Σημειώσεις Κεφαλαίου 14
- [←1]
-
Στα τέλη Ιανουαρίου 1714 ο βαΐλος Αλβίζε Μοτσενίγκο είχε συνειδητοποιήσει οδυνηρά, «ότι είχε εξαπλωθεί η φήμη ότι είχε αποφασιστεί σε μυστικό συμβούλιο, να γίνει αυτό το έτος ισχυρός ναυτικός εξοπλισμός» (che s’era sparsa la fama d’essersi deliberato in consulta secreta di farsì in quest’anno un poderoso armamento maritime), ο οποίος, σύμφωνα με πολλούς ανθρώπους θα κατευθυνόταν εναντίον των Μαλτέζων και κατ’ άλλους για να κρατήσει τούς ανθρώπους τής Τριπολίτιδας υπό έλεγχο, «αλλά οι περισσότεροι υποστήριζαν ότι αυτό αφορούσε τον Μοριά» (ma la maggiore parte pretendeva che ciò riguardasse la Morea) [Senato, Dispacci Costantinopoli, Filza 171, φύλλο 504, αναφορά γραμμένη στο Πέρα τής Κωνσταντινούπολης (Pera di Costantinopoli) στις 23 Ιανουαρίου 1714 (ενετικό στυλ 1713)]. Οι Τούρκοι συγκροτούσαν τις ένοπλες δυνάμεις τους με ανησυχητικό ρυθμό, όπως ο διάδοχος τού Μοτσενίγκο, ο Αντρέα Μέμο (Μέμμο), είχε προειδοποιήσει τη Σινιορία περισσότερες από μια φορά [στο ίδιο, Filza 172, φύλλα 102-111, αναφορά γραμμένη στο Πέρα στις 24 Οκτωβρίου 1714 και πρβλ. στο ίδιο, φύλλα 164-173].
Ο βαΐλος Αντρέα Μέμο και οι Ενετοί δραγουμάνοι αντιμετωπίζονταν σκληρά στην Πύλη μετά την τουρκική κίνηση προς τον Μοριά [Dispacci Costantinopoli, Filza 172, φύλλα 134-145, αναφορές τού βαΐλου χρονολογημένες στις 13 και 20 Δεκεμβρίου 1714]. Μάλιστα στις 7 Αυγούστου 1715 ο Μέμο πληροφορούσε τον δόγη «από τα νερά τής Ζακύνθου» για την απελευθέρωσή του «από την τρομερή φυλακή στην οποία με κλείσανε πριν από τέσσερις μήνες» [στο ίδιο, φύλλα 205 και εξής και πρβλ. φύλλα 216-218]. Ο γραμματέας Ντομένικο Φραντσέσκι είχε επίσης κλειστεί σε φυλακή, στο Επταπύργιο (Γεντί Κουλέ) [στο ίδιο, φύλλα 238-240, 258, επιστολές με ημερομηνίες 8 Δεκεμβρίου 1714 και 28 Μαρτίου 1715 και σημειώστε Amy A. Bemardy, L’Ultima guerra turco-veneziana (MDCCXIV-MDCCXVΙΙΙ), Φλωρεντία, 1902, σελ. 89-97, επιστολές τού Μέμο με ημερομηνίες 28 Απριλίου και 7 Αυγούστου 1715].
- [←2]
-
PRO, SP 97, XXΙΙΙ, φύλλα 173-76, επιστολή τού Σερ Ρόμπερτ Σάττον χρονολογημένη στο Πέρα τής Κωνσταντινούπολης στις 12 Ιουνίου 1715
- [←3]
-
Von Hammer-Purgstall, Gesch. d. osman. Reiches, VII, 173-84, μεταφρ. Hellert, XΙΙΙ, 262-77. Rornanin, Storia documentata di Venetia, VΙΙΙ (3η εκδ., 1975), 28-33, Kretschmayr, Gesch. von Venedig, III (1934. ανατυπ. 1964), 356-57 και πρβλ. Amy A. Bcmardy, L’Ultima guerra turco-veneziana (1902), σελ. 17-34.
- [←4]
-
Von Hammer-Purgstall. Gesch. d. osman. Reiches, VII (1831, ανατυπ. 1963), 193-94, μεταφρ. Hellert, XΙΙΙ, 291-92.
- [←5]
-
Ο Τζιοβάν Φραντσέσκο Αλμπάνι εκλέχτηκε πάπας στις 23 Νοεμβρίου 1700 και πήρε την τιάρα στις 18 Δεκεμβρίου. Υπάρχει αναλυτική μελέτη τής παπικής τού θητείας από τον Francesco Pometti , «Studii sul pontificato di Clcmente XI (1700-1721)». στο Archivio della R. Società Romana di Storia Patria , XXI (1898), 279-457, XXII (1899), 109-79 και XXΙΙΙ (1900), 239-76, 449-515. O Pometti ασχολείται με τον τουρκο-ενετικό πόλεμο στον Μοριά και με την επίθεση των Τούρκων στην Κέρκυρα (το 1716), καθώς και με τις παπικές σχέσεις με τη Γαλλία, Αυστρία, Ισπανία και Σαβοϊα.
- [←6]
-
Ludwig von Pastor, Geschichte d. Päpste, XV (Φράιμπουργκ ιμ Μπράισγκαου, 1930), 81-90 και Hist. Popes, XXXΙΙΙ, 110-23.
- [←7]
-
Max Braubach, Prinz Eugen von Savoyen, 5 τόμοι, Μόναχο, 1963-65, ΙΙΙ, 308-9, 312, 314-15 και πρβλ. Pastor, Gesch. d. Päpste, XV, 91-92, όχι χωρίς λάθη, ενώ για τις απόψεις που εξέφραζε η τουρκική ηγεσία και για τις προετοιμασίες τής Πύλης για τον επερχόμενο πόλεμο πρβλ. Von Hammer-Purgstall, Gesch. d. osman. Reiches, VII, 194-99, μεταφρ. Hellert, XΙΙΙ, 292-300.
- [←8]
-
Braubach, Print Eugen von Savoyen, ΙΙΙ (196-1), 315-20, με χάρτη τής περιοχής των Πετερβαρντάιν και Κάρλοβιτς, τη θέση τού τουρκικού στρατοπέδου και την τοποθέτηση των αυτοκρατορικών δυνάμεων.
- [←9]
-
Βλέπε πιο πάνω, Κεφ. 13, περιοχή σημ. 34-35.
- [←10]
-
Pastor, Gesch. d. Päpste, XV (1930), 91, που δίνει τούς πιθανούς αριθμούς 6.000 Τούρκων νεκρών, ενώ οι αυτοκρατορικές δυνάμεις είχαν 3.000 νεκρούς και 2.000 τραυματίες.
- [←11]
-
Pastor, XV, 92-93.
- [←12]
-
Setton, The Papacy and the Levant, IV, 584.
- [←13]
-
Braubach, ΙΙΙ, 323-28 και πρβλ. Pastor, XV, 95.
- [←14]
-
Πρβλ. Pastor, XV, 93, 96-97, 100.
- [←15]
-
PRO, SΡ 97, φύλλο 9 (6), αναφορά γραμμένη στη Βιέννη στις 20 Ιανουαρίου 1716/17.
- [←16]
-
Στο ίδιο, φύλλο 11, αναφορά με ημερομηνία 10 Απριλίου 1717.
- [←17]
-
Braubach, III, 340-53, Pastor, XV, 102-3, Von Hammer Purgstall, VII, 217-19.
- [←18]
-
Von Hammer Purgstall, VΙΙ, 219-20 και πρβλ. Braubach, ΙΙΙ, 354-61, Pastor, XV, 103.
- [←19]
-
PRO, SP 97, XXIV, φύλλα 37-38, κρυπτογραφημένη επιστολή (σίγουρα από τον Ουόρτλεϋ Μόνταγκυ), χρονολογημένη στο Πέρα τής Κωνσταντινούπολης στις 8 Ιουνίου παλαιάς ημερομηνίας (δηλαδή 19 Ιουνίου) 1717. Σύμφωνα με επιστολή τού Σερ Ρόμπερτ Σάττον χρονολογημένη στη Βιέννη στις 5 Ιανουαρίου 1718 [PRO, SP 97, XXIV, φύλλο 45], φαίνεται ότι τουλάχιστον από εκείνη την ημερομηνία οι Τούρκοι δεν είσαν πεπεισμένοι για τη σκοπιμότητα τής ειρήνης: «Η καθυστέρηση τής αναμενόμενης απάντησης από την Πύλη (ως προς την προτεινόμενη ειρήνη), συνδεόμενη με τις πληροφορίες τις οποίες οι σύμβουλοι τού αυτοκράτορα έχουν λάβει από τη Βλαχία ότι οι Τούρκοι έχουν αλλάξει τις διαθέσεις τους για την ειρήνη και κάνουν μεγάλες ετοιμασίες για να συνεχίσουν τον πόλεμο, προξενεί στην Αυλή αυτή [στη Βιέννη] κάποιο πόνο, και μερικοί από τούς συμβούλους αρχίζουν να προβληματίζονται, με τον κ. Ουόρτλεϋ, σαν να έχει καταστρέψει τη δουλειά τους…».
Στις 28 Οκτωβρίου (1717) ο Ουόρτλεϋ Μόνταγκυ είχε παραλάβει από το υπουργείο εξωτερικών στο Ουάιτχωλ επιστολής ανάκλησης από την Πύλη, αλλά επέλεξε να παραμείνει στην Ισταμπούλ μέχρι τις 6 Ιουνίου 1718 [πρβλ. τη σκιαγράφηση τής Λαίδης Μαίρης Ουόρτλεϋ Μόνταγκυ από την Leslie Stephen στο Dictionary of National Βiography, XΙΙΙ (ανατυπ. 1937-38), σελ. 706 και εξής]. Παρά τα κοινωνικά και οικονομικά του πλεονεκτήματα, ο Ουόρτλεϋ Μόνταγκυ δεν διακρίθηκε ιδιαίτερα.
- [←20]
-
Υπάρχει συγκινητική και καλογραμμένη αφήγηση τής τουρκικής πολιορκίας τής Κέρκυρας στο Diaria relatione dell’ attacco della Piazza di Corfù formato dalle armi Ottomane l’anno 1716 [στο MS. Marc. It. VII, 1619 (8412), φύλλα 1-46 (χωρίς αρίθμηση)]:
«Κύριε, ήδη με προηγούμενες επιστολές, σε ακριβή εκπλήρωση εκείνων που έχω υποσχεθεί, δεν έχω παραλείψει να προωθήσω εκείνα τα νέα των ταξιδιών μου, που πιστεύω ότι αξίζουν την προσοχή σας …»
(Monsieur, Già con più precedenti lettere in pontuale adempimento di quanto vi ho promesso, non ho mancato di avanzarvi quelle notizie de’ miei viaggi che ho creduto meritevoli della vostra attenzione …)
και πράγματι η περιγραφή τού συγγραφέα άξιζε την προσοχή κάθε Ευρωπαίου το 1716. Υπάρχει περιγραφή τής τελικά κατάληψης τού Μόντε Αμπράμο από τούς Τούρκους στο ίδιο, φύλλα 26 και εξής.
Το χειρόγραφο αυτό περιλαμβάνει επίσης μια Copia di lettera scritta da Staggi Meemet Chozà (τον καπουδάν πασά Τζάνουμ Χότζα Μεχμέτ), gran Bassà, all’eccellentissimo Signor Vettor da Mosto ΙΙΙ, proveditor e capitano di Corfù nell’assedio di questa Piazza …. 1716 al proveditor della Città 6 Luglio [φύλλο 47], με την απάντηση τού ντα Μόστο χρονολογημένη στην πόλη τής Κέρκυρας στις 8 Ιουλίου [φύλλο 48]. Υπάρχει επίσης μια Αltra lettera scritta da Mustafa Bassà, serraschier, al Comandante della Piazza di Corfù e suoi capi principali… , data dalla campagna di Corfù li 5 Agosto 1716 [φύλλα 49-50], μαζί με την απάντηση τού Ενετού διοικητή, χρονολογημένη «από την πόλη τής Κέρκυρας την 6η Αυγούστου 1716» [φύλλα 50-51]. Οι τουρκικές επιστολές περιλαμβάνουν τις συνήθεις απειλές [πρβλ. πιο πάνω την ανταλλαγή επιστολών μεταξύ Φραντσέσκο Μοροζίνι και Αχμέτ Αγά «Ντεζντάρ», Κεφ. 9, σημείωση 34] και (κατά περίπτωση) χριστιανική ή τουρκική περιφρόνηση. Στην παρούσα περίπτωση ο σερασκέρης Καρά Μουσταφά διακηρύσσει την πρόθεσή του
«να ελευθερώσω [το φρούριο τής Κέρκυρας] από τα χέρια σας, για να σπάσω τις εκκλησίες και τούς ναούς τής λατρείας των ειδώλων και να οικοδομήσω στη θέση τους τζαμιά και ναούς για την αληθινή λατρεία, ακολουθώντας τις επιταγές τής αληθινής πίστης…»
(liberarla [la Piazza di Corfù] dalle vostre mani per abbattere le chiese e i tempii destinati al culto degl’idoli e costruire in loro luogo moschee e tempii di vere adorazioni per seguire i precetti della vera fede …)
[φύλλο 49].
Υπάρχει κι άλλο αντίγραφο τού Diaria relatione dell’attacco della Piazza di Corfù στο MS. Marc. It., VII, 1618 (8267), 126 σελίδες, το οποίο μάς παρέχει επίσης την τουρκο-ενετική ανταλλαγή επιστολών [στο ίδιο, σελ. 117-26]. Υπάρχουν κι άλλα χειρόγραφα αυτού τού κειμένου [Marc. It. VII, 584 (8498), 1533 (8826) και 2247 (9629)]. Ήταν αρχικά γραμμένο στα γαλλικά και μεταφράστηκε στα ιταλικά από κάποιον Lorenzo Molin.
- [←21]
-
F. Pometti, «Studii sul pontificato di Clcmente XI (1700-1721)», Archivio della R. Società Romana di Storia Patria, XXΙΙΙ (1900), 269-74. Pastor, Gesch. d. Päpste, XV (1930), 93-94. Kretschmayr, Gesch. von Venedig, III (1934, ανατυπ. 1964), 358. Vere e distinte notizie dell’assedio e liberazion di Corcira, oggi della Corfu …. dall’armi ottomane, seguita in Agosto del corrente anno 1716, raccolte e date alla luce du Andrea Caputi [Νάπολη, 1716] και πρβλ. Al Serenissimo Doge Giovanni Cornaro ed all’illustrissimi ed eccellentissimi Signori Senatori dell’inclita e libera Signoria di Venezia …. [με πρόλογο από τον Andrea Caputi, χρονολογημένη στην Παρτενόπε (Παρθενώπη, Νάπολη) στις 30 Νοεμβρίου 1716, ιδιαίτερα σελ. 11 και εξής, λεπτομερής περιγραφή].
Υπάρχει συνοπτική αλλά λεπτομερής περιγραφή των συγκρούσεων τόσο στη στεριά όσο και στη θάλασσα στο Veridica Narratione di quanto è successo in Levante tra l’armata della Serenissima Republica di Venetia e quella dell’Ottomano, incominciando dall’anno 1715 sino all’anno 17I8 che si fece la Pace [MS. Marc. It. VII, 563 (7692), 167 σελίδες κειμένου], με ιδιαίτερη προσοχή στην υπεράσπιση τής Κέρκυρας από τον φον Σούλενμπουργκ [στο ίδιο, σελ. 27-49 και εξής].
Οι πηγές που είναι διαθέσιμες στη Μαρκιανή και στα ενετικά αρχεία για την περίοδο αυτή είναι πάρα πολλές για να ασχοληθεί κανείς με όλες, αλλά πρέπει να δοθεί προσοχή στη Relatione o sia Trattato di quanto è successo trà l’Armi Venete e l’Ottomane, l’anno 1716 [στη MS. Marc. It. VΙΙ, 385 (7148), φύλλα 1-14], η οποία, ακριβώς πριν από την άφιξη τής χριστιανικής επικουρίας, βάζει στη θέση τους 26 ενετικά πλοία (navi) «για να διασπάσουν ζώνη 64 τουρκικών» (a romper un cordone di 64 Turchesche) [φύλλο 4] και περιγράφει τις βαριές απώλειες που υπέστησαν οι Τούρκοι στις ναυμαχίες τους με τούς Ενετούς, την καθυστερημένη άφιξη των χριστιανικών δυνάμεων επικουρίας, τον αγώνα για τον λόφο Αβράμη (Monte Abramo), τον οποίο τελικά κατάφεραν να πάρουν οι Τούρκοι, τούς ρόλους που έπαιξαν ο φον Σούλενμπουργκ και οι Ενετοί αξιωματικοί του, την επακόλουθη «επαίσχυντη φυγή» (vergognosa fuga) των Τούρκων [φύλλο 11] στις 21-22 Αυγούστου και στη συνέχεια τις επιχειρήσεις τού ενετικού στόλου στα νερά τής Ζακύνθου και τής Αγίας Μαύρας (Λευκάδας) μέχρι τα μέσα Οκτωβρίου 1716. Αυτό το χειρόγραφο περιέχει επίσης ημερολόγιο σχετικών γεγονότων από τις 8-9 Μαΐου έως τις 17 Αυγούστου [φύλλα 18-34, φύλλα χωρίς αρίθμηση], καθώς και τρία άλλα στοιχεία κάποιου ενδιαφέροντος.
Mεγάλος τόμος λεπτών φύλλων με τίτλο Motioni marittime della flotta Veneta e squadre ausiliarie per la campagna MDCCXVI e MDCCXVΙΙ sotto la direzione delli capitani estraordinarii delle navi N.H.S. Andrea Corner, 1716, N.H.S. Lodovico Flangini, 1717 mori, N.H.S. Marc’Antonio Diedo, 1717 [MS. Marc. It. VΙΙ, 384 (10048)] μάς παρέχει λεπτομερή σχέδια τής πολιορκίας τής Κέρκυρας, με τη θέση τού ενετικού και τού τουρκικού στόλου από τις 5 Ιουλίου μέχρι τις 26 Αυγούστου 1716, δείχνοντας τις τοποθεσίες των λόφων Αβράμη και Σωτήρα (Σαν Σαλβαδόρ), με απόψεις τής Ίμβρου, τής Τενέδου και άλλων νησιών, με τις θέσεις που είχαν πάρει ο ενετικός και ο τουρκικός στόλος σε διάφορες ακριβώς χρονολογούμενες συγκρούσεις μεταξύ 1716 και 1718.
- [←22]
-
MS. Marc. It. VII, 1210 (9026), φύλλα 73-98, 106 και αλλού. Ο φον Σούλενμπουργκ κατέστησε επίσης σαφές ότι χρειαζόταν άνδρες και χρήματα [στο ίδιο, φύλλο 86]:
«Για να δείξω αυτό που είναι απαραίτητο, να οχυρωθούν οι εν λόγω πλατείες (οχυρά) τής μεθορίου και επειδή δεν ωφελεί η βελτίωση των άλλων για την υπεράσπιση τής επαρχίας, ας μού επιτρέψει η Γαληνότητά σας να υποθέσω 10.000 άνδρες, τακτικό στρατό, προορισμένο να υπερασπιστεί την επαρχία σε περίπτωση πολέμου…»
(Per dimostrare quanto è neccessario di fortiticare le plazze di frontiera sudette, e perchè non giovi migliorare le altre per la diffesa della provincia, Vostra Serenità mi permetta che supponga 10 mila huomeni, truppe regolare, destinate alla diffesa della provincia in una guerra…).
Μάλιστα, συνυπολογίζοντας όλα, ο φον Σούλενμπουργκ δήλωνε ότι χρειαζόταν περισσότερους από 30.000 άνδρες για την υπεράσπιση των ενετικών κτήσεων κατά μήκος των συνόρων από πιθανή τουρκική επίθεση [στο ίδιο, φύλλα 90, 91 και αλλού] και καθώς περνούσαν τα χρόνια, οι επιστολές, οι αναφορές και τα υπομνήματά του συνέχιζαν πάντοτε να υπογραμμίζουν την ανάγκη για περισσότερους στρατιώτες εδώ και ακόμη περισσότερους εκεί [πρβλ. στο ίδιο, MS. Marc. It. VII, 1211 (9027), φύλλο 242, έγγραφο με ημερομηνία 4 Mαϊου 1731]. Η υπερβολική σημασία τής υπεράσπισης τής Κέρκυρας εναντίον των Τούρκων βρισκόταν πάντοτε στο μυαλό του [πρβλ. την επιστολή του προς τον δόγη, χρονολογημένη στη Βενετία στις 6 Ιουνίου 1733, στο ίδιο, φύλλα 363 και εξής]. Μικρότερης σημασίας από εκείνη τής Κέρκυρας ήταν η υπεράσπιση τού Καττάρο, η οποία όμως απαχολούσε επίσης πολύ τον φον Σούλενμπουργκ, όπως και η διαρκής επαγρύπνηση κατά μήκος τής αλβανικής μεθορίου [MS. Marc. It, VII, 1210 (9026), φύλλα 505 και εξής].
- [←23]
-
Relatione dell’acquisto della fortezza di Prevesa, ottenuta dall’armi della Serenissima Republica, sotto la valorosa condotta del capitan gen. Andrea Pisani (Βενετία, 1717), εκδόθηκε από τον Girolamo Albrizzi, στο Campo della Guerra, κοντά στην εκκλησία τού Σαν Τζουλιάνο] και πρβλ. τη Relatione delli combattimenti seguiti trà l’armata Veneta e l’Ottomana nell’acque d’Imbro ed in quelle di Santo Stratti e Monte Santo nei giorni 12, 13 e 16 di Giugno 1717 για περαιτέρω ενετικές ναυτικές δραστηριότητες, που άρχισαν όταν ο Λοντοβίκο Φλανγκίνι, ο «έκτακτος διοικητής των ιστιοφόρων» (capitan estraordinario delle navi), απέπλευσε από τη Ζάκυνθο στις 26 Mαϊου (1717). Επίσης δημοσιευμένο από τον Albrizzi (και δύο συνεργάτες) το 1717, το φυλλάδιο αυτό περιγράφει γεγονότα που προσέλκυσαν την προσοχή τής εποχής, αλλά δεν έχουν ιστορικές επιπτώσεις καθώς εξετάζουμε το έτος 1717 από σύγχρονη οπτική γωνία. Για λεπτομέρειες βλέπε Von Hammer-Purgstall, VII, 222 και εξής και για την ενετική κατάληψη τής Πρέβεζας και τής Βόνιτσας σημειώστε Veridica Narratione di quanto è successo in Levante tra l’armata della Serenissima Republica di Venezia e quella dell’Ottomano …. [MS. Marc. It. VII, 563 (7692), σελ. 128-41]. Ο φον Σούλενμπουργκ μάς έχει αφήσει μακροσκελή περιγραφή παρελθόντων γεγονότων σε επιστολή τής 15ης Αυγούστου 1718 γραμμένη προς τον δόγη Τζιοβάννι Κορνέρ [MS. Marc. It. VII, 1210 (9026), φύλλα 46-72]. Δεν χρειάζεται να προσθέσουμε ότι συνέχιζε να ανησυχεί στη διάρκεια των ετών για την ασφάλεια τού Βουθρωτού, τής Πρέβεζας και τής Βόνιτσας [στο ίδιο, φύλλα 270-80, επιστολή προς τον δόγη Κορνέρ, γραμμένη στην Κέρκυρα στις 5 Σεπτεμβρίου 1721].
- [←24]
-
Για τη σταδιοδρομία τού Σούλενμπουργκ βλέπε το άρθρο τού P. Zimmermann, στο Allgemeine Deutsche Biographie, XXXII (1891, ανατυπ. Βερολίνο, 1971), 667-74. Ο Σούλενμπουργκ γεννήθηκε στις 8 Αυγούστου 1661 στο Έμντεν, στην κάποτε Πρωσική επαρχία τού Αννόβερου. Πέθανε στη Βερόνα τού Βένετο στις 14 Μαρτίου 1747. Όπως έχω ήδη αναφέρει στο The Papacy and the Levant, IV (1984), 1103, σημείωση 220, δύο μεγάλοι τόμοι με αντίγραφα επιστολών τού Σούλενμπουργκ προς τον δόγη, σχετικές αποφάσεις τής Γερουσίας, σχέδια για τη στρατολόγηση στρατευμάτων, στοιχεία σχετικά με την ανάπτυξη και οργάνωση των δυνάμεων τής Δημοκρατίας στη στεριά και τη θάλασσα, απαιτήσεις σε πυροβολικό και πυρομαχικά, αποθήκες προμηθειών, γαλέρας (biscotto) για τα στρατεύματα και κτηνοτροφών (foraggio) για τα άλογα τους, νοσκομείων και καταλυμάτων για τη διατήρηση των στρατιωτών (ospedali e quartieri per la conservatione de soldati), οικονομικά δεδομένα και στοιχεία, τα απαιτούμενα οχυρωματικά έργα στην Κέρκυρα, στη Δαλματία και αλλού, όλα αυτά και πολλά άλλα υπάρχουν στη Bibl. Nazionale Marciana, MSS. It. VII, 1210-11 (9026-27), σε χειρόγραφα που περιλαμβάνουν έγγραφα με ημερομηνίες από 3 Δεκεμβρίου 1715 έως 30 Οκτωβρίου 1733, μερικά από τα οποία έχουν αναφερθεί πιο πάνω. Παρεμπιπτόντως ο Σούλενμπουργκ κλείνει υπόμνημα προς τον δόγη, χρονολογημένο στη Βενετία στις 26 Νοεμβρίου 1729, «με αυτή την παλαιά αλλά σοφή συμβουλή: Αν θέλετε ειρήνη, να προετοιμάζεστε για πόλεμο» (con quello antico ma saggio consiglio: Chi desidera la pace, si prepari alla guerra) [στο ίδιο, τόμος II, φύλλο 6].
Ο Σούλενμπουργκ, το όνομα τού οποίου παρέχεται επίσης ως Γιόχαν Ματίας, ήταν γνωστός στην εποχή του ως μανιώδης συλλέκτης έργων ζωγραφικής και ως προστάτης των καλλιτεχνών στη Βενετία. Καταγραφές τής σταδιοδρομίας του διατηρούνται εν μέρει στο NiedersachsischesStaatsarchiv στο Ανόβερο. Πρβλ. την έρευνα για τη συλλογή τού Σούλενμπουργκ από την Alice Binion, «From Schulenburg’s Gallery and Records», The Burlington Magazine, CXII, αριθ. 806 (Mάιος 1970), 207-303 και το συνοπτικό σημείωμα για τη σταδιοδρομία του από τον Antonio Morassi, «Un Ritratto del Maresciallo Schulenburg Dipinto da Αντόνιο Guardi», Arte Veneta, VI (Βενετία, 1952), 88-91, ενώ τώρα βλέπε ιδιαίτερα Α. Binion, La galleria scomparsa del maresciallo von der Schulenburg: un mecenate nella Venezia del Settecento, Βενετία, Ateneo Veneto, 1990.
- [←25]
-
Oι συνθήκες τής Ουτρέχτης (το 1713) και των Ράσταττ-Μπάντεν (το 1714) είχαν τερματίσει τον Πόλεμο τής Ισπανικής Διαδοχής, αλλά με περίπλοκο τρόπο. Στη Μαρκιανή [MS. Marc. It. VII, 401 (7424), 400 σελίδες] οι αμφιβολίες, διαφορές και δυσαρέσκειες που συνόδευαν τη σημαντική διάσκεψη τής Ουτρέχτης (το 1712) γίνονται περισσότερο από σαφείς από τα πολυάριθμα αντίγραφα των αναφορών, που απεύθυνε ο Κάρλο Ρουτσίνι στον δόγη τής Βενετίας και άλλους αξιωματούχους τού κράτους, καθώς και από διάφορα άλλα σχετικά έγγραφα, στα οποία περιλαμβάνεται επιστολή προς τον πάπα γραμμένη στην Ουτρέχτη στις 8 Ιουνίου 1712 [στο ίδιο, σελ. 154]. Η πρώτη αναφορά τού Ρουτσίνι γράφηκε στο Τρεβίζο στις 11 Φεβρουαρίου 1712 (ενετικό στυλ 1711), η προτελευταία στην Ουτρέχτη στις 25 Νοεμβρίου 1712 [σελ 394], ενώ η τελευταία αναφορά [αριθ. 53], που απευθύνεται στον δόγη, παραμένει χωρίς ημερομηνία, γιατί διακόπτεται στη μέση φράσης. Προφανώς η σελ. 401 (τουλάχιστον) έχει χαθεί από τον δεμένο τόμο. Tα ζητήματα ήσαν σημαντικά για τούς Ενετούς, παρά το γεγονός ότι δεν εμπλέκονταν άμεσα [πρβλ. Kretschmayr, Geschichte von Venedig, ΙΙΙ, 307-8].
- [←26]
-
Στις 11 Απριλίου 1713 ο Λουδοβίκος ΙΔ’ τής Γαλλίας και ο εγγονός του Φίλιππος Ε’ τής Ισπανίας αποδέχθηκαν το άρθρο v μιας από τις συνθήκες τής Ουτρέχτης, «αναγνωρίζοντας τώρα στα πλαίσια τής παρούσας συνθήκης την Βασιλική του Υψηλότητα τον Σαβοϊας ως μοναδικό και νόμιμο βασιλιά τής Σικελίας» (reconnoissant dès à présent en vertu de ce Traité son Altesse royale de Savoye pour seul et légitime Roy de Sicile) [Dumont, Corps universel diplomatique, VΙΙΙ-1 (1731), αριθ. clv, σελ. 363], ενώ στη συνθήκη τού Μπάντεν, η οποία κυρώθηκε στις 7 Σεπτεμβρίου 1714, ο Λουδοβίκος ΙΔ’ υποσχέθηκε και δεσμεύτηκε,
«ότι στην Αυτοκρατορική του μεγαλειότητα (Κάρολος ΣΤ’) αφήνεται η ήσυχη και ειρηνική κατοχή όλων των κρατών και περιοχών στην Ιταλία, τα οποία κατέχει τώρα, τόσο εκείνων που στο παρελθόν είχαν καταληφθεί από τούς βασιλείς τού οίκου τής Αυστρίας, δηλαδή (η κατοχή) τού Βασιλείου τής Νάπολης …. όπως και τού δουκάτου τού Μιλάνου, ακόμη και τού νησιού τής Σαρδηνίας» κλπ. [στο ίδιο, αριθ. clxxiv, άρθρο xxx, σελ. 440].
(quod suam Caesaream Majestatem relinquet in tranquilla et pacifica possessione omnium statuum et locorum quae in Italia modo tenet, et quae antea a regibus Domus Austriacae possessa erant, videlicet (possessio) Regni Neapolitani …. ducatus similiter Mediolanensis, regni insuper et insulae Sardiniae)
Οι Κάρολος ΣΤ’ και Φίλιππος Ε’ δεν θα είχαν να κάνουν τίποτε ο ένας με τον άλλο.
- [←27]
-
Οι όροι τής Τετραπλής Συμμαχίας, οι στη συνέχεια επικυρώσεις της από τούς αυτοκρατορικούς, τούς Γάλλους και τούς Βρετανούς, καθώς και τα διάφορα «χωριστά άρθρα» (articuli separate) παρέχονται στον Dumont, VΙΙΙ-1, αριθ. ccii, σελ. 531-41, «έγινε στο Λονδίνο στις 22 Ιουλίου (παλαιό ημερολόγιο), 2 Αυγούστου (νέο ημερολόγιο) τού έτους Κυρίου 1718» (actum Londini die 22 Julii (v. st. ), 2 Augusti (n. st.) anno Domini MDCCXVΙΙΙ).
- [←28]
-
Για τον ναύαρχο Σερ Τζωρτζ Μπυνγκ, ο οποίος έγινε ευπατρίδης ως υποκόμης Τόρρινγκτον (στις 9 Σεπτεμβρίου 1721) και για τη ναυμαχία στα ανοιχτά τού ακρωτηρίου Πασσέρο, βλέπε το άρθρο τού J.K. Laughton στο Dictionary of National Βiography, ΙΙΙ (ανατυπ. 1937-38), 567-70. Tα κύρια γεγονότα που αφορούσαν την Ισπανία και την αυτοκρατορία, οι προσπάθειες τού Κλήμεντος ΙΑ’ εναντίον των Τούρκων και η Τετραπλή Συμμαχία μεταξύ των ετών 1716 και 1720 (την οποία έχω προσπαθήσει να συμπιέσω όσο το δυνατό περισσότερο) αντιμετωπίζονται με αρκετή λεπτομέρεια από τούς Ρastor, Gesch. d. Päpste , XV, 93, 99-100, 104-23, Pometti , «Studii sul Pontificato di Clemente XI». Arch. della R Società Romana di Storia patria , XXΙΙΙ (1900), 483-512, Von Hammer-Purgstall, Gesch. d. osman. Reiches, VII (1831, ανατυπ. 1963), 220-37, Braubach, Prinz Eugen von Savoyen , IV (1965), ιδιαίτερα σελ. 20-39, 55-64 και πρβλ. Kretschmayr, Gesch. von Venedig, III, 426, Romanin, Storia documentata di Venezia, VΙΙΙ (3η εκδ., Βενετία, 1975), 43-44.
Η Mary Lucille Shay, The Ottoman Empire from 1720 to 1734, as Revealed in Despatches of the Venetian Baili, Ούρμπανα, 1944, Illinois Studies in the Social Sciences, XXVII-3, ανατυπ. Ουέστπορτ, Κονν., 1978 μάς έχει δώσει αφήγηση των τουρκο-ενετικών σχέσεων, όπως αναφέρονταν από τούς βαΐλους Τζιοβάννι Έμο, Φραντσέσκο Γκρίττι, Ντανιέλε Ντολφίν και Άντζελο Έμο από το 1720 μέχρι το 1734, με περιγραφές των εξεγέρσεων στην Ισταμπούλ το 1730 και το 1731, τής διαδοχής των μεγάλων βεζύρηδων, των πυρκαγιών και επιδημιών στον Βόσπορο, την αδιάκοπη προσκόμιση δώρων στους βεζύρηδες, στους καπουδάν πασάδες, στους ρέις εφέντηδες κλπ., τής μείωσης τού ενετικού εμπορίου και τής αδυναμίας τής Γαληνοτάτης σε ναυτικά ζητήματα. Το βιβλίο της τελειώνει με μπερδεμένη περιγραφή των δυσκολιών που είχαν μεταξύ τους οι Τούρκοι, οι Πέρσες και οι Ρώσοι.
- [←29]
-
Dumont, VΙΙΙ-1 (1731), αριθ. cxcix, σελ. 520-24:
«…Τα όρια των επαρχιών τής Μολδαβίας και τής Βλαχίας, εν μέρει τής Πολωνίας και εν μέρει τής Τρανσυλβανίας είναι γειτονικά και αλληλοεφαπτόμενα, όπως από παλιά. Διακρίνονται και χωρίζονται από βουνά, με αποτέλεσμα να τηρούνται από όλες τις πλευρές οι όροι των αρχαίων συνόρων. Κανένας δεν παραβιάζει αυτά τα σύνορα, ούτε καμμία πλευρά προχωρεί σε αλλαγές. Τα μέρη τής Βλαχίας που βρίσκονται σε αυτή την πλευρά τού ποταμού Ολτ [δηλαδή δυτικά τού ποταμού Ολτ ή Όλτουλ] με τούς τόπους και τις οχυρώσεις τού Τέμεσβαρ [Τιμισοάρα] βρίσκονται στην εξουσία και κατοχή τής Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορικής Μεγαλειότητας, όπως έχουν γίνει δεκτά ως θεμέλια τής ειρήνης Όπως Κατέχονται [Uti Possidetis], και πρέπει να παραμείνουν στον ίδιο έλεγχο και κυριαρχία, δηλαδή, δυτικά τού ποταμού, στον έλεγχο των Ρωμαίων, όπως έχει ήδη περιγραφεί, ενώ η ανατολική όχθη ανήκει στον αυτοκράτορα των Οθωμανών»
(… Provinciae Moldaviae et Valachiae, partim Poloniae et partim Transylvaniae limitibus conterminae, interjacentibus, ut ab antique, montibus distinguantur et separentur, ita ut ab omni parte antiquorum confiniorum termini observentur, nullaque in his nec ultra, nec citra fiat mutation, et cum partes Valachiae cis Alutam iluvlum sitae cum locis et munimento Temeswarini in potestate et possessione Sacrae Romano-Caesareae Regiaeque Majestatis sint, juxta acceptatum fundamentum pacis Uti Possidetis, in eiusdem potestate et dominio permaneant ita ut praedicti fluvii ripa occidentalis ad Romanorum, ripa vero orientalis ad Ottomannorum Imperatorem pertineat),
δηλαδή οι αυτοκρατορικοί κατείχαν όλη την περιοχή δυτικά τού ποταμού Ολτ και οι Τούρκοι την περιοχή ανατολικά τού Ολτ [άρθρο i].
«Aπό [τη συμβολή με] τον ποταμό Δρίνο [ο ποταμός Ντρίνα στην ανατολική Βοσνία] μέχρι [τη συμβολή με] τον ποταμό Ούνα [ο Ούνατς στη δυτική Βοσνία], και στις δύο όχθες τού ποταμού Σαύου, όπου υπάρχουν είτε ανοιχτά είτε κλειστά φρούρια και παραμεθόρια οχυρά στρατιωτών τού αυτοκράτορα των Ρωμαίων, ενώ τα αρχαία εδάφη του, σύμφωνα με το θεμέλιο τής ειρήνης, θα παραμείνουν στην εξουσία τής ίδιας Αγίας Αυτοκρατορικής και Βασιλικής Μεγαλειότητας, και ως εκ τούτου το σύνολο τού ποταμού Σαύου, μαζί με τις όχθες του, ανήκει σε Αυτήν [τη Μεγαλειότητα]»
(Cum a Drina fluvio usque ad Unnam in utraque ripa fluvii Savi sitae, sive apertae sive occlusae arces et palankae Romanorum Imperatoris milite munitae sint, cum antiquis suis territoriis juxta fundamentum pacis in Ejusdem Sacrae Caesareae Regiaeque Majestatis potestate permanento, quare etiam integer fluvius Savus cum suis ripis ad Eandem pertinet),
δηλαδή ο Κάρολος ΣΤ’ κατείχε ολόκληρη την κοιλάδα τού Σάβα [άρθρο iii], καθώς και ορισμένα άλλα εδάφη που προσδιορίζονταν στη συνθήκη [άρθρα iv-vi]. Οι υπογραφές των Σάττον και Κόλυερ ως εκπροσώπων τού Γεώργιου Α’ και τής Ολλανδίας παρέχονται στο ίδιο, σελ. 524b. Έχοντας αφεθεί εκτός των διαπραγματεύσεων που οδήγησαν στην ειρήνη τού Πασσάροβιτς, ο Άμπραχαμ Στάνυαν, ο διάδοχος τού Ουώρτλεϋ Μόνταγκυ ως Βρεταννός πρεσβευτής στην Πύλη, ήταν πολύ δυσαρεστημένος. Πρβλ. την επιστολή του προς τον υπουργό εξωτερικών στο Ουάιτχωλ στο PRO, SP 97, XXIV, φύλλα 257-58, «στο στρατόπεδο τού Μεγάλου Βεζύρη στη Σόφια στις 20 Ιουλίου 1718 παλαιού ημερολογίου» (δηλαδή 31 Ιουλίου) και σημειώστε στο ίδιο, φύλλο 260.
Υπάρχει μεγάλος τόμος στη Μαρκιανή [MS. It. VII, 383 (7733), 154 φύλλα, με 15 λευκά φύλλα], που περιέχει τις αναφορές τού Κάρλο Ρουτσίνι προς τον δόγη Τζιοβάννι Κορνέρ, δηλαδή προς τη Σινιορία, από τις 21 Μαρτίου μέχρι τις 10 Νοεμβρίου 1718, με άλλες σχετικές προσθήκες και πολλά κείμενα που υπογράφηκαν στο Πασσάροβιτς από τούς μεσολαβητές Ρόμπερτ Σάττον και Γιάκομπ Κόλυερ [φύλλα 1-114], καθώς και επιστολές από τον Ρουτσίνι προς διάφορους ηγεμόνες, διπλωμάτες, και άλλους, που αφορούν την ειρήνη τού Πασσάροβιτς, από 16 Απριλίου έως 15 Οκτωβρίου 1718 [φύλλα 127-51] και αριθμημένα χωριστά ως φύλλα 1-25 καθώς και δύο (πρωτότυπες) διαπιστευτήριες επιστολές σε περγαμηνή, που εκδίδονται για τον Ρουτσίνι στο όνομα τού δόγη στις 12 Μαρτίου και 28 Απριλίου (1718) και υπογράφονται από τον γραμματέα Τζιοβάννι Φραντσέσκο Μπουζενέλλο. Για το Πασσάροβιτς και τα αποτελέσματά του βλέπε Amy A. Bernardy, L’Ultima guerra turco-veneziana (1902), σελ. 53-71.
- [←30]
-
Dumont, VΙΙΙ-1, αριθ. cc, σελ. 524-28, «γράφτηκε κάτω από το αντίσκηνο στο Πασσάροβιτς στις 21 Ιουλίου 1718» (actum sub tentorio ad Possarovitz XXI. Jul. MDCCXVΙΙI), ιδιαίτερα άρθρα i-iv για τη διατήρηση από τούς Ενετούς τμημάτων τής δαλματικής ακτής με το Βουθρωτό, την Πρέβεζα και τη Βόνιτσα στη βάση τού «συμπεριλαμβανομένης τής χρήσης» (uti possideris). Ο θεσμός τού βαΐλου επανερχόταν στην Ισταμπούλ (άρθρο xiv), ενώ διάφορα δικαστικά, ναυτικά και άλλα προβλήματα αντιμετωπίστηκαν αναλυτικά με την ενετο-τουρκική συνθήκη τού Πασσάροβιτς, οι διαπραγματεύσεις για την οποία είχαν επίσης γίνει με τη μεσολάβηση των Σάττον και Κόλυερ [στο ίδιο, σελ. 524 b]. Πρβλ. Setton, The Papacy and the Levant, IV, 1103-4.
Παρά τα κέρδη τής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από τη Βενετία στη συνθήκη τού Πασσάροβιτς, οι Τούρκοι είχαν εισέλθει σε περίοδο παρακμής και δυσκολιών, αν και έκαναν κάποιες προσπάθειες διοικητικής και στρατιωτικής μεταρρύθμισης, τις οποίες οι Ενετοί παρακολουθούσαν με μεγάλη προσοχή [Paolo Preto, Venezia e i Turchi (1975), σελ. 357-77]. Όμως οι Τούρκοι δεν μπορούσαν να αντιμετωπίσουν τις επιτυχίες τής Αυστρίας και την ανάπτυξη τής Ρωσικής ισχύος, ιδιαίτερα λόγω τής αδυναμίας τους να σημειώσουν μεγάλη πρόοδο στη στρατιωτική τεχνολογία και τού ακραίου συντηρητισμού τού Ισλάμ. Παρ’ όλα αυτά η προέλαση τής Αυστρίας και τής Ρωσίας οδήγησε τη Βενετία σε ακόμη πιο στενούς δεσμούς με την Υψηλή Πύλη [στο ίδιο, σελ. 380-92].
- [←31]
-
The Complete Letters of Lady Mary Wortley Montagu, επιμ. Robert Ηalsband, I (1965), 259, επιστολή γραμμένη στη Βιέννη στις 8 Σεπτεμβρίου 1716 και γα τις επιστολές τής Λαίδης Μαίρης από τη Βιέννη βλέπε στο ίδιο, I, 259-79, 201-97, ενώ για εκείνες από την Αδριανούπολη και την Ισταμπούλ (Κωνσταντινούπολη) στο ίδιο, I, 308-415.
- [←32]
-
Πρβλ. γενικά το εξαιρετικό μικρό βιβλίο τού Ernst Wangermann, The Austrian Achievement, 1700-1800, Λονδίνο, 1973 και σημειώστε τις επιλογές από τις πηγές (σε αγγλική μετάφραση) στο C.A. Macartney, The Habsburg and Hohenzollern Dynasties in the Seventeenth and Eighteenth Centuries, Νέα Υόρκη, 1970, ιδιαίτερα σελ. 94 και εξής. Υπάρχει λεπτομερής μελέτη των εμπορικών πολιτικών τής Μαρίας Τερέζας και τού γιου της Ιωσήφ Β΄ από τον Adolf Beer, «Die österreichische Handelspolitik unter Maria Theresia und Josef II», Archiv für österreichische Geschichte , LXXXVI (1890), 1-204, ενώ για τη Μαρία Τερέζα και τα πρώτα χρόνια τού Ιωσήφ βλέπε Derek Βeales, Joseph II, I , Cambridge Univ. Press, Καίμπριτζ, 1987.
- [←33]
-
Πρβλ. ASV, Senato ΙΙΙ (Secreta), Dispacci Costantinopoli ( 1719-1720), φύλλα 18-19, αναφορά τού Κάρλο Ρουτσίνι προς τον δόγη, γραμμένη στην Κέρκυρα στις 25 Ιουνίου 1719:
«Πρεσβεύει ανοιχτά [σύμφωνα με τούς πρεσβευτές μεσολαβητές, τον Ολλανδό και τον Βρετανό πρεσβευτή Κόλυερ και Στάνυαν], ότι πρόθεση τής Πύλης είναι να ανακτήσει εκείνα όχι μόνο τού τελευταίου αλλά και τού προηγούμενου πολέμου τού Μορέως, μοτίβο που μπορεί να χρησιμεύσει σε εκείνες τις περαιτέρω αποστολές που θα κρίνει σκόπιμες η δημόσια σύνεση, για να αποφευχθούν οι καθυστερήσεις οι οποίες διαφορετικά θα ακολουθήσουν για την ολοκληρωτική απελευθέρωση των σκλάβων μας…»
(Apertamente si professa che l’intentione della Porta sia di ricuperar quel-li non solo dell’ultima, ma dell’antecedente guerra di Morea, motivo che potrà servir a quelle ulteriori comissioni che la publica prudenza conoscesse opportune per scansare le dilationi che per altro seguirebbero sopra l’intiera libertà de schlavi nostri ..).
Οι Κότυερ και Στάνυαν σύντομα εξασφάλισαν την απελευθέρωση αριθμού Ενετών «σκλάβων» [στο ίδιο, φύλλο 47 και σημειώστε φύλλα 626 και εξής].
«Το μάτι σε συνδυασμό με την ανάμνηση των συμπτώσεων τού παρελθόντος οδηγείται στην παρατήρηση τού τόπου των κινδύνων και τής ένδοξης υπεράσπισης, όχι λιγότερο από τη βελτιωμένη, σε οποιοδήποτε μέρος, κατάσταση των οχυρώσεων. Αυτά είναι πολύ καλά, αλλά λείπει εκείνο που θα πίστευε κανείς ότι αφαιρεί την ευκολία και κατά συνέπεια τα θέλγητρα από τις καρδιές των εχθρών, καθιερωμένο και ασφαλές το μόνο προπύργιο τής πατρίδας και τής Ιταλίας, ζητώντας από την υπέρτατη σοφία τής άριστης Γερουσίας μια επιμελή, αν και πολυδάπανη, φροντίδα, για να οδηγήσει στην ολοκλήρωση ένα έργο τέτοιας αξίας».
(L’occhio unito alla memoria delle passate contingenze é andato osservando il sito delli pericoli e delle gloriose diffese non meno che lo stato, in alcuna parte, migliorato delle fortificationi. A queste però ben molto vi manca, onde si possan creder rimosse le facilità e per conseguenza gl’allettamenti nel cuor de’ nemici, ben stabilito e sicuro l’unico antemurale della Patria e dell’Italia, che chiama dalla somma sapienza dell’eccellentissimo Senato un’assidua se ben dispendiosa cura per condur’alla perfettione opera di tanto valore).
Λεγόταν ότι υπήρχαν διάφορες τουρκικές παραβιάσεις τής συνθήκης τού Πασσάροβιτς [στο ίδιο, φύλλα 48 και εξής, αναφορά τού Ρουτσίνι γραμμένη στο Πέρα τής Κωνσταντινούπολης στις 5 Σεπτεμβρίου 1719 και πρβλ. φύλλα 97, 99, 101, 103 και αλλού, καθώς και φύλλα 224, 232-233 κλπ., με πολλά τμήματα πολλών κρυπτογραφημένων αναφορών]. Μερικές όμως φορές οι συναντήσεις τού Ρουτσίνι με την τουρκική ηγεσία ήσαν πολύ εγκάρδιες [στο ίδιο, φύλλο 324].
- [←34]
-
Franco Venturi, Settecento riformatore, 4 τόμοι (δημοσιευμένοι μέχρι τώρα σε πέντε μέρη, Τορίνο, 1969-84), ΙΙΙ, 22-73, 90-91, 92-96, 100-6, 111 και εξής, μεταφρ. R. Βurr Litchfield, The End of the Old Regime in Europe, 1768-1776: The First Crisis, Princeton Univ. Press. Πρίνστον, 1989, σελ. 23-73, 91, 93-96, 100-6, 111 και εξής.
- [←35]
-
Με άρτια γνώση των πηγών και τής δευτερεύουσας βιβλιογραφίας, ο Marino Rerengo, La Società veneta alla fine del Settecento, Φλωρεντία, Sansoni, 1956, κεφ. I-ΙΙΙ, έχει ιχνηλατήσει σε κάποια λεπτομέρεια το ιστορικό υπόβαθρο τής παρακμής τής Βενετίας, τις οικονομικές δυσκολίες, την πολιτική ανησυχία, τη διοικητική διαφθορά και την κοινωνική αστάθεια τής Δημοκρατίας κατά τη διάρκεια τού ύστερου 18ου αιώνα. Διάφορα προβλήματα προέκυπταν στις σχέσεις τής Σινιορίας με το πολύπλοκο δίκτυο των «κρατών», τα οποία αποτελούσαν τη Δημοκρατία (Μπέργκαμο, Μπρέσσια, Πάδουα, Βερόνα, Ούντινε, Κρέμα, Βιτσέντσα, Τρεβίζο, Ροβίγκο, Φέλτρε και άλλα). Ο Rerengo έχει περιγράψει τις κοινωνικές τάξεις, δηλαδή τούς νόμπιλι (ευγενείς), τσιταντίνι (πολίτες), ποπολάνι (κοινούς) και την αβέβαιη μεσαία τάξη (incerta classe borghese), τις διαιρέσεις και εχθρότητες μεταξύ τους και τον ρόλο που έπαιζαν στην κυβέρνηση, καθώς και τα επαγγέλματα, τη γεωργία, το εμπόριο, τις διάφορες βιομηχανίες (και χειροτεχνίες), την αλιεία κλπ., όπως και τούς αβοήθητους, τη χωρίς ελπίδα κατηγορία των περιπλανώμενων αλητών: «Οι φτωχοί πρέπει να παραμένουν φτωχοί και οι πλούσιοι να διατηρούν τα πλούτη τους» (Il povero doveva restare povero, ed il ricco conservare le sue richezze). Οι κυβερνώντες πατρίκιοι δεν μπορούσαν να δουν το πρόβλημα και έτσι η Δημοκρατία τού Αγίου Μάρκου άρχισε να κατηφορίζει.
O Berengo έχει επίσης εξαντλήσει με επίπονη φροντίδα τα άθλια τρόφιμα στη διάθεση των μαζών, την αγροτική ζωή στο Βένετο, τα προβλήματα τής ιδιοκτησίας γης (από τούς ευγενείς, τα μοναστήρια και την Εκκλησία), μισθώσεις, ενοίκια (σε είδος) και την εργασία που απαιτούνταν για την καλλιέργεια τής γης. Οι αγρoτικές εξεγέρσεις (rustiche insurrezioni) προκαλούνταν συχνά από την πείνα, τούς δασμούς, τούς φόρους και το κυβερνητικό μονοπώλιο τού καπνού (σημαντική πηγή εισοδήματος για τη Δημοκρατία), την παράνομη καλλιέργεια τού κερδοφόρου φυτού και τη λαθραία πώλησή του σε ενετικό έδαφος. Η σύλληψη για λαθρεμπόριο καπνού μπορούσε να οδηγήσει τον δράστη για τρία χρόνια στις γαλέρες.
Οι λαθρέμποροι καπνού κατέφευγαν συχνά στη ληστεία. Στις φτωχότερες περιοχές τής Δημοκρατίας, όπου η επιτήρηση ήταν λιγότερο εξονυχιστική, οι ληστές πηγαινοέρχονταν όχι χωρίς κάποια υποστήριξη από τούς κατοίκους τής περιοχής. Οι ληστείες στους επαρχιακούς δρόμους πρόσθεταν στα δεινά των εμπόρων, των ταξιδιωτών και τής αστυνομίας, ιδιαίτερα στις Αλπικές περιοχές από το Φριούλι και τη Γκορίτσια μέχρι τις πεδιάδες τού Μπέργκαμο, καθώς και στην ενδοχώρα τής Ίστρια, όπου οι άνθρωποι, πάντοτε πρόθυμοι να παραβιάζουν τα μονοπώλια αλατιού και καπνού, βρίσκονταν σε συνεχή σύγκρουση με τον νόμο.
Ασχολούμενος με την πνευματική ζωή των Ενετών κατά τον 18ο αιώνα, ο Berengo [κεφ. IV] έχει τονίσει το σχίσμα μεταξύ παραδοσιακών, μερικά από τα έργα των οποίων περιορίζονταν από επιστημονική προσοχή στη λεπτομέρεια (pedantesca minuziosità) και τού μικρού αριθμού των φωτισμένων Ενετών (illuministi veneti), οι δραστηριότητες των οποίων περιορίζονται από τη λογοκρισία των βιβλίων, ιδιαίτερα όταν τολμούσαν να ασχοληθούν με την πολιτική και τη θρησκεία. Έτσι, η πώληση των έργων τού Ρουσσώ επίσημα απαγορευόταν στη Βενετία, αλλά τα έργα τού Μπέντζαμιν Φράνκλιν ήσαν αποδεκτά. Σε γενικές γραμμές όμως ο διακριτικός Ενετός μπορούσε να αποκτήσει, να διαβάσει και να κρατήσει σχεδόν όποιο βιβλίο ήθελε. Η επιρροή τού γαλλικού Διαφωτισμού είχε εισχωρήσει στο Βένετο και εξαπλωνόταν σε όλη την Ιταλία, η οποία γινόταν όλο και πιο ανοικτή στα ρεύματα από την Αγγλία, την Ολλανδία και τη Γερμανία. Όσο για τη λεγόμενη θρησκευτική «ανοχή» των Ενετών, ίσως είναι καλύτερα να σκεφτούμε την «αδιαφορία» τους, στην οποία κατά το δεύτερο μισό τού αιώνα σημαντικό μάλλον ρόλο έπαιζε ο τεκτονισμός (στους ευγενείς και την αστική τάξη).
Οι ορθολογικές και επαναστατικές ιδέες των Γάλλων Ιακωβίνων, ο ντεϊσμός των Ελευθεροτεκτόνων (που μερικές φορές απέκκλινε προς τον αθεϊσμό) και ο αιρετικός ντετερμινισμός των Χανσενιστών προκαλούσαν ατέλειωτη πολιτική και θρησκευτική διαφωνία στη Βενετία και το Βένετο. Στην πραγματικότητα, από την εποχή τού Πάολο Σάρπι οι σχέσεις μεταξύ Σινιορίας και παπικής κούρτης λύγιζαν κάτω από το βάρος τής διαφωνίας και τής σύγκρουσης, παρά το γεγονός ότι οι Ενετοί θεωρούνταν όλοι καλοί Καθολικοί. Υπήρχε τώρα μεγάλο χάσμα μεταξύ των πατρικίων τής Βενετίας και των επαναστατών τού Παρισιού. Πολλοί φιλελεύθεροι ιερωμένοι είχαν καταλήξει να πιστεύουν ότι τα δικαιώματα τού ανθρώπου ήσαν ενσωματωμένα στα Ευαγγέλια. Υπερασπίζονταν τούς Εβραίους, στους οποίους είχε επιβληθεί η ταπείνωση τού γκέτο. Η ρήξη μεταξύ παλαιάς Βενετίας και νέας Γαλλίας δεν θα γεφυρωνόταν ποτέ, ενώ ακόμη και οι ευγενείς τής ενετικής Eνδοχώρας (Terraferma), αποκομμένοι από την κεντρική κυβέρνηση τής Βενετίας, χαιρέτισαν την έλευση τού Ναπολέοντα, που τούς απελευθέρωσε από την εξουσία τής Σινιορίας. Αυτά για την επίδραση των «νέων ιδεών» τού Διαφωτισμού και τής γαλλικής Επανάστασης επί τής Βενετίας, τα οποία ο Berengo έχει διερευνήσει πλήρως στα κεφ. V-VII, και πρβλ. Bruno Caizzi, Industria e cοmmercia della Repubblica veneta nel XVΙΙΙ secolο, Μιλάνο, 1965, σελ. 12 και εξής, σχετικά με τούς περιορισμούς στο εμπόριο καπνού (και μάλλινων, ακατέργαστου μεταξιού, ξένων υφασμάτων κάθε είδους, καφέ, λαδιού, ψαριών, αλατιού, λουλακιού για τη βαφή βαμβακιού, μαλλιού και μεταξιού κ.λπ.). «Το ζήτημα τού λαθρεμπορίου κυριαρχεί στη θεματική τής ενετικής οικονομίας τού 18ου αιώνα» (il tema del contrabbando domina la tematica dell’economia veneziana del Settecento), με το οποίο o Berengo έχει ασχοληθεί εκτενώς. Σημειώστε επίσης τον λεπτό τόμο τού Franco Venturi, Venezia nel secondo settecento, Τορίνο, 1980, ο οποίος παρέχει σύντομες (αλλά διδακτικές) συνοπτικές απόψεις για τη ζωή στη Βενετία και το Βένετο κατά τον 18ο αιώνα, εστιάζοντας σε επιφανή πρόσωπα και στα κύρια προβλήματα τής εποχής. Για τις ενδυμασίες (και σε κάποιο βαθμό τα κοινωνικά έθιμα) τής Βενετίας τού 18ου αιώνα βλέπε La Moda a Venezia nel Secolo XVΙΙΙ [με σημειώσεις τού G. Morazzoni, Μιλάνο, 1931].
- [←36]
-
Για την καταγραφή των ονομάτων των ιστορικών που έχουν ασχοληθεί τα τελευταία χρόνια με την ύστερη ιστορία τής Βενετίας, έρχονται στο μυαλό (μεταξύ άλλων) οι Daniele Beltrami, Marino Berengo, Wm. J. Bouwsma, Fernand Braudel, Carlo Cipolla, Bruno Caizzi, Gaetano Cozzi, Jas. C. Davis, Jean Georgelin, Felix Gilbert, Frederic C. Lane, Gino Luzzatto, Brian Pullan, Donald E. Queller, Ruggiero Romano, Guido Ruggiero, Domenico Sella, Federico Seneca, Aldo Stella, Alberto Tenenti, Gianfranco Torcellan, Franco Venturi και Stuart J. Woolf.
- [←37]
-
O Bruno Caizzi, Industria e commercilo della Repubblica veneta nel XVΙΙΙ Secolo (1965) έχει κάνει προσεκτική μελέτη των διαφόρων δυνάμεων τής εργασίας στη Βενετία και σε ολόκληρο το Βένετο. Η εργατική δύναμη κρατιόταν γενικά κάτω από αυστηρή πειθαρχία και η εργασία μιας ημέρας μπορούσε κάλλιστα να ανέρχεται σε δεκατέσσερις ώρες. Οι μύλοι μάλλινων και μεταξωτών ήσαν ιδιαίτερα σημαντικοί. Σημαντική ήταν και η υαλουργία στο νησί Μουράνο, που εξήγαγε χάντρες, καθρέφτες, γυάλινες πλάκες και υαλοπίνακες. Πανί υφαινόταν για ενδύματα και για τις μακριές κάλτσες τής εποχής. Χαρτί κατασκευαζόταν και εξαγόταν σε μεγάλες ποσότητες. Πολλοί άνδρες απασχολούνταν στα εργοστάσια σιδήρου και μολύβδου, καθώς και στην παραγωγή σαπουνιού, κεριού, κεραμικών, πορσελάνης και καπνού. Παρά το γεγονός ότι η Σινιορία προσπαθούσε να κρατήσει την ειρήνη με κάθε κράτος στην Ευρώπη με το οποίο θα εμπλεκόταν, όπλα κατασκευάζονταν στη Βενετία και το Βένετο, αλλά, όπως καθιστά σαφές ο Caizzi [σελ. 192], «οι αλλοδαποί δεν είχαν πρόσβαση στα σιδηρουργεία. Κάθε κανόνι που φτιαχνόταν έπρεπε να φέρει το όνομα τού κατασκευαστή και τη σφραγίδα τού Αγίου Μάρκου. Οι πελάτες δεν μπορούσαν να καταφύγουν σε μεμονωμένους τεχνίτες, αλλά μπορούσαν να κάνουν συμβάσεις μόνο με συνδικαλιστές μεταξύ των αρχιτεχνιτών» (… coi sindaci delle maestranze).
Οι ενετικοί τελωνειακοί δασμοί ήσαν γενικά υψηλοί και η επιτήρηση τής εργασίας σχεδόν άκαμπτη, αλλά καθώς ο 18ος αιώνας και η ανεξαρτησία τής Δημοκρατίας πλησίαζαν σταδιακά προς το τέλος τους, υπήρχε κάποια ταλάντωση μεταξύ τού προστατευτισμού τού παρελθόντος και κάποιου βαθμού ελεύθερου εμπορίου. Υπήρχε διάκριση μεταξύ των αγαθών που παράγονταν εντός των ορίων τής Ενετικής Δημοκρατίας, που εξακολουθούσαν να υπόκεινται σε βαρείς τελωνειακούς δασμούς και των βασικών εισαγωγών που παρέμεναν απαλλαγμένες από υψηλούς δασμούς. Δεν ήταν όμως πάντοτε εύκολο να ρυθμίζεται η μια κατηγορία ανεξάρτητα από την άλλη και αυτό προκαλούσε δυσκολίες τόσο μέσα στο ενετικό κράτος, όσο και με εκείνους που έφερναν εμπορεύματα μέσα στο Βένετο.
Κατά τη διάρκεια τού τουρκο-ενετικού πολέμου, που τελείωσε το 1718, η Δημοκρατία είχε υποχρεωθεί να επιτρέπει σε ορισμένους αλλοδαπούς επιχειρηματίες να δραστηριοποιούνται σε λίγο-πολύ ίσους όρους με τούς ντόπιους κατοίκους. Μετά την αποκατάσταση τής ειρήνης μεταξύ Πύλης και ενετικής κυβέρνησης, αποδείχθηκε ανέφικτη η επάνοδος στους παλαιούς περιορισμούς που έθετε η Σινιορία στους ξένους εμπόρους, οι οποίοι είχαν αναλάβει μεγάλο μέρος τού ενετικού εμπορίου και τώρα το κρατούσαν, «αφήνοντας στους ντόπιους τα ψίχουλα τού εμπορίου» [Caizzi, σελ. 217 και εξής]. Μετά το 1758 oθωμανικά πλοία εμφανίζονταν σε όλο και μεγαλύτερο αριθμό στις αποβάθρες τής Βενετίας, φέρνοντας αγαθά από την Ανατολική Μεσόγειο. Οι Ενετοί έμποροι ναύλωναν συχνά πλοία από το Μεσολόγγι, όπως ανέφερε ο πρόξενος στη Θεσσαλονίκη τον Σεπτέμβριο τού 1790, που τα προτιμούσαν από τα ενετικά πλοία, γιατί ήσαν ελαφρύτερα και λιγότερο δαπανηρά. Ενώ η Βενετία έχανε μεγάλο μέρος τού εμπορίου της προς τούς ανταγωνιστές, συνέχιζε να επιτυγχάνει κέρδη στους τομείς τού καπνού, τού σαπουνιού, τού αλατιού και τού κεριού. Παρά το γεγονός ότι το εμπόριο τής Ανατολικής Μεσογείου μειωνόταν στο σύνολό του, ο τούρκικος καφές και το βαμβάκι απέκτησαν πρωταρχική σημασία. Επίσης μαλλί ερχόταν από την Τουρκία και την Αλβανία, καθώς και λινά (φτιαγμένα από την ίνα τού λιναριού). Αλλά οι γενικεύσεις είναι δύσκολες, γιατί οι συνθήκες ποίκιλαν σημαντικά (όπως και οι τελωνειακοί κανονισμοί) από τη μια γενιά στην επόμενη. Το θέμα μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο με κάποια λεπτομέρεια, όπως έχει κάνει ο Caizzi [σελ. 219-66]. Οι Ενετοί παρέμεναν καχύποπτοι (και εχθρικοί) προς τούς Τούρκους μέχρι το τέλος τού αιώνα, ενώ μερικές φορές διατηρούσαν ακόμη και ανόητες ιδέες ανακατάληψης, αλλά γίνονταν υποχωρήσεις και διατηρήθηκε ειρήνη μεταξύ Σινιορίας και Πύλης μέχρι το τέλος τού αιώνα, για το οποίο πρβλ. Paolo Preto, Venezia e i Turchi, Φλωρεντία, 1975, σελ. 378 και εξής.
- [←38]
-
Αναμφίβολα η γεωργία, η αμπελουργία, και τα ενοίκια που προέρχονταν από τα μεγάλα κτήματα στην ενετική ενδοχώρα (terra ferma) βοήθησαν να γεμίσει το κενό που προκλήθηκε από την παρακμή τής ενετικής βιομηχανίας, αν και η εξαγωγή ενετικού γυαλιού, χαρτιού, υφασμάτων και μεταξιού, ιδιαίτερα των χρυσοκέντητων (panni d’oro), παρέμενε κατά το μεγαλύτερο μέρος ισχυρή. Η ενετική οικονομία είχε σίγουρα τα σκαμπανεβάσματά της σε όλη τη διάρκεια τού 18ου αιώνα, για το οποίο πρβλ. γενικά Jean Georgelin, Venise au siècle des lumières, Παρίσι και Χάγη, 1975, σελ. 86 και εξής, 157 και εξής, 237 και εξής, 303 και εξής και αλλού, τού οποίου ο βαρύς τόμος περιέχει τεράστιο πλήθος πραγματικών λεπτομερειών, μερικές φορές σε αντίθεση μεταξύ τους.
O Georgelin έχει ασχοληθεί με την παραγωγή δημητριακών (ιδιαίτερα καλαμποκιού), την εκτροφή βοοειδών, χοίρων, προβάτων, αιγών και αλόγων, καθώς και με τις αλλαγές τού καιρού από τη μία περίοδο στην άλλη και την επίδρασή τους επί των τιμών των σιτηρών. Έχει επίσης ασχοληθεί με την ιστορία τού ενετικού νομίσματος, την οικοδόμηση και ανοικοδόμηση ανακτόρων, θεάτρων, νοσοκομείων και αρχοντικών κατά τον 18ο αιώνα, όπου οι κινήσεις μπρος-πίσω στον χρόνο, πηγαίνοντας από τη μία χώρα στην άλλη για να κάνει συγκρίσεις με την ενετική οικονομία, προκαλούν μάλλον συνοθύλευμα των πλούσιων στατιστικών στοιχείων που έχει συλλέξει.
O Franco Venturi, Venezia nel secondo settecento, Τορίνο, 1980, σελ. 6-7 πιστεύει ότι ο Georgelin έχει αποπροσανατολιστεί από τα διδάγματα τής σχολής των Χρονικών (Annales) στις αναλύσεις του για τις συνδέσεις μεταξύ μεταβαλλομένων οικονομικών συνθηκών και πολιτικών δυσκολιών τής ενετικής κυβέρνησης. Σε κάθε περίπτωση ο Georgelin έχει την παρακμή τής Βενετίας και τού Βένετο συνεχώς κατά νου, την ίδια στιγμή που καταπολεμά την ιδέα τής παρακμής. Πρέπει όμως να προσθέσω ότι έχω βρει το βιβλίο του ζωντανό, ενδιαφέρον και διδακτικό.
- [←39]
-
Για τη γαλλική και αυστριακή λεηλασία των ενετικών βιβλιοθηκών, αυτών των εκκλησιών και μοναστηριών, καθώς και σε κάποιο βαθμό εκείνης τού Αγίου Μάρκου το 1707, το 1806-7, το 1810-1812 και στη συνέχεια, βλέπε το σημαντικό έργο τού Marino Zorzi, La Libreria di San Marco, Βενετία, Ateneo Veneto (Μιλάνο, 1987), ιδιαίτερα σελ. 319-64 και εξής. Για σύντομη επισκόπηση τής πνευματικής και κοινωνικής ζωής τής Βενετίας κατά τον 18ο αιώνα βλέπε Georgelin, Venise au siècle des lumières (1978), σελ. 705-81, ο οποίος δίνει κάποια έμφαση στo ενδιαφέρον των Ενετών για τα μαθηματικά και τις επιστήμες, στις βιβλιοθήκες και τα δημόσια τυπογραφεία, καθώς και στα μοναστήρια και τον φεμινισμό τού Διαφωτισμού, στη δημοτικότητα των κλαμπ και καφέ, στα πανηγύρια και τις θρησκευτικές πομπές, μαζί με την αύξηση τού ντεϊσμού (deism), στη μείωση τής ιεροσύνης, στην ευρεία πολιτική αναταραχή, καθώς και στη διαφθορά, αταξία, και σταδιακή αποδυνάμωση των ενετικών κυβερνητικών θεσμών. Πρβλ. επίσης Gianfranco Torcellan, Settecento veneto e altri scritti storici, Τορίνο, 1969, ιδιαίτερα σελ. 149 και εξής.
- [←40]
-
The Works of Lord Byron, Letters and Journals, επιμ. Rowland E. Prothero, 6 τόμοι, Λονδίνο, 1898-1901, IV, 29 και σημειώστε Rosella Mamoli Zorzi, «Lord Βyron e Venezia», Ateneo Veneto, CLXXV. n. s. XXVI (1988), 243-55, ενώ φυσικά οι Αμερικανοί θα ενώνονταν με τούς Βρετανούς στην αγάπη τους για τη Βενετία, για το οποίο σημειώστε Zorzi, Robert Browning a Venezia, Βενετία, 1989 και Henry James, Lettere da Palazzo Barbaro, Μιλάνο, 1989.
- [←41]
-
Letters and Journals, επιμ. Prothero, IV (1900), 208.
- [←42]
-
Στο ίδιο, IV, 255-56.