καρύταινα, στο Λεοντάρι και στην Καλαμάτα.74 Υπήρχε πάντοτε κάτι λάθος, αλλά έχοντας περάσει τα συνήθη δύο χρόνια ή και περισσότερο ως γενικός επιστάτης στον Μοριά, ο Αντόνιο Νάνι ήταν χαρούμενος όταν σκεφτόταν την προφανή επιτυχία τής διοίκησής του.
Όπως έγραφε ο Νάνι στον δόγη και τη Γερουσία (στις 20 Οκτωβρίου 1705), έφευγε από τη θέση του με την καλή τύχη να αφήνει τα μωραΐτικα σύνορα σε απόλυτη ησυχία, χωρίς κανένα λόγο για πιθανή δυσαρέσκεια, καθώς και με εξαιρετική σχέση με τούς Τούρκους που είχαν την ευθύνη τής διοίκησης στις παραμεθόριες περιοχές. Το βασίλειο τού Μορέως ήταν συνεπώς ελεύθερο από κάθε παρενόχληση, ακόμη και από εκείνη που υπέφερε συχνά από εγκληματίες επιδρομείς (anche de’ malviventi). Επίσης ο Νάνι άφηνε τα έσοδα τής «δημόσιας κληρονομιάς» τού Μοριά σε καλύτερη κατάσταση από εκείνη στην οποία τα είχε βρει. Μάλιστα έλεγε ότι τα έσοδα είχαν αυξηθεί «στο ποσό των τετρακοσίων εννενηνταεπτά χιλιάδων επτακοσίων δεκαπέντε και μισό δουκάτων».75 Όταν κάποιος έχει ακόμη τα στοιχεία επί των οποίων υποτίθεται ότι βασίζονταν οι προϋπολογισμοί τού μακρινού παρελθόντος, τα σύνολα σπάνια βρίσκονται σε συμφωνία με τούς σύγχρονους υπολογισμούς. Δεν έχουμε (απ‘ όσα ξέρω) τα γεγονότα και τα στοιχεία από τα οποία προέκυπτε το σύνολο τού Νάνι για τα έσοδα τού βασιλείου, αλλά εκείνο το τελευταίο μισό δουκάτο αποτελούσε προφανώς τον τρόπο για να καταστήσει αυτός σαφή στη Γερουσία τη σχολαστική προσοχή που είχε αφιερώσει στους επαρχιακούς προϋπολογισμούς τού Μοριά.
Στις αρχές Μαΐου 1706 ο σουλτάνος Αχμέτ Γ’ κατάφερε να περιορίσει τις εκβιαστικές πρακτικές των κυβερνητικών αξιωματούχων και να μειώσει την αναταραχή στην Ισταμπούλ με τον διορισμό τού Τσορλουλού Αλή πασά ως μεγάλου βεζύρη. Φέρνοντας λογική και δικαιοσύνη στη διοίκηση τής Οθωμανικής εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής, ο Τσορλουλού Αλή δεν έκανε καμία προσπάθεια να επωφεληθεί από επιθέσεις εναντίον είτε τής Βενετίας ή τής Αυστρίας, παρά τις ευκαιρίες που φαίνονταν να προσφέρουν στην Πύλη ο Πόλεμος τής Ισπανικής Διαδοχής και ο «Μεγάλος Βόρειος Πόλεμος». Η κυβέρνηση τού Αχμέτ Γ’ παρέμενε ουδέτερη, εμμένοντας στις συνθήκες τού Κάρλοβιτς (1699) με τα κράτη τής Ιεράς Συμμαχίας και στην ανακωχή τού 1698-1700 με τη Ρωσία. Η κατάσταση άλλαξε όμως, όταν στις 8 Ιουλίου 1709 ο Μέγας Πέτρος νίκησε στην Ουκρανία τούς Σουηδούς υπό τον Κάρολο ΙΒ’ και τούς Κοζάκους υπό τον χέτμαν (ηγέτη) Μαζέππα, σε μάχη τρία περίπου μίλια βορειοανατολικά τής πόλης Πολτάβα, στη δεξιά όχθη τού ποταμού Βόρσκλα.
Ο Κάρολος ΙΒ’ είχε εγκαταστήσει τον Στανίσλαους Α’ Λεσεζύνσκι ως βασιλιά τής Πολωνίας, αλλά η Πολωνία ήταν τώρα γεμάτη Ρώσους και διατηρούμενη σε μεγάλο βαθμό υπό τη φιλοπόλεμη κυριαρχία τού Πέτρου. Στην Ισταμπούλ η μη-επιθετική πολιτική τού Τσορλουλού Αλή ερμηνευόταν σε ορισμένους κύκλους ως φιλο-ρωσική και αυτός σύντομα έπεσε θύμα των δολοπλοκιών στο Σεράι (την Κυριακή 15 Ιουνίου 1710). Τον διαδέχθηκε ως μεγάλος βεζύρης ο Νουμάν Κιοπρουλού πασάς, ο γιος τού Μουσταφά Κιοπρουλού, τον θάνατο τού οποίου έχουμε αναφέρει στο Σλάνκαμεν (το 1691). Παρά το γεγονός ότι ήταν ειλικρινής και δίκαιος, ακολουθώντας το παράδειγμα των Κιοπρουλού, ο Νουμάν φαινόταν ανίκανος να αναθέσει εξουσίες. Προσπαθούσε να τα κάνει όλα μόνος του, αλλά έπρεπε να γίνουν πάρα πολλά. Παρέμεινε ως μεγάλος βεζύρης μόνο δύο μήνες, αλλά τού χάρισαν τη ζωή και επέστρεψε στο Νεγκροπόντε ως κυβερνήτης, στη θέση που κατείχε προηγουμένως. Ο Νουμάν ήταν το πέμπτο και τελευταίο μέλος τής οικογένειας Κιοπρουλού που υπηρέτησε ως μεγάλος βεζύρης τής Πύλης.76
Τώρα, για μια ακόμη φορά, μεγάλος βεζύρης ήταν ο Μπαλτατζή Μεχμέτ πασάς, ο οποίος υπέκυψε στα αντι-ρωσικά αισθήματα που είχαν αναπτυχθεί στο Σεράι. Στην Ισταμπούλ είχαν αρχίσει να φοβούνται πολύ τούς Ρώσους. Οι Τάταροι τής Κριμαίας είχαν επίσης γίνει εχθρικοί προς τούς Ρώσους, που καταπατούσαν τα εδάφη τους. Μετά την ήττα του κοντά στην Πολτάβα, ο Κάρολος ΙΒ’ είχε καταφύγει στο τουρκικό φρούριο Μπεντέρ επί τού Δνείστερου ποταμού. Ο Φρήντριχ Αύγουστος, εκλέκτορας τής Σαξωνίας (1670-1733), ο οποίος είχε γίνει βασιλιάς τής Πολωνίας ως Αύγουστος Β’ (το 1697), είχε μόλις εκδιώξει από την Πολωνία (1709) τον σύμμαχο τού Καρόλου, τον Στανίσλαους Λεσεζύνσκι. Οι υποθέσεις τού Καρόλου δεν ευημερούσαν, αλλά αναθάρρησε πολύ όταν, προς μεγάλη έκπληξη τού Βρετανού πρέσβη Σερ Ρόμπερτ Σάττον, η Πύλη κήρυξε τον πόλεμο κατά τής Ρωσίας στις 20 Νοεμβρίου 1710.77 Στη συνέχεια, στις 17 Ιανουαρίου και στις 22 Φεβρουαρίου (1711), ο τσάρος Πέτρος απάντησε αμέσως με αγανάκτηση στην κήρυξη πολέμου από τούς Οθωμανούς, γιατί ο Αχμέτ Γ’ και οι υπουργοί του είχαν παραβιάσει την πρόσφατα ανανεωμένη συνθήκη ειρήνης μεταξύ Ρωσίας και Πύλης.78
Σύμφωνα με επιστολή τής 8ης Δεκεμβρίου (1710), την οποία ο Σάττον έστελνε στον λόρδο Ντάρτμουθ, που είχε γίνει πρόσφατα υπουργός εξωτερικών στο Ουάιτχωλ, ο Σάττον είχε συνάντηση πριν μια ή δύο μέρες με τον μεγάλο βεζύρη Μπαλτατζή Μεχμέτ πασά. Ο τελευταίος ήταν αρκετά πρόθυμος να συζητήσει το Ρωσικό πρόβλημα, όπως το έβλεπαν οι Τούρκοι και οι Σουηδοί. Μάλιστα ο Μπαλτατζή επεκτάθηκε πολύ στα κίνητρα των προσφάτων αποφάσεών τους και διαμαρτυρήθηκε κατά των Μοσχοβιτών, κατηγορώντας τη συμπεριφορά των πρώην υπουργών (Τσορλουλού Αλή πασά και Νουμάν Κιοπρουλού πασά) ότι ανέχονταν να τούς κοροϊδεύουν. Έδειχνε μεγάλη ζήλια για την αυξανόμενη δύναμη και τα φιλόδοξα σχέδια των Μοσχοβιτών, λέγοντας ότι είχαν ήδη υποβιβάσει τούς Σουηδούς σε χαμηλή κατάσταση και ότι η Πύλη είχε συγκεκριμένες πληροφορίες ότι σκόπευαν να τούς επιτεθούν σε δύο χρόνια.
Ο Μπαλτατζή αγανακτούσε,
ότι (οι Μοσχοβίτες) είχαν διαπράξει μεγάλες ξεδιαντροπιές στα σύνορα και ήσαν ένοχοι για πολλές παραβιάσεις τής ειρήνης. Ότι είχαν κόψει σε κομμάτια πάρα πολλούς Τάταρους, έχοντας κλέψει τα άλογα, τα ζώα και τα αγαθά τους. Ότι ο τσάρος διεκδικούσε προβάδισμα απέναντι στους άλλους βασιλείς και ότι είχε δώσει στον εαυτό του τον τίτλο τού αυτοκράτορα. Ότι ήξεραν ότι είχε υποσχεθεί στον εαυτό του να γίνει κάποια στιγμή κύριος τής Κωνσταντινούπολης και ότι ο ίδιος είχε δηλώσει ότι έλπιζε να ταφεί στην εκκλησία τής Αγίας Σοφίας και ότι είχε κάνει και άλλες ομιλίες για τον ίδιο σκοπό.79
Παρά το γεγονός ότι ο Σάττον πίστευε ότι ο σουλτάνος, οι υπουργοί του και το μεγαλύτερο μέρος τού πληθυσμού εισέρχονταν στον πόλεμο με απροθυμία, «οι επικεφαλής τού νόμου (οι ουλεμάδες) και οι Στρατιωτικοί (ιδιαίτερα οι Γενίτσαροι)» αρνούνταν να εξετάσουν εναλλακτικές λύσεις. Στις 7 Ιανουαρίου (1711) ο Σάττον έγραφε στον Ντάρτμουθ ότι οι Τούρκοι ανησυχούσαν για τη διατήρηση τής ειρήνης με τη Δυτική Χριστιανοσύνη «και γι’ αυτό τον λόγο έχουν αποφασίσει θετικά να στείλουν απεσταλμένους στη Βιέννη και τη Βενετία με επιστολές από τον Σουλτάνο και τον Πρώτο Βεζύρη, γεμάτες διαβεβαιώσεις ότι η Υψηλότητά του θα τηρήσει ευλαβικά και θα υποστηρίξει τις συνθήκες τού Κάρλοβιτς».80 Ο Σάττον ήταν βέβαιος όμως ότι αν συνεχιζόταν ο πόλεμος «χωρίς αξιοσημείωτη επιτυχία», οι Τούρκοι θα κουράζονταν από αυτόν «σε λίγα χρόνια», λόγω τού κόστους τής διατήρησης τού στόλου τους, των κακουχιών που υπέφερε ο στρατός «σε έρημη χώρα, με κακό κλίμα», καθώς και τής φτώχειας των πασάδων και των τιμαριούχων, «που υπηρετούν με δικά τους έξοδα». Ο Αχμέτ Γ’ είχε πολλά χρήματα, αλλά δεν ήταν πρόθυμος να τα αποχωριστεί και αν αναγκαζόταν να τα χρησιμοποιήσει, «δεν θα διαρκούσαν πολύ και δεν φαίνεται να υπάρχει τρόπος να τα αντικαταστήσει».81
Η τουρκική αυλή ανακουφίστηκε για κάποιο διάστημα από την αβεβαιότητα και τη σύγχυση, όταν στις 25 Ιουλίου (1711) ή λίγο πριν έφτασε στην Ισταμπούλ η είδηση τής ήττας των Ρώσων σε μερικές φορές βίαιη διήμερη σύγκρουση με τούς Τούρκους στις όχθες τού ποταμού Προύθου (στις 9-10 Ιουλίου), στη μακροχρονίως διαμφισβητούμενη επαρχία τής Μολδαβίας. Όταν οι Ρώσοι τρομοκρατήθηκαν, ο τσάρος Πέτρος έστειλε δύο «πληρεξούσιους … με λευκή σημαία στον βεζύρη, προσφέροντάς του ειρήνη με τούς όρους που θα επιθυμούσε ο ίδιος για την Πύλη».82 Ο μεγάλος βεζύρης Μπαλτατζή Μεχμέτ πασάς, ο διοικητής των τουρκικών δυνάμεων στον Προύθο, αντιμετώπισε γενναιόδωρα τον τσάρο Πέτρο και τούς Ρώσους, προς ενόχληση τού βασιλιά Καρόλου Β’ και τού Τάταρου χάνου Νταβλάτ Γκιράυ.83 Σύμφωνα με τη συνθήκη τού Προύθου, ο Πέτρος έπρεπε να παραδώσει το φρούριο τού Αζόφ, να καταστρέψει εκείνο τού Ταϊγανίου (Ταγκανρόγκ) και να μην παρεμβαίνει πια στις πολωνικές υποθέσεις.84
Η συνθήκη τού Προύθου όντως έθεσε τέρμα στον πόλεμο μεταξύ Τούρκων και Ρώσων, αλλά στον βαθμό που δεν τερμάτισε τις μεταξύ τους διαφωνίες και διαφορές, «συμφωνήθηκε από τις δύο πλευρές, να ζητήσουν και να παρακαλέσουν τούς ευγενείς άρχοντες, τον κύριο Ρόμπερτ Σάττον, ιππότη και τον κύριο Γιάκομπ Κόλυερ, κόμη τής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, πρεσβευτές, … να κάνουν χρήση τής διαμεσολάβησής τους στο όνομα των υψηλών ηγεμόνων τους για τη ρύθμιση και επίλυση τής εν λόγω διαφοράς…» (on est convenu de part et d’autre de requérir et prier les nobles seigneurs Mons. Robert Sutton, Chevalier, et Mons. Jacob Colyer, Comte de l’Empire Romain, Ambassadeurs …, d’employer leur médiation au nom de leurs Hauts Souverains pour terminer et ajuster les dits différens…). Σε γενικές γραμμές ο τσάρος Πέτρος εκπλήρωνε τις απαιτήσεις τής συνθήκης τού Προύθου, στην οποία είχε όμως συμφωνηθεί, «ότι ο τσάρος δεν θα αναμιγνύεται με τούς Πολωνούς, ούτε με τούς Κοζάκους που εξαρτώνται από αυτούς…» (que le Czar ne se mêlera plus des Polonois ni des Cosaques qui dépendent d’eux…).85 Δεδομένου ότι ο Πέτρος δεν είχε χαλαρώσει τη λαβή του επί τής Πολωνίας, οι «εν λόγω διαφορές» ήσαν αναπόφευκτες και αποτέλεσμα ήταν μια άλλη συνθήκη ειρήνης και φιλίας μεταξύ Ρωσίας και Πύλης (στις 5/15 Απριλίου 1712).
Ο Πέτρος συμφωνούσε τώρα και πάλι να αποσύρει όλα τα Ρωσικά στρατεύματα από την Πολωνία. Αν οι Σουηδοί εισέρχονταν στην Πολωνία με πρόθεση να τού επιτεθούν (ή για οποιοδήποτε άλλο λόγο), η επανείσοδος του δεν έπρεπε να θεωρείται παραβίαση τής συνθήκης. Αλλά όταν οι Σουηδοί αποσύρονταν από την Πολωνία, έπρεπε να αποσυρθεί και αυτός. Η Πύλη θα φρόντιζε για την επιστροφή τού Καρόλου ΙΒ’ στη Σουηδία, «χωρίς να κάνει οποιαδήποτε ζημιά, δημόσια ή κρυφά, στους υπηκόους και τα εδάφη των Μοσχοβιτών».86 Παρά την επίσημη αυτή συμφωνία υπήρχε ακόμη αρκετή ανησυχία στα ανατολικά μέτωπα, η οποία απαιτούσε την πλήρη επιβεβαίωση τής συνθήκης, που έγινε στην Αδριανούπολη στις 5/16 Ιουνίου 1713 και τώρα, παρά τούς Σουηδούς, η Πύλη και η Ρωσία είχαν κάνει τελικά ειρήνη, η οποία θεωρείτο ότι θα διαρκούσε εικοσιπέντε χρόνια.87
Ο Σερ Ρόμπερτ Σάττον ήταν καλά ενημερωμένος σε ολόκληρη τη διάρκεια των δεκαπέντε ετών του ως πρέσβης τής Βρετανίας στην Ισταμπούλ, διατηρώντας στενές σχέσεις με Οθωμανούς αξιωματούχους, μέλη ορισμένων πρεσβειών και διάφορους δραγουμάνους. Οι αναφορές του είναι συχνά μακροσκελείς και λεπτομερείς. Από τον Δεκέμβριο τού 1711 μέχρι τον Απρίλιο τού 1712 ασχολήθηκε μαζί με τον συνάδελφό του Γιάκομπ Κόλυερ, τον Ολλανδό πρεσβευτή, με προσπάθειες διασφάλισης τής ειρήνης μεταξύ Ρωσίας και Πύλης. Μάλιστα τόσο οι Ρώσοι όσο και οι Τούρκοι πρόβαλλαν τέτοιες απαιτήσεις εκείνη την εποχή στους Σάττον και Κόλυερ, που φαίνεται ότι δεν είχαν κάνει σχεδόν τίποτε άλλο κατά τη διάρκεια αυτών των σχεδόν τεσσάρων μηνών.88 Ο Σάττον φαίνεται ότι ευνοούσε τούς Ρώσους, από τούς οποίους έπαιρνε χρήματα και δώρα. Μάλιστα είναι προφανώς γνωστό ότι ο Ρώσος Π. Π. Σαφίροβ έδωσε στον Σάττον 6.000 δουκάτα και γούνινο παλτό.89 Η Βρετανική κυβέρνηση δεν ενέκρινε την ανάμιξή του στις ρωσο-τουρκικές υποθέσεις, αλλά ο ίδιος δυσκολευόταν να μην αναμιγνύεται. Παρά το γεγονός ότι Σάττον έπαιρνε τον μισθό του από την Εταιρεία Ανατολικής Μεσογείου (Levant Company), έχει λίγα να πει για το αγγλικό εμπόριο ή, για το θέμα αυτό, για οποιοδήποτε εμπόριο. Οι αναφορές του προς το Ουάιτχωλ ασχολούνταν με τα δικά του διπλωματικά, πολιτικά και στρατιωτικά ενδιαφέροντα, τα οποία ήσαν όλα μεγάλης σημασίας την εποχή που εκπροσωπούσε τη βασίλισσα Άννα στον Βόσπορο.
Κατά τη διάρκεια των ετών τού πολέμου τής Ισπανικής Διαδοχής (1701-1714) οι Άγγλοι είχαν άγχος να φροντίσουν για τη διατήρηση τής ειρήνης στην Ανατολική Ευρώπη, ενώ οι Γάλλοι ήθελαν να αναζωπυρώσουν την παλαιά εχθρότητα μεταξύ Βιέννης και Υψηλής Πύλης, για να αποδυναμώσουν την Ιερά Συμμαχία κατά τής Γαλλίας. Στον Πόλεμο τής Ισπανικής Διαδοχής συμμετείχαν τα μεγαλύτερα κράτη τής Χριστιανοσύνης. Η προσοχή τής Ευρώπης ήταν καρφωμένη πάνω του σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό, απ’ όσο στις τουρκικές-ρωσικές-σουηδικές δυσκολίες. Όμως, παρά τη μεγάλη σημασία του, ο Πόλεμος τής Ισπανικής Διαδοχής βρίσκεται έξω από τη σφαίρα των ενετο-αυστρο-τουρκικών μας ενδιαφερόντων,90 αλλά άφησε το αποτύπωμά του στην Ισταμπούλ. Ο Σερ Ρόμπερτ Σάττον βρισκόταν σε συνεχή αντίθεση με τούς Γάλλους πρεσβευτές, τον βαρώνο Σαρλ ντε Φεριόλ και (από το 1711) τον διάδοχό τού Πιέρ Πουσό, τον κόμη Ντεσαγιέρ. Η Eνετική Σινιορία συμμεριζόταν σε μεγάλο βαθμό τις απόψεις τής γαλλικής κυβέρνησης. Έτσι ο Σάττον έγραφε στον λόρδο Ντάρτμουθ την 1η Οκτωβρίου 1711:
Οι Ενετοί εδώ έχουν ανησυχήσει με τις συζητήσεις των ανθρώπων για πόλεμο με αυτή τη Δημοκρατία. Μέχρι τώρα δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι για να τον φοβούνται, εκτός από το ότι οι Τούρκοι τούς ανέχονται με ιδιαίτερα κακή διάθεση συνοδευόμενη από περιφρόνηση και θα γίνουν σίγουρα πολύ αυθάδεις και υπεροπτικοί μετά τη σύναψη τής ειρήνης με τούς Μοσχοβίτες. Η ακραία μεροληψία τού Ενετού βαΐλου με τούς Γάλλους και η οικειότητα του με τον πρεσβευτή αυτού τού Στέμματος, καθώς και ορισμένες πρακτικές, των οποίων στο παρελθόν έδωσα περιγραφή στην Εξοχότητά σας, δίνουν την ευκαιρία σε πολλούς να υποψιάζονται ότι θα ενώσουν τις προσπάθειές τους για να μπλέξουν την Πύλη με την αυλή τής Βιέννης, ιδιαίτερα αν ο βαΐλος κολακευτεί με αυτόν τον τρόπο, για να εκτρέψει έναν πόλεμο με την Δημοκρατία.91
Ένα μήνα αργότερα, στις 8 Νοεμβρίου (1711), ο Σάττον ενημέρωνε πάλι τον Ντάρτμουθ ότι «οι άνθρωποι (στην Ισταμπούλ) έχουν ήδη αρχίσει να μιλούν για πόλεμο με τούς Ενετούς και προφανώς υπάρχει μεγάλη ροπή προς αυτόν μεταξύ των στρατιωτών και τού ναυτικού, πράγμα που ανησυχεί πολύ τούς Ενετούς, αν και δεν υπάρχουν ακόμη άλλοι λόγοι για φόβο». Όμως, μετά τη σύναψη τής συνθήκης με τούς Ρώσους, ο Σάττον πίστευε ότι «θα είμαστε σε καλύτερη θέση να ανακαλύψουμε, αν η Πύλη κλίνει ή όχι προς πόλεμο με τη Δημοκρατία».92