14. Η τουρκική ανακατάκτηση τού Μοριά. Οι νίκες τού Ευγένιου τής Σαβοΐας. Η υπεράσπιση τής Κέρκυρας. Η ειρήνη τού Πασσάροβιτς

<-13. Ο πόλεμος τής Ένωσης τού Άουγκσμπουργκ. Οι συνθήκες τού Κάρλοβιτς και τού Ράιζβαϊκ. Η ειρήνη μεταξύ Βενετίας και Πύλης

14
Η τουρκική ανακατάκτηση τού Μοριά. Οι νίκες τού Ευγένιου τής Σαβοΐας. Η υπεράσπιση τής Κέρκυρας. Η ειρήνη τού Πασσάροβιτς

Image Image

Όταν οι Τούρκοι έκαναν τελική ειρήνη με τούς Ρώσους τον Ιούνιο τού 1713, διευθετώντας διάφορα θέματα (συμπεριλαμβανομένων κάποιων ζητημάτων σχετικών με τα σύνορα), οι υπουργοί τής Πύλης έστρεψαν για μια ακόμη φορά την προσοχή τους στη Βενετία. Τουρκικά και ενετικά πλοία βρίσκονταν, ως συνήθως, σε σύγκρουση και η Σινιορία φερόταν ότι είχε ενθαρρύνει εξέγερση στο Μαυροβούνιο κατά τη διάρκεια τού ρωσο-τουρκικού πολέμου. Η τελευταία σταγόνα στο ποτήρι ήταν η κατάσχεση από τούς Ενετούς ενός πλοίου που μετέφερε τούς θησαυρούς τού εκλιπόντος μεγάλου βεζύρη Νταμάντ Χασάν πασά (1703-4) προς τη σύζυγό του, τη σουλτάνα Χαντιτζέ. Η αρπαγή από τούς Ιωαννίτες Ιππότες ενός τουρκικού πλοίου καθ’ οδόν προς Αίγυπτο το 1644 είχε οδηγήσει στον Κρητικό πόλεμο και την απώλεια τού Χάνδακα, ενώ τώρα μια παρόμοια επιχείρηση από την πλευρά των Ενετών επέφερε άλλο τουρκο-ενετικό πόλεμο και την ενδεχόμενη απώλεια τού βασιλείου τού Μοριά.

Η εξέγερση τού Μαυροβουνίου αποτελούσε σοβαρό ζήτημα. Όταν οι επαναστάτες νικήθηκαν, ο αρχηγός τους, ο βλάντικα Γκίκαν, που είχε μοιράσει 35.000 περίπου δουκάτα (προερχόμενα από τούς Ρώσους) στους ανθρώπους του πριν από τρία χρόνια, τώρα διέφευγε στο κατεχόμενο από τούς Ενετούς Καττάρο (Κότορ). Παρά το γεγονός ότι οι Ενετοί λεγόταν ότι είχαν υποσχεθεί στην Υψηλή Πύλη να μην προσφέρουν καταφύγιο σε αντάρτες, υποδέχθηκαν τον Γκίκαν στο Καττάρο και αρνήθηκαν να τον παραδώσουν στους Τούρκους. Αποτέλεσμα ήταν η τουρκική κήρυξη πολέμου στις 9 Δεκεμβρίου 1714, με «μανιφέστο» δεκατεσσάρων άρθρων, από τα οποία το πρώτο αφορούσε τη λεηλασία τού σκάφους που ανήκε στο χαρέμι του Νταμάντ Χασάν πασά και το τελευταίο την ενετική υποστήριξη τής εξέγερσης τού Μαυροβουνίου, ενώ τα υπόλοιπα δώδεκα αφορούσαν την παρενόχληση από τούς Ενετούς, όπως ισχυρίζονταν, τουρκικών πλοίων στη θάλασσα.1

Πέντε περίπου βδομάδες αργότερα (στις 11 Ιανουαρίου 1715) οι αλογοουρές κρεμάστηκαν προς επίδειξη στο αυτοκρατορικό Σεράι στην Ισταμπούλ παρουσία των βεζύρηδων και των εμίρηδων, των σεΐχηδων και των ουλεμάδων, διακηρύσσοντας το ξέσπασμα τού πολέμου. Ο Αχμέτ Γ’ έφυγε από το Σεράι στα μέσα Μαρτίου για να μεταφέρει το φοβερό λάβαρο διοίκησης στον μεγάλο βεζύρη Νταμάντ Αλή πασά, με τον οποίο ξεκίνησε το ταξίδι προς τα δυτικά, προς τη Θεσσαλονίκη και πήγε μαζί του στη βόρεια Ελλάδα. Στη Θήβα ο μεγάλος βεζύρης, τώρα σερασκέρης, πραγματοποίησε πολεμικό συμβούλιο για να αποφασίσουν ποια μωραΐτικα φρούρια θα έθεταν πρώτα υπό πολιορκία. Όμως κανένα μέλος τού συμβουλίου δεν τολμούσε να μιλήσει και τελικά ο μεγάλος βεζύρης έδωσε εντολή στον Καρά Μουσταφά, τον μπεηλερμπέη τού Ντιαρμπέκρ (Ντιγιάρμπακιρ), να καταλάβει το κατεχόμενο από τούς Ενετούς κάστρο τού Μοριά (Ρίο) στη νότια είσοδο τού Κόλπου τής Ναυπάκτου (Λεπάντο). Για την πραγματοποίηση αυτού τού στόχου ο μεγάλος βεζύρης λέγεται ότι ανέθεσε στον μπεηλερμπέη τη διοίκηση σαράντα περίπου χιλιάδων ανδρών, αλλά τα περισσότερα τέτοια στοιχεία είναι ύποπτα, όταν έχουμε να κάνουμε με αριθμούς στρατευμάτων είτε στην Ανατολή ή στη Δύση.

Η μοίρα φαινόταν να εργάζεται για λογαριασμό των Τούρκων, όταν έφτασε η είδηση στον στρατό τους στην Ελλάδα ότι ο επιστάτης Μπερνάρντο Μπάλμπι είχε παραδώσει την ενετική πόλη τού Εξωβούργου στο οχυρωμένο ύψωμα τής Τήνου. Ο Μπάλμπι είχε παραδώσει το νησί χωρίς μάχη τον Ιούνιο τού 1715. Το νησί ήταν μικρό, αλλά το πλήγμα ήταν μεγάλο για τούς Ενετούς, που κατείχαν την Τήνο από το 1390 και αυτή είχε μετατραπεί σε λατινικό οχυρό. Οι Τούρκοι απομάκρυναν τριανταπέντε κανόνια από την Τήνο, τα οποία ανέβασαν σε δεκαπέντε από τα σκάφη τού στόλου τους, ενώ διακόσιες Καθολικές οικογένειες μεταφέρθηκαν στη Βόρεια Αφρική. Πολλοί Τούρκοι καπουδάν πασάδες είχαν προσπαθήσει όλα αυτά τα χρόνια να πάρουν την Τήνο, αλλά τώρα ο Τζάνουμ Χότζα Μεχμέτ πασάς ήταν ο πρώτος που το κατόρθωνε. Είχε αποκτήσει τη θέση τού ανώτατου ναυάρχου τον Δεκέμβριο τού 1714 και θα την έχανε τον Φεβρουάριο τού 1717, θα την αποκτούσε και πάλι για λίγες ημέρες και θα την έχανε το 1730, ενώ θα την κατείχε για τρίτη φορά από το 1732 μέχρι το 1736. Ο Τζάνουμ Χότζα ήταν Τούρκος, αρχικά από την Κορώνη στη νότια ακτή τού Μοριά. Έχοντας συλληφθεί αιχμάλωτος στον τελευταίο πόλεμο, που είχε τελειώσει με την ειρήνη τού Κάρλοβιτς (τον Ιανουάριο τού 1699), ο Τζάνουμ είχε περάσει επτά χρόνια ως σκλάβος κωπηλάτης στις ενετικές γαλέρες. Εξαγοράστηκε για εκατό δουκάτα, υπηρετούσε τώρα στην Πύλη με διάκριση και απολάμβανε την ευκαιρία να ανταποδώσει στους Ενετούς.

Εκκαθαρίζοντας τούς δρόμους από τη Θήβα μέχρι την Κόρινθο, ο μεγάλος βεζύρης-σερασκέρης Νταμάντ Αλή πασάς εισήλθε στον Ισθμό μέσω Μεγάρων στις 10 περίπου Ιουνίου και κατέβηκε στον Μοριά δύο περίπου βδομάδες αργότερα. Τουρκικά πλοία μεταφοράς ξεφόρτωναν σύντομα προμήθειες (φερμένες από το Νεγκροπόντε) στον κόλπο των Κεγχρεών. Το φρούριο τής Ακροκορίνθου τέθηκε υπό πολιορκία, αλλά οι γενναίες ημέρες τού Φραντσέσκο Μοροζίνι και τού Τζιρολάμο Κορνέρ δεν υπήρχαν πια και προς ντροπή και απογοήτευση τής Σινιορίας η Ακροκόρινθος πέρασε στα χέρια των Τούρκων ύστερα από βαρύ βομβαρδισμό πέντε μόλις ημερών. Θα την κρατούσαν για περισσότερο από έναν αιώνα. Το φρούριο είχε παραδοθεί με τον όρο ότι η φρουρά θα αποσυρόταν χωρίς παρενόχληση, αλλά λόγω τής ξαφνικής έκρηξης τής πυριτιδαποθήκης, για την οποία οι Ενετοί και οι Τούρκοι κατηγορούσαν ο ένας τον άλλον, οι Τούρκοι αγνόησαν τούς όρους συνθηκολόγησης και άρχισαν τη σφαγή των ντόπιων Ελλήνων καθώς και των Ενετών μισθοφόρων. Ο έκτακτος επιστάτης (provveditore straordinario) Τζιάκομο Μινόττο, που ήταν διοικητής στην Κόρινθο, μεταφέρθηκε αιχμάλωτος στην Ανατολία, όπου οι προσπάθειες τής φράου φον Χόχεπιντ, τής συζύγου τού Ολλανδού προξένου στη Σμύρνη, εξασφάλισαν τελικά την απελευθέρωσή του.

Στις 12 Ιουνίου 1715 ο Σερ Ρόμπερτ Σάττον έγραψε μεγάλη επιστολή από την Ισταμπούλ για να σταλεί στο Ουάιτχωλ, όπου έφτασε στις 28 Ιουλίου, ενημερώνοντας τον υπουργό εξωτερικών ότι βρισκόταν σε διαβούλευση με τον Ολλανδό πρεσβευτή Κόλυερ για τη δυνατότητα «τακτοποίησης μεταξύ Υψηλής Πύλης και Δημοκρατίας τής Βενετίας». Ο Σάττον ενεργούσε σε συμφωνία με οδηγίες από το Στέμμα. Ο Γεώργιος Α’ είχε γίνει βασιλιάς τής μεγάλης Βρετανίας το προηγούμενο έτος. Όμως ο Σάττον και ο Κόλυερ αντιμετώπιζαν δυσκολίες,

λαμβάνοντας υπόψη ότι ο βεζύρης (Νταμάντ Αλή πασάς) έχει ήδη προχωρήσει πολύ κοντά στον Ισθμό τού Μορέως ότι είναι ο κύριος πρωτουργός και υποστηρικτής τού πολέμου ότι έχει μεγαλύτερο κύρος και δύναμη απ’ όση οποιοσδήποτε άλλος υπουργός στη θέση του, μέχρι σημείου που να μην τολμά άλλος υπουργός να παρουσιάσει ζήτημα τέτοιας φύσης στον Μεγάλο Άρχοντα χωρίς τη δική του γνώση και άδεια και λαμβάνοντας επίσης υπόψη ότι εμείς δεν έχουμε εξουσιοδότηση να κάνουμε ανοίγματα για την ικανοποίηση τής Πύλης στα διάφορα άρθρα ζημιών και καταστροφών, επί των οποίων θεμελιώνεται η κήρυξη τού πολέμου.

Οι Σάττον και Κόλυερ αποφάσισαν να μεταβιβάσουν τις οδηγίες τους από την Αγγλία και τις Ηνωμένες Επαρχίες στον καϊμακάμη, τον οποίο είδαν χωριστά, προσφέροντας την «παρεμβολή και μεσολάβησή τους για την τακτοποίηση των διαφορών μεταξύ τού Μεγάλου Άρχοντα και τής Δημοκρατίας τής Βενετίας». Στόχος τους ήταν να πείσουν τον καϊμακάμη ότι το άνοιγμά τους προερχόταν «από τη φιλία των κυρίων μας προς τον Μεγάλο Άρχοντα και από το ενδιαφέρον τους για τη διατήρηση τής ειρήνης τού Κάρλοβιτς». Ο καϊμακάμης

δέχτηκε τις παραστάσεις μας πολύ πολιτισμένα ως ένδειξη φιλίας των κυρίων μας προς τον Μεγάλο Άρχοντα και είπε ότι ήταν κρίμα ότι αυτές οι προσφορές δεν είχαν γίνει νωρίτερα ότι ο Μεγάλος Άρχοντας θα τις είχε λάβει υπόψη του, αλλά ότι τα ζητήματα είχαν προχωρήσει πολύ, προκειμένου να υπάρχει φέτος χώρος για διαπραγματεύσεις…

Ο καϊμακάμης ήταν ευγενικός, αλλά με υπεκφυγές. Ο κεχαγιάς του όμως «εξηγήθηκε ο ίδιος πιο καθαρά, λέγοντας ότι η διαμεσολάβηση θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί σε άλλη χρονική στιγμή, όταν θα ήσαν κυρίαρχοι τού Μορέως».

Ο Σάττον είχε επίσης συζητήσει το θέμα με τον «αρχικηπουρό», τον μποσταντζήμπαση, σημαντικό αξιωματούχο, ο οποίος τον είχε συναντήσει κρυφά:

Φοβάται τόσο πολύ τον βεζύρη, που, αν και δεν γνώριζε το θέμα για το οποίο ήθελα να συζητήσω μαζί του, ήλθε μεταμφιεσμένος στον τόπο όπου είχαμε ραντεβού για να τον συναντήσω και είμαι βέβαιος ότι δεν τολμά να μαθευτεί ότι είχε συνομιλία μαζί μου.

Ο Σάττον ενημέρωνε τούς αποδέκτες τής επιστολής του ότι ο Μεγάλος Άρχοντας και ο βεζύρης ήσαν τόσο πολύ αποφασισμένοι για την κατάληψη τού Μοριά, «που δεν υπάρχει αμφιβολία ότι θα θεωρούν όλα τα τωρινά ανοίγματα τακτοποίησης ως απλώς τεχνητή προσπάθεια για να τούς στερήσουν την κατάκτηση τού βασιλείου…»

Μάλιστα, σύμφωνα με τον Σάττον, οι Τούρκοι θα επιδίωκαν «να ανακτήσουν όλα εκείνα που έχασαν στον τελευταίο πόλεμο με τις χριστιανικές δυνάμεις». Το μόνο που θα μπορούσε να αναμένεται από αυτούς «θα ήταν να τηρήσουν την ειρήνη με τον αυτοκράτορα, μέχρι να βρεθεί ευκαιρία που θα τη θεωρήσουν ευνοϊκή για να τα σπάσουν μαζί του». Οι Γάλλοι είχαν διαβεβαιώσει την Πύλη, «ότι οι υποθέσεις τού αυτοκράτορα βρίσκονται σε τέτοια κατάσταση, που δεν μπορεί να τούς προκαλέσει οποιαδήποτε ενόχληση κατά το τρέχον έτος», με την περαιτέρω ενθάρρυνση ότι ο βασιλιάς τής Σουηδίας όχι μόνο θα εξέτρεπε τα όπλα τού τσάρου των Μοσχοβιτών και τού βασιλιά τής Πολωνίας από κάθε είδους επίθεση εναντίον τής Υψηλής Πύλης, αλλά και εκείνα επίσης τής αυτοκρατορικής του μεγαλειότητάς.

Παρά το γεγονός ότι ο Νταμάντ Αλή πασάς είχε την αυτοπεποίθηση ότι θα μπορούσε να αντιμετωπίσει παρέμβαση των Αυστριακών, αν πράγματι παρέμβαιναν, ο Σάττον δεν ήταν τόσο βέβαιος για την τουρκική επιτυχία. Ίσως ο αυτοκράτορας μπορούσε να επαναφέρει τούς Τούρκους στη λογική.

Αν η συγκυρία είναι ευνοϊκή, εγώ ταπεινά θεωρώ ότι είναι αναγκαίο να τούς ταπεινώσουμε, πράγμα που δεν θα είναι δύσκολη υπόθεση για τον αυτοκράτορα. Έχουν φτάσει σε τόσο υψηλό επίπεδο αλαζονείας, αυθάδειας και κακοπιστίας, που δεν υπάρχει καμία εύλογη ελπίδα ότι θα παραμείνουν ήσυχοι πριν υποστούν σοβαρή ταπείνωση, για την οποία είναι περισσότερο από απολύτως ώριμοι.

Ο Σάττον συνέχιζε όμως με την είδηση, ότι «διαδίδεται αναφορά εδώ ότι ο καπουδάν (πασάς) έχει πάρει την Τήνο, φήμη που δεν έχει μέχρι τώρα θεμελιωθεί, αλλά πιστεύεται ότι είτε έκανε ή θα κάνει επίθεση σε αυτό το νησί…».2 Ναι, οι Τούρκοι είχαν πάρει την Τήνο, όπως μόλις είδαμε.

Τα ενετικά φρούρια είχαν αρχίσει να πέφτουν σαν ντόμινο, γιατί όταν η είδηση της παράδοσης τής Κορίνθου έφτασε στους Έλληνες στο νησί τής Αίγινας, ζήτησαν από τον καπουδάν πασά Τζάνουμ Χότζα Μεχμέτ πασά να τούς απαλλάξει από το βαρύ χέρι τής Βενετίας, πράγμα που έκανε στις 7 Ιουλίου 1715. Την παράδοση τής Κορίνθου ακολούθησε εκείνη τού Άργους. Τώρα ο μεγάλος βεζύρης Νταμάντ Αλή πασάς χώριζε τις μωραΐτικες δυνάμεις του σε δύο τμήματα, ένα για να επιτεθεί στο κάστρο στο ύψωμα τού Παλαμηδιού, το οποίο δεσπόζει πάνω από το Ναύπλιο (Νάπολι ντι Ρομάνια) και το άλλο για να επιτεθεί στην ίδια την οχυρωμένη πόλη τού Ναυπλίου και φυσικά στο μικρό νησί-φρούριο Μπούρτζι στο λιμάνι τού Ναυπλίου. Στον Σάρι Αχμέτ, τον μπεηλερμπέη τής Ρούμελης, καθώς και στον αγά των γενιτσάρων ανατέθηκε το σημαντικό έργο τής κατάληψης τού Παλαμηδιού, ενώ ο Τουρκ Αχμέτ πασάς και ο υπαρχηγός των γενιτσάρων έπρεπε να εισβάλουν στην κάτω πόλη και αναμφίβολα να καταλάβουν το Μπούρτζι.

Στο ύψωμα τού Παλαμηδιού, περισσότερα από επτακόσια πόδια πάνω από την επιφάνεια τής θάλασσας, οι Ενετοί είχαν κατασκευάσει τεράστια οχυρωματικά έργα. Το Παλαμήδι ήταν απροσπέλαστο από όλες τις πλευρές, εκτός από μια περιοχή στα ανατολικά, όπου σειρά λόφων καθιστούσε δυνατή την ανάβαση. Υπήρχαν στην πραγματικότητα δύο φρούρια στο ύψωμα (ο Μοροζίνι μιλάει για τρία), το Παλαμήδι και η Ακροναυπλία, με τεράστιες δεξαμενές που υποτίθεται ότι θα κρατούσαν μια φρουρά τροφοδοτούμενη με νερό για τρία χρόνια. Ο μεγάλος βεζύρης Νταμάντ Αλή πασάς ήταν αναμφίβολα καλά ενημερωμένος. Δεν έβλεπε κανένα λόγο να τελματώσει τα στρατεύματα σε τάφρους, απ’ όπου οι βολές πυροβολικού μικρή ζημιά θα έκαναν στο ενετικό φρούριο. Αποφάσισε επιθέσεις μάλλον και όχι πολιορκία, υποσχόμενος ανταμοιβές σε εκείνους, που θα τις κέρδιζαν με τα κατορθώματα των όπλων τους. Σε στρατιώτη που απομάκρυνε λάβαρο με το λιοντάρι τού Αγίου Μάρκου από προμαχώνα, δόθηκε πορτοφόλι γεμάτο ασήμι και πήρε την άδεια να βάλει έμβλημα στο τουρμπάνι του (στις 14 Ιουλίου 1715). Ένας άλλος, ένας σπαχής, έλαβε αμοιβή διακόσια γρόσια και αύξηση ημερομίσθιου κατά δέκα άσπρα για ένα μικρό κατόρθωμα. Τελικά την όγδοη μέρα τής πολιορκίας, αν ήταν τέτοια, οι Τούρκοι έκαναν έφοδο στις οχυρώσεις τού Παλαμηδιού.

Όταν οι Τούρκοι θα έπαιρναν τα οχυρά που δέσποζαν στην κορυφή τού λόφου, θα μπορούσαν να βομβαρδίσουν την κάτω πόλη τού Ναυπλίου, χωρίς πιθανή παρεμβολή από την πολιορκούμενη φρουρά χιλίων επτακοσίων περίπου ατόμων. Οι Έλληνες, οι περισσότεροι από τούς οποίους προτιμούσαν τη διακυβέρνηση των Τούρκων από εκείνη των Ενετών, έδιναν στους εισβολείς όση βοήθεια μπορούσαν. Κατά τη διάρκεια αυτών των τριάντα ετών Ενετοκρατίας στον Μοριά είχε γίνει οδυνηρά προφανές ότι οι Λατίνοι Καθολικοί και οι Έλληνες Ορθόδοξοι δεν μπορούσαν να ζήσουν μαζί. Οι Τούρκοι εισήλθαν στο Ναύπλιο και, όπως και στην είσοδο τους σε άλλες μωραΐτικες πόλεις, έσφαξαν τούς κατοίκους, μάζεψαν λάφυρα και υποδούλωσαν τούς διοικητές. Η παράδοση αποδίδει στον μεγάλο βεζύρη στρατό 120.000 ανδρών. Η λεία που άρπαξαν στο Ναύπλιο λεγόταν ότι ήταν επαρκής για να τούς ικανοποιήσει, ενώ μερικοί κέρδισαν ακόμη και δέκα έως είκοσι πορτοφόλια ασημιού από τη λεηλασία τους. Η τουρκική ανώτατη διοίκηση απέκτησε τεράστιο απόθεμα πυρομαχικών, καθώς και 126 κανόνια και είκοσι εμπροσθογεμείς όλμους. Όσο για την ενετική ανώτατη διοίκηση, ο Αλεσσάντρο Μπον, ο τελευταίος γενικός επιστάτης τού Μοριά, τραυματίστηκε, πέθανε στα Μέγαρα και θάφτηκε στη Θήβα. Οι Άντζελο Μπάλμπι, Τζιοβάννι Μπαντοέρ και Νικκολό Μπάρμπαρο στάλθηκαν στον Βόσπορο και φυλακίστηκαν στο Επταπύργιο (Γεντικουλέ), στο νότιο άκρο των τειχών τής Ισταμπούλ.

Ο σουλτάνος Αχμέτ Γ’ εντυπωσιάστηκε τόσο πολύ από την είδηση της τουρκικής κατάληψης τού Ναυπλίου, που ήρθε να δει την πόλη και τα κάστρα τού Παλαμηδιού. Οι εκκλησίες μετατράπηκαν σε τζαμιά. Η υπεράσπιση τού Ναυπλίου ανατέθηκε στον Οσμάν, τον αγά των σπαχήδων (ο Οσμάν ήταν γιος τού Σουλφικάρ εφέντη, ο οποίος, μαζί με τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, είχε προσπαθήσει μάταια να κάνει ειρήνη με την Ιερά Συμμαχία στη Βιέννη το 1689.) Προς το τέλος Ιουλίου (1715) ο καπουδάν πασάς Τζάνουμ Χότζα Μεχμέτ πασάς πήρε εντολή να πάει με την αρμάδα στην Κορώνη. Το πυροβολικό που χρησιμοποιήθηκε στο Ναύπλιο φορτώθηκε στα πλοία για τη Μεθώνη. Στις 30 Ιουλίου ο ίδιος ο μεγάλος βεζύρης έφτασε στη Μεσσηνία, στη νοτιοδυτική απόληξη τού Μοριά μεταξύ Μεθώνης (Μοντόν) στα δυτικά και Κορώνης (Κορόν) στα ανατολικά. Η απόσταση από τη Μεθώνη στην Κορώνη είναι δεκαεπτά περίπου μίλια ή ιππασία πέντε περίπου ωρών σε χαλαρό τουρκικό ρυθμό πάνω από τούς λόφους και τα ορεινά περάσματα βόρεια τού ακρωτηρίου Γκάλλο, τού τωρινού ακρωτηρίου Ακρίτας. Οι φιλοπόλεμοι Μανιάτες δεν αντιστάθηκαν, ούτε οι κάτοικοι τής Κελεφάς και άλλοι στην περιοχή.

Το τουρκικό στρατόπεδο βρισκόταν κοντά στους μύλους τού Μπεγκόγλη (Begoghli), βόρεια τής επίπεδης γης τής Μεθώνης (και μεταξύ Ναυαρίνου και Κορώνης). Οι Τούρκοι είχαν, όπως λεγόταν, ενημερωθεί ότι οι Ενετοί δεν ήσαν διατεθειμένοι να υπερασπιστούν την Κορώνη και το Ναυαρίνο και ότι είχαν μεταφέρει τα πιο πολύτιμα υπάρχοντά τους στη Μεθώνη, πράγμα που φαίνεται παράξενο, γιατί εκτός αν ο ενετικός στόλος συγκεντρωνόταν σε μεγάλη δύναμη στα ανοιχτά τού νησιού Σαπιέντζα, η Κορώνη ήταν μέρος που μπορούσαν να υπερασπιστούν πολύ πιο εύκολα από τη Μεθώνη. Σε κάθε περίπτωση οι Ενετοί μισθοφόροι, καθώς και οι Έλληνες, βρίσκονταν σε εξέγερση. Οι Τούρκοι εισήλθαν στη Μεθώνη χωρίς δυσκολία.

Ο μεγάλος βεζύρης Νταμάντ Αλή πασάς αλυσόδεσε τούς Ενετούς αιχμαλώτους. Τον Ενετό διοικητή Βιντσέντσο Πάστα ανέλαβαν στη συνέχεια οι «λεβέντ», οι ληστές στην υπηρεσία των Τούρκων. Τον τράβηξαν μέχρι τον καπουδάν πασά Τζάνουμ Χότζα, ο οποίος θυμήθηκε ότι κατά τις ημέρες τής ταλαιπωρίας του ως σκλάβος γαλέρας ο Πάστα τού είχε φερθεί ευγενικά. Μάλιστα ο Τζάνουμ όχι μόνο υποστήριξε τον Πάστα ενώπιον τού μεγάλου βεζύρη, αλλά υποδέχθηκε με συμπόνια τούς άλλους Ενετούς αξιωματικούς, τούς οποίους ανέβασαν στον τουρκικό στόλο. Έδωσε σε καθέναν από αυτούς ρούχα και δέκα αυτοκρατορικά δολλάρια, ενώ ο Πάστα πήρε κι ένα σκλάβο για να φροντίζει τις ανάγκες του. Η σκληρότητα τού μεγάλου βεζύρη έκανε μεγάλη αντίθεση με την καλοσύνη τού καπουδάν πασά, γιατί στα μέσα Αυγούστου 1715 ο Νταμάντ Αλή πλήρωνε τριάντα αυτοκρατορικά δολλάρια για κάθε Χριστιανό που θα τού έφερναν, για να απολαύσει τον αποκεφαλισμό τους, τού ενός μετά τον άλλο, μπροστά στη σκηνή του στη Μεθώνη.

Ο Καρά Μουσταφά, ο μπεηλερμπέης τού Ντιαρμπέκρ, καταλάμβανε τώρα το κατεχόμενο από τούς Ενετούς κάστρο τού Μοριά (Ρίο) στις αρχές Αυγούστου (1715). Στη συνέχεια παραδόθηκε το φρούριο τής Σούδας στη δυτική Κρήτη (στις 25 Σεπτεμβρίου) και όταν παραδόθηκε η φρουρά στη Σπιναλόγκα στο ανατολικό άκρο τού νησιού, η ενετική παρουσία στην Κρήτη γινόταν ανάμνηση. Η Μονεμβασία παραδόθηκε στους Τούρκους, όπως και το Τσιρίγο (Κύθηρα) και το Τσιριγόττο (Αντικύθηρα). Όταν οι ειδήσεις από την πτώση τού κάστρου τού Μοριά και των πόλεων-φρουρίων Ναυαρίνου και Μεθώνης έφτασαν στον σουλτάνο Αχμέτ στις Σέρρες (τουρκικά Σίροζ) στη Μακεδονία, βορειοανατολικά τής Θεσσαλονίκης, ξεκίνησαν τρεις ημέρες εορτασμού, καθώς απεσταλμένοι των φιλικών δυνάμεων πρόσφεραν στον πατισάχ τα συγχαρητήριά τους (στα τέλη Αυγούστου 1715).

Στο μεταξύ ο μεγάλος βεζύρης Νταμάντ Αλή ξεκινούσε τη διακυβέρνηση τού Μοριά, όπου λεγόταν ότι υπήρχαν δύο περίπου χιλιάδες χωριά. Διορίστηκαν οκτώ επίτροποι για να κάνουν απογραφή τής χερσονήσου και άλλοι δύο για να κάνουν εκτίμηση για τα εξηνταδύο χωριά στο νησί τής Τήνου. Ο μεγάλος βεζύρης απαιτούσε επίσης επιθεώρηση των παρουσιολογίων των σπαχήδων και των σιλιχντάρ και επέβαλε αυστηρή, συνολική πειθαρχία. Θανατώνονταν εξωμότες Τούρκοι, οι οποίοι είχαν ασπαστεί τον Χριστιανισμό υπό τούς Ενετούς. Διορίζονταν διοικητές στα μωραΐτικα φρούρια. Και ενώ ο μεγάλος βεζύρης βρισκόταν στο Ναύπλιο, υποδέχθηκε τον σιλιχντάρ τού σουλτάνου Αχμέτ, ο οποίος ήρθε με τιμητικά ξίφη και γούνινους μανδύες, καθώς και με επιστολές ιδιαίτερου επαίνου για τον μεγάλο βεζύρη και όλους τούς ανώτερους αξιωματικούς.

Οι Ενετοί τα είχαν όμως πάει καλά στην Αλβανία και στις δαλματικές ακτές, παρά τις καταστροφικές επιδρομές των Τούρκων. Αλλά στον Μοριά η συντριπτική επιτυχία των Τούρκων έκανε τούς Ενετούς να φοβούνται ότι ο εχθρός θα επέκτεινε την επιθετικότητά του στην Κέρκυρα. Αυτό τούς οδήγησε να καταστρέψουν τις οχυρώσεις που είχαν κατασκευάσει στο νησί τής Αγίας Μαύρας (Λευκάδας), επειδή φοβούνταν ότι ίσως δεν θα μπορούσαν να κρατήσουν το νησί απέναντι στους Τούρκους, οι οποίοι θα το χρησιμοποιούσαν ως σημείο εκκίνησης για επίθεση εναντίον τής Κέρκυρας. Χωρίς τις οχυρώσεις, οι Ενετοί αναγκάζονταν να εγκαταλείψουν την Αγία Μαύρα. Καθώς το έκαναν, ο μεγάλος βεζύρης ξέστηνε το στρατόπεδό του από το Ναύπλιο, φεύγοντας από τον Μοριά στις 3 Δεκεμβρίου 1715, ύστερα από τις εκατόν μία μέρες που τού είχαν αρκέσει για να κατακτήσει ολόκληρη τη χερσόνησο. Στη συνέχεια έσπευσε πίσω στην Αδριανούπολη.3

Στην αρχή τού μωραΐτικου πολέμου κάποιος Ιμπραήμ, ένας «μουτεφερρίκα» (μέλος τής Οθωμανικής ανακτορικής ελίτ), είχε σταλεί στην Βιέννη με επιστολή από τον μεγάλο βεζύρη Νταμάντ Αλή πασά προς τον πρίγκηπα Ευγένιο τής Σαβοΐας. Ο Νταμάντ Αλή εξέφραζε την ελπίδα ότι οι αυτοκρατορικοί θα παρέμεναν ουδέτεροι όσο η Βενετία και η Πύλη βρίσκονταν σε εμπόλεμη κατάσταση, όπως ακριβώς είχαν κάνει κατά τη διάρκεια τής πρόσφατης σύγκρουσης μεταξύ των Τούρκων και των Ρώσων. Ο Ευγένιος υποδέχθηκε τον Τούρκο απεσταλμένο στις 13 Μαΐου 1715, πιθανώς στο παλάτι του επί τής Χίμπελφορτγκάσσε, η οποία βγαίνει από την Κύρτνερ Στράσσε μεταξύ τού καθεδρικού τού Αγίου Στεφάνου και τής Κρατικής Όπερας. Όταν ο Ιμπραήμ επέστρεψε στην Πύλη τέσσερις μήνες αργότερα, έφερνε μαζί του επιστολή από τον Ευγένιο, στην οποία εκείνος πρόσφερε για δεύτερη φορά τη βοήθεια τής Αυστρίας για την αποκατάσταση τής ειρήνης μεταξύ Βενετίας και Υψηλής Πύλης, αλλά οι Τούρκοι δεν απάντησαν.4

Στην Ευρώπη η πολιτική σκηνή ήταν περίπλοκη. Ο αυτοκράτορας Κάρολος ΣΤ’ δεν αναγνώριζε τον Φίλιππο Ανδεγαυό ως βασιλιά τής Ισπανίας και διεκδικούσε το βασίλειο για τον εαυτό του, ενώ ο Φίλιππος αρνιόταν να δεχθεί την κατοχή από τον Κάρολο τής ισπανικής Ολλανδίας, τής Νάπολης, τής Σαρδηνίας και τού Μιλάνου. Οι συνθήκες τού Ράστατ και τού Μπάντεν (το 1714) δεν είχαν φέρει ειρήνη μεταξύ των Βουρβώνων τής Ισπανίας και των Αυστριακών Αψβούργων. Ο πάπας Κλήμης ΙΑ’ έκανε ό,τι καλύτερο μπορούσε για να στρατολογήσει τη βοήθεια των αυτοκρατορικών για λογαριασμό τής Βενετίας,5 αλλά ο Κάρολος φοβόταν ότι αν αποτολμούσε πόλεμο με τούς Τούρκους (στην Ουγγαρία), τα ιταλικά του κράτη ήταν δυνατό να εκτεθούν σε ισπανική επίθεση. Ο θάνατος τού Λουδοβίκου ΙΔ’ την 1η Σεπτεμβρίου 1715 αύξανε τώρα τις δυσκολίες τής εποχής. Τον διαδεχόταν ο πενταετής εγγονός του Λουδοβίκος ΙΕ’, υπό την αντιβασιλεία τού δούκα Φιλίππου τής Ορλεάνης, ο οποίος δήλωσε ότι ο Κάρολος δεν είχε λόγους ανησυχίας από την πλευρά τής Γαλλίας, αλλά οι Αψβούργοι φοβούνταν, όχι χωρίς κάποιο λόγο ότι οι Γάλλοι θα τηρούσαν τη σχεδόν δύο αιώνων φιλία τους με την Υψηλή Πύλη.

Όταν ο Φίλιππος Ε’ τής Ισπανίας συμφιλιώθηκε με την Αγία Έδρα, κυρίως ως αποτέλεσμα τού γάμου του με την Ελιζαμπέττα Φαρνέζε, έδωσε τελικά διαβεβαίωση στον πάπα Κλήμεντα σε επιστολή τής 25ης Νοεμβρίου (1715) ότι οι Ισπανοί δεν θα έκαναν καμία κίνηση εναντίον των ιταλικών κτήσεων τού Καρόλου ΣΤ’, στην περίπτωση που εκείνος προχωρούσε σε πόλεμο με την Υψηλή Πύλη. Ο Κλήμης ανανέωνε τώρα τις εκκλήσεις του προς τούς χριστιανούς ηγεμόνες να πάρουν τα όπλα εναντίον των Τούρκων. Χορήγησε στον Κάρολο ΣΤ’ το ποσό των 500.000 φλουριών, που έπρεπε να συλλέγονται σε εκκλησιαστικά εδάφη στις κληρονομικές χώρες (Erblande) των Αψβούργων, καθώς και 100.000 στη Βενετία, αλλά ο Κάρολος ήταν ακόμη διστακτικός. Ο Κλήμης υποσχόταν να κάνει ό,τι μπορούσε για να προστατεύσει τα ιταλικά κράτη τού Καρόλου. Η Βενετία συμφωνούσε να υπερασπιστεί τη Νάπολη (απέναντι στους Βουρβώνους) και ως συνέπεια των περαιτέρω οικονομικών και άλλων παραχωρήσεων προς τον Κάρολο, στις 13 Απριλίου 1716 οι Αυστριακοί και οι Ενετοί έκαναν επιθετική και αμυντική συμμαχία εναντίον των Τούρκων, με την υπόσχεση ότι θα ήταν δυνατό να κηρυχθεί αμέσως πόλεμος εναντίον των Τούρκων. Έγιναν εκκλήσεις στον βασιλιά Αύγουστο τής Πολωνίας, στον τσάρο Πέτρο τής Ρωσίας και σε άλλους χριστιανούς ηγεμόνες. Αν οι Τούρκοι επιτίθεντο στη Νάπολη, η Βενετία έπρεπε να βοηθήσει στην υπεράσπιση τής πρωτεύουσας τού νοτιο-ιταλικού βασιλείου με 6.000 πεζικό και οκτώ πλοία τής σειράς, ενώ ο Κάρολος ΣΤ’ υποσχόταν να στείλει βοηθητική δύναμη 12.000 ανδρών, μόλις οποιοδήποτε ενετικό έδαφος δεχόταν επίθεση.6

Κατά τη στιγμή τής απόφασης των Αυστριακών να ενωθούν με τούς Ενετούς στον πόλεμο εναντίον τής Πύλης, ο πρίγκηπας Ευγένιος τής Σαβοΐας είχε προειδοποιήσει τούς Τούρκους (σε επιστολή τής 2ας Απριλίου 1716) ότι για να διατηρήσουν ειρήνη με τούς Αψβούργους έπρεπε να συμμορφώνονται με τις συνθήκες τού Κάρλοβιτς και να επιστρέψουν στη Δημοκρατία τής Βενετίας όλα τα εδάφη που είχαν πάρει. Παρά τις συνεχείς απαιτήσεις που πρόβαλλε ο Κάρολος ΣΤ’ για εγγυήσεις ως προς την ασφάλεια των ιταλικών του κτήσεων, καθώς και για ολοένα αυξανόμενη οικονομική υποστήριξη, οι αυτοκρατορικοί προετοιμάζονταν για πόλεμο τόσο στην Ουγγαρία όσο και στην Τρανσυλβανία. Πράγματι, στις αρχές Φεβρουαρίου 1716 ο μεγάλος βεζύρης Νταμάντ Αλή πασάς είχε κατακρίνει τον Άνσελμ Φραντς Φλάισμαν, τον αυτοκρατορικό απεσταλμένο στην Πύλη, για το γεγονός ότι η αυξανόμενη στρατιωτική ετοιμότητα των αυτοκρατορικών προκαλούσε ανησυχία στην οθωμανική αυλή. Ο πρίγκηπας Ευγένιος είχε δώσει προθεσμία στους Τούρκους μέχρι τις 15 Μαΐου (1716) για να απαντήσουν στο τελεσίγραφό του. Οι αυτοκρατορικοί όμως δεν κήρυσσαν πόλεμο εναντίον των Τούρκων, αφήνοντας αυτή την τυπικότητα στην Πύλη, ενώ τον Ιούνιο ο μεγάλος βεζύρης έγραψε στον Ευγένιο με αρκετά προσβλητικό τρόπο ότι η Υψηλή Πύλη θα έβγαινε νικήτρια με τη βοήθεια τού Παντοδύναμου από αυτόν τον πόλεμο, τον οποίο οι Τούρκοι ούτε ήθελαν ούτε προκαλούσαν. Και ο Νταμάντ Αλή και το αυτοκρατορικό συμβούλιο (ντιβάνι) επέμεναν στον ισχυρισμό ότι ήσαν οι Αυστριακοί εκείνοι που παραβίαζαν την ειρήνη.

Η αυστριακή ανώτατη διοίκηση δόθηκε, όπως αναμενόταν, στον Ευγένιο τής Σαβοΐας, ο οποίος ήταν επίσης πρόεδρος τού αυτοκρατορικού πολεμικού συμβουλίου (Hofkriegsrat). Ο Ευγένιος έφυγε από τη Βιέννη στις 2 Ιουνίου (1716) και έφτασε στο χωριό Φούτογκ (Φούτακ), βόρεια τού Δούναβη και δυτικά τής οχυρωμένης πόλης Πετερβαρντάιν (Πετροβάραντιν) σε εκπληκτικά σύντομο χρονικό διάστημα (στις 9 Ιουνίου). Πίστευαν ότι η στρατιά των αυτοκρατορικών αριθμούσε 80-90.000 άνδρες, με 40.000 περίπου άνδρες στην Τρανσυλβανία. Στις 26 και 27 Ιουλίου οι Τούρκοι πέρασαν τον Σάβα και προχώρησαν στη δεξιά όχθη τού Δούναβη, στην κατεύθυνση τού Πετερβαρντάιν, μέχρι την περιοχή τού Σλάνκαμεν (όπου ο μαργράβος Λούντβιχ φον Μπάντεν είχε νικήσει τούς Τούρκους το 1691). Ο Ευγένιος ενημέρωνε τώρα τη Βιέννη (με αναφορά τής 28ης Ιουλίου) ότι σύμφωνα με τα τελευταία νέα που είχε λάβει, οι δυνάμεις τού εχθρού αθροίζονταν σε 200.000 άνδρες ή (σύμφωνα με κάποιες αναφορές), ακόμη και σε 250.000 άνδρες.7

Η πρώτη σύγκρουση των αυτοκρατορικών με τούς Τούρκους έλαβε χώρα στις 2 Αυγούστου (1716) και ήταν ατυχής τετράωρη εμπλοκή στην περιοχή τού Κάρλοβιτς, τραγική αν και ήσσονος σημασίας ήττα. «Θα ήταν καλύτερα να μην είχε συμβεί και να είχε παραλειφθεί» (das besser nicht geschehen und unterblieben wäre). Οι αυτοκρατορικοί έχασαν 700 περίπου άνδρες και οι Τούρκοι συνέχισαν προς την πόλη-φρούριο Πετερβαρντάιν, τής οποίας ο Νταμάντ Αλή πασάς απαίτησε προφανώς την παράδοση, που ήταν μάλλον αλαζονική χειρονομία υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις. Σε αναφορά τής 4ης Αυγούστου ο πρίγκηπας Ευγένιος ενημέρωνε τον αυτοκράτορα ότι ανέμενε να επιτεθεί στον εχθρό την επόμενη μέρα «με μέρος τού πεζικού και όλο το ιππικό». Εκδόθηκαν εντολές το απόγευμα τής 4ης τού μηνός για την παράταξη των αυτοκρατορικών δυνάμεων, συμπεριλαμβανομένων εκείνων στο φρούριο τού Πετερβαρντάιν. Ο Ευγένιος είχε αποφασίσει επιθετική δράση, για να ανακτήσει την πρωτοβουλία στην ευελιξία. Κινήθηκε γρήγορα, βάζοντας σε τάξη όσο καλύτερα μπορούσε 70.000 περίπου άνδρες σε 64 τάγματα και 187 μοίρες, για να αντιμετωπίσει τα διάφορα στρατιωτικά σώματα τού στρατού τού Νταμάντ Αλή, υποτιθέμενης δύναμης 200.000 ανδρών. Τις επιθετικές στρατηγικές των δυτικών ειδικών πολεμικής τακτικής, όπως είχαμε περισσότερες από μία φορά την ευκαιρία να τονίσουμε, σπάνια κατόρθωναν να αντιμετωπίσουν οι Οθωμανοί διοικητές.

Όπως όμως έχει παρατηρήσει ο Μπράουμπαχ, δεν μπορεί κανείς να πει ότι στη μάχη τού Πετερβαρντάιν, η οποία διεξαγόταν τώρα (στις 5 Αυγούστου 1716), όλα πήγαν σύμφωνα με το σχέδιο και ότι η καλή τύχη ήταν συνεχώς με το μέρος των Γερμανών. Παρ’ όλα αυτά η ταχύτητα των χριστιανικών επιχειρήσεων όντως αιφνιδίασε τούς Τούρκους τις πρώτες πρωινές ώρες. Οι χριστιανοί είχαν τις αποτυχίες τους, αλλά εκείνες που υπέστησαν οι Τούρκοι ήσαν πολύ χειρότερες. Στην έξαψη τής μάχης ο μεγάλος βεζύρης Νταμάντ Αλή πασάς χτυπήθηκε από σφαίρα. Οι συνοδοί του τον πήγαν στο κοντινό Κάρλοβιτς, όπου και πέθανε. Τα στρατεύματά του τράπηκαν άτακτα σε φυγή προς νότο, προς το Βελιγράδι. Ο πρίγκηπας Ευγένιος έγραφε τώρα αναφορά στο αντίσκηνο (ή «περίπτερο») τού μεγάλου βεζύρη, για το δραματικό γεγονός ότι ο εχθρός είχε «νικηθεί οριστικά» (totaliter geschlagen), οπότε ο κόμης Λούντβιχ Αντρέας Κεβενχύλλερ, ο νεαρός διοικητής των «θωρακισμένων» (cuirassiers), έφυγε καλπάζοντας για να φέρει την είδηση στη Βιέννη, όπου έγινε δεκτός στις 8 Αυγούστου με κατανοητή αγαλλίαση.8

Οι θεαματικές νίκες εμπνέουν συχνά φοβερές, αλλά μη ρεαλιστικές περιγραφές των μαχών. Έτσι δεν θα μπορούσε κανείς να πιστέψει ότι οι Τούρκοι έχασαν 30.000 άνδρες στο Πετερβαρντάιν, αν και οι απώλειές τους ήσαν πολύ πιθανώς σχεδόν διπλάσιες από εκείνες των αυτοκρατορικών, οι οποίοι φαίνεται ότι είχαν υποστεί την απώλεια σχεδόν 5.000 νεκρών και τραυματιών. Οι γενίτσαροι είχαν πολεμήσει γενναία, αλλά κάτω από ανεπαρκή ηγεσία. Οι σπαχήδες ήσαν επιπόλαια ορδή και τα άλογά τους ενίσχυαν την ικανότητά τους να τρέπονται σε φυγή. Έχουμε ήδη επισημάνει την επίσκεψη τής Λαίδης Μαίρης Ουώρτλεϋ Μόνταγκυ «στους αγρούς τού Κάρλοβιτς», πολύ κοντά στο Πετερβαρντάιν (Πετροβάραντιν), όπου παρατηρούσε ότι «τα σημάδια αυτής τής ένδοξης αιματηρής ημέρας είναι ακόμη νωπά και η πεδιάδα είναι στρωμένη με κρανία και κουφάρια άταφων ανδρών, αλόγων και καμηλών».9 Επτά περίπου μήνες μετά τη μάχη, η Λαίδη Μαίρη είχε δει τα πολλά αποδεικτικά στοιχεία τής σφαγής. Το στολισμένο περίπτερο τού Νταμάντ Αλή πασά είχε παρθεί (ο πρίγκηπας Ευγένιος είχε γράψει την αναφορά του ανακοινώνοντας τη νίκη, καθώς καθόταν ανάμεσα στους θησαυρούς τού μεγάλου βεζύρη). Οι αυτοκρατορικοί είχαν καταλάβει 156 λάβαρα, πέντε αλογοουρές, 172 κανόνια και τεράστια ποσότητα πυρομαχικών.10 Όταν τέλειωσαν όλα, η έκταση τής επιτυχίας τού Ευγένιου στο Πετερβαρντάιν ήταν σχεδόν απίστευτη. Όχι μόνο έγραφε στον αυτοκράτορα Κάρολο ΣΤ’ από το περίπτερο τού μεγάλου βεζύρη, αλλά και στον πάπα Κλήμεντα ΙΑ’, ενώ ο χριστιανικός θρίαμβος γιορτάστηκε στη Ρώμη με σχεδόν την ίδια θέρμη, όπως στη Βιέννη.11

Όποιες κι αν ήσαν οι αδυναμίες τού Ευγένιου, η αναβλητικότητα δεν ήταν ανάμεσά τους. Πήρε τον αυτοκρατορικό στρατό από την περιοχή τού Πετερβαρντάιν κατά τη διάρκεια τής νύχτας στις 13-14 Αυγούστου και στις 16 τού μηνός είχε φτάσει στη Ζέντα (Σέντα), στις όχθες τού ποταμού Τάις (Τίσα). Και πριν από το τέλος τού μήνα ο στρατός του συγκεντρωνόταν γύρω από την οχυρωμένη πόλη Τέμεσβαρ (Τιμισοάρα), την οποία κατείχαν οι Τούρκοι από το 1552.12 Πρωτεύουσα τού βανάτου τού Τέμεσβαρ, εκτεταμένης, εύφορης περιοχής μεταξύ τρανσυλβανικών Άλπεων και των ποταμών Δούναβη, Τάις και Μούρες (Μάρος), η οχυρωμένη Τέμεσβαρ είχε στην εποχή της μεγάλη σημασία. Καθώς οι Αυστριακοί βρίσκονταν κάτω από τα τείχη της, την υπερασπιζόταν σώμα 10 έως 15.000 ανδρών, προφανώς ανώτερα στρατεύματα. Στις 23 Σεπτεμβρίου μεγάλη τουρκική δύναμη επικουρίας επιτέθηκε στο στρατόπεδο τού αυτοκρατορικού στρατηγού Γιόχαν φον Πάλφφυ, ενός από τούς διοικητές των χριστιανικών δυνάμεων που είχαν θέσει την Τέμεσβαρ υπό πολιορκία. Οι Τούρκοι ηττήθηκαν και παρόλο που η επιστροφή τους ήταν αναμενόμενη, δεν επέστρεψαν. Την 1η Οκτωβρίου χριστιανική μοίρα πέρασε πίσω από τα τουρκικά χαρακώματα και την τάφρο, εισερχόμενη βίαια σε σημαντικό τμήμα τού φρουρίου. Στις 12-13 Οκτωβρίου (1716) η μεγάλη τουρκική φρουρά παραδόθηκε και ο Κάρολος ΣΤ’ ήταν ουσιαστικά ηγεμόνας τού βανάτου.13

Η επιτυχία του ήταν ικανοποιητική, αλλά στον Ευγένιο τής Σαβοΐας δεν αρκούσε που είχε συντρίψει τούς Τούρκους στο Πετερβαρντάιν και στη συνέχεια είχε αρπάξει την πρωτεύουσα τού βανάτου τού Τέμεσβαρ. Όμως η επιθυμία τού Ευγένιου να συνεχίσει την επίθεση εναντίον των Τούρκων δεν ήταν η μόνη κινητήρια δύναμη τής Χριστιανοσύνης, γιατί σύντομα θα έρχονταν στρατεύματα και χρήματα από τον ηγεμόνα Μαξιμιλιανό τής Έσσης, τον εκλέκτορα Μαξ Εμμανουήλ τής Βαυαρίας, τον πάπα Κλήμεντα ΙΑ’ και φυσικά από την Ενετική Σινιορία. Ο πάπας Κλήμης δέσμευε τούς πόρους τής εκκλησίας πλουσιοπάροχα, για να βοηθήσει την πραγματοποίηση τής ανατροπής των Τούρκων. Το 1716 είχε χορηγήσει στον αυτοκράτορα Κάρολο ΣΤ’ φόρο δεκάτης, που θα συλλεγόταν από εκκλησιαστικές περιουσίες στα κληρονομικά εδάφη των Αψβούργων, καθώς και επιδότηση 400.000 φλουριών, ενώ τώρα για το έτος 1717 επέβαλλε φόρο επί των κληρικών στη Νάπολη, το Μιλάνο και τη Μάντουα, ο οποίος αναμενόταν να αποφέρει 500.000 περίπου σκούδα μέσα σε πέντε χρόνια, για να υποστηρίξει τούς αυτοκρατορικούς εναντίον των Τούρκων. Η Βενετία έπαιρνε και πάλι παπική άδεια να επιβάλει φόρο 100.000 χρυσών σκούδων στις εκκλησιαστικές εκμεταλλεύσεις στην επικράτεια τού Αγίου Μάρκου, ο οποίος θα ανερχόταν σε 200.000 σκούδα για τα έτη 1716-1717. Η Πορτογαλία διαβεβαίωνε την Αγία Έδρα για βοήθεια εναντίον των Τούρκων. Ο Φίλιππος Ε’ τής Ισπανίας αναλάμβανε προσωπικά να διαθέσει έξι πλοία τής σειράς, τέσσερις γαλέρες και 8.000 άνδρες, για να ενισχύσει τον χριστιανικό ναυτικό εξοπλισμό εναντίον των Τούρκων, σε αντάλλαγμα για το οποίο ο Κλήμης θα έδινε στον βασιλιά την άδεια, να αποσπάσει από τον ισπανικό κλήρο ετήσια επιχορήγηση 150.000 δουκάτων για περίοδο πέντε ετών. Ο ισπανικός στόλος επρόκειτο να αναλάβει δράση, αλλά όχι εναντίον των Τούρκων.14

Στο μεταξύ (στις 5 Ιουνίου 1716) ο Έντουαρντ Ουώρτλεϋ Μόνταγκυ, ο σύζυγος τής Λαίδης Μαίρης, είχε διοριστεί έκτακτος Βρετανός πρέσβης στον Μεγάλο Άρχοντα. Η αποστολή του, όπως εκείνη τού Σάττον, ήταν να προσπαθήσει να κάνει ειρήνη μεταξύ Αυστριακών και Τούρκων. Οι Μόνταγκυ είχαν φύγει από το Λονδίνο με τον μικρό τους γιο στα τέλη Ιουλίου και είχαν φτάσει μέχρι τη Βιέννη τον Σεπτέμβριο. Στις 20 Ιανουαρίου (1717) ο Μόνταγκυ έγραφε στον υπουργό εξωτερικών στο Ουάιτχωλ:

Ελπίζω ότι αύριο θα λάβω τις εντολές για τούς κυβερνήτες των τόπων από τούς οποίους θα περάσω και σκοπεύω να ξεκινήσω την επόμενη μέρα. Ελπίζω ότι σύντομα θα μπορώ να ενημερώσω την Αυλή πόσο διατεθειμένοι είναι οι Τούρκοι για ειρήνη και αν την επιθυμούν πριν ξεκινήσουν άλλη εκστρατεία. Η Αυλή αυτή έχει τη γνώμη ότι οποιαδήποτε προσφορά τους για αναστολή όπλων πρέπει να απορριφθεί απολύτως και δεν χρειάζεται να συζητηθεί…15

Φαινόταν ότι ο Ουώρτλεϋ Μόνταγκυ ξεκινούσε δύσκολη αποστολή. Έφτασε στην οθωμανική αυλή στην Αδριανούπολη στις 13 Μαρτίου (1717).16 Οι αυτοκρατορικοί είχαν καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια για να βοηθήσουν τον Ευγένιο τής Σαβοΐας να συγκεντρώσει μεγάλο στρατό, τον οποίο έλπιζε να βάλει στο πεδίο τής μάχης την άνοιξη τού 1717. Είχε καθυστερήσει κάπως στη Βιέννη, μέχρι να γεννήσει η αυτοκράτειρα Ελισσάβετ Χριστίνα μια κόρη, τη Μαρία Τερέζα, τώρα διάδοχο τής αυτοκρατορίας. Την επόμενη μέρα, στις 14 Μαΐου (1717), ο Ευγένιος πήρε την άδεια τού Καρόλου ΣΤ’, ο οποίος τού έδωσε σταυρό με πετράδια και τον προειδοποίησε να μην αναλάβει υπερβολικούς κινδύνους. Ο αυτοκρατορικός στρατός λεγόταν ότι αριθμούσε τώρα 100.000 άνδρες ικανούς να φέρουν όπλα. Στις 15 Μαΐου ο Ευγένιος ανέβηκε σε πλοίο, που τον κατέβασε στον Δούναβη περνώντας από το Πρέσσμπουργκ (Μπρατισλάβα), αργότερα αγαπημένο στέκι τής Μαρίας Τερέζας και φτάνοντας στο Όφεν (Βούδα), όπου στις 16 τού μηνός τον υποδέχθηκε ομοβροντία κανονιοβολισμών, αποβιβάστηκε, άκουσε λειτουργία και επιθεώρησε τα τείχη και μια νέα αποθήκη ανεφοδιασμού. Ύστερα από πέντε ώρες στη Βούδα ξανάρχισε το ταξίδι του και στις 21 Μαΐου έφτασε στο Φούτακ (Φούτογκ), το οποίο ήδη από το 1716 είχε οριστεί ως σημείο συνάντησης για τα στρατεύματα και σημείο αναχώρησής τους για εκείνο που θα ακολουθούσε.

Δεν υπήρξε καμία κίνηση από την πλευρά των Τούρκων τη στιγμή που ο Ευγένιος έφτανε στο Φούτακ. Κανείς δεν ήξερε τίποτε για τούς Τούρκους, εκτός από το ότι ανασυγκροτούσαν τις δυνάμεις τους σιγά-σιγά. Ο αριθμός τους και η ποιότητα των στρατευμάτων τους παρέμενε ερωτηματικό. Στο μεταξύ οι αυτοκρατορικοί κατεύθυναν την πορεία τους νοτιοανατολικά προς το χωριό Πάντσοβα, όπου, στρέφοντας νοτιοδυτικά, διέσχισαν τον Δούναβη στα τέλη Ιουνίου και μερικές ημέρες αργότερα ο στρατός τού Ευγένιου, τώρα όλος ενωμένος, εγκαθίστατο κάτω από τα τείχη τού Βελιγραδίου, στη συμβολή των ποταμών Δούναβη και Σάβα. Οι αυτοκρατορικοί είχαν ήδη πάρει την πόλη (στις 6 Σεπτεμβρίου 1688), όπως έχουμε αναφέρει περισσότερες από μία φορά, αλλά σύντομα την έχασαν ξανά από τούς Τούρκους. Τώρα θα την έπαιρναν και πάλι και τελικά θα την έχαναν ξανά.

Η φρουρά στο Βελιγράδι, στο κύριο προπύργιο των Τούρκων στο ανατολικό σύνορο, ήταν πολύ μεγάλη, 30.000 άνδρες υπό τον τρομερό Μουσταφά πασά. Οι Τούρκοι έκαναν εξορμήσεις από το φρούριο τής πόλης, αλλά από τα μέσα Ιουλίου οι αυτοκρατορικοί άρχισαν βαρύ βομβαρδισμό των τειχών από την αριστερή όχθη τού Δούναβη και από την αριστερή όχθη τού Σάβα, δηλαδή από την απέναντι όχθη τού ποταμού και στις δύο περιπτώσεις. Ύστερα από μερικές ημέρες μεγάλο μέρος τού Βελιγραδίου είχε προφανώς γίνει στάχτη. Οι αυτοκρατορικοί είχαν φέρει μεγάλη ποσότητα βαρέος πυροβολικού με τα πολλά μεταφορικά τους πλοία, τα οποία είχαν καταπλεύσει τον Δούναβη. Τον μεγάλο βεζύρη Νταμάντ Αλή πασά, ο οποίος, όπως είδαμε, είχε σκοτωθεί στη μάχη τού Πετερβαρντάιν, σύντομα διαδέχθηκε ο Χαλίλ πασάς, ο οποίος αναλάμβανε τώρα το τεράστιο έργο τής συγκέντρωσης μεγάλου στρατού για την υπεράσπιση τού Βελιγραδίου.

Ο Χαλίλ πασάς δεν ήταν ιδιαίτερα στρατιώτης, αν και τώρα βρισκόταν να έχει υπό τις διαταγές του άτακτο στρατό μερικών δεκάδων χιλιάδων γενιτσάρων, σπαχήδων, Τατάρων και άλλων. Οι πρώτες μονάδες των μαζικών δυνάμεων τού Χαλίλ πασά, όλοι οι ιππείς, αντίκρυσαν τούς Τούρκους στρατιώτες που βρίσκονταν επάνω στα τείχη τού Βελιγραδίου στις 28 Ιουλίου. Οι πολιορκούμενοι τούς υποδέχθηκαν με ενθουσιώδεις κραυγές. Καθώς περνούσαν οι μέρες, ο αριθμός των Τούρκων που έφταναν στην εμπόλεμη σκηνή αυξανόταν πάρα πολύ. Στις 1-2 Αυγούστου άρχισαν τον βομβαρδισμό των αυτοκρατορικών δυνάμεων, έχοντας πάρει θέση στο ύψωμα στα δυτικά των στρατοπέδων τού πρίγκηπα Ευγένιου. Ενώ οι Τούρκοι φαίνονταν ικανοποιημένοι κανονιοβολώντας τα διάφορα τμήματα τού αυτοκρατορικού στρατού, ο Ευγένιος έβλεπε ότι η θέση του γινόταν επικίνδυνη. Αν τα τουρκικά κανόνια εκτόπιζαν τα στρατεύματά του και τούς προκαλούσαν σύγχυση, θα ήσαν εκτεθειμένοι σε επίθεση, γιατί τα στρατόπεδά του βρίσκονταν μεταξύ τού φρουρίου τού Βελιγραδίου (στα δυτικά) και των δυνάμεων τού Χαλίλ πασά (στα ανατολικά), δηλαδή ανάμεσα σε πάνω και κάτω μυλόπετρα, όπως συνέβαινε. Ο Ευγένιος σχεδόν πάντα έλυνε ένα πρόβλημα τακτικής στο πεδίο τής μάχης με άμεση, ολομέτωπη επίθεση και όταν νωρίς το πρωί τής 14ης Αυγούστου μια βόμβα έπληξε την κύρια αποθήκη πυρομαχικών στο Βελιγράδι, κατεδαφίζοντας αρκετούς αμυντικούς πύργους και προσθέτοντας καταστροφή χωρίς τέλος στην οχυρωμένη πόλη, ο Ευγένιος γνώριζε ότι η ώρα είχε έρθει.17

Έχοντας ειδοποιήσει τούς πολυάριθμους στρατηγούς στην ανώτατη διοίκησή του, ο πρίγκηπας Ευγένιος άρχισε την επίθεση εναντίον των αχανών ορδών στρατιωτών τού Χαλίλ πασά κατά τη διάρκεια τής νύχτας τής 16ης Αυγούστου (1717):

«Όλοι κάθισαν μαζί πάνω στα άλογα,

Καθένας πήρε το σπαθί του,

Πολύ ήσυχα κάποιος κινείται από τον λόφο.

Μουσκετοφόρος καθώς και αναβάτης

Σκοτώθηκαν όλοι στη γενναία μάχη:

Ήταν πραγματικά όμορφος χορός».

(Alles sass auch gleich zu Pferde,

Jeder griff nach seinem Schwerte,

Ganz still rückt man aus der Schanz’;

Musketier wie auch die Reiter

Tötten alle tapfer streiten:

‘S war fürwahr ein schöner Tanz.)

Η ομίχλη βοηθούσε τα αυτοκρατορικά στρατεύματα να κρύβονται καθώς αποχωρούσαν από τούς καταυλισμούς, βάζοντας τούς Τούρκους σε σημαντικό μειονέκτημα, αν και, είναι αλήθεια, χάθηκαν επίσης χριστιανοί. Όμως αποτόλμησαν έξω με όσο εύτακτο τρόπο επέτρεπε η θολή νύχτα, αλλά οι Τούρκοι πιάστηκαν απροετοίμαστοι. Ήταν αδίστακτη, αιματηρή μάχη. Καθώς περνούσαν οι φρικτές ώρες, ο Χαλίλ πασάς ήξερε ότι είχε ηττηθεί ότι το Βελιγράδι είχε χαθεί. Έδωσε τις διαταγές για υποχώρηση, η οποία μετατράπηκε σε ταραχώδη φυγή. Η παράδοση τής φρουράς, τώρα δύναμης είκοσι χιλιάδων ανδρών, επικυρώθηκε και από τις δύο πλευρές στις 18 Αυγούστου. Οι Τούρκοι στρατιώτες ήσαν ελεύθεροι να φύγουν, αλλά έπρεπε να αφήσουν πίσω όλα τα υλικά πολέμου. Ο πρίγκηπας Ευγένιος εισήλθε επισήμως στο Βελιγράδι στις 22 τού μηνός και οι Τούρκοι συνέχιζαν να βγαίνουν τις ημέρες που ακολούθησαν, χτυπώντας τύμπανα και ανεμίζοντας σημαίες.

Ήταν ασυνήθιστη νίκη. Ο αυτοκρατορικός στρατός φαινόταν να απειλείται για κάποιο διάστημα. Ακόμη και εκείνοι που είχαν μοιραστεί τούς κινδύνους και είχαν κερδίσει τα οφέλη τής μάχης δεν μπορούσαν να πιστέψουν αυτό που είχε συμβεί. Οι τουρκικές απώλειες έχουν εκτιμηθεί ακόμη και σε 13.000. Είναι απίθανο ότι έπεσαν λιγότεροι από περίπου 9.000. Μεγάλος αριθμός τραυματίστηκαν ή αιχμαλωτίστηκαν, αποτελώντας απώλεια για την Πύλη σε κάθε περίπτωση, ενώ οι αυτοκρατορικοί είχαν μόνο 2.000 νεκρούς και κάπως περισσότερους από 3.000 τραυματίες. Οι χριστιανικές δυνάμεις κέρδισαν εννέα αλογοουρές, διακριτικά oθωμανικού βαθμού και εξουσίας. Απέκτησαν επίσης 131 κανόνια, 35 όλμους, 20.000 οβίδες, 3.000 βόμβες, 30.000 χειροβομβίδες, 600 βαρέλια πυρίτιδας, 300 μολυβιού και διάφορες μικρότερα τρόπαια και θησαυρούς, μερικά από τα οποία επιδεικνύονται σε κοινωνικές εκδηλώσεις στη Βιέννη, το Μόναχο και αλλού. Μέσα στα τείχη τού Βελιγραδίου οι νικητές βρήκαν άλλα 650 περίπου κανόνια και στις όχθες τού Δούναβη δεκαπέντε τουρκικές γαλέρες και ορισμένες ένοπλες βάρκες. Όπως και στο Πετερβαρντάιν, ο πρίγκηπας Ευγένιος απέκτησε το περίτεχνο περίπτερο τού μεγάλου βεζύρη, αυτή τη φορά εκείνο τού Χαλίλ πασά, ο οποίος έχασε το μεγάλο βεζυράτο ως συνέπεια τής ήττας του. Η νίκη τού Ευγένιου γιορτάστηκε από ποιητές και ζωγράφους, ιστορικούς και δημοσιογράφους, οι οποίοι ενίσχυαν τη φήμη του και εξάπλωναν τη δόξα του.18

Δύο πλήρεις μήνες πριν από την πτώση τού Βελιγραδίου, οι Τούρκοι είχαν γίνει έτοιμοι να κάνουν ειρήνη με τούς αυτοκρατορικούς. Τον Ιούνιο (1717) ο Έντουαρντ Ουώρτλεϋ Μόνταγκυ είχε γράψει στο προσωπικό τού Ουάιτχωλ από την Ισταμπούλ:

Τη μέρα που έφυγα από την Αδριανούπολη, έστειλα αγγελιοφόρο μέσω Βελιγραδίου στη Βιέννη, με γενική πρόταση να εισέλθουν σε συνθήκη σε χρόνο και τόπο που θα οριστεί από τούς πρεσβευτές των μεσολαβητών. … Αυτή η Αυλή επιθυμεί Ειρήνη, αν μπορούν να έχουν τέτοια χωρίς μεγάλο κίνδυνο ότι θα καθαιρεθεί ο Μεγάλος Άρχοντας. Αφήνοντας την Τέμεσβαρ στα χέρια τού εχθρού, χωρίς να επιχειρήσει να την ανακτήσει, θα τον έβαζε σε μεγάλο κίνδυνο. Αν δεν μπορέσει να υπερασπιστεί τον εαυτό του σε αυτή την εκστρατεία κατά τού αυτοκράτορα και οι Γερμανοί μπορέσουν να πάρουν το Βελιγράδι, είναι πιθανό ότι αυτή η αυλή μπορεί να συμφωνήσει σε ειρήνη, με την οποία το Βελιγράδι θα κατεδαφιστεί, αλλά δεν μπορούν να γίνουν αξιόπιστες εικασίες γι’ αυτή την αυλή ή κυβέρνηση. Ένας νέος Μεγάλος Άρχοντας ή νέοι βεζύρηδες θα συνεχίσουν τον πόλεμο. Αν διατηρηθεί η αλληλογραφία μεταξύ τής αυτοκρατορικής Αυλής και των πρέσβεων των μεσολαβητών, θα είμαστε σε θέση να αξιοποιήσουμε την πρώτη ευκαιρία που θα παρουσιαστεί, για να επιταχύνουμε την ειρήνη, ενώ δεν πρέπει να αγνοηθεί μια τέτοια ευκαιρία εδώ, όπου οι αλλαγές είναι συχνές. Θεωρείται ότι υπάρχει ακόμη και σήμερα κάποιος κίνδυνος καθαίρεσης τού Μεγάλου Άρχοντα.

Αν και οι Τούρκοι λένε ότι δεν συμβιβάζεται με την ασφάλειά τους να κάνουν ειρήνη χωρίς να έχει επιστραφεί το Τέμεσβαρ, αυτοί απλώς εννοούν ότι δεν συμβιβάζεται όπως είναι τώρα τα πράγματα, τα οποία κατά πάσα πιθανότητα θα έχουν μεταβληθεί πριν από την επιστροφή τού αγγελιοφόρου μου, ενώ αν συμφωνηθεί Διάσκεψη, οι απαιτήσεις από τις δύο πλευρές θα αντιστοιχούν στην κατάσταση κατά τον χρόνο τής Διάσκεψης. Ο Γάλλος πρεσβευτής καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια, για να δεσμεύσει τούς Τούρκους να συνεχίσουν τον πόλεμο. Οι σύμβουλοι τού αυτοκράτορα έχουν τη γνώμη ότι πρέπει να στέλνω προτάσεις όπως αυτές διαμορφώνονται, αλλά ποτέ τόσο παράλογες. Έχω αναφέρει ό,τι έχω κάνει στον Ολλανδό πρέσβη, ο οποίος πιστεύει ότι έχει κερδηθεί πολύ σημαντικό ζήτημα και ότι υπάρχει μεγαλύτερη προοπτική ειρήνης απ’ όση θα μπορούσε κανείς να φανταστεί ότι θα υπήρχε τόσο σύντομα…19

Η προσοχή τής Ευρώπης είχε εκτραπεί από τη σύγκρουση των Ενετών με την Πύλη, όταν ο αυτοκράτορας Κάρολος ΣΤ’ και ο πρίγκηπας Ευγένιος τής Σαβοΐας ξαναμπήκαν στον πόλεμο εναντίον των Τούρκων. Όμως στις 8 Ιουλίου 1716 ο καπουδάν πασάς Τζάνουμ Χότζα Μεχμέτ αποβίβασε μεγάλη δύναμη στο ενετικό νησί τής Κέρκυρας, στην είσοδο στην Αδριατική, στο «προπύργιο τής Ιταλίας» (l’antemurale d’Italia). O ενετικός στόλος, στριφογυρίζοντας στα νερά τής Ζακύνθου, στα ανοιχτά τής βορειοδυτικής ακτής τής μωραΐτικης χερσονήσου, περίμενε περισσότερο από ένα μήνα για την εμφάνιση χριστιανικού βοηθητικού στόλου, αποτελούμενου από παπικά, ισπανικά, γενουάτικα και πλοία τής Τοσκάνης, που είχαν αργήσει να συνενωθούν. Μάλιστα δεν ενώθηκαν στο παπικό λιμάνι τής Τσιβιταβέκκια πριν από τις 16 Ιουνίου (1716), όταν πια ήταν αργά για την παροχή βοήθειας στους Ενετούς στην Κέρκυρα.

Παρ’ όλα αυτά την κατάσταση έσωσε ο Σάξωνας στρατηγός κόμης Ματίας Γιόχαν φον Σούλενμπουργκ, τώρα στην υπηρεσία τής Βενετίας. Είχε μακρά εμπειρία πολέμου, έχοντας αρχίσει τη στρατιωτική του σταδιοδρομία κάτω από τούς δούκες τής Σαβοΐας και τον βασιλιά Αύγουστο Β’ τής Πολωνίας. Κατά τη διάρκεια τού Μεγάλου Βόρειου Πολέμου ο φον Σούλενμπουργκ είχε πολεμήσει εναντίον τού Καρόλου ΙΒ’ τής Σουηδίας και είχε συμμετάσχει στις ήττες στο Πούνιτς (Πόνιετς) το 1704 και στο Φράουστατ (Βεσχόβα) το 1706. Στη συνέχεια ο φον Σούλενμπουργκ είχε υπηρετήσει υπό τούς Μάρλμπορο και Ευγένιο τής Σαβοΐας στις μάχες τού Ουντενάρντ το 1708 και τού Μαλπλακέ το 1709. Ύστερα από άλλες αποστολές, είχε εισέλθει στην υπηρεσία τής Βενετίας τον Οκτώβριο τού 1715 ως στρατιωτικός διοικητής των χερσαίων δυνάμεων τής Δημοκρατίας για τρία χρόνια, και έφτασε στη λιμνοθάλασσα τον Δεκέμβριο για να αναλάβει τη διοίκηση.

Το φρούριο τής πόλης τής Κέρκυρας, στην ανατολική ακτή τού νησιού είχε παραμεληθεί για χρόνια. Μετά τον πόλεμο τού Χάνδακα και τις ελληνικές εκστρατείες τού Φραντσέσκο Μοροζίνι, το ενετικό ταμείο ήταν σχεδόν άδειο. Όταν ο φον Σούλενμπουργκ άρχισε να εργάζεται στην Κέρκυρα, περιέζωσε την πόλη με πασσαλοφράχτες, τάφρους και άλλα προτειχίσματα. Απεύθυνε επίσης έκκληση στη Σινιορία για περισσότερους άνδρες και χρήματα και εκείνη ανταποκρίθηκε με φόρους επί των βιοτεχνών και εμπόρων, καθώς και με την πώληση τίτλων ευγενείας και διαφόρων αξιωμάτων. Ο Ενετός γενικός διοικητής Αντρέα Πιζάνι είχε κρίνει όχι συνετό να προσπαθήσει να αποτρέψει την αποβίβαση των τουρκικών στρατευμάτων τού Τζάνουμ Χότζα Μεχμέτ από 250 περίπου σκάφη, γιατί όταν συγκεντρώνονταν όλοι οι στρατιώτες, περιλαμβανομένων μερικών από την Ηγουμενίτσα (Γκομένιτσα) στη νότια Ήπειρο, θα ανέρχονταν προφανώς σε 30.000 περίπου πεζούς και 3.000 ιππείς. Ο σερασκέρης Καρά Μουσταφά και ο καπουδάν πασάς έφερναν μαζί τους, όπως λεγόταν, εξοπλισμό 2.000 κανονιών. Παρ’ όλα αυτά ο φον Σούλενμπουργκ ήταν αποφασισμένος να αντισταθεί και το έκανε.

Οι Τούρκοι, αφού αποβιβάστηκαν στην Κέρκυρα, έκαναν τις πρώτες τους απόπειρες εναντίον τού φράγματος πρώτης γραμμής τού λόφου Αβράμη (Μόντε Αμπράμο), αλλά αποκρούστηκαν. Οι πολιορκητές και οι πολιορκημένοι πέρασαν τον μήνα Ιούλιο (1716) κάνοντας προετοιμασίες. Οι Τούρκοι έστησαν δύο πυροβολαρχίες, βομβαρδίζοντας με τη μια τις οχυρώσεις και με την άλλη την πόλη. Ο Αντρέα Πιζάνι έπρεπε να κρατά τον ενετικό στόλο έξω από την εμβέλειά τους. Οι Τούρκοι επανέλαβαν τις προσπάθειές τους εναντίον τού Μόντε Αμπράμο και τελικά κατέλαβαν το φυλάκιο. Παραβίασαν επίσης γωνιώδες οχύρωμα στο νέο φρούριο δίπλα στη θάλασσα. Υπεύθυνος για το μεγαλύτερο μέρος των τουρκικών επιχειρήσεων στη στεριά ήταν πιθανώς ο σερασκέρης Καρά Μουσταφά.20 Ήταν δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι οι ενετικές δυνάμεις θα μπορούσαν να κρατήσουν την Κέρκυρα, αλλά ο φον Σούλενμπουργκ το πίστευε.

Tελικά τα παπικά, ισπανικά, γενουάτικα και τοσκάνικα σκάφη ενώθηκαν με τις ενετικές και τις μαλτέζικες γαλέρες στα νερά τής Κέρκυρας. Συνολικά υπήρχαν εκατό χριστιανικά σκάφη για να εξαπολύσουν επιθέσεις κατά των Τούρκων στις αρχές Αυγούστου, αλλά διάφορα πράγματα τούς εμπόδισαν να το κάνουν και στις 20 Αυγούστου σοβαρή καταιγίδα διασκόρπισε τις μοίρες τους. Η καταιγίδα προκάλεσε επίσης προβλήματα στους Τούρκους. Αλλά μερικές φορές τα άσχημα νέα έρχονται γρήγορα. Η μάχη τού Πετερβαρντάιν (στις 5 Αυγούστου 1716) ήταν άσχημα νέα για τούς Τούρκους, οι οποίοι δεν ήσαν ικανοποιημένοι ούτε από την εμφάνιση τού χριστιανικού στόλου επικουρίας. Κατά τη διάρκεια τής νύχτας τής 21-22 Αυγούστου ανέβασαν όλους τούς ιππείς και τούς πεζούς τους στα πλοία τους, σαλπάροντας προς την ηπειρωτική χώρα, αφήνοντας κανόνια και όλμους, χειροβομβίδες και βόμβες στα απομεινάρια τού καταυλισμού τους. Ο Πιζάνι θα μπορούσε να καταδιώξει τούς Τούρκους και να τούς κάνει κάποια ζημιά ανάμεσα στην Κέρκυρα και την αλβανική-ελληνική ακτογραμμή, αλλά έκανε λίγα ή τίποτε.21 Ίσως αυτό ήταν καλό, γιατί η εμπειρία είχε δείξει συχνά ότι ήταν δύσκολο να συντονιστούν οι χριστιανικές δυνάμεις επικουρίας που στέλνονταν εναντίον των Τούρκων, με τούς πολλούς διοικητές τους, την ευαισθησία τους για την εθιμοτυπία και την τάση να διαφωνούν μεταξύ τους.

Ο Ματίας Γιόχαν φον Σούλενμπουργκ είχε γίνει ο ήρωας τής ημέρας. Η Σινιορία τού απένειμε ισόβιο διορισμό με 5.000 ενετικά δουκάτα τον χρόνο, τού έδωσε ακριβό ξίφος τιμής και διέταξε την ανέγερση μνημείου προς τιμή του, ως διαρκή ένδειξη τιμής. Το μνημείο στήθηκε το 1718 στην Κέρκυρα στον δρόμο προς την πύλη τού παλαιού φρουρίου. Έχοντας σώσει την Κέρκυρα για τη Βενετία, ο φον Σούλενμπουργκ κατέλαβε το Βουθρωτό (Μπουτρίντο) στην ηπειρωτική χώρα στην απέναντι πλευρά τού δίαυλου τής Κέρκυρας, ανακατέλαβε επίσης το νησί τής Αγίας Μαύρας (Λευκάδας) και ξεκινούσε εισβολή στην τουρκική Αλβανία, όταν ο πόλεμος τελείωσε, αλλά αυτό δεν ήταν το τέλος τής ενετικής σταδιοδρομίας τού φον Σούλενμπουργκ, γιατί παρέμεινε στην υπηρεσία τής Σινιορίας μέχρι τον θάνατό του το 1747.

Ύστερα από τις δραματικές του επιτυχίες εναντίον των Τούρκων (οι οποίοι κοπίαζαν κάτω από την κολοσσιαία ένταση των νικών τού Ευγένιου τής Σαβοΐας), ο φον Σούλενμπουργκ δεν έπαψε ποτέ να ανησυχεί για την υπεράσπιση των οχυρωμένων πόλεων Μπουτρίντο (Βουθρωτό), Καττάρο (Κότορ), Σπαλάτο (Σπλιτ), Ζάρα (Ζάνταρ), Μπούντβα, Τράου και άλλων. Φοβόταν την πιθανότητα χρησιμοποίησης τής Κάνινα από τούς Τούρκους ως σημείου αναχώρησης για επίθεση κατά τής ακτής. Ανησυχούσε πολύ για την ασφάλεια τού νησιού Τσιρίγο (Κύθηρα) και κυρίως για την ασφάλεια τής Κεφαλονιάς. Πάνω από όλα όμως στο μυαλό του υπήρχε η άμυνα τού νησιού τής Κέρκυρας, όπως καθιστούσε σαφές σε μακροσκελή αναφορά προς τον δόγη, την οποία ετοίμασε στη Βενετία την 1η Οκτωβρίου 1718, δέκα βδομάδες αφότου οι Ενετοί είχαν κάνει ειρήνη με την Υψηλή Πύλη.22

Στο μεταξύ, αν και ο γενικός διοικητής Αντρέα Πιζάνι αντιμετώπιζε κάποια κατακραυγή, δραστηριοποιήθηκε και αυτός. Μπορεί κανείς να καταλάβει τον φόβο του, έχοντας εκθέσει τον ενετικό στόλο σε αυτό που θεωρούνταν αδικαιολόγητος κίνδυνος. Δεδομένης τής δυσχερούς οικονομικής κατάστασης τής Δημοκρατίας, η αντικατάσταση των γαλερών και των πλοίων με πλευρικά κανόνια είχε γίνει πολύ δαπανηρή. Συνεργαζόμενος με τον φον Σούλενμπουργκ και με τη βοήθεια τού αδελφού του, τού Κάρλο Πιζάνι, ο γενικός διοικητής κινήθηκε νότια τής Κέρκυρας τον Οκτώβριο τού 1717 και ανέλαβε την κατοχή των τουρκικών λιμανιών τής Πρέβεζας και τής Βόνιτσας, όπου η δεύτερη βρισκόταν στη νότια ακτή τού Κόλπου τής Άρτας, οκτώ περίπου μίλια νοτιοανατολικά τής Πρέβεζας. Μάλιστα η ενετική κατοχή τής Πρέβεζας οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό στον φον Σούλενμπουργκ, ενώ, όταν καταλήφθηκε η Πρέβεζα, οι Τούρκοι αναγκάστηκαν να παραδώσουν και τη Βόνιτσα.23 Παρά το γεγονός ότι ο Αντρέα Πιζάνι αποκατέστησε τη φήμη του σε μεγάλο βαθμό, ήταν ο φον Σούλενμπουργκ εκείνος που θα εισέπραττε τη διαρκή αναγνώριση των Ενετών.24

Οι Τούρκοι τα είχαν πάει τόσο άσχημα στον πόλεμο με την Αυστρία, όσο καλά τα είχαν πάει σε εκείνον με τη Βενετία. Τώρα, έχοντας υποστεί ήττες στο Πετερβαρντάιν, στο Τέμεσβαρ και στο Βελιγράδι, είχαν επίσης αποτύχει στην προσπάθεια να καταλάβουν την Κέρκυρα, ενώ στη συνέχεια είχαν χάσει την Πρέβεζα και τη Βόνιτσα. Οι Τούρκοι ήσαν έτοιμοι να κάνουν ειρήνη, όπως αναμφίβολα ήσαν και οι Ενετοί, γιατί είχαν εξαντληθεί. Όμως, καβάλα στο άλογο τής νίκης, ο πρίγκηπας Ευγένιος τής Σαβοΐας και ο φίλος του ο αυτοκράτορας Κάρολος ΣΤ’ δεν είχαν κανένα ενδιαφέρον για ειρήνη με τούς Τούρκους. Θα προχωρούσαν σε περαιτέρω κατακτήσεις εδαφών και σε περαιτέρω αφανισμό τής Οθωμανικής αυτοκρατορίας.

Ξαφνικά όμως οι άνεμοι τού πολέμου άλλαξαν. Ο ισπανικός στόλος από έξι πλοία τής σειράς, τέσσερις γαλέρες και 8.000 άνδρες, με τον οποίο ο Φίλιππος Ε’ είχε προσφερθεί να βοηθήσει τη Βενετία εναντίον των Τούρκων, ήταν ακόμη αγκυροβολημένος στο λιμάνι τής Βαρκελώνης στις αρχές Ιουλίου 1717. Υπήρχε όμως φήμη ότι ο στόλος, που είχε ετοιμαστεί σε μεγάλο βαθμό με παπικά χρήματα, δεν επρόκειτο στην πραγματικότητα να αποπλεύσει εναντίον των Τούρκων, αλλά μάλλον εναντίον των ιταλικών κτήσεων των Αψβούργων. Υπουργοί τού ισπανικού Στέμματος αρνούνταν τη φήμη. Αφού καθυστέρησε για κάποιο διάστημα στη Μαγιόρκα λόγω αντιθέτων ανέμων, ο στόλος σύντομα έπλευσε προς τα ανατολικά και στις 25 Ιουλίου ήταν αγκυροβολημένος στον κόλπο και το λιμάνι τού Κάλιαρι, τής πρωτεύουσας τής Σαρδηνίας. Οι Ισπανοί αποβίβασαν στρατεύματα και σύντομα κατέλαβαν ολόκληρο το νησί.

Ο πάπας Κλήμης ΙΑ’ και η παπική κούρτη συγκλονίστηκαν. Η προδοσία τού Φιλίππου ήταν απίστευτη, αλλά ήταν γεγονός. Η Σαρδηνία βρισκόταν τώρα στα χέρια των Ισπανών. Ο στόλος που είχε πολιορκήσει το Κάλιαρι και καταλάβει το νησί είχε χρηματοδοτηθεί από φόρους δεκάτης, που είχαν επιβληθεί σε εκκλησιαστικά εδάφη και εισοδήματα, με την επίσημη διαβεβαίωση ότι η μόνη χρήση του θα ήταν εναντίον των Τούρκων. Ο αυτοκράτορας Κάρολος ΣΤ’ και η βιεννέζικη αυλή ήσαν έξαλλοι, κατηγορώντας τον Κλήμεντα ότι τούς είχε προδώσει, γιατί ο πάπας είχε υποσχεθεί στη Βιέννη ότι οι κτήσεις των Αψβούργων στην Ιταλία θα ήσαν ασφαλείς. Οι Ενετοί είχαν προσθέσει τις δικές τους διαβεβαιώσεις σε εκείνες τής Αγίας Έδρας ότι η Νάπολη και πιθανώς τα νησιά θα προστατεύονταν.

Η φιλοδοξία τού Φιλίππου Ε’ και τής ισπανικής κυβέρνησης δεν είχε προκαλέσει μόνο την αγανάκτηση των Αυστριακών, αλλά και την ανησυχία των Γάλλων και των Βρετανών. Ο αντιβασιλέας τής Γαλλίας Φίλιππος τής Ορλεάνης και ο Βρετανός πολιτικός λόρδος Τζέημς Στάνχοπ συναντιούνταν τώρα για να αποτρέψουν το ξέσπασμα πολέμου ανάμεσα στους αυτοκρατορικούς και τούς Ισπανούς. Ήθελαν επίσης να ξεκαθαρίσουν κάποιες όχι ικανοποιητικές διατάξεις στις συνθήκες τής Ουτρέχτης, τού Ράσταττ και τού Μπάντεν.25 Ενωνόμενοι με τούς αυτοκρατορικούς, θα διαμόρφωναν σύντομα την Τετραπλή Συμμαχία (Quadruplex Foedus) στο Λονδίνο στις 2 Αυγούστου 1718, με την οποία ο Κάρολος ΣΤ’, ο Λουδοβίκος Ε’ τής Γαλλίας και ο Γεώργιος Α’ τής μεγάλης Βρετανίας (με τούς οποίους αναμενόταν να ενωθούν οι Ολλανδοί ως τέταρτος συμμετέχων), θα καθόριζαν τούς όρους με τούς οποίους θα θεσπιζόταν ειρήνη μεταξύ αυτοκρατορικών και Ισπανών.

Ο αυτοκράτορας Κάρολος θα αναγνώριζε επιτέλους τον Φίλιππο ως «τον νόμιμο βασιλιά των Ισπανιών και των Ινδιών». Η φιλόδοξη σύζυγος τού Φιλίππου, η Ελιζαμπέττα Φαρνέζε, που θα γινόταν διάδοχος τόσο στην Πάρμα όσο και στην Τοσκάνη (με την επερχόμενη εξαφάνιση τής αρσενικής γενεαλογικής γραμμής των Φαρνέζι και των Μεδίκων), είχε προβάλει αξιώσεις για τον μικρό της γιο Δον Κάρλος. Ο Κάρολος αποδεχόταν το αίτημά της, επιμένοντας όμως ότι η Πάρμα και η Τοσκάνη ήσαν και έπρεπε να παραμείνουν φέουδα τής αυτοκρατορίας. Ο Φίλιππος Ε’ έπρεπε να παραιτηθεί από τις διεκδικήσεις του στη Σικελία και τη Σαρδηνία. Ο Κάρολος ΣΤ’ θα έπαιρνε τη Σικελία από τον Βιττόριο Αμαντέο Β’ τον δούκα τής Σαβοΐας, ο οποίος θα αποκτούσε τώρα το λεγόμενο βασίλειο τής Σαρδηνίας από τον Κάρολο. Ο Βιττόριο Αμαντέο είχε λάβει διαβεβαιώσεις για την κατοχή τής Σικελίας σε μία από τις συνθήκες τής Ουτρέχτης, ενώ τα δικαιώματα τού Καρόλου ΣΤ’ στη Σαρδηνία και οι κτήσεις των Ισπανών Αψβούργων στην Ιταλία είχαν αναγνωριστεί στη συνθήκη τού Μπάντεν.26 Αν ο Φίλιππος αρνιόταν να συμφωνήσει με τούς όρους που τού επιβάλλονταν έτσι από την Τετραπλή Συμμαχία, οι υπογράφοντες τη συμμαχία θα προσέφευγαν στα όπλα και θα τον υποχρέωναν σε αποδοχή.27

Ο Φίλιππος και ο Ιταλός πρωθυπουργός του καρδινάλιος Τζούλιο Αλμπερόνι ήταν βέβαιο ότι θα απέρριπταν τούς όρους που επιβάλλονταν στην Ισπανία από την Τετραπλή Συμμαχία. Είχαν αυξήσει το μέγεθος και τη δύναμη τού στόλου τους με κάθε πρόθεση να συνεχίσουν την επιθετικότητά τους στη Μεσόγειο, με σκοπό τους να ολοκληρώσουν την κατάκτηση τής Σικελίας και να κάνουν προσπάθεια εναντίον τής Νάπολης. Παραβιάζοντας τις πρόσφατες συνθήκες τής Ουτρέχτης και τού Μπάντεν και φέρνοντας την Ευρώπη στο χείλος τού πολέμου, οι Ισπανοί είχαν προσφέρει μεγάλη υπηρεσία στους Τούρκους. Υπό αυτές τις συνθήκες οι Αυστριακοί γίνονταν τώρα διατεθειμένοι να εξετάσουν ειρήνη με την Υψηλή Πύλη, προκειμένου να φροντίσουν τα συμφέροντά τους στην Ιταλία.

Προς το τέλος Ιουνίου 1718, κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων που θα οδηγούσαν στην Τετραπλή Συμμαχία, μεγάλος ισπανικός στόλος δεκαοκτώ πολεμικών πλοίων και ορισμένων μικρότερων σκαφών απέπλευσε από τη Βαρκελώνη, κατευθυνόμενος στο νησί τής Σικελίας. Οι Ισπανοί μπήκαν στο Παλέρμο, κατέλαβαν την Κατάνια και έθεσαν υπό πολιορκία τη Μεσσίνα, η οποία σύμφωνα με την Τετραπλή Συμμαχία θα γινόταν περιουσία τού αυτοκράτορα Καρόλου ΣΤ’. Στο σημείο αυτό το ενδιαφέρον των Βρετανών για τη Συμμαχία είχε γίνει ιδιαίτερα σημαντικό, γιατί ο Σερ Τζωρτζ Μπυνγκ, ο οποίος είχε μόλις προβιβαστεί στον βαθμό τού ναυάρχου (τον Μάρτιο τού 1718), στάλθηκε στη Μεσόγειο για να επιβάλει τις προθέσεις τής Συμμαχίας, πράγμα που σήμαινε ότι έπρεπε να θέσει τέρμα στις προσπάθειες των Ισπανών να καταλάβουν τη Μεσσίνα. Στις 21 Ιουλίου ο Μπυνγκ έφτασε στη Νάπολη, όπου διαβουλεύθηκε με τον αντιβασιλέα τού Καρόλου ΣΤ’.

Στο τέλος τού μήνα ο Μπυνγκ βρισκόταν σε επικοινωνία με τον Ισπανό διοικητή, στον οποίο πρότεινε παύση των όπλων στη Σικελία για δύο μήνες, δηλαδή μέχρι να προσδιόριζαν οι σε εξέλιξη διαπραγματεύσεις τα μέτρα που έπρεπε να ληφθούν για τη διατήρηση τής ειρήνης. Ο Ισπανός διοικητής προφανώς δεν είχε καμία εναλλακτική λύση από το να αρνηθεί την προσφορά τού Μπυνγκ. Ο σκοπός του στη Μεσόγειο ήταν να κερδίσει το νησί τής Σικελίας για τον βασιλιά τής Ισπανίας. Αποτέλεσμα ήταν η ναυμαχία στα ανοιχτά τού ακρωτηρίου Πασσέρο στη νοτιοανατολική γωνία τής Σικελίας (στις 31 Ιουλίου 1718). Ο ισπανικός στόλος ήταν άσχημα οργανωμένος και διοικήθηκε ανεπαρκώς. Οι Άγγλοι συνέλαβαν ή βύθισαν όλα τα πλοία. Τον Αύγουστο τού 1720 οι Ισπανοί αναγκάστηκαν να αποσυρθούν από την Ιταλία. Αργότερα ο Μπυνγκ βοήθησε στη ρύθμιση τής παράδοσης τής Σαρδηνίας στον Βιττόριο Αμαντέο. Οι φιλοδοξίες τού Φιλίππου Ε’ και τού υπουργού Αλμπερόνι δεν είχαν αποφέρει τίποτε.28

Την εποχή που η Ισπανία έκανε ειρήνη με την Τετραπλή Συμμαχία, η Αυστρία και η Βενετία είχαν ήδη κάνει ειρήνη με τούς Τούρκους, οι οποίοι είχαν επωφεληθεί πολύ από τις εδαφικές βλέψεις τού Φιλίππου Ε’ και τού υπουργού του Αλμπερόνι. Οι συνθήκες αυτών των ετών έτειναν να είναι επαναλήψεις και τροποποιήσεις εκείνων τού πρόσφατου παρελθόντος. Έτσι, σύμφωνα με την αυστρο-τουρκική συνθήκη τού Κάρλοβιτς (του 1699), όπως έχουμε δει, ο αυτοκράτορας Λεοπόλδος Α’ είχε διατηρήσει το βασίλειο τής Ουγγαρίας και όλη την Τρανσυλβανία που βρισκόταν τότε στην κατοχή του, καθώς και την Κροατία και τη Σλαβονία. Τώρα, με τούς όρους τής συνθήκης με τον σουλτάνο Αχμέτ Γ’, «η οποία συμφωνήθηκε στο περίπτερο στο Πασσάροβιτς στις 21 Ιουλίου τού έτους 1718», ο γιος τού Λεοπόλδου Κάρολος ΣΤ’ όχι μόνο διατηρούσε όλα τα αυτοκρατορικά κέρδη που είχαν αναγνωριστεί από τούς Τούρκους στο Κάρλοβιτς, αλλά πρόσθετε κι άλλα σε αυτά. Η συνθήκη τού Πασσάροβιτς (Ποζάρεβατς) θα διαρκούσε εικοσιτέσσερα χρόνια. Η οθωμανική κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τούς πληρεξούσιους Ιμπραήμ εφέντη και Μεχμέτ πασά, παρέδιδε στους Αψβούργους το βανάτο τού Τέμεσβαρ (Τιμισοάρας) και τα δυτικά τμήματα τής Βλαχίας και τής Σερβίας, την οχυρωμένη πόλη τού Βελιγραδίου (την οποία οι Τούρκοι θα ανακτούσαν το 1739) και το μεγαλύτερο μέρος τής Βοσνίας. Και πάλι, όπως στο Κάρλοβιτς, η ειρήνη είχε γίνει με την παρέμβαση τής μεγάλης Βρετανίας και τής Ολλανδίας και έτσι, ως «μεσολαβητές πρεσβευτές» (legati mediatores), ο Σερ Ρόμπερτ Σάττον και ο κόμης Γιάκομπ Κόλυερ υπέγραψαν τη συνθήκη για λογαριασμό τού βασιλιά Γεωργίου Α’ και των Γενικών Τάξεων (States General) τής Ολλανδίας. Ήταν η πιο εντυπωσιακή και κερδοφόρα συνθήκη που είχαν συνάψει ποτέ οι Αψβούργοι με την Υψηλή Πύλη.29

Συγκρινόμενη με τις αυστρο-τουρκικές συνθήκες τού παρελθόντος, η συμφωνία τού Πασσάροβιτς ήταν πράγματι εξαιρετική, πηγή υπερηφάνειας και ικανοποίησης για την αυλή στη Βιέννη, αλλά αναρωτιέται κανείς πόσα περισσότερα θα είχαν κερδίσει οι αυτοκρατορικοί, αν οι Φίλιππος Ε’ και Αλμπερόνι δεν είχαν διακόψει τις εκστρατείες τού Ευγένιου τής Σαβοΐας εναντίον τής Πύλης. Η παρέμβαση τής Αυστρίας είχε σίγουρα μειώσει τις απώλειες τις οποίες θα είχε υποστεί διαφορετικά η Βενετία. Σε κάθε περίπτωση, η Γαληνοτάτη Δημοκρατία έπρεπε να παραδώσει ολόκληρο τον Μοριά και τα νησιά Τήνο και Αίγινα, αλλά διατηρούσε τα επτά νησιά τού Ιονίου, συμπεριλαμβανομένης τής Αγίας Μαύρας (Λευκάδας), καθώς και τα ηπειρωτικά προπύργια τού Βουθρωτού (Μπουτρίντο), τής Πάργας, τής Πρέβεζας και τής Βόνιτσας.30

Η Αυστρία τα είχε πάει καλά τα χρόνια που προηγήθηκαν τού 1718, συμπεριλαμβανομένου αυτού τού έτους. Σε λίγο θα δούμε την επακόλουθη ιστορία τής Βενετίας. Στο μεταξύ όμως πρέπει να σημειώσουμε ότι κατά τη συνέλευση τού Πρέσσμπουργκ (Μπρατισλάβας) το 1687-1688 το βασίλειο τής Ουγγαρίας είχε αναγνωριστεί ως κληρονομική κτήση των Αψβούργων. Δέκα χρόνια αργότερα προστέθηκε η Τρανσυλβανία στην Ουγγαρία και μετά τον Πόλεμο τής Ισπανικής Διαδοχής οι Αυστριακοί δεν είχαν λόγους για παράπονα στις συνθήκες τής Ουτρέχτης, τού Ράσταττ και τού Μπάντεν (το 1713-1714). Οι διάσπαρτες εκτάσεις με διαφορετικές γλώσσες τις οποίες κυβερνούσε ο Κάρολος ΣΤ’ τώρα θα ενέπλεκαν τούς Αυστριακούς σε πολλές δυσκολίες στα χρόνια που θα ακολουθούσαν, αλλά ευτυχώς βρίσκονται πέρα από το πεδίο αυτού τού τόμου. Όταν η Λαίδη Μαίρη Ουώρτλεϋ Μόνταγκυ ήρθε για πρώτη φορά στη Βιέννη (στον δρόμο της προς την Τουρκία με τον σύζυγό της), ανακάλυψε ότι η πόλη «δεν ανταποκρίνεται καθόλου στην ιδέα μου γι’ αυτήν, όντας πολύ μικρότερη από εκείνο που περίμενα να βρω».31 Καθώς όμως περνούσαν οι μέρες, άρχιζε να εντυπωσιάζεται πολύ με την πόλη και την αυλή, ενώ καθώς περνούσαν τα χρόνια η Βιέννη θα γινόταν ένα από τα καλλιτεχνικά κέντρα τής Ευρώπης.

Οι Βιεννέζοι υπέκυπταν χαρούμενα στο μεγαλείο των μπαρόκ παλατιών και εκκλησιών με τις τοιχογραφίες τους και τα έξοχα γλυπτά. Απολάμβαναν το ιταλικό θέατρο και την όπερα, τη γαλλική κωμωδία και μάλιστα επέστρεφαν στο γερμανικό θέατρο και τη γερμανική λογοτεχνία. Κατά τον ύστερο 18ο αιώνα η Αυστρία αναδημιουργήθηκε με αξιοσημείωτο τρόπο μέσω τής μεταρρύθμισης και ανασυγκρότησης των κυβερνητικών θεσμών, τη σημαντική βελτίωση των συνθηκών στην αγροτιά (λόγω των προσπαθειών τής Μαρίας Τερέζας και τού γιου της Ιωσήφ Β’), καθώς και από την καλά σχεδιασμένη προώθηση τού εμπορίου και τής βιομηχανίας. Υπήρξε αξιοσημείωτος εμπλουτισμός των προγραμμάτων σπουδών των δημοτικών σχολείων και των πανεπιστημίων. Τα εκκλησιαστικά προνόμια είχαν περικοπεί δραστικά, καταργούνταν μοναστήρια και μειωνόταν η μοναστηριακή περιουσία.

Οι υπουργοί τής Μαρίας Τερέζας, ο Βίλελμ φον Χάουγκβιτς και ο Βέντσελ Άντον Κάουνιτς, κατάφεραν (περισσότερο ή λιγότερο) να οργανώσουν αυτοκρατορική γραφειοκρατία, μόνιμο στρατό σημαντικού μεγέθους, λειτουργικό ταμείο, καθώς και αποτελεσματικό δικαστικό κλάδο. Τα κτήματα στα εδάφη των Αψβούργων (σε εκείνα δηλαδή τής Βοημίας και τής Μοραβίας, τής Στυρίας και τής Καρνιόλα, τής Γκορίτσια και τής Γκράντισκα) περιλήφθηκαν σε σύστημα γενικής φορολογίας, από την οποία δεν εξαιρούνταν πια ούτε ο κλήρος ούτε η αριστοκρατία των γαιοκτημόνων. Οι απρόθυμοι Καρίνθιοι αναγκάστηκαν να πληρώνουν φόρους, ενώ αν και οι Ούγγροι γαιοκτήμονες συνεισέφεραν σημαντικά ποσά στον στρατιωτικό προϋπολογισμό, οι Μαγυάροι άρχοντες θα απέφευγαν σε μεγάλο βαθμό τη γενική φορολόγηση για σχεδόν δύο ακόμη αιώνες. Τα κληρονομικά εδάφη (Erblande) των Αψβούργων φορολογούνταν στο σύνολό τους, όπως και τα άλλα συστατικά μέρη τής αυτοκρατορίας, αλλά από τις κυβερνητικές περιπλοκές τής εποχής είναι δύσκολο να γίνουν εντελώς αξιόπιστες γενικεύσεις. Παρά το γεγονός ότι η Μαρία Τερέζα (πεθ. 1780) ξεκίνησε πολλές από τις μεταρρυθμίσεις που βοήθησαν να εγκατασταθεί η αυτοκρατορία των Αψβούργων σε πιο σταθερή βάση, τις πιο ριζοσπαστικές και ίσως πιο εκτεταμένες αλλαγές προς το καλύτερο επέφερε ο Ιωσήφ Β’ (πεθ. 1790). Είχε παρακινηθεί από τις σκέψεις τής εποχής, την περίοδο τού ονομαζόμενου Διαφωτισμού. Μολονότι μητέρα και γιος διαφωνούσαν συχνά, η συνδυασμένη δράση τους, παρά τις μεταγενέστερες αναστατώσεις, ήταν σίγουρα ευεργετική για την Αυστρία και την αυτοκρατορία.

Παρά την προσκόλληση τού Στέμματος στην Καθολική ορθοδοξία, δόθηκε τελικά στους μη-Καθολικούς και στους Εβραίους πρόσβαση στα πανεπιστήμια. Τα βασανιστήρια καταργήθηκαν το 1776 και η θανατική ποινή μια δεκαετία αργότερα. Στις αρχές τής βασιλείας τού Ιωσήφ Β’ χτίστηκε στη Βιέννη το τεράστιο Γενικό Νοσοκομείο (το Allgemeines Krankenhaus), όπως και η μεγάλη ακαδημία στρατιωτικής χειρουργικής (η Josephinum), όπου ο τουρίστας μπορεί τώρα να επισκεφτεί το Μουσείο τής ιστορίας τής Ιατρικής (Musem für Geschichte der Medizin). Αυτά τα κτίρια, σημαντικά στην ιστορία τής ιατρικής και τής χειρουργικής, υπάρχουν μεταξύ τής Σενσενγκάσσε και τής Φαν Σβίτεν Γκάσσε.

Μια εξαιρετικά καλλιεργημένη αστική τάξη μεγάλωνε στη Βιέννη και αλλού στις επικράτειες των Αψβούργων. Η μουσική άνθιζε. Ο Χάυντν και ο φίλος του Μότσαρτ ήσαν, περιττό να πούμε, ευπρόσδεκτοι στα σαλόνια και τα καθιστικά τής μορφωμένης αστικής τάξης, όσο και σε εκείνα των ευγενών τής Βιέννης. Το έργο τους ήταν επίσης πολύ δημοφιλές σε δημόσιες παραστάσεις, ιδιαίτερα εκείνο τού Μότσαρτ. Η ελευθερία τού Τύπου ήταν ευρέως διαδεδομένη στην Αυστρία, μέχρις ότου οι πολιτικοί φυλλαδιογράφοι προκάλεσαν τούς όχι απολύτως αδικαιολόγητους φόβους τού Ιωσήφ Β’ προς το τέλος τής βασιλείας του. Τα γεγονότα στη Γαλλία το 1789 έκαναν αναπόφευκτη τη λογοκρισία στην Αυστρία. Ο αυστριακός Διαφωτισμός έφτασε σχεδόν στο τέλος του στο αντιδραστικό και καταπιεστικό καθεστώς τού Φραγκίσκου Β’ (Α’) (1792-1835), αλλά πνευματική αναγέννηση θα ακολουθούσε στη Βιέννη τού ύστερου 19ου αιώνα.32 Όσο για τη Βενετία, αυτή κράτησε τα νησιά τού Ιονίου και τις τέσσερις πόλεις στην ηπειρωτική χώρα μέχρι τη διάλυση τής Δημοκρατίας το 1797 (όταν ο Ναπολέων παρέδωσε τη Βενετία και μέρος τού Βένετο στην Αυστρία με τη συνθήκη τού Καμποφόρμιο). Για κάποιο όμως διάστημα μετά το Πασσάροβιτς, οι Ενετοί φοβούνταν επίθεση από τούς Τούρκους,33 αλλά η Πύλη (όπως η Βενετία) είχε ξεκινήσει χρόνια παρακμής και, κρατώντας τον Μοριά, οι Τούρκοι ενδιαφέρονταν περισσότερο για την ανάκτηση τού Βελιγραδίου από τούς Αυστριακούς παρά για προσπάθεια ανάκτησης εδαφών από τούς Ενετούς. Η διοίκηση τής Σινιορίας στα νησιά και τα ηπειρωτικά λιμάνια ήταν κακή. Το κράτος είχε εξαντληθεί οικονομικά. Οι Ενετοί αξιωματούχοι εκμεταλλεύονταν τούς νησιώτες όσο περισσότερο μπορούσαν. Οι συνθήκες στο νησί τής Ζακύνθου ήσαν ιδιαίτερα καταπιεστικές. Ήσαν μάλλον καλύτερες στην Κέρκυρα, η οποία παρέμενε ο κύριος ναυτικός σταθμός των ενετικών πλοίων, που έπλεαν στην Αδριατική και στο Ιόνιο πέλαγος. Κατά τη διάρκεια τού ρωσο-τουρκικού πολέμου (1768-1774, 1787-1792) οι Έλληνες νησιώτες κατέστησαν πρόδηλη την εχθρότητά τους προς τούς Τούρκους, βοηθώντας τούς Ρώσους με όποιο τρόπο μπορούσαν, παρά τις συνεχείς προσπάθειες τής Ενετικής Σινιορίας να παραμείνει ουδέτερη. Αυτοί οι δύο πόλεμοι έκαναν μεγάλη εντύπωση στην Ευρώπη και βεβαίως στη Βενετία. Μάλιστα ο πόλεμος τού 1768-1774 ήταν η πρώτη ελληνική εξέγερση εναντίον τής Υψηλής Πύλης.34 Στην πραγματικότητα, μετά το Πασσάροβιτς (1718), η Βενετία προσπαθούσε να αποσπαστεί από όλες τις συγκρούσεις στην Ευρώπη, επειδή με τόσα πολλά προβλήματα στην πατρίδα, δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά.35

Για να κοιτάξουμε προς τα πίσω για μια στιγμή, η Βενετία είχε καταφέρει να διατηρήσει κάποιο μέτρο οικονομικής ευημερίας (παρά την παρατεταμένη περίοδο πληθωρισμού), αφότου έχασε από την Πύλη την κυριαρχία της επί τού νησιού τής Κύπρου (στον πόλεμο τού 1570-1573). Το νησί παράκμασε ραγδαία ύστερα από την κατάληψή του από τούς Τούρκους. Όμως από τα πρώτα χρόνια τού 17ου αιώνα η Βενετία άρχιζε να υποφέρει από κάποιο βαθμό οικονομικής επιδείνωσης, λόγω τής τεράστιας αύξησης τού αγγλικού, ολλανδικού και γαλλικού εμπορίου στην Ανατολική Μεσόγειο. Επίσης ο περίπλους τής Αφρικής είχε ήδη καταστρέψει το ενετικό εμπόριο μπαχαρικών, το οποίο είχαν αναλάβει γρήγορα οι Πορτογάλοι, οι Άγγλοι και οι Ολλανδοί. Το ενετικό εμπόριο με τα εμπορικά κέντρα στη Γερμανία αποτελούσε πλούσια πηγή εσόδων, η οποία όμως μειώθηκε φυσικά πολύ από τον Τριακονταετή Πόλεμο.

Ο μακροχρόνιος πόλεμος με την Πύλη για την κατοχή τού νησιού τής Κρήτης (1645-1669) είχε στεγνώσει το ενετικό ταμείο. Οι φόροι και οι δασμοί όλων των ειδών αυξάνονταν κατά τη διάρκεια τού Κρητικού Πολέμου. Πωλούνταν τίτλοι ευγενείας (για 100.000 δουκάτα ανά οικογένεια), αλλά αυτά τα χρήματα ξοδεύονταν στον πόλεμο, δεν επενδύονταν στο εμπόριο. Αργότερα όλοι οι πόροι που μπόρεσε να συγκεντρώσει η Σινιορία δαπανήθηκαν για την υποστήριξη τής κατάκτησης τού Μοριά από τον Φραντσέσκο Μοροζίνι, τον οποίο, όπως έχουμε δει, ανακατέλαβε ο μεγάλος βεζύρης Νταμάντ Αλή πασάς σε εκατόν μία μέρες κατά το δεύτερο μισό τού έτους 1715.

Κατά τη διάρκεια τού τελευταίου περίπου μισού αιώνα έχει αναπτυχθεί μεγάλη βιβλιογραφία σχετική με την παρακμή τής Ενετικής Δημοκρατίας κατά τον 17ο αιώνα, την οποία δεν μπορούμε να εξετάσουμε εδώ λεπτομερώς.36 Παρά τις αποτυχίες στις πολεμικές επιχειρήσεις, oι τοπικοί κατασκευαστές και τεχνίτες παρέμεναν εργαζόμενοι στο Βένετο καθώς και στη Βενετία. Μάλιστα μερικές φορές αποσύρονταν στο Βένετο. Οι μύλοι μεταξιού και χαρτιού ευημερούσαν. Υπήρχε παραγωγή ρυζιού στο Βένετο, και εξαγωγή σε αξιόλογες ποσότητες. Υπήρχε παραγωγή ζάχαρης και σαπουνιού. Το καλαμπόκι είχε γίνει σημαντικό προϊόν κατά τον ύστερο 16ο αιώνα και παραμένει τέτοιο στο Βένετο και σήμερα. Η βιομηχανία μάλλινων είχε αυξηθεί εντυπωσιακά κατά τον 16ο αιώνα και μειώθηκε με λυπηρό τρόπο κατά τον 17ο. Η εργασία ήταν μόνιμο πρόβλημα στη Βενετία και το Βένετο, καθώς και οι εξαγωγές και οι εισαγωγές.37 Η συνολική παρακμή τής Οθωμανικής αυτοκρατορίας είχε κάνει τούς Τούρκους λιγότερο επικίνδυνους εχθρούς (ήσαν απασχολημένοι με τούς Αυστριακούς) και τούς είχε επίσης κάνει λιγότερο προσοδοφόρους πελάτες. Όπως έχουμε δει, οι Ρώσοι είχαν γίνει σημαντική δύναμη στην Ανατολική Ευρώπη κατά τα πρώτα χρόνια τού 18ου αιώνα και η Eνετική Σινιορία παρακολουθούσε με χαρά τις στρατιωτικές επιχειρήσεις τους, γιατί ήσαν εχθρικοί τόσο προς τούς Τούρκους όσο και προς τούς Αυστριακούς.

Οι επιδημίες τού 1576-1577, τού 1630 και τού 1657 είχε επιφέρει σημαντικές αυξήσεις στους μισθούς, ενώ το ενετικό σύστημα συντεχνιών προφανώς έκανε την παραγωγή πολύ δαπανηρή για τούς κατασκευαστές και τούς εμπόρους, προκειμένου να ανταγωνίζονται στην Ισταμπούλ, στη Σμύρνη ή αλλού τούς Άγγλους, Ολλανδούς και Γάλλους. Με τα χρόνια η εμπορική δραστηριότητα και οι συμφωνημένοι γάμοι είχαν συγκεντρώσει τον πλούτο στα χέρια διαφόρων οικογενειών πατρικίων, των οποίων οι γιοι κατέληξαν να αποφεύγουν τούς κόπους και τούς κινδύνους τής ναυσιπλοΐας. Καθώς οι εμπορικές τους ευκαιρίες μειώνονταν, οι οικογένειες αυτές στράφηκαν προς την ύπαιθρο, για την ανάκτηση των ελωδών περιοχών στο Βένετο, έγιναν καλλιεργητές (όχι χωρίς κέρδος) και έφτιαξαν για τον εαυτό τους πολυτελείς βίλες, κάνοντας καλή εντύπωση (facendo la bella figura). Όμως διάφορες πτυχές των οικονομικών και κοινωνικών συνεπειών τής απόκτησης μεγάλων κτημάτων από τούς πατρίκιους εξακολουθούν να παραμένουν ασαφείς και μέχρι να μπορέσει η περαιτέρω αρχειακή έρευνα να μάς παράσχει ενημερωτικές λεπτομέρειες, φαίνεται καλύτερο να περιοριστούμε σε γενικές διατυπώσεις φαινομενικής ακρίβειας.38

Μετά την ειρήνη τού Πασσάροβιτς, παρά τις οικονομικές δυσκολίες, η ζωή συνεχιζόταν στη Βενετία με κάποιο βαθμό ηρεμίας. Κατέχοντας ευρύ φάσμα ικανοτήτων, οι Ενετοί τεχνίτες ήσαν πολύ σεβαστοί. Διατηρούσαν τα χυτήρια σιδήρου, τα οποία παρήγαγαν (μεταξύ άλλων) τις καμπάνες για τα καμπαναριά (campanili) που ηχούν ακόμη τις ώρες στη Βενετία. Πιο εκλεπτυσμένοι εργάτες κατασκεύαζαν μηχανικά ρολόγια, τα οποία Ενετοί πρεσβευτές και βαΐλοι, η μια γενιά μετά την άλλη, έπαιρναν ως δώρα για τούς σουλτάνους και τούς πασάδες. Οι Τούρκοι αγαπούσαν τα ρολόγια, αλλά δεν μπορούσαν ποτέ να τα επισκευάσουν όταν δεν πήγαιναν καλά. Οι βιοτέχνες κατασκεύαζαν επίσης έξοχα όργανα για χρήση σε εκκλησίες, καθώς και για κοσμικούς σκοπούς. Οι Ενετοί χρυσοχόοι και κοσμηματοπώλες ήσαν πολύ αγαπητοί στην Ευρώπη, ενώ και σήμερα υπάρχουν πολλά γνωστά κοσμηματοπωλεία στην Πιάτσα Σαν Μάρκο. Οι Ενετοί τεχνίτες αφιέρωσαν πολύ χρόνο στην ανάπτυξη τής κεραμικής, τής μπλε και άσπρης μαγιολικής (majolica) και (από τις αρχές τού 18ου αιώνα) τής φίνας πορσελάνης. Παραδείγματα τής δουλειάς τους, τα οποία είχε συλλέξει ο Ενετός ευγενής Τεόντορο Κορρέρ (πεθ. 1830), υπάρχουν τώρα στο Αστικό Μουσείο Κορρέρ (Museo Civico Correr), στο κτίριο των Προκουράτιε Νουόβε στην Πιάτσα Σαν Μάρκο.

Η υαλουργία τού νησιού Μουράνο είναι τόσο γνωστή σήμερα, όσο ήταν στο τέλος τού 17ου και 18ου αιώνα, γιατί υπήρξε αναγέννηση τής κατασκευής γυαλιού στο Μουράνο από τη δεκαετία τού 1920, όταν οι Πάολο Βενίνι και Τζιάκομο Καπελλίν αναβίωσαν την τέχνη τού 16ου αιώνα στην παραγωγή βάζων, κυπέλλων και άλλων ειδών υαλουργίας. Το τυπογραφείο τού Άλδου Μανούτιου έγινε διάσημο. Τα έργα του θεωρούνται ακόμη πολύτιμα. Καθώς περνούσαν τα χρόνια, παρά κάποιο βαθμό λογοκρισίας η ενετική επιχείρηση παραγωγής βιβλίων ευημερούσε. Οι δημοφιλείς εκδόσεις ήσαν φθηνές. Ο εγγράμματος λαός παρακολουθούσε τις τοπικές εκδηλώσεις και τις εξωτερικές υποθέσεις από τις εφημερίδες, τις γκαζέττε και γκαζεττίνι, στις οποίες έχουμε αναφερθεί κατά καιρούς. Σήμερα κάθε Ενετός διαβάζει την Γκαζεττίνο, την κύρια εφημερίδα στη λιμνοθάλασσα. Μορφωτικές ακαδημίες ιδρύονταν στη Βενετία και το Βένετο, ενώ και σήμερα το Ατένεο Βένετο παραμένει μια από τις πιο αναγνωρισμένες και παραγωγικές μορφωτικές εταιρείες στην Ευρώπη. Από τη μια γενιά στην επόμενη οι Ενετοί έχουν συνεχίσει την ανάπτυξη τής Βιβλιοθήκης τού Αγίου Μάρκου, τής Μαρκιανής Βιβλιοθήκης, τώρα στην παλαιά Ζέκκα ή Νομισματοκοπείο, που σταδιακά έγινε πολύ σημαντική βιβλιοθήκη, από τη στιγμή που ο καρδινάλιος Βησσαρίων δώρισε στη Σινιορία τη δική του μεγάλη και πολύτιμη συλλογή χειρογράφων (το 1468). Οι Ενετοί διατηρούν πάντοτε τη Μαρκιανή με τη μεγαλύτερη δυνατή προσοχή (παρά τη μικρή αναστάτωση και λεηλασία από τον Ναπολέοντα μετά την πτώση τής Δημοκρατίας το 1797), ενώ σήμερα μελετητές από μεγάλο μέρος τού μορφωμένου κόσμου μαζεύονται εκεί για να χρησιμοποιήσουν τα χειρόγραφα, τα παλαίτυπα, καθώς και άλλα έργα που είναι συγκεντρωμένα στη Μαρκιανή, όπου τούς παρέχεται πάντοτε βοήθεια και γενναιόδωρη υποδοχή.39

Γιορτές και εκδηλώσεις, ζωογονούμενες από πυροτεχνήματα, ήσαν από καιρό δημοφιλείς στη λιμνοθάλασσα και μάλιστα εξακολουθούν να είναι. Όπως οι μάζες μαζεύονταν για να παρακολουθήσουν τις λεμβοδρομίες (regatte), το ίδιο έκαναν και οι ευγενείς. Οι ευγενείς οργάνωναν επίσης μεγάλες δεξιώσεις, όταν μπορούσαν να τις αντέξουν οικονομικά, ενώ κέρδιζαν και έχαναν χρήματα στα τραπέζια τυχερών παιχνιδιών, τα οποία συχνά αποσπούσαν τον χρόνο και την προσοχή των νεότερων πατρικίων, των οποίων η απασχόληση στο εξωτερικό είχε περιοριστεί μετά το έτος 1718.

Μορφωμένοι Ενετοί, από τούς οποίους υπήρχαν πολλοί σε κάθε γενιά, ασχολούνταν με την προσεκτική μελέτη χαρτών, την τοπογραφία, τη γεωγραφία, την αστρονομία, την αστρολογία, την πλοήγηση, την ανατομία, την ιατρική και την ιστορία. Το Πανεπιστήμιο τής Πάδουας, ενετικό ίδρυμα, ήταν διάσημο. Ο Σερ Τζων Φιντς, ο Άγγλος πρεσβευτής στην Ισταμπούλ από το 1674 μέχρι το 1681, είχε πάρει διδακτορικό στην ιατρική στην Πάδουα, όπως και ο φίλος και σταθερός σύντροφός του Σερ Τόμας Μπέηνς. Οι ανθρωπιστές είχαν ανθίσει από καιρό στη Βενετία, όπου συνέχιζαν να προωθούν τη μελέτη τής φιλοσοφίας και θεολογίας, να γράφουν ποίηση και να συνθέτουν δράματα, με κατάληξη τα έργα των Πιέτρο Κιάρι, Κάρλο Γκολντόνι και Κάρλο Κότσι. Από αυτούς πιο διάσημος είναι ο Γκολντόνι, ιδιαίτερα για τις κωμωδίες του. Έγραψε στα ενετικά και το άγαλμά του βρίσκεται τώρα στην πολυσύχναστη πλατεία Κάμπο Σαν Μπαρτολομέο.

Το θέατρο και οι θεατρικές εταιρείες έγιναν ιδιαίτερα δημοφιλείς στη Βενετία κατά τον 18ο αιώνα. Το θέατρο «Λα Φενίτσε», που χτίστηκε το 1790-1792, καταστράφηκε σε μεγάλο βαθμό από πυρκαγιά το 1836, αλλά έχει αποκατασταθεί, εξακολουθεί να είναι η σεβαστή σκηνή τής όπερας, πάντοτε υψηλό σημείο στη διάρκεια τού ενετικού έτους. Η πρώτη δημόσια όπερα είχε ανοίξει στη Βενετία το 1637. Έχουμε ήδη επισημάνει ότι η Άννα Άκερχελμ απόλαυσε τόσο την όπερα όσο και το καρναβάλι τον Φεβρουάριο τού 1689, που παραμένουν πολύ ίδια τρεις αιώνες αργότερα, το καρναβάλι με τις μάσκες και τις μεταμφιέσεις του. Ξενοδοχεία και ταξιδιώτες, κάποιοι από αυτούς «τουρίστες», ήσαν συνηθισμένοι στη Βενετία από τον 14ο αιώνα, συχνά διαμαρτυρόμενοι για τις τιμές.

Η μουσική έγινε σταδιακά αναπόσπαστο μέρος τής κοινωνικής όσο και τής θρησκευτικής ζωής των Ενετών. Μερικά ονόματα ξεχωρίζουν στην καταγραφή τού παρελθόντος. Ο Αντρέα Γκαμπριέλι (πεθ. 1586), Ενετός συνθέτης και οργανίστας, έγινε γνωστός για τη χορωδιακή και οργανική μουσική του σε εκκλησιαστικές και κρατικές περιπτώσεις, καθώς και στις εορταστικές εκδηλώσεις στα παλάτια των πατρικίων. Ο ανηψιός του Αντρέα, ο Τζιοβάννι Γκαμπριέλι (πεθ. 1612), έγινε επίσης διάσημος ως συνθέτης και οργανίστας. Οι Αντρέα και Τζιοβάννι διακρίθηκαν ως οργανίστες στον Άγιο Μάρκο, τη με μεγάλη διαφορά σημαντικότερη εκκλησία στη Βενετία (αν και δεν έγινε καθεδρικός ναός παρά μόνο το 1807, όταν η εκκλησία τού Σαν Πιέτρο ντι Καστέλλο αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την πρωτοκαθεδρία της). Ο Κλάουντιο Μοντεβέρντι (πεθ. 1643), ο μεγάλος πρωτοποριακός συνθέτης λυρικών ασμάτων (madrigals) και έργων όπερας, πέρασε τα τελευταία τριάντα χρόνια τής ζωής του στη Βενετία, όπου βρίσκεται τώρα θαμμένος στην εκκλησία τού Φράρι. Ο Μοντεβέρντι εφοδίασε τούς συνθέτες στη Βενετία με το μοντέλο που θα τηρούσαν. Στα χρόνια που ακολούθησαν, στην πιο σύγχρονη εποχή, έρχονται στο μυαλό ο Τζοακκίνο Ροσσίνι (πεθ. 1868) και πάνω απ’ όλους ο Τζιουζέππε Βέρντι (πεθ. 1901), ο διαπρεπής συνθέτης όπερας τού 19ου αιώνα.

Μετά την ειρήνη τού Πασσάροβιτς η «μεγάλη περιοδεία» άρχιζε σιγά-σιγά να φέρνει τουρίστες στη Βενετία. Η πόλη έγινε σταδιακά αυτό που έχει ονομαστεί παιδική χαρά για τούς πλούσιους. Σε γενικές γραμμές φαίνεται ότι οι τουρίστες και οι πλούσιοι δεν έβλεπαν πολύ οι μεν τούς δε. Μεταξύ των πλουσίων ήταν ο Λόρδος Βύρων (πεθ. 1824), ο οποίος είχε διαμέρισμα στην περιοχή Φρετσερία το 1816-1817. Μετά τον Ιανουάριο τού 1818 μίσθωσε για τρία χρόνια ένα από τα Παλάτσι Μοτσενίγκο πάνω στο Μεγάλο Κανάλι, καθώς και μια βίλα στη Λα Μίρα, στις όχθες τού ποταμού Μπρέντα. Οι επιστολές τού Βύρωνα απεικονίζουν τις απόψεις του για τη Βενετία (και φυσικά δίνουν μεγάλη προσοχή στις προσωπικές του υποθέσεις και στα λογοτεχνικά του προβλήματα). Όταν ζούσε στην Φρετσερία, έγραφε στον φίλο του Τόμας Μουρ (στις 24 Δεκεμβρίου 1816) ότι, όσο για τη Βενετία, «η αριστοκρατία ιδιαίτερα είναι θλιβερή φυλή, η ανώτερη τάξη μάλλον καλύτερη».40

Οι τουρίστες απολάμβαναν τη βαρκάδα με τις γόνδολες μέχρι το Μεγάλο Κανάλι και κάτω από τη γέφυρα τού Ριάλτο. Όταν πήγαιναν βαρκάδα σε ολόκληρο το κανάλι, περνούσαν από δώδεκα εκκλησίες και διακόσια περίπου παλάτια. Το κομψό Κα ντ’ Όρο τραβούσε την προσοχή τους, όπως εκείνη όλων των επισκεπτών στη Βενετία από τα μέσα τού 15ου αιώνα (τώρα είναι μουσείο). Πολλά από αυτά τα παλάτια ήσαν και είναι διάσημα. Οι ταξιδιώτες τού ύστερου 18ου αιώνα έμελλαν να εντυπωσιαστούν από τα τεράστια Παλάτια Πέζαρο, Ρεζζόνικο και Γκράσσι (όλα μουσεία τώρα). Το Παλάτσο Κορνέρ-Λορεντάν (σήμερα Δημαρχείο, Μουνιτσίπιο) θα ενδιέφερε τούς ιστορικούς, που γνώριζαν κάτι από τα χρονικά τής οικογένειας Κορνέρ, ενώ οι ιστορικοί δεν θα μπορούσαν παρά να αναζητήσουν το Παλάτσο Ντάριο, το οποίο η Σινιορία είχε δώσει στον Ενετό γραμματέα Τζιοβάννι Ντάριο, που είχε τερματίσει δεκαέξι χρόνια πολέμου με την Πύλη με την περίφημη συνθήκη τού Ιανουαρίου τού 1479. Όλα αυτά τα παλάτια βρίσκονται πάνω στο Μεγάλο Κανάλι.

Η αρχιτεκτονική τής Βενετίας αντανακλούσε τόσο το ανατολικό όσο και το δυτικό στυλ, όπου τα μεγάλα κτίρια ήσαν η λομβαρδο-βυζαντινή βασιλική τού Αγίου Μάρκου και το ενετο-γοτθικό Παλάτι των Δόγηδων. Οδηγούσαν τούς επισκέπτες να δουν την εκκλησία τής Σάντα Μαρία Γκλοριόζα ντέι Φράρι (όπου συγκεντρώθηκαν τελικά τα Αρχεία τού κράτους στο μοναστήρι των Φραγκισκανών μετά την πτώση τής Δημοκρατίας), τη Δομινικανή εκκλησία των Σάντι Τζιοβάννι ε Πάολο (όπου είναι ενταφιασμένος αριθμός δόγηδων), την εκκλησία τού Σάντο Στέφανο (όπου βρίσκεται θαμμένος ο Φραντσέσκο Μοροζίνι), τη μεγάλη εκκλησία τής Σαλούτε (που χτίστηκε για να τιμήσει τη διάσωση των Ενετών από την πανούκλα τού 1630), τη μικροσκοπική εκκλησία των Μιράκολι (την οποία ανακαίνισαν πρόσφατα οι Γερμανοί) και ούτω καθεξής. Πολλοί επισκέπτες επιχειρούσαν στο βορειότερο τμήμα τής πόλης, για να δουν το σπίτι τού Τιντορέτο και την όμορφη εκκλησία τής Μαντόννα ντελλ’ Όρτο. Δεν υπήρχε τέλος στα πράγματα που έπρεπε να δει κανείς στη Βενετία και, όσο περνούσε ο καιρός, δεν υπήρχε τέλος στον αριθμό των επισκεπτών που έρχονταν για να τα δουν.

Πρωταρχικά στο μυαλό ορισμένων τουλάχιστον ταξιδιωτών και περιηγητών ήσαν τα έργα τέχνης στη Βενετία. Ο αντικληρικαλισμός αποτελούσε μέρος τού Διαφωτισμού τού 18ου αιώνα και όταν η Δημοκρατία έπεσε το 1797, χιλιάδες έργα ζωγραφικής και γλυπτά αγοράστηκαν, κλάπηκαν ή διασκορπίστηκαν με άλλο τρόπο από απροστάτευτα παλάτια, κλειστές εκκλησίες, συντεχνίες προηγούμενων περιόδων και μοναστήρια υπό καταστολή. Παρ’ όλα αυτά, στη Βενετία τού σήμερα, έργα περισσότερων από χίλιους ζωγράφων, γλυπτών και αρχιτεκτόνων υπάρχουν σε παλάτια, εκκλησίες και μουσεία. Σημαντικά έργα συγκεντρώθηκαν σε μεγάλο βαθμό στην Ακαδημία, που κατασκευάστηκε από την παλιά Κιέζα ντέλλα Κάριτα και τη Σκουόλα ντι Σάντα Μαρία ντέλλα Κάριτα, μια από τις έξι Μεγάλες Σχολές (Scuole Grandi) ή «Μεγάλες Συντεχνίες» στην πόλη.

Η Ακαδημία δεν ιδρύθηκε παρά το 1807, μετά το οποίο συγκεντρώθηκαν έργα από διάφορες εκκλησίες και αλλού, έγιναν δωρεές από Ενετούς ευγενείς και η συλλογή μεγάλωνε με τα χρόνια, ώστε να συμπεριλάβει τα έργα των Τζεντίλε και Τζιοβάννι Μπελλίνι, Πιέρο ντέλλα Φραντσέσκα, Αντρέα Μαντένια, Τσίμα ντα Κονελιάνο, Τζάκοπο Πάλμα ιλ Βέκκιο, Βιττόρε Καρπάτσιο, Τζορτζόνε ντα Καστελφράνκο, Τζάκοπο Μπασσάνο και τούς δάσκαλους τής Αναγέννησης (Μaestri del Rinascimento), τούς Τιτσιάνο, Τιντορέτο και Πάολο Βερονέζε. Για να δουν αυτά τα έργα, την κληρονομιά τής παλαιάς Δημοκρατίας, οι ταξιδιώτες και περιηγητές τού παρελθόντος έπρεπε να πηγαίνουν από τη μία εκκλησία ή παλάτι στο άλλο, ελπίζοντας ότι θα τούς αφήσουν να μπουν. Στη Σκουόλα Γκράντε ντι Σαν Ρόκκο, παρά την λεηλασία μετά το 1797, η εξαιρετική σειρά ζωγραφικών πινάκων φτιαγμένων από τον Τζάκοπο Τιντορέττο τον 16ο αιώνα παραμένει ένα από τα σημαντικότερα αξιοθέατα τής σύγχρονης Βενετίας.

Σε επιστολή προς τον φίλο του Σάμουελ Ρότζερς, ο Λόρδος Βύρων έγραφε από το Παλάτσο Μοτσενίγκο (στις 3 Μαρτίου 1818):

Το καρναβάλι ήταν σύντομο αλλά καλό. Δεν βγαίνω πολύ, εκτός από την εποχή με τις μάσκες. Αλλά υπάρχουν ένα ή δύο «συζητήσεις» (cοnversazioni), όπου πηγαίνω τακτικά. … Η πόλη όμως παρακμάζει καθημερινά και δεν κερδίζει σε πληθυσμό. Όμως την προτιμώ από οποιαδήποτε άλλη στην Ιταλία. Εδώ έχω εγκαταστήσει το προσωπικό μου και εδώ σκοπεύω να παραμείνω για το υπόλοιπο τής ζωής μου [πράγμα που φυσικά δεν θα συνέβαινε]…41

Η Βενετία είχε γίνει άσωτη πόλη και ο Μπάιρον είχε προσαρμοστεί καλά στη ζωή τής κοινωνικής ελίτ. Όπως έγραφε σε άλλον φίλο στις 8 Σεπτεμβρίου 1818:

Η Βενετία δεν είναι ακριβή διαμονή (εκτός αν κάποιος το επιλέξει). Έχει θέατρα, κοινωνία και ασωτία μάλλον περισσότερη από αρκετή. Διατηρώ τέσσερα άλογα σε ένα από τα νησιά, όπου υπάρχει μια παραλία για μερικά μίλια κατά μήκος τής Αδριατικής και έτσι έχω καθημερινή άσκηση. Έχω τη γόνδολά μου και δεκατέσσερις περίπου υπηρέτες, … και μένω σε ένα από τα παλάτια Μοτσενίγκο πάνω στο Μεγάλο Κανάλι. Το ενοίκιο για ολόκληρο το σπίτι, το οποίο είναι πολύ μεγάλο και επιπλωμένο, με σεντόνια, κλπ., κλπ. όλα μαζί είναι διακόσιες τον χρόνο (και έδωσα περισσότερα από όσα έπρεπε να δώσω). Στα δύο χρόνια που βρίσκομαι στη Βενετία έχω ξοδέψει πέντε χιλιάδες περίπου στερλίνες και δεν θα χρειαζόταν να είχα ξοδέψει ούτε το ένα τρίτο αυτού τού ποσού, αν δεν υπήρχε το πάθος που έχω για τις γυναίκες, που είναι ακριβό στην ποικιλία του παντού, αλλά σε μικρότερο βαθμό στη Βενετία σε σχέση με άλλες πόλεις. Με μεγάλη εγκατάσταση, άλογα, σπίτι, θεωρείο στην όπερα, γόνδολα, ταξίδια, γυναίκες και φιλανθρωπία (γιατί δεν έχω αφήσει καμία από τις απολαύσεις μου, αλλά έχω αγοράσει κατά καιρούς ενός σελινιού σωτηρία), βίλες στην εξοχή, άλλη άμαξα και άλογα αγορασμένα για την εξοχή, βιβλία αγορασμένα κλπ., κλπ., με λίγα λόγια ό, τι ήθελα, και περισσότερα απ’ όσα έπρεπε να ήθελα, μπορείς να υποθέσεις ότι μέσα σε δύο χρόνια το άθροισμα των πέντε χιλιάδων στερλινών δεν είναι μεγάλο, ιδιαίτερα όταν σού λέω ότι πάνω από το μισό ξοδεύτηκε στο σεξ. Βέβαια πήρα πολλά με αυτά τα χρήματα, αυτό είναι βέβαιο.42

Καθώς ο Μπάιρον έπαιζε, εργαζόταν επίσης. Καθώς λοιπόν ξεκινούσε το τέταρτο κάντο τού «Προσκυνήματος τού Τσάιλντ Χάρολντ» (Childe Harold’s Pilgrimage), οι σκέψεις του στρέφονταν από το ασυλλόγιστο παρόν στο ιστορικό παρελθόν:

Στάθηκα στη Βενετία, στη «Γέφυρα των Στεναγμών».
Ένα παλάτι και μια φυλακή σε κάθε χέρι.
Είδα απ’ έξω το κύμα που σηκώνουν οι δομές της
σαν χτύπημα από το ραβδί τού Μάγου.
Χίλια χρόνια τα νεφώδη φτερά τους εκτείνονται
γύρω μου και μια θνήσκουσα Δόξα χαμογελά
από τα παλιά χρόνια, όταν πολλές υπήκοες χώρες
στρέφονταν προς τις μαρμάρινες στήλες τού φτερωτού λιονταριού,
όπου ξάπλωνε η Βενετία θρονιασμένη πάνω στα εκατό νησιά της…
Στη Βενετία οι αντίλαλοι τού Τάσσο δεν υπάρχουν πια,
και σιωπηλά κωπηλατεί χωρίς τραγούδι ο Γονδολιέρης.
Τα παλάτια της καταρρέουν στην ακτή,
και η μουσική δεν συναντά πια πάντοτε το αυτί.
Έχουν περάσει εκείνες οι μέρες, αλλά η Ομορφιά είναι ακόμη εδώ.
Κράτη πέφτουν —Τέχνες ξεθωριάζουν— αλλά η Φύση δεν πεθαίνει.
Ούτε όμως ξεχνά πώς ήταν κάποτε η Βενετία αγαπητή.
Ο ευχάριστος τόπος κάθε γιορτής.
Το Γλέντι τής γης, η Μάσκα τής Ιταλίας!

<-13. Ο πόλεμος τής Ένωσης τού Άουγκσμπουργκ. Οι συνθήκες τού Κάρλοβιτς και τού Ράιζβαϊκ. Η ειρήνη μεταξύ Βενετίας και Πύλης
error: Content is protected !!
Scroll to Top